H ΖΩΗ ΩΣ ΚΕΝΤΗΜΑ                                                           Edited-July 22nd, 2025

«Το κέντημα μπορεί να μας απομακρύνει πολύ από το σημείο που βρισκόμαστε στη φαντασία μας, αλλά μπορεί επίσης να μας οδηγήσει πίσω εκεί που ανήκουμε.» Clare Hunter

«Το ράψιμο δεν παγιδεύει μόνο τη μνήμη. Μπορεί επίσης να βοηθήσει στην αναζωπύρωσή της.»  Clare Hunter

Στο βιβλίο της, Threads of Life: A History of the World Through the Eye of a Needle / Κλωστές της Ζωής: Μια Ιστορία του Κόσμου Μέσα από το Μάτι μιας Βελόνας, η Clare Hunter, μια καλλιτέχνιδα υφασμάτων / textile artist, κατασκευάστρια πανό και επιμελήτρια εκθέσεων με κοινοτικό πνεύμα από τη Σκωτία, ανιχνεύει την ιστορία της κεντητικής σε όλες τις εποχές και εξερευνά τις εκφραστικές δυνατότητες και τις ποικίλες χρήσεις του υφάσματος, της βελόνας και της κλωστής. Το βιβλίο της αφορά την κοινωνική, καλλιτεχνική, πολιτική και συναισθηματική σημασία του ραψίματος και του κεντήματος. Είναι μια ευρεία αφήγηση των τρόπων με τους οποίους τα έργα με βελόνα, κάθε είδους, υπήρξαν σημαντικά και νοηματοδοτήθηκαν κατά τη διάρκεια της ιστορίας,  και το πως αποτελούν ένα χρονικό μνήμης, ταυτότητας, δύναμης, πολιτικής, διαμαρτυρίας, απώλειας και ανάκαμψης. Πάνω απ ‘όλα, είναι ένα βιβλίο για την έμφυτη ανθρώπινη ανάγκη μας να λέμε ιστορίες, ανεξάρτητα από το μέσο, καθώς και της αφηγηματικής  δυνατότητας της κεντητικής. Το ράψιμο και το κέντημα δεν είναι μόνο ένα μέσο για τη δημιουργία έργων ομορφιάς, αλλά και μια ανατρεπτική τέχνη που έχει επιτρέψει σε άτομα και συλλογικότητες να εκφραστούν, να επικοινωνήσουν ιδέες και συναισθήματα, να διαμαρτυρηθούν, να συνδεθούν γενεαλογικά και να καταγράψουν ιστορικά γεγονότα. Κυρίως γυναίκες, αλλά και πολλοί άνδρες, έχουν χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του ραψίματος και του κεντήματος για να ακουστεί η φωνή τους, ακόμη και σε πολύ δύσκολες συνθήκες.

Η Hunter χρησιμοποιεί την ιστορία της κεντητικής ως πρίσμα για να εξερευνήσει την ανθρώπινη ιστορία και τα ιστορικά γεγονότα, με έμφαση στο ράψιμο και το κέντημα ως μέσο έκφρασης για τους πληγωμένους, τους περιθωριοποιημένους, τους φτωχούς ή τους φιμωμένους. Έχει επιλέξει υποβλητικούς τίτλους για τα 16 κεφάλαιά της: Άγνωστο, Δύναμη, Ευθραυστότητα, Αιχμαλωσία, Ταυτότητα, Σύνδεση, Προστασία, Ταξίδι, Διαμαρτυρία, Απώλεια, Κοινότητα, Τόπος, Αξία, Τέχνη, Εργασία & Φωνή. Σε κάθε κεφάλαιο ζωντανεύει ιστορικά πρόσωπα, κινήματα και γεγονότα και γράφει τόσο για τις δημιουργίες συγκεκριμένων ιστορικών προσώπων ή μεμονωμένων ατόμων, όσο και για τις συλλογικές προσπάθειες και ιστορίες διαφορετικών ομάδων και λαών. Διασχίζει αιώνες και ηπείρους από τη μεσαιωνική Ευρώπη μέχρι τη Νότια Αμερική και τις ΗΠΑ, από αφρικανικές φυλές και ασιατικούς πολιτισμούς μέχρι τη Σκωτία, την πατρίδα της, ενώ ταυτόχρονα τοποθετεί το δικό της ταξίδι και τις δικές της εμπειρίες, δημιουργώντας ένα αυτοβιογραφικό νήμα που διατρέχει όλα τα κεφάλαια.

Αντλεί έμπνευση από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και ιστορικές εποχές για να δείξει πώς η κεντητική έχει συμβάλει σε κοινότητες, καθώς και σε θρησκευτικά και πολιτικά κινήματα, κι ακόμη το πώς έχει χρησιμοποιηθεί ως μέσο καλλιτεχνικής δημιουργίας, επιβίωσης, παρηγοριάς, εορτασμού, διαμαρτυρίας και ευαισθητοποίησης. Επίσης, καθιστά ορατές τις δύο πτυχές της κεντητικής: την εργασία για δημόσια προβολή και την εργασία πιο οικείου και προσωπικού χαρακτήρα.

Τα επιχειρήματα της τα στηρίζει με πληθώρα γεγονότων και παραδειγμάτων. Ξεκινά με την περίφημη Ταπισερί Bayeux –  «ένα πολύτιμο πολιτιστικό κειμήλιο που θεωρείται άξιο ειδικής προστασίας από την UNESCO». Η Ταπισερί Bayeux, ένα κεντημένο αφηγηματικό ύφασμα με 58 αριθμημένες σκηνές που απεικονίζονται σε λινό ύφασμα και μάλλινο νήμα, «το απλούστερο υλικό», αφηγείται την ιστορία της Μάχης του Χάστινγκς το 1066 και «ουσιαστικά είναι μια ηθική ιστορία: μια προειδοποίηση για το κόστος της προδοσίας». Η Hunter περιγράφει τη μακρά ιστορία και τις περιπέτειες της ταπισερί. Όταν, για παράδειγμα, η Γερμανία εισέβαλε στη Γαλλία, ο Χάινριχ Χίμλερ οικειοποιήθηκε την ταπισερί και το 1944 την είχε κρύψει σε ένα υπόγειο του Λούβρου. Ωστόσο, όταν οι φρουροί του έφτασαν για να την πάρουν, το Λούβρο ήταν ήδη στα χέρια της Γαλλικής Αντίστασης και έτσι παρέμεινε στη Γαλλία. Υποστηρίζει ότι η ιστορία της ταπισερί και όχι το κέντημά της την έσωσε, η πολιτική της και όχι η πολιτιστική της αξία. Επίσης, εξετάζει τις δημιουργούς του έργου και σημειώνει ότι παρόλο που τα κεντήματά τους μπορεί να έχουν ιστορική αξία, συλλεγμένα από σημαντικά μουσεία, οι ανώνυμες γυναίκες κεντήτριές του παραμένουν μη αναγνωρισμένες. Φαντάζεται πώς αυτές οι γυναίκες θα κάθονταν για ώρες, μήνες και χρόνια, με τα σώματά τους να πονούν και τα μάτια τους να τσούζουν από τον καπνό της φωτιάς και το λιγοστό φως των κεριών, σκυμμένες πάνω από ένα ορθογώνιο πλαίσιο, μερικές θα κεντούσαν ανάποδα, υπό την πίεση ενός επιστάτη.

Στο κεφάλαιό, Εξουσία, αλλά και σε όλο το βιβλίο, καταφέρνει να απεικονίσει την εγγενή σύνδεση μεταξύ των ιστορικών γεγονότων και της τέχνης της βελόνας. Εξερευνά την ιστορία της κεντητικής τέχνης της Μαίρης, Βασίλισσας της Σκωτίας. Η Μαίρη ήταν μια ταλαντούχα κεντήτρια, η οποία δημιούργησε και παρουσίασε ένα υπέροχο «οπλοστάσιο υφασμάτων» από τα πρώτα της χρόνια στη Γαλλία μέχρι την εκτέλεσή της το 1587. Κατά τη διάρκεια των μακρών χρόνων αιχμαλωσίας της, τα εξαιρετικά κεντήματά της, κεντήματα συχνά γραμμένα σε μυστικούς κώδικες, της παρείχαν μια διέξοδο για την ενέργεια και τη δημιουργικότητά της, της έδωσαν δύναμη και μετέφεραν τα μηνύματά της στον έξω κόσμο. Το έργο της έγινε ο συναισθηματικός και πολιτικός εκπρόσωπός της, και οι κεντημένες υπογραφές της επιβεβαίωναν βασιλικά δικαιώματα και αξιώσεις. Η Hunter καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ενώ η Μαίρη χρησιμοποιούσε την κεντητική τέχνη «για να διεκδικήσει την εξουσία και να αγωνιστεί για την αποκατάστασή της, ίσως να υπήρχε και μια πιο βασική ανθρώπινη παρόρμηση πίσω από το κέντημά της: να διατηρήσει τον αυτοέλεγχο, να δημιουργήσει κάποια τάξη και να έχει επιλογή μέσα στην αναταραχή και την ταπείνωση της ζωής της».

Ένα άλλο παράδειγμα αυτής της περίπλοκης σύνδεσης μεταξύ πολιτικών γεγονότων, κεντήματος και τέχνης αφορά την σκόπιμη απόφαση των σουφραζετών, στις αρχές του 20ού αιώνα, να δημιουργήσουν και να φέρουν πανό «φτιαγμένα με εκθαμβωτική κεντητική, χρησιμοποιώντας τα πιο όμορφα υφάσματα – μπροκάρ, μεταξωτά, δαμασκηνά και βελούδα – και υλικά που είχαν σκόπιμα μετατοπιστεί από την ιδιωτικότητα του σαλονιού στη δημόσια αρένα των διαδηλώσεων». Η Mary Lowndes, για παράδειγμα, «ίδρυσε την Ένωση Καλλιτεχνών για το Δικαίωμα Ψήφου για να προμηθεύσει τον αγώνα των σουφραζετών με τολμηρά, εντυπωσιακά έργα τέχνης εκστρατείας». Το 1911, ένα από τα πανό της Ann Macbeth ήταν κεντημένο με ογδόντα υπογραφές σουφραζετών που είχαν φυλακιστεί και είχαν σιτιστεί με τη βία στη φυλακή Holloway. Προς το τέλος του βιβλίου η Hunter αναφέρει πώς οι ραμμένες υπογραφές είναι τα φυσικά σημάδια της ατομικής ή συλλογικής επιμονής στην αναγνώριση και πώς τα υφάσματα με υπογραφές ενισχύουν τις ατομικές φωνές. Γράφει: «… οι άνθρωποι έχουν κεντήσει τις υπογραφές τους σε υφάσματα για να καταγράψουν την ύπαρξή τους ή να καταγράψουν ένα κοινό τραύμα σε ανεξίτηλο ράψιμο που αφήνει μια διαρκή εντύπωση».

Στο κεφάλαιό της με τίτλο Ευθραυστότητα, η Hunter διερευνά την εργασία με το κέντημα ως μέσο θεραπείας, ανάρρωσης ή και απλής επιβίωσης. Παρέχει παραδείγματα ανθρώπων που υπέφεραν από σοβαρό σωματικό ή /και ψυχικό πόνο που μπόρεσαν μέσω του ραψίματος να βρουν φωνή, να διατηρήσουν την αίσθηση της ταυτότητάς τους ή την αίσθηση του σκοπού τους και να καταγράψουν γεγονότα ή προσωπικές εμπειρίες. Ο John Craske, για παράδειγμα, ήταν ψαράς τρίτης γενιάς, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου προσβλήθηκε από γρίπη, η οποία εξελίχθηκε σε εγκεφαλικό απόστημα. Νοσηλεύτηκε, μεταφέρθηκε για λίγο σε άσυλο και στη συνέχεια στάλθηκε πίσω στο σπίτι του, στη σύζυγό του, ανίκανος για εργασία και θύμα επεισοδίων αμνησίας. Ζωγράφιζε μικρά αντικείμενα και βάρκες για να βιοποριστεί, αλλά όταν έμεινε κατάκοιτος και δεν μπορούσε να ζωγραφίσει ξαπλωμένος, η σύζυγός του τον δίδαξε μερικές στοιχειώδεις βελονιές κεντήματος. Μέσα από το ράψιμο, ο John ανακάλυψε ότι το ύφασμα και το νήμα του επέτρεπαν να δημιουργεί την υφή της θάλασσας, την οποία αγαπούσε τόσο πολύ, και την απαλότητα των αμμόλοφων, ακόμη πιο απτά από το χρώμα. Προς το τέλος της ζωής του έφτιαξε το πιο φιλόδοξο κέντημά του, την Εκκένωση της Δουνκέρκης, ένα πανόραμα πολεμικού πανδαιμόνιου.

Κατά τη διάρκεια και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ράψιμο παρείχε υποστήριξη και επούλωση σε στρατιώτες που υπέφεραν από διαταραχή μετά-τραυματικού στρες, τότε γνωστό ως shell shock  / σοκ από οβίδα. Η Hunter σημειώνει ότι για τους άνδρες που επέστρεψαν σπίτι από τη σφαγή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν απαραίτητες νέες προσεγγίσεις στην θεραπεία και έτσι γεννήθηκε η εργοθεραπεία. Γράφει: «Οι χειροτεχνίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην θεραπευτική αποκατάσταση μετά τον πόλεμο. Μέσω ενός συνασπισμού κυβερνητικών, εθελοντικών και ιατρικών αρχών, καλλιτέχνες και τεχνίτες στρατολογήθηκαν για να οργανώσουν έργα, εργαστήρια, εκθέσεις και παραγγελίες…» και παρόλο που το ράψιμο «φαινόταν ο λιγότερο πιθανός υποψήφιος για ανδρική ανάρρωση, ωστόσο το κέντημα έγινε η απορροφητική ασχολία για χιλιάδες πρώην στρατιωτικούς, παρέχοντάς τους όχι μόνο την ικανοποίηση της επιδεξιότητας, αλλά και ένα μέσο για να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή τους και να κερδίσουν ένα μικρό εισόδημα».

Στο κεφάλαιό, Αιχμαλωσία, η Hunter αναφέρεται στην ανθρωπίστρια, Ελίζαμπεθ Φράι, η οποία θεωρείται η πρώτη που εισήγαγε την κεντητική στις φυλακές ως αντίδοτο στην αδυναμία και ως μέσο δημιουργικής έκφρασης. Έναν αιώνα αργότερα, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με την πτώση της Σιγκαπούρης στους Ιάπωνες το 1942, οι γυναίκες αιχμάλωτες πολέμου χρησιμοποίησαν το ράψιμο και το κέντημα ως τέχνασμα για να διατηρήσουν επαφή με τους άνδρες των οικογενειών τους, για να αντισταθούν και για να διατηρήσουν μιαν αίσθηση ταυτότητας. Οι συνθήκες ήταν άθλιες και απάνθρωπες, η αβεβαιότητα, ο υποσιτισμός, η βαρβαρότητα, η ασθένεια και ο θάνατος, ήταν καθημερινές εμπειρίες. Η Έθελ Μαλβάνεϊ πρότεινε να φτιάξουν patchwork παπλώματα αφού πρώτα έπεισαν τους απαγωγείς τους ότι ήταν ανθρωπιστικά δώρα για να παρηγορήσουν τους ασθενείς στο νοσοκομείο των φυλακών. Κάθε μικρό τετράγωνο έπρεπε να έχει ένα ραμμένο αυτόγραφο και μια προσωπική εικόνα. Μερικά φτιάχτηκαν από κορίτσια ηλικίας 8 έως 16 ετών. Το πιο ανατρεπτικό κομμάτι ενός κοριτσιού ήταν μια εικόνα με την ιαπωνική σημαία, με τον τίτλο «Η Σημαία της Τυραννίας». Η Hunter σχολιάζει ότι παρόλο που η ανακάλυψη του θα σήμαινε τιμωρία και πιθανή εκτέλεση, εκείνη κέντησε την αλήθεια της.

Επίσης, πολλοί άνδρες έραβαν στα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Σετ ραπτικής, γνωστά ως «νοικοκυρά», συμπεριλαμβάνονταν στα πακέτα που παρείχε στους στρατιώτες ο Ερυθρός Σταυρός. Ο Ταγματάρχης Αλέξης Κάσδαγλης παρείχε μαθήματα ραπτικής στους συγκρατούμενούς του σε στρατόπεδο στη Γερμανία. Η Hunter γράφει: «Ξήλωνε μαλλί από παλιά πουλόβερ για να κεντήσει σταυροβελονιά την αντίσταση» και έστελνε κεντήματα στον γιο και την οικογένειά του μέσω της Πορτογαλίας, μιας ουδέτερης χώρας. Πιο πρόσφατα, η συγγραφέας Tracy Chevalier παρήγγειλε το The Sleep Quilt / Το Πάπλωμα του Ύπνου, το οποίο είναι εξ ολοκλήρου κεντημένο και ραμμένο από κρατούμενους, κυρίως άνδρες, σε μερικές από τις πιο σκληρές φυλακές της Βρετανίας. Το Fine Cell Work είναι το φιλανθρωπικό ίδρυμα που έκανε δυνατή τη δημιουργία του παπλώματος. Κάθε ένα από τα 63 τετράγωνα που το αποτελούν εξερευνά το τι σημαίνει ύπνος μέσα στη φυλακή. Ο ύπνος έχει μεγάλη σημασία στις φυλακές επειδή είναι πιο δύσκολο να τον βρεις σε αυτά τα θορυβώδη, αποπνικτικά και περιορισμένα περιβάλλοντα. Επίσης, για κάποιους είναι μια στιγμή απόδρασης και ηρεμίας, αλλά για άλλους μια επιστροφή σε όλα όσα πονάνε ή σε όσα μετανιώνουν περισσότερο στη ζωή τους [Δείτε στη διεύθυνση: https://www.youtube.com/watch?v=nx_0VQ4Vj78].

Η Esther Krintz και η μικρότερη αδερφή της επέζησαν από το Ολοκαύτωμα και γλίτωσαν την άτυχη μοίρα ολόκληρης της οικογένειάς τους, προσποιούμενες ότι ήταν Καθολικές. Η Hunter μας λέει ότι την ιστορία της τη γνωρίζουμε επειδή την κέντησε. Πολύ μετά τα γεγονότα, όταν ζούσε πλέον στην Αμερική με την οικογένειά της, δημιούργησε το όμορφο κεντημένο απομνημόνευμα της, επιλέγοντας «το ράψιμο ως πράξη αποκατάστασης». Έχει συμπεριλάβει τη σκηνή όταν οι Ναζί έφτασαν στο Μνίσεκ το φθινόπωρο του 1939, τη μητέρα της με την ποδιά της να στέκεται μπροστά στο σπίτι της με τις δαντελένιες κουρτίνες στα παράθυρα, το παπούτσι του παππού της να βρίσκεται εκεί που είχε πέσει από το πόδι του καθώς τον έσερναν οι Ναζί, τον εαυτό της και την αδερφή της με όμορφα φορέματα και τα πλεγμένα μαλλιά τους να παρακολουθούν τη σκηνή. Η δουλειά με τη βελόνα απαιτεί χρόνο και υπομονή και φροντίδα. Η όλη διαδικασία πρέπει να ήταν μια κοπιαστική διαδικασία ενθύμησης, συναισθήματος, μνήμης, επεξεργασίας και μετατροπής του πόνου σε κάτι όμορφο, αλλά και δημιουργίας μιας οπτικής ιστορίας για τις μελλοντικές γενιές.

Η Hunter μας υπενθυμίζει ότι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Ολλανδίας οι γυναίκες έπαιξαν έναν εξίσου θαρραλέο ρόλο με τους άνδρες μέσω της αντίστασης των πολιτών. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Mies Boissevain-van Lennep είχε βοηθήσει Εβραίους πολίτες, και ως συνέπεια οι Ναζί έκαναν επιδρομή στο σπίτι της. Ο σύζυγός της, τα τέσσερα παιδιά της και ο ανιψιός της σκοτώθηκαν και εκείνη φυλακίστηκε σε στρατόπεδο, όπου μέχρι το 1945 είχαν πεθάνει πάνω από 90.000 γυναίκες και παιδιά. Η Γράφει ότι μετά τον πόλεμο, η Mies κάλεσε τις γυναίκες να φτιάξουν αυτό που αποκαλούσε «φούστα της ζωής» ή «φούστα της απελευθέρωσης». Αυτή η αναμνηστική φούστα ήταν φτιαγμένη από παλιά, πολύχρωμα μπαλώματα, ραμμένα σε μια παλαιότερη φούστα, έτσι ώστε να εξαφανιστεί το αρχικό φόντο. Οι γυναίκες έπρεπε να κεντήσουν το μοτίβο της ζωής τους στη φούστα τους και το στρίφωμα έπρεπε να αποτελείται από πορτοκαλί τρίγωνα με κεντημένες την ημερομηνία «5η Μαΐου 1945» και τις ημερομηνίες των εθνικών εορτών, κατά τις οποίες φοριόταν η φούστα.

Στο κεφάλαιό της το σχετικό με την Ταυτότητα, η Hunter ισχυρίζεται ότι «το κέντημα είναι συχνά το τελευταίο απομεινάρι ταυτότητας που διασώζεται από τους στερημένους». Περιγράφει πώς οι εκτοπισμένες Παλαιστίνιες γυναίκες σε καταυλισμούς προσφύγων, αρχικά, διαφύλαξαν τα ιδιαίτερα κεντήματα του χωριού τους, αλλά στη συνέχεια άρχισαν να αναμειγνύουν στυλ που υποδεικνύουν την αλλαγή που είχε συμβεί, καθώς και την ανάγκη ενίσχυσης μιας εθνικής ταυτότητας ή συνείδησης. Οι Hmong, μια ασιατική  ομάδα που έχει αντιμετωπίσει «αιώνες εθνοτικού διχασμού, πολέμου και αναγκαστικής μετανάστευσης», έχουν διηγηθεί τις ιστορίες τους για την αγροτική ζωή, τους βομβαρδισμούς των χωριών, τις πορείες στη ζούγκλα, την επικίνδυνη διάβαση του ποταμού Μεκόνγκ και την πενιχρή ύπαρξη σε καταυλισμούς προσφύγων», μέσα από υφάσματα ιστοριών / story cloths. Οι γυναίκες σε αυτά τα πλαίσια ράβουν επίσης για να κερδίσουν ένα μικρό εισόδημα. Η συγγραφέας ισχυρίζεται ότι η κεντητική χρησιμοποιείται συχνά ως πρώτο βήμα για την ενδυνάμωση των γυναικών ώστε να καθορίσουν τρόπους βελτίωσης της κατάστασής τους και μείωσης των κοινωνικών ελέγχων και της οικονομικής εξάρτησης που περιορίζουν την ευημερία και την πρόοδό τους. Ωστόσο, προσθέτει ότι το κίνητρό τους δεν είναι αποκλειστικά οικονομικό, επειδή το κέντημα και το ράψιμο επαναφέρουν την αίσθηση της ταυτότητας, ανακτούν έναν πολιτισμό και διατηρούν τις μελλοντικές γενιές σε επαφή με την κληρονομιά τους.

Υπό την σκληρή διακυβέρνηση του Πινοσέτ στη Χιλή, οι γυναίκες δημιούργησαν πολύχρωμες αρπιγιέρες / arpilleras, κεντήματα ραμμένα σε λινάτσα, για να στείλουν μήνυμα στον έξω κόσμο για τη στέρηση και την καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και για να πουν τις ιστορίες των απαχθέντων μελών των οικογενειών τους. Αρχικά, το καθεστώς παρέβλεψε αυτή τη δραστηριότητα ως αθώα χειροτεχνία και όχι ως εργαλείο ανατροπής, αλλά μόλις συνειδητοποίησαν τι πραγματικά συνέβαινε, άρχισαν να παρακολουθούν τις γυναίκες και να κάνουν επιδρομές στα σπίτια τους. Συζητά επίσης πώς η διεκδίκηση της εξουσίας από τους καταπιεστές έχει συχνά επιβληθεί μέσω της καταστολής της παραδοσιακής ενδυμασίας. Όταν, για παράδειγμα, η Σοβιετική Ένωση κατέστειλε το κέντημα εθνικών σχεδίων και συμβόλων και την ένδυση εθνικής ενδυμασίας στην Ουκρανία, κατάφερε να «προκαλέσει μια φυσική απώλεια πρακτικής και γνώσης του κεντήματος», η οποία έπρεπε να ανακτηθεί και να προσαρμοστεί στη σύγχρονη εποχή μετά την ανεξαρτησία. Εξετάζει τις συχνές αρνητικές επιπτώσεις των ιεραποστολικών ή αυτοκρατορικών εισβολών που επέβαλαν αλλαγές στην ενδυμασία, τις χειροτεχνίες και τις παραδόσεις των ιθαγενών στην Αφρική, και ιδιαίτερα στη φυλή Χερέρο. Και στην Κίνα, η Πολιτιστική Επανάσταση απαγόρευσε αυτά που ονομάστηκαν Τα Τέσσερα Παλιά Πράγματα: παλιά έθιμα, παλιό πολιτισμό, παλιές ιδέες και παλιές συνήθειες, και επιβλήθηκε μια υποχρεωτική ομοιομορφία στην ενδυμασία.

Στο κεφάλαιό της, με τίτλο Σύνδεση  / Connection, η Hunter γράφει για τα billet books του 18ου αιώνα από το Νοσοκομείο Βρεφών του Λονδίνου. Οι μητέρες, κυρίως φτωχές και ανύπαντρες, που άφηναν εκεί τα νεογέννητα μωρά τους «ενθαρρύνονταν να αφήνουν κάποιο τεκμήριο, τόσο ως ενθύμιο όσο και ως απόδειξη καταγωγής» σε περίπτωση που κατάφερναν κάποτε να επιστρέψουν για τα παιδιά τους. Αυτά τα τεκμήρια ήταν μικροσκοπικά, μόλις 2,5 εκατοστά υφάσματος κομμένα από τα ρούχα της μητέρας. Η Hunter αναφέρει: «Πολλά είναι λερωμένα, μερικά φθαρμένα, τα περισσότερα θαμπά από τη φτώχεια… Σε ένα παιδί δόθηκε μια απαλή μπλε σατέν ροζέτα. Παρέα με τα άλλα, πιο λιτά κομμάτια, φαινόταν τόσο πλούσιο όσο ένα ανθισμένο τριαντάφυλλο». Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το αποτέλεσμα είναι μια έντονα σπαρακτική καταγραφή «εκείνης της στιγμής της επιλογής, των μητέρων που αποφασίζουν ποιο απομεινάρι του εαυτού τους να αφήσουν, πώς καλύτερα να επικοινωνήσουν αγάπη, λύπη, ελπίδα, μια μικρή εξήγηση στο παιδί που δεν θα ξαναδούν ποτέ», αλλά μια γυναίκα, η Σάρα Μπέντερ, μπόρεσε να επιστρέψει οκτώ χρόνια αργότερα, «κρατώντας σφιχτά το μισό της κεντημένης καρδιάς επανενώθηκε με τον γιο της».

Ανοίγει το κεφάλαιό της, Τόπος, αναφερόμενη στο project της Σκωτσέζας τραγουδίστριας και συλλέκτριας ιστοριών Άλισον ΜακΜόρλαντ το 1994 στο νησί Μαλ, στις Εσωτερικές Εβρίδες, στο οποίο κατέγραψε τις αναμνήσεις των παλαιότερων κατοίκων του νησιού. Αυτές οι αναμνήσεις στη συνέχεια μετατράπηκαν πρώτα σε έναν πίνακα από την ζωγράφο Κέιτ Ντάουνι, με έδρα το Εδιμβούργο, και στη συνέχεια σε ένα ύφασμα από την ντόπια υφαντουργό και βαφέα Φλόρα ΜακΝτόναλντ. Στο ίδιο κεφάλαιο, η Hunter μιλάει για τις ραμμένες και κεντημένες, από μαθήτριες, υδρόγειες σφαίρες και χάρτες που είχαν κερδίσει δημοτικότητα από το 1770 και μετά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, σε μια εποχή που η γεωγραφία, «μια αφήγηση που εξερευνούσε την πολιτιστική, οικονομική, θρησκευτική και ιεραρχική κοινωνική οργάνωση διαφορετικών ηπείρων», ήταν ένα σημαντικό μέρος του σχολικού προγράμματος σπουδών και υπήρχε «μια αυξανόμενη όρεξη για λίστες, για ποσοτικά και όχι ποιοτικά δεδομένα, για ακριβείς λεπτομέρειες μεγέθους και κλίμακας». Επιπλέον, Η Hunter μας λέει ότι στην Αμερική το κέντημα επρόκειτο να παίξει σημαντικό ρόλο στην καταγραφή της διαφοροποιημένης συνείδησης μετά την ανεξαρτησία της, και ότι τα κορίτσια προσκλήθηκαν μέσω της εκπαίδευσης να έχουν μια θέση στην κοινωνική εξέλιξη της χώρας τους. Μέσω του κεντήματος άφησαν για πρώτη φορά το στίγμα τους. Αναφέρεται επίσης στην πιο πρόσφατη χαρτογράφηση κοινότητας και υποστηρίζει ότι «Στη χαρτογράφηση της κοινότητας, ο χρόνος μπορεί να συγχωνευθεί: είναι δυνατό να “στρωματοποιηθούν” η γνώση και η μνήμη, να εισαχθούν χαμένα ορόσημα, να αποκατασταθούν κρυμμένα μονοπάτια, να επανεγκατασταθούν τα φαντάσματα της εξαφανισμένης αρχιτεκτονικής».

Μέσω της κοινοτικής της εργασίας με ομάδες από διαφορετικούς πολιτισμούς σε διαφορετικές χώρες, η Hunter έχει διαπιστώσει ότι όταν μια πολιτισμική γλώσσα απειλείται ή απαγορεύεται, το λεξιλόγιό της συχνά διατηρείται μέσω της κεντητικής, ως μιας εναλλακτικής οπτικής γραφής. Όταν, για παράδειγμα, η ουαλική γλώσσα απαγορεύτηκε στα ουαλικά σχολεία, οι άνθρωποι τη διατήρησαν σε κεντήματα. Επίσης η απώλεια μιας κουλτούρας, όταν οι άνθρωποι, για παράδειγμα, έχουν εκδιωχθεί βίαια από την πατρίδα τους, δεν εγκαταλείπεται από τους ανθρώπους, αλλά μεταφράζεται σε άλλες μορφές. Γράφει: «Έτσι έγινε και με τους Αφροαμερικανούς σκλάβους: διατήρησαν την πολιτισμική μνήμη μεταφράζοντάς την σε μέσα όπου μπορούσε να διατηρηθεί ασφαλής». Εξετάζει τη σημασία του τόπου στα «συγκοπτικά, ελεύθερου πνεύματος» παπλώματα, τα οποία φτιάχνονταν από σκλάβους στη Βόρεια Αμερική. Δεν έχουν διασωθεί πολλά, καθώς ήταν φτιαγμένα από φθηνό ή ήδη φθαρμένο ύφασμα, ωστόσο, δύο που διασώθηκαν, κατασκευάστηκαν από την Χάριετ Πάουερς, γεννημένη το 1837. Είναι «ένα μείγμα αμερικανικής κατασκευής παπλωμάτων, χριστιανικής εικονογραφίας και αφρικανικών παραδόσεων» και είναι γνωστά ως The Bible Quilt και The Pictorial Quilt /Το Πάπλωμα της Βίβλου και το Εικονογραφικό Πάπλωμα. H Hunter σημειώνει ότι προσφέρουν μια μοναδική εικόνα για το οπτικό λεξιλόγιο των σκλαβωμένων γυναικών και παρέχουν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις ότι οι Αφροαμερικανοί σκλάβοι μετέφεραν μαζί τους την οπτική τους κουλτούρα και χρησιμοποιούσαν το ράψιμο για να τη διατηρήσουν.

Αναφερόμενη στην περίφημη εικαστική εγκατάσταση της Judy Chicago, The Dinner Party / To Εορταστικό Γεύμα, η Hunter σχολιάζει ότι η σημασία των σχεδίων και των παραγγελθέντων κεντημάτων της καλλιτέχνιδας χάθηκε στην ως επί το πλείστον ανδρική κριτική προσήλωση στα πιάτα του δείπνου, αλλά τα πιάτα ήταν μόνο ένα μέρος του συνολικού έργου, το οποίο περιελάμβανε επίσης «μεγάλα υφασμάτινα ράνερ / runners σε κάθε σερβίτσιο που αναφέρονταν -συμβολικά και εικονογραφικά- στη χρονολογική θέση κάθε γυναίκας στην ιστορία και παρείχαν βαθύτερη γνώση στις αφηγήσεις τους». Για κάθε ράνερ απαιτήθηκε πολύ έρευνα, κι επίσης, χρησιμοποιήθηκε μια μεγάλη ποικιλία τεχνικών κεντήματος και απασχολήθηκαν πολλές κεντήστρες. Για παράδειγμα, το αφιερωμένο ράνερ στην Αιγύπτια Φαραώ, Χατσεπσούτ, κεντημένο με ιερογλυφικούς χαρακτήρες, χρειάστηκε δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί.

Η Hunter ρίχνει επίσης φως στις συνθήκες εργασίας των κεντητριών και των μοδιστρών σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και περιλαμβάνει στοιχεία όπως η οικονομία, η κοινωνική τάξη και η «φυλή» στη συζήτησή της. Στο κεφάλαιό της, Εργασία, εστιάζει στις σημαντικές αλλαγές που επήλθαν στην εργασιακή ζωή των ανθρώπων που εργάζονταν με ύφασμα και κλωστή, σε συγκεκριμένες εποχές, και στην «αυξανόμενη δημόσια ανησυχία για τις απάνθρωπες συνθήκες που υφίσταντο οι εργαζόμενοι φτωχοί» στη Βρετανία, τη Σκωτία και την Ιρλανδία. Συζητά επίσης τις αλλαγές που επέφερε η εφεύρεση της ραπτομηχανής, οι οποίες τελικά δεν απελευθέρωσε τους ανθρώπους από την εργασία, αλλά αντίθετα άλλαξε τον ρυθμό και τη φύση της εργασίας. Από τη μία πλευρά, έδωσε στις γυναίκες την ευκαιρία για ανεξαρτησία, οικονομική ελευθερία και τη δυνατότητα να λειτουργούν τα δικά τους εργαστήρια. Από την άλλη, οι γυναίκες έχασαν την κοινωνικότητα που απολάμβαναν οι εργάτριες κεντήματος, επειδή μέχρι την εφεύρεση της ραπτομηχανής, το ράψιμο ήταν ως επί το πλείστον συντροφικό, είτε οι γυναίκες εργάζονταν σε ομάδες είτε στο σπίτι με την οικογένεια. Τώρα ήταν είτε μια μοναχική ασχολία στο σπίτι, είτε ο μόχθος των εργοστασιακών εργατών που έραβαν εν μέσω του κρότου και του κροταλίσματος των μηχανημάτων. Επίσης, οι ραπτομηχανές, αντί να ανακουφίσουν την εκμετάλλευση, την επιδείνωσαν. Επιπλέον στις κλωστοϋφαντουργικές βιομηχανίες οι γυναίκες ήταν φθηνότερο εργατικό δυναμικό και σε μεγάλο βαθμό μη συνδικαλισμένες. Παραθέτει τα λόγια του Καρλ Μαρξ, ο οποίος στο βιβλίο του «Το Κεφάλαιο», είχε προβλέψει την καταστροφή που θα προκαλούσε η άφιξη της ραπτομηχανής στις εργάτριες των κλάδων αυτών.

Επίσης, αναφέρει ότι ο χρόνος και ο σεξισμός υπήρξαν οι δύο μεγάλοι ανταγωνιστές της κεντητικής, λόγω της εγγενούς ευθραυστότητας αυτών των έργων τέχνης φτιαγμένων από κλωστή και ύφασμα, τα οποία είναι ευάλωτα στο ξεθώριασμα, το ξέφτισμα και το σκίσιμο, και στην τάση των επιμελητών μουσείων να απορρίπτουν κομμάτια και συλλογές, με αποτέλεσμα πολλά έργα να χάνονται για πάντα. Σε άλλες περιπτώσεις, τα επιτεύγματα των γυναικών είτε έχουν ενταχθεί στις καριέρες των ανδρών συντρόφων τους είτε έχουν υποτιμηθεί και αγνοηθεί με άλλο τρόπο. Στο κεφάλαιό της, Αξία / Value, η συγγραφέας εξετάζει τη ζωή και τα επιτεύγματα τριών καλλιτεχνών, της Mary Delany, της Mary Knowles και της Mary Linwood, οι οποίες «πέρασαν το κατώφλι του αποκλειστικού κόσμου των καλών τεχνών των αντρών για να αναζωογονήσουν την καλλιτεχνική και εμπορική αξία της τέχνης με ράψιμο και κέντημα. Προσέλκυσαν βασιλική προστασία, τα έργα τους εκτέθηκαν ευρέως και κέρδισαν χρήματα και φήμη ως καλλιτέχνες. Αλλά ο χρόνος τους στον ήλιο ήταν προσωρινός, τα κεντημένα αριστουργήματά τους τώρα ξεχασμένα». Ο Κάρολος Ντίκενς έγραψε μια συγκινητική ελεγεία μετά από μια επίσκεψη που έκανε για να δει της Linwood τις υφολογικές επανερμηνείες των αριστουργημάτων του Gainsborough ή του Rubens που προσέφερε η ζωγραφική της με βελόνα.

Σε αυτό το κεφάλαιο, ανιχνεύει την πολιτική των φύλων και την ιστορία της σημασίας και της αξίας της κεντητικής. Τον 19ο αιώνα, για παράδειγμα, στρατιώτες και ράφτες αποκατέστησαν την αξία της κεντητικής ως καλλιτεχνικής ενασχόλησης. Ωστόσο, αυτοί οι άνδρες επέλεξαν να μην αυτοαποκαλούνται «κεντήστρες». Ο Stokes, για παράδειγμα, βετεράνος πολέμου και ανάπηρος, εικονογράφησε τη Μάχη του Καΐρου με σχεδόν 10.000 κομμάτια υφάσματος, τα οποία είχε ράψει μεταξύ τους ενώ ήταν «ξαπλωμένος». Η Hunter σημειώνει ότι αυτά τα έργα δεν ήταν μόνο ένα παράδειγμα ανδρικής καλλιτεχνίας και εργατικότητας. Δημιουργήθηκαν επίσης ως μέρος ενός κινήματος που υποστήριζε τη νηφαλιότητα μεταξύ των εργατικών τάξεων. Ιδιαίτερα μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, στον οποίο και οι δύο πλευρές υπέστησαν καταστροφικές απώλειες, υπήρξε μια κλιμάκωση του εθισμού στο αλκοόλ μεταξύ των στρατιωτών και η κεντητική προωθήθηκε ως εναλλακτική λύση στο ποτό.

Στο κεφάλαιό της, Τέχνη, ανιχνεύει την ιστορία, κυρίως στη Σκωτία, της ανύψωσης της κεντητικής σε καλλιτεχνική κεντητική. Ισχυρίζεται ότι η τέχνη ήταν κατηγορηματικά ανδρικό προνόμιο και ότι οι γυναίκες είχαν αποκλειστεί από την ένταξη σε καλλιτεχνικά ιδρύματα, συλλόγους και λέσχες, και από τη Βασιλική Ακαδημία της Βρετανίας. Ήταν περιορισμένες παρατηρήτριες του κόσμου στον οποίο ζούσαν και με λίγες ευκαιρίες να τον ερμηνεύσουν μέσω της τέχνης τους. Γράφει: «Οι γυναίκες στα πρόθυρα του εικοστού αιώνα ήταν αποφασισμένες να διευρύνουν τους επαγγελματικούς και πολιτικούς τους ορίζοντες και με το κίνημα των σουφραζετών να κερδίζει έδαφος, οι προσπάθειες των επίδοξων γυναικών καλλιτεχνών της Γλασκώβης παρείχαν υποστήριξη σε μια ευρύτερη κοινωνική αλλαγή, χρησιμοποιώντας την τέχνη τους, για να κάνουν τα ταλέντα και τα επιτεύγματα των γυναικών πιο ορατά». Τώρα, γράφει, ενθαρρυνόταν μια ατομικιστική σφραγίδα και εξερεύνηση των υλικών και της επίδρασής τους, και η Jessie Newbery, μεταξύ πολλών άλλων, μια ενεργή υποστηρίκτρια του σκοπού των σουφραζετών, συμμετείχε σε πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της θέσης των γυναικών στην κοινωνία και την εξασφάλιση ορατότητας της τέχνης των γυναικών. Iσχυρίζεται ότι η Newbery προανήγγειλε μια νέα συνείδηση της αισθησιακής δυνατότητας της επιφανειακής βελονιάς, απελευθερωμένη από την παράδοση.

Η συγγραφέας υφαίνει τη δική της ιστορία σε κάθε κεφάλαιο, ειδικά στο τελευταίο με τίτλο Φωνή. Αναλογίζεται: «Γιατί η μητέρα μου, τόσο πιεσμένη από τον κόπο των οικιακών εργασιών και την ανατροφή τεσσάρων παιδιών, αφιέρωσε χρόνο να καθίσει υπομονετικά δίπλα μου και να με μυήσει στις περιπλοκές του κεντήματος…;» Και απαντά: «Πιστεύω τώρα ότι ήθελε να βρει έναν τρόπο να με κρατήσει απασχολημένη. Αν και ποτέ δεν ήμουν θορυβώδης, είχα ένα περίεργο πνεύμα, πάντα αμφισβητούσα, θέλοντας να εξερευνήσω τον μικρό κόσμο γύρω μου. Η περιέργειά μου απαιτούσε ένα υπερβολικό μερίδιο της προσοχής της. Η απορρόφηση του κεντήματος με ενθάρρυνε να είμαι πιο ακίνητη, πιο ήσυχη. Αλλά μου έδωσε επίσης έναν άλλο τρόπο να εκφραστώ». Αναλογίστηκα εάν έπρεπε να τοποθετήσω τις δικές μου εμπειρίες και σκέψεις σχετικά με τη δική μου σχέση με το κέντημα, το πλέξιμο, το ράψιμο. και τη γενιά που πλέον έφυγε, τη μητέρα και τις θείες, τη δασκάλα χειροτεχνίας στο δημοτικό σχολείο, αλλά αποφάσισα να μην το κάνω λόγω της έκτασης της ανάρτησης. Κατά μία έννοια, η βελόνα και η κλωστή «ράβουν» γενιές μέσω της μετάδοσης τόσο των δημιουργιών όσο και των δεξιοτήτων, από μητέρα σε κόρη. Ίσως επιστρέψω σε αυτό το, όπως αποδεικνύεται, ενδιαφέρον και ευρύτερο από ότι νόμιζα θέμα, στο μέλλον.

Σε αυτό το κεφάλαιο, η Hunter επεκτείνεται και στις δυνατότητες της βελόνας και της κλωστής ως οπτική γλώσσα και στη δύναμη που έχει να δώσει στους ανθρώπους φωνή, αλλά και στους τρόπους με τους οποίους οι καταπιεστές έχουν οικειοποιηθεί το ράψιμο για να αποδυναμώσουν και να μειώσουν τους άλλους. Για παράδειγμα, το ράψιμο χρησιμοποιήθηκε από τους Ναζί για να φιμώσουν έναν λαό. Μία από τις στρατηγικές τους ήταν η «καταστροφή μέσω της εργασίας». Το 1940 οι Ναζί συγκέντρωσαν πάνω από 160.000 Εβραίους, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών σ’ ένα στρατόπεδο, κι εκεί τους ανάγκαζαν να ράβουν όλη μέρα με μόνο μια ημερήσια μερίδα 700 θερμίδων. Μέχρι το 1945 λίγοι είχαν επιβιώσει. Αναφέρει επίσης ότι το 1631, ο John Taylor συμβούλευε «τη χαλιναγώγηση του γυναικείου λόγου μέσω της κεντητικής τους». Μια προτροπή, γράφει η Hunter, που «ασκήθηκε με ζήλο από τους εκπαιδευτικούς των μαθητριών, ως έναν αποτελεσματικό τρόπο για να χαλιναγωγηθεί το υποτιθέμενο πυρετώδες γυναικείο πνεύμα».

Νομίζω ότι μετά την ανάγνωση του βιβλίου, κανείς συνειδητοποιεί πολύ περισσότερο τις δυνατότητες του υφάσματος και της κλωστής, και όλα όσα μπορούν να επιτευχθούν με το κέντημα και το ράψιμο. Συνοπτικά, το κέντημα μπορεί: να γίνει μεταφορά για την ίδια τη ζωή, να καταγράψει την ιστορία, να μεταφέρει σύνθετες κοινωνικές πληροφορίες, να διατηρήσει τη μνήμη, να προστατεύσει και να διατηρήσει προσωπικές και συλλογικές μαρτυρίες, να σχεδιάσει έναν χάρτη, να μεταφέρει μια προσευχή, να γιορτάσει έναν πολιτισμό, να τιμήσει ζωές και ζωές που χάθηκαν, να θεραπεύσει και να ενδυναμώσει, να παράσχει ένα μέσο για τη δημιουργία τέχνης, να φέρει εισόδημα, να υποστηρίξει την ανεξαρτησία των γυναικών, να δώσει φωνή, να διακηρύξει ένα μανιφέστο, να διατηρήσει μια πολιτιστική γλώσσα και να διατηρήσει την ταυτότητα. Μπορεί επίσης να είναι ένα μέσο διαμαρτυρίας και τεκμηρίωσης. Η Hunter γράφει ότι κατά τη διάρκεια του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, η αγωνίστρια της αντίστασης Ruth First ήταν η πρώτη λευκή γυναίκα που φυλακίστηκε σε απομόνωση για 117 ημέρες. Μέχρι τη δολοφονία της το 1982, είχε δημοσιεύσει μια σύντομη αυτοβιογραφία στην οποία κατέγραφε τις ημέρες αισθητηριακής στέρησης και τη σημασία που είχε το κέντημα στη διατήρηση της ταυτότητάς της και την έκφραση της αίσθησης του εαυτού της. Τέλος, μπορεί να χρησιμεύσει ως σύνδεσμος μεταξύ γενεών: «Τα κεντήματα που παρέμειναν μέσα στις οικογένειες ή τις φυλετικές ομάδες ήταν αγαπητά ως συναισθηματικοί και πολιτιστικοί σύνδεσμοι μεταξύ των γενεών»

Άλλα Χρώματα του Ορχάν Παμούκ

«Οι κοινωνίες, οι φυλές και οι λαοί γίνονται πιο έξυπνοι, πιο πλούσιοι και πιο προηγμένοι καθώς δίνουν προσοχή στ’ ανήσυχα λόγια των συγγραφέων τους, και, όπως όλοι γνωρίζουμε, το κάψιμο βιβλίων και η δυσφήμιση των συγγραφέων είναι και τα δύο σημάδια ότι βρισκόμαστε σε σκοτεινούς και απρόβλεπτους καιρούς». Ορχάν Παμούκ

«Έτσι, η ειδοποίηση υπάρχει για να του υπενθυμίσει ότι, ενώ κάποιοι άνθρωποι περνούν από αυτή την πόρτα, άλλοι δεν μπορούν. Αυτό σημαίνει ότι η πινακίδα ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ είναι ψέμα. Στην πραγματικότητα, αυτό που θα έπρεπε να λέει είναι ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ  ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΟΣΟΥΣ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΕΙΣΕΛΘΟΥΝ. Υπονοώντας ότι ορισμένοι προνομιούχοι άνθρωποι μπορούν να περάσουν, όλοι όσοι δεν κατέχουν τα απαραίτητα προνόμια αποκλείονται, ακόμα κι αν επιθυμούν να μπουν. Ταυτόχρονα, βάζει όσους δεν επιθυμούν να εισέλθουν στην ίδια μοίρα με αυτούς που το επιθυμούν». Ορχάν Παμούκ

 «…το να είσαι ευτυχισμένος /η δεν είναι αγενές και χρειάζεται μυαλό». Ορχάν Παμούκ

«Μια μέρα θα γράψω κι εγώ ένα βιβλίο που θα είναι φτιαγμένο μόνο από θραύσματα». Ορχάν Παμούκ

Η σημερινή ανάρτηση αφορά ένα βιβλίο που διάβασα αυτές τις μέρες του Τούρκου βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας συγγραφέα, Ορχάν Παμούκ, με τον τίτλο Άλλα Χρώματα (2007), και κάποια πρόσφατα, συνοδευτικά σχέδια.

Ο Παμούκ έχει ένα σημαντικό αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα και πολλά από τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά κι έχουν λάβει θετικές κριτικές, αλλά απ’ όσο θυμάμαι δεν είχα μέχρι τώρα διαβάσει κανένα από τα έργα του, παρόλο που πρόσφατα βρήκα ένα αντίτυπο μιας ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του Χιόνι. Το είχα αγοράσει το 2007, αλλά μάλλον δεν είχα βρει χρόνο να το διαβάσω και μετά ξεχάστηκε σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης.

Το Άλλα Χρώματα που επέλεξα να διαβάσω τώρα είναι μια πλούσια συλλογή 76 μη μυθοπλαστικών κειμένων που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια δεκαετιών, φωτογραφίες Οθωμανικής τέχνης και εικονογραφήσεις του συγγραφέα. Το βιβλίο είναι δομημένο σε εννέα ενότητες, καθεμία από τις οποίες εξερευνά διαφορετικές πτυχές των σκέψεων του συγγραφέα σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Ο Παμούκ σημειώνει: «…αυτό το βιβλίο διαμορφώνεται ως μια ακολουθία αυτοβιογραφικών θραυσμάτων, στιγμών και σκέψεων» και αλλού, «Συγκέντρωσα αυτά τα κομμάτια για να σχηματίσω ένα εντελώς νέο βιβλίο με αυτοβιογραφικό  κέντρο». Στοχάζεται σχεδόν τα πάντα, με μελαγχολία, νοσταλγία, ειρωνεία και πολύ χιούμορ, και καταφέρνει να συνυφάνει, αναμνήσεις, ιδέες, όνειρα, κτίρια και τόπους, ιστορία και πολιτική, ανθρώπινα δικαιώματα και λογοκρισία, εαυτό και ταυτότητα, προσωπική χαρά και δημόσια τραγωδία, φυσικές και κοινωνικές καταστροφές, οικογένεια και την ευθραυστότητα της ζωής, ανατολική και δυτική τέχνη, την ενασχόληση του με την ζωγραφική, τον λόγο που δεν έγινε αρχιτέκτονας, το πώς είναι να είναι κανείς μυθιστοριογράφος, την προσωπική του καλλιτεχνική διαδικασία, τα μυθιστορήματά του, τη λογοτεχνία και λογοτεχνικές προσωπικότητες, και πολλά άλλα, σε μια συνεκτική αφήγηση.

Σχετικά με τη λογοτεχνία, σχολιάζει: «Με την πάροδο του χρόνου, κατέληξα να βλέπω το λογοτεχνικό έργο λιγότερο ως αφήγηση του κόσμου και περισσότερο σαν «να βλέπεις τον κόσμο με λέξεις». Από τη στιγμή που αρχίζει να χρησιμοποιεί λέξεις όπως τα χρώματα σε έναν πίνακα, ένας συγγραφέας μπορεί να αρχίσει να βλέπει πόσο θαυμαστός και εκπληκτικός είναι ο κόσμος, κι ενώ σπάει τα κόκαλα της γλώσσας για να βρει τη δική του φωνή. Γι’ αυτό χρειάζεται κανείς χαρτί, στυλό και την αισιοδοξία ενός παιδιού που κοιτάζει τον κόσμο για πρώτη φορά». Όσον αφορά την εμπειρία του  μυθιστοριογράφου, μας λέει: «Όταν ένας μυθιστοριογράφος αρχίζει να παίζει με τους κανόνες που διέπουν την κοινωνία, όταν σκάβει κάτω από την επιφάνεια για να ανακαλύψει την κρυμμένη γεωμετρία της, όταν εξερευνά αυτόν τον μυστικό κόσμο σαν ένα περίεργο παιδί, παρασυρμένο από συναισθήματα που δεν μπορεί να καταλάβει πλήρως, είναι αναπόφευκτο να προκαλέσει κάποια ανησυχία στην οικογένειά του, στους φίλους του, στους συνομηλίκους του και στους συμπολίτες του. Αλλά αυτή είναι μια ευχάριστη ανησυχία. Γιατί διαβάζοντας μυθιστορήματα, ιστορίες και μύθους κατανοούμε τις ιδέες που διέπουν τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Είναι η μυθοπλασία που μας δίνει πρόσβαση στις αλήθειες που κρατούνται κρυμμένες από τις οικογένειές μας, τα σχολεία μας και την κοινωνία μας. Είναι η τέχνη του μυθιστορήματος που μας επιτρέπει να αναρωτηθούμε για το ποιοι πραγματικά είμαστε».

Το βιβλίο περιλαμβάνει κριτικά δοκίμια που αφορούν τα έργα πολλών λογοτεχνικών προσωπικοτήτων όπως οι Θερβάντες, Τολστόι, Ουγκώ, Ναμπόκοφ, Καμύ, Σαλμάν Ρούσντι, Στερν, Κόλριτζ, Βιρτζίνια Γουλφ, Φόκνερ, Μαν, Χέμινγουεϊ, Προυστ, Μπόρχες, Κάφκα, Ντοστογιέφσκι, με τον οποίο βρίσκει ότι μοιράζεται μια ιδιαίτερη συγγένεια, και πολλών άλλων από διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς. Ο Παμούκ ρίχνει φως στον Ντοστογιέφσκι, τον άνθρωπο, την εποχή του και τις αντιφάσεις όσων ζουν, όπως γράφει, στα όρια της Ευρώπης. Ισχυρίζεται ότι για να κατανοήσουμε τα μυστικά που το βιβλίο του Ντοστογιέφσκι, Σημειώσεις από το Υπόγειο, «ψιθυρίζει σε όσους, όπως εγώ, ζουν στα όρια της Ευρώπης……. πρέπει να εξετάσουμε τα χρόνια κατά τα οποία ο Ντοστογιέφσκι έγραφε αυτό το παράξενο μυθιστόρημα». Προσθέτει ότι παρόλο που ο Ντοστογιέφσκι είχε αρχίσει να νιώθει θυμό για τους Δυτικούς διανοούμενους που περιφρονούσαν τη Ρωσία, ο ίδιος παρέμενε προϊόν της δυτικής του εκπαίδευσης και ανατροφής και εξακολουθούσε να ασκεί μια δυτική τέχνη, την τέχνη του μυθιστορήματος.

Στη συνέχεια μας λέει ότι έχει μια έντονη ανάμνηση από την ανάγνωση των Αδελφών Καραμάζοφ στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών, μόνος στο δωμάτιό του σε ένα σπίτι που έβλεπε στον Βόσπορο. Κι εγώ στην ηλικία μεταξύ 16 και 17 διάβασα Ντοστογιέφσκι, συμπεριλαμβανομένου αυτού του μακροσκελούς βιβλίου. Σε αντίθεση όμως με τον Παμούκ δεν επέστρεψα στο βιβλίο στην ενήλικη ζωή κι έτσι μάλλον έγινε μια μακρινή ανάμνηση. Οι ιστορίες, οι χαρακτήρες και οι ιδέες που απορροφούμε από τα βιβλία σταδιακά γίνονται ξεθωριασμένες αναμνήσεις. Αν δεν επιστρέψουμε στα βιβλία που διαβάσαμε, συχνά ξεχνάμε τις ιστορίες, αλλά αυτό που μένει αφορά άλλα πράγματα, όπως το πώς μας έκανε να νιώσουμε το βιβλίο, το καθεαυτό φυσικό αντικείμενο, το πλαίσιο στο οποίο το διαβάσαμε, η αντίδρασή μας στις ιδέες του εκείνη τη χρονική στιγμή, ίσως και οι αντιδράσεις των άλλων. Τελικά, τα βιβλία που έχουμε διαβάσει μειώνουν την παιδική μας αθωότητα, μας δείχνουν πώς λειτουργεί ο κόσμος, και σε κάποιο βαθμό μας διαμορφώνουν. Ο Παμούκ παρατηρεί ότι, σε αντίθεση με τον ήρωα του Προυστ, ποτέ δεν ταυτίστηκε με τις ταυτότητες των χαρακτήρων στα βιβλία ούτε πίστευε ότι αυτά τα γεγονότα συνέβαιναν στον ίδιο, αλλά απολάμβανε την έξαψη της εισόδου σε έναν χώρο εντελώς διαφορετικό από τον καθημερινό του κόσμο. Του άρεσε να μελετά «τον εσωτερικό κόσμο του μυθιστορήματος με τον ίδιο τρόπο που μελετούσε κάποτε το υγρό μέσα στο μπουκάλι του αναψυκτικού του».

Στα δοκίμιά του βλέπουμε την ευχαρίστηση που αντλεί από την ανάγνωση, αλλά και την ανάγκη του να ανακυκλώνει και να ξεφορτώνεται βιβλία. Λέει: «Επειδή ζω σε μια χώρα σχεδόν χωρίς βιβλία και βιβλιοθήκες, τουλάχιστον έχω μια δικαιολογία. Τα δώδεκα χιλιάδες βιβλία στη βιβλιοθήκη μου είναι αυτά που με αναγκάζουν να παίρνω τη δουλειά μου στα σοβαρά…» και εξηγεί ότι «ένας εύκολος τρόπος για να τα ξεφορτωθούμε είναι να αποφασίσουμε ποια βιβλία προτιμούμε, ας πούμε, να κρύψουμε ή να εξαφανίσουμε εντελώς, ώστε οι φίλοι μας να μην τα δουν καθόλου. Μπορούμε να πετάξουμε μεγάλο αριθμό βιβλίων μόνο και μόνο για να μην καταλάβει κανείς ότι πήραμε ποτέ στα σοβαρά τέτοιες ανοησίες». Στοχάζεται επίσης σε θέματα όπως η πίστη του στη δύναμη της λογοτεχνίας να αμφισβητεί την εγγενή φύση της ζωής και τη διαδικασία δημιουργίας νοήματος, καθώς και τη μείωση του αριθμού των αναγνωστών στην Τουρκία. Σχετικά με τον χαμηλό αριθμό αναγνωστών στη χώρα του, σχολιάζει: «Παρόλα αυτά, ζω σε μια χώρα που θεωρεί τον μη αναγνώστη ως τον κανόνα και τον αναγνώστη ως κάπως ελαττωματικό, οπότε δεν μπορώ παρά να σέβομαι τις επιτηδευμένες ιδέες, τις εμμονές και τις αξιώσεις της μικρής χούφτας ανθρώπων που διαβάζει και χτίζει βιβλιοθήκες εν μέσω της γενικής ανίας και σκαιότητας».

Μέσα από αυτή την αφήγηση, που αποτελείται από πολλά αποσπάσματα, ο Παμούκ καταφέρνει να αποκαλύψει πώς η προσωπική και η δημιουργική ζωή είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Δεν διστάζει να περιγράψει συναισθήματα και προσωπικές εμπειρίες. Γονείς, συγγενείς και φίλοι περιηγούνται στις σελίδες του. Αναφέρεται με αγάπη στην κόρη του. Γράφει για την παιδική του ηλικία, τις σχολικές του εμπειρίες και τα πρώιμα γεγονότα για να καταλάβει πώς τον έχουν διαμορφώσει και να κάνει συνδέσεις μεταξύ των γεγονότων και των ιστοριών και των χαρακτήρων του: «Όταν ήμουν μικρός, ένα αγόρι στην ίδια ηλικία με εμένα -το όνομά του ήταν Χασάν- με χτύπησε ακριβώς κάτω από το μάτι με μια πέτρα με τη σφεντόνα του. Χρόνια αργότερα, όταν ένας άλλος Χασάν με ρώτησε γιατί όλοι οι Χασάν στα μυθιστορήματά μου ήταν κακοί, αυτή η ανάμνηση επέστρεψε» ή «Επειδή αγάπησα τα άλογα κατά τη διάρκεια των παιδικών μου καλοκαιριών στη Χεϊμπελιάδα, έδινα πάντα πολύ καλούς ρόλους στα άλογα και στις άμαξες τους. Οι ήρωες μου, τα άλογα, είναι ευαίσθητα, ντελικάτα, εγκαταλελειμμένα, αθώα και συχνά θύματα του κακού».

Θυμάται τον πατέρα του, ο οποίος, παρά τις μεγάλες απουσίες του, του έδωσε την αυτοπεποίθηση να κυνηγήσει τα όνειρά του: «Όταν ήμουν παιδί, ο πατέρας μου κοίταζε με εγκάρδιο θαυμασμό κάθε πίνακα που ζωγράφιζα. Όταν τον ρωτούσα τη γνώμη του, εξέταζε κάθε πρόχειρη πρόταση σαν να ήταν αριστούργημα. Γελούσε ξέφρενα με τα πιο άγευστα και άνοστα αστεία μου. Χωρίς την αυτοπεποίθηση που μου έδωσε, θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να γίνω συγγραφέας, να επιλέξω αυτό ως επάγγελμά. Η εμπιστοσύνη του σε εμάς και η ευκολία με την οποία μπορούσε να πείθει εμένα και τον αδερφό μου ότι ήμασταν λαμπροί και μοναδικοί, προερχόταν από την εμπιστοσύνη στη δική του διάνοια», και αλλού μας λεέι, «Πολύ αργότερα, όταν τα άφησα όλα αυτά πίσω μου, όταν ο θυμός και η ζήλια δεν θόλωναν πλέον την οπτική μου για τον πατέρα που ποτέ δεν με είχε επιπλήξει, ποτέ δεν προσπάθησε να με σπάσει, σιγά σιγά άρχισα να βλέπω – και να αποδέχομαι – τις πολλές και αναπόφευκτες ομοιότητες μας».

Ο Παμούκ εξερευνά τη βαθιά του ανάγκη να μένει μόνος για να ονειρεύεται, να διαβάζει και να γράφει. Μας αφήνει να ρίξουμε μια ματιά στον τρόπο που λειτουργεί το δημιουργικό του μυαλό και η ζωηρή του φαντασία, και στις σκέψεις για τις οποίες συνήθως δεν μιλάει στους άλλους, σχετικά με τα αντικείμενα που τον περιβάλλουν, ένα λυπημένο, παιδικό ποδηλατάκι ή ένα αγαπημένο ρολόι χειρός, για παράδειγμα. Μια τέτοια ιστορία αφορά κι ένα τασάκι. Θυμάμαι παρόμοια τασάκια σε σχήμα ψαριού, κοχυλιού ή παλάμης χεριού από την παιδική μου ηλικία. Γράφει: «Κάποιος έφτιαξε ένα πορσελάνινο τασάκι σε σχήμα ψαριού, και το καημένο το ψάρι θα καίγεται από τα τσιγάρα για χρόνια, με το στόμα του αρκετά ανοιχτό ώστε να μην είναι αναγκασμένο να καταπίνει μόνο βρώμικη στάχτη. Το στόμα του είναι αρκετά μεγάλο για να χωράει γόπες, σπίρτα και κάθε είδους βρωμιά». Μερικές φορές ο συγγραφέας μας μιλάει και μέσα από τη φωνή άψυχων πραγμάτων, όπως τις τρεις φιγούρες σε ένα σχέδιο. Αυτά τα σχέδια σε χαρτί μας λένε λόγου χάρη: «Μας προβληματίζει η πληθώρα φημών για το από πού προερχόμαστε, ποιοι είμαστε, πού πηγαίνουμε………… μετά από αιώνες περιπλάνησης, ήττας και καταστροφής, οι ιστορίες μας έχουν χαθεί. Τα σχέδια που κάποτε απεικόνιζαν αυτές τις ιστορίες έχουν διασκορπιστεί σε όλο τον κόσμο. Τώρα ακόμη και εμείς έχουμε ξεχάσει από πού προερχόμαστε. Έχουμε απογυμνωθεί από τις ιστορίες και τις ταυτότητές μας».

Τα ζώα είναι επίσης παρόντα στα δοκίμια και στις ιστορίες του βιβλίου. Ο Παμούκ αφηγείται ιστορίες για άλογα, γλάρους, χελιδόνια και αγέλες αδέσποτων σκύλων που περιφέρονται στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Για παράδειγμα, γράφει: «Η εκδίκηση γεννά εκδίκηση. Πριν από δύο χρόνια, όταν οκτώ ή εννέα σκυλιά με στρίμωξαν και μου επιτέθηκαν στο πάρκο Μάτσκα, φαινόταν σαν να είχαν διαβάσει τα βιβλία μου και να ήξεραν ότι τους είχα επιβάλει ποιητική δικαιοσύνη για να τους τιμωρήσω επειδή περιφέρονταν σε αγέλες, ειδικά στην Κωνσταντινούπολη. Αυτός, λοιπόν, είναι ο κίνδυνος της ποιητικής δικαιοσύνης: Αν το παρακάνετε, μπορεί να καταστρέψει όχι μόνο το βιβλίο σας – το έργο σας – αλλά και την ίδια σας τη ζωή».

Στο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο: Τα βιβλία μου είναι η ζωή μου, μας προσφέρει πληροφορίες για ορισμένα από τα μυθιστορήματά του και παρέχει ιστορίες από τα παρασκήνια, προσωπικές σκέψεις για τα βιβλία του και τη συναισθηματική απήχηση που βρίσκει στις ευπάθειες των χαρακτήρων του. Για παράδειγμα, αντλεί από το υλικό που συγκέντρωσε κατά τη διάρκεια των επισκέψεών του στο Καρς, τον τόπο που διαδραματίζεται η ιστορία του βιβλίου του Χιόνι, για να δώσει λεπτομέρειες για την ομορφιά, το κοινωνικοπολιτικό τοπίο και τη μοναξιά και την απομόνωση που του προκάλεσε η πόλη. Σημειώνει: «Αν υπάρχει μια σιωπή, μια νωθρότητα, μια παράξενη αίσθηση ηρεμίας, είναι επειδή οι δρόμοι είναι γεμάτοι με ανθρώπους που έχουν συμφιλιωθεί με τη δυστυχία και την αδυναμία. Το κράτος έχει απαγορεύσει όλες τις άλλες πιθανότητες, και το έχει κάνει με κάποια βία».

Το βιβλίο περιλαμβάνει άρθρα σχετικά με τον σεισμό του 1999 που σκότωσε 30.000 ανθρώπους σε λίγα δευτερόλεπτα, και τη γενική αγωνία που προκάλεσε. Γράφει για την βιωμένη εμπειρία, τον φόβο, την καταστροφή, την απώλεια ζωών, την τουρκική νοοτροπία και τους λόγους για τους οποίους τόσα πολλά κτίρια κατέρρευσαν σαν πύργοι από τραπουλόχαρτα. Σχολιάζει: «…ο αριθμός των τριάντα χιλιάδων νεκρών αποκάλυψε την πρακτική του κατασκευαστικού τομέα να χτίζει πρόχειρα σε φτωχό έδαφος χωρίς καμία προσπάθεια αντισεισμικής προστασίας. Για τα είκοσι εκατομμύρια που ζουν στα περίχωρα της πόλης, οι εφιάλτες ξεπήδησαν από τον βάσιμο φόβο ότι τα σπίτια τους δεν θα μπορούσαν να αντέξουν έναν σεισμό της έντασης που είχαν προβλέψει οι επιστήμονες… πολύ αργά, τα εκατομμύρια των Κωνσταντινουπολιτών που ζουν σε σαθρά κτίρια σε σαθρό έδαφος έχουν καταλάβει ότι πρέπει να βρουν τον δικό τους τρόπο να αποκρούσουν τον τρόμο. Έτσι κάποιοι άφησαν το θέμα στον Αλλάχ ή, με τον καιρό, απλώς το ξέχασαν, ενώ άλλοι τώρα βρίσκουν ψεύτικη παρηγοριά στις προφυλάξεις που έλαβαν μετά τον προηγούμενο σεισμό».

Αφιερώνει σελίδες στην αγαπημένη του Κωνσταντινούπολη, τις γειτονιές και τα κτίρια της και τις δραματικές αλλαγές που έχει υποστεί. Ο Παμούκ λέει ότι η ιστορία της Κωνσταντινούπολης είναι η ιστορία των πυρκαγιών και των ερειπίων από τα μέσα του 16ου αιώνα, όταν η κατασκευή ξύλινων σπιτιών έγινε δημοφιλής, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι πυρκαγιές, εξηγεί, άνοιξαν τις λεωφόρους και τους δρόμους της και διαμόρφωσαν την πόλη. Γράφει: «Εκείνες τις μέρες ήταν παράνομο να γκρεμίσεις το παλιό σου σπίτι για να κάνεις χώρο για τη νέα πολυκατοικία… οι άνθρωποι μετακόμιζαν και μόλις η έπαυλη γινόταν ακατοίκητη λόγω εγκατάλειψης, σάπιου ξύλου και ηλικίας, μπορούσες να πάρεις άδεια να την κατεδαφίσεις. Κάποιοι προσπαθούσαν να επιταχύνουν τη διαδικασία τραβώντας τα κεραμίδια για να μπουν η βροχή και το χιόνι. Μια ταχύτερη, πιο τολμηρή επιλογή ήταν να την κάψουν μια νύχτα όταν κανείς δεν κοιτούσε». Μέρος της αλλαγής συνέβη για να φιλοξενήσει τον ταχέως αυξανόμενο πληθυσμό που αυξήθηκε από ένα σε δέκα εκατομμύρια [σήμερα είναι πάνω από 16 εκατομμύρια, η πιο πυκνοκατοικημένη πόλη στην Ευρώπη και πολύ μεγαλύτερη από πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας] σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «αν το βλέπατε από ψηλά, θα βλέπατε αμέσως γιατί όλες αυτές οι οικογενειακές διαμάχες, αυτή η απληστία, η ενοχή και οι τύψεις, δεν εξυπηρετούσαν κανέναν καλό σκοπό. Παρακάτω θα βλέπατε τις τσιμεντένιες λεγεώνες, τόσο μεγάλες και ασταμάτητες όσο ο στρατός στον Πόλεμο και Ειρήνη του Τολστόι, καθώς κυλούν πάνω σε όλα τα αρχοντικά, τα δέντρα, τους κήπους και την άγρια ​​ζωή που βρίσκονται στο δρόμο τους. βλέπετε τα ίχνη της ασφάλτου που αφήνει αυτή η δύναμη στο πέρασμά της…»

Ο συγγραφέας μοιράζεται τον χρόνο του μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Πριγκιποννήσων. Ήταν οι ιστορίες του για τα νησιά και τον Βόσπορο που κυρίως με μετέφεραν πίσω, σαν να μην είχαν αλλάξει πολλά από την επίσκεψή μας, δεκαετίες πριν. Οι ιστορίες και οι περιγραφές του Παμούκ έφεραν στο νου αναμνήσεις από ένα μακρινό ταξίδι που έκανα στην Τουρκία τη δεκαετία του ’80, όταν ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης ήταν το ένα τέταρτο αυτού που είναι σήμερα. Παρόλο που μπορεί κανείς να υποθέσει με ασφάλεια ότι έχουν συμβεί πολλές δραματικές αλλαγές κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών, το βιβλίο μείωσε την απόσταση του χρόνου. Επισκέφτηκα την Τουρκία στη δεκαετία των είκοσι, με τον σύζυγό μου και την αδερφή μου. Η εμπειρία άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι πάνω μου. Οι άνθρωποι ήταν φιλικοί, φιλόξενοι και ομιλητικοί, και περίεργοι για το πώς ήταν τα πράγματα στην Ελλάδα, ή στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ήμουν επίσης νέα και πολύ πιο ανοιχτή σε αλληλεπιδράσεις με αγνώστους. Γευματίσαμε σε μια μικρή ταβέρνα γεμάτη άντρες [αυτό που θα λέγαμε κουτούκι στην Ελλάδα, το οποίο στην πραγματικότητα προέρχεται από την τουρκική λέξη “kütük” που σημαίνει κορμός δέντρου και χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει κάποιον μεθυσμένο], φάγαμε τοπικά γλυκά σε καφέ ή ήπιαμε τσάι σε ποτήρια λικέρ στα πλοία που παίρναμε για να επισκεφτούμε μέρη έξω από την Κωνσταντινούπολη, και ανταλλάξαμε απόψεις για τις γυναίκες, τον φεμινισμό, την ταυτότητα, με μια ποικιλία ανθρώπων που δεν γνωρίζαμε ή δεν θα βλέπαμε ποτέ ξανά… Στον Βόσπορο μια μεγαλύτερης ηλικίας Αγγλίδα που είχε κάνει την Κωνσταντινούπολη σπίτι της, με προσκάλεσε να διδάξω αγγλικά εκεί, και παρόλο που ένιωθα την γοητεία της πόλης, μπορούσα επίσης να νιώσω την έλλειψη ελευθερίας. Οι ένοπλοι φρουροί σε κάθε γωνιά του δρόμου ενίσχυαν το συναίσθημα.

Όταν εμείς επισκεφτήκαμε τα νησιά, ήταν προφανές ότι οι λαμπρές μέρες ανήκαν στο παρελθόν, αλλά παρόλο που πολλά σπίτια ήταν έρημα ή ετοιμόρροπα, μπορούσαμε να φανταστούμε τις παλαιότερες, πιο ένδοξες μέρες. Όπως πολλά νησιά σε όλο τον κόσμο σε παλαιότερες εποχές, ήταν τόποι εξορίας, αρχικά, για ηττημένους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και πολιτικούς, κι αν εξαιρέσουμε τις φυλακές, τα μοναστήρια και τους μοναχούς, τους αμπελώνες και τα μικρά ψαροχώρια, ήταν άδειοι τόποι. Ωστόσο, ο Παμούκ μας λέει ότι από τις αρχές του 19ου αιώνα, τα νησιά άρχισαν να χρησιμεύουν ως καλοκαιρινά θέρετρα για τους Χριστιανούς και τους Λεβαντίνους της Κωνσταντινούπολης, τους Έλληνες και τους Εβραίους, κι όσους συνδέονταν με διάφορες πρεσβείες, και λίγο αργότερα, για τις ανώτερες μεσαίες τάξεις της πόλης που άρχισαν να κάνουν εκδρομές και να χτίζουν εξοχικές κατοικίες στα νησιά.

Υπάρχουν επίσης αναφορές στο φαγητό του δρόμου της Κωνσταντινούπολης, [το οποίο δεν δοκίμασα, επειδή είμαι μάλλον επιφυλακτική στην κατανάλωση φαγητού ή νερού που μπορεί να με αρρωστήσουν όταν ταξιδεύω], και στην αλλαγή που έφερε στην αίσθηση του εαυτού του το κόψιμο του τσιγάρου. Λέει: «Δεν νιώθω πλέον την χημική λαχτάρα των πρώτων ημερών. Μου λείπει απλώς ο παλιός μου εαυτός, όπως μπορεί να μου λείπει ένας αγαπητός φίλος, ένα πρόσωπο. Το μόνο που θέλω είναι να επιστρέψω στον άνθρωπο που ήμουν κάποτε…..  Όταν λαχταρώ να επιστρέψω στον παλιό μου εαυτό, θυμάμαι ότι εκείνες τις μέρες είχα μια αόριστη αίσθηση αθανασίας». Γράφει επίσης για τα ταξίδια και τις διαμονές του σε άλλες χώρες, τα διαβατήρια και την εθνική ταυτότητα. Σημειώνει: «Όταν η εθνική διαφορά δεν είναι λόγος εορτασμού, αναδύεται μια τρομερή ποικιλία. Το ίδιο συμβαίνει και με τα διαβατήριά μας, τα οποία άλλοτε μας φέρνουν χαρά και άλλοτε θλίψη: Όσο για τους άθλιους τρόπους με τους οποίους μας κάνουν να αμφισβητούμε την ταυτότητά μας, δεν υπάρχουν δύο ίδιοι τρόποι».

Στην ενότητα με τίτλο Πολιτική, Ευρώπη και Άλλα Προβλήματα με το να είσαι ο εαυτός σου, αναλογίζεται την περίπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ πολιτισμικής ταυτότητας και πολιτικής έκφρασης, την νομική περιπέτεια που αντιμετώπισε στην Τουρκία για την αναφορά του στη γενοκτονία των Αρμενίων και τη δολοφονία 30.000 Κούρδων, την ταραγμένη σχέση μεταξύ προσωπικών απόψεων και εθνικού δικαίου, τη ζωή στην περιφέρεια και τις συγκρούσεις που έχει βιώσει ως κοσμικός, δυτικοποιημένος Τούρκος. Συζητά το ζήτημα της Ανατολής και της Δύσης, το οποίο βλέπει ως ένα πραγματικό και συνάμα ένα κατασκευασμένο χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, με δυνητικά τρομερές συνέπειες. Αναλογίζεται τις πολιτισμικές εντάσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης που βιώνουν οι Μουσουλμάνοι σε όλο τον κόσμο, επισημαίνοντας τη φτώχεια, τις στερήσεις και πολιτισμικούς και πολιτικούς παράγοντες, κι όχι την θρησκεία ως τα βαθύτερα κίνητρα της τρομοκρατίας και της ανόδου του φονταμενταλισμού και του εθνικισμού. Σημειώνει: «Σήμερα, καθώς ακούω ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να ζητούν από την Ανατολή να πάει σε πόλεμο με τη Δύση, φοβάμαι ότι σύντομα θα δούμε μεγάλο μέρος του κόσμου να ακολουθεί τον δρόμο της Τουρκίας, η οποία έχει υπομείνει σχεδόν συνεχή στρατιωτικό νόμο. Φοβάμαι ότι η αυτό-επαινετική, αυτό-δικαιούμενη Δύση θα οδηγήσει τον υπόλοιπο κόσμο στο μονοπάτι του Υπόγειου Ανθρώπου του Ντοστογιέφσκι, στο να διακηρύξει ότι δύο συν δύο ίσον πέντε. Τίποτα δεν τρέφει περισσότερη υποστήριξη για τον «ισλαμιστή» που πετάει νιτρικό οξύ στα πρόσωπα των γυναικών από την άρνηση της Δύσης να κατανοήσει την οργή των καταραμένων.

Ο Παμούκ μιλάει κατά της λογοκρισίας και γράφει για την ελευθερία της σκέψης, τη δικαστική του υπόθεση, τις πολλές απαγορεύσεις της τουρκικής κοινωνίας, την πολιτική, τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον πολιτισμό, τη θρησκεία, τη φτώχεια, τη μετανάστευση. Εντοπίζει σε βάθος χρόνου την τάση για λογοκρισία και καταπίεση και σχολιάζει: «Εδώ θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν παραλληλισμό με κάτι άλλο που έχω δει συχνά στη ζωή μου: την προδιάθεση της σύγχρονης [Τουρκικής] Δημοκρατίας να κλείνει εφημερίδες… αυτό το είδος πράγματος  χρονολογείται από τη δεκαετία του 1870, όταν ο Σουλτάνος ​​Αμπντούλ Χαμίτ ανέλαβε να ελέγξει την αντιπολίτευση αγοράζοντας τις εκδόσεις της – μια παράδοση που με πιο διακριτικό τρόπο συνεχίζεται μέχρι σήμερα». Αλλού, περιγράφοντας την επίσκεψη του Χάρολντ Πίντερ και του Άρθουρ Μίλερ στην Τουρκία λόγω των αδίστακτων περιορισμών που είχαν επιβληθεί στην ελευθερία της έκφρασης, γράφει ότι το 1980 είχε γίνει πραξικόπημα στην Τουρκία και εκατοντάδες χιλιάδες φυλακίστηκαν και οι συγγραφείς διώχθηκαν με τον πιο έντονο τρόπο. Μέχρι τότε ο ίδιος βρισκόταν ως επί το πλείστον στο περιθώριο του πολιτικού κόσμου, αλλά ακούγοντας τις ασφυκτικές ιστορίες καταστολής, σκληρότητας και απροκάλυπτου κακού, ένιωθε να τον ελκύει η εμπλοκή τόσο λόγω ενοχής όσο και αλληλεγγύης, ενώ παράλληλα ένιωθε την επιθυμία να προστατεύσει τον εαυτό του.

Σε όλο το βιβλίο, ο Παμούκ υπογραμμίζει τη σημασία της διαρκούς εστίασης στη σημασία του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας της έκφρασης, η οποία πιστεύει ότι συνδέεται με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Σχολιάζει: «Αλλά το να σεβόμαστε τα ανθρώπινα δικαιώματα των μειονοτήτων και να σεβόμαστε την ανθρώπινη φύση τους δεν σημαίνει ότι πρέπει να δεχόμαστε κάθε είδους πεποιθήσεις ή να ανεχόμαστε όσους επιτίθενται ή επιδιώκουν να περιορίσουν την ελευθερία της σκέψης σεβόμενοι τους ηθικούς κώδικες αυτών των μειονοτήτων. Κάποιοι από εμάς κατανοούμε καλύτερα τη Δύση, κάποιοι από εμάς έχουμε μεγαλύτερη αγάπη για όσους ζουν στην Ανατολή, και κάποιοι, όπως εγώ, προσπαθούν να κάνουν και τα δύο πράγματα ταυτόχρονα, αλλά αυτές οι προσκολλήσεις, αυτή η επιθυμία για κατανόηση, δεν πρέπει ποτέ να στέκονται εμπόδιο στον σεβασμό μας για τα ανθρώπινα δικαιώματα».

Δεν είναι δυνατόν να αποδώσω την θεματική ποικιλομορφία και το βάθος αυτού του αναμφισβήτητα ενδιαφέροντος βιβλίου, ανεξάρτητα του αν κάποιος συμφωνεί με όλες τις  απόψεις που μπορεί να εμπεριέχει. Υπάρχει για παράδειγμα, ένα κείμενο που αφορά τα ημερολόγια, το πρώτο του ημερολόγιο, ένα δώρο από τη μητέρα του, και τη μόδα μεταξύ των Τούρκων συγγραφέων να κρατούν ημερολόγιο και να το δημοσιεύουν όσο ήταν ακόμα ζωντανοί, κι επίσης αναλογίζεται τη σχέση μεταξύ κυκλοφοριακής αναρχίας και θρησκείας ή πολιτικής και ατυχημάτων. Σε ένα κεφάλαιο αναφέρεται σε μία από τις πρώτες μεταρρυθμίσεις του Ατατούρκ που αφορούσε την θεσμοθέτηση της δυτικής ενδυμασίας το 1925. Αν και υποχρέωνε όλους να ντύνονται σαν Ευρωπαίοι, αποτελούσε συνέχεια του παραδοσιακά αυστηρού οθωμανικού ενδυματολογικού κώδικα που απαιτούσε από όλους να ντύνονται σύμφωνα με τη θρησκευτική τους πεποίθηση, και ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα, σημειώνει, η τουρκική αστυνομία να εξακολουθεί να κυνηγά ανθρώπους που κυκλοφορούσαν στις συντηρητικές γειτονιές της Κωνσταντινούπολης με παραδοσιακές ενδυμασίες, εβδομήντα χρόνια μετά την ενδυματολογική επανάσταση του Ατατούρκ.

Στα δύο τελευταία κείμενα γράφει για τη μητέρα και τον πατέρα του. Το βιβλίο τελειώνει με την ομιλία του στην απονομή του βραβείου Νόμπελ το 2006 με τον τίτλο, Η βαλίτσα του πατέρα μου, ίσως το πιο συγκινητικό κομμάτι του βιβλίου. Εύχεται ο πατέρας του να ήταν εκεί μαζί του και λέει: «Δεν φοβόμουν τον πατέρα μου και μερικές φορές πίστευα πολύ βαθιά ότι είχα καταφέρει να γίνω συγγραφέας επειδή ο πατέρας μου, στα νιάτα του, είχε ευχηθεί να γίνει και ο ίδιος συγγραφέας».

Ignorance  / Άγνοια                                                               Η μετάφραση είναι διαθέσιμη

«Εάν ένα έθνος περιμένει να είναι αδαές και ελεύθερο, σε μια κατάσταση πολιτισμού, τότε περιμένει αυτό που δεν υπήρξε ποτέ και δεν θα υπάρξει ποτέ» Τόμας Τζέφερσον

«Η κύρια μάστιγα της ανθρωπότητας δεν είναι η άγνοια, επειδή οι αδαείς συχνά έχουν δικαιολογίες, αλλά η άρνηση να μάθουν».  Σιμόν ντε Μποβουάρ

«Μπορείτε να ψάξετε όλο τον κόσμο μα δεν θα βρείτε μια μη δεισιδαιμονική κοινότητα. Όσο υπάρχει άγνοια, θα υπάρχει και προσκόλληση στη δεισιδαιμονία. Η εξάλειψη της άγνοιας είναι η μόνη λύση…» Από το βιβλίο «Το πρόβλημα Σπινόζα» του Irvin D. Yalom

«Το κακό που υπάρχει στον κόσμο προέρχεται πάντα από την άγνοια, και οι καλές προθέσεις μπορούν να κάνουν τόσο κακό όσο και η κακία, αν δεν συνοδεύονται από  κατανόηση / γνώση…» Αλμπέρ Καμύ

Η σημερινή ανάρτηση αφορά την άγνοια και το βιβλίο του Peter Burke, Ignorance: A Global History / Ιστορία της Άγνοιας* (2023). Ο Peter Burke είναι Βρετανός πολυμαθής, ιστορικός, καθηγητής και συγγραφέας.

*Το βιβλίο έχει μεταφραστεί και στα Ελληνικά

Ο Burke ξεκινά λέγοντάς μας ότι στο παρελθόν η άγνοια των ατόμων οφειλόταν στο γεγονός ότι πολύ λίγες πληροφορίες κυκλοφορούσαν στις κοινωνίες κι επίσης γιατί  ορισμένες γνώσεις ήταν «επισφαλείς» και κρυμμένες επειδή οι αρχές τόσο στην εκκλησία όσο και στο κράτος τις απέρριπταν. Από την άλλη πλευρά, σήμερα η αφθονία είναι αυτό που έχει γίνει πρόβλημα. Αυτό, όπως λέει, είναι γνωστό ως «υπερφόρτωση πληροφοριών». Οι άνθρωποι βιώνουν έναν κατακλυσμό πληροφοριών και συχνά δεν μπορούν να επιλέξουν τι είναι χρήσιμο και πολύτιμο, κάτι που περιγράφεται ως «αποτυχία φίλτρου / filter failure». Ως εκ τούτου, γράφει: «η λεγόμενη ‘εποχή της πληροφορίας’ επιτρέπει την εξάπλωση της άγνοιας εξίσου», κι έτσι, παρόλο που συλλογικά γνωρίζουμε περισσότερα από ποτέ, ατομικά δεν γνωρίζουμε περισσότερα από τους προκατόχους μας.

Ο Burke πιστεύει ότι πρέπει να αναφερόμαστε σε γνώσεις και άγνοιες στον πληθυντικό αριθμό, και συζητά: την αναγκαιότητα της άγνοιας προκειμένου να μας βοηθήσει να διαμορφώσουμε την αίσθηση του τι σημαίνει να γνωρίζουμε, το γεγονός ότι η γνώση δεν είναι μόνο παθητική, αλλά και επιλεκτική και ενεργητική, το ότι η άγνοια διευκολύνει την απόκτηση νέας γνώσης, δεδομένων των ορίων του χρόνου και της προσοχής μας, καθώς και της ατομικής και συλλογικής μας ικανότητας να κατανοούμε. Πρέπει επίσης να αποφασίσουμε τι θα κρατήσουμε, τι θα προωθήσουμε ή τι θα απορρίψουμε. Για παράδειγμα, οι βιβλιοθήκες και τα αρχεία είναι οι τεχνολογίες με τις οποίες παράγουμε τόσο γνώση όσο και άγνοια, ελπίζοντας ότι αυτό γίνεται με σοφία και σύνεση.

Κατά τη διάρκεια του βιβλίου ο Burke κάνει αναφορά σε ποικίλες, αντικρουόμενες ή / και συμπληρωματικές απόψεις γύρω από την άγνοια: το μότο του Kant «Τόλμησε να γνωρίζεις» ως αντίδραση στις δυνάμεις που θεωρούσαν την περιέργεια και την αναζήτηση γνώσης ως θανάσιμο αμάρτημα, ο έπαινος της άγνοιας από τον βοτανολόγο Bernardin Saint-Pierre με το σκεπτικό ότι διεγείρει τη φαντασία. Ο φιλόσοφος John Rawl υποστήριξε το «πέπλο της άγνοιας», ένα είδος τυφλότητας  απέναντι στη φυλή, την τάξη, το έθνος και το φύλο που μας βοηθά να βλέπουμε τους άλλους ανθρώπους ως ηθικά ίσα όντα. Ο όρος «ενάρετη» άγνοια έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει την αποκήρυξη της έρευνας για τα πυρηνικά όπλα. Ένα άλλο είδος ενάρετης άγνοιας είναι η εμπιστευτικότητα και ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής που αναμένεται από τους γιατρούς και άλλους επαγγελματίες, το απόρρητο των ψηφοφοριών που προστατεύει τη δημοκρατία, και ούτω καθεξής. Ωστόσο, ο Burke καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα παραδείγματα που συζητούνται σε αυτό το βιβλίο υποδηλώνουν ότι οι αρνητικές συνέπειες της άγνοιας γενικά υπερτερούν των θετικών.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο βασικά μέρη. Στην αρχή του βιβλίου ο Burke παρέχει ορισμένες πεποιθήσεις και θεωρίες σχετικά με την άγνοια και προσδιορίζει το μεθοδολογικό πρόβλημα της μελέτης της άγνοιας. Στο πρώτο μέρος, εντοπίζει σχεδόν κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας και γνώσης, κυρίως αλλα όχι εξ ολοκλήρου στην Ευρώπη, επειδή, όπως μας εξηγεί, αυτό είναι που γνωρίζει καλύτερα. Ο Burke διερευνά εξειδικευμένους τομείς όπως η φιλοσοφία, η θρησκεία, η ιστορία, η γεωγραφία, οι φυσικές επιστήμες και ο τομέας της ιατρικής. Υποστηρίζει τα επιχειρήματά του μέσα από μια πληθώρα ιστορικών παραδειγμάτων και διερευνητικών ερωτημάτων:

Ποιος αγνοεί Τι, Πότε, Πού και με Ποιες Συνέπειες; Ποιος θέλει Ποιος να μην γνωρίζει Τι και για Ποιους Λόγους; Ποιος έχει τη δύναμη (τις ευκαιρίες και τους πόρους) να το κάνει αυτό και ποιες είναι οι συνέπειες των πράξεών του; Ή Ποιος διέρρευσε Τι σε Ποιον… για Ποιους Σκοπούς και με Ποιες Συνέπειες;

Στο τέλος του βιβλίου, ο Burke παρέχει μια μη εξαντλητική μακρά λίστα τύπων άγνοιας. Για παράδειγμα, ορίζει την αγνοιολογία, η οποία είναι η μελέτη της άγνοιας, και την αγνωσιολογία, η οποία είναι η μελέτη της παραγωγής άγνοιας. Εξηγεί ότι πολλές μορφές αγνωσιολογίας προέρχονται από την κοινωνική κριτική και το γεγονός ότι η άγνοια μπορεί να προκύψει από τις λειτουργίες της εξουσίας, της ανισότητας και των προκαταλήψεων. Έχουν διεξαχθεί μελέτες σχετικά με την σκόπιμη κοινωνική παραγωγή και διατήρηση της άγνοιας στην εποχή μας. Διερευνά τις κοινωνικές δυνάμεις που παράγουν άγνοια και τις εκστρατείες που εξαπολύονται από τις βιομηχανίες και τις κυβερνήσεις για την παραπληροφόρηση του κοινού και προσθέτει περαιτέρω ότι όσοι έχουν εξουσία συχνά δεν έχουν τις γνώσεις που χρειάζονται, ενώ όσοι κατέχουν αυτές τις γνώσεις δεν έχουν εξουσία. Διερευνά τη δημόσια άγνοια / άγνοια του κοινού και ισχυρίζεται ότι η απουσία ή η στέρηση γνώσης, συχνά αόρατη στο αδαές άτομο ή ομάδα, είναι μια μορφή τυφλότητας που έχει τεράστιες συνέπειες. Αυτό ισχύει τόσο στην προσωπική μας ζωή όσο και στον δημόσιο χώρο, καθώς συχνά η άγνοια και τα μυστικά μπορούν να λειτουργούν ως μέσα ελέγχου και χειραγώγησης.

Δίνονται πάμπολλα παραδείγματα σχετικά με το πώς η άγνοια διατρέχει το έργο κάθε ιστορικού. Ο Burke γράφει: «Στον χάρτη του παρελθόντος, υπάρχουν πολλά κενά». Σε σχέση με την ιστοριογραφία, εξετάζει διάφορες πτυχές και προβλήματα, όπως η προκατάληψη και η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, η αξιοπιστία των πηγών, το πρόβλημα των απόψεων, η ανάγκη για κριτική σκέψη και η διάκριση των μύθων από τα πραγματικά γεγονότα. Περιγράφει τις διάφορες φάσεις που έχει διανύσει, από την αναγκαιότητα για ριζική αμφιβολία μέχρι την ανακάλυψη της «επιλεκτικής άγνοιας» και την συνειδητοποίηση ότι η ιστορία έχει γραφτεί ως επί το πλείστον από τις ελίτ, σχετικά με τις ελίτ, για τις ελίτ. Ο Burke γράφει ότι ο 20ός αιώνας επικεντρώθηκε στα πολιτικά γεγονότα από την οπτική γωνία των ηγετών, αλλά αυτό το είδος ιστορίας απορρίφθηκε από τους οικονομικούς ιστορικούς, οι οποίοι επικεντρώθηκαν σε δομές και τάσεις παρά σε γεγονότα ή άτομα. Αργότερα, οι κοινωνικοί ιστορικοί απέρριψαν την οικονομική ιστορία ως αναγωγιστική, και τη δεκαετία του 1960, η ιστορία από τα κάτω, επικεντρώθηκε στους απλούς ανθρώπους, στους κυβερνημένους παρά στους κυβερνώντες, συμπεριλαμβανομένης της οπτικής γωνίας των συγγραφέων, της ζωής τους και των βασάνων τους. Παρακολουθεί επίσης στενά τον αποκλεισμό των γυναικών από τα ακαδημαϊκά επαγγέλματα στο παρελθόν, ο οποίος μέχρι πρόσφατα οδηγούσε σε άγνοια της κοινωνικής και πολιτισμικής συμβολής των γυναικών. Αυτή η πραγματικότητα σε κάποιο βαθμό και σε ορισμένα σημεία έχει διορθωθεί εν μέρει μέσω της επιρροής των φεμινιστριών ιστορικών.

Στη συνέχεια διερευνά το πώς η άγνοια παίζει διάφορους ρόλους τόσο στη θεωρία όσο και στην πρακτική της θρησκείας, και σημειώνει ότι «η ίδια η θρησκεία θα μπορούσε να περιγραφεί ως απόκριση στην ανθρώπινη άγνοια». Ιστορικά, προσθέτει, η άγνοια έχει αποδοθεί σε άλλους, και οι πεποιθήσεις των άλλων συχνά αντιμετωπίζονται ως απουσία γνώσης και όχι ως διαφορετική ή αντίπαλη γνώση. Οι αγνωστικιστές [ένας ελληνικός όρος που σημαίνει έλλειψη πνευματικής γνώσης], ακολουθώντας το παράδειγμα του Σωκράτη, αποδίδουν άγνοια στον εαυτό τους. Αναφέρεται επίσης στην άγνοια των δογμάτων της θρησκείας των πιστών τόσο από την πλευρά του κλήρου όσο και από την πλευρά των λαϊκών. Σε κάποιο σημείο της ιστορίας, λόγω της τεράστιας άγνοιας του κατώτερου κλήρου, οι Λουθηρανοί και Καλβινιστές πάστορες, για παράδειγμα, αναμενόταν να έχουν σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Συζητά την άγνοια των Ευρωπαίων σχετικά με τους λαούς και τους τόπους που κατέκτησαν και προσθέτει ότι αυτό που έχει συζητηθεί λιγότερο από την άγνοια των λαϊκών είναι η αμοιβαία άγνοια των τριών ομάδων που εμπλέκονταν στη διαδικασία του προσηλυτισμού: των ντόπιων ή ιθαγενών, των ιεραποστόλων στο πεδίο [αν και τον 20ό αιώνα υπήρξε μια μετατόπιση και πολλοί ιεραπόστολοι θα μπορούσαν να περιγραφούν ως ερασιτέχνες ανθρωπολόγοι] και των ανωτέρων τους στα γραφεία τους πίσω στη βάση τους [οργανωτική άγνοια].

Ο συγγραφέας υπογραμμίζει το γεγονός ότι, ελλείψει αξιόπιστης γνώσης, οι άνθρωποι είναι επιρρεπείς στο να κατασκευάζουν ιστορίες για να καλύψουν τα κενά, και ενώ η άγνοια για τη θρησκεία των άλλων συχνά συνδυάζεται με περιφρόνηση, σε διαφορετικά ιστορικά πλαίσια έχει επίσης οδηγήσει στη διάδοση φημών. Ωστόσο, η κυκλοφορία φημών μπορεί να εδραιωθεί σε μακροχρόνιους μύθους, πεποιθήσεις ή στερεότυπα για άλλες ομάδες ή άλλες θρησκείες, οδηγώντας σε κατηγορίες και εχθρότητα. Σε όλες τις εποχές, φήμες και ψευδείς κατηγορίες έχουν χρησιμοποιηθεί για να νομιμοποιήσουν τη βία, τους πολέμους ή τα πογκρόμ εναντίον ατόμων και ομάδων.

Τέλος, εντοπίζει τις σημαντικότερες αλλαγές στη θρησκευτική γνώση / άγνοια κατά τη διάρκεια των αιώνων. Στον μεσαιωνικό Χριστιανισμό, πολλοί είχαν πίστη, αλλά λίγοι γνώριζαν πολλά για τη θρησκεία τους. Από το 1500 έως το 1900 υπήρχαν κινήματα ευαγγελισμού τόσο στον χριστιανικό όσο και στον μουσουλμανικό κόσμο. Και παρόλο που από το 1900 η θρησκευτική γνώση είναι ευρύτερα διαθέσιμη από ποτέ, έχει καταλήξει να έχει χαμηλή προτεραιότητα και όλο και περισσότεροι άνθρωποι, κυρίως στη Δύση, επιλέγουν να αγνοούν τη θρησκεία, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στον ισλαμικό κόσμο, όπου μια θρησκευτική μεταρρύθμιση άρχισε να εξαπλώνεται ευρέως στα τέλη του εικοστού αιώνα.

Στο έβδομο κεφάλαιο, ο Burke μας λέει ότι μερικές από τις πιο σημαντικές μελέτες της ιστορίας της άγνοιας έχουν επικεντρωθεί στις φυσικές επιστήμες. Παραθέτει πολλούς στοχαστές για να υποστηρίξει αυτό το σημείο. Για παράδειγμα, Ο Βρετανός φυσικός, James Clerk Maxwell, έγραψε ότι «Η πλήρως συνειδητή άγνοια είναι το προοίμιο κάθε πραγματικής προόδου στην επιστήμη». Πιο πρόσφατα, το 2004, στην ομιλία του κατά την απονομή  του βραβείου Νόμπελ, ο Αμερικανός θεωρητικός φυσικός, David Gross, είπε: «Τα ερωτήματα που θέτουμε σήμερα είναι πιο βαθιά και πιο ενδιαφέροντα από αυτά που τέθηκαν πριν από χρόνια, όταν ήμουν φοιτητής… τότε δεν είχαμε αρκετή γνώση για να είμαστε νοητικά αδαείς… Είμαι στην ευχάριστη θέση να αναφέρω ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι εξαντλούμε τον πιο σημαντικό μας πόρο – την άγνοια».

Η άγνοια που σχετίζεται με την επιστήμη μπορεί να διερευνηθεί ή να μελετηθεί σε σχέση με την ιστορία της επιστήμης· τη θέση της στη νέα έρευνα· τη διαχείριση της άγνοιας· την αντίσταση στη νέα γνώση τόσο από τους επιστήμονες όσο και από τους λαϊκούς· την άγνοια των λαϊκών, την απώλεια γνώσης, και άλλα. Οι επιστήμονες αναπόφευκτα εφαρμόζουν μια «επιλεκτική» ή «συγκεκριμένη» άγνοια: την σκόπιμη αγνόηση ορισμένων δεδομένων προκειμένου να επικεντρωθούν σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα. Ο Burke αναφέρει ότι ο νευροεπιστήμονας Larry Abbott έχει μιλήσει για τη σημασία του να επιλέγει «σε ποιο ακριβώς σημείο κατά μήκος των ορίων της άγνοιας θέλω να εργαστώ». Αναφέρεται επίσης στον ιατρικό τομέα, ο οποίος είναι ένας τομέας όπου η άγνοια μελετήθηκε σχετικά νωρίς. Αναφέρεται εν συντομία στο πόσο μεγάλη είναι η άγνοια σε αυτόν τον τομέα και στους λόγους για αυτό: τη συνεχή νέα γνώση και ανακαλύψεις σχετικά με ασθένειες, αιτίες, θεραπείες και διαγνωστικά εργαλεία, την υπερφόρτωση εργασίας των γιατρών ή την αδιαφορία για την απόκτηση νέων πληροφοριών, και τα συμφέροντα.

Η άγνοια μπορεί να είναι σκόπιμη και εκούσια, με άλλα λόγια να μην θέλει κανείς να μάθει, μια «ενεργή» άγνοια με την έννοια της αντίστασης σε ορισμένες ιδέες, ειδικά σε νέες. Συχνά, τα μέλη μιας παλαιότερης γενιάς δεν είναι πρόθυμα να εγκαταλείψουν θεωρίες στις οποίες έχουν επενδύσει το επαγγελματικό τους κεφάλαιο. Ένα παράδειγμα στο βιβλίο αφορά μερικούς γνωστούς επιστήμονες, στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, οι οποίοι αμφισβήτησαν δημόσια την γενική επιστημονική συναίνεση σχετικά με τέσσερις απειλές για τη ζωή και την υγεία ειδικότερα: τη σύνδεση μεταξύ καπνίσματος και καρκίνου, το πρόβλημα της όξινης βροχής, την εξάντληση της στιβάδας του όζοντος και την τάση προς την υπερθέρμανση του πλανήτη. Η εκούσια άγνοιά τους δεν ήταν ο υγιής και απαραίτητος αρχικός σκεπτικισμός για νέες ανακαλύψεις ή θεωρίες, αλλά η συνεπής άγνοια πληροφοριών αυτών που δεν ήθελαν να μάθουν. Ο Burke αναφέρει ότι όλοι είχαν δεσμούς με τη βιομηχανία και την κυβέρνηση.

Δύο άλλες πτυχές της εκούσιας άγνοιας είναι: η χρόνια έλλειψη χρηματοδότησης των ανθρωπιστικών επιστημών [μη πραγματοποιημένες κοινωνικές επιστήμες] και η συλλογική αγνόηση προβλημάτων και τομέων έρευνας που παραμένουν χωρίς χρηματοδότηση [μη πραγματοποιημένες επιστήμες]. Ο Burkes λέει ότι αυτή η «συστηματική μη παραγωγή γνώσης» καταδεικνύει την πολιτική της επιστήμης, τον ανταγωνισμό μεταξύ ομάδων με διαφορετικές ατζέντες (κυβέρνηση, βιομηχανία, ΜΚΟ, ιδρύματα, πανεπιστήμια, κ.λ.π.). Η άγνοια μπορεί επίσης να είναι αποτέλεσμα απώλειας γνώσης, ένα είδος συλλογικής αμνησίας. Ο Burke παρέχει παραδείγματα, με κλασική περίπτωση την ελληνική επιστήμη (συμπεριλαμβανομένων των μαθηματικών), που χάθηκε από τους Δυτικοευρωπαίους στις αρχές του Μεσαίωνα, ή την τύχη της έρευνας σχετικά με τη μετάδοση κληρονομικών χαρακτηριστικών στα φυτά που διεξήγαγε ο Gregor Mendel, ο οποίος διατύπωσε τις αρχές μετάδοσης σε μια εργασία που δημοσιεύτηκε το 1866. Ωστόσο, η διεθνής επιστημονική κοινότητα έδωσε ελάχιστη προσοχή, οπότε αυτές οι ανακαλύψεις έπρεπε να γίνουν ξανά μια γενιά αργότερα από έναν Γερμανό βιολόγο κι έναν Ολλανδό βοτανολόγο.

Τέλος, ο Burke εντοπίζει τις μεταβολές στη γνώση και την άγνοια σε αυτόν τον τομέα. Γράφει ότι υπήρξε ένα κίνημα εκλαΐκευσης των φυσικών επιστημών στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν ορισμένοι κορυφαίοι επιστήμονες συμμετείχαν στη διάδοση της επιστημονικής γνώσης μέσω διαλέξεων και παραστάσεων που συχνά περιελάμβαναν επιδείξεις πειραμάτων που πραγματοποιούνταν δημόσια για λαϊκό κοινό. Αναφέρει, για παράδειγμα, τη διάλεξη του T.H. Huxley για ένα κομμάτι κιμωλίας στους εργάτες του Norwich το 1868, κατά την οποία τους εισήγαγε στη χημεία, τη γεωλογία και την παλαιοντολογία. Υπήρξε κάποια λαϊκή αντίσταση στις επιστημονικές θεωρίες, ιδίως στη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου. Ωστόσο, ο Burke ισχυρίζεται ότι παρά την αντίσταση στον Δαρβίνο, ο 19ος αιώνας φαίνεται πλέον να ήταν μια χρυσή εποχή για τη λαϊκή γνώση της επιστήμης, ακολουθούμενη από μια παρακμή έκτοτε.

Πιο πρόσφατες μορφές εκλαΐκευσης είναι τα επιστημονικά περιοδικά, η διάδοση της επιστημονικής γνώσης μέσω της δημοσιογραφίας, των τηλεοπτικών προγραμμάτων και των ντοκιμαντέρ, καθώς και μέσω του Διαδικτύου. Αναφέρει ότι σήμερα υπάρχουν ομάδες πολιτών που κινητοποιούν την επιστήμη σε εκστρατείες για την υπεράσπιση του περιβάλλοντος, την προστασία της άγριας ζωής, την προειδοποίηση για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, και ούτω καθεξής. Ωστόσο, ο Burke σημειώνει ότι η επιστήμη γίνεται «πιο απρόσιτη στο ευρύ κοινό από ό,τι πριν, σε τέτοιο βαθμό που ίσως δεν είναι υπερβολή να μιλήσουμε για την ταχεία αύξηση της άγνοιας σε αυτόν τον μεγάλο τομέα. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους, όπως η συνεχώς αυξανόμενη εξειδίκευση, η αυξανόμενη πολυπλοκότητα και η απομάκρυνση των επιστημονικών πειραμάτων από την καθημερινή ζωή, πολιτικοί λόγοι και η «σύγκρουση της επιστήμης με τη θεολογία».

Υπάρχουν πολλές πτυχές μέσω των οποίων μπορεί κανείς να διερευνήσει την άγνοια της γεωγραφίας. Ο Burke ξεκινά με την άγνοια των ξένων, των αποικιοκρατών. Ισχυρίζεται ότι η δήλωση άγνοιας σχετικά με την ύπαρξη των αυτοχθόνων λαών ήταν βολική και πιθανώς προσποιητή. Γράφει: «Είτε η φράση ‘κανενός η γη’ χρησιμοποιούνταν είτε όχι, η υπόθεση πίσω από αυτήν ήταν σίγουρα διαδεδομένη μεταξύ των λευκών αποίκων από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα». Εξηγεί ότι οι άποικοι δεν ήθελαν να γνωρίζουν για τη χρήση της γης πριν από την άφιξή τους, από τους Πρώτους Λαούς στην Αμερική, τους Μαορί στη Νέα Ζηλανδία και τις ομάδες Αβορίγινων στην Αυστραλία. Αυτή η σκόπιμη άγνοια έχει περιγραφεί ως «η εννοιολογική διαγραφή των κοινωνιών που ήταν εκεί πριν».

Ωστόσο, υπήρχε επίσης πραγματική άγνοια της γεωγραφίας και πολλές εσφαλμένες πεποιθήσεις για τόπους και πολιτισμούς, όπως: η υπόθεση ότι η γη ήταν επίπεδη και τετράγωνη· η πεποίθηση στη μεσαιωνική Ευρώπη ότι ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε τρεις ηπείρους· η πεποίθηση του αρχαίου Έλληνα γεωγράφου Πτολεμαίου ότι η Σκανδιναβία ήταν νησί· η κοινή πεποίθηση στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη ότι μη ανθρώπινοι λαοί, οι «Πλινικές φυλές», όπως είναι τώρα γνωστές, μπορούσαν να βρεθούν σε μακρινά μέρη του κόσμου, ιστορίες που σίγουρα θα ήταν αποτρεπτικές για ταξίδια· το γεγονός ότι στη Σικελία, ακόμη και τη δεκαετία του 1950, ένας ερευνητής ανακάλυψε ότι ορισμένοι χωρικοί δεν γνώριζαν πού βρισκόταν η Ρωσία ή ότι ο Κολόμβος στην πραγματικότητα ξανά-ανακάλυψε την Αμερική επειδή γύρω στο έτος 1000, ένας Σκανδιναβός εξερευνητής, ο Λέιφ Έρικσον, είχε φτάσει σε ένα μέρος των ακτών της Βόρειας Αμερικής που έγινε γνωστό ως «Βίνλαντ», μια γνώση που τελικά χάθηκε· η πεποίθηση ότι οι Αμαζόνες, που αναφέρονται τον 5ο αιώνα π.Χ. στις Ιστορίες του Ηροδότου,  ανακαλύφθηκαν από τον Κολόμβο και άλλους εξερευνητές σε διάφορα μέρη· ο μύθος του Ελ Ντοράντο· η άγνοια για την ύπαρξη της Κίνας και του πολιτισμού της στην Ευρώπη, και η Κινεζική άγνοια για την Ευρώπη, και ούτω καθεξής.

Επιπλέον, συχνά τα ταξιδιωτικά κείμενα ήταν ανακριβή και ο Burke ισχυρίζεται ότι ορισμένοι συγγραφείς «μπορεί να το παράκαναν προς την κατεύθυνση της μυθοπλασίας χωρίς να το ομολογούν στους αναγνώστες τους». Η λογοκρισία συχνά επηρέαζε τις πληροφορίες που επιτρεπόταν να κυκλοφορήσουν ή να φτάσουν σε άλλα μέρη. Τα ταξίδια, ειδικά δια ξηράς, ήταν δύσκολα και επικίνδυνα και ορισμένες χώρες ήταν επίσημα κλειστές για τους ξένους από τις αρχές, για πολιτικούς και θρησκευτικούς λόγους. Για παράδειγμα, ο Κοπέρνικος παρουσιάστηκε στους Κινέζους μετά την άρση της απαγόρευσης της διδασκαλίας του ηλιοκεντρισμού το 1757, η Κορέα παρέμεινε σχεδόν άγνωστη στη Δύση μέχρι που έγινε προτεκτοράτο της Ιαπωνίας το 1905, και η Μέκκα και η Λάσα αντιστάθηκαν στην ευρωπαϊκή γνώση και τους επισκέπτες μέχρι και τον δέκατο ένατο αιώνα. Ακόμα και όταν γίνονταν ανακαλύψεις, συχνά οι ταξιδιωτικές αναφορές δεν επιτρεπόταν να δημοσιευτούν και οι χάρτες συχνά παρέμεναν μυστικοί [χαρτογραφικές σιωπές]. Ακόμα και στον 20ό και 21ο αιώνα, ορισμένα καθεστώτα και εταιρείες συνεχίζουν την πολιτική της μυστικότητας.

Τέλος, ο Burke μας λέει ότι τώρα που η άγνοια της γεωγραφίας της γης έχει μειωθεί σημαντικά μέσω της εξερεύνησης και της επιστημονικής έρευνας, «η εναπομένουσα άγνοιά μας και οι τραγικές συνέπειές της» αφορούν τα πυρηνικά όπλα, τα φυτοφάρμακα, τη ρύπανση, τη μείωση της βιοποικιλότητας και, πάνω απ’ όλα, τις προβλέψεις για την κλιματική αλλαγή». Ο Burke παραθέτει τον Bill McKibben, ο οποίος έγραψε ότι ένας λόγος που αγνοούσαμε ως επί το πλείστον τον φυσικό κόσμο γύρω μας είναι ότι «ήταν πάντα εκεί και υποθέταμε ότι πάντα θα υπήρχε», αλλά η απειλή της καταστροφής, ως αποτέλεσμα της εκβιομηχάνισης, ξύπνησε το ενδιαφέρον για αυτό που απειλούνταν. Η υπερθέρμανση του πλανήτη και η άρνησή της «αποκάλυψε νέα άγνοια για τη γη, καθώς και νέες προκλήσεις σε όλους τους κατοίκους της».

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου καθώς διαβάζουμε για τις συνέπειες της άγνοιας σε όλη την διάρκεια της ιστορίας και σε όλα τα πλαίσια, σύντομα συνειδητοποιούμε πώς αυτές μπορεί να είναι επικίνδυνες, ακόμη και θανατηφόρες. Η εκπαίδευση λέει ο Burke είναι απαραίτητη και λιγότερο δαπανηρή. Αυτό το μέρος του βιβλίου περιέχει πληθώρα καταστροφικών μορφών άγνοιας που οργανώνονται σύμφωνα με τύπους ανθρώπινης δραστηριότητας: άγνοια στον πόλεμο, στις επιχειρήσεις / οικονομία, στην πολιτική και τη στρατηγική άγνοια που εμπλέκεται στην βιομηχανική και πολιτική κατασκοπεία και συνωμοσία.

Ο Burke εισάγει την ιδέα της σχετικής άγνοιας σε σχέση με τον πόλεμο, υποστηρίζοντας ότι «Στον πόλεμο, και οι δύο πλευρές υποφέρουν από άγνοια. …… Το θεμελιώδες ερώτημα κατά πόσον οι μάχες και οι πόλεμοι μπορούν να κερδηθούν με σχεδιασμό παραμένει αμφιλεγόμενο». Ο Σταντάλ, ο Τολστόι και ο Ζόλα έγραψαν όλοι για το χάος και την άγνοια σχετικά με τον πόλεμο, και πιθανώς ο πόλεμος να είναι ένας συνδυασμός χονδροειδούς άγνοιας σε πολλά μέτωπα, αλαζονείας και αίσθησης ανωτερότητας, εξαπάτησης, σχεδιασμού, επαρκών εφοδίων και γνώσης. Παρέχει πολλά ιστορικά παραδείγματα για να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του. Για παράδειγμα, αναφέρεται στην απώλεια επαφής του Χίτλερ με την πραγματικότητα, στις «πολλαπλές άγνοιες» του πολέμου του Βιετνάμ, από τον στρατό μέχρι τον Τύπο και το κοινό, στα ψέματα, την αλαζονεία και την περιφρόνηση της αντίστασης των Βιετναμέζων στην ξένη κυριαρχία.

Στο κεφάλαιό για την άγνοια στις επιχειρήσεις, ο συγγραφέας διερευνά την άγνοια στο εμπόριο, στη βιομηχανία και στη γεωργία, την οργανωτική άγνοια, τη διαφήμιση, τις ασυνείδητες επιθυμίες, την άγνοια και την ευαλωτότητα των καταναλωτών, τον «οικονομικό αναλφαβητισμό» και τον «λογιστικό αναλφαβητισμό», τη διάδοση ψευδών φημών, την άγνοια των επενδυτών και τις φούσκες που σκάνε, που σε σοβαρές περιπτώσεις, όπως συνέβη με τη Φούσκα της Νότιας Θάλασσας / South Sea Bubble το 1920, οδήγησαν σε ένα κύμα αυτοκτονιών και την πτώση της κυβέρνησης στην Αγγλία, στις παράνομες επιχειρήσεις και στην ανάγκη για προσποιητή άγνοια. Όσον αφορά τη γεωργία, αναφέρεται στην άγνοια που είχαν οι άποικοι για τις γαίες που είχαν αποικιστεί με τρομερές συνέπειες· στις συχνές εκστρατείες για τη βελτίωση της γεωργίας από τα πάνω και στους κινδύνους της επιβολής αλλαγών σε αντίθεση με την τοπική γνώση και την εμπειρία όσων καλλιεργούσαν τη γη· στο επιθετικό όργωμα των λιβαδιών ή στην έμφαση στο βραχυπρόθεσμο ιδιοτελές συμφέρον.

Ο Burke ξεκινά το κεφάλαιό που αφορά την πολιτική και την άγνοια λέγοντας ότι το έργο του Michel Foucault μας έχει βοηθήσει να κατανοήσουμε τη σχέση εξουσίας και γνώσης πιο καθαρά από πριν, αλλά η εξέταση της σχέσης εξουσίας και άγνοιας είναι επίσης διαφωτιστική. Εξερευνά την άγνοια των απλών ανθρώπων, η οποία ισχυρίζεται ότι αποτελεί πλεονέκτημα για λιγότερο ή περισσότερο αυταρχικά καθεστώτα και προκαλεί ανησυχία στα λιγότερο ή περισσότερο δημοκρατικά κράτη, την άγνοια των ηγετών και των πολιτικών, και την οργανωτική άγνοια που είναι ενσωματωμένη στο πολιτικό σύστημα, τον μηχανισμό της διακυβέρνησης. Παρέχει επίσης παραδείγματα προκειμένου να εξηγήσει τη στρατηγική άγνοια. Ένα από αυτά είναι αυτό του Αμερικανικού Κόμματος που είχε αποκτήσει το όνομα «Δεν ξέρω τίποτα» επειδή τα μέλη συμβουλεύονταν να λένε «Δεν ξέρω τίποτα» όταν αντιμετώπιζαν ερωτήσεις σχετικά με την οργάνωσή τους.

Παρουσιάζει διάφορες απόψεις που προωθούν τη σημασία της διατήρησης τεράστιου αριθμού ανθρώπων αμόρφωτων και αδαών, όπως αυτές του Βολταίρου, αρχικά, ή διαφόρων ηγεμόνων όπως του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΓ΄ και του Ρισελιέ, του βασιλιά Φρειδερίκου ΣΤ΄ της Δανίας, του Οθωμανού σουλτάνου ή του ανατολίτικου δεσποτισμού, απόψεις που φθάνουν έως τις μέρες μας. Ο Πολωνός δημοσιογράφος R. Kapuscinski (αναφέρεται στο βιβλίο) έγραψε στην έκθεσή του για το Ιράν υπό την κυριαρχία του σάχη ότι «Η ύπαρξη μιας δικτατορίας εξαρτάται από την άγνοια του όχλου· γι’ αυτό όλοι οι δικτάτορες καταβάλλουν τόσο κόπο να καλλιεργήσουν αυτή την άγνοια». Ο Burke αναφέρεται και στον William Lovett, ο οποίος τον 19ο αιώνα πρότεινε μια μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης και έγραφε: «η άγνοια των μαζών τις έχει κάνει σε όλες τις εποχές σκλάβους των φωτισμένων και των πονηρών».

Η άγνοια και η διάδοση φημών δημιουργούν προβλήματα τόσο στην προσωπική ζωή των ανθρώπων όσο και σε μεγαλύτερα συστήματα, όπως είναι οι δημοκρατίες. Ο Τζον Κένεντι είχε πει ότι «ο μορφωμένος πολίτης γνωρίζει ότι… μόνο ένας μορφωμένος και ενημερωμένος λαός θα είναι ένας ελεύθερος λαός…». Ο Burke αναφέρεται στην «ορθολογική άγνοια» που επινόησε ο Anthony Downs για να περιγράψει όσους πιστεύουν ότι η ενημέρωση για την πολιτική δεν αξίζει τον κόπο, καθώς και στο πώς οι ψηφοφόροι του Ντόναλντ Τραμπ κάνουν μια σειρά από επιλογές για να αποφύγουν τη γνώση που έρχεται σε αντίθεση με τις απόψεις τους. Αναφέρεται σε αυτό που ο φιλόσοφος Philip Kitcher έχει ονομάσει «χυδαία δημοκρατία» που περιγράφεται ως η «τυραννία της άγνοιας». Δίνει παραδείγματα σχετικά με την «άγνοια των ψηφοφόρων», λόγου χάρη η εκτεταμένη άγνοια σχετικά με τις επιπτώσεις του Brexit. Θα μπορούσαμε βέβαια να βρούμε παραδείγματα αυτού του είδους άγνοιας σε κάθε χώρα.

Σχετικά με την άγνοια των ηγεμόνων / κυβερνώντων, ο Burke γράφει ότι το προ-νεωτερικό κράτος ήταν, από πολλές κρίσιμες απόψεις, εν μέρει τυφλό. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά παραδείγματα άγνοιας των ηγεμόνων, τόσο στο πιο πρόσφατο παρελθόν, όσο και στη σημερινή εποχή. Γράφει ότι παρόλο που σήμερα οι περισσότεροι πρωθυπουργοί έχουν σπουδάσει οικονομικά ή κοινωνικές επιστήμες, έχουν ασκήσει τη νομική ή έχουν υπηρετήσει ως υπουργοί, διπλωμάτες ή δήμαρχοι και, ως εκ τούτου, έχουν κάποια γνώση της πολιτικής, το πρόβλημα της άγνοιας προκύπτει από το γεγονός ότι η επαγγελματική κατάρτιση συνεπάγεται εξειδίκευση, ενώ η θέση του προέδρου ή του πρωθυπουργού απαιτεί ευρεία γνώση. Αναφέρεται σε μια μακρά λίστα αρχηγών κρατών, οι οποίοι έχουν επιδείξει διαβόητη άγνοια της γεωγραφίας, των άλλων χωρών, και των εξωτερικών υποθέσεων, και στις επακόλουθες, επιζήμιες αποφάσεις τους. Εξετάζει επίσης την «αυτοκρατορική ή αποικιακή» και νεο-αποικιακή άγνοια, και τα συχνά τραγικά αποτελέσματά τους. Οι μεγάλοι λιμοί στη Βεγγάλη, την Ιρλανδία και την Αφρική, λόγου χάρη, είναι παραδείγματα αυτού του είδους άγνοιας σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες.

Ο Burke εξηγεί πως πολλές καταστροφές προκύπτουν συχνά από την εκούσια άγνοια επιχειρηματικών ηγετών και πολιτικών, όπως για παράδειγμα οι Πρόεδροι Jaοr Bolsonaro ή Donald Trump, [ο οποίος επίσης υποφέρει από άγνοια στην οξεία της μορφή, αυτή του να μην γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει], οι οποίοι αρνήθηκαν να ανταποκριθούν στην πανδημία COVID-19 κι επίσης δεν αναγνωρίζουν και δεν αντιμετωπίζουν την κλιματική αλλαγή. Στο κεφάλαιό του για τις καταστροφές, κάνει διάκριση μεταξύ της αναπόφευκτης άγνοιας του μέλλοντος και της υπαίτιας άγνοιας και έλλειψης προετοιμασίας. Διανύει ιστορικές εποχές για να ρίξει φως σε «πάρα πολλές περιπτώσεις στην ιστορία φυσικών καταστροφών που χτύπησαν αφού οι κίνδυνοι είχαν αγνοηθεί». Φαίνεται ότι παραμελούμε επανειλημμένα να προετοιμαστούμε ή να λάβουμε μέτρα για την πρόληψη ή τη μείωση των επιπτώσεων των φυσικών καταστροφών. Σε περιοχές ευάλωτες σε πλημμύρες ή σεισμούς, η έλλειψη προετοιμασίας είναι συχνά υπαίτια. Ο Burke γράφει ότι μια πρόσφατη φυσική καταστροφή, ο τυφώνας Κατρίνα, «αποκάλυψε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «κοινωνική κατανομή» της άγνοιας», ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στην ιστορία, όταν η τοπική γνώση αγνοείται όχι με δικό μας κίνδυνο, αλλά με κίνδυνο των άλλων.

Επιπλέον, παραμελούμε να λάβουμε μέτρα για την πρόληψη καταστροφικών γεγονότων όπως το Τσερνομπίλ. Στη Βόρεια Ευρώπη του 17ου και 18ου αιώνα, παρόλο που τα περισσότερα σπίτια ήταν κατασκευασμένα από ξύλο, οι ρυθμίσεις για την καταπολέμηση των πυρκαγιών ήταν ανεπαρκείς, κι ως εκ τούτου, η καύση ολόκληρων πόλεων ήταν συνηθισμένη. Όλοι οι μεγάλοι και τραυματικοί λιμοί στην ιστορία υποδεικνύουν ότι είναι τόσο φυσικές όσο και ανθρωπογενείς καταστροφές, δηλαδή ένας συνδυασμός άγνοιας, αλαζονείας, αδιαφορίας και ανικανότητας. Ο Burke διερευνά επίσης τις συνέπειες της άγνοιας όσον αφορά τη μακρά ιστορία της εμφάνισης ασθενειών και πανδημιών, από το ξέσπασμα της βουβωνικής πανώλης τον 14ο αιώνα έως τον Κορονοϊό, πιο πρόσφατα. Επίσης η άγνοια και οι ξεπερασμένες πεποιθήσεις έχουν οδηγήσει με την πάροδο του χρόνου σε αυτό που ονομάζεται «Σύνδρομο του Αποδιοπομπαίου Τράγου». Η αληθινή άγνοια, αλλά και η εκούσια άγνοια, η αλαζονεία και η αντίσταση στις νέες γνώσεις και τεχνολογίες, έχουν όλα αποτελέσει μέρος της ιστορίας, και δυστυχώς η ιστορία φαίνεται να επαναλαμβάνεται. Για παράδειγμα, υπήρξε παρόμοια αντίσταση στα μέτρα καραντίνας από επιχειρήσεις στο ξέσπασμα χολέρας του 19ου αιώνα, όπως και στην πανδημία του 2020. Όσον αφορά την αντίσταση στα προληπτικά μέτρα, κι αυτή πάει πίσω στο χρόνο. Στο βιβλίο αναφέρεται ότι ο εμβολιασμός κατά της ευλογιάς, «μια πρακτική γνωστή από παλιά στην Κίνα και τη Μέση Ανατολή, έγινε αντικείμενο έντονης συζήτησης πριν υιοθετηθεί στην Ευρώπη του 18ου αιώνα». Αργότερα το 1904 οδήγησε στην «Εξέγερση των Εμβολίων» στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο Burke ωστόσο, προειδοποιεί κατά των απλοϊκών εξηγήσεων, προσθέτοντας ότι δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα άγνοιας λόγω αναλφαβητισμού και φτώχειας, αλλά και μια οργισμένη αντίδραση στην παρέμβαση των αρχών στη ζωή των ανθρώπων. κι επίσης μια σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών.

Στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου εξετάζονται κι άλλα σημαντικά θέματα, όπως τα μυστικά και ψέματα στον κόσμο της επιστήμης και της ακαδημαϊκής έρευνας, στην πολιτική και τη βιομηχανία, η άρνηση και συγκάλυψη καταστροφών, σφαγών και σκανδάλων, ιστορικά γεγονότα-ταμπού που παραλείπονται από τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας, η εξαπάτηση των μαζών από τους ηγέτες, η λογοκρισία και η επιτήρηση, και οι whistleblowers / ακτιβιστές που υποστηρίζουν τη διαφάνεια και αποκαλύπτουν κρίσιμες πληροφορίες στο κοινό, στην εποχή του Διαδικτύου. Οι δημοσιεύσεις σε διαφορετικές εποχές έχουν γενικά υποστεί λογοκρισία από τις αρχές, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ανάλογα με τη χώρα. Στην πρώιμη Ευρώπη υπήρχε διπλή λογοκρισία, τόσο θρησκευτική όσο και πολιτική. Ωστόσο, οι συγγραφείς συχνά μπόρεσαν να περάσουν τα μηνύματα ή την κριτική τους στα αυταρχικά καθεστώτα μέσω της χρήσης αλληγοριών, όπου τα ζώα αντιπροσωπεύουν τους ανθρώπους, γράφοντας για άλλες παρόμοιες ιστορικές εποχές και γεγονότα ή μέσω δημοσιεύσεων που δημιουργούνται και διανέμονται κρυφά χέρι με χέρι.

Ο Burke λέει ότι η άρνηση είναι ένας αμυντικός μηχανισμός τόσο για τα άτομα όσο και για τους θεσμούς, αλλά η δημόσια άρνηση είναι επίσης μια μορφή παραπληροφόρησης. Η άρνηση και οι συγκαλύψεις ξεκινούν πολύ παλιά, αλλά η άρνηση των φρικαλεοτήτων σε πολέμους, των γενοκτονιών, των πυρηνικών ατυχημάτων, της υπερθέρμανσης του πλανήτη έγινε πιο συχνή ή τουλάχιστον πιο γνωστή τον 20ό αιώνα. Η άρνηση του Ολοκαυτώματος, ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα, εξακολουθεί να υπάρχει, παρόλο που το 1942 εκατομμύρια Γερμανοί γνώριζαν ήδη τι συνέβαινε στα στρατόπεδα. Η καταστολή της έρευνας (εταιρείες καπνού), η ενθάρρυνση της δυσπιστίας σε ό,τι έχει αποκαλυφθεί, η διάδοση αμφιβολιών ή ψευδών φημών, τα πλαστά έγγραφα, είναι όλες μέθοδοι αυτού που έχει περιγραφεί ως «κατασκευή» άγνοιας και διατήρηση της άγνοιας.

Η παραπληροφόρηση περιλαμβάνει δραστηριότητες όπως η πρόκληση βλάβης στη φήμη των άλλων, η παρέμβαση στις εκλογές άλλων χωρών, η σκόπιμη διάδοση παραπλανητικών πληροφοριών, η οποία γράφει ο Burke: «έχει εκραγεί τον τελευταίο αιώνα, λόγω τόσο των νέων τεχνολογιών για τη διάδοση πληροφοριών… όσο και της αυξημένης πείρας / πονήρευσης εκείνων που μας παραπλανούν». Όσο για τις προοπτικές της αλήθειας, σημειώνει: «Ο τρέχων πολλαπλασιασμός των «ψεύτικων ειδήσεων» είναι ανησυχητικός, αλλά οι προοπτικές για την αλήθεια δεν είναι εντελώς μαύρες. Όπως ακριβώς οι συγκαλύψεις ακολουθούνται από αποκαλύψεις, έτσι και τα ψέματα που κυκλοφορούν στα μέσα ενημέρωσης αποκαλύπτονται τακτικά από οργανισμούς επαλήθευσης γεγονότων στους ιστότοπούς τους».

Και ενώ οι μελετητές ενδιαφέρονται για την άγνοια, οι συγγραφείς και οι σύμβουλοι επιχειρήσεων χρησιμοποιούν την άγνοια και τον φόβο μας για την αβεβαιότητα για να κερδίσουν. Όλοι αγνοούμε το μέλλον και οι τεχνικές για τη διαχείριση αυτής της άγνοιας και των φόβων που συνδέονται με αυτήν την αβεβαιότητα μπορούν να αποδειχθούν επικερδείς για ορισμένους. Ο Burke παρατηρεί «αν διαβάζουμε τις προβλέψεις των μελλοντολόγων δεκαετίες αφότου έχουν γίνει, οι αποτυχίες τους γίνονται ορατές». Αντί να καταναλώνουμε προβλέψεις των μελλοντολόγων, προτείνει ότι θα ήταν πιο συνετό να μελετήσουμε το παρελθόν, όχι επειδή το παρελθόν αποτελεί πηγή προηγούμενου που μπορούμε να βασίσουμε τις δικές μας προβλέψεις, αλλά επειδή με βάση την κοινή λογική θα μπορούσε να μας εμποδίσει να επαναλάβουμε λάθη.

Η άγνοια της ιστορίας εκ μέρους των ψηφοφόρων μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα είδος συλλογικής αμνησίας με σημαντικές συνέπειες. Ο Burke παρέχει παραδείγματα όπως η περίπτωση της Ισπανίας. Γράφει ότι η επιστροφή στη δημοκρατία μετά τον θάνατο του Φράνκο υποβοηθήθηκε από τις αναμνήσεις του Εμφυλίου Πολέμου, κι αργότερα, όταν η Αριστερά ηττήθηκε σε μεγάλο βαθμό επειδή ήταν διχασμένη, οι αναμνήσεις αυτής της ήττας ενθάρρυναν διαφορετικά κόμματα να συνεργαστούν τη δεκαετία του 1970. Ωστόσο, τώρα (2021) που η μνήμη του Εμφυλίου Πολέμου έχει ξεθωριάσει, η ισπανική δημοκρατία φαίνεται να γίνεται πιο εύθραυστη. Ο οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ επινόησε τη φράση «ανοσοποίηση της μνήμης» πιστεύοντας ότι η μνήμη είναι καλύτερο προστατευτικό μέτρο από τον νόμο.

Επίλογος

Αναπόφευκτα, κάθε βιβλίο που επιλέγουμε να διαβάσουμε, κάθε ταινία που παρακολουθούμε, κάθε πεδίο που αποφασίζουμε να σπουδάσουμε ή να ειδικευτούμε, κάθε γλώσσα ή δραστηριότητα που επιλέγουμε να μάθουμε και να ασχοληθούμε, απαιτεί την παράλειψη ή την αγνόηση κάποιου άλλου, και όσο περισσότερα μαθαίνει και γνωρίζει κανείς, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί το μέγεθος της άγνοιάς του. Καθώς η γνώση μεταβάλλεται, το ίδιο συμβαίνει και με την άγνοια. Και ανεξάρτητα από το πόσα γνωρίζουμε ή είμαστε ικανοί να μάθουμε, η άγνοιά μας [ακόμα και για τους πολύ έξυπνους, ‘καλά μορφωμένους,’ και πολυμαθείς] θα είναι πάντα μεγαλύτερη από οποιαδήποτε γνώση μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αποκτήσουμε στο σύντομο χρονικό διάστημα μιας ανθρώπινης ζωής.

Ίσως θα ήταν συνετό, λοιπόν, να προσπαθήσουμε να είμαστε κάπως επιλεκτικοί ως προς το πού θέλουμε να ξοδέψουμε την ενέργεια και τον χρόνο μας, όσον αφορά τα πράγματα που θέλουμε να γνωρίζουμε, κάτι που δεν είναι τόσο εύκολο σε μια εποχή όπου βομβαρδιζόμαστε από πληροφορίες, πραγματικές και ψεύτικες ειδήσεις, για να μην αναφέρουμε και την συντριπτικά μεγάλη γνώση που έχει αποκτηθεί. Όσον αφορά την πρόσφατη επιλογή μου για αυτό το βιβλίο, ένιωσα ότι άξιζε τον χρόνο και την ενέργεια που επένδυσα σε αυτό. Αύξησε τις γνώσεις μου, φρέσκαρε τη μνήμη μου, κι επίσης, έφερε την άγνοιά μου στο προσκήνιο της επίγνωσής μου.

Επίσης, είναι χρήσιμο να έχουμε κατά νου ότι όλοι έχουν γνώση, ανεξάρτητα από τον αλφαβητισμό ή την μόρφωση τους, αλλά για διαφορετικά πράγματα, και όλοι είναι αδαείς σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Ο Burke παραθέτει ένα απόφθεγμα του Mark Twain:  «Όλοι είμαστε αδαείς, απλώς για διαφορετικά πράγματα». Και μπορούμε να επιλέξουμε είτε να είμαστε γενναιόδωροι στην κοινοποίηση γνώσεων είτε να αποκρύπτουμε πληροφορίες που διαφορετικά θα μπορούσαν να ωφελήσουν τους άλλους και να διευκολύνουν τη λήψη αποφάσεων. Τα ψέματα και η απόκρυψη σημαντικών πληροφοριών  μπορούν να λειτουργήσουν είτε ως εργαλεία ελέγχου, είτε να οδηγήσουν άτομα ή μάζες ανθρώπων σε λάθος δρόμο, μειώνοντας την πιθανότητα  σοφών επιλογών.