Δεκέμβρης 2025

«Η νεαρή γυναίκα μπροστά μου, με το κοριτσάκι της στο καρότσι, σηκώνει το κεφάλι, χαμογελάει. Σκύβει προς το παιδί. Κοίτα τα φώτα αγάπη μου!» Annie Ernaux

Σήμερα δημοσιεύω κάτι που άρχισα να γράφω πριν από λίγο καιρό, ενώ διάβαζα το βιβλίο το οποίο αναφέρω παρακάτω, αλλά ολοκλήρωσα σήμερα. Η ανάρτηση είναι πιο σύντομη από ότι συνήθως, αλλά ήμουν λίγο πιεσμένη χρονικά καθώς ήθελα να κάνω πράγματα όπως εξετάσεις αίματος κι επισκέψεις σε οδοντίατρο που είχα παραμελήσει, και κάποια πράγματα στο σπίτι πριν το τέλος της χρονιάς. Το βιβλίο έναυσμα της σημερινής ανάρτησης είναι της Γαλλίδας συγγραφέα Annie Ernaux, Κοίτα τα Φώτα, Αγάπη μου / Regarde les lumières, mon amour, κι αφορά την υπεραγορά ή το σούπερ μάρκετ, ένα χώρο που ο Marc Augé, όρισε ως «μη τόπο». Το βιβλίο είναι ένα ημερολογιακό κείμενο όπου η συγγραφέας καταγράφει τις σκέψεις, τις εμπειρίες και τις παρατηρήσεις της κατά τη διάρκεια των επισκέψεων της στο κατάστημα Auchan της γειτονιάς της μεταξύ Νοεμβρίου 2012 και Οκτωβρίου 2013.

Το θέμα της μελέτης της είναι ένας «μη-τόπος» (non-place) της σύγχρονης ζωής όπως η υπέρ αγορά που η συγγραφέας μετατρέπει σε φακό μέσα από τον οποίο εξετάζει κι αναλύει τη σύγχρονη ζωή, τις ταξικές και έμφυλες διαφορές, τις κοινωνικές ταυτότητες, τον καταναλωτισμό, την οικονομία, τη φθηνή εργασία στις αναπτυσσόμενες χώρες, κι άλλα θέματα. Ο όρος «μη τόπος» που επινόησε ο Γάλλος ανθρωπολόγος, Marc Augé, αναφέρεται σε χώρους παροδικότητας όπου οι άνθρωποι παραμένουν ανώνυμοι. Παραδείγματα «μη τόπων» θα μπορούσαν να είναι τα αεροδρόμια, οι αυτοκινητόδρομοι, τα εμπορικά κέντρα, τα σούπερ μάρκετ, οι αίθουσες αναμονής, κλπ. Σύμφωνα με τον Augé η έννοια του «μη τόπου» όπου οι άνθρωποι παραμένουν ανώνυμοι, διαφέρει από την έννοια του «ανθρωπολογικού τόπου», ο οποίος προσφέρει στους ανθρώπους έναν χώρο που ενδυναμώνει την ταυτότητά τους, κι όπου μπορούν να συναντήσουν άλλους ανθρώπους με τους οποίους μοιράζονται κοινωνικές αναφορές.

Σε αυτό το βιβλίο όπως και στ’ άλλα βιβλία της, η Ernaux είναι θαρραλέα, οξυδερκής, λιτή, και αμφισβητεί, συνδέοντας πάντα το προσωπικό με το πολιτικό. Το αφήγημα μοιάζει να επαναλαμβάνεται αντανακλώντας ίσως τον κυκλικό κι επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα των αγορών και εποχών. Δεν περιγράφει απλώς, αλλά μας δίνει μια μαρτυρία ενός συγκεκριμένου πλαισίου εντός συγκεκριμένου χρόνου. Καταγράφει, ερμηνεύει κι αναλύει. Μας λέει ότι μάλλον το πνεύμα των καιρών αποφασίζει τι αξίζει να θυμόμαστε, κι ότι μόνο πρόσφατα τα σούπερ μάρκετ θεωρούνται χώροι αντάξιοι αναπαράστασης στην τέχνη παρόλο που «…. δεν υπάρχει άλλος χώρος, δημόσιος ή ιδιωτικός, όπου τόσα πολλά άτομα τόσο διαφορετικά ως προς την ηλικία, το εισόδημα, την κουλτούρα, την γεωγραφική και εθνοτική προέλευση, το look, κινούνται και συγχρωτίζονται».

Το βιβλίο αποτελείται από ημερολογιακές εγγραφές στις οποίες η συγγραφέας καταγράφει τις παρατηρήσεις της για τους πελάτες, τους υπαλλήλους και ταμίες που όρθιες σκανάρουν προϊόντα ασταμάτητα σαν ένα είδος ιμάντα παραγωγής, τις βιτρίνες, τα προϊόντα: τρόφιμα, παιχνίδια, ρούχα, ηλεκτρονικά, βιβλία, απορρυπαντικά, τις τιμές, την καταναλωτική κίνηση κατά τη διάρκεια διαφόρων περιόδων του χρόνου, αλλά και ζητήματα που αφορούν την ανεργία και τη μείωση προσωπικού, την ακρίβεια, τις εθνοτικές ομάδες και μετανάστες που συναντά, την οργάνωση των διαδρόμων, τις διαφημίσεις, τις εκπτώσεις, τα προϊόντα προσφοράς, την μετατροπή των γιορτών σε εμπορικές λειτουργίες, και τα καθημερινά μικρά ανθρώπινα δράματα.

Για την Ernaux αυτός ο ανώνυμος χώρος αποκαλύπτει ζητήματα που αφορούν την οικονομία, την εξουσία, τις διαφορές φύλου, την επιθυμία, τις ιεραρχίες στον εργασιακό χώρο. Γράφει: «Η υπεραγορά διασχίζεται όντως από την Ιστορία…….Κοινωνικοπολιτισμική ιστορία του γούστου και της μόδας, της τεχνολογίας. Γεωπολιτική ιστορία των μεταναστεύσεων….». Δεν παρατηρεί τους άλλους μόνο, αλλά εγκιβωτίζει και τον εαυτό της στο αφήγημα της, αναλύοντας τις αγορές της, τις επιλογές ταμείου και τις μάρκες που επιλέγει. Με αφορμή όλα αυτά στοχάζεται πάνω στην ταξική, εθνοτική και έμφυλη ταυτότητα. Γνωρίζει ότι το σούπερ μάρκετ είναι και έμφυλος χώρος, οπού οι γυναίκες συχνά έχουν την ευθύνη των αγορών των νοικοκυριών ή της οικογένειας. Η Ernaux εδώ, όπως και σε όλα τα βιβλία της, αναλύει τις ταξικές διαστάσεις του πλαισίου που ερευνά, περιγράφει πως το περιεχόμενο μέσα στα καρότσια αποκαλύπτει την κοινωνική θέση, την οικονομική δυνατότητα, την εθνοτική ταυτότητα, και πως μερικά προϊόντα δηλώνουν στέρηση και άλλα κύρος. Παρατηρεί πως οι πάγκοι με τις εκπτώσεις και τις προσφορές προσελκύουν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες.

Περιγράφει και τον χρόνο αναμονής στο ταμείο, εκεί όπου βρισκόμαστε πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, παρατηρούμενοι και παρατηρούντες. Τα είδη που αφήνουμε στον ιμάντα αποκαλύπτουν όχι μόνο το εισόδημα μας, αλλά τις διατροφικές συνήθειες, τη δομή της οικογένειας μας ή του νοικοκυριού μας, τα ενδιαφέροντα και τις συνήθειες μας, τη σβελτάδα μας ή την αδεξιότητα μας, την ευγένεια και μέριμνα μας για τους άλλους ή την αδιαφορία. Κι όταν μια άγνωστη γυναίκα την αναγνωρίζει, τότε νιώθει να γίνεται η ίδια ένα αντικείμενο παρατήρησης και περιέργειας, καθώς κάθε προϊόν μέσα στο καλάθι της φανερώνει στοιχεία των συνηθειών και προτιμήσεων της, τον δικό της τρόπο ζωής. Η υπεραγορά έτσι καθίσταται ένας χώρος όπου όλοι εν δυνάμει είμαστε εκτεθειμένοι στο βλέμμα των άλλων.

Προς το τέλος της αφήγησης η Ernaux μας μιλάει και για την γοητεία αυτών των μεγάλων εμπορικών χώρων και της συλλογικής ζωής που εκτυλίσσεται σε αυτούς, και που μπορεί στο μέλλον να χαθεί με τη διάδοση των διαδικτυακών παραγγελιών και της παράδοσης στην πόρτα του πελάτη. Κι ίσως τα σημερινά παιδιά, ως ενήλικες, να νοσταλγούν τα ψώνια του Σαββάτου στις υπεραγορές, όπως οι άνω κάποιας ηλικίας νοσταλγούν τα παντοπωλεία της παλιάς γειτονιάς τους. Οι γονείς της Ernaux είχαν ένα μικρό παντοπωλείο και αυτός ήταν ένα σημαντικός χώρος της παιδικής και εφηβικής της ηλικίας.

Comments are closed.