«Χρόνος παρών και χρόνος παρελθόν  / Ίσως κι οι δυο παρόντες σε χρόνο μέλλοντα / Kι ο μέλλων χρόνος μέσα στον παρελθόντα».   Τ.Σ. Έλιοτ

Η σημερινή ανάρτηση αφορά ένα βιβλίο κι ένα podcast.

Βιβλίο

Στο βιβλίο της, Φωτεινή – Όλα είναι μνήμη [εκδ. Καστανιώτη], η Μαριέττα Πεπελάση πλέκει στοιχεία μυθοπλασίας και ερμηνευτικά κείμενα της ψυχοθεραπεύτριας για να αποδώσει το ταξίδι αυτογνωσίας και ενδυνάμωσης της ηρωίδας της, της Φωτεινής. Η συγγραφέας μας λέει ότι με έμπνευση τη Φωτεινή, και κάποιες αναμνήσεις της δικής της ενήλικης ζωής, έγραψε αυτό το κείμενο ως φόρο τιμής σε κάποια γυναίκα που τόλμησε «να ανοίξει το λουλούδι του εαυτού της προς το φως του ήλιου, το φως της αλήθειας». Οι ερμηνευτικές παρεμβάσεις της θεραπεύτριας-αφηγήτριας είναι σύντομες, με σκοπό την διευκόλυνση της κατανόησης από τους αναγνώστες πιθανών αιτιών και πλαισίων. Ουσιαστικά συμπληρώνουν την αφήγηση της ηρωίδας. Ίσως για όσους έχουν γνώσεις ψυχολογίας να φανεί ελλειπής η ανάλυση, αλλά νομίζω ότι είναι επιλογή της συγγραφέα να είναι σύντομες οι παρεμβολές του λόγου της θεραπεύτριας, ν’ αγγίζει ίσα-ίσα κάποιες βαθύτερες αιτίες αφήνοντας χώρο στους αναγνώστες / τριες για δικές τους επεξεργασίες, ερμηνείες και συσχετισμούς μεταξύ συμβάντων. Εξάλλου το βιβλίο αποτελείται μόνο από 190 μικρές σελίδες με 32 σύντομα κεφάλαια με ενδεικτικούς τίτλους όπως: Ο πατέρας, Εσωτερική μετανάστευση, Το χαστούκι, Το ποδήλατο, Θάλασσα, Ο Γάμος, Η εφορία, Τα ψάρια, Φοιτήτρια ξανά, Το μικρό γράμμα (της μητέρας)…..

Η ιστορία της ηρωίδας ξετυλίγεται κυρίως μέσα από τις βασικές σχέσεις της με την ψυχρή και καταπιεστική μητέρα, τον εξιδανικευμένο πατέρα, τον χειραγωγικό και ανταγωνιστικό σύντροφο και τα αγαπημένα της παιδιά. Οι δυο, κατά κάποιο τρόπο παράλληλες, αφηγήσεις μας ταξιδεύουν πίσω στο χρόνο ανιχνεύοντας το τοπίο προηγούμενων γενιών, όταν φυτεύτηκαν οι σπόροι που γέννησαν ή τουλάχιστον συνείσφεραν σε κάποιο βαθμό στα σημερινά συμβάντα, προβλήματα ή αδιέξοδα. Με συμπόνια και κατανόηση για την ανθρώπινη κατάσταση το αφήγημα αγγίζει: παιδικά τραύματα, ελλείμματα αγάπης, απώλειες, στερήσεις, ορφάνια και φτώχεια, ανεκπλήρωτα όνειρα, ανισότητες των φύλων, ζωές χτισμένες πάνω σε φόβους, ανασφάλειες και χειραγωγική επικοινωνία, την επανενεργοποίηση παλιών τραυμάτων από νέες απώλειες, την επιθυμία θανάτου που υποκρύπτει την έντονη επιθυμία για ζωή, τις επακόλουθες ή και αναπόφευκτες ψυχικές άμυνες και στάσεις ζωής, και την τάση επανάληψης δυναμικών κι επιλογών, ως μια προσπάθεια επίλυσης πρώιμων τραυμάτων, συγκρουσιακών συναισθημάτων κι εσωτερικών αντιφάσεων.

Αναδεικνύει θέματα όπως το πόσο καθοριστική είναι η αρχή κάθε σχέσης και το πώς συχνά μπορεί να ενέχει και το τέλος. Κάνει αναφορά στον ποιητή Τ.Σ.Έλιοτ που λέει  «Στην αρχή μου βρίσκεται το τέλος μου». Αναφέρεται στην δυσκολία του δοσίματος και της λήψης αγάπης, τα εμπόδια που βάζουμε οι ίδιοι, την δύσκολη διαδικασία της ψυχολογικής ωρίμανσης, και το πως χωρίς την ευκαιρία της εξερεύνησης, κατανόησης και αποδοχής, παλιά φορτία, προσδοκίες και απώλειες μπορούν ενίοτε να μας οδηγήσουν σε λάθος μονοπάτια. Εστιάζει επίσης στη σημαντικότητα της ηθικής και της ποιότητας της ψυχοθεραπευτικής σχέσης και ταξιδιού που αλλάζουν και τους δυο εμπλεκόμενους. Τέλος εστιάζει και στο τέλος της διαδικασίας, τη φάση του αποχαιρετισμού.

Με αυτό το κείμενο η συγγραφέας τιμά όσους βρίσκουν το κουράγιο να επισκεφθούν εσωτερικούς τόπους ή να εξερευνήσουν μνήμες που οι περισσότεροι προτιμούν να αφήνουν ανέγγιχτες. Γράφει: «Είναι κοπιαστικό αυτό το ταξίδι, και δεν διαθέτουν όλοι την ίδια ικανότητα να εκφράζουν με λόγο τις εσωτερικές δραματικές εμπειρίες και συγκρούσεις. Η πορεία προς τη γνώση του εαυτού δεν έχει εύκολες και άμεσες λύσεις».

**Η Μαριέττα Πεπελάση είναι συμβουλευτική ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια. Έχει γράψει ποίηση και πεζογραφία, και το 2013 έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση ζωγραφικής.

Podcast

Στο Being Well podcast, της 21 Ιουλίου με τίτλο: Is Self-Help Making You Miserable  / Μήπως η Αυτοβοήθεια Σας Κάνει Δυστυχισμένους), ο Rick και Forrest Hanson, συζητούν μερικές από τις παγίδες της βιομηχανίας της αυτοβοήθειας, στην οποία συμμετέχουν και οι ίδιοι. Από τη μία πλευρά, δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να προσπαθεί κανείς να βοηθήσει τον εαυτό του να θεραπευτεί, να ωριμάσει, να αναπτύξει ορισμένες δεξιότητες, να κατανοήσει πώς λειτουργεί ο νους, να διακρίνει άμυνες και συμπεριφορές που μπορεί να μην διευκολύνουν τη ζωή του ή να μην είναι προς όφελος του, να γίνει πιο δραστήριος ή να μάθει περισσότερα για τους λόγους που μπορεί συχνά να «πυροβολεί ο ίδιος τον εαυτό του στο πόδι».  Όπως το θέτει ο Forrest, δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να προσπαθεί  κανείς να «επιτύχει κάποιο είδος αξιόπιστης ευτυχίας και ευεξίας σε έναν πολύ χαοτικό και συχνά αναξιόπιστο κόσμο». Από την άλλη πλευρά, ισχυρίζονται ότι ο τομέας της αυτοβοήθειας έχει πολλά προβλήματα, από γκουρού και πωλητές λαδιού φιδιού έως αχαλίνωτη παραπληροφόρηση και ψευδοεπιστήμη [το κβαντικό αυτό ή εκείνο]. Ειδικά όταν αυτή η παραπληροφόρηση προέρχεται από επιστήμονες ή επαγγελματίες που γνωρίζουν καλύτερα μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους σε επικίνδυνες κουνελότρυπες. Επιπλέον, μας λένε ότι πέρα από αυτά τα προφανή, υπάρχουν και άλλου είδους ζητήματα και πολυπλοκότητες σχετικά με το σύγχρονο χώρο της αυτοβοήθειας.

Ξεκινούν διευκρινίζοντας ότι σε αυτό το επεισόδιο δεν θα καλύψουν όλες τις προβληματικές πτυχές της συγκεκριμένης βιομηχανίας, αλλά θα επικεντρωθούν κυρίως σε δύο μεγάλα ερωτήματα: Ποια είναι τα πιο έμμεσα ζητήματα που τείνουν να εμφανίζονται στο χώρο της αυτοβελτίωσης γενικά; & Ποια είναι η σωστή ισορροπία στη ζωή ενός ατόμου μεταξύ της προσπάθειας να θεραπευτεί, να αναπτυχθεί ή να βελτιωθεί με διαφορετικούς τρόπους, έναντι μιας αδιάκοπης λαχτάρας ή αναζήτησης όπου οι στόχοι απλώς μετατοπίζονται συνεχώς. Δουλεύουν πάντα πάνω σε κάτι… οπότε ποτέ δεν αισθάνονται πραγματικά ικανοποιημένοι;

Από την αρχαιότητα οι άνθρωποι αναζητούσαν τρόπους για να κατανοήσουν τον εαυτό τους και τη ζωή, να επουλώσουν πληγές, να συμβιώσουν καλύτερα με τους άλλους ή να αποφύγουν παγίδες. Φιλόσοφοι, δάσκαλοι και θρησκευτικοί ηγέτες πάντα έθεταν ερωτήσεις ή προσέφεραν συμβουλές και κατευθυντήριες γραμμές, μερικές χρήσιμες, μερικές όχι, από παλιά. Ο Rick αναφέρεται στους Στωικούς, το Τάο Τε Τσινγκ και τα διάφορα θρησκευτικά κείμενα. Σημειώνει ότι υπάρχει μια μακρόχρονη προσπάθεια να προσφερθούν συμβουλές και εργαλεία στους ανθρώπους, ώστε να μπορούν στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσουν μόνοι τους για να ζήσουν και να συνυπάρξουν καλύτερα, και ότι αυτό δεν αφορά μόνο τις σύγχρονες μορφές. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι ορισμένες παγίδες δεν αφορούν μόνο τη σύγχρονη βιομηχανία αυτοβοήθειας. Ορισμένα προβλήματα μπορούν επίσης να εντοπιστούν σε άλλους χώρους, όπου, για παράδειγμα, η φτώχεια, τα βάσανα και οι αρρώστιες μπορεί να προσδιορίζονται ως τιμωρία, είτε επειδή ήδη από τη γέννηση μας φέρουμε την αμαρτία είτε για αμαρτίες μιας προηγούμενης ζωής. Ίσως αξίζει να σκεφτούμε τις οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις αυτών των αντιλήψεων. Ο Rick σημειώνει ότι αυτές οι παγίδες, υπάρχουν εκεί έξω στον κόσμο, κι όχι μόνο στο χώρο της αυτοβοήθειας, και ότι αυτές οι ιδέες: «ευνοούν τους ανθρώπους που βρίσκονται σε ανώτερες θέσεις / κάστες».

Ένα άλλο ζήτημα που τονίστηκε στο podcast είναι ότι: «όταν το άτομο είναι η κύρια μονάδα ανάλυσης, όλα τα προβλήματα γίνονται προσωπικά προβλήματα. Όταν αυτό που εξετάζουμε είναι μόνο εσένα ως άτομο και ολόκληρο το πλαίσιο μας είναι αυτό που κάνεις για να αλλάξεις τον εαυτό σου και να βελτιωθείς με διαφορετικούς τρόπους, όλα πλέον αφορούν εσένα». Αν αφιερώσετε αρκετό χρόνο ερευνώντας τον χώρο της αυτό-βοήθειας σύντομα θα συνειδητοποιήσετε ότι λαμβάνει χώρα μια παράλογη τοποθέτηση εκτός πλαισίων και γενίκευση, όπου οι παράγοντες που παίζουν ρόλο φαίνεται να είναι μόνο η επιθυμία για αλλαγή και οι πράξεις του ατόμου, για παράδειγμα. Είναι ένα είδος gaslighting που μπορεί να αποπροσανατολίσει τους ανθρώπους από την πραγματικότητα και να ενσταλάξει ενοχές κι αισθήματα ανημποριάς. Κοινωνικοοικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες, ατομικές διαφορές, γεωγραφία και συνθήκες διαμονής, ευκαιρίες για απασχόληση, πολιτισμικά πλαίσια, συνομήλικοι, οικογενειακά και κοινωνικά δίκτυα, όλα καθίστανται αόρατα.

Σύντομα συνειδητοποιεί κανείς ότι ορισμένοι χώροι στην πραγματικότητα προωθούν ένα σκληρό, αν και κατά καιρούς διακριτικό, νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, μέσα από το οποίο κατανοούνται η ανθρώπινη συμπεριφορά, οι οικογένειες, οι σχέσεις, οι κοινωνίες, οι αιτίες και τα προβλήματα. Ο Rick παρατηρεί  «ένα είδος υποκείμενου νεοφιλελευθερισμού στον τρόπο που τείνει να λειτουργεί η βιομηχανία αυτοβοήθειας. Το άτομο είναι η κύρια κινητήρια δύναμη των πραγμάτων. Πρόκειται για προσωπική ευθύνη. Είναι κάπως πολύ Δυτικό, να ανασκουμπώνεσαι και να σηκώνεσαι μόνος σου. Ξέρετε, αν απλώς απορυθμίζαμε τα πάντα, τότε όλα θα ήταν εντάξει, επειδή τα άτομα θα μπορούσαν να λάμψουν χωρίς να επιβαρύνονται από οτιδήποτε… είναι ενδιαφέρον ο βαθμός στον οποίο μερικοί, πολλά άτομα στον χώρο της αυτοβοήθειας είναι προοδευτικοί και θα έλεγα κοινωνικά δημοκράτες. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι στο χώρο αυτοβοήθειας, θα τον έλεγα χώρο αυτοβελτίωσης, που τείνουν προς τον καπιταλισμό laissez-faire [καπιταλισμό με ελάχιστη κρατική παρέμβαση], και περισσότερο προς αυτό το τραχύ ατομικιστικό πλαίσιο».

Ήταν κάπως αναζωογονητικό να ακουστεί κατά τη διάρκεια του podcast ότι πράγματα, όπως ας πούμε η φτώχεια, υπάρχουν στην πραγματικότητα και επηρεάζουν τη σωματική και ψυχική υγεία, το επίπεδο πρόσβασης σε υπηρεσίες και στην εκπαίδευση, μελλοντικές προοπτικές απασχόλησης, και τις πιθανότητες αυτοπραγμάτωσης. Παραθέσω ένα κομμάτι από την συνομιλία τους: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα ψυχικής υγείας στον κόσμο, σίγουρα στην Αμερική, είναι η φτώχεια… Αν θέλετε να βελτιώσετε την ψυχική υγεία, βγάλτε τους ανθρώπους από τη φτώχεια… Και υπάρχουν προφανείς τρόποι για να το κάνετε αυτό». Ο Rick αναφέρεται επίσης σε παράγοντες όπως η επιρροή των συνομηλίκων. Χρησιμοποιεί την εμπειρία του γιου του, Forrest, στο σχολείο, για να καταδείξει τον αντίκτυπο άλλων παιδιών ή ομάδων συνομηλίκων και κάποιων σχολικών δυναμικών: «Και μετά σκεφτείτε τις αιτίες αυτού, τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένο το σχολικό σύστημα και τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά αποσυνδέονται από την καθημερινή ζωή και τοποθετούνται σε τέτοιου είδους χώρους, όπως σχολεία και εμπορικά κέντρα (mall), όπου  αρκετές φορές επικρατούν δυναμικές όπως στο βιβλίο Άρχοντας των Μυγών  / Lord of the Flies…»

Ένα άλλο ζήτημα που συζητούν αφορά το πόσο εύκολο είναι για κάποιον που έχει επαγγελματική πρόσβαση σε ένα αποτελεσματικό φαρμακευτικό ή ψυχολογικό εργαλείο να το δει ως μια αποτελεσματική πανάκεια αγνοώντας τις ατομικές διαφορές και τα διαφορετικά πλαίσια. Επίσης, αναφέρονται στο πόσο συχνά σε χώρους προσωπικής ανάπτυξης και ενσυνειδητότητας μπορεί κανείς να βρει μια ατμόσφαιρα ανταγωνισμού κι επίδειξης. Ο Forrest σημειώνει: «Ζητήματα  status και παιχνίδια εξουσίας υπάρχουν παντού. Και μόνο και μόνο επειδή οι άνθρωποι είναι λίγο πιο ψυχολογικά καταρτισμένοι δεν σημαίνει ότι αυτά τα παιχνίδια εξουσίας εξαφανίζονται».

Επιπλέον, συζητούν τις εγγενείς συγκρούσεις εντός του κλάδου, όπως το γεγονός ότι αφενός, ο στόχος είναι να βοηθηθούν οι άνθρωποι να λύσουν ορισμένα προβλήματα, να κινηθούν περισσότερο προς την αυτοπραγμάτωση ή να δημιουργήσουν περισσότερη χαρά και ικανοποίηση στη ζωή τους, και αφετέρου, η επίτευξη αυτών ακριβώς των στόχων είναι κακή για τις επιχειρήσεις. Ο Forrest αναφέρει ότι «ένας πολύ καλός τρόπος για να βγάλεις χρήματα είναι να βρεις νέα πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι θα νιώθουν ανασφαλείς. Και το πρόβλημα με αυτό είναι ότι ουσιαστικά η δομή των κινήτρων αλλάζει για τους ανθρώπους που δημιουργούν περιεχόμενο. Όταν το κίνητρο είναι να συνεχίσει κάποιος να αγοράζει προϊόντα, η ικανοποίηση είναι κακή για τις επιχειρήσεις».

Τέλος, τονίζουν τη σοφία μιας ισορροπημένης μέσης οδού, όπου οι προσπάθειές μας να ωριμάσουμε, να αποκτήσουμε επίγνωση, να θεραπευτούμε ή να ανακτήσουμε την αυτοπεποίθησή μας, εξισορροπούνται με τη γνώση ότι «ζούμε και υπάρχουμε μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο. Κι αυτό είναι το κομμάτι που συχνά χάνεται», καθώς η βιομηχανία αυτοβοήθειας τείνει να προωθεί την ιδέα: «εσύ είσαι το πρόβλημα, κάνε αυτό το πράγμα, το πρόβλημά σου θα βελτιωθεί». Αν δεν βελτιωθεί η κατάσταση είναι επειδή δεν έκανες αυτό που σου πρότεινα αρκετά καλά». Επίσης, καθ’ όλη τη διάρκεια του podcast επικεντρώνονται στη σημασία της αυτενέργειας και προσωπικής δράσης: «Υπάρχει αυτή η τεράστια προώθηση και ανάδειξη στο προσκήνιο της αυτενέργειας. Οι ζωές των ανθρώπων τείνουν να αλλάζουν όταν αρχίζουν να αναλαμβάνουν μεγαλύτερη ευθύνη για ότι συμβαίνει σε αυτές….».

Ο Forrest συνοψίζει τη συζήτηση προσφέροντας ορισμένες βασικές αρχές που θα μπορούσαν να λάβουν υπόψη οι άνθρωποι κατά την ενασχόλησή τους με υλικό αυτοβοήθειας ή με οποιαδήποτε διαδικασία ανάπτυξης ή θεραπείας, προκειμένου να αποφύγουν τις διάφορες παγίδες και να είναι πιο διορατικοί, επιλεκτικοί και ενεργοί καθ’ όλη τη διαδικασία. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πρόσφατη τεράστια ενσωμάτωση του περιεχομένου ψυχολογίας και αυτοβελτίωσης έχει εισαγάγει χρήσιμες πληροφορίες στη ζωή μας σχετικά με: το πώς να μεγαλώνουμε με καλύτερους τρόπους τα παιδιά, τη θεωρία της προσκόλλησης, τον αντίκτυπο του παρελθόντος στην τρέχουσα ευημερία μας και την ανάγκη να ενσωματώσουμε προηγούμενες εμπειρίες και πτυχές του εαυτού μας, την κατανόηση του εαυτού και των αποφάσεων μας και τις δυναμικές των σχέσεών μας, κάτι που γενικά είναι θετικό, αλλά όχι χωρίς προβλήματα και παγίδες.

Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για αυτό το θέμα στο τρίτο μέρος μιας παλαιότερης ανάρτησης (4-6-2023) στην οποία είχα συμπεριλάβει μια παρουσίαση του βιβλίου, Manufacturing Happy Citizens: How the Science and Industry of Happiness Control Our Lives των Edgar Cabanas και Eva Illouz, στη διεύθυνση: http://www.trauma-art-alexandritonya.com/?p=10445&lang=el

The Day I am Free    /     Τη Μέρα που θα Είμαι Ελεύθερη

«Κάθε χώρα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της για τους Ρομά κατοίκους της, κανείς δεν πρέπει να καταφεύγει σε άλλη χώρα για να διασφαλίσει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του…» Hans Caldaras  / Χανς Καλδάρας (μουσικός, ξάδερφος της Taikon)

Η σημερινή ανάρτηση αφορά ένα βιβλίο με τον τίτλο, The Day I am Free  / Τη Μέρα που θα Είμαι Ελεύθερη, το οποίο αφηγείται την ιστορία της Καταρίνα Τάικον σε τρία μέρη. Η πρώτη ενότητα περιέχει τη βιογραφία της, γραμμένη από τη Lawen Mohtadi το 2012. Η Mohtadi εξετάζει τα ιστορικά συμφραζόμενα, το κοινωνικοπολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο των γεγονότων της ζωής και του ακτιβισμού της Τάικον. Για παράδειγμα, γράφει ότι «κατά την ίδια περίοδο που η σουηδική κοινωνία πρόνοιας αρχίζει να διαμορφώνεται, αναδύεται ένα άλλο πολιτικό ρεύμα: η ευγονική». Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει τον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφικά βασισμένης σειράς παιδικών βιβλίων της Τάικον, Katitzi / Κατίτζι, όπου διηγείται τον αγώνα ενός κοριτσιού ως μέλος μιας εθνοτικής μειονότητας στη Σουηδία. Η τρίτη ενότητα περιλαμβάνει ένα δοκίμιο για τον πολιτιστικό αντίκτυπο της Katitzi από την επιμελήτρια Μαρία Λιντ. Το βιβλίο περιέχει επίσης φωτογραφίες, εξώφυλλα και εικονογραφήσεις των βιβλίων.

Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε ότι η Σουηδία είναι ένα κράτος πρόνοιας, μια κοινωνία που δίνει προτεραιότητα στα περιβαλλοντικά ζητήματα και την ανακύκλωση, την κοινωνική συμμετοχή, την ελεύθερη πρόσβαση σε καλής ποιότητας εκπαίδευση, βρεφονηπιακή φροντίδα και υπηρεσίες υγείας. Ο λαός της διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα προσδόκιμο ζωής στον κόσμο. Οι Σουηδοί έχουν επίσης καταφέρει να εξισορροπήσουν την εργασία και τον ελεύθερο χρόνο καλύτερα από άλλες χώρες, έχουν ακολουθήσει μια πολιτική ειρήνης από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και νομίζω, δεν έχουν εμπλακεί σε άμεση στρατιωτική σύγκρουση από τις αρχές του 19ου αιώνα. Πολλοί είμαστε εξοικειωμένοι με τα έπιπλα ή άλλα οικιακά προϊόντα του  ΙΚΕΑ. Η Σουηδία είναι επίσης μια όμορφη χώρα. Η επιθυμία μου να την επισκεφτώ, έστω και για λίγο, εκπληρώθηκε όταν πριν κάμποσα χρόνια μπόρεσα να πάω στη Στοκχόλμη και σε μια κοντινή περιοχή της Φινλανδίας κατά τη διάρκεια των Χριστουγεννιάτικων διακοπών.

Στην εφηβεία ξεκίνησα να παρακολουθώ και να διαβάζω, ταινίες και βιβλία Σουηδών δημιουργών. Γνωρίζω τη Σουηδία μέσα από το πρίσμα και τα γραπτά του Θεόδωρου Καλλιφατίδη, ενός Έλληνα που ζει και γράφει στη Σουηδία από το 1964, κι ερευνά θέματα που αφορούν: τη μνήμη, την ταυτότητα, την αποξένωση, την εμπειρία του ανήκειν αλλά και του να είσαι ξένος, την μετανάστευση και τον εκτοπισμό, την περίπλοκη διαδικασία ενσωμάτωσης και διαχείρισης πολιτισμικών διαφορών, την δική του εμπειρία της γραφής στα ελληνικά και στα σουηδικά. Σχετικά με την εγκατάλειψη της πατρίδας και τη μετανάστευση γράφει: «Η μετανάστευση είναι ένα είδος επιμέρους αυτοκτονίας. Δεν πεθαίνεις, αλλά πολλά πεθαίνουν μέσα σου. Κι όχι μόνο, η γλώσσα» και «Η πατρίδα σου σε κάνει περισσότερο ξένο από ότι νιώθεις».

Ωστόσο, δεν υπάρχει μέρος στη γη που να εξαιρείται από κοινωνικά δεινά και η Σουηδία έχει τη δική της ιστορία και τις δικές της ιστορίες ρατσισμού και διακρίσεων κατά μειονοτήτων και μεταναστών. Αυτό που ίσως είναι λιγότερο γνωστό είναι η ιστορία των Ρομά της Σουηδίας, καθώς και οι αγώνες που έγιναν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Δεν υπάρχει τίποτα το εξαιρετικό στη μεταχείριση των Ρομά στη Σουηδία. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, αυτές οι μειονότητες υφίστανται συστηματικές και εκτεταμένες διακρίσεις σε όλη την Ευρώπη από πολύ παλιά. Το 2016, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επινόησε τον όρο αντιτσιγγανισμός για να περιγράψει την θεσμική και ατομική εχθρότητα, την επιθετικότητα και τον αποκλεισμό των Ρομά. Η μεγαλύτερη αδερφή της Καταρίνα Τάικον, η Ρόζα, είχε πει: «Ανησυχώ. Μήπως γυρίζουμε πίσω στη δεκαετία του 1930 και του 1940; Βλέπουμε Ρομά στα Βαλκάνια, όπου μπορεί να ζουν με τα παιδιά τους σε τοξικούς σωρούς σκουριάς….».

Η Καταρίνα Τάικον, ηθοποιός και παραγωγική συγγραφέας, θεωρείται εξέχουσα ακτιβίστρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων του 20ού αιώνα στη Σουηδία, συχνά συγκρινόμενη με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ. Τα γραπτά της καθόρισαν τον αγώνα των Ρομά για ίσα δικαιώματα, κι επίσης, παρήγαγε ρεαλιστικές και αντιρατσιστικές αφηγήσεις για παιδιά. Έζησε στη Σουηδία σε μια εποχή που η μειονότητα των Ρομά υφίστατο σοβαρές διακρίσεις, αποκλείονταν από την εκπαίδευση, τη στέγη και τα δικαιώματα του πολίτη που παρείχε το σουηδικό κράτος πρόνοιας στους πολίτες του. Οι δραστηριότητες της Τάικον στόχευαν στη διασφάλιση των πολιτικών δικαιωμάτων των Ρομά στη Σουηδία, και μέσω πολιτικού ακτιβισμού και εκστρατειών στα μέσα ενημέρωσης και γραφής, έθεσε το ζήτημα των συνθηκών διαβίωσης των Ρομά.

Η Taikon γεννήθηκε το 1932 σε έναν καταυλισμό στη Σουηδία, το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του Johan Taikon, ενός μουσικού και αργυροχρυσοχόου Καλντεράς Ρομά, του οποίου οι γονείς ήταν Ούγγροι υπήκοοι και είχαν έρθει στη Σουηδία από τη Ρωσία στις αρχές του 20ού αιώνα και ο οποίος παρέμεινε άπατρις σε όλη του τη ζωή, και μιας μη Ρομά νεαρής Σουηδέζας, της Agda Karlsson, την οποία ο Johan γνώρισε ενώ εκείνη εργαζόταν ως σερβιτόρα και αυτός ως βιολιστής στο ίδιο εστιατόριο. Η Agda έγινε η δεύτερη σύζυγός του και δημιούργησε μια σχέση «κόρης-μητέρας» με την πρώτη σύζυγο, γνωστή ως mami Masha, η οποία ήταν τότε πενήντα ετών. Η Masha υπήρξε χορεύτρια στο Θέατρο Μπολσόι στη Ρωσία και δεν ήταν Ρομά. Η Agda πέθανε 29 ετών από φυματίωση αφήνοντας πίσω τέσσερα μικρά παιδιά. Η Katarina Taikon και τα αδέλφια της ήταν δεμένα με την mami Masha και όταν πέθανε η μητέρα τους, τα στήριξε.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, ο Johan Taikon γνώρισε μια μη Ρομά Σουηδέζα, τη Siv, η οποία θα γινόταν η μητριά των παιδιών, και η μητέρα τριών νέων αδελφών. Η Masha στάλθηκε να ζήσει σε άλλο καταυλισμό συγγενών και η Καταρίνα δόθηκε στους Kreuters, ένα άτεκνο ζευγάρι, που ήθελε να την υιοθετήσει. Η ζωή της Καταρίνα άλλαξε δραματικά, τώρα ζούσε σε ένα ζεστό σπίτι, είχε το δικό της διακοσμημένο υπνοδωμάτιο που έμοιαζε με κατάστημα παιχνιδιών, φορέματα και ότι φαγητό ήθελε. Έζησε μαζί με τους Kreuters δύο χρόνια μα στη συνέχεια παραδόθηκε σε υπηρεσίες παιδικής μέριμνας επειδή ήθελαν να την υιοθετήσουν κι ο πατέρας της δεν συμφωνούσε. Ήταν επτά ετών όταν μεταφέρθηκε στο ορφανοτροφείο, κι όταν λίγες εβδομάδες αργότερα ο πατέρας της πήγε να την πάρει, αρνήθηκε να πάει μαζί του. Στο τέλος επέστρεψε στην οικογένειά της, όπου παρά τη ζεστασιά και την κατανόηση του πατέρα της, υπέμενε ξυλοδαρμούς και συναισθηματική κακοποίηση από τη μητριά της.

Παρόλο που ο Γιόχαν Τάικον είχε προσπαθήσει να γράψει τα παιδιά του στο σχολείο, πάντα υπήρχαν εμπόδια, είτε από τις τοπικές αρχές, είτε από άλλους γονείς, οι οποίοι δεν ήθελαν παιδιά Ρομά στα σχολεία τους. Η Καταρίνα φοίτησε σε σχολείο για πολύ μικρό διάστημα στην ηλικία των 10 ετών.  Ουσιαστικά έμαθε να διαβάζει στην ενήλικη ζωή της. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών [όπως είχε συμβεί λίγα χρόνια νωρίτερα και στη μεγαλύτερη αδερφή της, Ρόζα] η Καταρίνα αναγκάστηκε να παντρευτεί κάποιον μεγαλύτερο ξάδελφο. Όμως και οι δύο αδελφές εγκατέλειψαν αυτούς τους παιδικούς γάμους. Η Καταρίνα βρήκε καταφύγιο σε ένα ίδρυμα για κορίτσια που λειτουργούσε μια ανθρωπιστική οργάνωση, όπου την υποστήριξαν στην απόκτηση εργασίας, αποταμίευσης λίγων χρημάτων, και απόκτηση οικονομικής ανεξαρτησίας.

Το 1947, της προσφέρθηκε ένας ρόλος από τον Αrne Sucksdorff, σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ και πρώτο νικητή Όσκαρ στη Σουηδία. Της πρόσφερε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία μικρού μήκους του, Departure. Παρόλο που η ταινία απεικόνιζε τη ζωή των Ρομά με ρομαντικό τρόπο, οι διάλογοι είναι στη γλώσσα Ρομάνι και οι Ρομά δεν απεικονίζονταν με αρνητικό πλαίσιο. Η συμμετοχή της στην ταινία της άνοιξε την πόρτα για περαιτέρω καλλιτεχνική και δημόσια δραστηριότητα. Κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, η Τάικον έκανε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει, αλλά έπαιζε όλο και πιο πολύ σε ταινίες και θεατρικά έργα, συχνά με την αδερφή της, Ρόζα, κι άρχισε να κινείται σε καλλιτεχνικούς κύκλους. Το 1952, ο ηθοποιός Περ Όσκαρσον προσέφερε στις δυο αδελφές διαμονή στο μεγάλο σπίτι του, όπου έμαθαν για τη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για όλους τους ανθρώπους και την υπεράσπιση του δικαιώματος για στέγη, απασχόληση κι εκπαίδευση, κάτι που θα αποδεικνυόταν κρίσιμο για τη στροφή των αδελφών Τάικον στον ακτιβισμό και την προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών ζωής των Ρομά.

Στο βιβλίο, η Mohtadi αναφέρεται σε φίλους και συγγενείς που ανήκαν στον κύκλο της Καταρίνα Τάικον. Σημειώνει ότι «η καθημερινή ζωή της Katarina δεν έκανε διάκριση μεταξύ εργασίας και ευχαρίστησης, προσωπικού και πολιτικού: οι διαφορετικές σφαίρες αλληλοεπικαλύπτονταν σε μεγάλο βαθμό». Ένα πολύ κοντινό πρόσωπο της Καταρίνα ήταν η μεγαλύτερη αδελφή της. Η Rosa Taikon γεννήθηκε το 1926 και υπήρξε μητρική φιγούρα για την Katarina. Όπως και ο πατέρας τους, η Ρόζα επέλεξε να γίνει αργυροχόος και από την πρώτη της έκθεση το 1966, τα κοσμήματα της και η τέχνη της εκτέθηκαν σε διάσημες γκαλερί σε όλη τη Σουηδία. Το έργο της αποτελεί μέρος μόνιμων εκθέσεων σε διάφορα μουσεία στη Σουηδία και στο εξωτερικό. Μαζί με την αδελφή της, συμμετείχε σε πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες που σχετίζονταν με τα δικαιώματα των Ρομά. και τιμήθηκε με βραβεία και διακρίσεις, τόσο για την τέχνη της όσο και για το έργο της στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πέθανε το 2017.

Ο Hans Caldaras / Χανς Καλδάρας, ένας νεότερος ξάδερφος Ρομά, ήταν ένας από τους πολλούς που φιλοξενήθηκε στο σπίτι της Καταρίνα για λίγο καιρό όταν ήταν νέος και ήθελε να ξεκινήσει μια μουσική καριέρα. Στο βιογραφικό του αναφέρεται ότι έχει κάνει σχεδόν τα πάντα ως καλλιτέχνης, συναυλίες, μιούζικαλ, θεατρικά έργα, φεστιβάλ, πολλούς δίσκους και μια ποικιλία ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εμφανίσεων. Το ρεπερτόριό του είναι μουσική Ρομά με επιρροές από αυτοσχέδια τζαζ, λάτιν και τσιγγάνικη σουίνγκ. Ο Καλδάρας αναφέρει ότι η Καταρίνα και ο Μπιορν τον μύησαν στο γαλλικό σινεμά και πήγαιναν μαζί σε εστιατόρια και μπαρ, ενώ εκείνος φρόντιζε τα παιδιά όταν ήταν απασχολημένοι. Γράφει: «Οι πολιτικές συζητήσεις, το ζήτημα των Ρομά, η γεωπολιτική της Σουηδίας, ήταν κάτι μόνιμο στο σαλόνι τους».

Το 1958, η Καταρίνα γνώρισε τον φωτογράφο Bjorn Langhammer / Μπιορν Λάνγκχαμμερ, ο οποίος έγινε σύζυγός της και συνεργάτης σε πολλά καλλιτεχνικά και πολιτικά έργα. Την ίδια χρονιά, μαζί με την Ρόζα και τον Μπιορν, ξεκίνησε ένα διετές πρόγραμμα σπουδών σε ένα δημόσιο κολέγιο. Έχοντας αποκτήσει τη βασική εκπαίδευση, η Καταρίνα μπόρεσε να συνεχίσει τις σπουδές της και παρακολούθησε ένα πρόγραμμα σπουδών  διοίκησης επιχειρήσεων. Μετά τις σπουδές της, ανέλαβε τη διεύθυνση του Vips American Ice Cream Bar στη Στοκχόλμη, το οποίο έγινε στέκι για πολλούς φίλους και γνωστούς της, ενώ στους πελάτες της συγκαταλέγονταν πολλοί ηθοποιοί και καλλιτέχνες. Η Καταρίνα Τάικον απέκτησε το τρίτο της παιδί, τον Νίκι, το 1961, πατέρας του οποίου ήταν ο Λάνγκχαμαρ.

Την επόμενη χρονιά δολοφονήθηκε ο αδελφός της, Paul, κι ένα χρόνο αργότερα το 1963 εκδόθηκε το πρώτο της αυτοβιογραφικό βιβλίο για ενήλικες, με τίτλο Γυναίκα Τσιγγάνα, ένα σημαντικό επίτευγμα αν αναλογιστεί κανείς ότι ήταν το πρώτο βιβλίο Ρομά συγγραφέα που ασχολούνταν με τις συνθήκες διαβίωσης των Ρομά στη Σουηδία. Η Mohtadi σχολιάζει: «Το βιβλίο προσγειώθηκε σαν βόμβα στη σουηδική κοινωνία… Η Σουηδία ανέλαβε ηγετικό ρόλο ως υποστηρικτής της παγκόσμιας ισότητας και δικαιοσύνης. Η αυτό-αντίληψη του έθνους βασιζόταν σε μια ιδέα για τη Σουηδία ως ένα μέρος απαλλαγμένο από ρατσισμό ή, όπως μερικές φορές ονομαζόταν, από προβλήματα μειονοτήτων». Το βιβλίο πυροδότησε μια δημόσια συζήτηση σχετικά με την ασυμφωνία μεταξύ του σουηδικού κράτους πρόνοιας και του διαχωρισμού του πληθυσμού των Ρομά, και την ανάγκη να γίνει κάτι γι’ αυτό.

Ένα χρόνο αργότερα, η Taikon γνώρισε τον Martin Luther King Jr., ο οποίος είχε έρθει στη Σκανδιναβία για να παραλάβει το Νόμπελ Ειρήνης, και μαζί με την αδελφή της Rosa, εγκαινίασαν, μεταξύ άλλων, μια σειρά μαθημάτων αλφαβητισμού για ενήλικες Ρομά. Επειδή οι σουηδικές εκπαιδευτικές αρχές δεν ήταν διατεθειμένες να χρηματοδοτήσουν περαιτέρω εκπαίδευση για τους Ρομά, το Σωματείο των Ρομά οργάνωσε μια σειρά διαμαρτυριών που κορυφώθηκαν την 1η Μαΐου 1965. Οι διαμαρτυρίες ήταν επιτυχείς και μια αντιπροσωπεία με επικεφαλής την Katarina προσκλήθηκε να μιλήσει με τον πρωθυπουργό Tage Erlander. Ως αποτέλεσμα, άνοιξαν δέκα σχολεία ενηλίκων στη Σουηδία μέσα σε ένα χρόνο και το πρόγραμμα συμπεριλήφθηκε στο εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το Σωματείο συνέχισε να εκδίδει το δικό του περιοδικό με τίτλο We Live / Ζούμε από το 1965 έως το 1973, και η Taikon δημοσίευσε το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο We Are Gypsies / Είμαστε Τσιγγάνοι.Το 1964, η Καταρίνα διορίστηκε επίτιμο μέλος της Σουηδικής Συμμαχίας Νέων για την Ειρήνη.

Το 1967, οι σουηδικές αρχές στράφηκαν στην Taikon για βοήθεια σχετικά με το καθεστώς των Ρομά προσφύγων από την Πολωνία και την Ιταλία. Μετά από μια αρχική αποτυχία να επιτραπεί στους πρόσφυγες να παραμείνουν, οργανώθηκε μια διαμαρτυρία που οδήγησε σε μια νέα συνάντηση με τον υπουργό, στην οποία αποφασίστηκε ότι θα τους επιτρεπόταν να παραμείνουν. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση αποφάσισε να μην χορηγηθεί άσυλο σε μια ομάδα 47 Γάλλων Ρομά. Αν κι αυτή η απόφαση ανατράπηκε δύο χρόνια αργότερα, η απέλαση απογοήτευσε και επηρέασε τη στάση της Taikon σχετικά με τον τρόπο αλλαγής της κοινωνίας. Κι έτσι αποφάσισε να επικεντρωθεί στα παιδιά και τους νέους πιστεύοντας ότι αυτοί ήταν η κινητήρια δύναμη αλλαγής της σουηδικής κοινωνίας.

Έτσι, τη δεκαετία του 1970 άρχισε να γράφει μια ημιαυτοβιογραφική σειρά για παιδιά και εφήβους με επίκεντρο ένα νεαρό κορίτσι Ρομά, την Κατίτζι. Η σειρά σημείωσε τεράστια επιτυχία και έγινε το πιο πολυδιαβασμένο παιδικό βιβλίο στη Σουηδία, μετά τη σειρά βιβλίων της Πίπι Λονγκστόκιν της Άστριντ Λίντγκρεν. Βασίστηκε στις δικές της εμπειρίες και άγγιξε θέματα αδικίας, άγνοιας και αποκλεισμού των Ρομά στη Σουηδία. Η Maria Lind γράφει: «Η Κατίτζι καταφέρνει, παρά τις αρκετά άθλιες συνθήκες, να βρει τον δρόμο της προς μια αποδεκτή ύπαρξη, και με τον καιρό, προς την αυτοπραγμάτωση».

Το έργο της Τάικον για την επίτευξη κοινωνικών αλλαγών την έφερε σε επαφή τόσο με τους πιο περιθωριοποιημένους όσο και με πολλούς καλλιτέχνες, ακτιβιστές και πολιτικούς, μέχρι και τον Πρωθυπουργό. Ο δια βίου αγώνας της για τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ρομά και την πρόσβαση στην εκπαίδευση και σε αξιοπρεπή στέγη για τη μειονότητα των Ρομά ήταν επιτυχής. Ωστόσο, έγινε και στόχος επιθέσεων και, τελικά, το σωρευτικό αποτέλεσμα της προσωπικής ιστορίας της και τραυματικών εμπειριών, της έλλειψης ξεκούρασης και της υπερβολικής εργασίας οδήγησε σε εξάντληση, κατάθλιψη, σωματικές ασθένειες και πόνο. Νοσηλεύτηκε επίσης για διπλή πνευμονία. Η Mohtad γράφει: «Οι απαιτήσεις είχαν αυξηθεί από όλες τις κατευθύνσεις. Κάποιες ήταν δικής της δημιουργίας: πίστευε ότι είχε την υποχρέωση να μεταμορφώσει την κοινωνία κι ότι οι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να υποφέρουν και να αγωνίζονται για να επιβιώσουν. Άλλες απαιτήσεις προέρχονταν από εξωτερικές πηγές, από ανθρώπους που ζητούσαν βοήθεια που δεν μπορούσε να αρνηθεί…»

Το 1981, ένα χρόνο αφότου η Taikon και ο Langhammer εξέδοσαν το τελευταίο βιβλίο της σειράς, χώρισαν. Την επόμενη χρονιά, υπέστη καρδιακή προσβολή ενώ υποβαλλόταν σε εξετάσεις σε νοσοκομείο κι έπεσε σε κώμα από το οποίο δεν ξύπνησε ποτέ. Ο Langhammer τη φρόντισε στο σπίτι τους μέχρι τον θάνατό του το 1986. Στη συνέχεια, τα τρία παιδιά της και η αδερφή της, Ρόζα, τη φρόντισαν μέχρι που απεβίωσε το 1995. Η αδελφή της, Ρόζα, βρισκόταν στο πλευρό της.

Από το 1975 οι ιστορίες της Katitzi είχαν ήδη αρχίσει να διασκευάζονται σε άλλα μέσα με την έκδοση κόμικς, τη δημιουργία τηλεοπτικής σειράς και θεατρικών παραστάσεων. Το 2012 η βιογραφία της, The Day I Am Free, εκδόθηκε από την Mohtadi και το 2015 η ίδια και ο δημοσιογράφος Gellert Tamas έφτιαξαν ένα ντοκιμαντέρ βασισμένο στο βιβλίο, The Untold Story of a Roma Freedom Fighter / Η ανείπωτη ιστορία μιας Ρομά αγωνίστριας της ελευθερίας. Το 2019, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τεχνών και Πολιτισμού των Ρομά (ERIAC) στη Στοκχόλμη διοργάνωσε μια έκθεση αφιερωμένη στην Katitzi και την επιρροή της σε μια ολόκληρη γενιά. Παρήχθησαν επίσης επτά μικρού μήκους ντοκιμαντέρ αφιερωμένα στο βιβλίο και την συγγραφέα του, και οι ιστορίες της Katitzi επανεκδόθηκαν.

H ΖΩΗ ΩΣ ΚΕΝΤΗΜΑ                                                           Edited-July 22nd, 2025

«Το κέντημα μπορεί να μας απομακρύνει πολύ από το σημείο που βρισκόμαστε στη φαντασία μας, αλλά μπορεί επίσης να μας οδηγήσει πίσω εκεί που ανήκουμε.» Clare Hunter

«Το ράψιμο δεν παγιδεύει μόνο τη μνήμη. Μπορεί επίσης να βοηθήσει στην αναζωπύρωσή της.»  Clare Hunter

Στο βιβλίο της, Threads of Life: A History of the World Through the Eye of a Needle / Κλωστές της Ζωής: Μια Ιστορία του Κόσμου Μέσα από το Μάτι μιας Βελόνας, η Clare Hunter, μια καλλιτέχνιδα υφασμάτων / textile artist, κατασκευάστρια πανό και επιμελήτρια εκθέσεων με κοινοτικό πνεύμα από τη Σκωτία, ανιχνεύει την ιστορία της κεντητικής σε όλες τις εποχές και εξερευνά τις εκφραστικές δυνατότητες και τις ποικίλες χρήσεις του υφάσματος, της βελόνας και της κλωστής. Το βιβλίο της αφορά την κοινωνική, καλλιτεχνική, πολιτική και συναισθηματική σημασία του ραψίματος και του κεντήματος. Είναι μια ευρεία αφήγηση των τρόπων με τους οποίους τα έργα με βελόνα, κάθε είδους, υπήρξαν σημαντικά και νοηματοδοτήθηκαν κατά τη διάρκεια της ιστορίας,  και το πως αποτελούν ένα χρονικό μνήμης, ταυτότητας, δύναμης, πολιτικής, διαμαρτυρίας, απώλειας και ανάκαμψης. Πάνω απ ‘όλα, είναι ένα βιβλίο για την έμφυτη ανθρώπινη ανάγκη μας να λέμε ιστορίες, ανεξάρτητα από το μέσο, καθώς και της αφηγηματικής  δυνατότητας της κεντητικής. Το ράψιμο και το κέντημα δεν είναι μόνο ένα μέσο για τη δημιουργία έργων ομορφιάς, αλλά και μια ανατρεπτική τέχνη που έχει επιτρέψει σε άτομα και συλλογικότητες να εκφραστούν, να επικοινωνήσουν ιδέες και συναισθήματα, να διαμαρτυρηθούν, να συνδεθούν γενεαλογικά και να καταγράψουν ιστορικά γεγονότα. Κυρίως γυναίκες, αλλά και πολλοί άνδρες, έχουν χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του ραψίματος και του κεντήματος για να ακουστεί η φωνή τους, ακόμη και σε πολύ δύσκολες συνθήκες.

Η Hunter χρησιμοποιεί την ιστορία της κεντητικής ως πρίσμα για να εξερευνήσει την ανθρώπινη ιστορία και τα ιστορικά γεγονότα, με έμφαση στο ράψιμο και το κέντημα ως μέσο έκφρασης για τους πληγωμένους, τους περιθωριοποιημένους, τους φτωχούς ή τους φιμωμένους. Έχει επιλέξει υποβλητικούς τίτλους για τα 16 κεφάλαιά της: Άγνωστο, Δύναμη, Ευθραυστότητα, Αιχμαλωσία, Ταυτότητα, Σύνδεση, Προστασία, Ταξίδι, Διαμαρτυρία, Απώλεια, Κοινότητα, Τόπος, Αξία, Τέχνη, Εργασία & Φωνή. Σε κάθε κεφάλαιο ζωντανεύει ιστορικά πρόσωπα, κινήματα και γεγονότα και γράφει τόσο για τις δημιουργίες συγκεκριμένων ιστορικών προσώπων ή μεμονωμένων ατόμων, όσο και για τις συλλογικές προσπάθειες και ιστορίες διαφορετικών ομάδων και λαών. Διασχίζει αιώνες και ηπείρους από τη μεσαιωνική Ευρώπη μέχρι τη Νότια Αμερική και τις ΗΠΑ, από αφρικανικές φυλές και ασιατικούς πολιτισμούς μέχρι τη Σκωτία, την πατρίδα της, ενώ ταυτόχρονα τοποθετεί το δικό της ταξίδι και τις δικές της εμπειρίες, δημιουργώντας ένα αυτοβιογραφικό νήμα που διατρέχει όλα τα κεφάλαια.

Αντλεί έμπνευση από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και ιστορικές εποχές για να δείξει πώς η κεντητική έχει συμβάλει σε κοινότητες, καθώς και σε θρησκευτικά και πολιτικά κινήματα, κι ακόμη το πώς έχει χρησιμοποιηθεί ως μέσο καλλιτεχνικής δημιουργίας, επιβίωσης, παρηγοριάς, εορτασμού, διαμαρτυρίας και ευαισθητοποίησης. Επίσης, καθιστά ορατές τις δύο πτυχές της κεντητικής: την εργασία για δημόσια προβολή και την εργασία πιο οικείου και προσωπικού χαρακτήρα.

Τα επιχειρήματα της τα στηρίζει με πληθώρα γεγονότων και παραδειγμάτων. Ξεκινά με την περίφημη Ταπισερί Bayeux –  «ένα πολύτιμο πολιτιστικό κειμήλιο που θεωρείται άξιο ειδικής προστασίας από την UNESCO». Η Ταπισερί Bayeux, ένα κεντημένο αφηγηματικό ύφασμα με 58 αριθμημένες σκηνές που απεικονίζονται σε λινό ύφασμα και μάλλινο νήμα, «το απλούστερο υλικό», αφηγείται την ιστορία της Μάχης του Χάστινγκς το 1066 και «ουσιαστικά είναι μια ηθική ιστορία: μια προειδοποίηση για το κόστος της προδοσίας». Η Hunter περιγράφει τη μακρά ιστορία και τις περιπέτειες της ταπισερί. Όταν, για παράδειγμα, η Γερμανία εισέβαλε στη Γαλλία, ο Χάινριχ Χίμλερ οικειοποιήθηκε την ταπισερί και το 1944 την είχε κρύψει σε ένα υπόγειο του Λούβρου. Ωστόσο, όταν οι φρουροί του έφτασαν για να την πάρουν, το Λούβρο ήταν ήδη στα χέρια της Γαλλικής Αντίστασης και έτσι παρέμεινε στη Γαλλία. Υποστηρίζει ότι η ιστορία της ταπισερί και όχι το κέντημά της την έσωσε, η πολιτική της και όχι η πολιτιστική της αξία. Επίσης, εξετάζει τις δημιουργούς του έργου και σημειώνει ότι παρόλο που τα κεντήματά τους μπορεί να έχουν ιστορική αξία, συλλεγμένα από σημαντικά μουσεία, οι ανώνυμες γυναίκες κεντήτριές του παραμένουν μη αναγνωρισμένες. Φαντάζεται πώς αυτές οι γυναίκες θα κάθονταν για ώρες, μήνες και χρόνια, με τα σώματά τους να πονούν και τα μάτια τους να τσούζουν από τον καπνό της φωτιάς και το λιγοστό φως των κεριών, σκυμμένες πάνω από ένα ορθογώνιο πλαίσιο, μερικές θα κεντούσαν ανάποδα, υπό την πίεση ενός επιστάτη.

Στο κεφάλαιό, Εξουσία, αλλά και σε όλο το βιβλίο, καταφέρνει να απεικονίσει την εγγενή σύνδεση μεταξύ των ιστορικών γεγονότων και της τέχνης της βελόνας. Εξερευνά την ιστορία της κεντητικής τέχνης της Μαίρης, Βασίλισσας της Σκωτίας. Η Μαίρη ήταν μια ταλαντούχα κεντήτρια, η οποία δημιούργησε και παρουσίασε ένα υπέροχο «οπλοστάσιο υφασμάτων» από τα πρώτα της χρόνια στη Γαλλία μέχρι την εκτέλεσή της το 1587. Κατά τη διάρκεια των μακρών χρόνων αιχμαλωσίας της, τα εξαιρετικά κεντήματά της, κεντήματα συχνά γραμμένα σε μυστικούς κώδικες, της παρείχαν μια διέξοδο για την ενέργεια και τη δημιουργικότητά της, της έδωσαν δύναμη και μετέφεραν τα μηνύματά της στον έξω κόσμο. Το έργο της έγινε ο συναισθηματικός και πολιτικός εκπρόσωπός της, και οι κεντημένες υπογραφές της επιβεβαίωναν βασιλικά δικαιώματα και αξιώσεις. Η Hunter καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ενώ η Μαίρη χρησιμοποιούσε την κεντητική τέχνη «για να διεκδικήσει την εξουσία και να αγωνιστεί για την αποκατάστασή της, ίσως να υπήρχε και μια πιο βασική ανθρώπινη παρόρμηση πίσω από το κέντημά της: να διατηρήσει τον αυτοέλεγχο, να δημιουργήσει κάποια τάξη και να έχει επιλογή μέσα στην αναταραχή και την ταπείνωση της ζωής της».

Ένα άλλο παράδειγμα αυτής της περίπλοκης σύνδεσης μεταξύ πολιτικών γεγονότων, κεντήματος και τέχνης αφορά την σκόπιμη απόφαση των σουφραζετών, στις αρχές του 20ού αιώνα, να δημιουργήσουν και να φέρουν πανό «φτιαγμένα με εκθαμβωτική κεντητική, χρησιμοποιώντας τα πιο όμορφα υφάσματα – μπροκάρ, μεταξωτά, δαμασκηνά και βελούδα – και υλικά που είχαν σκόπιμα μετατοπιστεί από την ιδιωτικότητα του σαλονιού στη δημόσια αρένα των διαδηλώσεων». Η Mary Lowndes, για παράδειγμα, «ίδρυσε την Ένωση Καλλιτεχνών για το Δικαίωμα Ψήφου για να προμηθεύσει τον αγώνα των σουφραζετών με τολμηρά, εντυπωσιακά έργα τέχνης εκστρατείας». Το 1911, ένα από τα πανό της Ann Macbeth ήταν κεντημένο με ογδόντα υπογραφές σουφραζετών που είχαν φυλακιστεί και είχαν σιτιστεί με τη βία στη φυλακή Holloway. Προς το τέλος του βιβλίου η Hunter αναφέρει πώς οι ραμμένες υπογραφές είναι τα φυσικά σημάδια της ατομικής ή συλλογικής επιμονής στην αναγνώριση και πώς τα υφάσματα με υπογραφές ενισχύουν τις ατομικές φωνές. Γράφει: «… οι άνθρωποι έχουν κεντήσει τις υπογραφές τους σε υφάσματα για να καταγράψουν την ύπαρξή τους ή να καταγράψουν ένα κοινό τραύμα σε ανεξίτηλο ράψιμο που αφήνει μια διαρκή εντύπωση».

Στο κεφάλαιό της με τίτλο Ευθραυστότητα, η Hunter διερευνά την εργασία με το κέντημα ως μέσο θεραπείας, ανάρρωσης ή και απλής επιβίωσης. Παρέχει παραδείγματα ανθρώπων που υπέφεραν από σοβαρό σωματικό ή /και ψυχικό πόνο που μπόρεσαν μέσω του ραψίματος να βρουν φωνή, να διατηρήσουν την αίσθηση της ταυτότητάς τους ή την αίσθηση του σκοπού τους και να καταγράψουν γεγονότα ή προσωπικές εμπειρίες. Ο John Craske, για παράδειγμα, ήταν ψαράς τρίτης γενιάς, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου προσβλήθηκε από γρίπη, η οποία εξελίχθηκε σε εγκεφαλικό απόστημα. Νοσηλεύτηκε, μεταφέρθηκε για λίγο σε άσυλο και στη συνέχεια στάλθηκε πίσω στο σπίτι του, στη σύζυγό του, ανίκανος για εργασία και θύμα επεισοδίων αμνησίας. Ζωγράφιζε μικρά αντικείμενα και βάρκες για να βιοποριστεί, αλλά όταν έμεινε κατάκοιτος και δεν μπορούσε να ζωγραφίσει ξαπλωμένος, η σύζυγός του τον δίδαξε μερικές στοιχειώδεις βελονιές κεντήματος. Μέσα από το ράψιμο, ο John ανακάλυψε ότι το ύφασμα και το νήμα του επέτρεπαν να δημιουργεί την υφή της θάλασσας, την οποία αγαπούσε τόσο πολύ, και την απαλότητα των αμμόλοφων, ακόμη πιο απτά από το χρώμα. Προς το τέλος της ζωής του έφτιαξε το πιο φιλόδοξο κέντημά του, την Εκκένωση της Δουνκέρκης, ένα πανόραμα πολεμικού πανδαιμόνιου.

Κατά τη διάρκεια και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ράψιμο παρείχε υποστήριξη και επούλωση σε στρατιώτες που υπέφεραν από διαταραχή μετά-τραυματικού στρες, τότε γνωστό ως shell shock  / σοκ από οβίδα. Η Hunter σημειώνει ότι για τους άνδρες που επέστρεψαν σπίτι από τη σφαγή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν απαραίτητες νέες προσεγγίσεις στην θεραπεία και έτσι γεννήθηκε η εργοθεραπεία. Γράφει: «Οι χειροτεχνίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην θεραπευτική αποκατάσταση μετά τον πόλεμο. Μέσω ενός συνασπισμού κυβερνητικών, εθελοντικών και ιατρικών αρχών, καλλιτέχνες και τεχνίτες στρατολογήθηκαν για να οργανώσουν έργα, εργαστήρια, εκθέσεις και παραγγελίες…» και παρόλο που το ράψιμο «φαινόταν ο λιγότερο πιθανός υποψήφιος για ανδρική ανάρρωση, ωστόσο το κέντημα έγινε η απορροφητική ασχολία για χιλιάδες πρώην στρατιωτικούς, παρέχοντάς τους όχι μόνο την ικανοποίηση της επιδεξιότητας, αλλά και ένα μέσο για να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή τους και να κερδίσουν ένα μικρό εισόδημα».

Στο κεφάλαιό, Αιχμαλωσία, η Hunter αναφέρεται στην ανθρωπίστρια, Ελίζαμπεθ Φράι, η οποία θεωρείται η πρώτη που εισήγαγε την κεντητική στις φυλακές ως αντίδοτο στην αδυναμία και ως μέσο δημιουργικής έκφρασης. Έναν αιώνα αργότερα, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με την πτώση της Σιγκαπούρης στους Ιάπωνες το 1942, οι γυναίκες αιχμάλωτες πολέμου χρησιμοποίησαν το ράψιμο και το κέντημα ως τέχνασμα για να διατηρήσουν επαφή με τους άνδρες των οικογενειών τους, για να αντισταθούν και για να διατηρήσουν μιαν αίσθηση ταυτότητας. Οι συνθήκες ήταν άθλιες και απάνθρωπες, η αβεβαιότητα, ο υποσιτισμός, η βαρβαρότητα, η ασθένεια και ο θάνατος, ήταν καθημερινές εμπειρίες. Η Έθελ Μαλβάνεϊ πρότεινε να φτιάξουν patchwork παπλώματα αφού πρώτα έπεισαν τους απαγωγείς τους ότι ήταν ανθρωπιστικά δώρα για να παρηγορήσουν τους ασθενείς στο νοσοκομείο των φυλακών. Κάθε μικρό τετράγωνο έπρεπε να έχει ένα ραμμένο αυτόγραφο και μια προσωπική εικόνα. Μερικά φτιάχτηκαν από κορίτσια ηλικίας 8 έως 16 ετών. Το πιο ανατρεπτικό κομμάτι ενός κοριτσιού ήταν μια εικόνα με την ιαπωνική σημαία, με τον τίτλο «Η Σημαία της Τυραννίας». Η Hunter σχολιάζει ότι παρόλο που η ανακάλυψη του θα σήμαινε τιμωρία και πιθανή εκτέλεση, εκείνη κέντησε την αλήθεια της.

Επίσης, πολλοί άνδρες έραβαν στα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Σετ ραπτικής, γνωστά ως «νοικοκυρά», συμπεριλαμβάνονταν στα πακέτα που παρείχε στους στρατιώτες ο Ερυθρός Σταυρός. Ο Ταγματάρχης Αλέξης Κάσδαγλης παρείχε μαθήματα ραπτικής στους συγκρατούμενούς του σε στρατόπεδο στη Γερμανία. Η Hunter γράφει: «Ξήλωνε μαλλί από παλιά πουλόβερ για να κεντήσει σταυροβελονιά την αντίσταση» και έστελνε κεντήματα στον γιο και την οικογένειά του μέσω της Πορτογαλίας, μιας ουδέτερης χώρας. Πιο πρόσφατα, η συγγραφέας Tracy Chevalier παρήγγειλε το The Sleep Quilt / Το Πάπλωμα του Ύπνου, το οποίο είναι εξ ολοκλήρου κεντημένο και ραμμένο από κρατούμενους, κυρίως άνδρες, σε μερικές από τις πιο σκληρές φυλακές της Βρετανίας. Το Fine Cell Work είναι το φιλανθρωπικό ίδρυμα που έκανε δυνατή τη δημιουργία του παπλώματος. Κάθε ένα από τα 63 τετράγωνα που το αποτελούν εξερευνά το τι σημαίνει ύπνος μέσα στη φυλακή. Ο ύπνος έχει μεγάλη σημασία στις φυλακές επειδή είναι πιο δύσκολο να τον βρεις σε αυτά τα θορυβώδη, αποπνικτικά και περιορισμένα περιβάλλοντα. Επίσης, για κάποιους είναι μια στιγμή απόδρασης και ηρεμίας, αλλά για άλλους μια επιστροφή σε όλα όσα πονάνε ή σε όσα μετανιώνουν περισσότερο στη ζωή τους [Δείτε στη διεύθυνση: https://www.youtube.com/watch?v=nx_0VQ4Vj78].

Η Esther Krintz και η μικρότερη αδερφή της επέζησαν από το Ολοκαύτωμα και γλίτωσαν την άτυχη μοίρα ολόκληρης της οικογένειάς τους, προσποιούμενες ότι ήταν Καθολικές. Η Hunter μας λέει ότι την ιστορία της τη γνωρίζουμε επειδή την κέντησε. Πολύ μετά τα γεγονότα, όταν ζούσε πλέον στην Αμερική με την οικογένειά της, δημιούργησε το όμορφο κεντημένο απομνημόνευμα της, επιλέγοντας «το ράψιμο ως πράξη αποκατάστασης». Έχει συμπεριλάβει τη σκηνή όταν οι Ναζί έφτασαν στο Μνίσεκ το φθινόπωρο του 1939, τη μητέρα της με την ποδιά της να στέκεται μπροστά στο σπίτι της με τις δαντελένιες κουρτίνες στα παράθυρα, το παπούτσι του παππού της να βρίσκεται εκεί που είχε πέσει από το πόδι του καθώς τον έσερναν οι Ναζί, τον εαυτό της και την αδερφή της με όμορφα φορέματα και τα πλεγμένα μαλλιά τους να παρακολουθούν τη σκηνή. Η δουλειά με τη βελόνα απαιτεί χρόνο και υπομονή και φροντίδα. Η όλη διαδικασία πρέπει να ήταν μια κοπιαστική διαδικασία ενθύμησης, συναισθήματος, μνήμης, επεξεργασίας και μετατροπής του πόνου σε κάτι όμορφο, αλλά και δημιουργίας μιας οπτικής ιστορίας για τις μελλοντικές γενιές.

Η Hunter μας υπενθυμίζει ότι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Ολλανδίας οι γυναίκες έπαιξαν έναν εξίσου θαρραλέο ρόλο με τους άνδρες μέσω της αντίστασης των πολιτών. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Mies Boissevain-van Lennep είχε βοηθήσει Εβραίους πολίτες, και ως συνέπεια οι Ναζί έκαναν επιδρομή στο σπίτι της. Ο σύζυγός της, τα τέσσερα παιδιά της και ο ανιψιός της σκοτώθηκαν και εκείνη φυλακίστηκε σε στρατόπεδο, όπου μέχρι το 1945 είχαν πεθάνει πάνω από 90.000 γυναίκες και παιδιά. Η Γράφει ότι μετά τον πόλεμο, η Mies κάλεσε τις γυναίκες να φτιάξουν αυτό που αποκαλούσε «φούστα της ζωής» ή «φούστα της απελευθέρωσης». Αυτή η αναμνηστική φούστα ήταν φτιαγμένη από παλιά, πολύχρωμα μπαλώματα, ραμμένα σε μια παλαιότερη φούστα, έτσι ώστε να εξαφανιστεί το αρχικό φόντο. Οι γυναίκες έπρεπε να κεντήσουν το μοτίβο της ζωής τους στη φούστα τους και το στρίφωμα έπρεπε να αποτελείται από πορτοκαλί τρίγωνα με κεντημένες την ημερομηνία «5η Μαΐου 1945» και τις ημερομηνίες των εθνικών εορτών, κατά τις οποίες φοριόταν η φούστα.

Στο κεφάλαιό της το σχετικό με την Ταυτότητα, η Hunter ισχυρίζεται ότι «το κέντημα είναι συχνά το τελευταίο απομεινάρι ταυτότητας που διασώζεται από τους στερημένους». Περιγράφει πώς οι εκτοπισμένες Παλαιστίνιες γυναίκες σε καταυλισμούς προσφύγων, αρχικά, διαφύλαξαν τα ιδιαίτερα κεντήματα του χωριού τους, αλλά στη συνέχεια άρχισαν να αναμειγνύουν στυλ που υποδεικνύουν την αλλαγή που είχε συμβεί, καθώς και την ανάγκη ενίσχυσης μιας εθνικής ταυτότητας ή συνείδησης. Οι Hmong, μια ασιατική  ομάδα που έχει αντιμετωπίσει «αιώνες εθνοτικού διχασμού, πολέμου και αναγκαστικής μετανάστευσης», έχουν διηγηθεί τις ιστορίες τους για την αγροτική ζωή, τους βομβαρδισμούς των χωριών, τις πορείες στη ζούγκλα, την επικίνδυνη διάβαση του ποταμού Μεκόνγκ και την πενιχρή ύπαρξη σε καταυλισμούς προσφύγων», μέσα από υφάσματα ιστοριών / story cloths. Οι γυναίκες σε αυτά τα πλαίσια ράβουν επίσης για να κερδίσουν ένα μικρό εισόδημα. Η συγγραφέας ισχυρίζεται ότι η κεντητική χρησιμοποιείται συχνά ως πρώτο βήμα για την ενδυνάμωση των γυναικών ώστε να καθορίσουν τρόπους βελτίωσης της κατάστασής τους και μείωσης των κοινωνικών ελέγχων και της οικονομικής εξάρτησης που περιορίζουν την ευημερία και την πρόοδό τους. Ωστόσο, προσθέτει ότι το κίνητρό τους δεν είναι αποκλειστικά οικονομικό, επειδή το κέντημα και το ράψιμο επαναφέρουν την αίσθηση της ταυτότητας, ανακτούν έναν πολιτισμό και διατηρούν τις μελλοντικές γενιές σε επαφή με την κληρονομιά τους.

Υπό την σκληρή διακυβέρνηση του Πινοσέτ στη Χιλή, οι γυναίκες δημιούργησαν πολύχρωμες αρπιγιέρες / arpilleras, κεντήματα ραμμένα σε λινάτσα, για να στείλουν μήνυμα στον έξω κόσμο για τη στέρηση και την καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και για να πουν τις ιστορίες των απαχθέντων μελών των οικογενειών τους. Αρχικά, το καθεστώς παρέβλεψε αυτή τη δραστηριότητα ως αθώα χειροτεχνία και όχι ως εργαλείο ανατροπής, αλλά μόλις συνειδητοποίησαν τι πραγματικά συνέβαινε, άρχισαν να παρακολουθούν τις γυναίκες και να κάνουν επιδρομές στα σπίτια τους. Συζητά επίσης πώς η διεκδίκηση της εξουσίας από τους καταπιεστές έχει συχνά επιβληθεί μέσω της καταστολής της παραδοσιακής ενδυμασίας. Όταν, για παράδειγμα, η Σοβιετική Ένωση κατέστειλε το κέντημα εθνικών σχεδίων και συμβόλων και την ένδυση εθνικής ενδυμασίας στην Ουκρανία, κατάφερε να «προκαλέσει μια φυσική απώλεια πρακτικής και γνώσης του κεντήματος», η οποία έπρεπε να ανακτηθεί και να προσαρμοστεί στη σύγχρονη εποχή μετά την ανεξαρτησία. Εξετάζει τις συχνές αρνητικές επιπτώσεις των ιεραποστολικών ή αυτοκρατορικών εισβολών που επέβαλαν αλλαγές στην ενδυμασία, τις χειροτεχνίες και τις παραδόσεις των ιθαγενών στην Αφρική, και ιδιαίτερα στη φυλή Χερέρο. Και στην Κίνα, η Πολιτιστική Επανάσταση απαγόρευσε αυτά που ονομάστηκαν Τα Τέσσερα Παλιά Πράγματα: παλιά έθιμα, παλιό πολιτισμό, παλιές ιδέες και παλιές συνήθειες, και επιβλήθηκε μια υποχρεωτική ομοιομορφία στην ενδυμασία.

Στο κεφάλαιό της, με τίτλο Σύνδεση  / Connection, η Hunter γράφει για τα billet books του 18ου αιώνα από το Νοσοκομείο Βρεφών του Λονδίνου. Οι μητέρες, κυρίως φτωχές και ανύπαντρες, που άφηναν εκεί τα νεογέννητα μωρά τους «ενθαρρύνονταν να αφήνουν κάποιο τεκμήριο, τόσο ως ενθύμιο όσο και ως απόδειξη καταγωγής» σε περίπτωση που κατάφερναν κάποτε να επιστρέψουν για τα παιδιά τους. Αυτά τα τεκμήρια ήταν μικροσκοπικά, μόλις 2,5 εκατοστά υφάσματος κομμένα από τα ρούχα της μητέρας. Η Hunter αναφέρει: «Πολλά είναι λερωμένα, μερικά φθαρμένα, τα περισσότερα θαμπά από τη φτώχεια… Σε ένα παιδί δόθηκε μια απαλή μπλε σατέν ροζέτα. Παρέα με τα άλλα, πιο λιτά κομμάτια, φαινόταν τόσο πλούσιο όσο ένα ανθισμένο τριαντάφυλλο». Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το αποτέλεσμα είναι μια έντονα σπαρακτική καταγραφή «εκείνης της στιγμής της επιλογής, των μητέρων που αποφασίζουν ποιο απομεινάρι του εαυτού τους να αφήσουν, πώς καλύτερα να επικοινωνήσουν αγάπη, λύπη, ελπίδα, μια μικρή εξήγηση στο παιδί που δεν θα ξαναδούν ποτέ», αλλά μια γυναίκα, η Σάρα Μπέντερ, μπόρεσε να επιστρέψει οκτώ χρόνια αργότερα, «κρατώντας σφιχτά το μισό της κεντημένης καρδιάς επανενώθηκε με τον γιο της».

Ανοίγει το κεφάλαιό της, Τόπος, αναφερόμενη στο project της Σκωτσέζας τραγουδίστριας και συλλέκτριας ιστοριών Άλισον ΜακΜόρλαντ το 1994 στο νησί Μαλ, στις Εσωτερικές Εβρίδες, στο οποίο κατέγραψε τις αναμνήσεις των παλαιότερων κατοίκων του νησιού. Αυτές οι αναμνήσεις στη συνέχεια μετατράπηκαν πρώτα σε έναν πίνακα από την ζωγράφο Κέιτ Ντάουνι, με έδρα το Εδιμβούργο, και στη συνέχεια σε ένα ύφασμα από την ντόπια υφαντουργό και βαφέα Φλόρα ΜακΝτόναλντ. Στο ίδιο κεφάλαιο, η Hunter μιλάει για τις ραμμένες και κεντημένες, από μαθήτριες, υδρόγειες σφαίρες και χάρτες που είχαν κερδίσει δημοτικότητα από το 1770 και μετά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, σε μια εποχή που η γεωγραφία, «μια αφήγηση που εξερευνούσε την πολιτιστική, οικονομική, θρησκευτική και ιεραρχική κοινωνική οργάνωση διαφορετικών ηπείρων», ήταν ένα σημαντικό μέρος του σχολικού προγράμματος σπουδών και υπήρχε «μια αυξανόμενη όρεξη για λίστες, για ποσοτικά και όχι ποιοτικά δεδομένα, για ακριβείς λεπτομέρειες μεγέθους και κλίμακας». Επιπλέον, Η Hunter μας λέει ότι στην Αμερική το κέντημα επρόκειτο να παίξει σημαντικό ρόλο στην καταγραφή της διαφοροποιημένης συνείδησης μετά την ανεξαρτησία της, και ότι τα κορίτσια προσκλήθηκαν μέσω της εκπαίδευσης να έχουν μια θέση στην κοινωνική εξέλιξη της χώρας τους. Μέσω του κεντήματος άφησαν για πρώτη φορά το στίγμα τους. Αναφέρεται επίσης στην πιο πρόσφατη χαρτογράφηση κοινότητας και υποστηρίζει ότι «Στη χαρτογράφηση της κοινότητας, ο χρόνος μπορεί να συγχωνευθεί: είναι δυνατό να “στρωματοποιηθούν” η γνώση και η μνήμη, να εισαχθούν χαμένα ορόσημα, να αποκατασταθούν κρυμμένα μονοπάτια, να επανεγκατασταθούν τα φαντάσματα της εξαφανισμένης αρχιτεκτονικής».

Μέσω της κοινοτικής της εργασίας με ομάδες από διαφορετικούς πολιτισμούς σε διαφορετικές χώρες, η Hunter έχει διαπιστώσει ότι όταν μια πολιτισμική γλώσσα απειλείται ή απαγορεύεται, το λεξιλόγιό της συχνά διατηρείται μέσω της κεντητικής, ως μιας εναλλακτικής οπτικής γραφής. Όταν, για παράδειγμα, η ουαλική γλώσσα απαγορεύτηκε στα ουαλικά σχολεία, οι άνθρωποι τη διατήρησαν σε κεντήματα. Επίσης η απώλεια μιας κουλτούρας, όταν οι άνθρωποι, για παράδειγμα, έχουν εκδιωχθεί βίαια από την πατρίδα τους, δεν εγκαταλείπεται από τους ανθρώπους, αλλά μεταφράζεται σε άλλες μορφές. Γράφει: «Έτσι έγινε και με τους Αφροαμερικανούς σκλάβους: διατήρησαν την πολιτισμική μνήμη μεταφράζοντάς την σε μέσα όπου μπορούσε να διατηρηθεί ασφαλής». Εξετάζει τη σημασία του τόπου στα «συγκοπτικά, ελεύθερου πνεύματος» παπλώματα, τα οποία φτιάχνονταν από σκλάβους στη Βόρεια Αμερική. Δεν έχουν διασωθεί πολλά, καθώς ήταν φτιαγμένα από φθηνό ή ήδη φθαρμένο ύφασμα, ωστόσο, δύο που διασώθηκαν, κατασκευάστηκαν από την Χάριετ Πάουερς, γεννημένη το 1837. Είναι «ένα μείγμα αμερικανικής κατασκευής παπλωμάτων, χριστιανικής εικονογραφίας και αφρικανικών παραδόσεων» και είναι γνωστά ως The Bible Quilt και The Pictorial Quilt /Το Πάπλωμα της Βίβλου και το Εικονογραφικό Πάπλωμα. H Hunter σημειώνει ότι προσφέρουν μια μοναδική εικόνα για το οπτικό λεξιλόγιο των σκλαβωμένων γυναικών και παρέχουν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις ότι οι Αφροαμερικανοί σκλάβοι μετέφεραν μαζί τους την οπτική τους κουλτούρα και χρησιμοποιούσαν το ράψιμο για να τη διατηρήσουν.

Αναφερόμενη στην περίφημη εικαστική εγκατάσταση της Judy Chicago, The Dinner Party / To Εορταστικό Γεύμα, η Hunter σχολιάζει ότι η σημασία των σχεδίων και των παραγγελθέντων κεντημάτων της καλλιτέχνιδας χάθηκε στην ως επί το πλείστον ανδρική κριτική προσήλωση στα πιάτα του δείπνου, αλλά τα πιάτα ήταν μόνο ένα μέρος του συνολικού έργου, το οποίο περιελάμβανε επίσης «μεγάλα υφασμάτινα ράνερ / runners σε κάθε σερβίτσιο που αναφέρονταν -συμβολικά και εικονογραφικά- στη χρονολογική θέση κάθε γυναίκας στην ιστορία και παρείχαν βαθύτερη γνώση στις αφηγήσεις τους». Για κάθε ράνερ απαιτήθηκε πολύ έρευνα, κι επίσης, χρησιμοποιήθηκε μια μεγάλη ποικιλία τεχνικών κεντήματος και απασχολήθηκαν πολλές κεντήστρες. Για παράδειγμα, το αφιερωμένο ράνερ στην Αιγύπτια Φαραώ, Χατσεπσούτ, κεντημένο με ιερογλυφικούς χαρακτήρες, χρειάστηκε δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί.

Η Hunter ρίχνει επίσης φως στις συνθήκες εργασίας των κεντητριών και των μοδιστρών σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και περιλαμβάνει στοιχεία όπως η οικονομία, η κοινωνική τάξη και η «φυλή» στη συζήτησή της. Στο κεφάλαιό της, Εργασία, εστιάζει στις σημαντικές αλλαγές που επήλθαν στην εργασιακή ζωή των ανθρώπων που εργάζονταν με ύφασμα και κλωστή, σε συγκεκριμένες εποχές, και στην «αυξανόμενη δημόσια ανησυχία για τις απάνθρωπες συνθήκες που υφίσταντο οι εργαζόμενοι φτωχοί» στη Βρετανία, τη Σκωτία και την Ιρλανδία. Συζητά επίσης τις αλλαγές που επέφερε η εφεύρεση της ραπτομηχανής, οι οποίες τελικά δεν απελευθέρωσε τους ανθρώπους από την εργασία, αλλά αντίθετα άλλαξε τον ρυθμό και τη φύση της εργασίας. Από τη μία πλευρά, έδωσε στις γυναίκες την ευκαιρία για ανεξαρτησία, οικονομική ελευθερία και τη δυνατότητα να λειτουργούν τα δικά τους εργαστήρια. Από την άλλη, οι γυναίκες έχασαν την κοινωνικότητα που απολάμβαναν οι εργάτριες κεντήματος, επειδή μέχρι την εφεύρεση της ραπτομηχανής, το ράψιμο ήταν ως επί το πλείστον συντροφικό, είτε οι γυναίκες εργάζονταν σε ομάδες είτε στο σπίτι με την οικογένεια. Τώρα ήταν είτε μια μοναχική ασχολία στο σπίτι, είτε ο μόχθος των εργοστασιακών εργατών που έραβαν εν μέσω του κρότου και του κροταλίσματος των μηχανημάτων. Επίσης, οι ραπτομηχανές, αντί να ανακουφίσουν την εκμετάλλευση, την επιδείνωσαν. Επιπλέον στις κλωστοϋφαντουργικές βιομηχανίες οι γυναίκες ήταν φθηνότερο εργατικό δυναμικό και σε μεγάλο βαθμό μη συνδικαλισμένες. Παραθέτει τα λόγια του Καρλ Μαρξ, ο οποίος στο βιβλίο του «Το Κεφάλαιο», είχε προβλέψει την καταστροφή που θα προκαλούσε η άφιξη της ραπτομηχανής στις εργάτριες των κλάδων αυτών.

Επίσης, αναφέρει ότι ο χρόνος και ο σεξισμός υπήρξαν οι δύο μεγάλοι ανταγωνιστές της κεντητικής, λόγω της εγγενούς ευθραυστότητας αυτών των έργων τέχνης φτιαγμένων από κλωστή και ύφασμα, τα οποία είναι ευάλωτα στο ξεθώριασμα, το ξέφτισμα και το σκίσιμο, και στην τάση των επιμελητών μουσείων να απορρίπτουν κομμάτια και συλλογές, με αποτέλεσμα πολλά έργα να χάνονται για πάντα. Σε άλλες περιπτώσεις, τα επιτεύγματα των γυναικών είτε έχουν ενταχθεί στις καριέρες των ανδρών συντρόφων τους είτε έχουν υποτιμηθεί και αγνοηθεί με άλλο τρόπο. Στο κεφάλαιό της, Αξία / Value, η συγγραφέας εξετάζει τη ζωή και τα επιτεύγματα τριών καλλιτεχνών, της Mary Delany, της Mary Knowles και της Mary Linwood, οι οποίες «πέρασαν το κατώφλι του αποκλειστικού κόσμου των καλών τεχνών των αντρών για να αναζωογονήσουν την καλλιτεχνική και εμπορική αξία της τέχνης με ράψιμο και κέντημα. Προσέλκυσαν βασιλική προστασία, τα έργα τους εκτέθηκαν ευρέως και κέρδισαν χρήματα και φήμη ως καλλιτέχνες. Αλλά ο χρόνος τους στον ήλιο ήταν προσωρινός, τα κεντημένα αριστουργήματά τους τώρα ξεχασμένα». Ο Κάρολος Ντίκενς έγραψε μια συγκινητική ελεγεία μετά από μια επίσκεψη που έκανε για να δει της Linwood τις υφολογικές επανερμηνείες των αριστουργημάτων του Gainsborough ή του Rubens που προσέφερε η ζωγραφική της με βελόνα.

Σε αυτό το κεφάλαιο, ανιχνεύει την πολιτική των φύλων και την ιστορία της σημασίας και της αξίας της κεντητικής. Τον 19ο αιώνα, για παράδειγμα, στρατιώτες και ράφτες αποκατέστησαν την αξία της κεντητικής ως καλλιτεχνικής ενασχόλησης. Ωστόσο, αυτοί οι άνδρες επέλεξαν να μην αυτοαποκαλούνται «κεντήστρες». Ο Stokes, για παράδειγμα, βετεράνος πολέμου και ανάπηρος, εικονογράφησε τη Μάχη του Καΐρου με σχεδόν 10.000 κομμάτια υφάσματος, τα οποία είχε ράψει μεταξύ τους ενώ ήταν «ξαπλωμένος». Η Hunter σημειώνει ότι αυτά τα έργα δεν ήταν μόνο ένα παράδειγμα ανδρικής καλλιτεχνίας και εργατικότητας. Δημιουργήθηκαν επίσης ως μέρος ενός κινήματος που υποστήριζε τη νηφαλιότητα μεταξύ των εργατικών τάξεων. Ιδιαίτερα μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, στον οποίο και οι δύο πλευρές υπέστησαν καταστροφικές απώλειες, υπήρξε μια κλιμάκωση του εθισμού στο αλκοόλ μεταξύ των στρατιωτών και η κεντητική προωθήθηκε ως εναλλακτική λύση στο ποτό.

Στο κεφάλαιό της, Τέχνη, ανιχνεύει την ιστορία, κυρίως στη Σκωτία, της ανύψωσης της κεντητικής σε καλλιτεχνική κεντητική. Ισχυρίζεται ότι η τέχνη ήταν κατηγορηματικά ανδρικό προνόμιο και ότι οι γυναίκες είχαν αποκλειστεί από την ένταξη σε καλλιτεχνικά ιδρύματα, συλλόγους και λέσχες, και από τη Βασιλική Ακαδημία της Βρετανίας. Ήταν περιορισμένες παρατηρήτριες του κόσμου στον οποίο ζούσαν και με λίγες ευκαιρίες να τον ερμηνεύσουν μέσω της τέχνης τους. Γράφει: «Οι γυναίκες στα πρόθυρα του εικοστού αιώνα ήταν αποφασισμένες να διευρύνουν τους επαγγελματικούς και πολιτικούς τους ορίζοντες και με το κίνημα των σουφραζετών να κερδίζει έδαφος, οι προσπάθειες των επίδοξων γυναικών καλλιτεχνών της Γλασκώβης παρείχαν υποστήριξη σε μια ευρύτερη κοινωνική αλλαγή, χρησιμοποιώντας την τέχνη τους, για να κάνουν τα ταλέντα και τα επιτεύγματα των γυναικών πιο ορατά». Τώρα, γράφει, ενθαρρυνόταν μια ατομικιστική σφραγίδα και εξερεύνηση των υλικών και της επίδρασής τους, και η Jessie Newbery, μεταξύ πολλών άλλων, μια ενεργή υποστηρίκτρια του σκοπού των σουφραζετών, συμμετείχε σε πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της θέσης των γυναικών στην κοινωνία και την εξασφάλιση ορατότητας της τέχνης των γυναικών. Iσχυρίζεται ότι η Newbery προανήγγειλε μια νέα συνείδηση της αισθησιακής δυνατότητας της επιφανειακής βελονιάς, απελευθερωμένη από την παράδοση.

Η συγγραφέας υφαίνει τη δική της ιστορία σε κάθε κεφάλαιο, ειδικά στο τελευταίο με τίτλο Φωνή. Αναλογίζεται: «Γιατί η μητέρα μου, τόσο πιεσμένη από τον κόπο των οικιακών εργασιών και την ανατροφή τεσσάρων παιδιών, αφιέρωσε χρόνο να καθίσει υπομονετικά δίπλα μου και να με μυήσει στις περιπλοκές του κεντήματος…;» Και απαντά: «Πιστεύω τώρα ότι ήθελε να βρει έναν τρόπο να με κρατήσει απασχολημένη. Αν και ποτέ δεν ήμουν θορυβώδης, είχα ένα περίεργο πνεύμα, πάντα αμφισβητούσα, θέλοντας να εξερευνήσω τον μικρό κόσμο γύρω μου. Η περιέργειά μου απαιτούσε ένα υπερβολικό μερίδιο της προσοχής της. Η απορρόφηση του κεντήματος με ενθάρρυνε να είμαι πιο ακίνητη, πιο ήσυχη. Αλλά μου έδωσε επίσης έναν άλλο τρόπο να εκφραστώ». Αναλογίστηκα εάν έπρεπε να τοποθετήσω τις δικές μου εμπειρίες και σκέψεις σχετικά με τη δική μου σχέση με το κέντημα, το πλέξιμο, το ράψιμο. και τη γενιά που πλέον έφυγε, τη μητέρα και τις θείες, τη δασκάλα χειροτεχνίας στο δημοτικό σχολείο, αλλά αποφάσισα να μην το κάνω λόγω της έκτασης της ανάρτησης. Κατά μία έννοια, η βελόνα και η κλωστή «ράβουν» γενιές μέσω της μετάδοσης τόσο των δημιουργιών όσο και των δεξιοτήτων, από μητέρα σε κόρη. Ίσως επιστρέψω σε αυτό το, όπως αποδεικνύεται, ενδιαφέρον και ευρύτερο από ότι νόμιζα θέμα, στο μέλλον.

Σε αυτό το κεφάλαιο, η Hunter επεκτείνεται και στις δυνατότητες της βελόνας και της κλωστής ως οπτική γλώσσα και στη δύναμη που έχει να δώσει στους ανθρώπους φωνή, αλλά και στους τρόπους με τους οποίους οι καταπιεστές έχουν οικειοποιηθεί το ράψιμο για να αποδυναμώσουν και να μειώσουν τους άλλους. Για παράδειγμα, το ράψιμο χρησιμοποιήθηκε από τους Ναζί για να φιμώσουν έναν λαό. Μία από τις στρατηγικές τους ήταν η «καταστροφή μέσω της εργασίας». Το 1940 οι Ναζί συγκέντρωσαν πάνω από 160.000 Εβραίους, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών σ’ ένα στρατόπεδο, κι εκεί τους ανάγκαζαν να ράβουν όλη μέρα με μόνο μια ημερήσια μερίδα 700 θερμίδων. Μέχρι το 1945 λίγοι είχαν επιβιώσει. Αναφέρει επίσης ότι το 1631, ο John Taylor συμβούλευε «τη χαλιναγώγηση του γυναικείου λόγου μέσω της κεντητικής τους». Μια προτροπή, γράφει η Hunter, που «ασκήθηκε με ζήλο από τους εκπαιδευτικούς των μαθητριών, ως έναν αποτελεσματικό τρόπο για να χαλιναγωγηθεί το υποτιθέμενο πυρετώδες γυναικείο πνεύμα».

Νομίζω ότι μετά την ανάγνωση του βιβλίου, κανείς συνειδητοποιεί πολύ περισσότερο τις δυνατότητες του υφάσματος και της κλωστής, και όλα όσα μπορούν να επιτευχθούν με το κέντημα και το ράψιμο. Συνοπτικά, το κέντημα μπορεί: να γίνει μεταφορά για την ίδια τη ζωή, να καταγράψει την ιστορία, να μεταφέρει σύνθετες κοινωνικές πληροφορίες, να διατηρήσει τη μνήμη, να προστατεύσει και να διατηρήσει προσωπικές και συλλογικές μαρτυρίες, να σχεδιάσει έναν χάρτη, να μεταφέρει μια προσευχή, να γιορτάσει έναν πολιτισμό, να τιμήσει ζωές και ζωές που χάθηκαν, να θεραπεύσει και να ενδυναμώσει, να παράσχει ένα μέσο για τη δημιουργία τέχνης, να φέρει εισόδημα, να υποστηρίξει την ανεξαρτησία των γυναικών, να δώσει φωνή, να διακηρύξει ένα μανιφέστο, να διατηρήσει μια πολιτιστική γλώσσα και να διατηρήσει την ταυτότητα. Μπορεί επίσης να είναι ένα μέσο διαμαρτυρίας και τεκμηρίωσης. Η Hunter γράφει ότι κατά τη διάρκεια του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, η αγωνίστρια της αντίστασης Ruth First ήταν η πρώτη λευκή γυναίκα που φυλακίστηκε σε απομόνωση για 117 ημέρες. Μέχρι τη δολοφονία της το 1982, είχε δημοσιεύσει μια σύντομη αυτοβιογραφία στην οποία κατέγραφε τις ημέρες αισθητηριακής στέρησης και τη σημασία που είχε το κέντημα στη διατήρηση της ταυτότητάς της και την έκφραση της αίσθησης του εαυτού της. Τέλος, μπορεί να χρησιμεύσει ως σύνδεσμος μεταξύ γενεών: «Τα κεντήματα που παρέμειναν μέσα στις οικογένειες ή τις φυλετικές ομάδες ήταν αγαπητά ως συναισθηματικοί και πολιτιστικοί σύνδεσμοι μεταξύ των γενεών»