Η μετάφραση είναι διαθέσιμη (09/11/2025)

Η διαδικασία της δημιουργίας αποδιοπομπαίων τράγων εντός των οικογενειών, ομάδων και της κοινωνίας γενικότερα

«Η διαδικασία δημιουργίας και καθιέρωσης της ανθρώπινης κοινότητας μέσω της αυθαίρετης θυματοποίησης, ονομάζεται «μηχανισμός δημιουργίας αποδιοπομπαίων τράγων» / ‘scapegoating mechanism’…» Rene Girard

Το σημερινό άρθρο αποτελεί κατά κάποιο τρόπο συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης, ειδικά του νήματος που αφορά τη δυναμική και τους ρόλους ‘φυλάκισης’ τόσο της οικογένειας όσο και των ευρύτερων συστημάτων. Συγκεκριμένα, θα επικεντρωθώ στη διαδικασία δημιουργίας αποδιοπομπαίων τράγων εντός των οικογενειών, μεγαλύτερων ομάδων και της κοινωνίας γενικότερα, και θα αντλήσω επιχειρήματα από ποικίλο υλικό που κοίταξα αυτό το διάστημα, σε μια προσπάθεια να προσεγγίσω το θέμα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Έχω συμπεριλάβει και κάποια σχέδια που έφτιαξα τον Οκτώβριο σχετικά με τα θέματα που παρουσιάζω στο σημερινό κείμενο.

Μέρος πρώτο

Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πλήρως τα οικογενειακά συστήματα και τις μικρές και μεγαλύτερες ομάδες χωρίς να τις εγκιβωτίσουμε σε ευρύτερα πολιτισμικά και κοινωνικοπολιτικά πλαίσια. Στο βιβλίο του Michael P. Nichols, Family Therapy: Concepts and Methods (Οικογενειακή Θεραπεία: Μέθοδοι και Έννοιες, υπάρχει ένα εισαγωγικό γράφημα που παραθέτει την ανάπτυξη της Οικογενειακής Θεραπείας κατά τη διάρκεια δεκαετιών και παράλληλα με κάθε νέα θεωρία, σημαντική προσωπικότητα ή εξέλιξη στον τομέα, υπάρχει αναφορά σε σημαντικά πολιτικά γεγονότα που έλαβαν χώρα εκείνη τη χρονιά, για παράδειγμα, το 1945 τελειώνει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1953 πεθαίνει ο Στάλιν, το 1954 ο φυλετικός σχολικός διαχωρισμός στις ΗΠΑ κρίνεται αντισυνταγματικός, το 1966 η Ίντιρα Γκάντι γίνεται πρωθυπουργός της Ινδίας, το 1970 οι φοιτητές διαμαρτύρονται κατά του πολέμου του Βιετνάμ, το 1989 πέφτει το Τείχος του Βερολίνου, το, Σεπτέμβρη του 2001 σημειώνεται η τρομοκρατική επίθεση στις ΗΠΑ, το 2003 οι ΗΠΑ εισβάλλουν στο Ιράκ, το 2009 υπάρχει η παγκόσμια οικονομική ύφεση, και ούτω καθεξής. Ο Nichols γράφει: «η αντίληψη των ατόμων ως ξεχωριστών οντοτήτων, με τις οικογένειες να δρουν πάνω τους, είναι συνεπής με τον τρόπο που βιώνουμε τον εαυτό μας…, αλλά είναι δύσκολο να δούμε ότι είμαστε ενσωματωμένοι σε ένα δίκτυο σχέσεων…»

Επίσης, εξετάζοντας τη θεωρία των ρόλων και τους διάφορους ρόλους και δυναμικές στις οικογένειες, ο Nichols σημειώνει ότι θα πρέπει να αποφεύγουμε να περιγράφουμε τους άλλους με όρους μεμονωμένων ή άκαμπτων ρόλων, επειδή οι άνθρωποι είναι σύνθετοι, αναλαμβάνουν περισσότερους από έναν ρόλους, κι επίσης, οι οικογενειακοί ρόλοι είναι συχνά συμπληρωματικοί και δεν υφίστανται ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον. Για παράδειγμα, εάν υπάρχει ένα κυριαρχικό άτομο σε ένα σύστημα, θα υπάρχει κι ένα πιο υποταγμένο. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Jon Spiegel και των συναδέλφων του, οι πιο λειτουργικές οικογένειες περιείχαν σχετικά λίγους και σταθερούς ρόλους (αναφέρεται στον Nichols). Ωστόσο, στις πιο ανταγωνιστικές ή τραυματισμένες οικογένειες συχνά επιβάλλονται στα παιδιά ή και σε άλλα μέλη της ομάδας λιγότερο υγιείς ρόλοι. Μερικοί όροι που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν αυτούς τους ρόλους είναι αφενός, το «παιδί-γονέας» ή το μαύρο πρόβατο ή ο αποδιοπομπαίος τράγος, το υγιέστερο ή πιο δυνατό παιδί που γονεοποιείται, μπορεί να γίνει αυτό που μερικές φορές ονομάζεται «γυάλινο παιδί», κι αφετέρου, το παιδί που απαιτεί και λαμβάνει περισσότερη προσοχή για διάφορους λόγους, όχι απαραίτητα για λόγους υγείας, ή το χρυσό παιδί. Άλλοι ρόλοι είναι το παιδί μασκότ, ο / η ειρηνοποιός, το χαμένο παιδί, και ούτω καθεξής,

Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι θα υπάρχουν ατομικές διαφορές και οι παραπάνω όροι δεν χρησιμοποιούνται ως ετικέτες, αλλά μάλλον για να διευκολύνουν την κατανόηση και την ικανότητά μας να συζητάμε αυτές τις διαδικασίες. Επιπλέον, όλοι είμαστε κάτι περισσότερο από τους ρόλους ή τα τραύματά μας και, με επίγνωση και ουσιαστική υποστήριξη, οι άνθρωποι μπορούν να ξεφύγουν από αυτούς τους ρόλους στην ενήλικη ζωή. Ένα άλλο χρήσιμο πράγμα που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι η αλλαγή σε ένα άτομο ή η εγκατάλειψη ενός συγκεκριμένου ρόλου ή τρόπου ύπαρξης σε μια ομάδα αλλάζει ολόκληρο το σύστημα με μεγαλύτερους ή μικρότερους τρόπους και οι πιο άκαμπτες οικογένειες ή ομάδες αντιστέκονται περισσότερο στην αλλαγή και καταφεύγουν περισσότερο σε ομοιοστατικούς μηχανισμούς. Για παράδειγμα, ανταγωνιστικές ή συγκρουσιακές σχεσιακές διαδικασίες εντός ενός οικογενειακού συστήματος μπορεί συχνά να ενεργοποιήσουν τρίγωνα που σχετίζονται με τα συμπτώματα, προκειμένου να αποκατασταθεί η σταθερότητα. Τα μέλη της οικογένειας, αλλά και εξωτερικοί παράγοντες συχνά περιλαμβάνονται σε αυτή τη διαδικασία τριγωνοποίησης, προκειμένου να διατηρηθεί η ομοιόσταση με κάθε κόστος. Τα τρίγωνα δεν είναι απαραίτητα αρνητικά, μόνο τα τρίγωνα που σχετίζονται με τα συμπτώματα προκαλούν βλάβη στις οικογένειες και σε άλλα συστήματα, κι ως εκ τούτου, η αλλαγή συχνά απαιτεί την επίγνωση και την εξουδετέρωση αυτών των συμμαχιών.

Το παιδί που έχει γονεοποιηθεί, που παραμελείται και που είναι λιγότερο ευνοημένο συχνά καταλήγει να γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος, κουβαλώντας το βάρος των συναισθηματικών και άλλων ανεπίλυτων συγκρούσεων ή των διαγενεακών τραυμάτων των άλλων. Ο αποδιοπομπαίος τράγος μπορεί να χρησιμεύσει ως δοχείο, ως αντιπερισπασμός, επιτρέποντας στην πυρηνική και ευρύτερη οικογένεια ή σε κάποια άλλη ομάδα την αποφυγή και μη  αντιμετώπιση δύσκολων ζητημάτων εντός του συστήματος. Κατά μία έννοια, γίνεται ο «καταπραϋντικός μηχανισμός» του οικογενειακού συστήματος. Συχνά αυτού του είδους οι ρόλοι είναι πιο πιθανό να τους επιφορτιστούν τα πιο συμπονετικά μέλη ενός συστήματος, αυτά που λένε την αλήθεια ή αυτά που βλέπουν ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, τα λιγότερο υποτακτικά ή τα λιγότερο απαιτητικά και αντιπαραθετικά που έχουν τις λιγότερες πιθανότητες να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, οι καλλιτέχνες ή οι πιο κριτικοί στοχαστές. Τα παιδιά / άτομα στο ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου καθίσταται αυτό που ονομάζουμε ο κοινός εχθρός  (common enemy scapegoats) και παρέχουν ένα μέσο σε μικρές ομάδες, όπως οικογενειακά συστήματα, σχολικές τάξεις, ομάδες φίλων και συναδέλφων, αλλά και σε πολύ μεγαλύτερες ομάδες και κοινότητες, να διαχειριστούν τις εσωτερικές τους συγκρούσεις, την επιθετικότητα, τον φθόνο, τον φόβο και το άγχος, μέσω της προβολής ευθυνών, υποσυνείδητου υλικού, και μέσω της απανθρωποποίησης ενός ατόμου ή μιας άλλης ομάδας ανθρώπων. Ένα άλλο ζήτημα που συχνά δεν συζητείται επαρκώς είναι το ζήτημα των πόρων, των κερδών και των απωλειών. Το μέλος μιας οικογένειας που θεωρείται το μαύρο πρόβατο ή ο αποδιοπομπαίος τράγος, για παράδειγμα, λαμβάνει λιγότερη υποστήριξη και πόρους, η κατανομή των πόρων και της προσοχής είναι άνιση. Σε μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες, οι άνθρωποι που θεωρούνται αποδιοπομπαίοι τράγοι αντιμετωπίζονται άδικα, στερούνται πόρων, υπονομεύονται και πολλοί υπομένουν απώλειες πραγμάτων που έχουν επιτύχει, χτίσει και για τα οποία έχουν εργαστεί σκληρά. Η επιθετικότητα εναντίον τους μπορεί συχνά να συνεπάγεται την υπονόμευση όλων των τομέων της ζωής τους.

Το βιβλίο-οδηγός της Rebecca C. Mandeville, Rejected, Shamed, and Blamed: Help and Hope for Adults in the Family Scapegoat Role, επικεντρώνεται στα παιδιά που θεωρούνται αποδιοπομπαίοι τράγοι και στα γονεοποιημένα παιδιά. Η Mandeville σημειώνει ότι ο οδηγός βασίζεται στην εμπειρία της ως θεραπεύτρια Γάμου και Οικογένειας, σύμβουλος και coach ενήλικων επιζώντων αυτών των δυναμικών, στην ποιοτική της έρευνα και στις προσωπικές της εμπειρίες. Τα βασικά θέματα του βιβλίου είναι: Πώς να αναγνωρίζετε και να εντοπίζετε τα σημάδια και τα συμπτώματα αυτού του είδους οικογενειακής κακοποίησης (FSA: ένας όρος που επινόησε η ίδια), οι λόγοι για τους οποίους τα άτομα που θεωρούνται αποδιοπομπαίοι τράγοι δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ότι κακοποιούνται / ή ότι έχουν επωμιστεί αυτόν τον ρόλο, οι τρόποι με τους οποίους το σύνθετο τραύμα (Complex-PTSD) και το τραύμα της προδοσίας (betrayal trauma) μπορούν να εμποδίσουν την ανάρρωση και πώς το διαγενεακό τραύμα και οι ψευδείς αφηγήσεις συμβάλλουν σ’ αυτές τις πρακτικές και δυναμικές. οι λόγοι για τους οποίους το παιδί ή το μέλος της οικογένειας που έχει περισσότερη ενσυναίσθησης ή που λέει την αλήθεια είναι πιο πιθανό να καταλήξει ο αποδιοπομπαίος τράγος, και πώς να μειώσει κανείς τον μηχανισμό άμυνας που αποκαλείται fawning behaviors*, να ανακάμψει και να ευθυγραμμιστεί με τον αληθινό του εαυτό. Η αντίδραση αυτή (‘fawn’ response) είναι μια ενστικτώδης άμυνα που σχετίζεται με την ανάγκη αποφυγής συγκρούσεων και τραυμάτων μέσω κατευναστικών συμπεριφορών, κι ο όρος επινοήθηκε από τον Pete Walker.

Η Mandeville ισχυρίζεται ότι το να είσαι το παιδί-γονέας κι ο / η αποδιοπομπαίος τράγος είναι συνήθως σύμπτωμα γενεών συστημικής δυσλειτουργίας, που τροφοδοτείται από μη αναγνωρισμένο στρες και τραύμα. Γράφει ότι είναι σαν τα μέλη της πυρηνικής και της ευρύτερης οικογένειας να συμμετέχουν σε μια συναινετική «έκσταση επιβίωσης» / ‘survival trance’ που υποστηρίζεται από ψευδείς αφηγήσεις, άγχος και μηχανισμούς άμυνας του Εγώ, όπως η άρνηση και η προβολή. Προσθέτει ότι για όσους συνειδητοποιούν ότι υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα εκτός από αυτήν  με την οποία έχουν γαλουχηθεί από τη βρεφική ηλικία, μπορεί να είναι ένα σοκ και η αλήθεια μπορεί να λειτουργήσει ως αποσταθεροποιητική δύναμη σε οικογένειες που εξαρτώνται από ψευδείς αφηγήσεις, έλεγχο και άρνηση για να διατηρήσουν την ισορροπία τους. Σημειώνει επίσης ότι η πιο πρόσφατη έρευνά της επιβεβαιώνει ότι η τοποθέτηση ενός ατόμου στη θέση του αποδιοπομπαίου τράγου μπορεί να ξεκινήσει στην ενήλικη ζωή, συχνά ξεκινώντας από έναν σύντροφο, σύζυγο, εργοδότη ή άλλο άτομο.

Η Madeville γράφει ότι στη θεωρία των οικογενειακών συστημάτων του Murray Bowen, οι οικογένειες θεωρούνται συναισθηματικά αλληλένδετα συστήματα και η συγκεκριμένη δυναμική σ’ ένα ευρύτερο οικογενειακό σύστημα θεωρείται ως μια εκδήλωση ασυνείδητων διαδικασιών, μέσω των οποίων το σύστημα μεταθέτει τις συλλογικές ψυχολογικές δυσκολίες, τα μη αναγνωρισμένα τραύματα, τον θυμό, τον φθόνο και τα συμπλέγματα σε ένα συγκεκριμένο μέλος της οικογένειας. Με αυτόν τον τρόπο, μας λέει, «το παιδί που αποτελεί τον αποδιοπομπαίο τράγο υπόκειται σε συμπεριφορές απόρριψης, ντροπής και επίρριψης ευθυνών μέσω αυτού που είναι γνωστό ως Διαδικασία Οικογενειακής Προβολής». Η δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων, σημειώνει, είναι μια διαδικασία απανθρωποποίησης και bullying / εκφοβισμού, και αμφότερες χαρακτηρίζονται ως εμφανείς ή συγκαλυμμένες μορφές ψυχοσυναισθηματικής κακοποίησης. Το παιδί που αποτελεί τον / την αποδιοπομπαίο τράγο, μας λέει, «μπορεί να υποβληθεί σε επιθετικές τακτικές κυριαρχίας και εκφοβισμού, απειλές, χρήση βίας ή εξαναγκασμού, χωρίς μέσο διαφυγής….. και απεικονίζεται με μονοδιάστατο τρόπο που αρνείται την πλήρη ανθρώπινη υπόστασή του, με όλες τις συνακόλουθες αρνητικές και επιβλαβείς συνέπειες».

Μέρος αυτών των δυναμικών μπορεί να περιλαμβάνει την αντιπαράθεση των αδελφών για τη δημιουργία ενός στρατοπέδου «συμμάχων» και η παρουσίαση του στοχοποιημένου παιδιού ως ελαττωματικού, άξιου της εχθρότητας ή της απόρριψης της οικογένειας κι ανάξιου αγάπης και συμπερίληψης. Το παιδί που αντικατοπτρίζει τον γονέα με ικανοποιητικούς τρόπους ή το παιδί που απαιτεί περισσότερη προσοχή μπορεί να πάρει τον ρόλο του «χρυσού παιδιού». Αυτή η καταστροφική αφήγηση του αποδιοπομπαίου τράγου, γράφει, είναι διαστρεβλωμένη και σχεδιασμένη για να ανυψώσει τον γονέα ή τον ενήλικα συγγενή και να υποβαθμίσει το παιδί και «κοινοποιείται εντός και εκτός της οικογένειας, με αποτέλεσμα τα αδέλφια, η ευρύτερη οικογένεια όπως θείοι και ξαδέλφια, και οι φίλοι της οικογένειας να βλέπουν το στοχοποιημένο παιδί μέσα από αυτό το ίδιο διαστρεβλωμένο, αρνητικό πρίσμα». Ωστόσο, σημειώνει ότι πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους «είναι έξυπνοι, μορφωμένοι και συμβάλλουν θετικά στην κοινωνία. Πολλοί είναι αρκετά επιτυχημένοι στις προσωπικές και επαγγελματικές τους προσπάθειες και χαίρουν μεγάλης εκτίμησης στις κοινότητές τους…».

Αναλύει τις καταστροφικές συνέπειες αυτής της στοχοποίησης, μία εκ των οποίων είναι το σύνθετο μετά-τραυματικό στρες και το τραύμα της προδοσίας, οι καταστροφικές εκστρατείες «συκοφαντίας», η δυσφήμιση του χαρακτήρα ή η βλάβη της επαγγελματικής φήμης, οι δυσκολίες στην εύρεση πρόθυμων επαγγελματιών (γιατροί, θεραπευτές, σύμβουλοι, δικηγόροι, κ.λπ.). Υπάρχουν επίσης προκλήσεις που σχετίζονται με την «αποταύτιση» / dis-identifying από το αφήγημα του αποδιοπομπαίου τράγου και τις συνακόλουθες παραμορφωμένες ιστορίες, τον εντοπισμό των δικών τους επιθυμιών και αναγκών, την αυθεντική έκφραση του εαυτού τους και τη δημιουργία ασφαλών σχέσεων / δεσμών. Επίσης, καθώς μεγαλώνουν, εάν απορρίψουν ανοιχτά την οικογενειακή αφήγηση ή τον συγκεκριμένο ρόλο, πιθανότατα θα βιώσουν αυξημένη σχεσιακή δυσφορία, αντίσταση και τραύμα ως άμεση συνέπεια της αμφισβήτησης της διαδικασίας προβολής της οικογένειας και της ομοιόστασης (ισορροπίας) που απαιτεί να παραμένουν στον ρόλο του «αποδιοπομπαίου τράγου».

Εστιάζει στο Σύνθετο Μετά-τραυματικό Στρες που μερικές φορές αντικαθίσταται με όρους όπως σύνθετο σχεσιακό τραύμα, αναπτυξιακό τραύμα και διαπροσωπικό τραύμα, καθώς και στο τραύμα προδοσίας και στη Θεωρία του Τραύματος Προδοσίας / Betrayal Trauma Theory (BTT), η οποία ορίστηκε για πρώτη φορά από τη Δρ. Jennifer J. Freyd το 1994. Το τραύμα προδοσίας ορίζεται ως ένα τραύμα που προκαλείται από κάποιον με τον οποίο το θύμα είναι κοντά και εξαρτάται από αυτόν για υποστήριξη και επιβίωση. Η Mandeville γράφει ότι «το τραύμα προδοσίας αφορά καταστάσεις στις οποίες άτομα ή θεσμοί στους οποίους ένα άτομο βασίζεται για προστασία, πόρους κι επιβίωση παραβιάζουν την εμπιστοσύνη ή την ευημερία του (ατόμου) (Freyd, 2008).» Η Θεωρία του Τραύματος Προδοσίας (BTT), γράφει, υποστηρίζει ότι «η προδοσία λειτουργεί ως πρόδρομος της αποσύνδεσης (ή διάσχισης), που σημαίνει ότι η αποσύνδεση συμβαίνει ως μέσο διατήρησης της σχέσης με τον κύριο φροντιστή ή άλλα σημαντικά οικογενειακά πρόσωπα από τα οποία το παιδί αισθάνεται ότι εξαρτάται για την επιβίωσή του. Επειδή ένα παιδί πρέπει να βασίζεται στον φροντιστή του για υποστήριξη και ασφάλεια, είναι πιο πιθανό να αποσυνδέσει τραυματικές εμπειρίες από τη συνειδητή επίγνωση όταν βιώνει προδοσίες εμπιστοσύνης». Η Mandeville μιλάει επίσης για το μη αναγνωρισμένο πένθος / disenfranchised grief, έναν όρο που επινόησε ο ερευνητής πένθους Kenneth J. Doka, που είναι το πένθος που βιώνεται όταν κάποιος υφίσταται μια απώλεια που δεν αναγνωρίζεται ή δεν μπορεί ν’ αναγνωριστεί ανοιχτά, να επικυρωθεί κοινωνικά ή να θρηνηθεί δημόσια. Δηλώνει ότι αυτό το μη αναγνωρισμένο πένθος μπορεί να συνδέεται με χαμένους οικογενειακούς δεσμούς, χαμένους κοινοτικούς και κοινωνικούς δεσμούς, και μερικές φορές με την ανάγκη μετακόμισης ώστε να μην στιγματίζεται κανείς εσαεί σε μια κοινότητα λόγω «εκστρατειών δυσφήμισης».

Αναλογίζεται τις αιτίες και λέει ότι δεν υπάρχουν λόγοι και υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους ένα άτομο μπορεί να κληρονομήσει ή να του ανατεθούν απάνθρωποι, , μονοδιάστατοι ρόλοι φυλάκισης. Εξερευνά τις ασυνείδητες επιπτώσεις του διαγενεακού τραύματος και εξηγεί ότι η μετατροπή ενός παιδιού ή ενήλικα σε αποδιοπομπαίο τράγο είναι «συχνά (αλλά όχι πάντα) αποτέλεσμα μιας ασυνείδητης διαδικασίας προβολής που υποστηρίζει αυταρχικά, δυσπροσαρμοστικά, συναισθηματικά και συμπεριφορικά πρότυπα. Η Mandeville ισχυρίζεται ότι ένα υψηλό ποσοστό ατόμων που θεωρούνται αποδιοπομπαίοι τράγοι είναι άτομα με ενσυναίσθηση, και το αν το άτομο έχει αυτές τις ικανότητες λόγω «φύσης» ή «ανατροφής» εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης, μάλλον πρόκειται για συνδυασμό και των δύο (έχω γράψει γι’ αυτό το θέμα αλλού). Τα άτομα που θεωρούνται αποδιοπομπαίοι τράγοι τείνουν επίσης να αναζητούν, να βλέπουν ή να λένε την αλήθεια. Συχνά είναι οι «πιο αληθινοί» / αυτοί που λένε αλήθειες  ‘truth tellers’ μέσα σε ένα οικογενειακό σύστημα, ομάδα ή κοινότητα, είναι πιο πιθανό να μιλήσουν όταν βλέπουν ή βιώνουν αδικίες ή κακοποίηση, είναι επίσης πιο ευαίσθητοι στον πόνο των άλλων και μπορεί συχνά να επιδιώκουν άλλους τρόπους ύπαρξης ή να θέλουν να επιφέρουν αλλαγές. Ως αποτέλεσμα, μπορεί να θεωρηθούν ως απειλή και, ως εκ τούτου, πρέπει να αποδυναμωθούν, ώστε να διατηρηθεί άθικτο το  αφήγημα της οικογένειας ή της οποιαδήποτε ομάδας ή κοινότητας, και να θεωρούνται  άμεμπτοι όσοι συμμετέχουν στη διαδικασία μετατροπής ατόμων σε αποδιοπομπαίους τράγους.

********************************************************************************************

Σε βάθος χρόνου μπορούμε να εντοπίσουμε πολλά παραδείγματα αποδιοπομπαίων τράγων, η ιστορία είναι γεμάτη με αιματηρά παραδείγματα εθνοτικών ή θρησκευτικών ομάδων που έθεσαν άλλες ομάδες σ’ αυτόν το ρόλο. Όταν η πραγματικότητα είναι περίπλοκη και τα προβλήματα είναι δύσκολο να λυθούν, όταν υπάρχει ανταγωνισμός για πόρους, η ενδο-ομαδική / ενδο-συστημική εχθρότητα αυξάνεται και ο μηχανισμός προβολής μπορεί να προσφέρει μια προσωρινή ανακούφιση ή διέξοδο. Όταν ένα έθνος αισθάνεται αβέβαιο κι όταν υπάρχουν σοβαρά κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά ζητήματα, συχνά επινοεί ή θυμάται παλιούς εχθρούς για να ρίξει κάπου την ευθύνη. Επίσης ο φόβος διευκολύνει την ενότητα, όμως ο πλουραλισμός, η κριτική σκέψη, η δικαιοσύνη και η δημοκρατία υπονομεύονται. Όταν ομάδες ή κοινωνίες αντιμετωπίζουν πίεση, οι ηγέτες συχνά καταφεύγουν στον μηχανισμό δημιουργίας αποδιοπομπαίων τράγων, υποσχόμενοι ψευδή ανακούφιση μέσω ενός κοινού εχθρού και της εχθρικότητας. Επίσης οι ομάδες γενικότερα τείνουν να ευνοούν τη δική τους ομάδα ((in-group), ενώ βλέπουν τις άλλες ομάδες ατόμων (out-group) με καχυποψία ή εχθρότητα, και αυτό μπορεί να οδηγήσει στο να γίνει η άλλη ομάδα / out-group αποδιοπομπαίος τράγος. Αυτή η διαδικασία επιτρέπει επίσης σ’ ένα άτομο, μια ομάδα ή κοινωνία να διατηρήσει μια θετική αίσθηση του εαυτού χωρίς να χρειαστεί ν’ αναγνωρίσει ή ν’ αποδεχτεί τυχόν τραύματά, επιθετικότητα και φθόνο, αδυναμίες, λάθη ή αρνητικές ιδιότητες. Ο μηχανισμός αυτός παρέχει ένα αντικείμενο για να εκτοπίσει το άτομο ή η ομάδα, την δυσφορία, την απογοήτευση και την επιθετικότητα, ενώ παράλληλα ενισχύει την ενότητα και τους δεσμούς της ομάδας ή του συστήματος.

Η διαδικασία της δημιουργίας αποδιοπομπαίων τράγων συχνά περιλαμβάνει τη διαστρέβλωση και υπερβολή υπαρκτών προβλημάτων και γεγονότων και στη συνέχεια την προβολή και την επίρριψη ευθυνών. Οι σταυροφόροι του Μεσαίωνα περιέγραφαν τους πολέμους τους ως υπεράσπιση της Χριστιανοσύνης ενάντια στους «βαρβάρους», οι αποικιακές αυτοκρατορίες δικαιολογούσαν την κυριαρχία τους με παρόμοια επιχειρήματα, και τον 20ό αιώνα τα φασιστικά καθεστώτα χρησιμοποίησαν άλλες ομάδες ως αποδιοπομπαίους τράγους προκειμένου να ενώσουν τους πολίτες τους. Υποφέροντας από τις συνέπειες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί μέσω της διαδικασίας του μηχανισμού αυτού και την πρόκληση φθόνου, ανταγωνισμού και μίσους προς τους Εβραίους, κατάφεραν να συσπειρώσουν μεγάλο κομμάτι του λαού σε ακραία επίπεδα εθνικισμού. Το θέμα του αποδιοπομπαίου τράγου δεν συναντάται μόνο στην Ιστορία, αλλά είναι πανταχού παρόν και στη λογοτεχνία. Μερικά παραδείγματα: oι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι του Οιδίποδα, του οποίου η εξορία από τη Θήβα έθεσε τέλος σε μια πανώλη και αποκατέστησε την τάξη και την ειρήνη, και η θυσία της Ιφιγένειας από τον πατέρα της, ο οποίος είχε εξοργίσει την Άρτεμη, επέτρεψαν ευνοϊκούς ανέμους (ο μύθος έχει κάποια κοινά στοιχεία με τη θεϊκά καθορισμένη θυσία της κόρης του Ιεφθάε); στο βιβλίο του Τζορτζ Όργουελ, Η Φάρμα των Ζώων, μια ομάδα γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος για να διατηρηθεί ο έλεγχος, και στο δυστοπικό του μυθιστόρημα 1984, απεικονίζεται ένα αυταρχικό κράτος επιτήρησης, όπου το κόμμα χρειάζεται να δημιουργεί συνεχώς έναν φανταστικό εχθρό για να τον παρουσιάζει στις μάζες· Ο Άρχοντας των Μυγών του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ· το παιδικό βιβλίο του Sid Fleischman, The Whipping Boy**· οι Τζον Στάινμπεκ, Ντοστογιέφσκι, Αλμπέρ Καμύ, Ντόρις Λέσινγκ, Δάφνη ντι Μοριέ, και τόσοι άλλοι, έχουν χρησιμοποιήσει το θέμα του αποδιοπομπαίου τράγου.

** The Whipping Boy ήταν συνήθως ένα φτωχό αγόρι που εκπαιδευόταν δίπλα σε έναν νεαρό πρίγκιπα ή μονάρχη, το οποίο τιμωρούνταν σωματικά για τις παραβάσεις ή την ανυπακοή του νεαρού πρίγκιπα ενώπιόν του. Ο πρίγκιπας δεν τιμωρούνταν ο ίδιος επειδή η βασιλική του θέση υπερέβαινε αυτή του δασκάλου του, αλλά η βίωση της τιμωρίας του φίλου του υποτίθεται ότι θα του εμφυσούσε φόβο και θα τον απέτρεπε να επαναλάβει τη συμπεριφορά του.

Υποστηρίζεται ότι η αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων, η οποία είναι τόσο παλιά όσο και η ανθρωπότητα, δεν έχει αλλάξει πολύ με το πέρασμα του χρόνου, αν και έχει εξελιχθεί. Μπορούμε να παρατηρήσουμε μια ομοιότητα στις πεποιθήσεις και τις πρακτικές σε όλες τις εποχές, τις κοινωνίες, τους πολιτισμούς και τις θρησκείες. Μερικές φορές ο ρόλος του αποδιοπομπαίου τράγου ορίζεται βίαια από τους άλλους, και άλλες φορές, λαμβάνει χώρα μια διαδικασία «αυτό-θυματοποίησης» / self scapegoating προκειμένου να επιτευχθεί προσωπική ή συλλογική υπέρβαση. Στην πραγματικότητα, για να κατανοήσουμε την διαδικασία ή τον μηχανισμό αυτό, πρέπει να διερευνήσουμε και τις θρησκευτικές ιστορίες, τους μύθους, πρακτικές, δεισιδαιμονίες, φόβους και βαθύτερες ομαδικές δυναμικές και κίνητρα που απαιτούν την εύρεση κάποιου άλλου προκειμένου να φέρει το κύριο βάρος του θυμού, του φόβου, της δυσφορίας, των απογοητεύσεων και της ενοχής μιας ομάδας / κοινωνίας, προκειμένου να επέλθει μια αίσθηση ανακούφισης σε συλλογικό επίπεδο. Θα αναφέρω εν συντομία μερικά παραδείγματα που συνάντησα στο υλικό που κοίταξα. Η έννοια του αποδιοπομπαίου τράγου στις θρησκευτικές ιστορίες και πρακτικές ουσιαστικά περιλαμβάνει την επιβάρυνση ενός ατόμου ή ζώου με όλες τις αμαρτίες και τις δυσλειτουργίες μιας κοινότητας και στη συνέχεια τη θυσία ή τον εξοστρακισμό του επιλεγμένου αντικειμένου για να επέλθει ψυχολογική απελευθέρωση, να εξιλεωθεί η ομάδα ή να αποκατασταθεί η τάξη, να τερματιστούν επιδημίες, ξηρασίες και άλλα δεινά. Επίσης, η πρακτική προηγείται των σύγχρονων θρησκειών και κοινωνιών και πιθανότατα θα μπορούσαμε να την εντοπίσουμε σε όλες τις κοινωνίες και τις θρησκείες μέχρι την αρχαιότητα και ακόμη πιο πίσω στις πιο πρωτόγονες κοινωνίες.

Το Λευιτικό 16 αφηγείται την τελετουργική θυσία που ο Γιαχβέ (ο Θεός στα Εβραϊκά) διατάζει τον λαό του Ισραήλ να εκτελέσει για να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες του γιου του Άρωνα και τις δικές τους συλλογικές αμαρτίες. Ένας τράγος σφάζεται κι ένας άλλος απελευθερώνεται στην έρημο αφού πρώτα οι άνθρωποι προβάλουν τις αμαρτίες τους και τις ανεπιθύμητες πτυχές του εαυτού τους πάνω στο ζώο, με άλλα λόγια το εμποτίσουν με τις ανεπιθύμητες πτυχές του εαυτού τους. Η Mandeville γράφει ότι «ο όρος αποδιοπομπαίος τράγος προέρχεται από μια ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης (Λευιτικό 16: 1-34). Σε αυτήν την αρχαία ιστορία που συνδέεται με τις τελετές της Ημέρας του Εξιλασμού, ο Ααρών έπρεπε να διαλέξει έναν τράγο για να αναλάβει τις αμαρτίες της φυλής, δηλαδή της συλλογικότητας. Αυτό το ζώο στη συνέχεια εξορίστηκε στην έρημο. Η Mandeville μας λέει ένας αδύναμος, εξημερωμένος τράγος πιθανότατα να είχε πεθάνει λίγο καιρό αφότου αφέθηκε να τα βγάλει πέρα ​​μόνος του. Επομένως, το ζώο που επέλεξε ο Ααρών έπρεπε να είναι πολύ δυνατό και εύρωστο, ώστε να μπορεί να εκπληρώσει τον σκοπό του, να απαλλάξει τη φυλή από τις αμαρτίες της». Προσθέτει ότι παρόλο που οι επιζώντες αυτού του είδους τραύματος μπορεί να αισθάνονται ευάλωτοι, αβοήθητοι και εξαντλημένοι ως αποτέλεσμα της παρενόχλησης και της στέρησης της προστασίας της φυλής τους, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι «ο αποδιοπομπαίος τράγος σε αυτή την ιστορία ήταν το πιο εύρωστο, το πιο δυνατό ζώο στο κοπάδι. Γι’ αυτό κι επιλέχθηκε».

Ο Ιησούς ορίστηκε ως ο φορέας των αμαρτιών ολόκληρου του κόσμου και θα μπορούσε να θεωρηθεί ο πιο σημαντικός αρχετυπικός αποδιοπομπαίος τράγος του Χριστιανισμού. Το αρχέτυπο του αποδιοπομπαίου τράγου δεν παίζει σημαντικό ρόλο μόνο στον Χριστιανισμό, αλλά πιθανώς και στις περισσότερες θρησκείες σε κάποιο βαθμό. Το ιαπωνικό Handaka Matsuri, που μεταφράζεται περίπου ως Φεστιβάλ του Γυμνού Άνδρα, είναι μια βίαιη αναπαράσταση μιας τελετουργικής ανθρωποθυσίας από την ιαπωνική μυθολογική ιστορία. Ένα χωριό που υπέφερε από πανώλη, συνέλαβε έναν τυχαίο άνδρα που περνούσε από το χωριό, τον έγδυσε και τον έσυρε σε ένα ιερό για να προσφερθεί ως αποδιοπομπαίος τράγος. Σφαγιάστηκε για τα συλλογικά συμφέροντα του χωριού. Η αναπαράσταση αυτής της τελετής εξακολουθεί να λαμβάνει χώρα και σήμερα ως ετήσια μέθοδος καθαρισμού σε πολλά μέρη της Ιαπωνίας. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι στον Βουδισμό ο ατομικός ή αφηγηματικός εαυτός, το Εγώ και οι επιθυμίες, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προσωπικός αποδιοπομπαίος τράγος, τον οποίο πρέπει να ξεπεράσουμε μέσω ασκητισμού ή άλλων μέσων, και ο οποίος θυσιάζεται για να επιτύχουμε φώτιση ή για να επέλθει το τέλος του πόνου. Στον Βουδισμό, ο Σιντάρτα Γκαουτάμα έχει θεωρηθεί φιγούρα «αυτό-θυματοποίησης» (self scapegoated). Επίσης, το άλογό του, ο Κανθάκα, γίνεται ένα είδος whipping boy, ώστε ο πρίγκιπας να γλιτώσει την τιμωρία, αλλά κι ένα δοχείο για τα συναισθήματα  του πατέρα του. Υπάρχει επίσης η παλιά ιαπωνική βουδιστική πρακτική της αυτό-μουμιοποίησης, μιας αργής αυτοκτονικής διαδικασίας θα μπορούσε να πει κανείς, όπου οι μοναχοί ασκήτευαν μέχρι του σημείου να προκαλούν τον δικό τους θάνατο μέσω της πείνας και, ως εκ τούτου, να εισέρχονται στη διαδικασία της μουμιοποίησης ενώ ήταν ακόμη ζωντανοί. Στον Ινδουισμό, οι Βραχμάνοι ιστορικά χρησίμευαν ως τελετουργικοί αποδιοπομπαίοι τράγοι, απορροφώντας την κακία των πατρόνων τους αφεντικών τους, και ούτω καθεξής.

Ο Arthur Colman (βλ. παρακάτω) ισχυρίζεται ότι η δημιουργία ενός αποδιοπομπαίου τράγου απαιτεί μια διαδικασία παρόμοια με τους ψυχολογικούς μηχανισμούς της προβολής και της προβολικής ταύτισης, καθώς χρησιμοποιεί έναν άλλο (αντικείμενο) για να περιορίσει τη σκοτεινή πλευρά ή τις ανεπιθύμητες πτυχές της ζωής του εαυτού ή της ομάδας, και ότι ένας αποδιοπομπαίος τράγος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το κοινωνικό δοχείο της ανθρωπότητας για τη σκιά, ένα δοχείο που είναι, εξ ορισμού, αθώο για το βάρος που αναλαμβάνει. Η κοινότητα ουσιαστικά εξαπατά τον εαυτό της πιστεύοντας ότι το θύμα είναι ο ένοχος των προβλημάτων ή της κοινοτικής κρίσης της και ότι η δίωξη ή η εξάλειψη του θύματος θα αποκαταστήσει την τάξη ή την ειρήνη. Ο Χριστιανός θεολόγος Ρενέ Ζιράρ μας λέει ότι η Βίβλος αποκαλύπτει, για πρώτη φορά, ότι στην πραγματικότητα το θύμα είναι αθώο και άδικα καθίσταται αποδιοπομπαίος τράγος. Αυτή η αλήθεια, μαζί με τον «μηχανισμό της δημιουργίας αποδιοπομπαίου τράγου» που είναι εγγενής στη θρησκεία, παρέμενε κρυμμένη μέχρι τότε. Έτσι, στον Ιουδαϊσμό και αργότερα στον Χριστιανισμό, η έννοια του θύματος εμφανίζεται για πρώτη φορά στην πολιτισμική ιστορία της ανθρωπότητας, μια ηθική ανησυχία που έχει διαμορφώσει τον δυτικό κόσμο έκτοτε. Στο ερώτημα κατά πόσον αυτή η γνώση έχει θέσει τέλος στην τάξη των θυσιών που βασίζονται στη βία στην κοινωνία, ο Ζιράρ απαντά «Όχι». Γιατί, όπως λέει, για να έχει μια αλήθεια αντίκτυπο, πρέπει να βρει δεκτικούς ακροατές, και επίσης, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν γρήγορα.

Τέλος, υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις όσον αφορά την διαδικασία δημιουργίας αποδιοπομπαίων τράγων σε διαφορετικά πεδία μελέτης, οι οποίες ίσως είναι χρήσιμο να αναφερθούν, ώστε να διευκολυνθεί η κατανόηση αυτής της ατομικής και ομαδικής πρακτικής / διαδικασίας. Στη διδακτορική της διατριβή (Τμήμα Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο McGill, Μόντρεαλ, Ιούλιος 2022), η Celia Edell σκιαγραφεί τις θεολογικές, ανθρωπολογικές και ψυχαναλυτικές αντιλήψεις που αφορούν τον μηχανισμό. Προτείνει ότι σε όλες τις αντιλήψεις, ένας αποδιοπομπαίος τράγος λειτουργεί ως το επίκεντρο της επίρριψης ευθύνης. Οι θεολογικές αντιλήψεις για τον αποδιοπομπαίο τράγο τείνουν να χωρίζονται σε τρεις κατευθύνσεις και ο αποδιοπομπαίος τράγος νοείται α) ως η εξιλέωση της ενοχής μέσω του πόνου ενός αθώου σκεύους, β) ως η αιτία όλου του κακού που πρέπει να αποβληθεί από την κοινωνία, γ) ως η ίδια η τελετουργική εξορία. Στις ανθρωπολογικές αναλύσεις, ο μηχανισμός του αποδιοπομπαίου τράγου περιγράφεται ως μέρος της προσπάθειας της ανθρώπινης φύσης να επιλύσει την κοινοτική ένταση μέσω της κάθαρσης ενός θύματος, το οποίο μερικές φορές θεωρείται ότι είναι η αιτία της έντασης κι άλλες φορές επιλέγεται τυχαία. Στην ψυχαναλυτική παράδοση, η μετατροπή του ατόμου σε αποδιοπομπαίο τράγο έχει καταλήξει να σημαίνει την προστασία του Εγώ κάποιου μέσω της ψυχολογικής προβολής αρνητικών ιδιοτήτων στους άλλους. Αυτό μπορεί να συμβεί σε επίπεδο ατομικής και ομαδικής ψυχολογίας.

*************************************************************************************

Ένα άλλο σχετικό βιβλίο που διάβασα και αφορά την αφύπνιση της συνείδησης στις ομάδες είναι το “Up From Scapegoating: Awakening Consciousness in Groups “ του Arthur Colman, ψυχιάτρου, κλινικού καθηγητή, αναλυτή βάθους εκπαιδευμένου στο Ινστιτούτο C.G. Jung στο Σαν Φρανσίσκο, συμβούλου ομάδων και ηγετών, και συγγραφέα. Ο Colman εξηγεί ότι η δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων είναι μια αρχαία δραστηριότητα, “τόσο αρχαία που υπάρχουν λίγες πρωτόγονες κοινωνίες όπου δεν έχουν βρεθεί στοιχεία σχετικά με αυτή την πρακτική” και μπορεί να ανιχνευθεί οποτεδήποτε υπάρχει μεταφορά αρνητικής απόδοσης ευθύνης από το ένα μέρος του συστήματος στο άλλο ή από το ένα μέρος του συστήματος σε ένα αντικείμενο εκτός του συστήματος, προκειμένου να εκπληρωθεί αυτό που θεωρείται ως μια ενοποιητική λειτουργία επιβίωσης για το σύστημα στο σύνολό του. Στο πρώτο κεφάλαιο γράφει ότι “η ενότητα είναι η πιο σημαντική έννοια σε κάθε δραστηριότητα δημιουργίας αποδιοπομπαίων τράγων, ο αποδιοπομπαίος τράγος αντιπροσωπεύει την ώθηση της ομάδας προς την ολότητά της αποκλείοντας τα αναλώσιμα στοιχεία της,” και περιλαμβάνει ένα απόφθεγμα του Βρετανού πρωθυπουργού Harold Wilson, το οποίο ορίζει την δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων με έναν ανατριχιαστικό τρόπο. Τον Ιανουάριο του 1970 ο Wilson είπε: “ένα εκατομμύριο μέλη της φυλής Ibos πρέπει να πεθάνουν για να διατηρηθεί η ενότητα της Νιγηρίας…”. (Jacob, 1987, αναφέρεται στον Colman, 1995, σελ. 216)

Ο Colman αναλύει πώς οι ομάδες αγωνίζονται να ενσωματώσουν την ποικιλομορφία και  αμύνονται ενάντια στο διαφορετικό ή το νέο ή σε αυτό που μπορεί να αντιληφθούν ως αρνητικό, απορρίπτοντας συλλογικά αυτό το στοιχείο μέσω της μετατροπής ενός ατόμου ή μιας ομάδας σε αποδιοπομπαίο τράγο, και διερευνά τρόπους με τους οποίους τα άτομα και οι ομάδες μπορούν να αναπτυχθούν πέρα ​​από αυτή την παλιά και μακρόχρονη πρακτική της δημιουργίας αποδιοπομπαίου τράγου. Ο Colman συνδυάζει την ψυχολογία βάθους / depth psychology που εστιάζει στο άτομο και την ατομική ανάπτυξη με τη θεωρία των ομάδων και την ανάπτυξη των ομάδων. Παίρνει μερικές από τις βασικές ιδέες του Jung, τη θεωρία της Margaret Mahler για την ανάπτυξη του παιδιού, την έννοια της ατομικότητας, τις ασυνείδητες αμυντικές αντιδράσεις μας, τη θεωρία των ομάδων, και άλλες έννοιες, και συζητά τη σημασία τους για τα προβλήματα των ομάδων, των θεσμών και των πολιτικών συστημάτων, σε περιόδους πυρηνικών και άλλων περιβαλλοντικών απειλών, όπου η επιβίωση κάθε ατόμου εξαρτάται από τη συνείδηση ​​και τις αποφάσεις μεγαλύτερων ομάδων. Αφιερώνει ένα κεφάλαιο στο πώς οι πρώιμες αναπτυξιακές θεωρίες μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε την ανάπτυξη της ομαδικής συνείδησης. Γράφει: «Τα τελευταία τριάντα χρόνια, οι παιδοψυχολόγοι που ενδιαφέρονται να μελετήσουν την ανάπτυξη της συνείδησης έχουν προσπαθήσει να ενσωματώσουν την ψυχαναλυτική θεωρία που βασίζεται σε εικασίες ενηλίκων σχετικά με πολύ πρώιμες καταστάσεις συνείδησης… με παρατηρήσεις πεδίου της πραγματικής συμπεριφοράς βρεφών και παιδιών».

Τονίζει τη σημασία της γλώσσας, της ιστορίας και του μύθου και εξηγεί ότι ο τρόπος με τον οποίο οι ομάδες μαθαίνουν και αναπτύσσονται αντικατοπτρίζεται στους μύθους που ενσαρκώνουν. Αναλύει τρεις κεντρικούς μύθους ομάδων, τον αποδιοπομπαίο τράγο, το νησί και τη Στρογγυλή Τράπεζα, οι οποίοι, όπως σημειώνει, «συλλογικά περιγράφουν μια ευρεία αναπτυξιακή ακολουθία ομαδικής και κοινωνικής ωρίμανσης». Ο πρώτος μύθος είναι αυτός του αποδιοπομπαίου τράγου, ο οποίος είναι ο πιο διαδεδομένος μύθος της ομαδικής ζωής και αποτελεί τη βάση «της ασταθούς σταθερότητας της ανθρώπινης συλλογικής ζωής». Είναι, γράφει, ο μύθος που μας βοηθά να δικαιολογήσουμε τον πόλεμο μέσω της έννοιας του εχθρού και την κοινωνική ανισότητα μέσω της έννοιας του υποτελούς και των δομών της κοινωνικής τάξης. Είναι επίσης μια ισχυρή δύναμη στα περισσότερα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά, εργασιακά και οικογενειακά μας συστήματα. Γράφει: «Ο Χριστιανισμός βασίζεται στον μύθο του αποδιοπομπαίου τράγου / μεσσία. Το Ισλάμ χρησιμοποιεί τον άπιστο και την Τζιχάντ ως δύο από τους υποστηρικτικούς του πυλώνες. Και ο Ιουδαϊσμός έχει τον εκλεκτό λαό ως κεντρική έννοια. Στη σύγχρονη ζωή, η αναζήτηση αποδιοπομπαίου τράγου είναι η ρίζα των σημαντικών κοινωνικών ζητημάτων του σεξισμού και του ρατσισμού στην πανεπιστημιούπολη και στον χώρο εργασίας. Είναι μέρος ενός βασικού οικογενειακού προτύπου που δημιουργεί κακοποιημένα και θυματοποιημένα παιδιά».

Ο Colman προσθέτει ότι αυτά τα πρότυπα με τα οποία πολλοί άνθρωποι τώρα διαφωνούν δεν είναι καινούργια. Είναι απλώς πρόσφατες εκδηλώσεις μιας διαδικασίας αναζήτησης αποδιοπομπαίου τράγου που ανάγεται στην ανθρώπινη θυσία. Η βάση του μύθου του αποδιοπομπαίου τράγου είναι η εξής: «η ομάδα δεν φταίει για τα προβλήματά της, τα άσχημα συναισθήματά της, τον πόνο της, τις ήττες της, αντίθετα, αυτά είναι ευθύνη ενός συγκεκριμένου ατόμου ή υποομάδας – του αποδιοπομπαίου τράγου – που θεωρείται θεμελιωδώς διαφορετικός από την υπόλοιπη ομάδα και πρέπει να αποκλειστεί ή να θυσιαστεί για να επιβιώσει η ομάδα και να παραμείνει ολόκληρη». Υποστηρίζει ότι όπως ακριβώς το άτομο χρησιμοποιεί ασυνείδητους μηχανισμούς για να αποτοξινωθεί και να απορρίψει ανεπιθύμητα στοιχεία από τη συνείδησή του, έτσι και η ομάδα χρησιμοποιεί την αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων για να αποτοξινωθεί και να απορρίψει αρνητικά στοιχεία από τη δική της συνείδησή. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μικρή ανάπτυξη και εξέλιξη εάν δεν αντιμετωπιστεί η σκιά κάποιου ή οι αποδιοπομπαίοι τράγοι της ομάδας. Πιστεύει ότι η επεξεργασία και η υπέρβαση του μηχανισμού αναζήτησης αποδιοπομπαίων τράγων είναι απαραίτητο προοίμιο για την επίτευξη ενός επιπέδου ομαδικής ανάπτυξης στο οποίο ενθαρρύνεται η ποικιλομορφία / διαφορετικότητα και η συλλογική ευθύνη, και μόνο όταν η ομάδα «δεν επικεντρώνεται πλέον σε σωτήρες, ήρωες, θύματα και εχθρούς, αλλά στη συμβολή κάθε μέλους της ομάδας στο συλλογικό και το συλλογικό σε κάθε μέλος, εισέρχεται σε ένα νέο επίπεδο ανάπτυξης».

Ο δεύτερος μύθος είναι αυτός του νησιού. Ξεπερνά τη φάση του αποδιοπομπαίου τράγου και η ιδέα εδώ είναι ότι το απομονωμένο νησί / ομάδα ή κοινωνία είναι ικανό να ελέγχει το πεπρωμένο του χωρίς εξωτερική βοήθεια. Η δύναμή του εξαρτάται από τη συνοχή και την ομοιογένεια της ομάδας, η οποία φέρει επίσης και την πιθανότητα: α) επιστροφής στους μηχανισμούς της νοοτροπίας του αποδιοπομπαίου τράγου, και β) παράνοιας όταν απειλείται, έτσι που ο έξω κόσμος που προηγουμένως ήταν είτε ουδέτερος είτε αγνοημένος να καθίσταται ο εχθρός. Ο Colman λέει ότι ο μύθος του νησιού είναι διάχυτος στην καλά οργανωμένη μεσαία τάξη του δυτικού κόσμου κι αποτελεί τη βάση της ιδέας της αυτάρκειας είτε εθνών όπως η Ελβετία, είτε μικρών πόλεων στη μεσοδυτική Αμερική και των περιτοιχισμένων κοινοτήτων των εύπορων αστικών και προαστιακών θυλάκων σε όλο τον κόσμο, κι επίσης επηρεάζει τις πολλές εταιρείες και οργανισμούς που προτιμούν την ανεξαρτησία έναντι της αλληλεξάρτησης. Προσθέτει ότι σε τέτοιες συλλογικότητες, η αναπηρία, η ασθένεια, ακόμη και η αντικοινωνική συμπεριφορά είναι ανεκτές, εφόσον μπορούν να θεωρηθούν ως προβλήματα «των εντός των τειχών», ενώ όσοι έχουν το ίδιο πρόβλημα και θεωρούνται «εκτός», όπως λόγου χάρη οι ασθενείς άστεγοι, αντιμετωπίζονται ως υπάνθρωποι.

Ο μύθος του νησιού, μας λέει, αποτελεί επίσης τη βάση πολλών αυταρχικών πολιτικών δομών και διαφορετικών ειδών σέχτας. Είναι το ήθος για τις φονταμενταλιστικές κοινότητες και έθνη. Είναι τυφλός απέναντι στην κρίσιμη συμβολή κρυφών στοιχείων όπως οι ανέγγιχτοι και οι σκλάβοι, και κινδυνεύει λόγω της απομόνωσής του από την μεταβαλλόμενη τεχνολογία και την πολιτιστική ποικιλομορφία, καθώς και από νέες ιδέες και πόρους. Ο Colman αναφέρεται στα πολιτικά γεγονότα των αρχών της δεκαετίας του 1990 στην πρώην Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Ευρώπη, τα οποία έχουν δείξει ότι οι κοινότητες «νησιά» είτε καταφεύγουν επανειλημμένα στον μηχανισμό δημιουργίας αποδιοπομπαίων τράγων για να απαλλαγούν από τις διαφορές που δεν μπορούν να συμπεριλάβουν, είτε αναγκάζονται να ανοίξουν τα σύνορα τους στον έξω κόσμο και να υποστούν τους αναπόφευκτους και επώδυνους μετασχηματισμούς σε νέες μορφές ομαδικής ανάπτυξης.

Ωστόσο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι νέες μορφές ανάπτυξης ομάδων εξακολουθούν δυστυχώς να απουσιάζουν και ότι έχουν υπάρξει λίγα ανθρώπινα κοινωνικά και πολιτικά συστήματα που έχουν επιβιώσει χωρίς να βασίζονται στην αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων ή στην απομόνωση ως σημαντικά προπύργια επιβίωσης, κι ακόμη και μεγάλες μη απειλούμενες ομάδες με σχεδόν απεριόριστους πόρους που είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν συλλογικότητες που περιέχουν ποικιλομορφία, όπως οι ΗΠΑ, έχουν βασιστεί τόσο στην απομόνωση όσο και την αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων ως σταθεροποιητικές δυνάμεις σε διάφορες χρονικές στιγμές και τόπους καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας τους. Οι δημοκρατίες του εικοστού αιώνα έχουν επίσης υποστηριχθεί από δυο ισχυρούς αποδιοπομπαίους τράγους με τη μορφή του ρατσισμού και σεξισμού. Η ανθρωπότητα, γράφει, «βρίσκεται ακόμη σε εξελικτική νηπιακή ηλικία. η ικανότητά μας να σκοτώνουμε το είδος μας ακόμη και όταν η επιβίωσή μας δεν απειλείται σαφώς είναι ένα κραυγαλέο παράδειγμα του επιθετικού, πρωτόγονου επιπέδου ανάπτυξης της ανθρώπινης ομάδας».

Ο τρίτος μύθος είναι η Στρογγυλή Τράπεζα, η οποία στους θρύλους του Αρθούρου είναι «κατ’ εικόνα του κόσμου». Ο Colman βρίσκει αυτόν τον μύθο πιο συναρπαστικό επειδή συνδυάζει την εξουσιοδοτημένη ηγεσία, την πολιτική ισότητα και μια βαθιά αίσθηση ομαδικής ευθύνης και σύνδεσης, κι ακόμη επειδή δεσμεύεται να υπηρετεί όχι μόνο τα μέλη του Τραπεζιού αλλά και την κοινότητα ως σύνολο, μια δέσμευση που υπηρετεί τόσο το ατομικό όσο και το συλλογικό. Προσθέτει ότι αυτός ο μύθος αποτελεί μύθο της ουτοπίας της ανδρικής ομάδας, στην οποία μια αδελφότητα  ίσων συνεργάζεται στην επιδίωξη της αλήθειας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Επίσης η Στρογγυλή Τράπεζα συμβολίζει την επαγωγή ενός νέου κοινωνικού Εαυτού, μιας νέας παγκόσμιας τάξης, που επιτυγχάνεται με την έμφαση στη σύνδεση των διαφορετικών– των νέων και πιο ηλικιωμένων, των διαφόρων εθνικοτήτων και ταλέντων. Όμως, η Στρογγυλή Τράπεζα, γράφει ο Colman, καθρεφτίζει την κοινωνία από την οποία έχει αναδυθεί και δεν είναι απαλλαγμένη από προκαταλήψεις, συμπεριλαμβανομένου του σεξισμού και των ταξικών διαφορών, και οι αδυναμίες της ανθρωπότητας δεν ξεπερνιούνται στο Camelot, αλλά το όραμα της δέσμευσης στο έργο της υπηρεσίας τόσο του ατομικού όσο και του συλλογικού είναι παρόλα αυτά σημαντικό.

Σήμερα, οι ομάδες στις οποίες η συνείδηση ​​του αποδιοπομπαίου τράγου ή της απομόνωσης δεν παίζει κεντρικό ρόλο είναι σπάνιες. Ο Colman θέτει το ερώτημα εάν το υποκείμενο αρχέτυπο μιας κοινωνίας ή ενός ολόκληρου πολιτισμού μπορεί να αλλάξει, κι αναφέρεται στον Jung, ο οποίος πρότεινε ότι το ένα ή το άλλο αρχέτυπο θα μπορούσε να γίνει κυρίαρχο σε μια κοινωνία και να επηρεάσει τους πολιτισμικούς μύθους και την κοινωνική της δομή, και στον ιστορικό του δέκατου ένατου αιώνα Jacob Burkhardt, ο οποίος κατέδειξε αυτήν την αρχή στην κλασική του μελέτη για την Αναγεννησιακή Ιταλία, ορίζοντας μια σημαντική αλλαγή στην κοινωνική συνείδηση ​​ως το κλειδί για την κατανόηση της εξέλιξης μεταξύ της μεσαιωνικής και της αναγεννησιακής περιόδου της δυτικής ιστορίας. Για να επιβιώσουμε ως είδος, γράφει ο Colman, οι μύθοι που ασπαζόμαστε δεν μπορούν να βασίζονται στους παλιούς τρόπους του αποδιοπομπαίου τράγου και της απομόνωσης, και οι μύθοι αλληλεξάρτησης, όπως η Στρογγυλή Τράπεζα του Αρθούρου, «φέρνουν περισσότερη ελπίδα σε έναν κόσμο στον οποίο τα σύνορα / όρια του αέρα, του νερού, της γης και της φωτιάς είναι ολοένα και πιο σημαντικά από τους χάρτες των εθνών ή ακόμη και την ταξινόμηση των ειδών».

Υπάρχουν μερικά ακόμη πράγματα που θα ήθελα να συμπεριλάβω σε αυτήν την ανάλυση και, ως εκ τούτου, αυτό το μακροσκελές κομμάτι θα ακολουθηθεί από ένα μικρότερο ΜΕΡΟΣ 2.

16 Οκτωβρίου, 2025                                                       Η μετάφραση είναι διαθέσιμη (22/10/2025)           

Δεν έχω δημοσιεύσει τίποτα εδώ και καιρό. Συνήθως καταφέρνω ν’ ανεβάσω κάτι δύο φορές το μήνα, αλλά μερικές φορές “η ζωή συμβαίνει”. Η σημερινή ανάρτηση αναφέρεται σε ένα βιβλίο που διάβασα πρόσφατα από την Durvasula Ramani, PhD: Don’t you know who I am? /  Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ)  Είναι μια εξερεύνηση του ναρκισσισμού, της έπαρσης, του ανταγωνισμού και της αγένειας, τα οποία πιστεύει ότι είναι διάχυτα στις σύγχρονες κουλτούρες και κοινωνίες για μια ποικιλία κοινωνικοπολιτικών και πολιτισμικών λόγων που ερευνά στο βιβλίο. Το βιβλίο είναι πολύ προσιτό, δεν είναι απαραίτητο να έχει κανείς γνώσεις ψυχολογίας και, στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μια γενική εισαγωγή σε αυτά τα θέματα. Η Ramani ερευνά τον ναρκισσισμό και την τοξικότητα από πολλές οπτικές γωνίες και τοποθετεί το φαινόμενο σε ιστορικά πλαίσια, με έμφαση στη Δύση, ιδιαίτερα στην Αμερική, όπου ζει. Ταλαντεύτηκα μεταξύ μιας σύντομης περίληψης του βιβλίου κι ενός εκτενέστερου κειμένου. Όπως βλέπετε, επέλεξα την εκτενέστερη εκδοχή, και πάλι όμως θα αναφερθώ μόνο στα βασικά θέματα που παρουσιάζονται και συζητούνται σε αυτό το βιβλίο των 400 σελίδων.

Είναι ενδιαφέρον το ότι η Ramani ξεκινάει το βιβλίο της με παραδείγματα ξεσπασμάτων θυμού, δράματος και τοξικών συμπεριφορών στον αέρα κατά τη διάρκεια πτήσεων. Κάθε είδους έργο που παράγουμε είναι πάντα εγκιβωτισμένο και η Ramani το γνωρίζει αυτό, και παρόλο που τα ζητήματα που διερευνά και αναλύει είναι καθολικά και οι συμπεριφορές που συζητά έχουν μάλλον γίνει πιο διαδεδομένες παντού, εστιάζει τη συζήτηση της και στο δικό της ευρύτερο πλαίσιο. Θέτει το ερώτημα αν οι Αμερικανοί επιδεικνύουν πιο ναρκισσιστικές και ανταγωνιστικές συμπεριφορές. Φαίνεται πως υπάρχουν ευρήματα ερευνών από τις ΗΠΑ που υποδηλώνουν ότι οι ίδιοι οι Αμερικανοί σίγουρα το πιστεύουν, και ερωτηθέντες από όλο τον κόσμο έχουν αξιολογήσει τους Αμερικανούς ως πιο νάρκισσους και ανταγωνιστικούς. Αυτό, γράφει, μπορεί να οφείλεται στην υπερεκτίμηση του ατομικισμού, στην άκριτη προσήλωση στον καπιταλισμό και στο πολιτισμικό ήθος σχετικά με το πρωτοποριακό πνεύμα, την Καλβινιστική εργασιακή ηθική, την έντονη λατρεία της διασημότητας και την τάση για ανταγωνισμό. Αναφέρεται στον Christopher Lasch, συγγραφέα, ιστορικό και ακαδημαϊκό, ο οποίος, σημειώνει η ίδια, το 1979 έγραψε «ένα από τα πιο διορατικά βιβλία για την στροφή προς πιο παθολογικά επίπεδα ναρκισσισμού».

Το βιβλίο δεν εστιάζει σε αυτό που ονομάζεται NPD (Διαταραχή Ναρκισσιστικής Προσωπικότητας), η οποία είναι μια διαγνωστική ετικέτα από το DSM, αλλά μάλλον αγκαλιάζει ένα ευρύ φάσμα τοξικών ή δύσκολων χαρακτηριστικών προσωπικότητας και σχεσιακών μοτίβων, δυναμικών και συμπεριφορών. Η Ramani διευκρινίζει ότι μια από τις δυσκολίες που είχε ήταν η εύρεση της σωστής λέξης ή όρου που να αποτυπώνει το τρίγωνο του ναρκισσισμού, της απαιτητικότητας και της τοξικότητας, τα οποία παρά την ευρεία επικάλυψή τους είναι ταυτόχρονα κι ανεξάρτητα. Παρέχει ορισμούς για την τοξικότητα και τι θα μπορούσαμε να εννοούμε περιγράφοντας κάποιον ως τοξικό, κι επίσης επισημαίνει το γεγονός ότι διαφορετικοί άνθρωποι μπορεί να έχουν διαφορετικές εμπειρίες με ένα τοξικό άτομο. Αναφέρει ότι η τοξική συμπεριφορά τείνει να σχετίζεται με χαρακτηριστικά που συνάδουν με ναρκισσιστικά, ανταγωνιστικά, κοινωνιοπαθητικά, ψυχοπαθητικά και παθητικό-επιθετικά στυλ προσωπικότητας, κι ότι τα άτομα με αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εμφανώς ή κρυφά ακυρωτικά, παραπλανητικά και χειριστικά, και μπορούν μακροπρόθεσμα να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά. Οι νάρκισσοι, γράφει, «αλλάζουν την αξία των ψυχολογικών νομισμάτων / αξιών. Η συμπόνια, η ενσυναίσθηση, η αμοιβαιότητα, η ευγνωμοσύνη και η αφοσίωση είναι τα κύρια νομίσματα των υγιών και στενών ανθρώπινων σχέσεων…»

Υποστηρίζει ότι όλοι θα πρέπει να ανησυχούμε με τον πολλαπλασιασμό της ανθρώπινης τοξικότητας, της αγένειας και του ναρκισσισμού σε πολιτικούς και εταιρικούς ηγέτες και διασημότητες, επειδή αυτό αποτελεί ένδειξη για την υπόλοιπη κοινωνία. Οι άνθρωποι κάνουν ό,τι βλέπουν. Όλοι μας, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών μας, το βλέπουμε ή το βιώνουμε, και η απαιτητική συμπεριφορά, ο ναρκισσισμός, η αγένεια και οι τοξικές και κακοποιητικές ανθρώπινες συμπεριφορές και αλληλεπιδράσεις γίνονται η νέα κανονικότητα, και φαίνεται ωσάν  «…οι πιο τοξικοί ανάμεσά μας να ελέγχουν την αφήγηση και να διαμορφώνουν την πραγματικότητά μας». Γράφει: «Το σύστημα ανταμείβει τον ναρκισσισμό και την ανθρώπινη τοξικότητα σε όλες τις μορφές της αυτή τη στιγμή. Είναι δύσκολο να πουλήσεις συμπόνια κι ενσυναίσθηση σε έναν κόσμο που ανταμείβει τον ναρκισσισμό, την ψυχοπάθεια, την αγένεια και τον υλισμό», και αλλού σημειώνει: «Υποτιμούμε την καλοσύνη, ειδικά στους άνδρες, και χαρακτηρίζουμε τη συμπόνια και την ευαλωτότητα ως αδυναμία. Το να έχεις ενσυναίσθηση στην τρέχουσα εποχή αυξάνει τις πιθανότητες χειραγώγησης ή εκμετάλλευσης».

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο Μέρος Ι, η Ramani επικεντρώνεται στην αποκάλυψη του ναρκισσισμού και συζητά: τα πέντε σύνολα μοτίβων που διέπουν τον ναρκισσισμό, μερικές από τις διάφορες μορφές ναρκισσισμού, γιατί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία σήμερα αποτελούν βασικό μέσο επικοινωνίας, γνώσης του κόσμου και εργαλείο για την οικοδόμηση ταυτότητας, αποτελούν τον επιταχυντή του σύγχρονου τοξικού και ναρκισσιστικού κόσμου, τα τρία C του ναρκισσισμού, και τους τρόπους με τους οποίους η οικονομία μας, ο καταναλωτισμός και οι ιδέες για την επιτυχία επηρεάζουν την άνοδο του ναρκισσισμού. Παρέχει επίσης μια επισκόπηση των διαφόρων θεωριών σχετικά με την προέλευση του ναρκισσισμού.

Περιγράφει τον ναρκισσισμό ως: ένα διαπροσωπικά τοξικό μοτίβο, που χαρακτηρίζεται από αίσθημα απαίτησης, έπαρσης, έλλειψης ενσυναίσθησης, αναζήτηση επιβεβαίωσης, επιφανειακότητα, διαπροσωπικό ανταγωνισμό, ανασφάλεια, περιφρόνηση, αλαζονεία, κακή συναισθηματική ρύθμιση, δυσανάλογη οργή, κι που είναι ο κυρίαρχος και συνεπής τρόπος που ένα άτομο σχετίζεται με τον κόσμο. Αναφέρεται στις διαφωνίες μεταξύ ψυχολόγων, ερευνητών και άλλων, στις δυσκολίες μέτρησης του φαινομένου, στις διαφορετικές μορφές και συνδυασμούς αυτών των ομάδων χαρακτηριστικών, και στα διάφορα μοντέλα προσωπικότητας. Η σχετική εργασία που χρησιμοποιεί το Μοντέλο Προσωπικότητας των Πέντε Παραγόντων / Five Factor Model of Personality (McCrae & John, 1992) χαρακτηρίζει τους νάρκισσους ως άτομα με υψηλή εξωστρέφεια και χαμηλή  καλή προαίρεση. Αυτό το μοντέλο περιγράφει επίσης τον ναρκισσισμό ως έναν τρόπο ύπαρξης και συμπεριφοράς που αντανακλά υψηλότερα από το μέσο όρο επίπεδα οργισμένης εχθρότητας, αυτοπεποίθησης, δραστηριότητας και αναζήτησης έξαψης, και χαμηλότερα από το μέσο όρο επίπεδα αυτοσυνειδησίας, ζεστασιάς, εμπιστοσύνης, ευθύτητας, αλτρουισμού, σεμνότητας και τρυφερότητας (π.χ. ενσυναίσθηση) (Campbell και Miller, 2013, αναφέρεται στη Ramani, 2019). Φαίνεται ότι υπάρχει μια συνεχής ανάγκη για εξωτερική επιβεβαίωση («ναρκισσιστική προμήθεια») για να αντισταθμιστεί η ανασφάλεια και μια τάση να εξοργίζονται υπό συνθήκες απογοήτευσης, δυσφορίας ή στρες. Αυτή η αδυναμία ρύθμισης των συναισθημάτων, ανοχής της δυσφορίας ή βίωσης της ενσυναίσθησης συνήθως σημαίνει ότι, απέναντι στο στρες ή την πίεση, άτομα με πιο ανταγωνιστικές προσωπικότητες συχνά καταφεύγουν στην επιθετικότητα, οργή, την προβολή ή σε παρορμητικές συμπεριφορές.

Επίσης, η Ramani γράφει ότι στον πυρήνα τους, οι δύσκολοι άνθρωποι και οι νάρκισσοι είναι στον ένα ή τον άλλο βαθμό ανασφαλείς. Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι ίδιοι ανασφαλείς, αλλά ευδοκιμούν υπό συνθήκες ανασφάλειας και χάους, εκμεταλλεύονται την ανασφάλεια και τελικά δημιουργούν περισσότερη ανασφάλεια στον κόσμο. Γράφει: «…στην πραγματικότητα απορροφούν όποια ασφάλεια ή αίσθηση εαυτού έχει κάποιος άλλος, αφήνοντας το θύμα τους εντελώς ανασφαλές και τον ίδιο /την ίδια σε αναζήτηση περισσότερης επιβεβαίωσης». Επίσης, παρά την έλλειψη ενσυναίσθησης που έχουν, είναι σε θέση να μελετούν τους ανθρώπους και να εντοπίζουν τα τρωτά και τυφλά σημεία τους. Χρησιμοποιεί τον όρο προσέγγιση της συλλογής δεδομένων. Μόλις εντοπίσουν κάποιον που μπορεί να θέλουν να προσελκύσουν, του δίνουν ιδιαίτερη προσοχή. Μαθαίνουν τα δυνατά σημεία, τα τραύματα και τα τρωτά σημεία αυτού του ατόμου προκειμένου να το ελέγχουν ή να το εκμεταλλευτούν, ή προκειμένου  να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες εναντίον του.

Θέτει ερωτήματα σχετικά με τη διάγνωση και την ιατρικοποίηση κακών και επιβλαβών για τους άλλους συμπεριφορές. Ο Allen Frances σημειώνει ότι η διάγνωση Ναρκισσιστικής Διαταραχής (NPD), για παράδειγμα, δεν ισχύει εκτός εάν το άτομο βιώνει σημαντική συναισθηματική, προσωπική, κοινωνική ή επαγγελματική δυσφορία. Η Ramani προσθέτει ότι αυτή η λίστα χαρακτηριστικών γενικά μοιάζει μάλλον με ένα εταιρικό εγχειρίδιο επιτυχίας και ότι τα χαρακτηριστικά  που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την επιτυχία και τη φήμη σε έναν εξαιρετικά ανταγωνιστικό κόσμο δεν λειτουργούν καλά στις σχέσεις. Οι τοξικοί, οι υπερβολικά επιθετικοί και οι δύσκολοι άνθρωποι μας αρρωσταίνουν κυριολεκτικά, ψυχολογικά και σωματικά, μέσω της συμπεριφοράς τους. Αναφέρεται επίσης στο παράδοξο της τοξικότητας / toxicity paradox . Γράφει: «Παρόλη την ποσότητα χρόνου, προσπάθειας και χρημάτων που ξοδεύουν οι άνθρωποι σε υγιεινή διατροφή, επαρκή ύπνο, ειδικές βιταμίνες, άσκηση, υγειονομική περίθαλψη, αποτοξίνωση κι αποφυγή ναρκωτικών, αλκοόλ και καπνού – όλα στο όνομα της προαγωγής της υγείας – κάτι μας διαφεύγει. Όλες αυτές οι συμπεριφορές είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καλής υγείας. Αυτό είναι αλήθεια. Ωστόσο, όταν εξετάζεται με μεγαλύτερη προσοχή το ποσό των χρημάτων που δαπανώνται σε βιολογικά τρόφιμα για την αποφυγή των τοξινών των φυτοφαρμάκων, ή σε φίλτρα αέρα για την αποφυγή των τοξινών στον αέρα, ή σε καθαρό νερό για την αποφυγή των τοξινών στο νερό, ή σε εξειδικευμένα οικιακά καθαριστικά για την αποφυγή των περιβαλλοντικών τοξινών, ή σε αυτοκίνητα με χαμηλότερες εκπομπές ρύπων ή ηλεκτρικά αυτοκίνητα για την αποφυγή τοξικών εκπομπών καυσαερίων, ή σε καλλυντικά υψηλής ποιότητας φτιαγμένα από προσεκτικά επιλεγμένα συστατικά για την αποφυγή τοξινών στο δέρμα, τότε γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι κρατούν τοξικούς ανθρώπους στη ζωή τους;»

Όπως αναφέρθηκε μέχρι στιγμής, οι βασικοί πυλώνες του ναρκισσισμού είναι: η έλλειψη ενσυναίσθησης, η απαιτητικότητα, η έπαρση, η συνεχής αναζήτηση επιβεβαίωσης και η δυσ-ρύθμιση (dysregulation). ΄Όμως βρήκα τη σύντομη ανάλυση των πέντε ομάδων ναρκισσισμού έναν επίσης χρήσιμο τρόπο για να κατανοήσουμε τους πολλούς διαφορετικούς συνδυασμούς τοξικών χαρακτηριστικών των ανθρώπων. Επίσης, επειδή πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι μέρος της σύνθεσης όλων των ανθρώπων και συναντώνται σε κλίμακα, η Ramani διακρίνει μεταξύ φυσιολογικών και παθολογικών επιπέδων αυτών των ιδιοτήτων, με ορισμένες εξαιρέσεις όπως το gaslighting, για παράδειγμα, το οποίο δεν είναι ποτέ αποδεκτό.

Οι πέντε βασικοί τομείς ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών:

α) Τα διαπροσωπικά χαρακτηριστικά των τοξικών ή / και νάρκισσων ατόμων είναι συχνά τα πιο δύσκολα και επιβλαβή. Υπάρχουν οκτώ τυπικά μοτίβα στα διαπροσωπικά χαρακτηριστικά: έλλειψη ενσυναίσθησης, χειραγώγηση, προβολή, ψέματα, κακά όρια, ζήλια και φθόνος, gaslighting και ανάγκη ελέγχου. «Οι νάρκισσοι έχουν υποανάπτυκτο ψυχολογικό ενδοσκελετό», γράφει η Ramani, και «η έλλειψη ενσυναίσθησης τους καθιστά προβληματικούς συντρόφους, γονείς, φίλους, συναδέλφους…» Για αυτούς, σημειώνει, η ζωή είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος και το παίζουν καλά. Ενώ συζητά για το gaslighting, αναφέρεται επίσης και στο φαινόμενο του gaslighting δια αντιπροσώπου, το οποίο συμβαίνει όταν άλλοι άνθρωποι δικαιολογούν τον νάρκισσο ή επικυρώνουν τα ψέματά του. Όσον αφορά τον έλεγχο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένα τοξικό άτομο είναι πιο πιθανό να θεωρεί τους ανθρώπους ως πιόνια σκακιέρας παρά ως ανθρώπινα όντα με αυτονομία και δική τους θέληση και επιθυμίες.

β) Οι συμπεριφορικές πτυχές των τοξικών και / ή ναρκισσιστικών ατόμων είναι οι ενέργειες και οι στάσεις που μπορούμε να παρατηρήσουμε. Υπάρχουν τέσσερα ορατά συμπεριφορικά πρότυπα: επιφανειακότητα, πλεονεξία/φθόνος, φτήνια και τσιγκουνιά (και στα συναισθήματα και στο πνεύμα) και απροσεξία. Περιγράφει την απροσεξία ως να είναι κανείς «ψυχολογικά μη ανεπτυγμένος, παρορμητικός, συναισθηματικά περιορισμένος και ανίκανος να υπερβεί τον εαυτό του…», και προσθέτει ότι μπορεί επίσης να υποδηλώνει υποτίμηση και έλλειψη σεβασμού προς το άλλο άτομο.

γ) Δυσ-ρύθμιση: Τα τοξικά και ναρκισσιστικά άτομα δεν μπορούν να ελέγξουν τα συναισθήματά τους ή να ανεχθούν οποιοδήποτε επίπεδο δυσφορίας και, εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ρυθμίζουν την αυτοεκτίμησή τους από τα έξω προς τα μέσα. Τα μοτίβα που εμπίπτουν στη δυσκολία ρύθμισης των συναισθημάτων είναι: η ευθραυστότητα /ανασφάλεια, ο θυμός/οργή, η συνεχής αναζήτηση επιβεβαίωσης, η αδυναμία να μείνει κανείς μόνος και η ντροπή. Η Ramani παρατηρεί ότι η δυναμική αυτή του θυμού και οργής είναι αυτή που συχνά οδηγεί σε εκρήξεις θυμού και οργισμένες συμπεριφορές αγνώστων (σε εστιατόρια, μέσα μεταφοράς, πάρκα, δρόμους ή άλλους δημόσιους χώρους). Σημειώνει ότι αυτά τα περιστατικά έχουν αντίκτυπο στους μάρτυρες των συμβάντων, παρόλο που οι ίδιοι δεν αποτελούν μέρος του συμβάντος. Όσο για την αναζήτηση επιβεβαίωσης ή ναρκισσιστικής δόσης, επειδή είναι ένας τρόπος ρύθμισης της αυτοεκτίμησης, οι νάρκισσοι τη ζητούν ατελείωτα, αλλά σπάνια την προσφέρουν στους άλλους, και όταν τυχόν προσφέρουν επιβεβαίωση, είναι συχνά στο όνομα της χειραγώγησης ή για να πάρουν κάτι που θέλουν.

δ) Ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά: Η Ramani γράφει ότι ο τοξικός και συνεχής ανταγωνισμός προκαλεί βαθιά ανησυχία και απειλή κι επηρεάζει αρνητικά όποιον βρεθεί στο μονοπάτι του τοξικού ατόμου, είτε πρόκειται για συνάδελφο, άγνωστο, σύντροφο ή μέλος της οικογένειας. Υπάρχουν οκτώ κοινά μοτίβα στο ανταγωνιστικό ρεπερτόριο ενός νάρκισσου: έπαρση, απαιτητικότητα, παθητική επιθετικότητα, schadenfreude, αλαζονεία, εκμετάλλευση, αδυναμία ανάληψης ευθύνης και εκδικητικότητα. Η schadenfreude είναι μια γερμανική λέξη που ορίζεται ως «κακόβουλη χαρά» ή ως «ένα αίσθημα ευχαρίστησης ή ικανοποίησης όταν κάτι κακό συμβαίνει σε κάποιον άλλο». Αυτοί οι άνθρωποι είναι καλοί στο να εντοπίζουν τυφλά σημεία και να συλλέγουν πληροφορίες για το παρελθόν και τα τραύματα των ανθρώπων, και στη συνέχεια να υπονομεύουν και να εκμεταλλεύονται τα τρωτά σημεία. Οι τοξικοί άνθρωποι, γράφει η Ramani, γενικά αποφεύγουν  οποιαδήποτε ανάληψη ευθύνης για κακή συμπεριφορά και τείνουν να αναθεωρούν και να εκλογικεύουν.  Ποτέ δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη και τείνουν να αντιλαμβάνονται τη συμπεριφορά τους ως εκδίκηση ή εκδικητικό «δούναι και λαβείν». Διασπάνε την προσοχή, ξεγλιστρούν, λένε ψέματα και απολαμβάνουν να παραδειγματίζουν τους άλλους.

Στο Μέρος II, εξετάζει τους τοξικούς, τους απαιτητικούς και τους δύσκολους ανθρώπους στη ζωή μας, τους συντρόφους, τα μέλη της οικογένειας, τα πεθερικά, τους συγγενείς, τα αφεντικά, τους συναδέλφους και τους φίλους. Σημειώνει ότι, είναι ενδιαφέρων ότι, οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν έναν νάρκισσο ή τοξικό άτομο στη ζωή τους, στην πραγματικότητα έχουν πολλούς νάρκισσους ή τοξικούς ανθρώπους στη ζωή τους. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτό, ένας από τους οποίους είναι ότι «πρόκειται για μια παραλλαγή ενός φαινομένου που ονομάζεται «εξοικείωση». Γράφει: «Το απλούστερο παράδειγμα εξοικείωσης, είναι ότι αν συνηθίσουμε κάτι στο περιβάλλον μας – μια ανταμοιβή ή ακόμα και κάτι πιο επιβλαβές, όπως είναι ο θόρυβος – με την πάροδο του χρόνου, ουσιαστικά προσαρμοζόμαστε σε αυτό και δεν τραβάει την προσοχή μας, ούτε το αμφισβητούμε». Η συγγραφέας σημειώνει ότι επειδή ο ναρκισσισμός γίνεται όλο και πιο συνηθισμένος, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι πιο δύσκολο να αποφύγουμε την αλληλεπίδραση και τις σχέσεις με πιο τοξικούς ανθρώπους. Εξηγεί ότι πολλαπλοί δρόμοι οδηγούν τους ανθρώπους σε ναρκισσιστικές και τοξικές σχέσεις και καταστάσεις, αλλά η εργασία πάνω στον “co-narcissism” / «συν-ναρκισσισμό» υποδηλώνει ότι τα άτομα που μεγαλώνουν με νάρκισσους ή ανταγωνιστικούς γονείς μαθαίνουν να ευχαριστούν τους άλλους, αναλαμβάνοντας τον ρόλο της παροχής επιβεβαίωσης στους ανθρώπους γύρω τους, συχνά μέχρι σημείο εξουθένωσης. Είναι επίσης πιο πιθανό να γίνουν θύματα ανθρώπων με υψηλά ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά και είναι πιο επιδέξιοι στο να είναι «οι άνθρωποι που παρέχουν ναρκισσιστική προμήθεια»  / “the delivery people of narcissistic supply”. Περιγράφει επίσης τι αντίκτυπο μπορεί να έχει πάνω μας η καθεμία από αυτές τις σχέσεις και πώς να τις διαχειριζόμαστε σε προσωπικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα κατανοούμε το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο συμβαίνουν.

Στο Μέρος III, η Ramani διερευνά πώς μπορούμε να επιβιώσουμε καλύτερα σε έναν κόσμο με πιο ναρκισσιστικό προσανατολισμό και πώς μπορούμε να διακρίνουμε τους τοξικούς ανθρώπους, πώς να τους αποφεύγουμε όταν αυτό είναι δυνατό, πώς να διαχειριστούμε τις τοξικές σχέσεις, πώς να επιβάλουμε όρια και να σπάσουμε ορισμένα από τα δικά μας μοτίβα που μπορεί να προσελκύουν αυτούς τους λιγότερο ευχάριστους και ενσυναισθητικούς ανθρώπους, πώς να διατηρήσουμε την ψυχική μας υγεία, να διατηρήσουμε την αίσθηση της ανθρωπιάς μας, να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, και πως να αναπτυχθούμε και να ευδοκιμήσουμε. Ασκεί κριτική στην ιδέα της συνεξάρτησης και γράφει ότι «Είναι μια επικίνδυνη προσέγγιση. Η συνεξάρτηση / co-dependency είναι ένας όρος που προέρχεται από την κλινική βιβλιογραφία για τον εθισμό». Τέλος, υπογραμμίζει την ανάγκη να ενημερώσουμε τους ανθρώπους γι’ αυτά τα μοτίβα, ώστε να μην μπαίνουν σε αυτές τις σχέσεις εξαρχής, και την ανάγκη για αυτοσυντήρηση, επειδή, όπως λέει, αυτές οι τοξικές σχέσεις μπορεί να είναι «ένας θάνατος από χίλια μικρά κοψίματα, παρατεταμένος και ανεπαίσθητος, μέχρι να γίνει η κανονικότητά σας, και ίσως τελικά η εξόντωσή σας». Η αυτοσυντήρηση μπορεί να είναι το καλύτερο εργαλείο μας για την καταπολέμηση του ναρκισσισμού. Αναλογίζεται επίσης τους λόγους που είναι τόσο δύσκολο να απομακρυνθεί κανείς από αυτές τις σχέσεις και παρουσιάζει επίσης μερικούς κύριους τύπους ναρκισσισμού, παρόλο που υπάρχουν πολλοί υποτύποι ανάλογα με το ποια από τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι πιο έντονα. Γράφει: «…. όταν αναλογιζόμαστε τα τριάντα χαρακτηριστικά που αποτελούν τις διάφορες πτυχές των ναρκισσιστικών ή δύσκολων / τοξικών ανθρώπων, μπορεί να βοηθήσει να εξετάσουμε το χαρακτηριστικό που είναι το πιο αισθητό». Τέλος, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένα ναρκισσιστικό ή τοξικό άτομο μάλλον δεν θα έχει όλα τα χαρακτηριστικά.

Οι πέντε κύριοι τύποι (και πιο γνωστοί) τύποι νάρκισσου είναι: οι επηρμένοι ή μεγαλεπήβολοι, οι κακοήθεις, οι συγκαλυμμένοι/ευάλωτοι, οι κοινοτικοί και οι καλοήθεις.

Ο επαρμένος ή μεγαλεπήβολος νάρκισσος, τείνει να είναι πιο αλαζονικός, επιφανειακός, ματαιόδοξος και γοητευτικός, και με υπερβολικές αξιώσεις κι έπαρση. Η Ramani υποστηρίζει ότι αυτοί οι άνθρωποι τείνουν να είναι γοητευτικοί και επιτυχημένοι, συχνά φαίνονται να είναι «πυλώνες της κοινότητας» και τα καταφέρνουν καλά ως δημόσια πρόσωπα ή ηγέτες. Ο συγκαλυμμένος ή ευάλωτος ναρκισσισμός παρουσιάζεται ως λιγότερο μεγαλεπήβολος και είναι μια πιο «κρυφή» μορφή ναρκισσισμού που καταφεύγει στην προβολή, έχει υπερβολικές αξιώσεις και στρεβλή αίσθηση δικαιοσύνης, χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενσυναίσθησης, υπερευαισθησίας, αλαζονείας, παθητικής επιθετικότητας, εκδικητικότητας και ανασφάλειας. Όσον αφορά τους καλοήθεις νάρκισσους, η Ramani γράφει ότι, «υπάρχει μια επιφανειακή ανωριμότητα» και μπορεί απλώς να είναι ανόητοι που αναζητούν την προσοχή. Οι κακοήθεις (μοχθηροί) νάρκισσοι [ένας όρος που επινοήθηκε από τον Erich Fromm και περιγράφεται ως «η ρίζα της πιο άγριας καταστροφικότητας και απανθρωπιάς»], γράφει η Ramani, είναι επικίνδυνοι κι, ενώ μπορεί να μην εμπλέκονται σε απροκάλυπτη βία, η κατάχρηση εξουσίας, το gaslighting, η έλλειψη ενσυναίσθησης, η ασαφής ηθική και η αντίληψή τους για τους ανθρώπους ως αναλώσιμους μπορούν να προκαλέσουν χάος στη ζωή των άλλων και πολλοί άνθρωποι σε σχέσεις με αυτά τα άτομα θα αναφέρουν εμπειρίες που μοιάζουν με αυτές που παρατηρούνται σε άτομα με μετά-τραυματική ή σύνθετη μετά-τραυματική συμπτωματολογία (C-PTSD), κοινωνική απόσυρση ή απομόνωση, εφιάλτες και υπερεπαγρύπνηση. Τέλος, κάνει αναφορά στις βλαβερές επιπτώσεις στη σωματική υγεία, ακόμη και στην πιθανή μείωση του χρόνου ζωής.

Οι κοινοτικοί νάρκισσοι είναι μια άλλη ενδιαφέρουσα «κατηγορία». Μπορεί να είναι γενναιόδωροι με τον χρόνο και την ενέργειά τους, και να συμμετέχουν σε πολιτικό ακτιβισμό, φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, εθελοντισμό και υποστήριξη διαφόρων σκοπών, αλλά παρακινούνται από μια έντονη ανάγκη για προβολή κι επιβεβαίωση. Η Ramani σχολιάζει: «Οι κοινοτικοί  νάρκισσοι μπορεί να φαίνονται σαν να νοιάζονται πολύ για τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προκλήσεις σε όλο τον κόσμο… όμως στην προσωπική τους ζωή, μπορεί να έχουν όλα τα συνηθισμένα ναρκισσιστικά μοτίβα σχέσεων, όπως είναι η αποστασιοποίηση, η έλλειψη ενσυναίσθησης, η απαιτητικότητα και η οργή», κι επιπλέον συχνά είναι αρκετά δικτατορικοί. Όποιος έχει συμμετάσχει σε πολιτικές ομάδες και καμπάνιες, πολιτικές ομάδες σχολών ή εκδηλώσεις που υποστηρίζουν αξιόλογους σκοπούς πιθανότατα έχει γίνει μάρτυρας ή έχει βιώσει προσωπικά αυτή την αντιφατικότητα σε ανθρώπους, οι οποίοι φαίνεται να αγωνίζονται για δίκαιους σκοπούς, και συνάμα είναι τοξικοί, ελεγκτικοί και χειριστικοί στις προσωπικές αλληλεπιδράσεις και σχέσεις. Και φυσικά, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί επειδή υπάρχουν πολλοί άνθρωποι με υγιή κίνητρα που κάνουν το καλό και εργάζονται για θετική αλλαγή στον κόσμο, κι όπως γράφει η Ramani, υπάρχουν «πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι που πραγματικά βάζουν τους άλλους πάνω απ’ όλα και που δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους και ατελείωτες ώρες χωρίς αμοιβή σε φιλανθρωπικές προσπάθειες ». Τέλος, κάνει διάκριση μεταξύ νάρκισσων, κοινωνιοπαθών και ψυχοπαθών, οι οποίοι συνήθως δεν έχουν την ικανότητα για οποιοδήποτε είδος μετάνοιας και τύψεων, και θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτοί οι τελευταίοι βρίσκονται στο ακραίο σημείο αυτής της κλίμακας χαρακτηριστικών και συμπεριφορών.

Οι Aπαιτητικοί Άνθρωποι: H υπερβολική και μη υγιής απαιτητικότητα εμπίπτει στο χαρακτηριστικό του ανταγωνισμού. Η Ramani ισχυρίζεται ότι η πρόκληση εδώ  έγκειται στο ότι κανείς δεν γεννιέται έτσι, σε αντίθεση με άλλα χαρακτηριστικά, όπως η εσωστρέφεια, η εξωστρέφεια και η τάση να είναι κάποιος πιο καλοπροαίρετος / ευχάριστος, που είναι εν μέρει ιδιοσυγκρασιακά, κι ως εκ τούτου έμφυτα. Οι άνθρωποι μαθαίνουν κυρίως να αισθάνονται και να συμπεριφέρονται με τρόπους κακομαθημένης απαίτησης. Στοχάζεται τις αιτίες και τους λόγους, και εικάζει ότι ένας λόγος μπορεί να είναι «μια τάση υπερβολικής διόρθωσης κι αντίδρασης [από μέρους των γονιών και άλλων] στην πιο αυταρχική, συναισθηματικά απόμακρη, ακόμη και μιλιταριστική προσέγγιση ανατροφής παιδιών των προηγούμενων γενεών, με επακόλουθη εστίαση στην χρόνια ενίσχυση της αυτοεκτίμησης». Επίσης, σημειώνει ότι το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο ενισχύει περαιτέρω αυτές τις τάσεις / συμπεριφορές, και ότι ο πλούτος μπορεί να οδηγήσει σε αυτό που αναφέρεται ως «επίκτητος ναρκισσισμός» και σε ένα είδος ύπνωσης  (entitled hypnosis), κατά την οποία οι πλούσιοι και προνομιούχοι άνθρωποι μπορεί να χάσουν την επαφή με την πραγματικότητα και με το τι συνεπάγεται η ζωή στον κόσμο για τους περισσότερους ανθρώπους. Γράφει: «Γινόμαστε ολοένα και περισσότερο μια κουλτούρα που περιφρονεί σκληρά όσους έχουν «λιγότερα» και σέβεται όσους έχουν «περισσότερα» (ανεξάρτητα από το πώς τα απέκτησαν). Βρισκόμαστε στην εποχή της γενετικής της τύχης…». Εξερευνά επίσης το φαινόμενο από ψυχολογική άποψη και ισχυρίζεται ότι δεν είναι καλό για τους ανθρώπους. Για παράδειγμα, τα άτομα που πιστεύουν ότι έχουν δικαίωμα σε περισσότερες αξιώσεις από τους άλλους μπορεί να είναι λιγότερο ανθεκτικά και είναι πιο πιθανό να καταφύγουν στα ναρκωτικά και το αλκοόλ για να αντιμετωπίσουν τους στρεσογόνους παράγοντες της ζωής. Διευκρινίζει επίσης ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι με πλούτο ή προνόμια τοξικοί, αλλά τονίζει την ανάγκη να ληφθούν υπόψη οι προβληματικές κατανομές του πλούτου σε όλο τον κόσμο, και θα πρόσθετα, ότι είναι ανάγκη δημιουργίας κρατών και δομών που αυξάνουν τις πιθανότητες για μια αξιοπρεπή ζωή για όλους.

Εστιάζοντας στην πολύ ευρύτερη εικόνα, η Ramani ρίχνει φως στο πώς και γιατί ο ναρκισσισμός αποτελεί μια αυξανόμενη τάση στην κοινωνία μας, τροφοδοτούμενη από τα μέσα ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (μια παιδική χαρά για διαδικτυακά τρολ που τείνουν να είναι ένα μείγμα συγκαλυμμένου και κακοήθους ναρκισσισμού), τον καπιταλισμό και την ελεύθερη αγορά, τον τρόπο με τον οποίο μετράμε την επιτυχία, τη διάδοση υλιστικών μηνυμάτων, φόβου κι ανασφάλειας, την εμμονή με τη φήμη και την προσοχή, τη μετατόπιση των αξιών και των προτεραιοτήτων σε διάφορα πλαίσια και δομές, όπως για παράδειγμα στην εκπαίδευση, όπου έχει υπάρξει μια απομάκρυνση από τη διδασκαλία της κριτικής σκέψης, της ηθικής και της ενσυναίσθησης. Υποστηρίζει ότι στον σημερινό κόσμο μας, το να έχει κανείς ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά κάνει ένα άτομο πιο πιθανό να είναι επιτυχημένο κι ότι η ενσυναίσθηση μπορεί να είναι οικονομικά αναποτελεσματική. Ο Timothy Judge και οι συνάδελφοί του έχουν ερευνητικά δεδομένα που υποστηρίζουν την ιδέα ότι οι πιο καλοπροαίρετοι άνθρωποι τείνουν να κερδίζουν λιγότερα χρήματα, κι αυτό το εύρημα είναι ακόμη πιο έντονο για τους άνδρες.

Η Ramani διερευνά και τη συμβολή της masculine ideology αρρενωπής ιδεολογίας στην τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων. Σημειώνει ότι «τα περισσότερα βιβλία ιστορίας φαίνεται να είναι ιστορίες αρρενωπής ιδεολογίας που πήγαν στραβά». Πολλοί άνδρες, δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία όταν ήταν μικροί να μάθουν πώς να ρυθμίζουν τα συναισθήματά τους με μη τοξικούς τρόπους, κι αυτό έχει οδηγήσει στο να εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους με επιβλαβείς τρόπους τόσο για τους ίδιους όσο και για τους γύρω τους (κατάχρηση ουσιών, βία, έλλειψη ενσυναίσθησης, κακή επικοινωνία, κοινωνική απόσυρση και οργή). Η συγγραφέας εξηγεί ότι ο ναρκισσισμός είναι στον πυρήνα του κι ένα έλλειμμα συναισθηματικής ρύθμισης, κι ότι ο θυμός και η οργή και τα ανεπίλυτα συναισθήματα είναι συχνά αυτά που κρύβονται πίσω από τα συγκαλυμμένα ναρκισσιστικά μοτίβα. Ωστόσο, διευκρινίζει ότι ενώ οι περισσότεροι άνδρες (κι αγόρια) είναι ευάλωτοι στις προσδοκίες της παραδοσιακής ιδεολογίας, ευτυχώς, πολλοί άνδρες δεν εκδηλώνουν «τοξική» αρρενωπότητα. Παρόλα αυτά ο τρόπος που κοινωνικοποιούμε τ’ αγόρια και τους άνδρες αυξάνει την πιθανότητα ναρκισσιστικών μοτίβων στην κοινωνία μας.

Επίσης, αναφέρεται και στον New Age Ναρκισσισμό  [Ναρκισσισμός της Νέας Εποχής ή Νέο-πνευματικότητας]: Το Μυστικό, τους κρυστάλλους και τις κάρτες ταρώ, τα ακριβά καταφύγια [retreats], το να ζητάς από το σύμπαν να σου προσφέρει αυτό που θέλεις ή να στέλνεις τις καλές προθέσεις σου στο σύμπαν για να καταργήσεις τις μυριάδες αδικίες, τα προβλήματα και τους ανταγωνισμούς του τρέχοντος κόσμου μας. Γράφει: «Η θλίψη ή άλλα δύσκολα συναισθήματα γίνονται απαγορευμένα σε αυτά τα περιβάλλοντα, όλα λύνονται μαγικά με τη χαρά και το εσωτερικό φως κάποιου. Η αλήθεια είναι ότι οι αρνητικές καταστάσεις διάθεσης μερικές φορές πρέπει να εκδηλώνονται. Σε δύσκολους καιρούς, είναι εντάξει να αμφισβητείς, να εκνευρίζεσαι και να έχεις μια φυσιολογική αντίδραση σε μια μη φυσιολογική κατάσταση», και η ειρωνεία είναι ότι συχνά, «οι άνθρωποι που προωθούν αυτά τα μανιφέστα της Νέας Εποχής είναι επιχειρηματίες και πωλούν μόνο το μισό μήνυμα». Προειδοποιεί για τον κίνδυνο να παρασυρθεί κανείς σε χώρους που κατοικούνται από μεγαλομανή, εκμεταλλευτικά και ελεγκτικά άτομα («φωτισμένοι» γκουρού και γιογκίνι, κ.λπ.).

Οι ρίζες του ναρκισσισμού και των τοξικών προσωπικοτήτων

Ένα μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στις διάφορες θεωρίες και τους πολλούς αλληλοεπιδρώντες παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν κάποιον στο να γίνει ιδιαίτερα ναρκισσιστικός, ανταγωνιστικός και τοξικός. Γενικά οι τοξικές και ναρκισσιστικές προσωπικότητες συνήθως αναπτύσσονται από την αλληλεπίδραση μιας έμφυτης ιδιοσυγκρασίας και του μικρο και μακρο περιβάλλοντός τους. Θα αναφερθώ πολύ σύντομα στις πολλές επεξηγηματικές θεωρίες και τις πιθανές αιτίες ανάπτυξης τοξικών και ανταγωνιστικών προσωπικοτήτων και συμπεριφορών. Θα πρέπει να αναφέρω ότι είναι συνετό να έχουμε κατά νου ότι υπάρχουν πάντα πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη της προσωπικότητας μας. Κάθε άτομο που εμφανίζει αυτά τα χαρακτηριστικά είναι το αποτέλεσμα του συγκερασμού διαφορετικών αιτιών και περιστάσεων, κι επίσης διαφορετικά χαρακτηριστικά θα υπερισχύουν ή θα είναι πιο έντονα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Οι κατηγορίες, η ομαδοποίηση και τα θεωρητικά μοντέλα μας βοηθούν να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε τα φαινόμενα, αλλά οι άνθρωποι είναι ιδιαίτερα σύνθετοι και διαφέρουν ο ένας από τον άλλο, ακόμη  κι αν τους εντάσσουμε σε κατηγορίες προς ευκολότερη κατανόηση. Η Ramani ισχυρίζεται ότι «ο ναρκισσισμός εξελίσσεται από πολλές οδούς: τον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο ανατρέφεται· τον τρόπο με τον οποίο οι τοπικές κοινωνίες και οι κοινοτικές οντότητες, όπως τα σχολεία, αλληλοεπιδρούν με ένα παιδί (αθλητικές και άλλες δραστηριότητες, πνευματικές κοινότητες, γειτονιές)· τις αξίες που η κοινωνία μεταδίδει σε όλους μας. Όλα αυτά τα μονοπάτια τέμνονται με την ιδιοσυγκρασία του ατόμου. Δεν θα αναπτυχθούν όλοι όσοι μεγαλώνουν σε ένα ακυρωτικό περιβάλλον με τον ίδιο τρόπο. Και, σ’ ένα βαθμό, όλοι μας είμαστε ευάλωτοι στις κοινωνικές πιέσεις του ναρκισσισμού».

Στο βιβλίο υπάρχει μια επισκόπηση των διαφορετικών προσεγγίσεων και των επεξηγηματικών μοντέλων που αφορούν αυτούς τους τύπους προσωπικότητας. Η Ramani αναφέρεται στο βίο-οικολογικό μοντέλο του Urie Bronfenbrenner, ο οποίος ουσιαστικά εξέτασε μια ένθετη σειρά συστημάτων στα οποία μεγαλώνουν τα παιδιά και εξέτασε την ανάπτυξη των παιδιών μέσω της αλληλεπίδρασής τους με το περιβάλλον και τον πολιτισμό τους. Έχει επίσης διατυπωθεί η υπόθεση ότι μπορεί να υπάρχει μια «βιολογική ευαλωτότητα», η οποία μπορεί να σχετίζεται με την ιδιοσυγκρασία, τη συναισθηματική ρύθμιση ή την αντιδραστικότητα. Γνωρίζουμε επίσης ότι τα παιδιά μαθαίνουν να αυτορυθμίζονται, να αναβάλλουν την ικανοποίηση ή να υπομένουν την απογοήτευση, για παράδειγμα, και με την πάροδο του χρόνου, γράφει η Ramani, μπορεί ακόμη και να ενδιαφέρονται αν κάποιος άλλος χρειάζεται τη βοήθειά τους. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία μπορεί να παρεμποδιστεί, σε κάποιο βαθμό, από διάφορους παράγοντες. Τα ενήλικα άτομα με υψηλό ναρκισσισμό συχνά μοιάζουν με μικρά παιδιά. Σημειώνει ότι ο ναρκισσισμός «είναι στην πραγματικότητα ένα από αυτά τα πράγματα τα οποία ιδανικά ξεπερνάς, δεν μένεις σε αυτό το στάδιο». Ο Heinz Kohut επικεντρώθηκε στη διαδικασία του κατοπτρισμού (που αναφέρθηκε και στην προηγούμενη ανάρτηση) η οποία απαιτεί από τους γονείς / φροντιστές να είναι παρόντες και να προσφέρουν κατάλληλη επιβεβαίωση στο παιδί. Αυτό το καθρέφτισμα απαιτεί την προσφορά από τους γονείς «συναισθηματικού καθρεπτισμού, κατάλληλης επιβεβαίωσης και ανατροφοδότησης με συνεπή και ρεαλιστικό τρόπο». Η αγάπη ή οι καλές προθέσεις των γονέων μπορεί να μην είναι πάντα επαρκείς. Χρειάζονται υποστήριξη, γνώσεις, πληροφορίες και επίγνωση, κι ελλείψει αυτών υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μην αντιμετωπιστούν επαρκώς οι ανάγκες ενός παιδιού ή να ‘υπέρ-αντισταθμιστούν’ (overcompesation).

Επιπλέον, ο ασυνεπής καθρεφτισμός μπορεί να εμποδίσει ένα παιδί να αναπτύξει μια ρεαλιστική αίσθηση του εαυτού και του κόσμου, κι επιπλέον, όπως υποστηρίζει ο Kohut, παρεμποδίζεται την υγιή ανάπτυξη ρύθμισης συναισθημάτων. Τα ναρκισσιστικά άτομα προβάλλουν τα συναισθήματά τους σε άλλους ανθρώπους, επειδή δεν είναι σε θέση να ανεχθούν τα συναισθήματα τους και είναι επιρρεπείς σε οργή και ξαφνικές εκρήξεις θυμού (όπως τα μικρά παιδιά που έχουν νευρικά ξεσπάσματα). Αναφέρεται στον Otto Kernberg, ο οποίος πιστεύει ότι όταν τα παιδιά έχουν γονείς που δεν έχουν ενσυναίσθηση, είναι ψυχροί ή απόμακροι, παραμένουν συναισθηματικά υποσιτισμένα, κάτι που, γράφει η Ramani, έχει ως αποτέλεσμα το ψυχολογικό τους «εσωτερικό» να μην αναπτύσσεται πλήρως, κι έτσι αναγκάζονται να αναπτύξουν τον εξωτερικό τους κόσμο. Επίσης, αναλογίζεται πολιτισμικούς παράγοντες που μπορεί να αποθαρρύνουν τη γονική ζεστασιά ή τη συναισθηματική έκφραση, και πολιτισμούς που βασίζονται σε βαθιά αυταρχικά μοντέλα γονικής μέριμνας. Ο Freud και άλλοι πιστεύουν ότι ο ναρκισσισμός είναι πιθανώς κάποια μορφή άλυτης σύγκρουσης από την παιδική ηλικία που εκδηλώνεται στην ενήλικη ζωή. Παραθέτει κι ένα απόφθεγμα του Freud: «Όποιος αγαπά γίνεται ταπεινός. Όσοι αγαπούν, ας πούμε, έχουν δώσει ενέχυρο ένα μέρος του ναρκισσισμού τους».

Η Ramani αναλύει τη διαδικασία μέσα από το πρίσμα διαφόρων θεωριών. Η θεωρία της προσκόλλησης [του δεσμού] εστιάζει στις πρώτες μας σχέσεις με τους γονείς μας ή άλλους κύριους φροντιστές και στη διαθεσιμότητα και την ανταπόκριση του φροντιστή, καθώς και στην εγγύτητα και τη σύνδεση της επαφής με τον φροντιστή. Μέσα από το πρίσμα της ανθρωπιστικής θεωρίας, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι πιο έντονα νάρκισσοι ενήλικες δεν έλαβαν άνευ όρων αγάπη, αλλά τους τέθηκαν όροι αξίας ως παιδιά. Αντί απλώς να αισθάνονται αγαπημένοι, ένιωθαν ότι η αγάπη συνοδευόταν με όρους (λόγου χάρη, λάμβαναν αγάπη αν έπαιρναν καλούς βαθμούς, συμπεριφέρονταν καλά, ήταν καλοί στα αθλήματα ή παρέμεναν σιωπηλοί). Παρουσιάζει επίσης ιδέες που έχουν αναπτυχθεί πιο πρόσφατα. Για παράδειγμα, ο Alexander Lowen έχει υποθέσει ότι ο ναρκισσισμός σχετίζεται με την ντροπή και την ταπείνωση κατά την παιδική ηλικία, επειδή οι γονείς ήταν υπερβολικά ελεγκτικοί ή συναισθηματικά ψυχροί κι απόμακροι ή χρόνια επικριτικοί και ακυρωτικοί και ντροπιαστικοί ή επέβαλαν δυσανάλογες τιμωρίες. Αυτό το είδος ανατροφής θα μπορούσε να οδηγήσει ένα παιδί να μάθει ότι η δύναμη είναι το μέσο διαχείρισης στενών σχέσεων και ότι η έκφραση συναισθημάτων αποτελεί αδυναμία.

Οι Richard Ryan και Tim Kasser ασχολούνται με τα εξωτερικά και εγγενή συστήματα αξιών, καθώς και με τον υλισμό, την παρόρμηση για κατανάλωση, κατοχή και επίδειξη εξωτερικών αντικειμένων και επιτευγμάτων, ως κεντρικό χαρακτηριστικό του ναρκισσισμού. Από την οπτική γωνία της Σχολής του Συμπεριφορισμού, οι συμπεριφορές που ανταμείβονται επαναλαμβάνονται κι ενισχύονται. Η Ramani γράφει: «Ο ναρκισσισμός μπορεί να είναι και μια αντανάκλαση του πώς οι συμπεριφορές των παιδιών διαμορφώνονται έως την ενηλικίωση από τους γονείς, την ευρύτερη οικογένεια, τους δασκάλους, τις κοινότητες και την κοινωνία γενικότερα» και, ως εκ τούτου, όλοι μας είμαστε ευάλωτοι σε αυτόν τον τρόπο απόκτησης ναρκισσιστικών συμπεριφορών και στάσεων. Επίσης, οι γονείς και οι ενήλικες αποτελούν πρότυπα συμπεριφορών. Ο Albert Bandura διατύπωσε ένα μοντέλο που ονομάζεται social learning theory / θεωρία κοινωνικής μάθησης, η οποία υποδηλώνει ότι τα παιδιά κάνουν αυτό που βλέπουν, ειδικά όταν το μοντέλο είναι ένας γονέας, ένας αδελφός (η), ένας συνομήλικος (η), ένας δάσκαλος (α). Επίσης, μας πρόσφερε την ιδέα της «ενδογενούς εξαρτημένης μάθησης», η οποία υποδηλώνει ότι ένα άτομο θα παρακολουθήσει ένα άτομο-πρότυπο να εμπλέκεται σε μια συμπεριφορά και στη συνέχεια θα παρατηρήσει τις συνέπειες από το περιβάλλον. Έτσι, είναι εύκολο για τα παιδιά να μάθουν συμπεριφορές όπως η απαιτητικότητα,  και ούτω καθεξής. Το βιβλίο περιέχει κι αρκετό χιούμορ. Η Ramani αναρωτιέται «τι θα συμβεί σε μια γενιά παιδιών που παρατήρησαν ενήλικες θαμμένους σε συσκευές;» Ο χρόνος θα δείξει.

Όσο για τη βιολογία της συμπεριφοράς, ο Robert Sapolsky κάνει την παρατήρηση ότι το κοινωνικό πλαίσιο γύρω μας επηρεάζει τον τρόπο λειτουργίας του κεντρικού νευρικού μας συστήματος, επειδή αφορά τον τρόπο που ερμηνεύουμε τα γεγονότα. Η Ramani αναλογίζεται επίσης τον ρόλο της κοινωνίας και των κινήτρων. Αναφέρεται σε μερικές θεωρίες κινήτρων από τις πολλές στον τομέα της ψυχολογίας, με την ιεραρχία των αναγκών του Μάσλοου, ίσως ως την πιο γνωστή. Ο David McClelland, γράφει, πιστεύει ότι α) μαθαίνουμε κίνητρα και β) υπάρχουν τρία κίνητρα από τα οποία όλοι μας καθοδηγούμαστε: η ανάγκη για σύνδεση (αίσθηση του ανήκειν, επιλογή των αναγκών της ομάδας έναντι των ατομικών αναγκών κι αποφυγή της αβεβαιότητας)· η ανάγκη για επίτευξη και η ανάγκη για δύναμη / εξουσία (μια ώθηση για έλεγχο των άλλων, απόλαυση από τη νίκη και τον ανταγωνισμό, επιδίωξη κύρους και αναγνώρισης). Αυτές οι ανάγκες, εξηγεί, διαμορφώνονται από τις οικογένειές μας, τους πολιτισμούς και τις κοινότητές μας, και από τη μεταχείρισή μας από αυτούς τους θεσμούς και τις ομάδες. Όλοι μας καθοδηγούμαστε από αυτές τις κινητήριες δυνάμεις σε διαφορετικό βαθμό, με μία από αυτές να χρησιμεύει ως κυρίαρχο κίνητρο. Για τα έντονα ανταγωνιστικά και ναρκισσιστικά άτομα, τους κοινωνιοπαθείς, τους ψυχοπαθείς και τα έντονα συγκρουσιακά ή τοξικά άτομα, το κυρίαρχο κίνητρο είναι η ανάγκη για έλεγχο κι εξουσία.

Τόσο η υπερβολική (κακομαθαίνω) όσο και η ανεπαρκής προσοχή μπορούν να να συμβάλουν στην ανάπτυξη έντονου ναρκισσισμού. Ο Theodore Millon χαρακτήρισε τον ναρκισσισμό ως «αδιαφορία για την «κυριαρχία» των άλλων και πιστεύει ότι αυτό πηγάζει από την απαιτητικότητα και τα άκρα είτε της υπερβολικής προσοχής είτε της παραμέλησης ή και των δύο». Με άλλα λόγια, τόσο το να κακομαθαίνουμε όσο και η παραμέληση των παιδιών μπορούν να επιφέρουν παρόμοιες συμπεριφορές και στάσεις. Από την άλλη πλευρά, η Ramani μας υπενθυμίζει ότι θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη τη σημασία της προδιάθεσης, της ιδιοσυγκρασίας, της προσωπικότητας και της ιδιοσυστασίας. Όλοι ερχόμαστε στον κόσμο με μια ιδιοσυγκρασία, η οποία πιστεύεται ότι έχει μια γενετική συνιστώσα, η οποία στη συνέχεια αλληλοεπιδρά με το περιβάλλον και τον τρόπο με τον οποίο κάθε παιδί υποστηρίζεται στη διαχείριση της απογοήτευσης. Σχολιάζει ότι ενώ οι προηγούμενες γενιές γονέων έκαναν λάθη με πολλούς τρόπους, ήταν πολύ καλύτεροι στο να αφήνουν τα παιδιά τους να βιώνουν απογοήτευση και να την ξεπερνούν, και ότι τώρα ως γονείς και ως πολιτισμός, γινόμαστε όλο και χειρότεροι σε αυτό. Αναρωτιέται αν είμαστε κολλημένοι  ως γονείς σε μια υπερβολική διόρθωση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ως αντίδραση στην πιο αυταρχική, συναισθηματικά απόμακρη, ακόμη και μιλιταριστική προσέγγιση ανατροφής παιδιών των προηγούμενων γενεών, που υπέρ-αντισταθμίζει και προσπαθεί να επιτύχει τα βέλτιστα αποτελέσματα για τα παιδιά μας, ανησυχώντας για τον ανταγωνιστικό κόσμο στον οποίο εισέρχονται, κι έτσι, έχουμε μετατοπίσει «την εστίαση από τη δημιουργία ενός καλού, ευγενικού, ενσυναισθητικού παιδιού στη δημιουργία ενός είδους πολεμιστή / τριας».

Στην ανάλυση της η συγγραφέας περιλαμβάνει και τις θεωρίες που αφορούν τις δυναμικές και τους διάφορους ρόλους μέσα στις οικογένειες. Εν συντομία, ξεκινά διευκρινίζοντας ότι κανείς δεν το κάνει ακριβώς σωστά, αφού η θλίψη, οι ανησυχίες, οι περιστάσεις, οι απογοητεύσεις, τα ψυχολογικά προβλήματα, τα τραύματα και η απόσπαση της προσοχής των γονέων, αναπόφευκτα  γίνονται μέρος της αναπτυξιακής ιστορίας των παιδιών τους. Τα παλιά οικογενειακά πρότυπα συχνά επαναλαμβάνονται με πολλούς τρόπους. Οι δε γονείς με ναρκισσιστικά, ανταγωνιστικά ή άλλα τοξικά χαρακτηριστικά μπορούν να έχουν μακροχρόνιο αντίκτυπο στη ζωή των παιδιών τους, επειδή «η γονική μέριμνα και ο ναρκισσισμός δεν συνδυάζονται. Οι βασικές απαιτήσεις της γονικής μέριμνας – συνέπεια, ενσυναίσθηση, συμβιβασμός, θυσία, αυτογνωσία, πειθαρχία και ψυχραιμία…..» Μια κοινή δυναμική σε οικογένειες με πιο ναρκισσιστική ή ανταγωνιστική δυναμική είναι αυτή όπου το ένα παιδί ή ένα μέλος της οικογένειας αναλαμβάνει το ρόλο γονέα ή του αποδιοπομπαίου τράγου ή, αν πρόκειται για μια κόρη, επιφορτίζεται ένα είδος ρόλου Σταχτοπούτας. Αυτό, γράφει ο Ramani, «είναι μια εξαιρετικά επώδυνη δυναμική για ένα παιδί, το οποίο μπορεί να νιώθει ότι ολόκληρο το οικογενειακό σύστημα συνωμοτεί για να το εκφοβίσει και υπογραμμίζει τους φόβους του αποκλεισμού και της απομόνωσης. Δεν είναι ασυνήθιστο, μέσα σε ένα ναρκισσιστικό οικογενειακό σύστημα, εκτός από το παιδί που γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος, να υπάρχει και το «χρυσό παιδί», ένας ρόλος που δεν είναι πάντα τόσο απλός».

Οι οικογένειες και οι μικρές ομάδες είναι πάντα ενσωματωμένες σε μεγαλύτερα συστήματα και τροφοδοτούνται το ένα από το άλλο, και το παιδί ή το μέλος μιας οικογένειας που επιλέγεται ως μαύρο πρόβατο ή αποδιοπομπαίος τράγος θα βιώσει συχνά μια συστηματικά καθοδηγούμενη ψυχολογική παρενόχληση ή ένα είδος δημόσιας τιμωρίας και χρόνιου καταναγκαστικού ελέγχου, με καταστροφικές συνέπειες σε όλους τους τομείς της ζωής του. Η Ramani σημειώνει ότι μπορεί να υπάρχει πραγματικός φόβος ότι, μέσα σε ομάδες φίλων, εκπαιδευτικά και εργασιακά περιβάλλοντα, η δυναμική του αποδιοπομπαίου τράγου μπορεί να αναπαραχθεί σε βάθος χρόνου. Η Rebecca C. Mandeville, η οποία έχει επινοήσει τον όρο FSA (Family Scapegoating Abuse) κι έχει διεξάγει έρευνα πάνω σε αυτό, εστιάζει και σε θέματα όπως η οικογενειακή παρενόχληση που καθοδηγείται από συστημικές δυνάμεις και η συστηματική παρενόχληση στον χώρο εργασίας. Μάλλον θα επανέλθω στο θέμα σχετικά με τα οικογενειακά συστήματα, και τους διάφορους ρόλους και δυναμικές μέσα σε αυτά, σε μελλοντικές αναρτήσεις. Εν συντομία μερικοί πιο υγιείς ρόλοι μπορεί να είναι ο ρόλος του ενήλικα φροντιστή, του προμηθευτή, του εκπαιδευτή, του υποστηρικτή, αυτού που θέτει όρια ή  αυτού που λέει αλήθειες. Λιγότεροι υγιείς ρόλοι είναι οι ρόλοι του χρυσού παιδιού, του αποδιοπομπαίου τράγου, του παιδιού που έχει αναλάβει ρόλους γονιού, του γελωτοποιού και του ειρηνοποιού, του μάρτυρα, του χαμένου παιδιού, του γυάλινου παιδιού, κ.λπ.

Εν τω μεταξύ, υπάρχουν δύο εξαιρετικά εικονογραφημένα παιδικά βιβλία, το Scapegoat / Αποδιοπομπαίος Τράγος, γραμμένο από την Eva Keyes και εικονογραφημένο από την Aleksandra Szmidt, και το Escape Goat / Το Κατσικάκι που το έσκαγε, γραμμένο από την Ann Patchett και εικονογραφημένο από την Robin Preiss Glasser, τα οποία μπορούν να βοηθήσουν τα μικρά παιδιά να κατανοήσουν αυτές τις δυναμικές υπονόμευσης και ενοχοποίησης στο σπίτι ή στο σχολείο. Μπορείτε να βρείτε και τις δύο ιστορίες στο YouTube.

Στο βιβλίο διερευνάται και η στόχευση των παιδιών μέσω της διαφήμισης που οδηγεί στη δημιουργία ενός συστήματος πεποιθήσεων που οργανώνεται γύρω από την κατανάλωση και τη ρύθμιση της αίσθησης του εαυτού τους μέσω της απόκτησης αντικειμένων έξω από τον εαυτό τους. Τα παιδιά προσανατολίζονται όλο και περισσότερο, στην απόκτηση αντικειμένων και στον εξωτερικό κόσμο,  ακριβώς στη φάση ανάπτυξης που θα εξυπηρετούνταν καλύτερα αναπτύσσοντας τον εσωτερικό τους κόσμο και τους ρυθμιστικούς τους μηχανισμούς.

Υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν σχετικά με τους πιθανούς λόγους για την ανάπτυξη μιας έντονα ανταγωνιστικής προσωπικότητας στο βιβλίο· ωστόσο, αυτό που είναι σημαντικό να θυμόμαστε είναι ότι παρόμοιες εμπειρίες μπορεί να επηρεάσουν τους ανθρώπους και τα παιδιά διαφορετικά ανάλογα με μια πληθώρα παραγόντων. Η Ramani συνοψίζει αυτή τη διαδικασία ως εξής: «… η αλχημεία των πρώιμων περιβαλλόντων μας – οι γονικές σχέσεις, οι δεσμοί, οι ανταμοιβές, οι τιμωρίες, τα κίνητρα και ο τρόπος που μας αγαπούν – θέτει την πολύπλοκη αρχιτεκτονική για τα ψυχολογικά θεμέλια του ναρκισσισμού. Και όλα αυτά συμβαίνουν μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας, του πολιτισμού και των κοινοτήτων μας».

Συμπέρασμα

Στο βιβλίο, η συγγραφέας αναλύει το πώς μπορούμε να μεγαλώσουμε και να δημιουργήσουμε ανθρώπους με βάθος, οι οποίοι έχουν ενσυναίσθηση και καθοδηγούνται από την αμοιβαιότητα στις σχέσεις τους, μέσα σε αυτόν τον νέο κόσμο που αναζητά τη δόξα και τον πλούτο, καθώς και την ανάγκη για μια ισορροπημένη, υπεύθυνη προσέγγιση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Γράφει: «Οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προγράμματα σπουδών πρέπει να επικεντρωθούν στην ανάπτυξη ψηφιακού αλφαβητισμού και κοινωνικών δεξιοτήτων». Ερευνά το πώς να καλλιεργήσουμε γνήσιες διαπροσωπικές σχέσεις και γράφει ότι σπάνια μας μαθαίνουνε να εξετάζουμε προσεκτικά αν ένα άτομο έχει καλοσύνη και ζεστασιά. Λέει: «Οι άνθρωποι που είναι πιο εσωστρεφείς στην εστίασή τους ή που είναι πιο προσεκτικοί και σοφοί, συχνά δεν αναπτύσσουν τους εξωτερικούς και χαρισματικούς τους μύες. Είναι σπάνιο να βρεις και τα δύο χαρακτηριστικά στο ίδιο άτομο. Ωστόσο, αν ένα άτομο ηγείται με γοητεία και χάρισμα και άφθονη αυτοπεποίθηση, σταθείτε και δώστε προσοχή. Βεβαιωθείτε ότι υπάρχει ενσυναίσθηση……..  ότι το άτομο είναι αυθεντικό, ότι υπάρχει σεβασμός…».

Μερικές σκέψεις και ιδέες για την καλοσύνη                                       Edited – 19/09/2025

«Νομίζω ότι η καλοσύνη για μένα έρχεται πρώτη όσον αφορά τις ιδιότητες ενός ανθρώπου. Θα την έβαζα πάνω από οτιδήποτε άλλο όπως το θάρρος ή η γενναιότητα ή η γενναιοδωρία ή οτιδήποτε άλλο……. .Το να διαθέτεις καλοσύνη – καλύπτει τα πάντα, κατά τη γνώμη μου.» Roald Dahl

«Όταν ολόκληρες ομάδες δεν νοιάζονται, μπορούν να δημιουργηθούν κουλτούρες μίσους, ανταπόδοσης κι εκδίκησης που αναπαράγουν τις τραυματικές συνθήκες που οι ίδιες δημιούργησαν. Τότε υπάρχουν λιγότερες πιθανότητες για εκείνο το είδος φροντίδας των πολιτών που παρέχει ένα προπύργιο ενάντια στην πολιτική διαφθορά, τις αχαλίνωτες δυνάμεις της αγοράς ή τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό.»  (Από το The Capacity to Care: Gender and Ethical Subjectivity της Wendy Hollway, 2006, σελ. 2)

Το σημερινό κείμενο περιλαμβάνει μερικές σκέψεις, ιδέες και βιβλία που σχετίζονται με τις επικαλυπτόμενες ανθρώπινες ικανότητες για φροντίδα, καλοσύνη και πράξεις γενναιοδωρίας.

Φροντίδα

Διάβασα κάπου ότι η φροντίδα μπορεί να γίνει κατανοητή υπό το πρίσμα της έννοιας του  υποστηρικτικού περιβάλλοντος του Donald Winnicott [η οποία συζητήθηκε συνοπτικά στην προηγούμενη ανάρτηση], στην οποία οι βασικές ανάγκες ικανοποιούνται με τρόπους που δημιουργούν δυνατότητες για την ευημερία ενός ατόμου. Έτσι, η φροντίδα εδώ γίνεται κατανοητή ως ένα περιβάλλον διευκόλυνσης που επιτρέπει σε κάποιον να αναπτύξει αυτονομία, δημιουργικότητα, αυθορμητισμό, κι ένα αίσθημα ασφάλειας και συμμετοχής. Η ιδέα του Winnicott για τον αληθινό εαυτό / true self απαιτεί ένα υποστηρικτικό περιβάλλον από νωρίς, στο οποίο η επιθετικότητα, η δημιουργικότητα, η έκφραση και οι ανάγκες του βρέφους ικανοποιούνται και γίνονται ανεκτές, ένα περιβάλλον που εξισορροπεί την αλληλεξάρτηση και την ατομικότητα χωρίς να οδηγείται στον ατομικισμό. Η έννοια της φροντίδας θα μπορούσε να προσδιοριστεί και σε μια κλίμακα από το ιδιωτικό και το προσωπικό έως το δημόσιο και το πολιτικό. Το έργο του Winnicott, και άλλων, έχει επηρεάσει το πρόσφατο ενδιαφέρον και τη βιβλιογραφία για την πολιτική της φροντίδας και την εξερεύνηση του πώς ένα κράτος θα μπορούσε να φροντίσει τους πολίτες του με μη ελεγχόμενους τρόπους, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να αυξήσει την ένταξη και την ισότητα.

Το μοντέλο (ή το ιδεώδες) φροντίδας της Wendy Ann Hollway υποδηλώνει ότι ένας ενήλικας θα έχει την ικανότητα να συμμετέχει σε τέσσερα είδη φροντίδας. Η Hollway, ήταν μια καθηγήτρια που είχα ενώ σπούδαζα στο OU (Ανοιχτό Πανεπιστήμιο), της οποίας η θεωρητική προσέγγιση και το μοντέλο ποιοτικής έρευνας, τα οποία ενσωματώνουν την ψυχαναλυτική θεωρία με τις κοινωνικές επιστήμες προκειμένου να γίνει εφικτή η κατανόηση της (δια)υποκειμενικότητας, της ταυτότητας και των κοινωνικών σχέσεων, έχουν επηρεάσει τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα. Το έργο της επικεντρώνεται στις συναισθηματικές και σχεσιακές πτυχές της γνώσης, και μαζί με τον Tony Jefferson, δημιούργησαν μια μέθοδο έρευνας που ενσωματώνει τις ασυνείδητες δυναμικές που συμβαίνουν μεταξύ των ερευνητών και των συμμετεχόντων.

Με λίγα λόγια, το μοντέλο φροντίδας (care ideal) της Hollway προϋποθέτει ότι ένας ενήλικας θα έχει την ικανότητα να συμμετέχει σε τέσσερα είδη φροντίδας. Πρώτον, θα είναι ικανός / η για αμοιβαία αλληλεξαρτώμενη λήψη και παροχή φροντίδας. Δεύτερον, θα είναι ικανός / η να παρέχει την αδιαπραγμάτευτη, ασύμμετρη απαίτηση για φροντίδα που πάντα απαιτούνταν από τις μητέρες και απαιτείται από τους πατέρες και άλλους που «μεγαλώνουν και φροντίζουν» μωρά και μικρά παιδιά. Τρίτον, θα είναι ικανός να φροντίζει τον εαυτό του / της. Τέταρτον, θα είναι σε θέση να επεκτείνει τη φροντίδα τόσο σε ανθρώπινα όσο και σε μη ανθρώπινα αντικείμενα (το περιβάλλον ή τα μη ανθρώπινα ζώα). Διερευνά: πώς αυτές οι ικανότητες μπορούν να επιτευχθούν μέσω της ανάπτυξης του εαυτού, του νου και της ηθικής, πώς η ικανότητα φροντίδας και άσκησης της φροντίδας υποστηρίζεται ή υπονομεύεται από τις διαθέσιμες πρακτικές και τον δημόσιο λόγο που αφορούν κι έχουν επιπτώσεις στη φροντίδα, και ποιες είναι οι συνθήκες και δυναμικές που είτε ενισχύουν είτε διαβρώνουν την ανάπτυξη μιας αρκετά καλής ικανότητας φροντίδας.

Καλοσύνη

Ο Αριστοτέλης όρισε την καλοσύνη ως «βοήθεια προς κάποιον που έχει ανάγκη, όχι ως αντάλλαγμα για κάτι, ούτε προς όφελος του ίδιου του βοηθού, αλλά προς όφελος του ατόμου που λαμβάνει την βοήθεια». Στο λεξικό του Cambridge ορίζεται ως «η ιδιότητα του να είσαι γενναιόδωρος, υποστηρικτικός και να νοιάζεσαι για τους άλλους». Και η ποιήτρια Naomi Shihab Nye (Ναόμι Σιχάμπ Νάι) γράφει για την καλοσύνη: «Πριν μάθεις τι πραγματικά είναι η καλοσύνη / πρέπει να χάσεις πράγματα, / να νιώσεις το μέλλον να διαλύεται σε μια στιγμή / σαν αλάτι σε έναν εξασθενημένο ζωμό. / Ό,τι κρατούσες στο χέρι σου, / ό,τι μετρούσες κι αποταμίευες προσεκτικά, / όλα αυτά πρέπει να χαθούν για να μάθεις / πόσο έρημο μπορεί να είναι το τοπίο / ανάμεσα στις περιοχές της καλοσύνης…».  Μια πράξη καλοσύνης είναι ίσως μια πράξη που κάνουμε, συχνά αυθόρμητα, χωρίς κανένα λόγο παρά μόνο για να προσφέρουμε υποστήριξη, ενθάρρυνση, βοήθεια, χαρά ή ένα αίσθημα συμπερίληψης στους κοντινούς μας ανθρώπους, αλλά και σε αγνώστους. Η καλοσύνη μπορεί επίσης να περιλαμβάνει την υπεράσπιση των άλλων ή την αντίσταση στην μη καλοσύνη, και αφορά όχι μόνο τους δικούς μας, αλλά και τους ξένους και αγνώστους, κι όσους βρίσκονται σε μακρινά μέρη. Τέλος, συχνά η δικαιοσύνη και η καλοσύνη αλληλεξαρτώνται ή αλληλεπιδρούν.

Την Κυριακή (14 / 09 / 2025) παρακολουθήσαμε τον απόπλου δύο ελληνικών ιστιοπλοϊκών από το λιμάνι του μικρού νησιού στο οποίο ζω για να συναντήσουν έναν στόλο σαραντατεσσάρων σκαφών, από λιμάνια από όλο τον κόσμο και να πλεύσουν προς την Παλαιστίνη, προκειμένου να ανοίξουν έναν ανθρωπιστικό διάδρομο και να βοηθήσουν στον τερματισμό της συνεχιζόμενης γενοκτονίας των ανθρώπων που βρίσκονται εκεί. Η Σούζαν Σόνταγκ είχε πει ότι «Η συμπόνια είναι ένα ασταθές συναίσθημα…. Πρέπει να μεταφραστεί σε δράση, αλλιώς μαραίνεται». Ίσως λοιπόν οι άνθρωποι που συμμετέχουν σε αυτό το επικίνδυνο εγχείρημα να μεταφράζουν τη συμπόνια τους σε πράξη, μια πράξη καλοσύνης θα μπορούσε κανείς να πει. Στο μυθιστόρημά του Ζωή και Μοίρα, ο Βασίλι Γκρόσμαν γράφει: «Η ανθρώπινη ιστορία δεν είναι η μάχη του καλού που αγωνίζεται να νικήσει το κακό. Είναι μια μάχη που δίνει ένα μεγάλο κακό, που αγωνίζεται να συντρίψει έναν μικρό πυρήνα ανθρώπινης καλοσύνης… Αυτή η καλοσύνη, αυτή η ανόητη καλοσύνη, είναι αυτό που είναι το πιο αληθινά ανθρώπινο σε έναν άνθρωπο… Αυτή η καλοσύνη είναι ταυτόχρονα ασυναίσθητη και χωρίς λόγια. Είναι ενστικτώδης, τυφλή… Είναι τόσο απλή όσο η ίδια η ζωή».

Ο Κάρολος Δαρβίνος πίστευε ότι η ανθρώπινη ικανότητά μας για καλοσύνη ήταν στην πραγματικότητα καθοριστική για την εξελικτική μας επιτυχία, την επιβίωσή μας ως είδος. Φαίνεται ότι η καλοσύνη ήταν μια από τις αμυντικές μας στρατηγικές, η οποία μας βοήθησε να επιβιώσουμε σε έναν κόσμο γεμάτο μεγαλύτερα, δυνατότερα και ταχύτερα ζώα και σκληρές συνθήκες. Οι πρόγονοί μας, οι άνθρωποι των σπηλαίων, που ήταν σε καλύτερη θέση να φροντίσουν τη φυλή τους, τις γυναίκες, τα παιδιά, τους αρρώστους και τους ηλικιωμένους, απέκτησαν ένα εξελικτικό πλεονέκτημα έναντι εκείνων που δεν το έκαναν. Οι επιστήμονες έχουν υποστηρίξει ότι τα κίνητρα τους ήταν σε βαθύτερο επίπεδο ιδιοτελή, κάτι που μπορεί επίσης να ισχύει. Επιπλέον, οι ερευνητικές μελέτες σήμερα δείχνουν ότι η καλοσύνη έχει θετικό φυσιολογικό και ψυχολογικό αντίκτυπο και στο άτομο που κάνει την ευγενή πράξη. Εκτός από το ότι κανείς νιώθει καλά με την καλή του πράξη, κάτι που είναι σχετικά εύκολο να παρατηρηθεί, φαίνεται ότι οι καλές πράξεις έχουν θετικό αντίκτυπο και στην ψυχολογική και σωματική μας υγεία.

Ωστόσο, οι πρόγονοί μας των σπηλαίων ήταν στα αλήθεια ικανοί να αναλύσουν τα ασυνείδητα κίνητρά τους ή μήπως αντιδρούσαν, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, από κάποιες παρορμήσεις και κάποια συναισθήματα καλοσύνης, ενσυναίσθησης ακόμη και αλτρουισμού, ικανότητες εγγενείς στο ανθρώπινο γονιδίωμα; Όπως σημειώνει η Margaret Drabble σε ένα δοκίμιο (2015), στο οποίο οραματίζεται ένα μέλλον όπου δεν θα υπάρχουν πια τράπεζες τροφίμων, εργαστήρια εκμετάλλευσης εργατών σκλάβων (sweat shops) και γκούλαγκ, απλά επειδή υπάρχουν αρκετά για τις ανάγκες όλων, αν οι πόροι κατανέμονταν λίγο πιο ορθολογικά και ομοιόμορφα, «εκτός κι αν είμαστε πραγματικά ένα μισητό, δολοφονικό είδος ανθρώπου του Χομπς, σίγουρα μπορούμε να οραματιστούμε ένα πιο δίκαιο μέλλον σε έναν όμορφο πλανήτη»..

Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί πώς ως είδος θα μπορούσαμε να έχουμε φτάσει μέχρι εδώ χωρίς τα εκατομμύρια πράξεις φροντίδας, καλοσύνης και γενναιοδωρίας που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του χρόνου που κατοικούμε σε αυτόν τον πλανήτη. Ακόμη κι όταν εξετάζουμε τη δική μας ζωή, με τα τραύματα, τις αδικίες και τις αναξιοπρεπείς συμπεριφορές που μπορεί να έχουμε υποστεί στην πορεία, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς οποιοσδήποτε από εμάς θα μπορούσε να είχε επιβιώσει σε έναν εντελώς επιθετικό, κυνικό και χωρίς ενσυναίσθηση κόσμο που στερούνταν ατομικών πράξεων φροντίδας και καλοσύνης και ιδανικών φροντίδας στις κοινωνικές του δομές. Αυτό μας δείχνει τη σημασία της οικοδόμησης κοινοτήτων φροντίδας, κι επίσης, υπογραμμίζει την αναγκαιότητα ενός περιβάλλοντος φροντίδας από την κούνια μέχρι το τέλος.

Τέλος, η ικανότητα για καλοσύνη λίγο πολύ αντανακλά και κάποιο επίπεδο επίγνωσης του ότι ως επί το πλείστον δεν υπάρχει λόγος να μην είμαστε ευγενικοί και υποστηρικτικοί όταν αυτό χρειάζεται ή μας ζητείται, καθώς και κάποια ικανότητα να απεμπλεκόμαστε από τα φυσικά ανθρώπινα υποκείμενα ρεύματα ανταγωνιστικότητας, μοχθηρίας ή αδιαφορίας. Μια μελέτη που διάβασα κάπου υπέδειξε ότι η σοφία είναι ο συνδυασμός ιδιοτήτων όπως η περιέργεια, η ανοχή, η δημιουργικότητα, η ταπεινότητα, η ανθεκτικότητα και η καλοσύνη. Η ικανότητα να νοιαζόμαστε και να ενεργούμε με καλοσύνη απαιτεί εσωτερική δύναμη, ενσυναίσθηση και συμπόνια που θεωρούνται δείκτες ψυχολογικής υγείας επειδή υποδεικνύουν μια ικανότητα για καλύτερη συναισθηματική και κοινωνική λειτουργία. Η απουσία ενσυναίσθησης και η μειωμένη ικανότητα φροντίδας από τους πρώτους φροντιστές μας, για παράδειγμα, οδηγεί σε ανασφαλείς δεσμούς για το παιδί, ενώ σε ευρύτερα κοινωνικοπολιτικά πλαίσια, αυτό το έλλειμμα οδηγεί σε κυνισμό, εκμετάλλευση, επιθετικότητα και βία.

Μήπως υπάρχουν και κάποια μειονεκτήματα όσον αφορά την καλοσύνη;

Υπάρχει ο κίνδυνος εξουθένωσης, εξάντλησης και αυτού που κάποιοι αποκαλούν compassion fatigue / κόπωση συμπόνιας, όταν παραμελούμε τις δικές μας ανάγκες και δεν μπορούμε να θέσουμε υγιή προσωπικά όρια. Η αδυναμία να πούμε «όχι» στους άλλους, για οποιονδήποτε λόγο, μπορεί να οδηγήσει στο να μας εκμεταλλευτούν. Η υπερβολική δοτικότητα μπορεί να οδηγήσει στο να χάσουμε τον εαυτό μας ή να χάσουμε την επαφή με τις δικές μας ανάγκες, καθώς και στην παραμέληση της εκπλήρωσης των δικών μας στόχων. Η καλοσύνη συχνά συνοδεύεται από συναισθηματική ευαλωτότητα. και ως εκ τούτου, μπορεί κατά καιρούς να νιώσουμε απογοήτευση. Επίσης, η καλοσύνη δεν πρέπει να συγχέεται με την ανοχή κακών ή τοξικών συμπεριφορών ή την έλλειψη αυτό-επιβολής όταν αυτό απαιτείται. Τα υπερβολικά ανταγωνιστικά άτομα μπορεί να αντιληφθούν μια γενναιόδωρη ή ευγενική προδιάθεση ως αδυναμία. Επομένως, η καλοσύνη και η γενναιοδωρία πρέπει να συνοδεύονται από τη δυνατότητα διάκρισης. Η συνειδητή καλοσύνη περιλαμβάνει την εξισορρόπηση της συμπόνιας για τους άλλους με δυνατότητα διάκρισης, σοφή οριοθέτηση και μια υγιή αίσθηση αυτοσυντήρησης. Όπως έγραψε η George Eliot: «Είναι καλό να είσαι χρήσιμος και καλοσυνάτος, αλλά μην αφήνεις τον εαυτό σου να λιώσει / να γίνει γράσο κεριού προς όφελος του εμπορίου ζωικού λίπους».

Εικονογραφημένα βιβλία για παιδιά και ενήλικες που εξερευνούν τα θέματα της ευγένειας, της καλοσύνης και της φιλίας:

Οι τρεις ερωτήσεις από έναν αγαπημένο εικονογράφο, τον Jon J Muth, εμπνευσμένες από την ιστορία του Λέων Τολστόι.

Μερικές φορές ο μικρός Νικολάι δεν είναι σίγουρος για το τι πρέπει να κάνει ή αν κάνει το σωστό, οπότε ρωτάει τους φίλους του. Δεν μένει όμως απόλυτα ικανοποιημένος με τις απαντήσεις των φίλων του, κι έτσι αποφασίζει ν’ ανέβει στο βουνό για να συναντήσει μια σοφή χελώνα που έχει ζήσει πάρα πολλά χρόνια. Κάνει τρεις ερωτήσεις: Ποια είναι η καλύτερη στιγμή για να κάνεις κάτι; Ποιος είναι ο πιο σημαντικός; Ποιο είναι το σωστό;

Το βιβλίο Amos and Boris / O Άμος κι ο Μπόρις του William Steig, μια όμορφη ιστορία καλοσύνης, αγάπης, θάρρους και φιλίας μεταξύ δύο φαινομενικά ασύμβατων πλασμάτων, ενός ποντικιού και μιας φάλαινας, πρόθυμων να βοηθήσουν, προς μεγάλη τους έκπληξη, ένα άλλο θηλαστικό.

Το Each Kindness / Κάθε Καλοσύνη γραμμένο από την Jacqueline Woodson και εικονογραφημένο από την E. B. Lewis, μια συγκινητική ιστορία με υπέροχες εικόνες για την καλοσύνη ή την έλλειψή της, της συμπερίληψης, και τις χαμένες ευκαιρίες.

Το How to Heal a Broken Wing / Πώς να επουλώσουμε ένα σπασμένο φτερό του Αυστραλού συγγραφέα και εικονογράφου Bob Graham, μια τρυφερή ιστορία για μικρότερα παιδιά

Το βιβλίο Because Amelia Smiled / Επειδή η Αμέλια χαμογέλασε του David Ezra Stein καταδεικνύει τη δυνατότητα της καλοσύνης να εξαπλωθεί σαν κύματα και πώς όταν γινόμαστε μάρτυρες του καλού και στη συνέχεια επιλέγουμε να το μεταδώσουμε με δημιουργικούς τρόπους το καλό μπορεί να ταξιδέψει παντού. Παρομοίως, ένα εικονογραφημένο βιβλίο χωρίς κείμενο που βρήκα σε ένα τοπικό βιβλιοπωλείο πριν από μερικές εβδομάδες, Μικρές πράξεις καλοσύνης, της Σλοβένας εικονογράφου Marta Bartolj, καταδεικνύει επίσης πώς μια μικρή πράξη καλοσύνης πυροδοτεί μια άλλη και μετά μια άλλη, σαν ένα είδος αλυσιδωτής αντίδρασης. Ωστόσο, για να συμβεί το κυματιστό εφέ, οι παρατηρητές και οι αποδέκτες της καλοσύνης πρέπει να την αντιληφθούν ως θετική και, το πιο σημαντικό, πρέπει να επιλέξουν να ενεργήσουν και αυτοί με καλοσύνη. Και βέβαια οι πράξεις καλοσύνης μπορούν να έχουν πιο σημαντικό αντίκτυπο όταν είναι συλλογικές.