Η μετάφραση του πρώτου μέρους έχει ολοκληρωθεί (01/03/2024)

Πρακτικές διαλογισμού: μια κριτική προσέγγιση

«Λοιπόν κάτι χάθηκε, αλλά κάτι κερδήθηκε  //  Ζώντας κάθε μέρα

Έχω κοιτάξει τη ζωή και από τις δύο πλευρές  //  Από τη νίκη και την ήττα και όμως ακόμη…». Στίχοι της Joni Mitchell

«Δεν μπορεί κανείς να ανταποκρίνεται βαθιά στον κόσμο χωρίς να νιώθει λύπη πολύ συχνά». Έριχ Φρομ

Μέρος πρώτο

Το χαρακτικό είναι της Βάσω Κατράκη

Το θέμα του σημερινού κειμένου είναι οι πρακτικές ενσυνειδητότητας και οι πρακτικές διαλογισμού, γενικότερα. Όπως έγραψα στην προηγούμενη ανάρτηση στο τέλος μιας δεκαετίας τακτικής ενασχόλησης με πρακτικές διαλογισμού, ένιωσα ότι είναι καλή στιγμή, να κάνω ένα διάλειμμα, να αναλογιστώ και να αξιολογήσω την εμπειρία μέχρι τώρα, να διαβάσω, ν ακούσω,  και να δω διαφορετικές πτυχές και πλευρές αυτής της ανθρώπινης δραστηριότητας και αυτού του σύγχρονου κινήματος. Κατά κάποιο τρόπο, ένιωσα την ανάγκη να αποκτήσω μια ευρύτερη άποψη για τον ευρύ και ποικιλόμορφο κόσμο του διαλογισμού. Αυτό ήταν ένα αναπόφευκτο βήμα, και θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν αποτέλεσμα των ίδιων των πρακτικών. Το σημερινό κομμάτι είναι το αποτέλεσμα της δικής μου εμπειρίας, των δικών μου σχετικών σημειώσεων, και αρκετής ανάγνωσης βιβλίων και ακαδημαϊκών άρθρων. Περιλαμβάνει μια κριτική προσέγγιση γιατί πιστεύω ότι οι κριτικές προσεγγίσεις γενικότερα είναι πολύτιμες, παρόλο που δεν είναι πάντα ευπρόσδεκτες.

Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, ή ίσως με όλα τα πράγματα, υπάρχουν πολλές ιστορίες να αφηγηθούμε και πολλές οπτικές γωνίες για να δούμε τα πράγματα. Αυτή εδώ είναι μόνο μια αφήγηση μιας πολύ μεγάλης και περίπλοκης πραγματικότητας / ιστορίας. Νιώθω ότι είναι καιρός να επιτρέψω στις σποραδικές συνειδητοποιήσεις και τις ιδέες που έχω σταχυολογήσει, σε αυτό το μονοπάτι να γίνουν πιο εμφανείς και ορατές σε μένα – όχι μόνο κοιτάζοντας μέσα μου – αλλά και έξω από εμένα, γιατί τόσο το άτομο όσο και οι πρακτικές είναι πολιτισμικά, ιστορικά και κοινωνικοοικονομικά, ενσωματωμένα. Ο καθηγητής Richard Payne ισχυρίζεται ότι κανένα πρόγραμμα ενσυνειδητότητας, για παράδειγμα, δεν είναι ουδέτερο και ότι όλα τα εργαλεία [συμπεριλαμβανομένων των εργαλείων αυτό-βελτίωσης] είναι ιδεολογίες επειδή «προωθούν / αντανακλούν τις αξίες των δημιουργών τους και εμπεδώνουν αυτές τις αξίες στους χρήστες». Οι πρακτικές εντάσσονται σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια και οι διαλογιζόμενοι μπορεί να έχουν παρόμοιες ή / και διαφορετικές εμπειρίες και αποτελέσματα ανάλογα με το πλαίσιο.

Η ενασχόληση με αυτές τις τεχνολογίες, αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω αυτόν τον όρο, δεν θα πρέπει μόνο να αυξάνει την «ενόραση», αλλά επίσης, την «εξωτερική γνώση» γιατί και τα δύο επίπεδα γνώσης ουσιαστικά είναι ένα, και το ένα χωρίς το άλλο όχι μόνο εμποδίζει τη διαδικασία «ενόρασης και απελευθέρωσης του νου», αλλά δεν ενδυναμώνει τους ανθρώπους ώστε να επιφέρουν εξωτερικές αλλαγές / αλλαγές στο περιβάλλον. Η πρόθεση μου ήταν και είναι μέσω και αυτών των εργαλείων να υπερβώ “τείχη”, και να αποκτώ όλο και  μεγαλύτερη σαφήνεια, ακόμη και τα “τείχη” που μπορεί να υψώνουν εργαλεία ενσυνειδητότητας και άλλες πρακτικές διαλογισμού και οι συνοδευτικές διδασκαλίες. Το πρώτο μέρος της ανάρτησης περιλαμβάνει δικές μου συνειδητοποιήσεις, καθώς και απόψεις και παρατηρήσεις άλλων, λαμβάνοντας υπόψη τη δουλειά και τις γνώσεις άλλων με εξειδίκευση και περισσότερη εμπειρία. Στο δεύτερο μέρος επέλεξα να παρουσιάσω μερικά από τα βασικά σημεία ενός από τα διάφορα ακαδημαϊκά άρθρα που διάβασα τον τελευταίο καιρό.

Αρχικά, είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ξεκινούν ενώ γνωρίζουν ελάχιστα για τον διαλογισμό και την ενσυνειδητότητα, τους διαφορετικούς τύπους, την προέλευσή του, τις προσαρμογές σε βάθος χιλιετιών και σε διαφορετικούς πολιτισμούς, τις τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις και τα προβλήματα που θα μπορούσαν να προκύψουν, το πώς το πλαίσιο καθορίζει την πρακτική και το αποτέλεσμα, και ούτω καθεξής. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η προώθηση και μετάδοση συνήθως  σημαίνει ότι πολλοί άνθρωποι φτάνουν σε αυτές τις πρακτικές μέσω μαθημάτων ψυχολογίας, ψυχοθεραπείας, γιόγκα ή μαθημάτων άσκησης και της τεράστιας προώθησης και εμπορευματοποίησης της ενσυνειδητότητας μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης στις δυτικές χώρες, ειδικά στις αγγλόφωνες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αμερική. Υπό αυτή την έννοια, πολλοί άνθρωποι δεν έχουν πολλές επιλογές όταν ξεκινούν, και δεν γνωρίζουν πολλά για αυτές τις πρακτικές, τις πολλές δυνατότητές τους, καθώς και τις παγίδες και τις αρνητικές επιπτώσεις, και ακόμη περισσότερο, πώς να αποφύγουν ή να προχωρήσουν πέρα από τις δυσκολίες όταν συμβαίνουν, ούτε έχουν επίγνωση των παγίδων που προκύπτουν από τη δύναμη του διαλογισμού να αποδομεί και να αναδομεί. Αυτές οι πρακτικές με τις συνοδευτικές αφηγήσεις έχουν τη δύναμη να αναδιαμορφώσουν την υποκειμενικότητα και την αίσθηση της ταυτότητάς μας.

Ως εκ τούτου, κάτι που θα ήθελα να θίξω είναι η ανάγκη για μια πιο διαφανή συζήτηση και διάδοση πληροφοριών γύρω από αυτές τις πρακτικές, κάτι που νομίζω ότι θα ωφελούσε τους ασχολούμενους με τις πρακτικές και το χώρο της ενσυνειδητότητας και του διαλογισμού γενικότερα. Φυσικά, αυτό δεν είναι εύκολο αν σκεφτεί κανείς ότι το πεδίο του διαλογισμού ευρύτερα, και της ενσυνειδητότητας πιο συγκεκριμένα, είναι πολύ ποικίλο και δεν είναι απαλλαγμένο από πολιτικές και επιχειρηματικές ατζέντες και στόχους. Μερικές από τις κριτικές που διατυπώνονται συνδέονται με τον τρόπο με τον οποίο διαδίδονται αυτές οι πρακτικές και με το γεγονός ότι συχνά διδάσκουν στους ανθρώπους αποδοχή της ανισορροπίας εξουσίας και συμμόρφωση στο κατεστημένο μέσω της καλλιέργειας διορατικότητας για την εσωτερική λειτουργία του νου και της ψυχής μας και μόνο [που σαφώς είναι ωφέλιμη και πολύτιμη διεργασία], χωρίς ταυτόχρονα όμως να ενθαρρύνεται το ¨outsight.” Το outsight θα μπορούσε να γίνει κατανοητό ως διορατικότητα για τη λειτουργία του κόσμου, τις ανισορροπίες ισχύος και τα πλαίσια που μας επηρεάζουν, και στα οποία λαμβάνουν χώρα οι μικροί προσωπικοί μας κόσμοι και εμπειρίες, ποτ μας επιτρέπει να δούμε πού οδηγούν τα νήματα των προσωπικών μας πληγών και κακουχιών. Αυτό θα τιμούσε πραγματικά τις αξίες της στοργικής καλοσύνης, της συμπόνιας, της συνεκτικότητας, και της αλληλεξάρτησης.

Σε σχέση λοιπόν με τη διάδοση ιδεών και πρακτικών, μια ηθική προσέγγιση θα ήταν η αποφυγή μιας πατερναλιστικής στάσης και η αποφυγή επιλεκτικής διάδοσης πληροφοριών στο ευρύ κοινό ή στις μάζες. Οπότε, περισσότερη διαφάνεια θα ήταν χρήσιμη εάν είναι αυτές οι τεχνολογίες, που αρχικά εξασκούνταν από λίγους, κυρίως σε μοναστικά πλαίσια, να γίνουν διαθέσιμες σε ένα πολύ ευρύ κοινό σε διαφορετικούς πολιτισμούς, και να αποφέρουν το μεγαλύτερο δυνατόν όφελος. Πρέπει να εξετάσουμε τις ιστορικές αλλαγές, τα εθνικά και πολιτισμικά πλαίσια και να ενσωματώσουμε τις πρακτικές και θεωρίες στον 21ο αιώνα και να κάνουμε τις απαραίτητες προσαρμογές, για θεραπευτικούς, κλινικούς και άλλους σκοπούς, χωρίς όμως να παραμελούμε να παρέχουμε ειλικρίνεια κατά τη διαφήμιση και την προώθηση και διαφάνεια γύρω από ζητήματα όπως τις δυσμενείς επιπτώσεις, για παράδειγμα…………

…… Γενικά υποστηρίζεται ότι δεν έχει δοθεί αρκετή προσοχή στο γεγονός ότι είναι αρκετά συνηθισμένο για όσους κάνουν διαλογισμό να βιώνουν μια ποικιλία από ενοχλητικές ή ανησυχητικές εμπειρίες. Ωστόσο, υπάρχουν πλέον διαθέσιμες όλο και περισσότερες ερευνητικές και ακαδημαϊκές εργασίες. Λόγω του μήκους αυτού του κομματιού θα αναφέρω συνδέσμους με ακαδημαϊκά άρθρα και συζητήσεις που είναι ελεύθερα διαθέσιμα για όσους ενδιαφέρονται να διαβάσουν ή να ρίξουν μια ματιά, στην επόμενη ανάρτηση.

Εάν λοιπόν πρόκειται να ενσωματωθούν αυτές οι πρακτικές στην καθημερινή ζωή των σύγχρονων ανθρώπων, η επιλογή των ιδεών και των διδασκαλιών που τονίζονται και στις οποίες υπάρχει έμφαση πρέπει να εξυπηρετεί το ευρύτερο κοινό και όχι την ελίτ, το status quo ή την αγορά. Η Michal Pagis (2018), στης οποίας το άρθρο θα αναφερθώ παρακάτω γράφει: «Η καπιταλιστική και νεοφιλελεύθερη κουλτούρα της υποκειμενικής ευημερίας και θεραπείας ωθούν την πρακτική του διαλογισμού σε νέα πλαίσια και θεσμούς που μπορεί ως αποτέλεσμα να αλλάξουν αυτούς τους θεσμούς, αλλά και να καταλήξουν να αφομοιωθούν από τους θεσμούς, όταν για παράδειγμα, ο διαλογισμός γίνεται εργαλείο για την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων…». Σε σχέση με αυτόν τον τομέα στο βιβλίο του, McMindfulness, ο Ron Purser γράφει ότι τα εταιρικά προγράμματα ενσυνειδητότητας αντιπροσωπεύουν «μια προγραμματική προσπάθεια αναμόρφωσης της υποκειμενικότητας του εργαζομένου ως πολύτιμου και ουσιαστικού στοιχείου για την εταιρική επιτυχία».

Σε σχέση με την ενσυνειδητότητα που διδάσκεται στα σχολεία, ο Purser γράφει ότι «η ενσυνειδητότητα δεν θα μπορούσε να είχε γίνει τόσο δημοφιλής όσο έχει γίνει χωρίς τους πολιτισμικούς κανόνες μιας θεραπευτικής κουλτούρας που μας λέει ότι χρειαζόμαστε βοήθεια — την οποία θα λάβουμε, είτε μας αρέσει είτε όχι, μαζί με την εκπαίδευση υπακοής». Γράφει: «Τι θα συμβεί εάν ένας ευάλωτος μαθητής βιώσει ένα δυνατό και δύσκολο συναίσθημα λόγω προηγούμενου τραύματος, για παράδειγμα; Οι δάσκαλοι σπάνια έχουν την ψυχολογική κατάρτιση για τέτοιες καταστάσεις και η έρευνα σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις των πρακτικών ενσυνειδητότητας συχνά αγνοείται. Η αδιάκριτη διδασκαλία της σε όλα τα παιδιά θα μπορούσε να είναι ανεύθυνη, δεδομένης της έλλειψης αυστηρών μελετών που δείχνουν σαφή οφέλη πέρα από την ειρήνευση. Ρωτάει επίσης: «Μήπως είναι ανεύθυνο να διδάσκουμε τις πρακτικές ενσυνειδητότητας σε περιθωριοποιημένες κοινότητες όταν η επιστημονική έρευνα είναι τόσο λίγη; Τι γίνεται με τα τραυματισμένα παιδιά; Υπάρχει σημαντική έρευνα που δείχνει ότι οι παρεμβάσεις που βασίζονται στην ενσυνειδητότητα αντενδείκνυται για όσους έχουν υποστεί τραύματα. Υπάρχουν επίσης γενικές ενδείξεις ότι αυτή η πρακτική δεν είναι για όλους…. «Κανείς δεν ρώτησε εάν υπάρχουν πιθανές δυσκολίες ή δυσμενείς επιπτώσεις και εάν υπάρχουν κάποιες πρακτικές που μπορεί να είναι πιο κατάλληλες ή λιγότερο κατάλληλες [για] κάποιους ανθρώπους έναντι άλλων».

Πριν συνεχίσω, πρέπει να πω ότι αυτό το κομμάτι σήμερα βασίζεται σε μια βασική υποκείμενη αξία ή πεποίθηση που έχω, η οποία είναι ότι όλοι έχουμε το δικαίωμα να ζούμε αυτή τη ζωή όσο καλύτερα μπορούμε, να σκεφτόμαστε μόνοι μας και να ενεργούμε για όλους , στο μέτρο του δυνατού, και όσο μας το επιτρέπουν οι συνθήκες μας. Έχω υπάρξει ξεκάθαρη σχετικά με αυτές τις αξίες μέσω των αναρτήσεων μου και πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να υποστηρίζονται για να αξιοποιήσουν στο έπακρο τη ζωή τους, να ζήσουν μια καλή ζωή, να απολαύσουν αυτή τη ζωή που έχουμε τώρα, ενώ υποστηρίζουμε και τους άλλους να κάνουν το ίδιο, και το πιο σημαντικό, δεν υπονομεύουμε τους άλλους. Η υποτίμηση της  ζωής που ξέρουμε ότι έχουμε σίγουρα και η υπονόμευση των ευκαιριών να την αξιοποιήσουμε στο έπακρο δεν μου φαίνεται πολύ ηθική ή δίκαιη. Το λέω αυτό για να σημειώσω ότι δεν υπάρχει ανάγκη να παθολογικοποιούμε την υγιή επιθυμία, τα όνειρα και τις επιθυμίες ή να πυροδοτούμε ενοχές και ντροπή. Αυτές οι πρακτικές έχουν χρησιμοποιηθεί διαχρονικά ως μέσο καταπίεσης και είναι ένας τρόπος να παραμένουν οι άνθρωποι σε καθορισμένα από άλλους πλαίσια. Πολλοί άνθρωποι κουβαλούν ήδη πληγές, βάρη και κοινωνικό-πολιτισμικό προγραμματισμό για το που ανήκουν, τι τους αξίζει και τι αξίζουν, κάτι που  διαβρώνει την αυτοπεποίθησή και την υγιή διεκδίκησή, τα οποία είναι απαραίτητα για να ζήσουν καλά. Έτσι, η ευαίσθητη διάδοση και οι βασισμένες στην πραγματικότητα διδασκαλίες και πρακτικές, ειδικά όταν προέρχονται από άτομα που είναι από πολλές απόψεις προνομιούχα και μορφωμένα, και που έχουν δύναμη και θέση, είναι σημαντική. Επιπλέον, τίποτα δεν συμβαίνει στο κενό, και οι άνθρωποι που προωθούν και διδάσκουν σε αυτόν τον χώρο έχουν αξίες και είναι ενσωματωμένοι σε πλαίσια, οπότε η διαφάνεια σχετικά με τις βασικές τους αξίες ή τις απόψεις τους για τη ζωή θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερες επιλογές σε όσους ενδιαφέρονται για αυτά τα εργαλεία, και που συχνά προέρχονται από διαφορετικές παραδόσεις και πολιτισμούς. Δεν υπάρχουν διδασκαλίες χωρίς αξία, παρά μόνο περισσότερο ή λιγότερο διαφάνεια στον τρόπο μετάδοσης τους.

Ενσυνειδητότητα

Υπάρχουν πολλοί ορισμοί της ενσυνειδητότητας και ένα ορισμένο επίπεδο διαφωνίας [αλλά δεν θα εστιάσω πολύ σε αυτό το νήμα της ιστορίας], ανάλογα με το πώς γίνεται κατανοητή ή πως παρουσιάζεται σε διαφορετικά πλαίσια ή πώς ορίζεται από διαφορετικούς δασκάλους. Σε ένα άρθρο που διάβασα πρόσφατα η Susanne M. Jone γράφει ότι «Η ενσυνειδητότητα θεωρείται γενικά ως η επικεντρωμένη  προσοχή και επίγνωση των εσωτερικών και εξωτερικών εμπειριών με απαθή και μη επικριτικό τρόπο (Brown & Ryan, 2003).¨ Δηλώνει περαιτέρω ότι η ενσυνειδητότητα αποτελείται από δύο βασικές διαδικασίες: (α) τη ρύθμιση της προσοχής μας στις παρούσες εμπειρίες. και (β) την προσέγγιση αυτών των εμπειριών με περιέργεια και με μη επικριτικούς ή αντιδραστικούς τρόπους, ανεξάρτητα από την ένταση τους και το πόσο επιθυμητές είναι. Κεντρικό στοιχείο της επίγνωσης είναι η προσοχή». Δυτικοί πρωτοπόροι της ενσυνειδητότητας, όπως η Ellen Langer, της οποίας η προσέγγιση δεν είναι διαλογιστική, προτείνει ότι η συμπεριφορά μας είναι απερίσκεπτη τις περισσότερες φορές και για να καλλιεργήσουμε την ενσυνειδητότητα, χρειάζεται απλώς να παρατηρούμε ενεργά νέα πράγματα, να εγκαταλείψουμε προκατασκευασμένες νοοτροπίες και να ενεργήσουμε σύμφωνα με τις νέες παρατηρήσεις. Ο Jon Kabat-Zinn έχει ορίσει τον διαλογισμό ενσυνειδητότητας ως «την επίγνωση που προκύπτει από την συνειδητή προσοχή, στην παρούσα στιγμή και χωρίς κριτική», η οποία «συχνά οδηγεί στην κατανόηση της συνεχώς μεταβαλλόμενης φύσης των αισθήσεων, ακόμη και των πολύ δυσάρεστων, και ως εκ τούτου, την παροδικότητα τους»,  Μια από τις αρχικές συνεργάτριες του, η Peggy B. Gillespie, προτείνει ότι «ενσυνειδητότητα σημαίνει απλώς να δίνεις προσοχή στο παρόν και να επιτρέπεις σε οτιδήποτε υπάρχει να γίνει ορατό και να βιωθεί πλήρως».

Ωστόσο, ένα σημείο που επισημαίνουν πολλοί είναι ότι η ενσυνειδητότητα είναι κάτι περισσότερο από την απλή προσοχή στην παρούσα στιγμή. Όσον αφορά δε τη συχνά τονισμένη «μη επικριτική» πτυχή, νοείται ως έλλειψη αποστροφής, αλλά όχι ως έλλειψη αξιολογικής διάκρισης ή αξιολόγησης και διορατικότητας. Η εκπαίδευση ενσυνειδητότητας, όπως κατανοείται πιο παραδοσιακά, είναι αδιαχώριστη από την ηθική ανάπτυξη. Ο Ron Purser γράφει ότι η καλλιέργεια της «σωστής επίγνωσης» / “right mindfulness” είναι μόνο ένα μέρος μαζί με τη «σωστή» κατανόηση, πρόθεση, ομιλία, δράση, βιοπορισμό, προσπάθεια και συγκέντρωση. Ο Purser προσθέτει ότι «Το αληθινό νόημα της ενσυνειδητότητας είναι μια πράξη ανάμνησης / re-membering,, όχι μόνο από την άποψη της ανάμνησης και της προσεκτικής παρουσίας στην κατάστασή μας, αλλά και της συναρμολόγησης της ζωής μας, συλλογικά.» Και αλλού, γράφει: Ο νεοφιλελεύθερος εαυτός ενθαρρύνεται πάντα να «πηγαίνει λίγο βαθύτερα» στο εσωτερικό, για να φροντίζει καλύτερα τον εαυτό του. Καθώς αυτή η αυτοδιαχείριση περνά στο προσκήνιο, οι συλλογικές ζωές γίνονται λιγότερο σημαντικές…… Οι βουδιστικές διδασκαλίες για την παροδικότητα συχνά επιλέγονται από τους υποστηρικτές της Ενσυνειδητότητας για να γιορτάσουν την αποδοχή της αλλαγής ενόψει της όψιμης καπιταλιστικής ανασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της διαδοχικής ανεργίας…… Επιπλέον, με το βάρος της ευθύνης που ανατίθεται στα άτομα να διαχειρίζονται το σώμα τους, τα συναισθήματα και την υγεία τους, το ιδεολογικό υπόβαθρο της σύγχρονης ενσυνειδητότητας είναι ότι η αλλαγή του κόσμου ξεκινά με την αλλαγή του εαυτού. Και αυτή η αλλαγή θεωρείται κυρίως ως προσωπική επιλογή τρόπου ζωής, παρά ως άμεση ενασχόληση με την κοινωνία και την πολιτική».

Όπως τα περισσότερα πράγματα, η πρακτική της ενσυνειδητότητας μπορεί να έχει τόσο θετικές εφαρμογές και αποτελέσματα όσο και αρνητικά. Η ενσυνείδητη συγκέντρωση είναι ικανότητα και δύναμη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καλούς και λιγότερο υγιείς σκοπούς, κι  επίσης μπορεί να είναι ευεργετική με πολλούς τρόπους. Εν συντομία, μπορεί να αυξήσει την αίσθηση ηρεμίας μας, μπορεί να μειώσει την ανακύκλωση σκέψεων που μπορεί να μειώσει το στρες, το άγχος και βελτιώσει άλλα θέματα. Μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τον πόνο και μπορεί να αυξήσει τη διορατικότητα σχετικά με την προσωπική μας ιστορία, κάτι που με τη σειρά του θα μπορούσε να αυξήσει την δυνατότητα επιλογών ή συνειδητών επιλογών. Ένα άλλο θετικό αποτέλεσμα από την εξάσκηση της επίγνωσης και την όξυνση της προσοχής μας είναι ότι αυξάνει την ικανότητά μας να είμαστε παρόντες και διορατικοί, κάτι που αλλάζει την κατανόησή μας και τις αντιδράσεις μας σε ανθρώπους και γεγονότα. Το να συνειδητοποιήσουμε περισσότερο τις αυτόματες αντιδράσεις μας και τα μοτίβα σκέψης και συμπεριφοράς μπορεί να μας βοηθήσει να αλλάξουμε τον τρόπο ύπαρξης και σχέσης με ανθρώπους και πράγματα.

Ωστόσο, δεν είναι πανάκεια που τα θεραπεύει όλα, τίποτα δεν είναι, ούτε και μπορεί να μειώσει τα δεινά στον κόσμο χωρίς ταυτόχρονες κοινωνικές και περιβαλλοντικές αλλαγές, καθώς και αλλαγές στις συνθήκες ζωής του ατόμου.  Η μείωση του πόνου είναι καλή πρόθεση και στόχος, αλλά εάν πρόκειται να συμβεί πραγματικά, οι άνθρωποι στον κόσμο της ενσυνειδητότητας και του διαλογισμού θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν και να αναγνωρίσουν ότι ο προσωπικός και ο συλλογικός πόνος έχουν επίσης κοινωνικό-πολιτισμικές και οικονομικές αιτίες. Οι κοινωνιολόγοι το ονομάζουν αυτό κοινωνιολογική φαντασία. Χωρίς συστημικές αλλαγές και χωρίς συστήματα που να προστατεύουν τα δικαιώματα και τη διαβίωση των ανθρώπων, και δομές που «φροντίζουν» τους ανθρώπους, η ενσυνειδητότητα χάνει ένα μεγάλο μέρος της ικανότητάς της για καλό. Η διάδοση ιδεών που υποδηλώνουν ότι τα αίτια των προβλημάτων και του πόνου είναι δυσανάλογα μέσα στους ανθρώπους και η παράβλεψη των κοινωνικοπολιτικών, πολιτισμικών και οικονομικών πλαισίων που διαμορφώνουν και καθορίζουν τι μπορούν να κάνουν και πώς ζουν οι άνθρωποι, αδικεί τους ασκούμενους σε αυτές τις πρακτικές, έστω και χωρίς πρόθεση.

Πριν από λίγο καιρό, έγραψα μια ανάρτηση για το πώς το άγχος και η ανθρώπινες δυσκολίες έχουν ιατρικοποιηθεί, εμπορευματοποιηθεί, ιδιωτικοποιηθεί και αποπολιτικοποιηθεί, και πώς η διαχείρισή τους αφήνεται στο άτομο, σαν να υπάρχει σε μια φούσκα ή κυριολεκτικά να επιπλέει στους αιθέρες, σαν να ήταν δυνατόν ποτέ να υπάρχουμε και να λειτουργούμε ως πλήρως αυτόνομα όντα με απεριόριστη αυτοβουλία, αποκομμένοι από το περιβάλλον μας. Στο βιβλίο του Rethinking Meditation, ο David McMahan γράφει: «…επιπλέοντας ελεύθερα πάνω από τις κοινωνικές συνθήκες, φωλιασμένοι σε μια προστατευμένη εσωτερική ακρόπολη, άτρωτοι στις εξωτερικές ενοχλήσεις. Εάν τέτοιες έννοιες πνευματικής ελευθερίας είναι ανεπαρκείς, τότε τι είδους ελευθερία μπορούν να προσφέρουν οι διαλογιστικές πρακτικές; Αν και δεν απορρίπτω εντελώς το μοντέλο της «εσωτερικής ακρόπολης», υποστηρίζω, αντλώντας από ορισμένες φεμινιστικές, ανθρωπολογικές και ψυχολογικές έρευνες, ότι τέτοιες πρακτικές δημιουργούν δυνατότητες για μεγαλύτερη «αυτονομία εντός πλαισίων», μια έννοια που αναγνωρίζει την ενσωμάτωση των ατόμων σε ένα πλέγμα κοινωνικών συνθηκών και μέσα στις οποίες αυτές οι πρακτικές επιτρέπουν την αύξηση της αυτοβουλίας μέσω της αυξημένης συνειδητοποίησης των δυνατοτήτων δράσης». Αναφέρει επίσης πώς αυτές οι πρακτικές μπορούν να αναπτυχθούν στην υπηρεσία της κοινωνικοπολιτικής ελευθερίας και δικαιοσύνης.

Για να επιστρέψω στο άγχος και την δυστυχία, είχα γράψει τότε ότι η τρέχουσα ρητορική της ευτυχίας, της ανθεκτικότητας, της αυτοκυριαρχίας και της ευεξίας και ευημερίας προϋποθέτει ότι όλα αυτά είναι απλώς εσωτερική δουλειά και εκμάθηση δεξιοτήτων. Αλλά αυτό είναι μόνο ένα μέρος της αλήθειας, η ευημερία και η ευτυχία δεν είναι μόνο προϊόντα ατομικής προσπάθειας, αλλά εξαρτώνται επιπλέον από πράγματα όπως είναι: το εισόδημα, η ανεργία, το επίπεδο εκπαίδευσης, τα οικονομικά εμπόδια στην εκπαίδευση για τόσους πολλούς νέους, η καταπίεση, οι μυριάδες υπάρχοντες -ισμοί,  η άδικη μεταχείριση, η ισότητα ή η έλλειψή της,  ο τοξικός ανταγωνισμός μέσα σε τοξικές κουλτούρες, οι σχέσεις, η παραπληροφόρηση ή η έλλειψη πληροφόρησης, η ποιότητα υγειονομικής περίθαλψης και τυχόν εμπόδια στην πρόσβαση υγειονομικής περίθαλψης, οι διαθέσιμοι πόροι και παροχές, το τραύμα, και ούτω καθεξής.

Η ευημερία / ευεξία δεν ήταν ποτέ μόνο «μια προσωπική υπόθεση». Είναι τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική δουλειά, και είναι αλληλένδετες και αλληλεξαρτώμενες διαδικασίες. Αυτή η διάσπαση φαίνεται να είναι μέρος της νεοφιλελεύθερης ιδέας ότι μέσω των τρόπων αυτό-φροντίδας, ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει και να ευδοκιμήσει, και ότι δομές όπως το κράτος πρόνοιας, άλλες τέτοιες προστατευτικές οργανώσεις και άλλες συλλογικές δομές, δεν είναι απαραίτητες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τονίζεται ιδιαίτερα η μη επικριτική πτυχή των πρακτικών διαλογισμού, η οποία σε κάποιο βαθμό είναι απαραίτητη και χρήσιμη για την εκπαίδευση του νου και την όξυνση της εστίασής μας, αλλά ως στάση ζωής μπορεί να μην είναι τόσο χρήσιμη πάντοτε. Η μη καλλιέργεια κριτικής αξιολόγησης και κριτικής ενασχόλησης με τις πολλές «αιτίες του πόνου» και τις ανισορροπίες εξουσίας και τις αδικίες, που υπάρχουν στον κόσμο, μπορεί να οδηγήσει σε μια μορφή ασυνειδησίας και μπορεί να καταλήξει να είναι ένας προγραμματισμός αποδυνάμωσης. Στην πραγματικότητα, η αποδομητική και αναδομητική δύναμη του διαλογισμού θα πρέπει να συζητηθεί ανοιχτά, οι δυνατότητες και οι παγίδες. Ο χώρος της Ενσυνειδητότητας πρέπει να περιλαμβάνει και να επιτρέπει την κριτική σκέψη και τη συζήτηση των πολλαπλών αιτιών του ανθρώπινου πόνου, της αδικίας και των πολλών υποκείμενων λόγων πολιτισμικής τοξικότητας.

Επίσης, η βιβλιογραφία και η παρατήρηση υποδηλώνουν ότι η επίγνωση και η όξυνση της συγκέντρωσης δεν οδηγεί απαραίτητα ή αυτόματα σε καλοσύνη και συμπόνια. Αυτές οι ιδιότητες θα έπρεπε να αποτελούν μέρος των διδασκαλιών για το πώς να καλλιεργηθεί, να αυξηθεί ή να αξιοποιηθεί αυτό που υπάρχει ήδη. Η συμπόνια και η καλοσύνη, προς όλους, δεν είναι αυτονόητη, και υπάρχουν πολλά παραδείγματα έμπειρων ασκουμένων και καταξιωμένων δασκάλων διαχρονικά με δεκαετίες εμπειρίας και πλούτο γνώσεων, που δεν έχουν συμπεριφερθεί με ηθική ή καλοσύνη. Οι προσωπικότητες των ανθρώπων, τα τυφλά σημεία, οι ιδεολογίες, η πίστη στις ομάδες τους, το προσωπικό συμφέρον και οι προσωπικές ατζέντες, δεν θα μετατοπιστούν ούτε είναι σίγουρο ότι θα παραμείνουν αδρανείς μέσω της ενίσχυσης της προσοχής μόνο και μέσω της αύξησης της εσωτερικής διορατικότητας και της γνώσης.

Το να μείνουμε αρκετά με το νου και την εμπειρία μας μπορεί να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε νέα επίγνωση, να αποστασιοποιηθούμε από τις εσωτερικές μας ιστορίες και τη συναισθηματική αναταραχή, να αποκτήσουμε περισσότερη σαφήνεια γύρω από τα κίνητρα, τις επιθυμίες και τις αντιδράσεις μας, κι επίσης, να αποκτήσουμε περισσότερη πρόσβαση στο λιγότερο συνειδητό υλικό  του νου μας και να αποσυναρμολογήσουμε παλιά στρώματα κοινωνικοποίησης και προγραμματισμού. Ωστόσο, είναι μια συνεχής διαδικασία επειδή δεν είναι εύκολο να αποκτήσει κανείς ένα καθαρό, μη επηρεασμένο νου από ψυχολογικές άμυνες, μη επεξεργασμένες μνήμες και πρώιμα τραύματα, βαθιά κίνητρα επιβίωσης, τυφλά σημεία, προσωπικές ατζέντες, κοινωνικοποίηση, πεποιθήσεις, προπαγάνδα από τα μέσα ενημέρωσης και όλες τις πληροφορίες που ερχόμαστε σε επαφή καθημερινά. Έτσι, δεν είναι πάντα αυτονόητο ότι θα προκύψουν συμπονετικές ή καλές προθέσεις από την αύξηση της επίγνωσης και από το χρόνο μας στο μαξιλάρι. Το να μπορούμε να λαμβάνουμε υπόψη το κοινωνικό καλό για όλους, όχι το κοινωνικό καλό που θα μπορούσαμε να οραματιστούμε για τις ομάδες μας ή αυτό που θεωρούμε ότι αξίζουν οι άλλοι, αλλά ένα ευρύτερο κοινωνικό καλό, όπου όλο και περισσότεροι άνθρωποι, πιθανώς πολύ διαφορετικοί από εμάς, έχουν περισσότερες επιλογές, ασφάλεια και ελευθερία, μάλλον απαιτεί μια θαρραλέα αλλαγή αξιών και κοσμοθεωριών.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ένα βασικό θέμα στη βιβλιογραφία είναι η χρήση του διαλογισμού για να κάνει τους ανθρώπους πιο συμμορφωμένους και υπάκουους στην εργασία και σε άλλα πλαίσια. Υπό αυτή την έννοια, αυτές οι πρακτικές αντί να αφυπνίζουν τους ανθρώπους σχετικά με την πραγματικότητα και τις εταιρείες σχετικά με την «θεσμοποιημένη απληστία, κακή θέληση και αυταπάτη» μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κοινωνικοοικονομικό ή / και πολιτικό έλεγχο σε εργασιακά πλαίσια, στην εκπαίδευση και στο στρατό. Ένας τομέας κριτικής είναι και η χρήση της ενσυνειδητότητας στον στρατό. Αυτό δεν είναι ακριβώς νέο. Ένα πολύ γνωστό παράδειγμα είναι αυτό της υποστήριξης του ιαπωνικού μιλιταρισμού κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μεταπολεμική περίοδο από μοναχούς του Ζεν. Το να βοηθήσουμε τους βετεράνους πολέμου, για παράδειγμα, να αντεπεξέλθουν καλύτερα, να είναι ήρεμοι και να αυξήσουν την ικανότητά τους να παραμείνουν προσγειωμένοι στο παρόν είναι πολύ καλό. Ωστόσο, η ενίσχυση της ικανότητας των στρατιωτών να σκοτώνουν πιο αποτελεσματικά θα προκαλούσε ανησυχίες. Τίποτα δεν είναι μη πολιτικό. Ο συνοδευτικός λόγος και η ηθική πρόσδεση αυτών των μεθόδων και εργαλείων είναι αυτό που καθορίζει την ικανότητά τους για καλό, για καλύτερη διαχείριση του status quo ή για κακό. Η χρήση της ενσυνειδητότητας για να ενισχύσει την προσοχή των ανθρώπων, να τους αφυπνίσει για τον τρόπο ζωής τους και τα τραύματά τους και να τους βοηθήσει να αντεπεξέλθουν καλύτερα είναι θετικό πράγμα. αλλά εάν ο στόχος είναι να τους κρατήσει σε «ευδαιμονική άγνοια» σχετικά με αλήθειες γύρω από τις κοινωνικοοικονομικές δυνάμεις και δυναμικές και αιτίες, για παράδειγμα, τότε αυτό δεν θα ήταν ηθικό ή στην υπηρεσία της θετικής αλλαγής και ανάπτυξης για όλους.

Δεδομένου ότι αυτές οι πρακτικές είναι διαθέσιμες σε όλο και περισσότερους ανθρώπους σε μη μοναστικά περιβάλλοντα, πρέπει να συμβάλλουν στην καλλιέργεια περισσότερης αυτοβουλίας, κριτικής σκέψης και ικανότητα συμμετοχής στη ζωή, να συμβάλλουν στην αφύπνιση σε περισσότερη γνώση αυτού του κόσμου και ίσως στην αύξηση της δυνατότητας να επιφέρουμε μεγαλύτερες ή μικρότερες αλλαγές, μη δημιουργώντας έναν πιο άνετο κόσμο για εκείνους που είναι ήδη πολύ άνετοι. Γιατί στο τέλος, ακόμη και η επίγνωση της κοινωνικής δυναμικής και των βαθύτερων αιτιών μπορεί να αυξήσει την δυνατότητα επιλογής και αυτοβουλίας. Για να αποκτήσει κανείς βαθιά γνώση της ατομικής τους εμπειρίας και των αιτιών και των αποτελεσμάτων στη δική του ζωή,  είναι απαραίτητη και η  «εξωτερική επίγνωση» /  “outsight” γιατί μόνο τότε μπορούμε να δούμε την αλληλεξαρτώμενη και αλληλένδετη φύση των πραγμάτων και να ξεμπερδέψουμε αργά τους κόμπους. Διαφορετικά, ορισμένοι κόμποι θα παραμείνουν στη θέση τους, καθώς υπάρχει σχεδόν πάντα μια σύνδεση μεταξύ των προσωπικών μας πόνων και των πλαισίων στα οποία βρισκόμαστε. Κατά κάποιο τρόπο, η έλλειψη ή η καταστολή της διορατικότητας σχετικά με τον εξωτερικό περιβάλλον καθορίζει το εύρος της εσωτερικής διορατικότητας, και πιθανώς το αντίστροφο, επομένως και οι δύο θα πρέπει να καλλιεργούνται.

Μια πρακτική ενσυνειδητότητας θα πρέπει να εστιάζεται τόσο εσωτερικά όσο και προς τα έξω και θα πρέπει να ενισχύει τις ικανότητές μας για κριτική σκέψη και όχι να είναι μια απερίσκεπτη συμμόρφωση. Δεν θα πρέπει να κατευθύνει και να υψώνει εμπόδια μέσα μας επιλεκτικά, αλλά να υποστηρίζει την αφύπνιση μας σε μια ευρύτερη εικόνα, μια επιστροφή στο σώμα και την πραγματικότητα και την κατανόηση ολοένα και περισσότερων στοιχείων της ευρύτερης εικόνας [για παράδειγμα, όχι μόνο να αποκτούμε βαθύτερη επίγνωση το πως συχνά μπορεί να έχουμε σαμποτάρει τον εαυτό μας, αλλά και τους πολυεπίπεδες υποκείμενους αιτίες και τα σχεσιακά πεδία], που περιλαμβάνει τον ενσωματωμένο εαυτό μας στην ευρύτερη οικολογική, οικονομική και κοινωνικό-πολιτισμική πραγματικότητα. Επομένως, η εστίαση στην ηθική και στη σαφήνεια των αξιών θα πρέπει πάντα να είναι μέρος της διαδικασίας όχι μόνο για μαθητές και ασκούμενους, αλλά και για όσους προωθούν τον διαλογισμό (πρακτικές ενσυνειδητότητας). Δεν πρέπει να εμποδίζουν ή να καταστέλλουν τις υγιείς επιθυμίες και τις ανάγκες των ανθρώπων να ενεργούν, να συμμετέχουν και να ζουν καλά στο εδώ και τώρα, ούτε την επιθυμία τους να διαμαρτυρηθούν και να εργαστούν για την κοινωνική αλλαγή.

Επιπλέον, ο διαλογισμός είναι τόσο προσωπική όσο και πολιτισμική πρακτική που δεσμεύεται από το πλαίσιο, πράγμα που σημαίνει ότι το πλαίσιο επηρεάζει και τα αποτελέσματα. Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του, Rethinking Meditation, ο David McMahan, σχετικά με τον ρόλο που παίζει ο πολιτισμός στον διαλογισμό, γράφει: «Ο διαλογισμός είναι στην πραγματικότητα τόσο κοινωνική και πολιτισμική πρακτική όσο και προσωπική. Παρουσιάζω μια εικόνα των  πρακτικών διαλογισμού ως πολιτισμικών πρακτικών που κάνουν ιδιαίτερη δουλειά σε συγκεκριμένα πολιτισμικά πλαίσια αντί να τις βλέπω σύμφωνα με το εξιδανικευμένο μοντέλο της επιστήμης –  [δηλαδή]μια πρακτική απλής παρατήρησης που ανακαλύπτει παγκόσμιες αλήθειες και ελευθερώνει κάποιον να ενεργήσει υπό το φως τους. Πολλές αφηγήσεις σήμερα βλέπουν τον διαλογισμό ως κάτι που έχει απλώς ιδιαίτερες επιδράσεις στο μυαλό, τον εγκέφαλο και το σώμα. Ο διαλογισμός θα σας κάνει πιο χαρούμενους, καλύτερους στη δουλειά σας, πιο ήρεμους, πιο ευγενικούς, πιο κοινωνικά ικανούς. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διάφορες τεχνικές διαλογισμού θα έχουν ιδιαίτερες επιπτώσεις στις νευρολογικές και φυσιολογικές δομές. Εάν χαλαρώσετε τους μύες σας και εστιάσετε στην αναπνοή σας με επιτυχία, η αρτηριακή σας πίεση και τα επίπεδα κορτιζόλης θα μειωθούν, η σεροτονίνη μπορεί να αυξηθεί και μπορεί να αισθανθείτε μια αίσθηση ηρεμίας και ευεξίας. Αλλά το πώς αυτά τα υποτυπώδη φυσιολογικά φαινόμενα επεξεργάζονται μέσα από τις περιπλοκές της σκέψης και των συναισθημάτων είναι βαθιά συνυφασμένο με τις συγκεκριμένες έννοιες, τις προσδοκίες και τις συναισθηματικές κλίσεις που είναι άμεσα διαθέσιμες σε συγκεκριμένα πολιτισμικά πλαίσια. Δεν μπορούν να αναλυθούν στο κενό».

Τέλος και εν συντομία, καθώς κάποιος εξερευνά τη μεγαλύτερη εικόνα, σύντομα παρατηρεί, διαβάζει και ακούει για το κίνημα της ενσυνειδητότητας:

Σε ορισμένες δυτικές χώρες, ο διαλογισμός ενσυνειδητότητας έχει γίνει mainstream και έχει υιοθετηθεί σε ιατρικά, εκπαιδευτικά, εργασιακά, πολιτικά, σωφρονιστικά και στρατιωτικά πλαίσια. Προωθείται ως μέσο που μπορεί να ωφελήσει την υγεία και τη συνολική ευεξία, να μειώσει το άγχος, να αυξήσει την ικανότητα προσοχής, να ενισχύσει τη δημιουργικότητα, την παραγωγικότητα και τη συναισθηματική νοημοσύνη, να αυξήσει την καλοσύνη και τη συμπόνια, να ανακουφίσει τον πόνο και πολλά άλλα. Εν τω μεταξύ, μελετητές, ακαδημαϊκοί, επαγγελματίες, κοινωνιολόγοι, εκπαιδευτικοί και άλλοι, εγείρουν ορισμένα ερωτήματα και σημεία από μια κριτική σκοπιά. Για παράδειγμα, κριτικάρουν το μήνυμα αυτού του κινήματος, το οποίο είναι ότι η βασική υποκείμενη αιτία της δυσαρέσκειας και της αγωνίας των ανθρώπων βρίσκεται κυρίως στο κεφάλι τους, τοποθετώντας τα διάφορα κοινωνικά και άλλα θέματα στο μυαλό μας, διαβρώνοντας την ιδέα μιας δημόσιας σφαίρας.

Υποστηρίζεται ότι η προώθηση αυτού του είδους της ψυχολογοποιημένης και ιδιωτικοποιημένης ενσυνειδητότητας και η παθολογικοποίηση και η ιατρικοποίηση του άγχους είναι πολιτικές. Ακόμη υποστηρίζεται ότι η υπερβολική έμφαση στο παρόν και η «μη επικριτική» επίγνωση μπορεί να απενεργοποιήσει την ηθική νοημοσύνη και την κριτική σκέψη κάποιου, και ότι μια ατομικιστική άποψη της ανθρώπινης δυσφορίας, ο διαχωρισμός των ανθρώπινων προβλημάτων και του ανθρώπινου πόνου  από το περιβάλλον τους, καθώς και η ρητορική ή η φιλοσοφία που κατηγορεί το θύμα αντικατοπτρίζουν μια απόκλιση από την κοινωνική πραγματικότητα. Φαίνεται επίσης να αγνοείται το γεγονός ότι οι βαθιές και εκτεταμένες αλλαγές δεν μπορούν να επέλθουν μόνο μέσω της ελεύθερης αγοράς και της ατομικής ευθύνης και δράσης. Χωρίς να καλλιεργείται «ενόραση και διορατικότητα» / insight and outsight” και χωρίς ένα λόγο που συμπεριλαμβάνει συστημικές αιτίες, αμφισβητεί και επιτρέπει συλλογική δράση και διαμαρτυρία, είναι δύσκολο να εκληφθεί ως ένα κίνημα για ευρείες θετικές κοινωνικές αλλαγές για τους πολλούς.

Στο βιβλίο της, The Mindful Elite: Mobilizing from the Inside Out, η κοινωνιολόγος και ερευνήτρια, Jamie Kucinskas διερευνά πώς χτίζονται τα κινήματα της ελίτ και αποκαλύπτει ποιος βρίσκεται πίσω από το κίνημα της ενσυνειδητότητας και τη μηχανή που κατασκεύασαν για να προωθήσουν την ενσυνειδητότητα στη δημόσια συνείδηση. Βασίζει το βιβλίο της The Mindful Elite  / Η Ενσυνείδητη Ελίτ σε κοινωνικές-επιστημονικές μεθοδολογίες. Εξηγεί τον πολλαπλασιασμό των σύγχρονων πρακτικών ενσυνειδητότητας ως κοινωνικό κίνημα και στη συνέχεια αξιολογεί τον συστημικό αντίκτυπο αυτού του κινήματος. Ερευνά τους οργανισμούς στους οποίους ανήκουν οι ίδιοι οι επαγγελματίες της ενσυνειδητότητας. Η εργασία της βασίζεται σε πάνω από εκατό αφηγήσεις από επιστήμονες, εκπαιδευτικούς, θρησκευτικούς ηγέτες και πλούσιους επιχειρηματίες και δείχνει πώς μια εξαιρετικά επιτυχημένη και εύπορη ομάδα στις ΗΠΑ προσάρμοσε τον διαλογισμό σε ένα ελκυστικό σύνολο στοχαστικών πρακτικών. Αντί όμως να βασίζονται στην αντιπαράθεση και τη διαμαρτυρία για να επιφέρουν κοινωνικό-πολιτιστικές αλλαγές, δημιούργησαν δίκτυα ελίτ και υποστήριξαν τα οφέλη του διαλογισμού σε διάφορα πλαίσια, αλλά αυτό φαίνεται να είχε κάποιες ίσως ακούσιες συνέπειες, ενισχύοντας έτσι προβλήματα που αρχικά φιλοδοξούσε να λύσει.

Μέρος δεύτερο

Σε αυτό το μέρος θα αναφερθώ στα κύρια σημεία που αναλύει η Michal Pagis στο The Sociology of Meditation / Η Κοινωνιολογία του Διαλογισμού σε ένα κεφάλαιο στο βιβλίο Oxford Handbook on Meditation / Εγχειρίδιο Διαλογισμού της Οξφόρδης (2019):

Σε αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου η εστίαση είναι στα ακόλουθα θέματα: η πρακτική του διαλογισμού ως θρησκευτικό και πνευματικό φαινόμενο ενσωματωμένο στον σύγχρονο κόσμο με τα θέματα της ατομικότητας, εκκοσμίκευσης και θρησκευτικού συγκρητισμού. η εκλαΐκευση του διαλογισμού ως κοινωνικού κινήματος σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο. και ο μικρό-κοινωνικός κόσμος της πρακτικής διαλογισμού, με επίκεντρο τις κοινωνικές σχέσεις και τον κοινωνικό εαυτό. Οι μελέτες επικεντρώνονται κυρίως σε αγγλόφωνες χώρες, όπου οι πρακτικές διαλογισμού έχουν εξαπλωθεί περισσότερο.

Michal Pagis explains that unlike psychologists who study meditation practices in terms of well being, sociologists study meditation as a social phenomenon, utilizing the contemporary practice of meditation as a window to larger questions about social life and organization in the contemporary world. She discusses how meditation serves as a new institution and social sphere that tries to balance the “secular” and the “mystical,” and the “being together” and “being alone,” and how, although it embraces rising individualization and secularization, it is also based on collective structures,  groups where people search for experiences that can be categorized as therapeutic, transformative, or mystical,

Sociologists explore the connection between contemporary interest in meditation and the social world, including processes of individualization, secularization and capitalism, as well as the popularization of meditation practices as a social movement, which focuses on processes of social change, the emergence of new social networks in a globalized world, and how these cultural practices are adapted to new contexts and institutions. They also study the shift from these practices being ‘other worldly’ to being ‘this worldly,” and explore the social structures of meditation spaces / institutions, the social relations that it promotes, and how these practices relate to the social self.

Some of the ideas that inform contemporary sociologists’ studies are Weber’s concept of the “disenchantment of the world” and ideas that viewed meditation practices as a salvation strategy practiced in monastic settings that included negation of and flight from this world to reach enlightment. Pagis refers to other concepts that inform sociological studies like Viktor Turner’s idea of how social structure is bracketed in these spaces and people are stripped of their “regular” social identities.

Sociologists focus on questions like: Who, where and with whom do people practice meditation? How do people explain their meditation practice, in other words, the accounts that people give about why they practice? Who are the social agents and networks that advocate for and adapt mediation to new contexts? What is the connection between meditation practice and social relationships?

Pagis refers to the socio-demographic characteristics of people who practice.  Traditionally those who practiced were monks and the religious elite. However, the recent popularization includes lay people, who often are not religiously committed to Eastern religions.

Study data comes from three bodies of literature:

  1. a) Meditation in Buddhist groups in the West. Here there is a differentiation between cradle [mostly] Asian Buddhists, who are more religiously oriented practising in temples, and the mostly white teachers and practitioners. Both groups are characterized by relatively privileged economic and educational status. She refers to Carde’s (2005) findings that suggest that one difference between these groups was that Asian practitioners did not practice to reach nirvana, for this was left to the monks, whereas, white practitioners believed that they could do this midst life family, work, careers, and so on. More recently, Pagis (2019) found that most practitioners were practising meditation in the search of ways to deal with emotional experiences and daily life concerns, stress management, peacefulness and more happiness.  She also found that while relatively “secularized” the teachings of Vipassana meditation in the group she studied, were based on detachment from worldly concerns and achievements, which created tension with surrounding social relations and structures.
  2. b) Groups interested in religious pluralism and syncretism and the integration of Asian mediation practices into Christian and Jewish traditions. Pagis found that these groups were also characterized by relatively privileged economic and educational status. She notes the high interest in meditation in Jews in the USA. Here people identify with their religious tradition, while meditation is considered a universal tool or practice.
  3. c) Mediation as part of a larger popularization and mix of New Age ideas, which have led sociologists and scholars to coin the term “spiritual market”

Pagis claims that sociologists define the spread of meditation practices as a social movement and they study the diffusion and popularization of meditation practices, and the discourses used in books, advertisements and the media, as well as, the spaces, whether that be mediation spaces, solitary practice, educational and health contexts, prisons, or corporations and the army. Researchers and sociologists are interested in the social agents and networks that advocate for and adapt mediation to new contexts and the processes of social change, the mechanism through which these practices enter new institutions and the outcomes. An interesting finding is that leaders of this movement lack a shared collective identity

Research findings suggest that meditation practitioners in the West are relatively privileged, as mentioned above, that Whites are more likely to take up these practices and that while women seem to be the majority of the practitioners, the majority of teachers and leaders are men, with high social status, privileged by prestigious jobs, education, gender and race. In regard to the mechanisms of diffusion, adaptation and popularization, Johnston (1980, cited here) analyzed them and coined the term “marketed social movement.” These practices entered the mainstream based on the ideas of outcomes like stress reduction, self-improvement, rehabilitation, spirituality. Pagis refers to this in more detail through discussing Kucinskas’ findings (2014).

The most successful strategy for the diffusion of meditation practice has been the use of the body-mind therapeutic framework, which challenges the body-mind dualism. There have been critiques, one being diluting mindfulness practices and stripping them of the their moral anchors, as well as, the assimilation and the takeover by institutions, which closes the door for social change (Kucinskas, 2018). Barker (2014) has illustrated how the framing of mindfulness as “healing” leads to an expansion of the definition of “disease” and to a never-ending therapy-disease cycle.  Similarly, a study in the workplace showed how mindfulness in the workplace often reaffirms the dominant managerial perspective regarding profit and productivity.

Sociologists also analyze meditation spaces and how the interactive social order, like silence, for instance, supports the achievement of meditative states.  Pagis (2019) claims that studies of meditation retreats and group setting in various traditions [Zen (Fennell, 2012), Vipassana (Pagis,2010b) and Christian meditation (Mermis-Cava,2007)] reveal the centrality of silence in the production of constructive silence, in contrast to concepts of alienating silence, and what she calls “collective solitude. She further adds that these findings can be extended to solitary meditation practice, which in spite of being practiced in solitude, still depends on an imagined community.

Meditation practices have also attracted the interest of micro sociologists, who are interested in social interactions, relationships and the social self, in this case, in the relation between meditation practice and the social self. Pagis writes that in sociological theory, the dominant model of self and identity is based on G. H. Mead’s (1934) claim that the self is a social construct that emerges through interactions with others. She goes on to say that meditation practices can be analyzed as “bracketing” the normative social structure, providing a space outside of our everyday selves, where practitioners can take a break from the gaze of others and from tensions induced from our daily social interactions. She has coined the notion “embodied self-reflexivity” to capture the process, arguing that previous models of the social self emphasize language as the main channel through which self-awareness arises and neglect the body as a medium through which people turn to in order to gain self-knowledge.

In the conclusion, Pagis writes that the fact that the people who are attracted to this institution are relatively privileged in terms of education, race, and economic status, teaches us about the kind of equilibrium……… that the affluent part of developed-world society is seeking. Future research will tell if meditation crosses boundaries into the less privileged population, and the kind of meditation-related social institutions and circles that will emerge in this process.”

Comments are closed.