Ursula Le Guin’s writing / Γραπτά της Ούρσουλα Λε Γκεν

«Αυτή είναι η προδοσία του καλλιτέχνη: η άρνηση να παραδεχτεί την κοινοτοπία του κακού και την τρομερή πλήξη του πόνου». Από το βιβλίο Αυτοί που φεύγουν από την Ομελάς της Ursula Le Guin (Ούρσουλα Λε Γκεν)

Η Ursula Le Guin καλεί τους / τις «συγγραφείς που μπορούν να δουν εναλλακτικές λύσεις για το πώς ζούμε τώρα και μπορούν να δουν πέρα από την τρομοκρατημένη κοινωνία μας και τις εμμονικές τεχνολογίες της, άλλους τρόπους ύπαρξης. Θα χρειαστούμε συγγραφείς που θυμούνται την ελευθερία – ποιητές, οραματιστές – ρεαλιστές μιας ευρύτερης πραγματικότητας».

 “Δεν θα κατανοήσουμε την αδικία που ζούμε αν δεν φανταστούμε τη δικαιοσύνη, ούτε θα είμαστε ελεύθεροι αν δεν μπορούμε να φανταστούμε την ελευθερία. Δεν μπορούμε να απαιτούμε να κατακτήσει τη δικαιοσύνη και την ελευθερία κάποιος που στερήθηκε την ευκαιρία να τις φανταστεί ως εφικτές. Ursula Le Guin

Α. The Ones Who Walk Away from Omelas / Αυτοί που φεύγουν από την Ομελάς της Ούρσουλα Κ. Λε Γκεν

Σήμερα θα αναφερθώ σε ένα μικρό βιβλίο που διάβασα της Le Guin (1929-2018), μια από τις μεγάλες Αμερικανίδες συγγραφείς και μια σημαντική γυναίκα συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας. Κάτοχος πολλαπλών λογοτεχνικών βραβείων, έγραψε επίσης δημοσιογραφικά κείμενα και μελέτες, ποίηση και παιδικά βιβλία, και κυρίως επιστημονική φαντασία, μέσω της οποίας ερμήνευσε κι έφερε στο φως αλληγορικά την κοινωνική πραγματικότητα, τις αντιθέσεις και κοινωνικές δυναμικές, και τις τεχνολογικές και υπαρξιακές προκλήσεις του είδους μας.

Η ιστορία της, Αυτοί που φεύγουν από την Ομελάς, είναι το πρώτο δικό της κείμενο που διάβασα. Το 1974 αυτή η ιστορία κέρδισε το βραβείο Hugo για το καλύτερο διήγημα. Είναι μια σύντομη φιλοσοφική ιστορία που διαβάζεται σαν αλληγορία ή παραμύθι, και μέχρι να φτάσεις στο τέλος της αφήγησης έχεις συνειδητοποιήσει ότι είναι μια από εκείνες τις ιστορίες που πιθανότατα δεν θα ξεχάσεις ποτέ. Η ιστορία είναι καθαρή αφήγηση, δεν υπάρχει δράση ή ανάπτυξη χαρακτήρων, κι ένα μέρος της περιγράφει τις προετοιμασίες της κοινότητας για ένα καλοκαιρινό φεστιβάλ, και τον τρόπο με τον οποίο έχει στηθεί αυτή η γεμάτη χαρά κοινότητα. Ωστόσο, είναι επίσης αρκετά ασαφής ώστε να δίνει στον αναγνώστη χώρο να φανταστεί τη δική του ουτοπία. Καταγράφει τη ζωή των κατοίκων της Ομελάς, μιας ουτοπικής πόλης, όπου όλοι ζουν με άνεση, ασφάλεια και ευτυχία. Η Le Guin γράφει: «Δεν ήταν απλοικοί άνθρωποι, βλέπετε, αν και ήταν ευτυχισμένοι… Δεν χρησιμοποιούσαν σπαθιά ούτε κρατούσαν σκλάβους. Δεν ήταν βάρβαροι. Δεν γνωρίζω τους κανόνες και τους νόμους της κοινωνίας τους, αλλά υποψιάζομαι ότι ήταν εξαιρετικά λίγοι… Ήταν ώριμοι, έξυπνοι, παθιασμένοι ενήλικες των οποίων η ζωή δεν ήταν άθλια». Σε αυτή την ουτοπική γη όλα φαίνονται υπέροχα, εκτός από μια φρικτή λεπτομέρεια. Η ευτυχία του καθενός εξαρτάται από το μαρτύριο και τον βασανισμό ενός εννιάχρονου ή δεκάχρονου παιδιού.

Στην εισαγωγή του βιβλίου, η Le Guin μας λέει ότι η κεντρική ιδέα αυτού του ψυχομύθου, του αποδιοπομπαίου τράγου, εμφανίζεται στους Αδελφούς Καραμάζοφ του Ντοστογιέφσκι και στο Ο Ηθικός Φιλόσοφος και η Ηθική Ζωή του William James. Σημειώνει ότι ο μεν Ντοστογιέφσκι διατύπωσε το ερώτημα με θρησκευτικούς όρους, ο δε James φιλοσοφικά. Γράφει: «Ο Ιβάν του Ντοστογιέφσκι ρωτά τον Αλιόσα (κι εμάς) «Θα συμφωνούσατε να υλοποιήσετε το σχέδιο, θα δεχόσασταν την ευτυχία, με αυτόν τον όρο»; Ο William James θέτει το ίδιο ερώτημα: «…….. εκατομμύρια που είναι μόνιμα ευτυχισμένοι με τον απλό όρο ότι μια συγκεκριμένη χαμένη ψυχή στο περιθώριο των πραγμάτων θα ζούσε μια ζωή μοναχικού βασανισμού, τι άλλο εκτός από ένα συγκεκριμένο κι ανεξάρτητο είδος συναισθήματος μπορεί να είναι αυτό που θα μας έκανε να νιώσουμε αμέσως, ακόμα κι αν μια παρόρμηση αναδυόταν μέσα μας να αρπάξουμε την ευτυχία που μας προσφέρεται, πόσο αποκρουστική θα ήταν η απόλαυσή του όταν γινόταν σκόπιμα αποδεκτή ως καρπός μιας τέτοιας συμφωνίας»;

Η ιστορία της μου έφερε στο νου και το γνωστό διήγημα της Shirley Jackson, «Το Λαχείο», που εκδόθηκε το 1948, το οποίο απεικονίζει μια μικρή, συνηθισμένη κοινότητα να διεξάγει την καθιερωμένη ετήσια λαχειοφόρο της. Αυτό το φαινομενικά εορταστικό γεγονός κορυφώνεται με τον «νικητή», ή αλλιώς τον τυχαία επιλεγμένο αποδιοπομπαίο τράγο, να λιθοβολείται μέχρι θανάτου από τους υπόλοιπους χωρικούς, όλους, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, στα οποία οι ενήλικες δίνουν μικρά βότσαλα. Η ιστορία κάνει ορατές την τυφλή τήρηση της παράδοσης, την άγνοια και τις προλήψεις, τον φόβο εγκατάλειψης ενός μακροχρόνιου κοινωνικού τελετουργικού, την αγωνία της αλλαγής, την κοινωνική συμμόρφωση και την ικανότητα διάπραξης βίας από φαινομενικά καλούς κι αξιοσέβαστους ανθρώπους.

Στην ιστορία της Le Guin, το παιδί αποδιοπομπαίος τράγος είναι κλειδωμένο σε ένα σκοτεινό υπόγειο. Κάθεται γυμνό μεσ’ τη σιωπή και τη βρωμιά, τρομοκρατημένο από σκούπες και σφουγγαρίστρες. Η τροφή επαρκεί ίσα για να κρατηθεί ζωντανό. Μερικές φορές λέει: «Παρακαλώ, αφήστε με να βγω. Θα είμαι καλό παιδί!». Η ανάγνωση της περιγραφής της κακοποίησης και των βασάνων που αντιμετωπίζει το παιδί είναι δύσκολη. Αυτό το τρομερό γεγονός αποκαλύπτεται σε όλους τους κατοίκους της Ομελάς στην παιδική τους ηλικία. Κάποιοι άνθρωποι επισκέπτονται το παιδί για να δουν την πραγματικότητα, αλλά κανείς δεν επιτρέπεται να επικοινωνήσει ή να δείξει καλοσύνη στο παιδί, για χάρη της συλλογικής ευτυχίας. Για λίγο, φαίνεται ότι η Λε Γκεν προσπαθεί ακόμη και να πείσει τον αναγνώστη να θεωρήσει αυτό το είδος αδικίας και σκληρότητας απαραίτητο για την ευημερία της πλειοψηφίας. Αυτό μοιάζει υπερβολικά με τις δικαιολογίες και τις εκλογικεύσεις που γίνονται στην πραγματική ζωή.

Το να είναι μάρτυρες του πόνου του παιδιού επηρεάζει τους ανθρώπους διαφορετικά, κάτι που επίσης αληθεύει και στην πραγματική ζωή. Κάποιοι είναι αδιάφοροι και μάλιστα πρόθυμοι να συμβάλουν περισσότερο στον πόνο του παιδιού, οι περισσότεροι απλώς αποδέχονται αυτή τη θλιβερή αναγκαιότητα και μαθαίνουν να την αγνοούν, ακόμα κι αν θεωρούν τους εαυτούς τους καλούς ανθρώπους, κι όπως μπορεί κανείς να μαντέψει από τον τίτλο, κάποιοι δεν μπορούν να αποσυνδέσουν αυτή τη γνώση ή να ξεχάσουν τι έχουν δει. Η αντίληψή τους για την ουτοπική πόλη τους θρυμματίζεται και δεν μπορούν να αντέξουν το βάρος της ζωής στις πλάτες ενός ανήμπορου, βασανισμένου παιδιού. Δεν είναι πρόθυμοι να κάνουν τον ηθικό συμβιβασμό. Η Le Guin γράφει: «Κατά καιρούς ένα από τα έφηβα κορίτσια ή αγόρια που πηγαίνουν να δουν το παιδί δεν γυρίζει σπίτι για να κλάψει ή να οργιστεί, στην πραγματικότητα δεν γυρίζει καθόλου σπίτι. Μερικές φορές επίσης ένας άνδρας ή μια γυναίκα πολύ μεγαλύτερη σιωπά για μία ή δύο μέρες και μετά φεύγει από το σπίτι». Φεύγουν, αλλά δεν ξέρουμε πού πηγαίνουν ή τι βρίσκουν εκεί.

Η ιστορία έχει ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους και πιθανότατα οι ερμηνείες μας χρωματίζονται από τις πεποιθήσεις και τις εμπειρίες μας, την κουλτούρα μας και τα αναγνώσματα μας. Μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι αναφέρεται στην κοινωνική πρακτική της μετατροπής ατόμων σε αποδιοπομπαίους τράγους και στο τίμημα που πληρώνουν πολλοί για την άνεση άλλων. Θα μπορούσε επίσης να αντανακλά την ανάγκη της κοινότητας να προβάλλει τη δυστυχία της, ώστε να διατηρηθεί η ευημερία της συλλογικότητας. Το γεγονός ότι οι νόμοι της Ομελάς επιβάλλουν τον περιορισμό του παιδιού θα μπορούσε επίσης να υποδηλώνει ότι το κοινωνικό κακό και η αδικία είναι θεσμοθετημένα. Κάποιοι αναρωτιόνται αν η ιστορία υποδεικνύει τα βάσανα του Ιησού για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένα τα κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά μας συστήματα, όπου η ευτυχία και η άνεση πολλών εξαρτώνται από τα βάσανα όσων βρίσκονται εκτός οικονομίας ή πολιτικών διαδικασιών, κι όπου μεγάλος αριθμός ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, και κοινότητες, είναι θύματα άδικων και σκληρών κοινωνικοπολιτικών πραγματικοτήτων. Θα μπορούσε επίσης να είναι μια αλληγορία του νου, των συνειδητών πτυχών και του ασυνείδητου ή ανεπιθύμητου υλικού που σπρώχνεται προς τα κάτω ή του πόνου που κρύβεται στο υπόγειο του οικοδομήματος του νου.

Η Λε Γκεν προσφέρει μια βαθιά ματιά στον κόσμο και στον εαυτό μας και, κατά κάποιο τρόπο, έχει δημιουργήσει έναν καθρέφτη για τους αναγνώστες, προκαλώντας τους/μας να σκεφτούμε πώς θα έμοιαζε μια ουτοπία ή δίκαιη κοινωνία, και τι θα μπορούσαμε να αποδεχτούμε ή να ανεχτούμε και τι θα έπρεπε να απορρίψουμε αν θέλαμε να διατηρήσουμε την ανθρωπιά μας. Αναπόφευκτα, προκύπτει και το θέμα της ενοχής, το πώς να ζήσει κανείς γνωρίζοντας ότι ζει σε βάρος άλλων που υποφέρουν, τι μπορούμε να κάνουμε, τι είναι ρεαλιστικά εφικτό. Σε κάθε περίπτωση, στο τέλος της ανάγνωσής, μένουμε με πολλά ερωτήματα χωρίς εύκολες απαντήσεις: Είναι μια κοινότητα που βασίζεται στον πόνο ενός ατόμου μια πραγματική ουτοπία; Πού πηγαίνουν όσοι απομακρύνονται από την πόλη; Είναι όσοι εμπλέκονται στη διαδικασία της αναζήτησης αποδιοπομπαίου τράγου ελεύθεροι ή είναι δεμένοι με τα θύματά τους; Είναι η διαιώνιση της πρακτικής της αναζήτησης αποδιοπομπαίου τράγου πραγματικά απαραίτητη για την κοινωνική ευημερία και ευτυχία; Τι είναι καλό και τι κακό; Τι είναι πραγματική ευτυχία;

Β. Στις δύο προηγούμενες αναρτήσεις σχετικά με το θέμα δημιουργίας αποδιοπομπαίων τράγων δεν κατάφερα να συμπεριλάβω αναφορές σε συγκεκριμένα πλαίσια, όπως οι ομάδες εκπαίδευσης στο χώρο της κλινικής ψυχολογίας, η θεραπεία, και ιδιαίτερα η ομαδική θεραπεία, όπου η δυναμική αυτή συμβαίνει συχνά, αλλά μπορεί, αν αντιμετωπιστεί με επιδέξιο και ηθικό τρόπο, κι αν ο θεραπευτής είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποτρέψει παράγοντες που απειλούν τη συνοχή της ομάδας [π.χ. συνεχείς απουσίες και καθυστερήσεις, αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων, διασπαστική έξω-ομαδική κοινωνικοποίηση και υπο-ομαδοποίηση], να παρέχει ευκαιρίες για διαφοροποίηση, ενσωμάτωση και ανάπτυξη.

Ένα σχετικό άρθρο είναι το “Scapegoating in Group Psychotherapy / Η Διαδικασία Δημιουργίας Αποδιοπομπαίων Τράγων στην Ψυχοθεραπεία” της J. Kelly Moreno, PhD, στη διεύθυνση: https://files.core.ac.uk/download/pdf/32428352.pdf

Απόσπασμα από τον επίλογο του άρθρου:

«Το φαινόμενο της δημιουργίας αποδιοπομπαίων τράγων είναι πανταχού παρών. Εμφανίζεται σε ζευγάρια, οικογένειες, οργανισμούς κι ευρύτερα κοινωνικά συστήματα. Εμφανίζεται επίσης σε μικρές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των ψυχοθεραπευτικών ομάδων. Ανεξερεύνητη και μη επεξεργασμένη, η διαδικασία αυτή είναι καταστροφική – μέσω της προβολικής ταύτισης και άλλων αμυντικών μηχανισμών, ένα μέλος εκδηλώνει συναισθήματα και συμπεριφορές που ανήκουν αλλού. Όταν αυτές οι προβολές δεν ανακτώνται / επιστρέφονται, προκαλείται ζημιά στον επιλεγμένο αποδιοπομπαίο τράγο, και υπονομεύεται το βάθος και η πρόοδος της εργασίας της ομάδας. Αρχικά, οι θεραπευτές μπορεί να μπουν στον πειρασμό να ενταχθούν στην ομάδα στοχεύοντας ή επιτιθέμενοι στο αποκλίνον μέλος. Πράγματι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ορισμένοι άνθρωποι είναι εξοικειωμένοι στις προβολές της ομάδας και κατά συνέπεια, τα απεσταλμένα μηνύματα απορροφώνται εύκολα. Μια αποτελεσματική ηγεσία, ωστόσο, θα καταλάβει πώς η συμπεριφορά του αποδιοπομπαίου τράγου σχετίζεται με ανάλογα ζητήματα των άλλων μελών της ομάδας. Επιπλέον, οι έμπειροι θεραπευτές θα είναι σε θέση να βοηθήσουν τα άτομα που έχουν αναλάβει το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου να ξεπεράσουν ένα ρόλο με τον οποίο μπορεί να είναι παθολογικά εξοικειωμένοι».

Υπάρχει επίσης το ζήτημα που αφορά τις διαδικασίες δημιουργίας αποδιοπομπαίων τράγων σε σχέση με τις γυναίκες, τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων που έχουν στο πέρασμα του χρόνου φορτωθεί αυτόν το ρόλο. Ο Arthur Colman (βλ. προηγούμενες αναρτήσεις) κάνει μια σύντομη αναφορά σε αυτό το θέμα στην TED ομιλία του. Ίσως επιστρέψω σε αυτό το θέμα σε προσεχή ανάρτηση.

Γ. Τέλος, κάτι ακόμη από την Ursula Le Guin, σχετικά με τα γηρατειά, το πέρασμα του χρόνου, την αλλαγή, την απώλεια και τη φθορά των πραγμάτων, που διάβασα τις τελευταίες εννέα εβδομάδες που μεσολάβησαν από τον θάνατο του πατέρα μου σε ηλικία ενενήντα εννέα ετών. Έφυγε τελευταίος κι έτσι βίωσε τον θάνατο των πέντε αδελφών του και της συζύγου του. Πώς το αντιμετώπισε αυτό εντός του; Τι ένιωθε και τι σκεφτόταν για την αναπόφευκτη αλλαγή και τη φθορά των πραγμάτων, την απώλεια, και το πλησίασμα του τέλους του δικού του κύκλου;

Δυο ποιήματα της Ursula Le Guin

Πρόγονοι

Είμαι τόσο μακριά από τους προγόνους μου τώρα // στα βαθιά μου γεράματα που νιώθω περισσότερο μια [ένας] από αυτούς // παρά απόγονός τους. Ο χρόνος έρχεται // με έναν σωματικό τρόπο που δεν καταλαβαίνω. Η ηλικία αναιρείται // και παίζει τον Ουροβόρο*……

* Ο όρος Ouroboros / Ουροβόρος προέρχεται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις «οὐρά» και «βόρος» (που τρώει/καταβροχθίζει), και από την αρχαία Αιγυπτιακή εικονογραφία. Απεικονίζει ένα φίδι ή δράκο που τρώει τη δική του ουρά, συμβολίζοντας τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, την ατέρμονη δημιουργία και καταστροφή. την αιώνια αναγέννηση.

Φύλλα

Τα χρόνια κάνουν περίεργα πράγματα στην ταυτότητα. // Τι σημαίνει να λέμε  // Είμαι αυτό το παιδί στη φωτογραφία // στο Kishamish το 1935;  // Θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε ότι είμαι η σκιά // ενός φύλλου της ακακίας                        που κόπηκε πριν από εβδομήντα χρόνια // που κινείται στη σελίδα που διαβάζει το παιδί. // Θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε ότι είμαι οι λέξεις που διάβασε // ή οι λέξεις που έγραψα σε άλλα χρόνια, // τρεμόπαιγμα σκιάς και ηλιακού φωτός // καθώς ο άνεμος κινείται μέσα από τα φύλλα.

Το 2010, σε ηλικία 81 ετών, η Le Guin ξεκίνησε ένα ιστολόγιο / blog, εμπνευσμένη από την ανάγνωση του ιστολογίου του Χοσέ Σαραμάγκου. Παρακάτω είναι ένα μικρό απόσπασμα από την ανάρτησή της, Μάιoς 2013, στη διεύθυνση: https://www.ursulakleguin.com/blog/tag/aging

«Το μόνο που ζητώ από τους ανθρώπους που δεν είναι ακόμα πραγματικά ηλικιωμένοι, είναι να σκεφτούν και αυτοί το ερώτημα του ovenbird / εξάουρου** – και να προσπαθήσουν να μην υποβαθμίζουν τα γηρατειά. Αφήστε την ηλικία να είναι ηλικία. Αφήστε τον ηλικιωμένο συγγενή σας ή τον ηλικιωμένο φίλο σας να είναι αυτό που είναι…. »

**Το ερώτημα του εξάουρου (μικρό ωδικό πτηνό): Τι νόημα να δώσει κανείς σε κάτι που φθίνει; / What to make of a diminished thing?  στο ποίημα του Robert Frost, είναι μια μεταφορά για το πώς να αντιμετωπίσει και να νοηματοδοτήσει κανείς την αναπόφευκτη απώλεια, αλλαγή και φθορά στη ζωή και την τέχνη.

Comments are closed.