H ΖΩΗ ΩΣ ΚΕΝΤΗΜΑ
«Το κέντημα μπορεί να μας απομακρύνει πολύ από το σημείο που βρισκόμαστε στη φαντασία μας, αλλά μπορεί επίσης να μας οδηγήσει πίσω εκεί που ανήκουμε.» Clare Hunter
«Το ράψιμο δεν παγιδεύει μόνο τη μνήμη. Μπορεί επίσης να βοηθήσει στην αναζωπύρωσή της.» Clare Hunter
Στο βιβλίο της, Threads of Life: A History of the World Through the Eye of a Needle / Κλωστές της Ζωής: Μια Ιστορία του Κόσμου Μέσα από το Μάτι μιας Βελόνας, η Clare Hunter, μια καλλιτέχνιδα υφασμάτων / textile artist, κατασκευάστρια πανό και επιμελήτρια εκθέσεων με κοινοτικό πνεύμα από τη Σκωτία, ανιχνεύει την ιστορία της κεντητικής σε όλες τις εποχές και εξερευνά τις εκφραστικές δυνατότητες και τις ποικίλες χρήσεις του υφάσματος, της βελόνας και της κλωστής. Το βιβλίο της αφορά την κοινωνική, καλλιτεχνική, πολιτική και συναισθηματική σημασία του ραψίματος και του κεντήματος. Είναι μια ευρεία αφήγηση των τρόπων με τους οποίους τα έργα με βελόνα, κάθε είδους, υπήρξαν σημαντικά και νοηματοδοτήθηκαν κατά τη διάρκεια της ιστορίας, και το πως αποτελούν ένα χρονικό μνήμης, ταυτότητας, δύναμης, πολιτικής, διαμαρτυρίας, απώλειας και ανάκαμψης. Πάνω απ ‘όλα, είναι ένα βιβλίο για την έμφυτη ανθρώπινη ανάγκη μας να λέμε ιστορίες, ανεξάρτητα από το μέσο, καθώς και της αφηγηματικής δυνατότητας της κεντητικής. Το ράψιμο και το κέντημα δεν είναι μόνο ένα μέσο για τη δημιουργία έργων ομορφιάς, αλλά και μια ανατρεπτική τέχνη που έχει επιτρέψει σε άτομα και συλλογικότητες να εκφραστούν, να επικοινωνήσουν ιδέες και συναισθήματα, να διαμαρτυρηθούν, να συνδεθούν γενεαλογικά και να καταγράψουν ιστορικά γεγονότα. Κυρίως γυναίκες, αλλά και πολλοί άνδρες, έχουν χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του ραψίματος και του κεντήματος για να ακουστεί η φωνή τους, ακόμη και σε πολύ δύσκολες συνθήκες.
Η Hunter χρησιμοποιεί την ιστορία της κεντητικής ως πρίσμα για να εξερευνήσει την ανθρώπινη ιστορία και τα ιστορικά γεγονότα, με έμφαση στο ράψιμο και το κέντημα ως μέσο έκφρασης για τους πληγωμένους, τους περιθωριοποιημένους, τους φτωχούς ή τους φιμωμένους. Έχει επιλέξει υποβλητικούς τίτλους για τα 16 κεφάλαιά της: Άγνωστο, Δύναμη, Ευθραυστότητα, Αιχμαλωσία, Ταυτότητα, Σύνδεση, Προστασία, Ταξίδι, Διαμαρτυρία, Απώλεια, Κοινότητα, Τόπος, Αξία, Τέχνη, Εργασία & Φωνή. Σε κάθε κεφάλαιο ζωντανεύει ιστορικά πρόσωπα, κινήματα και γεγονότα και γράφει τόσο για τις δημιουργίες συγκεκριμένων ιστορικών προσώπων ή μεμονωμένων ατόμων, όσο και για τις συλλογικές προσπάθειες και ιστορίες διαφορετικών ομάδων και λαών. Διασχίζει αιώνες και ηπείρους από τη μεσαιωνική Ευρώπη μέχρι τη Νότια Αμερική και τις ΗΠΑ, από αφρικανικές φυλές και ασιατικούς πολιτισμούς μέχρι τη Σκωτία, την πατρίδα της, ενώ ταυτόχρονα τοποθετεί το δικό της ταξίδι και τις δικές της εμπειρίες, δημιουργώντας ένα αυτοβιογραφικό νήμα που διατρέχει όλα τα κεφάλαια.
Η Hunter αντλεί έμπνευση από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και ιστορικές εποχές για να δείξει πώς η κεντητική έχει συμβάλει σε κοινότητες, καθώς και σε θρησκευτικά και πολιτικά κινήματα, κι ακόμη το πώς έχει χρησιμοποιηθεί ως μέσο καλλιτεχνικής δημιουργίας, επιβίωσης, παρηγοριάς, εορτασμού, διαμαρτυρίας και ευαισθητοποίησης. Επίσης, καθιστά ορατές τις δύο πτυχές της κεντητικής: την εργασία για δημόσια προβολή και την εργασία πιο οικείου και προσωπικού χαρακτήρα.
Τα επιχειρήματα της τα στηρίζει με πληθώρα γεγονότων και παραδειγμάτων. Ξεκινά με την περίφημη Ταπισερί Bayeux – «ένα πολύτιμο πολιτιστικό κειμήλιο που θεωρείται άξιο ειδικής προστασίας από την UNESCO». Η Ταπισερί Bayeux, ένα κεντημένο αφηγηματικό ύφασμα με 58 αριθμημένες σκηνές που απεικονίζονται σε λινό ύφασμα και μάλλινο νήμα, «το απλούστερο υλικό», αφηγείται την ιστορία της Μάχης του Χάστινγκς το 1066 και «ουσιαστικά είναι μια ηθική ιστορία: μια προειδοποίηση για το κόστος της προδοσίας». Η Hunter περιγράφει τη μακρά ιστορία και τις περιπέτειες της ταπισερί. Όταν, για παράδειγμα, η Γερμανία εισέβαλε στη Γαλλία, ο Χάινριχ Χίμλερ οικειοποιήθηκε την ταπισερί και το 1944 την είχε κρύψει σε ένα υπόγειο του Λούβρου. Ωστόσο, όταν οι φρουροί του έφτασαν για να την πάρουν, το Λούβρο ήταν ήδη στα χέρια της Γαλλικής Αντίστασης και έτσι παρέμεινε στη Γαλλία. Υποστηρίζει ότι η ιστορία της ταπισερί και όχι το κέντημά της την έσωσε, η πολιτική της και όχι η πολιτιστική της αξία. Επίσης, εξετάζει τις δημιουργούς του έργου και σημειώνει ότι παρόλο που τα κεντήματά τους μπορεί να έχουν ιστορική αξία, συλλεγμένα από σημαντικά μουσεία, οι ανώνυμες γυναίκες κεντήτριές του παραμένουν μη αναγνωρισμένες. Φαντάζεται πώς αυτές οι γυναίκες θα κάθονταν για ώρες, μήνες και χρόνια, με τα σώματά τους να πονούν και τα μάτια τους να τσούζουν από τον καπνό της φωτιάς και το λιγοστό φως των κεριών, σκυμμένες πάνω από ένα ορθογώνιο πλαίσιο, μερικές θα κεντούσαν ανάποδα, υπό την πίεση ενός επιστάτη.
Στο κεφάλαιό της, Εξουσία, αλλά και σε όλο το βιβλίο, καταφέρνει να απεικονίσει την εγγενή σύνδεση μεταξύ των ιστορικών γεγονότων και της τέχνης της βελόνας. Εξερευνά την ιστορία της κεντητικής τέχνης της Μαίρης, Βασίλισσας της Σκωτίας. Η Μαίρη ήταν μια ταλαντούχα κεντήτρια, η οποία δημιούργησε και παρουσίασε ένα υπέροχο «οπλοστάσιο υφασμάτων» από τα πρώτα της χρόνια στη Γαλλία μέχρι την εκτέλεσή της το 1587. Κατά τη διάρκεια των μακρών χρόνων αιχμαλωσίας της, τα εξαιρετικά κεντήματά της, κεντήματα συχνά γραμμένα σε μυστικούς κώδικες, της παρείχαν μια διέξοδο για την ενέργεια και τη δημιουργικότητά της, της έδωσαν δύναμη και μετέφεραν τα μηνύματά της στον έξω κόσμο. Το έργο της έγινε ο συναισθηματικός και πολιτικός εκπρόσωπός της, και οι κεντημένες υπογραφές της επιβεβαίωναν βασιλικά δικαιώματα και αξιώσεις. Η Hunter καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ενώ η Μαίρη χρησιμοποιούσε την κεντητική τέχνη «για να διεκδικήσει την εξουσία και να αγωνιστεί για την αποκατάστασή της, ίσως να υπήρχε και μια πιο βασική ανθρώπινη παρόρμηση πίσω από το κέντημά της: να διατηρήσει τον αυτοέλεγχο, να δημιουργήσει κάποια τάξη και να έχει επιλογή μέσα στην αναταραχή και την ταπείνωση της ζωής της».
Ένα άλλο παράδειγμα αυτής της περίπλοκης σύνδεσης μεταξύ πολιτικών γεγονότων, κεντήματος και τέχνης αφορά την σκόπιμη απόφαση των σουφραζετών, στις αρχές του 20ού αιώνα, να δημιουργήσουν και να φέρουν πανό «φτιαγμένα με εκθαμβωτική κεντητική, χρησιμοποιώντας τα πιο όμορφα υφάσματα – μπροκάρ, μεταξωτά, δαμασκηνά και βελούδα – και υλικά που είχαν σκόπιμα μετατοπιστεί από την ιδιωτικότητα του σαλονιού στη δημόσια αρένα των διαδηλώσεων». Η Mary Lowndes, για παράδειγμα, «ίδρυσε την Ένωση Καλλιτεχνών για το Δικαίωμα Ψήφου για να προμηθεύσει τον αγώνα των σουφραζετών με τολμηρά, εντυπωσιακά έργα τέχνης εκστρατείας». Το 1911, ένα από τα πανό της Ann Macbeth ήταν κεντημένο με ογδόντα υπογραφές σουφραζετών που είχαν φυλακιστεί και είχαν σιτιστεί με τη βία στη φυλακή Holloway. Προς το τέλος του βιβλίου η Hunter αναφέρει πώς οι ραμμένες υπογραφές είναι τα φυσικά σημάδια της ατομικής ή συλλογικής επιμονής στην αναγνώριση και πώς τα υφάσματα με υπογραφές ενισχύουν τις ατομικές φωνές. Γράφει: «… οι άνθρωποι έχουν κεντήσει τις υπογραφές τους σε υφάσματα για να καταγράψουν την ύπαρξή τους ή να καταγράψουν ένα κοινό τραύμα σε ανεξίτηλο ράψιμο που αφήνει μια διαρκή εντύπωση».
Στο κεφάλαιό της με τίτλο Ευθραυστότητα, η Hunter διερευνά την εργασία με το κέντημα ως μέσο θεραπείας, ανάρρωσης ή και απλής επιβίωσης. Παρέχει παραδείγματα ανθρώπων που υπέφεραν από σοβαρό σωματικό ή /και ψυχικό πόνο που μπόρεσαν μέσω του ραψίματος να βρουν φωνή, να διατηρήσουν την αίσθηση της ταυτότητάς τους ή την αίσθηση του σκοπού τους και να καταγράψουν γεγονότα ή προσωπικές εμπειρίες. Ο John Craske, για παράδειγμα, ήταν ψαράς τρίτης γενιάς, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου προσβλήθηκε από γρίπη, η οποία εξελίχθηκε σε εγκεφαλικό απόστημα. Νοσηλεύτηκε, μεταφέρθηκε για λίγο σε άσυλο και στη συνέχεια στάλθηκε πίσω στο σπίτι του, στη σύζυγό του, ανίκανος για εργασία και θύμα επεισοδίων αμνησίας. Ζωγράφιζε μικρά αντικείμενα και βάρκες για να βιοποριστεί, αλλά όταν έμεινε κατάκοιτος και δεν μπορούσε να ζωγραφίσει ξαπλωμένος, η σύζυγός του τον δίδαξε μερικές στοιχειώδεις βελονιές κεντήματος. Μέσα από το ράψιμο, ο John ανακάλυψε ότι το ύφασμα και το νήμα του επέτρεπαν να δημιουργεί την υφή της θάλασσας, την οποία αγαπούσε τόσο πολύ, και την απαλότητα των αμμόλοφων, ακόμη πιο απτά από το χρώμα. Προς το τέλος της ζωής του έφτιαξε το πιο φιλόδοξο κέντημά του, την Εκκένωση της Δουνκέρκης, ένα πανόραμα πολεμικού πανδαιμόνιου.
Κατά τη διάρκεια και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ράψιμο παρείχε υποστήριξη και επούλωση σε στρατιώτες που υπέφεραν από διαταραχή μετά-τραυματικού στρες, τότε γνωστό ως shell shock / σοκ από οβίδα. Η Hunter σημειώνει ότι για τους άνδρες που επέστρεψαν σπίτι από τη σφαγή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν απαραίτητες νέες προσεγγίσεις στην θεραπεία και έτσι γεννήθηκε η εργοθεραπεία. Γράφει: «Οι χειροτεχνίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην θεραπευτική αποκατάσταση μετά τον πόλεμο. Μέσω ενός συνασπισμού κυβερνητικών, εθελοντικών και ιατρικών αρχών, καλλιτέχνες και τεχνίτες στρατολογήθηκαν για να οργανώσουν έργα, εργαστήρια, εκθέσεις και παραγγελίες…» και παρόλο που το ράψιμο «φαινόταν ο λιγότερο πιθανός υποψήφιος για ανδρική ανάρρωση, ωστόσο το κέντημα έγινε η απορροφητική ασχολία για χιλιάδες πρώην στρατιωτικούς, παρέχοντάς τους όχι μόνο την ικανοποίηση της επιδεξιότητας, αλλά και ένα μέσο για να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή τους και να κερδίσουν ένα μικρό εισόδημα».
Στο κεφάλαιό της, Αιχμαλωσία, η Hunter αναφέρεται στην ανθρωπίστρια, Ελίζαμπεθ Φράι, η οποία θεωρείται η πρώτη που εισήγαγε την κεντητική στις φυλακές ως αντίδοτο στην αδυναμία και ως μέσο δημιουργικής έκφρασης. Έναν αιώνα αργότερα, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με την πτώση της Σιγκαπούρης στους Ιάπωνες το 1942, οι γυναίκες αιχμάλωτες πολέμου χρησιμοποίησαν το ράψιμο και το κέντημα ως τέχνασμα για να διατηρήσουν επαφή με τους άνδρες των οικογενειών τους, για να αντισταθούν και για να διατηρήσουν μιαν αίσθηση ταυτότητας. Οι συνθήκες ήταν άθλιες και απάνθρωπες, η αβεβαιότητα, ο υποσιτισμός, η βαρβαρότητα, η ασθένεια και ο θάνατος, ήταν καθημερινές εμπειρίες. Η Έθελ Μαλβάνεϊ πρότεινε να φτιάξουν patchwork παπλώματα αφού πρώτα έπεισαν τους απαγωγείς τους ότι ήταν ανθρωπιστικά δώρα για να παρηγορήσουν τους ασθενείς στο νοσοκομείο των φυλακών. Κάθε μικρό τετράγωνο έπρεπε να έχει ένα ραμμένο αυτόγραφο και μια προσωπική εικόνα. Μερικά φτιάχτηκαν από κορίτσια ηλικίας 8 έως 16 ετών. Το πιο ανατρεπτικό κομμάτι ενός κοριτσιού ήταν μια εικόνα με την ιαπωνική σημαία, με τον τίτλο «Η Σημαία της Τυραννίας». Η Hunter σχολιάζει ότι παρόλο που η ανακάλυψη του θα σήμαινε τιμωρία και πιθανή εκτέλεση, εκείνη κέντησε την αλήθεια της.
Επίσης, πολλοί άνδρες έραβαν στα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Σετ ραπτικής, γνωστά ως «νοικοκυρά», συμπεριλαμβάνονταν στα πακέτα που παρείχε στους στρατιώτες ο Ερυθρός Σταυρός. Ο Ταγματάρχης Αλέξης Κάσδαγλης παρείχε μαθήματα ραπτικής στους συγκρατούμενούς του σε στρατόπεδο στη Γερμανία. Η Hunter γράφει: «Ξήλωνε μαλλί από παλιά πουλόβερ για να κεντήσει σταυροβελονιά την αντίσταση» και έστελνε κεντήματα στον γιο και την οικογένειά του μέσω της Πορτογαλίας, μιας ουδέτερης χώρας. Πιο πρόσφατα, η συγγραφέας Tracy Chevalier παρήγγειλε το The Sleep Quilt / Το Πάπλωμα του Ύπνου, το οποίο είναι εξ ολοκλήρου κεντημένο και ραμμένο από κρατούμενους, κυρίως άνδρες, σε μερικές από τις πιο σκληρές φυλακές της Βρετανίας. Το Fine Cell Work είναι το φιλανθρωπικό ίδρυμα που έκανε δυνατή τη δημιουργία του παπλώματος. Κάθε ένα από τα 63 τετράγωνα που το αποτελούν εξερευνά το τι σημαίνει ύπνος μέσα στη φυλακή. Ο ύπνος έχει μεγάλη σημασία στις φυλακές επειδή είναι πιο δύσκολο να τον βρεις σε αυτά τα θορυβώδη, αποπνικτικά και περιορισμένα περιβάλλοντα. Επίσης, για κάποιους είναι μια στιγμή απόδρασης και ηρεμίας, αλλά για άλλους μια επιστροφή σε όλα όσα πονάνε ή σε όσα μετανιώνουν περισσότερο στη ζωή τους [Δείτε στη διεύθυνση: https://www.youtube.com/watch?v=nx_0VQ4Vj78].
Η Esther Krintz και η μικρότερη αδερφή της επέζησαν από το Ολοκαύτωμα και γλίτωσαν την άτυχη μοίρα ολόκληρης της οικογένειάς τους, προσποιούμενες ότι ήταν Καθολικές. Η Hunter μας λέει ότι την ιστορία της τη γνωρίζουμε επειδή την κέντησε. Πολύ μετά τα γεγονότα, όταν ζούσε πλέον στην Αμερική με την οικογένειά της, δημιούργησε το όμορφο κεντημένο απομνημόνευμα της, επιλέγοντας «το ράψιμο ως πράξη αποκατάστασης». Έχει συμπεριλάβει τη σκηνή όταν οι Ναζί έφτασαν στο Μνίσεκ το φθινόπωρο του 1939, τη μητέρα της με την ποδιά της να στέκεται μπροστά στο σπίτι της με τις δαντελένιες κουρτίνες στα παράθυρα, το παπούτσι του παππού της να βρίσκεται εκεί που είχε πέσει από το πόδι του καθώς τον έσερναν οι Ναζί, αυτή και η αδερφή της με τα όμορφα φορέματά τους και τα πλεγμένα μαλλιά τους να παρακολουθούν τη σκηνή. Η δουλειά με τη βελόνα απαιτεί χρόνο και υπομονή και φροντίδα. Η όλη διαδικασία πρέπει να ήταν μια κοπιαστική διαδικασία ενθύμησης, συναισθήματος, μνήμης, επεξεργασίας και μετατροπής του πόνου σε κάτι όμορφο, αλλά και δημιουργίας μιας οπτικής ιστορίας για τις μελλοντικές γενιές.
Η Hunter μας υπενθυμίζει ότι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Ολλανδίας οι γυναίκες έπαιξαν έναν εξίσου θαρραλέο ρόλο με τους άνδρες μέσω της αντίστασης των πολιτών. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Mies Boissevain-van Lennep είχε βοηθήσει Εβραίους πολίτες, και ως συνέπεια οι Ναζί έκαναν επιδρομή στο σπίτι της. Ο σύζυγός της, τα τέσσερα παιδιά της και ο ανιψιός της σκοτώθηκαν και εκείνη φυλακίστηκε σε στρατόπεδο, όπου μέχρι το 1945 είχαν πεθάνει πάνω από 90.000 γυναίκες και παιδιά. Η Hunter γράφει ότι μετά τον πόλεμο, η Mies κάλεσε τις γυναίκες να φτιάξουν αυτό που αποκαλούσε «φούστα της ζωής» ή «φούστα της απελευθέρωσης». Αυτή η αναμνηστική φούστα ήταν φτιαγμένη από παλιά, πολύχρωμα μπαλώματα, ραμμένα σε μια παλαιότερη φούστα, έτσι ώστε να εξαφανιστεί το αρχικό φόντο. Οι γυναίκες έπρεπε να κεντήσουν το μοτίβο της ζωής τους στη φούστα τους και το στρίφωμα έπρεπε να αποτελείται από πορτοκαλί τρίγωνα με κεντημένες την ημερομηνία «5η Μαΐου 1945» και τις ημερομηνίες των εθνικών εορτών, κατά τις οποίες φοριόταν η φούστα.
Στο κεφάλαιό της το σχετικό με την Ταυτότητα, η Hunter ισχυρίζεται ότι «το κέντημα είναι συχνά το τελευταίο απομεινάρι ταυτότητας που διασώζεται από τους στερημένους». Περιγράφει πώς οι εκτοπισμένες Παλαιστίνιες γυναίκες σε καταυλισμούς προσφύγων, αρχικά, διαφύλαξαν τα ιδιαίτερα κεντήματα του χωριού τους, αλλά στη συνέχεια άρχισαν να αναμειγνύουν στυλ που υποδεικνύουν την αλλαγή που είχε συμβεί, καθώς και την ανάγκη ενίσχυσης μιας εθνικής ταυτότητας ή συνείδησης. Οι Hmong, μια ασιατική ομάδα που έχει αντιμετωπίσει «αιώνες εθνοτικού διχασμού, πολέμου και αναγκαστικής μετανάστευσης», έχουν διηγηθεί τις ιστορίες τους για την αγροτική ζωή, τους βομβαρδισμούς των χωριών, τις πορείες στη ζούγκλα, την επικίνδυνη διάβαση του ποταμού Μεκόνγκ και την πενιχρή ύπαρξη σε καταυλισμούς προσφύγων», μέσα από υφάσματα ιστοριών / story cloths. Οι γυναίκες σε αυτά τα πλαίσια ράβουν επίσης για να κερδίσουν ένα μικρό εισόδημα. Η Hunter ισχυρίζεται ότι η κεντητική χρησιμοποιείται συχνά ως πρώτο βήμα για την ενδυνάμωση των γυναικών ώστε να καθορίσουν τρόπους βελτίωσης της κατάστασής τους και μείωσης των κοινωνικών ελέγχων και της οικονομικής εξάρτησης που περιορίζουν την ευημερία και την πρόοδό τους. Ωστόσο, προσθέτει ότι το κίνητρό τους δεν είναι αποκλειστικά οικονομικό, επειδή το κέντημα και το ράψιμο επαναφέρουν την αίσθηση της ταυτότητας, ανακτούν έναν πολιτισμό και διατηρούν τις μελλοντικές γενιές σε επαφή με την κληρονομιά τους.
Υπό την σκληρή διακυβέρνηση του Πινοσέτ στη Χιλή, οι γυναίκες δημιούργησαν πολύχρωμες αρπιγιέρες / arpilleras, κεντήματα ραμμένα σε λινάτσα, για να στείλουν μήνυμα στον έξω κόσμο για τη στέρηση και την καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και για να πουν τις ιστορίες των απαχθέντων μελών των οικογενειών τους. Αρχικά, το καθεστώς παρέβλεψε αυτή τη δραστηριότητα ως αθώα χειροτεχνία και όχι ως εργαλεία ανατροπής, αλλά μόλις συνειδητοποίησαν τι πραγματικά συνέβαινε, άρχισαν να παρακολουθούν τις γυναίκες και να κάνουν επιδρομές στα σπίτια τους. Συζητά επίσης πώς η διεκδίκηση της εξουσίας από τους καταπιεστές έχει συχνά επιβληθεί μέσω της καταστολής της παραδοσιακής ενδυμασίας. Όταν, για παράδειγμα, η Σοβιετική Ένωση κατέστειλε το κέντημα εθνικών σχεδίων και συμβόλων και την ένδυση εθνικής ενδυμασίας στην Ουκρανία, κατάφερε να «προκαλέσει μια φυσική απώλεια πρακτικής και γνώσης του κεντήματος», η οποία έπρεπε να ανακτηθεί και να προσαρμοστεί στη σύγχρονη εποχή μετά την ανεξαρτησία. Εξετάζει τις συχνές αρνητικές επιπτώσεις των ιεραποστολικών ή αυτοκρατορικών εισβολών που επέβαλαν αλλαγές στην ενδυμασία, τις χειροτεχνίες και τις παραδόσεις των ιθαγενών στην Αφρική, και ιδιαίτερα στη φυλή Χερέρο. Και στην Κίνα, η Πολιτιστική Επανάσταση απαγόρευσε αυτά που ονομάστηκαν Τα Τέσσερα Παλιά Πράγματα: παλιά έθιμα, παλιό πολιτισμό, παλιές ιδέες και παλιές συνήθειες, και επιβλήθηκε μια υποχρεωτική ομοιομορφία στην ενδυμασία.
Στο κεφάλαιό της, με τίτλο Σύνδεση / Connection, η Hunter γράφει για τα billet books του 18ου αιώνα από το Νοσοκομείο Βρεφών του Λονδίνου. Οι μητέρες, κυρίως φτωχές και ανύπαντρες, που άφηναν εκεί τα νεογέννητα μωρά τους «ενθαρρύνονταν να αφήνουν κάποιο τεκμήριο, τόσο ως ενθύμιο όσο και ως απόδειξη καταγωγής» σε περίπτωση που κατάφερναν κάποτε να επιστρέψουν για τα παιδιά τους. Αυτά τα τεκμήρια ήταν μικροσκοπικά, μόλις 2,5 εκατοστά υφάσματος κομμένα από τα ρούχα της μητέρας. Η Hunter αναφέρει: «Πολλά είναι λερωμένα, μερικά φθαρμένα, τα περισσότερα θαμπά από τη φτώχεια… Σε ένα παιδί δόθηκε μια απαλή μπλε σατέν ροζέτα. Παρέα με τα άλλα, πιο λιτά κομμάτια, φαινόταν τόσο πλούσιο όσο ένα ανθισμένο τριαντάφυλλο». Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το αποτέλεσμα είναι μια έντονα σπαρακτική καταγραφή «εκείνης της στιγμής της επιλογής, των μητέρων που αποφασίζουν ποιο απομεινάρι του εαυτού τους να αφήσουν, πώς καλύτερα να επικοινωνήσουν αγάπη, λύπη, ελπίδα, μια μικρή εξήγηση στο παιδί που δεν θα ξαναδούν ποτέ», αλλά μια γυναίκα, η Σάρα Μπέντερ, μπόρεσε να επιστρέψει οκτώ χρόνια αργότερα, «κρατώντας σφιχτά το μισό της κεντημένης καρδιάς επανενώθηκε με τον γιο της».
Ανοίγει το κεφάλαιό της, Τόπος, αναφερόμενη στο project της Σκωτσέζας τραγουδίστριας και συλλέκτριας ιστοριών Άλισον ΜακΜόρλαντ το 1994 στο νησί Μαλ, στις Εσωτερικές Εβρίδες, στο οποίο κατέγραψε τις αναμνήσεις των παλαιότερων κατοίκων του νησιού. Αυτές οι αναμνήσεις στη συνέχεια μετατράπηκαν πρώτα σε έναν πίνακα από την ζωγράφο Κέιτ Ντάουνι, με έδρα το Εδιμβούργο, και στη συνέχεια σε ένα ύφασμα από την ντόπια υφαντουργό και βαφέα Φλόρα ΜακΝτόναλντ. Στο ίδιο κεφάλαιο, η Hunter μιλάει για τις ραμμένες και κεντημένες από μαθήτριες υδρόγειες σφαίρες και τους χάρτες του 18ου αιώνα που είχαν κερδίσει δημοτικότητα από το 1770 και μετά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, σε μια εποχή που η γεωγραφία, «μια αφήγηση που εξερευνούσε την πολιτιστική, οικονομική, θρησκευτική και ιεραρχική κοινωνική οργάνωση διαφορετικών ηπείρων», ήταν ένα σημαντικό μέρος του σχολικού προγράμματος σπουδών και υπήρχε «μια αυξανόμενη όρεξη για λίστες, για ποσοτικά και όχι ποιοτικά δεδομένα, για ακριβείς λεπτομέρειες μεγέθους και κλίμακας». Επιπλέον, Η Hunter μας λέει ότι στην Αμερική το κέντημα επρόκειτο να παίξει σημαντικό ρόλο στην καταγραφή της διαφοροποιημένης συνείδησης μετά την ανεξαρτησία της, και ότι τα κορίτσια προσκλήθηκαν μέσω της εκπαίδευσης να έχουν μια θέση στην κοινωνική εξέλιξη της χώρας τους. Μέσω του κεντήματος άφησαν για πρώτη φορά το στίγμα τους. Αναφέρεται επίσης στην πιο πρόσφατη χαρτογράφηση κοινότητας και υποστηρίζει ότι «Στη χαρτογράφηση της κοινότητας, ο χρόνος μπορεί να συγχωνευθεί: είναι δυνατό να “στρωματοποιηθούν” η γνώση και η μνήμη, να εισαχθούν χαμένα ορόσημα, να αποκατασταθούν κρυμμένα μονοπάτια, να επανεγκατασταθούν τα φαντάσματα της εξαφανισμένης αρχιτεκτονικής».
Μέσω της κοινοτικής της εργασίας με ομάδες από διαφορετικούς πολιτισμούς σε διαφορετικές χώρες, η Hunter έχει διαπιστώσει ότι όταν μια πολιτισμική γλώσσα απειλείται ή απαγορεύεται, το λεξιλόγιό της συχνά διατηρείται μέσω της κεντητικής, ως μιας εναλλακτικής οπτικής γραφής. Όταν, για παράδειγμα, η ουαλική γλώσσα απαγορεύτηκε στα ουαλικά σχολεία, οι άνθρωποι τη διατήρησαν σε κεντήματα. Επίσης η απώλεια μιας κουλτούρας, όταν οι άνθρωποι, για παράδειγμα, έχουν εκδιωχθεί βίαια από την πατρίδα τους, δεν εγκαταλείπεται από τους ανθρώπους, αλλά μεταφράζεται σε άλλες μορφές. Γράφει: «Έτσι έγινε και με τους Αφροαμερικανούς σκλάβους: διατήρησαν την πολιτισμική μνήμη μεταφράζοντάς την σε μέσα όπου μπορούσε να διατηρηθεί ασφαλής». Εξετάζει τη σημασία του τόπου στα «συγκοπτικά, ελεύθερου πνεύματος» παπλώματα, τα οποία φτιάχνονταν από σκλάβους στη Βόρεια Αμερική. Δεν έχουν διασωθεί πολλά, καθώς ήταν φτιαγμένα με φθηνό ή ήδη φθαρμένο ύφασμα, ωστόσο, δύο που διασώθηκαν, κατασκευάστηκαν από την Χάριετ Πάουερς, γεννημένη το 1837. Είναι «ένα μείγμα αμερικανικής κατασκευής παπλωμάτων, χριστιανικής εικονογραφίας και αφρικανικών παραδόσεων» και είναι γνωστά ως The Bible Quilt και The Pictorial Quilt /Το Πάπλωμα της Βίβλου και το Εικονογραφικό Πάπλωμα. H Hunter σημειώνει ότι προσφέρουν μια μοναδική εικόνα για το οπτικό λεξιλόγιο των σκλαβωμένων γυναικών και παρέχουν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις ότι οι Αφροαμερικανοί σκλάβοι μετέφεραν μαζί τους την οπτική τους κουλτούρα και χρησιμοποιούσαν το ράψιμο για να τη διατηρήσουν.
Αναφερόμενη στην περίφημη εικαστική εγκατάσταση της Judy Chicago, The Dinner Party / To Εορταστικό Γεύμα, η Hunter σχολιάζει ότι η σημασία των σχεδίων και των παραγγελθέντων κεντημάτων της καλλιτέχνιδας χάθηκε στην ως επί το πλείστον ανδρική κριτική προσήλωση στα πιάτα του δείπνου, αλλά τα πιάτα ήταν μόνο ένα μέρος του συνολικού έργου, το οποίο περιελάμβανε επίσης «μεγάλα υφασμάτινα ράνερ / runners σε κάθε σερβίτσιο που αναφέρονταν -συμβολικά και εικονογραφικά- στη χρονολογική θέση κάθε γυναίκας στην ιστορία και παρείχαν βαθύτερη γνώση στις αφηγήσεις τους». Για κάθε ράνερ απαιτήθηκε πολύ έρευνα, κι επίσης, χρησιμοποιήθηκε μια μεγάλη ποικιλία τεχνικών κεντήματος και απασχολήθηκαν πολλές κεντήστρες. Για παράδειγμα, το αφιερωμένο ράνερ στην Αιγύπτια Φαραώ, Χατσεπσούτ, ήταν κεντημένο με ιερογλυφικούς χαρακτήρες και χρειάστηκαν δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί.
Η Hunter ρίχνει επίσης φως στις συνθήκες εργασίας των κεντητριών και των μοδιστρών σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και περιλαμβάνει στοιχεία όπως η οικονομία, η κοινωνική τάξη και η «φυλή» στη συζήτησή της. Στο κεφάλαιό της, Εργασία, εστιάζει στις σημαντικές αλλαγές που επήλθαν στην εργασιακή ζωή των ανθρώπων που εργάζονταν με ύφασμα και κλωστή, σε συγκεκριμένες εποχές, και στην «αυξανόμενη δημόσια ανησυχία για τις απάνθρωπες συνθήκες που υφίσταντο οι εργαζόμενοι φτωχοί» στη Βρετανία, τη Σκωτία και την Ιρλανδία. Συζητά επίσης τις αλλαγές που επέφερε η εφεύρεση της ραπτομηχανής, οι οποίες τελικά δεν απελευθέρωσε τους ανθρώπους από την εργασία, αλλά αντίθετα άλλαξε τον ρυθμό και τη φύση της εργασίας. Από τη μία πλευρά, έδωσε στις γυναίκες την ευκαιρία για ανεξαρτησία, οικονομική ελευθερία και τη δυνατότητα να λειτουργούν τα δικά τους εργαστήρια. Από την άλλη, οι γυναίκες έχασαν την κοινωνικότητα που απολάμβαναν οι εργάτριες κεντήματος, επειδή μέχρι την εφεύρεση της ραπτομηχανής, το ράψιμο ήταν ως επί το πλείστον συντροφικό, είτε οι γυναίκες εργάζονταν σε ομάδες είτε στο σπίτι με την οικογένεια. Τώρα ήταν είτε μια μοναχική ασχολία στο σπίτι, είτε ο μόχθος των εργοστασιακών εργατών που έραβαν εν μέσω του κρότου και του κροταλίσματος των μηχανημάτων. Επίσης, οι ραπτομηχανές, αντί να ανακουφίσουν την εκμετάλλευση, την επιδείνωσαν. Στις κλωστοϋφαντουργικές βιομηχανίες οι γυναίκες ήταν φθηνότερο εργατικό δυναμικό και σε μεγάλο βαθμό μη συνδικαλισμένες. Η Hunter παραθέτει τα λόγια του Καρλ Μαρξ, ο οποίος στο βιβλίο του «Το Κεφάλαιο», είχε προβλέψει την καταστροφή που θα προκαλούσε η άφιξη της ραπτομηχανής στις εργάτριες των κλάδων αυτών.
Η Hunter σχολιάζει ότι ο χρόνος και ο σεξισμός υπήρξαν οι δύο μεγάλοι ανταγωνιστές της κεντητικής, λόγω της εγγενούς ευθραυστότητας αυτών των έργων τέχνης φτιαγμένων από κλωστή και ύφασμα, τα οποία είναι ευάλωτα στο ξεθώριασμα, το ξέφτισμα και το σκίσιμο, και στην τάση των επιμελητών μουσείων να απορρίπτουν κομμάτια και συλλογές που συχνά χάνονται για πάντα. Σε άλλες περιπτώσεις, τα επιτεύγματα των γυναικών είτε έχουν ενταχθεί στις καριέρες των ανδρών συντρόφων τους είτε έχουν υποτιμηθεί και αγνοηθεί με άλλο τρόπο. Στο κεφάλαιό της, Αξία / Value, η Hunter εξετάζει τη ζωή και τα επιτεύγματα τριών καλλιτεχνών, της Mary Delany, της Mary Knowles και της Mary Linwood, οι οποίες «πέρασαν το κατώφλι του αποκλειστικού κόσμου των καλών τεχνών των αντρών για να αναζωογονήσουν την καλλιτεχνική και εμπορική αξία της τέχνης με ράψιμο και κέντημα. Προσέλκυσαν βασιλική προστασία, τα έργα τους εκτέθηκαν ευρέως και κέρδισαν χρήματα και φήμη ως καλλιτέχνες. Αλλά ο χρόνος τους στον ήλιο ήταν προσωρινός, τα κεντημένα αριστουργήματά τους τώρα ξεχασμένα». Ο Κάρολος Ντίκενς έγραψε μια συγκινητική ελεγεία μετά από μια επίσκεψη που έκανε για να δει της Linwood τις υφολογικές επανερμηνείες των αριστουργημάτων του Gainsborough ή του Rubens που προσέφερε η ζωγραφική της με βελόνα.
Σε αυτό το κεφάλαιο, η Hunter ανιχνεύει την πολιτική των φύλων και την ιστορία της σημασίας και της αξίας της κεντητικής. Τον 19ο αιώνα, για παράδειγμα, στρατιώτες και ράφτες αποκατέστησαν την αξία της κεντητικής ως καλλιτεχνικής ενασχόλησης. Ωστόσο, αυτοί οι άνδρες επέλεξαν να μην αυτοαποκαλούνται «κεντήστρες». Ο Stokes, για παράδειγμα, βετεράνος πολέμου και ανάπηρος, εικονογράφησε τη Μάχη του Καΐρου με σχεδόν 10.000 κομμάτια υφάσματος, τα οποία είχε ράψει μεταξύ τους ενώ ήταν «ξαπλωμένος». Η Hunter σημειώνει ότι αυτά τα έργα δεν ήταν μόνο ένα παράδειγμα ανδρικής καλλιτεχνίας και εργατικότητας. Δημιουργήθηκαν επίσης για να υποστηρίξουν ένα κίνημα που υποστήριζε τη νηφαλιότητα μεταξύ των εργατικών τάξεων. Ιδιαίτερα μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, στον οποίο και οι δύο πλευρές υπέστησαν καταστροφικές απώλειες, υπήρξε μια κλιμάκωση του εθισμού στο αλκοόλ μεταξύ των στρατιωτών και η κεντητική προωθήθηκε ως εναλλακτική λύση στο ποτό.
Στο κεφάλαιό της, Τέχνη, η Hunter ανιχνεύει την ιστορία, κυρίως στη Σκωτία, της ανύψωσης της κεντητικής σε καλλιτεχνική κεντητική. Ισχυρίζεται ότι η τέχνη ήταν κατηγορηματικά ανδρικό προνόμιο και ότι οι γυναίκες είχαν αποκλειστεί από την ένταξη σε καλλιτεχνικά ιδρύματα, συλλόγους και λέσχες, και από τη Βασιλική Ακαδημία της Βρετανίας. Ήταν περιορισμένες παρατηρήτριες του κόσμου στον οποίο ζούσαν και με λίγες ευκαιρίες να τον ερμηνεύσουν μέσω της τέχνης τους. Γράφει: «Οι γυναίκες στα πρόθυρα του εικοστού αιώνα ήταν αποφασισμένες να διευρύνουν τους επαγγελματικούς και πολιτικούς τους ορίζοντες και με το κίνημα των σουφραζετών να κερδίζει έδαφος, οι προσπάθειες των επίδοξων γυναικών καλλιτεχνών της Γλασκώβης παρείχαν υποστήριξη σε μια ευρύτερη κοινωνική αλλαγή, χρησιμοποιώντας την τέχνη τους, για να κάνουν τα ταλέντα και τα επιτεύγματα των γυναικών πιο ορατά». Τώρα, γράφει, ενθαρρυνόταν μια ατομικιστική σφραγίδα και εξερεύνηση των υλικών και της επίδρασής τους, και η Jessie Newbery, μεταξύ πολλών άλλων, μια ενεργή υποστηρίκτρια του σκοπού των σουφραζετών, συμμετείχε σε πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της θέσης των γυναικών στην κοινωνία και την εξασφάλιση ορατότητας της τέχνης των γυναικών. Iσχυρίζεται ότι η Newbery προανήγγειλε μια νέα συνείδηση της αισθησιακής δυνατότητας της επιφανειακής βελονιάς, απελευθερωμένη από την παράδοση.
Η συγγραφέας υφαίνει τη δική της ιστορία σε κάθε κεφάλαιο, ειδικά στο τελευταίο με τίτλο Φωνή. Αναλογίζεται: «Γιατί η μητέρα μου, τόσο πιεσμένη από τον κόπο των οικιακών εργασιών και την ανατροφή τεσσάρων παιδιών, αφιέρωσε χρόνο να καθίσει υπομονετικά δίπλα μου και να με μυήσει στις περιπλοκές του κεντήματος…;» Και απαντά: «Πιστεύω τώρα ότι ήθελε να βρει έναν τρόπο να με κρατήσει απασχολημένη. Αν και ποτέ δεν ήμουν θορυβώδης, είχα ένα περίεργο πνεύμα, πάντα αμφισβητούσα, θέλοντας να εξερευνήσω τον μικρό κόσμο γύρω μου. Η περιέργειά μου απαιτούσε ένα υπερβολικό μερίδιο της προσοχής της. Η απορρόφηση του κεντήματος με ενθάρρυνε να είμαι πιο ακίνητη, πιο ήσυχη. Αλλά μου έδωσε επίσης έναν άλλο τρόπο να εκφραστώ». Αναλογίστηκα εάν έπρεπε να τοποθετήσω τις δικές μου σχετικές εμπειρίες και σκέψεις σχετικά με τη σχέση τη δική μου με τη γενιά που έφυγε, τη μητέρα και τις θείες, τη δασκάλα χειροτεχνίας στο δημοτικό σχολείο, αλλά αποφάσισα να μην το κάνω λόγω της έκτασης της ανάρτησης. Κατά μία έννοια, η βελόνα και η κλωστή «ράβουν» γενιές μέσω της μετάδοσης τόσο των δημιουργιών όσο και των δεξιοτήτων, από μητέρα σε κόρη. Ίσως επιστρέψω σε αυτό το, όπως αποδεικνύεται, ενδιαφέρον και ευρύτερο από ό,τι νόμιζα θέμα, στο μέλλον.
Σε αυτό το κεφάλαιο, η Hunter επεκτείνεται και στις δυνατότητες της βελόνας και της κλωστής ως οπτική γλώσσα και στη δύναμη που έχει να δώσει στους ανθρώπους φωνή, αλλά και στους τρόπους με τους οποίους οι καταπιεστές έχουν οικειοποιηθεί το ράψιμο για να αποδυναμώσουν και να μειώσουν τους άλλους. Για παράδειγμα, το ράψιμο χρησιμοποιήθηκε από τους Ναζί για να φιμώσουν έναν λαό. Μία από τις στρατηγικές τους ήταν η «καταστροφή μέσω της εργασίας». Το 1940 οι Ναζί συγκέντρωσαν πάνω από 160.000 Εβραίους, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών σ’ ένα στρατόπεδο, κι εκεί τους ανάγκαζαν να ράβουν όλη μέρα με μόνο μια ημερήσια μερίδα 700 θερμίδων. Μέχρι το 1945 λίγοι είχαν επιβιώσει. Αναφέρει επίσης ότι το 1631, ο John Taylor συμβούλευε «τη χαλιναγώγηση του γυναικείου λόγου μέσω της κεντητικής τους». Μια προτροπή, γράφει, που «ασκήθηκε με ζήλο από τους εκπαιδευτικούς των μαθητριών, ως έναν αποτελεσματικό τρόπο για να χαλιναγωγηθεί το υποτιθέμενο πυρετώδες γυναικείο πνεύμα».
Νομίζω ότι μετά την ανάγνωση του βιβλίου, κάποιος συνειδητοποιεί πολύ περισσότερο τις δυνατότητες του υφάσματος και της κλωστής, και όλα όσα μπορούν να επιτευχθούν με το κέντημα και το ράψιμο. Συνοπτικά, το κέντημα μπορεί: να γίνει μεταφορά για την ίδια τη ζωή, να καταγράψει την ιστορία, να μεταφέρει σύνθετες κοινωνικές πληροφορίες, να διατηρήσει τη μνήμη, να προστατεύσει και να διατηρήσει προσωπικές και συλλογικές μαρτυρίες, να σχεδιάσει έναν χάρτη, να μεταφέρει μια προσευχή, να γιορτάσει έναν πολιτισμό, να τιμήσει ζωές και ζωές που χάθηκαν, να θεραπεύσει και να ενδυναμώσει, να παράσχει ένα μέσο για τη δημιουργία τέχνης, να φέρει εισόδημα, να υποστηρίξει την ανεξαρτησία των γυναικών, να δώσει φωνή, να διακηρύξει ένα μανιφέστο, να διατηρήσει μια πολιτιστική γλώσσα και να διατηρήσει την ταυτότητα. Μπορεί επίσης να είναι ένα μέσο διαμαρτυρίας και τεκμηρίωσης. Η Hunter γράφει ότι κατά τη διάρκεια του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, η αγωνίστρια της αντίστασης Ruth First ήταν η πρώτη λευκή γυναίκα που φυλακίστηκε σε απομόνωση για 117 ημέρες. Μέχρι τη δολοφονία της το 1982, είχε δημοσιεύσει μια σύντομη αυτοβιογραφία στην οποία κατέγραφε τις ημέρες αισθητηριακής στέρησης και τη σημασία που είχε το κέντημα στη διατήρηση της ταυτότητάς της και την έκφραση της αίσθησης του εαυτού της. Τέλος, μπορεί να χρησιμεύσει ως σύνδεσμος μεταξύ γενεών: «Τα κεντήματα που παρέμειναν μέσα στις οικογένειες ή τις φυλετικές ομάδες ήταν αγαπητά ως συναισθηματικοί και πολιτιστικοί σύνδεσμοι μεταξύ των γενεών».