Άλλα Χρώματα του Ορχάν Παμούκ
«Οι κοινωνίες, οι φυλές και οι λαοί γίνονται πιο έξυπνοι, πιο πλούσιοι και πιο προηγμένοι καθώς δίνουν προσοχή στ’ ανήσυχα λόγια των συγγραφέων τους, και, όπως όλοι γνωρίζουμε, το κάψιμο βιβλίων και η δυσφήμιση των συγγραφέων είναι και τα δύο σημάδια ότι βρισκόμαστε σε σκοτεινούς και απρόβλεπτους καιρούς». Ορχάν Παμούκ
«Έτσι, η ειδοποίηση υπάρχει για να του υπενθυμίσει ότι, ενώ κάποιοι άνθρωποι περνούν από αυτή την πόρτα, άλλοι δεν μπορούν. Αυτό σημαίνει ότι η πινακίδα ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ είναι ψέμα. Στην πραγματικότητα, αυτό που θα έπρεπε να λέει είναι ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΟΣΟΥΣ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΕΙΣΕΛΘΟΥΝ. Υπονοώντας ότι ορισμένοι προνομιούχοι άνθρωποι μπορούν να περάσουν, όλοι όσοι δεν κατέχουν τα απαραίτητα προνόμια αποκλείονται, ακόμα κι αν επιθυμούν να μπουν. Ταυτόχρονα, βάζει όσους δεν επιθυμούν να εισέλθουν στην ίδια μοίρα με αυτούς που το επιθυμούν». Ορχάν Παμούκ
«…το να είσαι ευτυχισμένος /η δεν είναι αγενές και χρειάζεται μυαλό». Ορχάν Παμούκ
«Μια μέρα θα γράψω κι εγώ ένα βιβλίο που θα είναι φτιαγμένο μόνο από θραύσματα». Ορχάν Παμούκ
Η σημερινή ανάρτηση αφορά ένα βιβλίο που διάβασα αυτές τις μέρες του Τούρκου βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας συγγραφέα, Ορχάν Παμούκ, με τον τίτλο Άλλα Χρώματα (2007), και κάποια πρόσφατα, συνοδευτικά σχέδια.
Ο Παμούκ έχει ένα σημαντικό αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα και πολλά από τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά κι έχουν λάβει θετικές κριτικές, αλλά απ’ όσο θυμάμαι δεν είχα μέχρι τώρα διαβάσει κανένα από τα έργα του, παρόλο που πρόσφατα βρήκα ένα αντίτυπο μιας ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του Χιόνι. Το είχα αγοράσει το 2007, αλλά μάλλον δεν είχα βρει χρόνο να το διαβάσω και μετά ξεχάστηκε σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης.
Το Άλλα Χρώματα που επέλεξα να διαβάσω τώρα είναι μια πλούσια συλλογή 76 μη μυθοπλαστικών κειμένων που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια δεκαετιών, φωτογραφίες Οθωμανικής τέχνης και εικονογραφήσεις του συγγραφέα. Το βιβλίο είναι δομημένο σε εννέα ενότητες, καθεμία από τις οποίες εξερευνά διαφορετικές πτυχές των σκέψεων του συγγραφέα σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Ο Παμούκ σημειώνει: «…αυτό το βιβλίο διαμορφώνεται ως μια ακολουθία αυτοβιογραφικών θραυσμάτων, στιγμών και σκέψεων» και αλλού, «Συγκέντρωσα αυτά τα κομμάτια για να σχηματίσω ένα εντελώς νέο βιβλίο με αυτοβιογραφικό κέντρο». Στοχάζεται σχεδόν τα πάντα, με μελαγχολία, νοσταλγία, ειρωνεία και πολύ χιούμορ, και καταφέρνει να συνυφάνει, αναμνήσεις, ιδέες, όνειρα, κτίρια και τόπους, ιστορία και πολιτική, ανθρώπινα δικαιώματα και λογοκρισία, εαυτό και ταυτότητα, προσωπική χαρά και δημόσια τραγωδία, φυσικές και κοινωνικές καταστροφές, οικογένεια και την ευθραυστότητα της ζωής, ανατολική και δυτική τέχνη, την ενασχόληση του με την ζωγραφική, τον λόγο που δεν έγινε αρχιτέκτονας, το πώς είναι να είναι κανείς μυθιστοριογράφος, την προσωπική του καλλιτεχνική διαδικασία, τα μυθιστορήματά του, τη λογοτεχνία και λογοτεχνικές προσωπικότητες, και πολλά άλλα, σε μια συνεκτική αφήγηση.
Σχετικά με τη λογοτεχνία, σχολιάζει: «Με την πάροδο του χρόνου, κατέληξα να βλέπω το λογοτεχνικό έργο λιγότερο ως αφήγηση του κόσμου και περισσότερο σαν «να βλέπεις τον κόσμο με λέξεις». Από τη στιγμή που αρχίζει να χρησιμοποιεί λέξεις όπως τα χρώματα σε έναν πίνακα, ένας συγγραφέας μπορεί να αρχίσει να βλέπει πόσο θαυμαστός και εκπληκτικός είναι ο κόσμος, κι ενώ σπάει τα κόκαλα της γλώσσας για να βρει τη δική του φωνή. Γι’ αυτό χρειάζεται κανείς χαρτί, στυλό και την αισιοδοξία ενός παιδιού που κοιτάζει τον κόσμο για πρώτη φορά». Όσον αφορά την εμπειρία του μυθιστοριογράφου, μας λέει: «Όταν ένας μυθιστοριογράφος αρχίζει να παίζει με τους κανόνες που διέπουν την κοινωνία, όταν σκάβει κάτω από την επιφάνεια για να ανακαλύψει την κρυμμένη γεωμετρία της, όταν εξερευνά αυτόν τον μυστικό κόσμο σαν ένα περίεργο παιδί, παρασυρμένο από συναισθήματα που δεν μπορεί να καταλάβει πλήρως, είναι αναπόφευκτο να προκαλέσει κάποια ανησυχία στην οικογένειά του, στους φίλους του, στους συνομηλίκους του και στους συμπολίτες του. Αλλά αυτή είναι μια ευχάριστη ανησυχία. Γιατί διαβάζοντας μυθιστορήματα, ιστορίες και μύθους κατανοούμε τις ιδέες που διέπουν τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Είναι η μυθοπλασία που μας δίνει πρόσβαση στις αλήθειες που κρατούνται κρυμμένες από τις οικογένειές μας, τα σχολεία μας και την κοινωνία μας. Είναι η τέχνη του μυθιστορήματος που μας επιτρέπει να αναρωτηθούμε για το ποιοι πραγματικά είμαστε».
Το βιβλίο περιλαμβάνει κριτικά δοκίμια που αφορούν τα έργα πολλών λογοτεχνικών προσωπικοτήτων όπως οι Θερβάντες, Τολστόι, Ουγκώ, Ναμπόκοφ, Καμύ, Σαλμάν Ρούσντι, Στερν, Κόλριτζ, Βιρτζίνια Γουλφ, Φόκνερ, Μαν, Χέμινγουεϊ, Προυστ, Μπόρχες, Κάφκα, Ντοστογιέφσκι, με τον οποίο βρίσκει ότι μοιράζεται μια ιδιαίτερη συγγένεια, και πολλών άλλων από διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς. Ο Παμούκ ρίχνει φως στον Ντοστογιέφσκι, τον άνθρωπο, την εποχή του και τις αντιφάσεις όσων ζουν, όπως γράφει, στα όρια της Ευρώπης. Ισχυρίζεται ότι για να κατανοήσουμε τα μυστικά που το βιβλίο του Ντοστογιέφσκι, Σημειώσεις από το Υπόγειο, «ψιθυρίζει σε όσους, όπως εγώ, ζουν στα όρια της Ευρώπης……. πρέπει να εξετάσουμε τα χρόνια κατά τα οποία ο Ντοστογιέφσκι έγραφε αυτό το παράξενο μυθιστόρημα». Προσθέτει ότι παρόλο που ο Ντοστογιέφσκι είχε αρχίσει να νιώθει θυμό για τους Δυτικούς διανοούμενους που περιφρονούσαν τη Ρωσία, ο ίδιος παρέμενε προϊόν της δυτικής του εκπαίδευσης και ανατροφής και εξακολουθούσε να ασκεί μια δυτική τέχνη, την τέχνη του μυθιστορήματος.
Στη συνέχεια μας λέει ότι έχει μια έντονη ανάμνηση από την ανάγνωση των Αδελφών Καραμάζοφ στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών, μόνος στο δωμάτιό του σε ένα σπίτι που έβλεπε στον Βόσπορο. Κι εγώ στην ηλικία μεταξύ 16 και 17 διάβασα Ντοστογιέφσκι, συμπεριλαμβανομένου αυτού του μακροσκελούς βιβλίου. Σε αντίθεση όμως με τον Παμούκ δεν επέστρεψα στο βιβλίο στην ενήλικη ζωή κι έτσι μάλλον έγινε μια μακρινή ανάμνηση. Οι ιστορίες, οι χαρακτήρες και οι ιδέες που απορροφούμε από τα βιβλία σταδιακά γίνονται ξεθωριασμένες αναμνήσεις. Αν δεν επιστρέψουμε στα βιβλία που διαβάσαμε, συχνά ξεχνάμε τις ιστορίες, αλλά αυτό που μένει αφορά άλλα πράγματα, όπως το πώς μας έκανε να νιώσουμε το βιβλίο, το καθεαυτό φυσικό αντικείμενο, το πλαίσιο στο οποίο το διαβάσαμε, η αντίδρασή μας στις ιδέες του εκείνη τη χρονική στιγμή, ίσως και οι αντιδράσεις των άλλων. Τελικά, τα βιβλία που έχουμε διαβάσει μειώνουν την παιδική μας αθωότητα, μας δείχνουν πώς λειτουργεί ο κόσμος, και σε κάποιο βαθμό μας διαμορφώνουν. Ο Παμούκ παρατηρεί ότι, σε αντίθεση με τον ήρωα του Προυστ, ποτέ δεν ταυτίστηκε με τις ταυτότητες των χαρακτήρων στα βιβλία ούτε πίστευε ότι αυτά τα γεγονότα συνέβαιναν στον ίδιο, αλλά απολάμβανε την έξαψη της εισόδου σε έναν χώρο εντελώς διαφορετικό από τον καθημερινό του κόσμο. Του άρεσε να μελετά «τον εσωτερικό κόσμο του μυθιστορήματος με τον ίδιο τρόπο που μελετούσε κάποτε το υγρό μέσα στο μπουκάλι του αναψυκτικού του».
Στα δοκίμιά του βλέπουμε την ευχαρίστηση που αντλεί από την ανάγνωση, αλλά και την ανάγκη του να ανακυκλώνει και να ξεφορτώνεται βιβλία. Λέει: «Επειδή ζω σε μια χώρα σχεδόν χωρίς βιβλία και βιβλιοθήκες, τουλάχιστον έχω μια δικαιολογία. Τα δώδεκα χιλιάδες βιβλία στη βιβλιοθήκη μου είναι αυτά που με αναγκάζουν να παίρνω τη δουλειά μου στα σοβαρά…» και εξηγεί ότι «ένας εύκολος τρόπος για να τα ξεφορτωθούμε είναι να αποφασίσουμε ποια βιβλία προτιμούμε, ας πούμε, να κρύψουμε ή να εξαφανίσουμε εντελώς, ώστε οι φίλοι μας να μην τα δουν καθόλου. Μπορούμε να πετάξουμε μεγάλο αριθμό βιβλίων μόνο και μόνο για να μην καταλάβει κανείς ότι πήραμε ποτέ στα σοβαρά τέτοιες ανοησίες». Στοχάζεται επίσης σε θέματα όπως η πίστη του στη δύναμη της λογοτεχνίας να αμφισβητεί την εγγενή φύση της ζωής και τη διαδικασία δημιουργίας νοήματος, καθώς και τη μείωση του αριθμού των αναγνωστών στην Τουρκία. Σχετικά με τον χαμηλό αριθμό αναγνωστών στη χώρα του, σχολιάζει: «Παρόλα αυτά, ζω σε μια χώρα που θεωρεί τον μη αναγνώστη ως τον κανόνα και τον αναγνώστη ως κάπως ελαττωματικό, οπότε δεν μπορώ παρά να σέβομαι τις επιτηδευμένες ιδέες, τις εμμονές και τις αξιώσεις της μικρής χούφτας ανθρώπων που διαβάζει και χτίζει βιβλιοθήκες εν μέσω της γενικής ανίας και σκαιότητας».
Μέσα από αυτή την αφήγηση, που αποτελείται από πολλά αποσπάσματα, ο Παμούκ καταφέρνει να αποκαλύψει πώς η προσωπική και η δημιουργική ζωή είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Δεν διστάζει να περιγράψει συναισθήματα και προσωπικές εμπειρίες. Γονείς, συγγενείς και φίλοι περιηγούνται στις σελίδες του. Αναφέρεται με αγάπη στην κόρη του. Γράφει για την παιδική του ηλικία, τις σχολικές του εμπειρίες και τα πρώιμα γεγονότα για να καταλάβει πώς τον έχουν διαμορφώσει και να κάνει συνδέσεις μεταξύ των γεγονότων και των ιστοριών και των χαρακτήρων του: «Όταν ήμουν μικρός, ένα αγόρι στην ίδια ηλικία με εμένα -το όνομά του ήταν Χασάν- με χτύπησε ακριβώς κάτω από το μάτι με μια πέτρα με τη σφεντόνα του. Χρόνια αργότερα, όταν ένας άλλος Χασάν με ρώτησε γιατί όλοι οι Χασάν στα μυθιστορήματά μου ήταν κακοί, αυτή η ανάμνηση επέστρεψε» ή «Επειδή αγάπησα τα άλογα κατά τη διάρκεια των παιδικών μου καλοκαιριών στη Χεϊμπελιάδα, έδινα πάντα πολύ καλούς ρόλους στα άλογα και στις άμαξες τους. Οι ήρωες μου, τα άλογα, είναι ευαίσθητα, ντελικάτα, εγκαταλελειμμένα, αθώα και συχνά θύματα του κακού».
Θυμάται τον πατέρα του, ο οποίος, παρά τις μεγάλες απουσίες του, του έδωσε την αυτοπεποίθηση να κυνηγήσει τα όνειρά του: «Όταν ήμουν παιδί, ο πατέρας μου κοίταζε με εγκάρδιο θαυμασμό κάθε πίνακα που ζωγράφιζα. Όταν τον ρωτούσα τη γνώμη του, εξέταζε κάθε πρόχειρη πρόταση σαν να ήταν αριστούργημα. Γελούσε ξέφρενα με τα πιο άγευστα και άνοστα αστεία μου. Χωρίς την αυτοπεποίθηση που μου έδωσε, θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να γίνω συγγραφέας, να επιλέξω αυτό ως επάγγελμά. Η εμπιστοσύνη του σε εμάς και η ευκολία με την οποία μπορούσε να πείθει εμένα και τον αδερφό μου ότι ήμασταν λαμπροί και μοναδικοί, προερχόταν από την εμπιστοσύνη στη δική του διάνοια», και αλλού μας λεέι, «Πολύ αργότερα, όταν τα άφησα όλα αυτά πίσω μου, όταν ο θυμός και η ζήλια δεν θόλωναν πλέον την οπτική μου για τον πατέρα που ποτέ δεν με είχε επιπλήξει, ποτέ δεν προσπάθησε να με σπάσει, σιγά σιγά άρχισα να βλέπω – και να αποδέχομαι – τις πολλές και αναπόφευκτες ομοιότητες μας».
Ο Παμούκ εξερευνά τη βαθιά του ανάγκη να μένει μόνος για να ονειρεύεται, να διαβάζει και να γράφει. Μας αφήνει να ρίξουμε μια ματιά στον τρόπο που λειτουργεί το δημιουργικό του μυαλό και η ζωηρή του φαντασία, και στις σκέψεις για τις οποίες συνήθως δεν μιλάει στους άλλους, σχετικά με τα αντικείμενα που τον περιβάλλουν, ένα λυπημένο, παιδικό ποδηλατάκι ή ένα αγαπημένο ρολόι χειρός, για παράδειγμα. Μια τέτοια ιστορία αφορά κι ένα τασάκι. Θυμάμαι παρόμοια τασάκια σε σχήμα ψαριού, κοχυλιού ή παλάμης χεριού από την παιδική μου ηλικία. Γράφει: «Κάποιος έφτιαξε ένα πορσελάνινο τασάκι σε σχήμα ψαριού, και το καημένο το ψάρι θα καίγεται από τα τσιγάρα για χρόνια, με το στόμα του αρκετά ανοιχτό ώστε να μην είναι αναγκασμένο να καταπίνει μόνο βρώμικη στάχτη. Το στόμα του είναι αρκετά μεγάλο για να χωράει γόπες, σπίρτα και κάθε είδους βρωμιά». Μερικές φορές ο συγγραφέας μας μιλάει και μέσα από τη φωνή άψυχων πραγμάτων, όπως τις τρεις φιγούρες σε ένα σχέδιο. Αυτά τα σχέδια σε χαρτί μας λένε λόγου χάρη: «Μας προβληματίζει η πληθώρα φημών για το από πού προερχόμαστε, ποιοι είμαστε, πού πηγαίνουμε………… μετά από αιώνες περιπλάνησης, ήττας και καταστροφής, οι ιστορίες μας έχουν χαθεί. Τα σχέδια που κάποτε απεικόνιζαν αυτές τις ιστορίες έχουν διασκορπιστεί σε όλο τον κόσμο. Τώρα ακόμη και εμείς έχουμε ξεχάσει από πού προερχόμαστε. Έχουμε απογυμνωθεί από τις ιστορίες και τις ταυτότητές μας».
Τα ζώα είναι επίσης παρόντα στα δοκίμια και στις ιστορίες του βιβλίου. Ο Παμούκ αφηγείται ιστορίες για άλογα, γλάρους, χελιδόνια και αγέλες αδέσποτων σκύλων που περιφέρονται στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Για παράδειγμα, γράφει: «Η εκδίκηση γεννά εκδίκηση. Πριν από δύο χρόνια, όταν οκτώ ή εννέα σκυλιά με στρίμωξαν και μου επιτέθηκαν στο πάρκο Μάτσκα, φαινόταν σαν να είχαν διαβάσει τα βιβλία μου και να ήξεραν ότι τους είχα επιβάλει ποιητική δικαιοσύνη για να τους τιμωρήσω επειδή περιφέρονταν σε αγέλες, ειδικά στην Κωνσταντινούπολη. Αυτός, λοιπόν, είναι ο κίνδυνος της ποιητικής δικαιοσύνης: Αν το παρακάνετε, μπορεί να καταστρέψει όχι μόνο το βιβλίο σας – το έργο σας – αλλά και την ίδια σας τη ζωή».
Στο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο: Τα βιβλία μου είναι η ζωή μου, μας προσφέρει πληροφορίες για ορισμένα από τα μυθιστορήματά του και παρέχει ιστορίες από τα παρασκήνια, προσωπικές σκέψεις για τα βιβλία του και τη συναισθηματική απήχηση που βρίσκει στις ευπάθειες των χαρακτήρων του. Για παράδειγμα, αντλεί από το υλικό που συγκέντρωσε κατά τη διάρκεια των επισκέψεών του στο Καρς, τον τόπο που διαδραματίζεται η ιστορία του βιβλίου του Χιόνι, για να δώσει λεπτομέρειες για την ομορφιά, το κοινωνικοπολιτικό τοπίο και τη μοναξιά και την απομόνωση που του προκάλεσε η πόλη. Σημειώνει: «Αν υπάρχει μια σιωπή, μια νωθρότητα, μια παράξενη αίσθηση ηρεμίας, είναι επειδή οι δρόμοι είναι γεμάτοι με ανθρώπους που έχουν συμφιλιωθεί με τη δυστυχία και την αδυναμία. Το κράτος έχει απαγορεύσει όλες τις άλλες πιθανότητες, και το έχει κάνει με κάποια βία».
Το βιβλίο περιλαμβάνει άρθρα σχετικά με τον σεισμό του 1999 που σκότωσε 30.000 ανθρώπους σε λίγα δευτερόλεπτα, και τη γενική αγωνία που προκάλεσε. Γράφει για την βιωμένη εμπειρία, τον φόβο, την καταστροφή, την απώλεια ζωών, την τουρκική νοοτροπία και τους λόγους για τους οποίους τόσα πολλά κτίρια κατέρρευσαν σαν πύργοι από τραπουλόχαρτα. Σχολιάζει: «…ο αριθμός των τριάντα χιλιάδων νεκρών αποκάλυψε την πρακτική του κατασκευαστικού τομέα να χτίζει πρόχειρα σε φτωχό έδαφος χωρίς καμία προσπάθεια αντισεισμικής προστασίας. Για τα είκοσι εκατομμύρια που ζουν στα περίχωρα της πόλης, οι εφιάλτες ξεπήδησαν από τον βάσιμο φόβο ότι τα σπίτια τους δεν θα μπορούσαν να αντέξουν έναν σεισμό της έντασης που είχαν προβλέψει οι επιστήμονες… πολύ αργά, τα εκατομμύρια των Κωνσταντινουπολιτών που ζουν σε σαθρά κτίρια σε σαθρό έδαφος έχουν καταλάβει ότι πρέπει να βρουν τον δικό τους τρόπο να αποκρούσουν τον τρόμο. Έτσι κάποιοι άφησαν το θέμα στον Αλλάχ ή, με τον καιρό, απλώς το ξέχασαν, ενώ άλλοι τώρα βρίσκουν ψεύτικη παρηγοριά στις προφυλάξεις που έλαβαν μετά τον προηγούμενο σεισμό».
Αφιερώνει σελίδες στην αγαπημένη του Κωνσταντινούπολη, τις γειτονιές και τα κτίρια της και τις δραματικές αλλαγές που έχει υποστεί. Ο Παμούκ λέει ότι η ιστορία της Κωνσταντινούπολης είναι η ιστορία των πυρκαγιών και των ερειπίων από τα μέσα του 16ου αιώνα, όταν η κατασκευή ξύλινων σπιτιών έγινε δημοφιλής, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι πυρκαγιές, εξηγεί, άνοιξαν τις λεωφόρους και τους δρόμους της και διαμόρφωσαν την πόλη. Γράφει: «Εκείνες τις μέρες ήταν παράνομο να γκρεμίσεις το παλιό σου σπίτι για να κάνεις χώρο για τη νέα πολυκατοικία… οι άνθρωποι μετακόμιζαν και μόλις η έπαυλη γινόταν ακατοίκητη λόγω εγκατάλειψης, σάπιου ξύλου και ηλικίας, μπορούσες να πάρεις άδεια να την κατεδαφίσεις. Κάποιοι προσπαθούσαν να επιταχύνουν τη διαδικασία τραβώντας τα κεραμίδια για να μπουν η βροχή και το χιόνι. Μια ταχύτερη, πιο τολμηρή επιλογή ήταν να την κάψουν μια νύχτα όταν κανείς δεν κοιτούσε». Μέρος της αλλαγής συνέβη για να φιλοξενήσει τον ταχέως αυξανόμενο πληθυσμό που αυξήθηκε από ένα σε δέκα εκατομμύρια [σήμερα είναι πάνω από 16 εκατομμύρια, η πιο πυκνοκατοικημένη πόλη στην Ευρώπη και πολύ μεγαλύτερη από πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας] σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «αν το βλέπατε από ψηλά, θα βλέπατε αμέσως γιατί όλες αυτές οι οικογενειακές διαμάχες, αυτή η απληστία, η ενοχή και οι τύψεις, δεν εξυπηρετούσαν κανέναν καλό σκοπό. Παρακάτω θα βλέπατε τις τσιμεντένιες λεγεώνες, τόσο μεγάλες και ασταμάτητες όσο ο στρατός στον Πόλεμο και Ειρήνη του Τολστόι, καθώς κυλούν πάνω σε όλα τα αρχοντικά, τα δέντρα, τους κήπους και την άγρια ζωή που βρίσκονται στο δρόμο τους. βλέπετε τα ίχνη της ασφάλτου που αφήνει αυτή η δύναμη στο πέρασμά της…»
Ο συγγραφέας μοιράζεται τον χρόνο του μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Πριγκιποννήσων. Ήταν οι ιστορίες του για τα νησιά και τον Βόσπορο που κυρίως με μετέφεραν πίσω, σαν να μην είχαν αλλάξει πολλά από την επίσκεψή μας, δεκαετίες πριν. Οι ιστορίες και οι περιγραφές του Παμούκ έφεραν στο νου αναμνήσεις από ένα μακρινό ταξίδι που έκανα στην Τουρκία τη δεκαετία του ’80, όταν ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης ήταν το ένα τέταρτο αυτού που είναι σήμερα. Παρόλο που μπορεί κανείς να υποθέσει με ασφάλεια ότι έχουν συμβεί πολλές δραματικές αλλαγές κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών, το βιβλίο μείωσε την απόσταση του χρόνου. Επισκέφτηκα την Τουρκία στη δεκαετία των είκοσι, με τον σύζυγό μου και την αδερφή μου. Η εμπειρία άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι πάνω μου. Οι άνθρωποι ήταν φιλικοί, φιλόξενοι και ομιλητικοί, και περίεργοι για το πώς ήταν τα πράγματα στην Ελλάδα, ή στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ήμουν επίσης νέα και πολύ πιο ανοιχτή σε αλληλεπιδράσεις με αγνώστους. Γευματίσαμε σε μια μικρή ταβέρνα γεμάτη άντρες [αυτό που θα λέγαμε κουτούκι στην Ελλάδα, το οποίο στην πραγματικότητα προέρχεται από την τουρκική λέξη “kütük” που σημαίνει κορμός δέντρου και χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει κάποιον μεθυσμένο], φάγαμε τοπικά γλυκά σε καφέ ή ήπιαμε τσάι σε ποτήρια λικέρ στα πλοία που παίρναμε για να επισκεφτούμε μέρη έξω από την Κωνσταντινούπολη, και ανταλλάξαμε απόψεις για τις γυναίκες, τον φεμινισμό, την ταυτότητα, με μια ποικιλία ανθρώπων που δεν γνωρίζαμε ή δεν θα βλέπαμε ποτέ ξανά… Στον Βόσπορο μια μεγαλύτερης ηλικίας Αγγλίδα που είχε κάνει την Κωνσταντινούπολη σπίτι της, με προσκάλεσε να διδάξω αγγλικά εκεί, και παρόλο που ένιωθα την γοητεία της πόλης, μπορούσα επίσης να νιώσω την έλλειψη ελευθερίας. Οι ένοπλοι φρουροί σε κάθε γωνιά του δρόμου ενίσχυαν το συναίσθημα.
Όταν εμείς επισκεφτήκαμε τα νησιά, ήταν προφανές ότι οι λαμπρές μέρες ανήκαν στο παρελθόν, αλλά παρόλο που πολλά σπίτια ήταν έρημα ή ετοιμόρροπα, μπορούσαμε να φανταστούμε τις παλαιότερες, πιο ένδοξες μέρες. Όπως πολλά νησιά σε όλο τον κόσμο σε παλαιότερες εποχές, ήταν τόποι εξορίας, αρχικά, για ηττημένους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και πολιτικούς, κι αν εξαιρέσουμε τις φυλακές, τα μοναστήρια και τους μοναχούς, τους αμπελώνες και τα μικρά ψαροχώρια, ήταν άδειοι τόποι. Ωστόσο, ο Παμούκ μας λέει ότι από τις αρχές του 19ου αιώνα, τα νησιά άρχισαν να χρησιμεύουν ως καλοκαιρινά θέρετρα για τους Χριστιανούς και τους Λεβαντίνους της Κωνσταντινούπολης, τους Έλληνες και τους Εβραίους, κι όσους συνδέονταν με διάφορες πρεσβείες, και λίγο αργότερα, για τις ανώτερες μεσαίες τάξεις της πόλης που άρχισαν να κάνουν εκδρομές και να χτίζουν εξοχικές κατοικίες στα νησιά.
Υπάρχουν επίσης αναφορές στο φαγητό του δρόμου της Κωνσταντινούπολης, [το οποίο δεν δοκίμασα, επειδή είμαι μάλλον επιφυλακτική στην κατανάλωση φαγητού ή νερού που μπορεί να με αρρωστήσουν όταν ταξιδεύω], και στην αλλαγή που έφερε στην αίσθηση του εαυτού του το κόψιμο του τσιγάρου. Λέει: «Δεν νιώθω πλέον την χημική λαχτάρα των πρώτων ημερών. Μου λείπει απλώς ο παλιός μου εαυτός, όπως μπορεί να μου λείπει ένας αγαπητός φίλος, ένα πρόσωπο. Το μόνο που θέλω είναι να επιστρέψω στον άνθρωπο που ήμουν κάποτε….. Όταν λαχταρώ να επιστρέψω στον παλιό μου εαυτό, θυμάμαι ότι εκείνες τις μέρες είχα μια αόριστη αίσθηση αθανασίας». Γράφει επίσης για τα ταξίδια και τις διαμονές του σε άλλες χώρες, τα διαβατήρια και την εθνική ταυτότητα. Σημειώνει: «Όταν η εθνική διαφορά δεν είναι λόγος εορτασμού, αναδύεται μια τρομερή ποικιλία. Το ίδιο συμβαίνει και με τα διαβατήριά μας, τα οποία άλλοτε μας φέρνουν χαρά και άλλοτε θλίψη: Όσο για τους άθλιους τρόπους με τους οποίους μας κάνουν να αμφισβητούμε την ταυτότητά μας, δεν υπάρχουν δύο ίδιοι τρόποι».
Στην ενότητα με τίτλο Πολιτική, Ευρώπη και Άλλα Προβλήματα με το να είσαι ο εαυτός σου, αναλογίζεται την περίπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ πολιτισμικής ταυτότητας και πολιτικής έκφρασης, την νομική περιπέτεια που αντιμετώπισε στην Τουρκία για την αναφορά του στη γενοκτονία των Αρμενίων και τη δολοφονία 30.000 Κούρδων, την ταραγμένη σχέση μεταξύ προσωπικών απόψεων και εθνικού δικαίου, τη ζωή στην περιφέρεια και τις συγκρούσεις που έχει βιώσει ως κοσμικός, δυτικοποιημένος Τούρκος. Συζητά το ζήτημα της Ανατολής και της Δύσης, το οποίο βλέπει ως ένα πραγματικό και συνάμα ένα κατασκευασμένο χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, με δυνητικά τρομερές συνέπειες. Αναλογίζεται τις πολιτισμικές εντάσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης που βιώνουν οι Μουσουλμάνοι σε όλο τον κόσμο, επισημαίνοντας τη φτώχεια, τις στερήσεις και πολιτισμικούς και πολιτικούς παράγοντες, κι όχι την θρησκεία ως τα βαθύτερα κίνητρα της τρομοκρατίας και της ανόδου του φονταμενταλισμού και του εθνικισμού. Σημειώνει: «Σήμερα, καθώς ακούω ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να ζητούν από την Ανατολή να πάει σε πόλεμο με τη Δύση, φοβάμαι ότι σύντομα θα δούμε μεγάλο μέρος του κόσμου να ακολουθεί τον δρόμο της Τουρκίας, η οποία έχει υπομείνει σχεδόν συνεχή στρατιωτικό νόμο. Φοβάμαι ότι η αυτό-επαινετική, αυτό-δικαιούμενη Δύση θα οδηγήσει τον υπόλοιπο κόσμο στο μονοπάτι του Υπόγειου Ανθρώπου του Ντοστογιέφσκι, στο να διακηρύξει ότι δύο συν δύο ίσον πέντε. Τίποτα δεν τρέφει περισσότερη υποστήριξη για τον «ισλαμιστή» που πετάει νιτρικό οξύ στα πρόσωπα των γυναικών από την άρνηση της Δύσης να κατανοήσει την οργή των καταραμένων.
Ο Παμούκ μιλάει κατά της λογοκρισίας και γράφει για την ελευθερία της σκέψης, τη δικαστική του υπόθεση, τις πολλές απαγορεύσεις της τουρκικής κοινωνίας, την πολιτική, τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον πολιτισμό, τη θρησκεία, τη φτώχεια, τη μετανάστευση. Εντοπίζει σε βάθος χρόνου την τάση για λογοκρισία και καταπίεση και σχολιάζει: «Εδώ θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν παραλληλισμό με κάτι άλλο που έχω δει συχνά στη ζωή μου: την προδιάθεση της σύγχρονης [Τουρκικής] Δημοκρατίας να κλείνει εφημερίδες… αυτό το είδος πράγματος χρονολογείται από τη δεκαετία του 1870, όταν ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ ανέλαβε να ελέγξει την αντιπολίτευση αγοράζοντας τις εκδόσεις της – μια παράδοση που με πιο διακριτικό τρόπο συνεχίζεται μέχρι σήμερα». Αλλού, περιγράφοντας την επίσκεψη του Χάρολντ Πίντερ και του Άρθουρ Μίλερ στην Τουρκία λόγω των αδίστακτων περιορισμών που είχαν επιβληθεί στην ελευθερία της έκφρασης, γράφει ότι το 1980 είχε γίνει πραξικόπημα στην Τουρκία και εκατοντάδες χιλιάδες φυλακίστηκαν και οι συγγραφείς διώχθηκαν με τον πιο έντονο τρόπο. Μέχρι τότε ο ίδιος βρισκόταν ως επί το πλείστον στο περιθώριο του πολιτικού κόσμου, αλλά ακούγοντας τις ασφυκτικές ιστορίες καταστολής, σκληρότητας και απροκάλυπτου κακού, ένιωθε να τον ελκύει η εμπλοκή τόσο λόγω ενοχής όσο και αλληλεγγύης, ενώ παράλληλα ένιωθε την επιθυμία να προστατεύσει τον εαυτό του.
Σε όλο το βιβλίο, ο Παμούκ υπογραμμίζει τη σημασία της διαρκούς εστίασης στη σημασία του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας της έκφρασης, η οποία πιστεύει ότι συνδέεται με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Σχολιάζει: «Αλλά το να σεβόμαστε τα ανθρώπινα δικαιώματα των μειονοτήτων και να σεβόμαστε την ανθρώπινη φύση τους δεν σημαίνει ότι πρέπει να δεχόμαστε κάθε είδους πεποιθήσεις ή να ανεχόμαστε όσους επιτίθενται ή επιδιώκουν να περιορίσουν την ελευθερία της σκέψης σεβόμενοι τους ηθικούς κώδικες αυτών των μειονοτήτων. Κάποιοι από εμάς κατανοούμε καλύτερα τη Δύση, κάποιοι από εμάς έχουμε μεγαλύτερη αγάπη για όσους ζουν στην Ανατολή, και κάποιοι, όπως εγώ, προσπαθούν να κάνουν και τα δύο πράγματα ταυτόχρονα, αλλά αυτές οι προσκολλήσεις, αυτή η επιθυμία για κατανόηση, δεν πρέπει ποτέ να στέκονται εμπόδιο στον σεβασμό μας για τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Δεν είναι δυνατόν να αποδώσω την θεματική ποικιλομορφία και το βάθος αυτού του αναμφισβήτητα ενδιαφέροντος βιβλίου. Υπάρχει για παράδειγμα, ένα άρθρο με τον τίτλο «Ένας οδηγός για το πως να είσαι Μεσογειακός», το οποίο θα μπορούσε να γίνει ένα ερώτημα προς σκέψη για όλους εμάς που ζούμε στη Μεσόγειο. Γράφει επίσης για τα ημερολόγια, το πρώτο του ημερολόγιο, ένα δώρο από τη μητέρα του, και τη μόδα μεταξύ των Τούρκων συγγραφέων να κρατούν ημερολόγιο και να το δημοσιεύουν όσο ήταν ακόμα ζωντανοί, και αναλογίζεται τη σχέση μεταξύ κυκλοφοριακής αναρχίας και θρησκείας ή πολιτικής και ατυχημάτων. Σε ένα κεφάλαιο αναφέρεται σε μία από τις πρώτες μεταρρυθμίσεις του Ατατούρκ που αφορούσε την θεσμοθέτηση της δυτικής ενδυμασίας το 1925. Αν και υποχρέωνε όλους να ντύνονται σαν Ευρωπαίοι, αποτελούσε συνέχεια του παραδοσιακά αυστηρού οθωμανικού ενδυματολογικού κώδικα που απαιτούσε από όλους να ντύνονται σύμφωνα με τη θρησκευτική τους πεποίθηση, και ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα, σημειώνει, η τουρκική αστυνομία να εξακολουθεί να κυνηγά ανθρώπους που κυκλοφορούσαν στις συντηρητικές γειτονιές της Κωνσταντινούπολης με παραδοσιακές ενδυμασίες, εβδομήντα χρόνια μετά την ενδυματολογική επανάσταση του Ατατούρκ.
Στα δύο τελευταία κείμενα γράφει για τη μητέρα και τον πατέρα του. Το βιβλίο τελειώνει με την ομιλία του στην απονομή του βραβείου Νόμπελ το 2006 με τον τίτλο, Η βαλίτσα του πατέρα μου, ίσως το πιο συγκινητικό κομμάτι του βιβλίου. Εύχεται ο πατέρας του να ήταν εκεί μαζί του και λέει: «Δεν φοβόμουν τον πατέρα μου και μερικές φορές πίστευα πολύ βαθιά ότι είχα καταφέρει να γίνω συγγραφέας επειδή ο πατέρας μου, στα νιάτα του, είχε ευχηθεί να γίνει και ο ίδιος συγγραφέας».