15 Αυγούστου, 2025
«Για την ακρίβεια, ο άλλος άνθρωπος. Δεν είναι σχετικός. Είναι απόλυτη και άνευ όρων αξία». Θοδωρής Καλλιφατίδης
Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης γεννήθηκε στο χωριό Μολάοι, στη Λακωνία το 1938. Ο πατέρας του ήταν ο Δημήτριος Καλλιφατίδης, δάσκαλος με καταγωγή από την περιοχή του Πόντου, και η μητέρα του ήταν η Αντωνία Κυριαζάκου, από τους Μολάους. Έζησε την κατοχή και τον εμφύλιο. Το 1946, αυτός και η οικογένειά του μετακόμισαν στην Αθήνα, όπου τελείωσε το λύκειο και φοίτησε στη θεατρική σχολή του Κάρολου Κουν. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, το 1964 σε ηλικία 25 ετών έφυγε για τη Σουηδία όπου και ζει μόνιμα. Στη Σουηδία σπούδασε φιλοσοφία, ολοκλήρωσε διδακτορικές σπουδές και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης μεταξύ 1969 και 1972. Αργότερα, μεταξύ 1972 και 1976, διετέλεσε διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Bonniers. Από το 1969 έχει δημοσιεύσει πολλά μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, ταξιδιωτικά δοκίμια και θεατρικά έργα. Γράφει στα σουηδικά και στα ελληνικά. Έχει κάνει μεταφράσεις, γράψει σενάρια για ταινίες κι έχει σκηνοθετήσει μια ταινία. Βιβλία του έχουν εκδοθεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες κι έχει λάβει βραβεία στην Σουηδία και στην Ελλάδα.
Την δουλειά του Θοδωρή Καλλιφατίδη μου τη σύστησε η αδελφή μου μάλλον προς το τέλος της εφηβείας, αλλά τα περισσότερα βιβλία του τα διάβασα την τελευταία δεκαετία.Τα γραπτά του Καλλιφατίδη έχουν πολλές αρετές, αλλά προσωπικά αυτό που με κάνει να επιστρέφω σε αυτά είναι τα θέματα που επεξεργάζεται σχεδόν σε όλα του τα γραπτά: τη μετανάστευση, την ενσωμάτωση στο νέο χώρο-τόπο, την ταυτότητα, τη γλώσσα, το αίσθημα και το βίωμα του «ανήκειν». Πολλά από αυτά που εξερευνά μου είναι κάπως οικεία. Είμαι εξοικειωμένη με την «εμπειρία της μετανάστευσης» από πολλές πλευρές, πρώτα ως παιδί μεταναστών σε μια ξένη χώρα που όμως ήταν δικός μου γενέθλιος τόπος, μετά ως παιδί Ελλήνων μεταναστών στην Ελλάδα, κι έπειτα μέσω της δικής μου εσωτερικής μετανάστευσης.
Σήμερα θα αναφερθώ σε δυο πολύ πρόσφατα αναγνώσματα: Μια ζωή ακόμα και Αγάπη και ξενιτιά.
Μια ζωή ακόμα
Στο αφήγημα του Μια ζωή ακόμα, ο Καλλιφατίδης ερευνά τους λόγους που για πρώτη φορά δεν μπορούσε να γράψει πλέον. Το γράψιμο ήταν η δουλειά του και για δεκαετίες ακολουθώντας απαρέγκλιτα το καθημερινό του πρόγραμμα περνούσε ένα μεγάλο μέρος της ημέρας του στο γραφείο του: «Στο τέλος, δεν είχε σημασία γιατί ήμουν τόσο ευχαριστημένος σε εκείνο το δωμάτιο, μόνο το γεγονός ότι ένιωθα έτσι. Έφτιαχνα τον καφέ μου, άναβα την πίπα μου, άνοιγα τον υπολογιστή κι ο κόσμος ξεχυνόταν. Έτσι ήταν η ζωή μου για σαράντα χρόνια, μερικές φορές και σε άλλα δωμάτια, σε άλλες περιοχές, σε άλλες πόλεις, σε τρένα και σε ξενοδοχεία, στο εξωτερικό και εδώ στην πατρίδα μου. Δούλευα όλη την ώρα. Αυτή ήταν η ζωή μου».
Τώρα όμως δεν μπορούσε να γράψει, κάτι σαν κούραση, λήθη και άρνηση, δεν του επέτρεπαν να γράψει. Γράφει ότι μέχρι τώρα δεν είχε βιώσει καμία διακοπή ροής γραφής…. «Κάθε βιβλίο ήταν μια γέφυρα για το επόμενο…… Αλλά τώρα ήταν το 2015, και οι δυνάμεις μου λιγόστευαν. Είχα ζήσει εβδομήντα επτά χρόνια. Ο χρόνος ζύγιζε βαρύτερος από το νερό. Δεν ήταν δυνατόν να σηκώσω αυτό το βάρος από τους ώμους μου. Πώς θα μπορούσα να γράψω ξανά;…»
Το βιβλίο είναι μια σύντομη αφήγηση μιας κρίσιμης στιγμής στη ζωή του συγγραφέα όπου κοιτώντας μέσα του και έξω και γυρνώντας πίσω μπόρεσε να συνδέσει την προσωπική του υπαρξιακή αγωνία με την υπαρξιακή αγωνία της κοινωνίας, και να αφηγηθεί μια κρίση που ξεπερνάει το προσωπικό επίπεδο, αποκαλύπτοντας τις ευρύτερες δυναμικές και γίγνεσθαι του κόσμου μας. Την κρίση αυτή ο Καλλιφατίδης την αντιμετώπισε, θα μπορούσαμε να πούμε, ολιστικά, όχι μόνο σαν αποτέλεσμα ηλικίας, κούρασης, και υπαρξιακής αγωνίας, καθώς μας λέει ότι τα χρόνια βάραιναν και οι φίλοι που είχαν φύγει αυξάνονταν. Κινήθηκε πέραν της αυτοαναφορικότητας. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο κόσμος όπως τον ήξερε είχε αλλάξει.
Η μέχρι πρότινος ανεκτική κοινωνία της Σουηδίας είχε γίνει πλέον πιο κλειστοφοβική και εχθρική απέναντι στο αυξανόμενο μεταναστευτικό κύμα. Το κράτος πρόνοιας είχε συρρικνωθεί. Γράφει: «Είχα πρόβλημα. Όχι μόνο με τον εαυτό μου αλλά και με την κοινωνία. Ήταν οδυνηρό να βλέπω τη Σουηδία να αλλάζει, βήμα προς βήμα. Η κοινωνική δικαιοσύνη και η αλληλεγγύη έδιναν τη θέση τους στην ορατή και αόρατη δύναμη της αγοράς. Η εκπαίδευση ιδιωτικοποιούνταν ολοένα και περισσότερο, όπως και η υγεία… …… η αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος κατέστρεψε τα δημοτικά μας σχολεία, όλοι το γνωρίζουν αυτό. Αλλά τίποτα δεν έχει αλλάξει και πιθανότατα δεν θα αλλάξει ποτέ. Έχουν ιδρυθεί πολλά ιδιωτικά σχολεία ποικίλου βαθμού ικανότητας και επιμέλειας, αλλά το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι τα παιδιά των λιγότερο εύπορων οικογενειών θα φοιτούν σε όλο και χειρότερα σχολεία. Η αποκέντρωση ήταν έγκλημα κατά του δημοκρατικού συμβολαίου και μέχρι στιγμής κανείς δεν έχει ζητήσει συγγνώμη. Και δεν θα το κάνουν ποτέ».
Επιπλέον, ο Καλλιφατίδης μας λέει ότι οι μισθολογικές ανισότητες μεγάλωναν, η Στοκχόλμη βίωνε τη χειρότερη σύγχρονη στεγαστική κρίση και η φτώχεια γινόταν όλο και πιο εμφανής. Υπήρχαν ζητιάνοι και άστεγοι στους δρόμους, στις πλατείες, στα τραίνα. Συνάμα το μίσος για τους ξένους μεγάλωνε, το πιο αντι-μεταναστευτικό κόμμα αύξανε ραγδαία τις ψήφους του, και η Σουηδική κοινωνία ήταν διχασμένη σχετικά με την προσφυγική κρίση.
Στο βιβλίο αναλύει και την ελευθερία έκφρασης. Σημειώνει ότι όλες οι ελευθερίες έχουν ένα φυσικό όριο, τον άλλο άνθρωπο: «Η απεριόριστη ελευθερία έκφρασης αφορούσε επίσης τόσο τους πόρους όσο και την εξουσία. Αν κάποιος βρισκόταν εκτός του συστήματος των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ουσιαστικά δεν είχε καμία ευκαιρία να εκφραστεί. Είναι άλλο πράγμα να σχολιάζει κανείς γενικά ζητήματα και εντελώς άλλο να σχολιάζει τους γείτονές του… Ό,τι κι αν κάνει κανείς, ό,τι κι αν πει πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη του άλλου ατόμου. Μπορεί να το αγνοήσει αυτό, φυσικά, αλλά υπάρχουν συνέπειες. Εμφανίζονται πικρία, μίσος και τρομοκρατία, ακόμη και ολοκληρωτικός πόλεμος». Και αλλού σχολιάζει: «Ορισμένες δημοκρατικές ελευθερίες μοιάζουν με σκορπιούς, καθώς μπορούν να αυτοκαταστραφούν. Είναι δυνατό να εισαχθεί τυραννία ή δικτατορία με δημοκρατικά μέσα. Σε δημοκρατικές εκλογές είναι δυνατό να ψηφίσετε ένα κόμμα που έχει ως στόχο να καταστρέψει τη δημοκρατία. Είναι δυνατό να στραγγαλιστεί η ελευθερία έκφρασης με τη βοήθεια της ελευθερίας έκφρασης. Έχουμε την ελευθερία να προβάλλουμε απόψεις που στοχεύουν στον πλήρη ή μερικό στραγγαλισμό των απόψεων των άλλων».
Δίνει παραδείγματα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο όπου λόγου χάρη οι Ναζί κατακτητές στην Αθήνα μοίραζαν φυλλάδια όπου οι Έλληνες απεικονίζονταν ως πίθηκοι. Σχολιάζει ότι δεν μπορούσε, ούτε τότε, ούτε και τώρα, να το θεωρήσει ως τέχνη, ή ως ένα παράδειγμα της ελευθερίας έκφρασης της Γκεστάπο. Καταλήγει ότι κάτι που δεν απαγορεύεται δεν είναι απαραίτητα ηθικό και επιτρεπτό. Το κριτήριο που θα πρέπει να έχει τη μεγαλύτερη σημασία τόσο για το κράτος όσο και για το άτομο είναι η ίση αξία όλων των ανθρώπων. Κάθε άλλη αρχή θα πρέπει να πηγάζει από αυτό.
Δεν ήταν όμως μόνο οι αλλαγές στην Σουηδία που τον πίκραινε και τον ανησυχούσε. Η Ελλάδα βρισκόταν στο τέλμα της οικονομικής κρίσης και όλη η Ευρώπη καταφερόταν εναντίον της χρησιμοποιώντας αναξιοπρεπείς και ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς για τον λαό της. Γράφει οι καιροί ήταν διαφορετικοί τώρα, το έβλεπα όταν ταξίδεψα στην Αθήνα δυο μήνες μετά. «Η Ελλάδα και οι Έλληνες αγωνίζονταν για άλλη μια φορά να αποφύγουν την ήττα, όπως τόσες πολλές φορές στο παρελθόν. Η Γερμανική Κατοχή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε, η μαζική μετανάστευση – αυτές ήταν οι εμπειρίες που διαμόρφωσαν τη γενιά μου. Σχεδόν όλοι μας είχαμε θανάτους να θρηνήσουμε, αδικίες που μας πίκραναν, εγκαταλελειμμένα όνειρα που σάπιζαν στις ψυχές μας. Αλλά τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να συγκριθεί με την πνευματική φτωχοποίηση που είχαμε βιώσει πρόσφατα».
Μέσα του αισθανόταν ότι κάτι είχε χαθεί και ότι ήθελε να το ξαναβρεί. Κάπου αναφέρει: «Η μετανάστευση είναι ένα είδος επιμέρους αυτοκτονία. Δεν πεθαίνεις εσύ, αλλά πολλά πεθαίνουν μέσα σου. Και μάλιστα η γλώσσα. Γι’ αυτό είμαι πιο περήφανος που δεν ξέχασα τα ελληνικά μου παρά που έμαθα σουηδικά. Το δεύτερο ήταν θέμα ανάγκης, το πρώτο μια πράξη αγάπης, μια νίκη επί της αδιαφορίας και της λήθης. Είχα ρίξει μαύρη πέτρα πίσω μου, όπως λένε στο χωριό μου όταν κάποιος αποφασίζει να τα αφήσει όλα. Κι όμως δεν μπορούσα να ξεχάσω. Μου έλειπε η Ελλάδα και τα ελληνικά όλο και περισσότερο». Αναρωτιόταν εάν ήταν πλέον καιρός να επιστρέψει στις ρίζες του, και μήπως αυτό που απέμενε τώρα δεν ήταν το μέλλον αλλά το παρελθόν. Γράφει: «Όταν ήμουν είκοσι πέντε ετών, αναρωτήθηκα πώς έπρεπε να ζήσω τη ζωή μου και η απάντηση ήταν: Φύγε. Αυτό ακριβώς έκανα. Τώρα, στα εβδομήντα πέντε μου, αντιμετώπιζα το ίδιο ερώτημα: Πώς έπρεπε να ζήσω τα χρόνια που μου είχαν απομείνει; Όλο και πιο συχνά, η απάντηση ήταν: Γύρισε πίσω».
Από το αδιέξοδο τον έβγαλε ένα σύντομε ταξίδι στην Ελλάδα και στο χωριό που γεννήθηκε, τους Μολάους, με σκοπό να τιμηθεί από τους συμπατριώτες του. Αρχικά ήταν κάπως αποστασιοποιημένος με μια αίσθηση παραίτησης. Πολλά είχαν αλλάξει στην Ελλάδα κι αυτό τον στεναχωρούσε. Κάπου σχολιάζει η Ελλάδα είχε γίνει ένα θέρετρο διακοπών. Γράφει: « Ήθελα όλα να είναι ακριβώς όπως ήταν παλιά. Αυτό είναι το δράμα του μετανάστη. Η πραγματικότητα που άφησε πίσω του έχει χαθεί, κι όμως αυτό είναι που τον καλεί».
Στο χωριό του παρακολούθησε μια παράσταση του Αισχύλου από τους ντόπιους μαθητές. Γράφει: «Τα λόγια του Αισχύλου έπεσαν σαν δροσερή βροχή σε ξεραμένη γη». Γεννήθηκε η ανάγκη να επεξεργαστεί τις μνήμες της πρώτης γλώσσας του κι αποφάσισε να ακολουθήσει την παρόρμηση του να γράψει μετά από δεκαετίες και πάλι απευθείας στα ελληνικά, τη γλώσσα της παιδικότητάς του, τη γλώσσα που άφησε και που ακόμη κατοικούσε εντός του. Γράφει: «Ήμουν «παγιδευμένος ανάμεσα στις δύο γλώσσες μου, σαν το διάσημο γαϊδούρι του Μπουριντάν, που πέθανε από πείνα και δίψα επειδή δεν μπορούσε να αποφασίσει αν θα έτρωγε ή θα έπινε». Κι αλλού περιγράφει την εμπειρία της γραφής στα ελληνικά: «Δεν έγραφα. Μιλούσα. Η μία λέξη συνέδεε την άλλη σαν μικρά αδέρφια. Δεν φοβόμουν να κάνω λάθη, παρόλο που ήξερα ότι θα έκανα. Αυτή ήταν η γλώσσα μου. Δεν μου επιβαλλόταν, δεν ήταν απαραίτητο να αλλάξω τον τόνο της φωνής μου».
** Διάβασα την αγγλική έκδοση του βιβλίου (Kindle edition), οπότε οι μεταφράσεις διαφόρων αποσπασμάτων είναι δικές μου, κι έτσι μπορεί να υπάρχουν κάποιες διαφορές από το αρχικό ελληνικό κείμενο.
Αγάπη και ξενιτιά
Σ’ αυτό το βιβλίο ο Καλλιφατίδης αγγίζει οικεία θέματα όπως είναι η μετανάστευση και η ξενιτιά, η μοναξιά, η ταυτότητα, η γλώσσα, η ανέχεια, η κοινωνική δικαιοσύνη, η ελευθερία και η κοινωνική ευθύνη, το βάρος των αποφάσεων μας, οι σχέσεις των φύλλων, η μνήμη και το παρελθόν, η αγάπη και η φιλία, η μη παραίτηση.
Το βιβλίο μας μεταφέρει στη δεκαετία του ’60, όταν η Ελλάδα και πάλι έδιωχνε τα παιδιά της, είτε μέσω μετανάστευσης, είτε μέσω εξορίας. Ο κεντρικός ήρωας, ο 25χρονος Χρήστος που πλέον ονομάζεται Χρίστο και είναι φοιτητής Φιλοσοφίας στη Σουηδία, έχει αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Ελλάδα και την οικογένειά του λόγω κοινωνικών φρονημάτων και αποκλεισμού από το πανεπιστήμιο μεταξύ άλλων. Στην Στοκχόλμη, ενώ ασχολείται με την διδακτορική του εργασία προσπαθώντας με μεγάλη δυσκολία να επιβιώσει οικονομικά και να βρει τη θέση του στη νέα πραγματικότητα χωρίς να χάσει τον εαυτό του, πλημμυρισμένος με αισθήματα μοναξιάς και νοσταλγίας, ερωτεύεται μια παντρεμένη.
Επιλέγει τον Αριστοτέλη και την κάθαρση ως θέμα της διατριβής του και καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης επεξεργάζεται ερωτήματα σχετικά με το τί είναι έρωτας, αγάπη και ηθική, τι είναι η κάθαρση, αν μπορεί να επιτευχθεί στην πραγματικότητα και μέσα από ποιους δρόμους. Γράφει: «Για τι άλλο θα μπορούσε να γράψει εκτός από την κάθαρση; Η πατρίδα του ήταν μια τραγωδία. Η πολιτική ζωή ήταν διεφθαρμένη και συχνά βίαιη…..η ανεργία πλησίαζε το πενήντα τοις εκατό για τους νέους. Δεν ήταν μόνο η γενική κατάσταση αλλά και η δική του…. Βούλιαζε σιγά σιγά σε ένα βάλτο από ανεκπλήρωτες επιθυμίες, μάταια όνειρα και σχέδια, ανέλπιδους έρωτες και τρύπιες κάλτσες….. η πατρίδα του δεν τον ήθελε παρόλο που οι βαθμοί του ήταν εξαιρετικοί, αλλά χωρίς το πιστοποιητικό φρονημάτων δεν έμπαινε ούτε σε κοτέτσι». Τελικά δεν του απέμενε τίποτε άλλο από το να μεταναστεύσει όπως είχαν κάνει ο πατέρας του και ο παππούς του.
Η αφήγηση του ήρωα φωτογραφίζει την κοινωνικοοικονομική και πολιτική κατάσταση της Ελλάδας που βρίσκεται στα πρόθυρα της δικτατορίας, αλλά και της πιο ελεύθερης σοσιαλδημοκρατικής Σουηδικής κοινωνίας στην οποία προσπαθεί να ενταχθεί. Ο Χρήστος θέλει να πετύχει, να χτίσει μια ζωή εκεί. Θέλει να γνωρίσει και ν’ αγαπήσει τη νέα χώρα, και πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος να κρατήσει την ελληνική του ταυτότητα είναι να μπορεί να την υποστηρίξει μέσα στη νέα κοινωνία και με τη νέα γλώσσα. Σκεφτόταν ότι το φευγιό από την Ελλάδα δεν είχε τελειώσει ακόμα γιατί «δεν αρκούσε να μάθεις την ξένη γλώσσα. Πρέπει ν’ αλλάξεις και τα σωθικά σου…. Η χώρα του και η γλώσσα του ζούσαν στο μυαλό του και στην ψυχή του, στις χειρονομίες του και στ’ αστεία του, στον πόθο του και σε όλες τις επιλογές. Πόσο έπρεπε ν’ αλλάξει για να επιζήσει;»
Ο ίδιος ο Καλλιφατίδης έχει γράψει για το βιβλίο του:
[https://www.ertnews.gr/eidiseis/politismos/agapi-kai-xenitia-grafei-o-thodoris-kallifatidis/]
Πριν μερικά χρόνια, ένα απόγευμα με πολύ αέρα, καθόμουν σε ένα καφενείο σε μια επαρχιακή πόλη της Σουηδίας με ένα φίλο που κάποτε ήταν και δάσκαλος μου στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Μόλις είχε βγει στη σύνταξη και τον ρώτησα πώς περνούσε τις μέρες του.
«Είναι ώρα να κλείσω τους λογαριασμούς μου», είπε απλά.
Δε ξέρω αν πρόλαβε. Πέθανε.
Το ίδιο αίσθημα είχα κι εγώ όταν άρχισα να γράφω το πρόσφατο βιβλίο μου Αγάπη και ξενιτιά. Έφυγα από την Ελλάδα 25 χρονών. Από τότε ζω στη Σουηδία. Με έτρωγαν τα εάν. Πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχα φύγει. Τι άνθρωπος θα ήμουν. Θα είχα γράψει ή όχι. Αυτό το ήξερα. Θα είχα γράψει. Ήταν το μόνο που ήξερα. Γιατί πάντα έγραφα. Σαν παιδί, σαν έφηβος, σαν νέος άντρας. Και μετά έφυγα………
Θα έγραφα και στη Σουηδία; Δεν ήξερα, αλλά η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη από τις δυσκολίες. Κι άρχισα να γράφω στα σουηδικά. Τι σήμαινε αυτό, όχι μόνο για το γράψιμο αλλά και για μένα σαν άνθρωπο. Τι σήμαινε όταν συνάντησα κι ερωτεύθηκα τη γυναίκα μου. Τι σήμαινε που με τα παιδιά μου μιλούσα σουηδικά. Δεν τα καταλάβαινα τότε αυτά τα ερωτήματα. Ούτε τα έθετα καν. Έπρεπε να περάσουν τα χρόνια, να βγω από τον αγώνα της καθιέρωσης κι επιβίωσης για να «κλείσω τους λογαριασμούς μου» με τα γεγονότα και τις ιδέες που με είχαν καθορίσει σαν άνθρωπο. Ο έρωτας, η ξενιτιά, η κοινωνική δικαιοσύνη, η κάθαρση, η ελευθερία, η μοναξιά, το έλεος και ο φόβος……….