ΕΛΠΙΔΑ                                                            (Η μετάφραση ολοκληρώθηκε)

«Ας χρησιμοποιήσουμε το δώρο της ζωής μας για να κάνουμε αυτόν τον κόσμο καλύτερο. Για χάρη των παιδιών μας και των δικών τους. Για χάρη αυτών που αντιμετωπίζουν φτώχεια. Για χάρη των μοναχικών. Και για χάρη των αδελφών μας στον φυσικό κόσμο —τα ζώα, τα φυτά, τα δέντρα. Σας παρακαλώ,  ανταποκριθείτε στην πρόκληση, εμπνεύστε και βοηθήστε τους γύρω σας, παίξτε τον ρόλο σας. Βρείτε τους λόγους της ελπίδας σας κι αφήστε τους να σας καθοδηγήσουν προς τα μπρος»  Jane Goodall

 «Το μεγαλύτερο δώρο που μπορείς να κάνεις είναι να είσαι απόλυτα παρών,  κι όταν ανησυχείς για το αν είσαι ελπιδοφόρος ή απελπισμένος ή απαισιόδοξος ή αισιόδοξος, ποιος νοιάζεται; Το σημαντικό είναι ότι είσαι εδώ κι ότι βρίσκεις όλο και μεγαλύτερη ικανότητα να αγαπάς αυτόν τον κόσμο γιατί δεν θα θεραπευτεί χωρίς αυτό. [Η αγάπη] είναι αυτό που θα απελευθερώσει τη νοημοσύνη και την εφευρετικότητά μας και την αλληλεγγύη μας για την επούλωση του κόσμου μας». Joanna Macy

«Η απελπισία  / έλλειψη ελπίδας είναι το αντίθετο της δικαιοσύνης…» Dan Siegel

Η σημερινή ανάρτηση αφορά την ΕΛΠΙΔΑ – την ελπίδα ιδωμένη από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η πρόθεση μου ήταν να μοιραστώ επίσης έναν πίνακα που δουλεύω αυτό το φθινόπωρο, αλλά δεν είναι ακόμη έτοιμος, οπότε αντ’ αυτού μοιράζομαι μερικά ακόμη σκίτσα με μελάνι που έφτιαξα στο μεταξύ. Θα ήθελα επίσης να μοιραστώ τους συνδέσμους του Μέρους 1 και 2 των Wellbeing podcasts με θέμα τις δέκα βασικές ψυχικές δυνάμεις και ψυχολογικές δεξιότητες όπως είναι: η καλοσύνη, η υπομονή,  η περιέργεια κι η αναζήτηση της αλήθειας, η δυνατότητα αυτορρύθμισης, το θάρρος κι η επιμονή , η χαρά, η ικανότητα  αναδόμησης των γνωστικών στρεβλώσεων ή παλιών  εσφαλμένων αντιλήψεων μας, το χιούμορ, η επαφή με το ατίθασο κομμάτι του εαυτού μας [“the wild spirit”] και η εύρεση νοήματος της ζωής μας – που ο Δρ Rick και ο Forrest Hanson πιστεύουν ότι δεν θα μπορούσαν να ζήσουν χωρίς: https://www.youtube.com/ παρακολουθήστε?v=urVXKWhL  και  https://www.youtube.com/watch?v=wS-4g1DkMTg.

Απόσπασμα από τα συγκεκριμένα podcast:

«Και τότε αρχίζεις να συνειδητοποιείς (ότι)  – όλο αυτό είναι μια αποκριάτικη χοροεσπερίδα. Όλοι, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων που σε τρομάζουν ή πιστεύεις ότι πρέπει να τους ευχαριστήσεις ή να κερδίσεις την έγκρισή τους, σηκώνονται από το κρεβάτι τους γυμνοί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι γυμνοί κάτω από όλα αυτά, και φορούν τις στολές τους, βάζουν το μακιγιάζ τους, φορούν τη φανταχτερή τους κόμμωση και τα αξεσουάρ κεφαλής, αρχίζουν να λένε τα λόγια που τους έχουν δοθεί – τι ηλίθιο παιχνίδι…… Μερικές φορές πρέπει να συμπεριφέρεσαι σαν να το παίρνεις στα σοβαρά, αλλά τις περισσότερες φορές, τι ηλίθιο αστείο…… Το εννοώ σαν θεατρικό έργο, και πώς όλοι έχουμε τους ρόλους μας, τα λόγια μας και τα σενάρια μας…… Και μπορείτε να αρχίσετε να το επεκτείνετε στα πολύ σημαντικά συστήματα. Και όταν σκάψτε μέχρι τον πυρήνα τους, συνειδητοποιείτε ότι δεν ξέρουν όλοι πραγματικά τι συμβαίνει, ίσως κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει».

 

 

 

 

 

 

 

Θα ξεκινήσω με μια προσωπική ιστορία. Πριν από περίπου οκτώ χρόνια συμμετείχα σε ένα πρόγραμμα υποστήριξης ανέργων. Την πρώτη μέρα που έφτασα στο χώρο όπου θα εργαζόμουν τους επόμενους μήνες, το επιτάφιο επίγραμμα του Νίκου Καζαντζάκη ήταν γραμμένο στον λευκό πίνακα με μεγάλα γράμματα και μόνιμο μελάνι. Έγραφε: «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος.” Αναπόφευκτα το αντίκριζα κάθε φορά που έπεφτε το βλέμμα μου στον πίνακα. Έτσι κάθε μέρα το αναλογιζόμουν  σαν Ζεν κόαν. Ο Καζαντζάκης πίστευε ότι πρέπει να αποδεχτούμε τους γνωστικούς μας περιορισμούς όσον αφορά την κατανόηση της πραγματικότητας. να συμφιλιωθούμε με τις δυσκολίες μας όσον αφορά το νόημα της ζωής και να απελευθερωθούμε από την ελπίδα. Ωστόσο, η μετάφραση της συγκεκριμένης φράσης «I hope for nothing  / Δεν ελπίζω τίποτα», που είναι η κυριολεκτική μετάφραση έχει αμφισβητηθεί από μερικούς. Κάποιοι πιστεύουν ότι η φράση «Δεν αναμένω τίποτα» ίσως αποτυπώνει το πνεύμα του Καζαντζάκη καλύτερα. Ο Καζαντζάκης επηρεάστηκε από τις ιδέες του Νίτσε και από τις βουδιστικές διδασκαλίες. Επομένως, μπορεί να αναφερόταν στην εγκατάλειψη των προσδοκιών και επιθυμιών για ιδιαίτερα ευνοϊκά αποτελέσματα και του φόβου και της ανησυχίας για το άγνωστο μέλλον. Μάλλον αναφερόταν στην ανάγκη να είμαστε παρόντες και προσγειωμένοι στην πραγματικότητα και να αποδεχόμαστε  αυτό που υπάρχει στο εδώ και τώρα και όχι στην άρνηση της αισιοδοξίας, της δράσης και της πίστης στην δυνατότητα ή στην αλλαγή. Όπως ο Σωκράτης η αισιοδοξία του ίσως να βασιζόταν στην πραγματικότητα, τη λογική, την καλοσύνη, την ομορφιά και την αλήθεια. Αντί να ασχολούμαστε με απατηλά ελπιδοφόρα σενάρια και παθητικούς ευσεβείς πόθους, πίστευε ότι η γυμνή αλήθεια της ανθρώπινης κατάστασης και της κοινωνίας και η πλήρης αποδοχή της πραγματικότητας ήταν μια πιο γενναία στάση. Ο Καζαντζάκης έγραψε: «Η πίστη που στερείται ελπίδας μου φαινόταν όχι η πιο αληθινή, ίσως, αλλά σίγουρα η πιο γενναία. Θεωρούσα τη μεταφυσική ελπίδα δελεαστικό δόλωμα που οι αληθινοί άντρες δεν καταδέχονται να τσιμπήσουν. Ήθελα ότι ήταν πιο δύσκολο, με άλλα λόγια το πιο άξιο για τον άνθρωπο, τον άνθρωπο που δεν γκρινιάζει, δεν παρακαλεί ή δεν ζητιανεύει».  Είναι αλήθεια ότι η ψεύτικη ελπίδα μπορεί να ενισχύσει την απόγνωση και να μας ακινητοποιήσει κι οι συχνές δόσεις ματαιωμένης ελπίδας μπορούν να οδηγήσουν στην αγωνία και την αποδυνάμωση.

Ενώ αποδεχόμαστε τη δύναμη του έργου του Καζαντζάκη, υπάρχουν πολλές άλλες πτυχές της ελπίδας που μπορούμε να εξερευνήσουμε. Έτσι, σε αυτό το δεύτερο μέρος θα εξερευνήσω αυτήν την πτυχή της ελπίδας που φαίνεται έμφυτη και μέρος των μηχανισμών επιβίωσής μας. Φαίνεται ότι η ικανότητά μας να καλλιεργούμε ελπίδα είναι βαθιά συνυφασμένη με την ικανότητά μας να ανακάμπτουμε από τις αντιξοότητες και τις απώλειες, να επουλώνουμε τραύματα, να αντέχουμε το αφόρητο, να αλλάζουμε και ν’ ανακτούμε την ελεύθερη βούληση μας (agency). Η έλλειψη ελπίδας μπορεί να μας οδηγήσει στην εγκατάλειψη των προσπαθειών μας και μπορεί να μειώσει την ικανότητά μας να επιμείνουμε και να συνεχίσουμε όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Η έλλειψη ελπίδας μπορεί να υπονομεύσει την ικανότητά μας να διακρίνουμε ευκαιρίες και δυνατότητες, αλλά και τις πιθανότητες επιβίωσης μας. Κι αν σκεφτούμε την απελπισία  / έλλειψη ελπίδας σε επίπεδο κοινοτήτων ή κοινωνιών, βλέπουμε ότι όσο ψηλότερα είναι τα επίπεδα απελπισίας και απάθειας μεταξύ των ανθρώπων τόσο μεγαλύτερη είναι η παρουσία της αδικίας και της καταπίεσης. Ο Dan Siegel λέει ότι «η απελπισία / έλλειψη ελπίδας είναι το αντίθετο της δικαιοσύνης». Δημιουργείται ένα είδος φαύλου κύκλου καθώς η απελπισία οδηγεί σε παθητικότητα και αποδυνάμωση που με τη σειρά τους επιτρέπουν την άνοδο της καταπίεσης και της αδικίας, που με τη σειρά τους ενισχύουν το αίσθημα της απελπισίας. Έτσι, η καλλιέργεια της ελπίδας έχει τη δυνατότητα να διαταράξει μια κατάσταση και μπορεί να μας παρακινήσει να αναλάβουμε δράση. Στο νέο τους βιβλίο, The Book of Hope: A Survival Guide for Trying Times (Το Βιβλίο της Ελπίδας: Ένας Οδηγός Επιβίωσης σε Δύσκολους Καιρούς), η Jane Goodall και ο Doug Abrams γράφουν: «Η ελπίδα συχνά παρεξηγείται. Οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν ότι πρόκειται απλώς για παθητικό ευσεβή πόθο: Ελπίζω ότι κάτι θα συμβεί, αλλά δεν πρόκειται να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Αυτό είναι πράγματι το αντίθετο της πραγματικής ελπίδας, που απαιτεί δράση και δέσμευση…»

Παρομοίως η Joanna Macy μιλά για Ενεργή Ελπίδα σε σχέση με την περιβαλλοντική και κλιματική κρίση.  Συνοψίζει την έννοια αυτής της ελπίδας στο παρακάτω απόσπασμα:

Η ενεργή ελπίδα δεν είναι ευσεβής πόθος.  / Όταν έχουμε ενεργή ελπίδα δεν περιμένουμε κάποιον σωτήρα. / Η ενεργή ελπίδα επιτρέπει την αφύπνιση μας στην ομορφιά της ζωής για λογαριασμό της οποίας μπορούμε να δράσουμε. / Ανήκουμε σε αυτόν τον κόσμο. / Ο ιστός της ζωής μας καλεί αυτή τη στιγμή. / Έχουμε διανύσει πολύ δρόμο και είμαστε εδώ για να παίξουμε τον ρόλο μας. / Με την ενεργή ελπίδα  συνειδητοποιούμε ότι μας περιμένουν περιπέτειες,  /  ανακάλυψη δυνατοτήτων και σύντροφοι για να ενώσουμε τις δυνάμεις μας. / Η Ενεργή Ελπίδα είναι η ετοιμότητα να ανακαλύψουμε τη δύναμη μας και την δύναμη των άλλων / η ετοιμότητα να ανακαλύψουμε τους λόγους που ελπίζουμε και αφορμές γι’ αγάπη. / Η ετοιμότητα να ανακαλύψουμε το μέγεθος και την δύναμη της καρδιάς μας, / την γρηγοράδα του μυαλού μας, την σταθερότητα του σκοπού μας, / τη δική μας εξουσία, την αγάπη μας για τη ζωή, / τη ζωντάνια της περιέργειάς μας, / το ανυποψίαστο βαθύ πηγάδι της υπομονής και της επιμέλειας μας, / την οξύτητα των αισθήσεών μας και την ικανότητά μας να ηγούμαστε. / Τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να ανακαλυφθεί σε μια πολυθρόνα ή χωρίς ρίσκο».

Η Jane Goodall κατανοεί την ελπίδα όχι τόσο ως συναίσθημα, αλλά ως στρατηγική επιβίωσης, έναν έμφυτο μηχανισμό επιβίωσης.  Ο Chan Hellman, ο οποίος έχει διεξάγει έρευνα σχετικά με την ελπίδα, επίσης πιστεύει ότι η ελπίδα δεν είναι συναίσθημα, αλλά τρόπος σκέψης και με αυτή την έννοια μπορεί να καλλιεργηθεί και να διδαχθεί ακόμη και σε πολύ μικρά παιδιά. Ο Goodall λέει: «Στην πραγματικότητα, είναι ένα χαρακτηριστικό επιβίωσης…… Είναι ένα χαρακτηριστικό ανθρώπινης επιβίωσης και χωρίς αυτό θα εξαφανιστούμε». Λέει ότι η ελπίδα μας δίνει τη δυνατότητα να συνεχίσουμε παρ’ όλες τις αντιξοότητες, αλλά απαιτεί επίσης δράση μαζί με την επιθυμία μας, όταν αυτό είναι δυνατόν, γιατί υπάρχουν και περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατόν να αναλάβουμε δράση. Δίνει ένα παράδειγμα στο βιβλίο της: «Αν είσαι σ’ ένα κελί σε μια φυλακή όπου σε έχουν ρίξει χωρίς λόγο, δεν μπορείς να αναλάβεις δράση, αλλά μπορείς να ελπίζεις ότι θα βγεις από εκεί.  Επικοινωνώ με μια ομάδα οικολόγων που έχουν δικαστεί και καταδικαστεί σε μεγάλες ποινές επειδή έστησαν κάμερες παγίδες για να καταγράψουν την παρουσία της άγριας ζωής. Ζουν με την ελπίδα ότι θα απελευθερωθούν μέσω των πράξεων των άλλων, αλλά δεν μπορούν στην πραγματικότητα να αναλάβουν δράση οι ίδιοι». Ο Anthony Ray Hinton, ένας άντρας που κατηγορήθηκε άδικα για φόνο και καταδικάστηκε σε τρεις δεκαετίες άδικης φυλάκισης, λέει ότι καλλιέργησε την ελπίδα μέσω του οραματισμού. Η φαντασία του επέτρεπε να ξεφεύγει από το περιβάλλον του και τον βοήθησε να υπομείνει το αφόρητο. Ονόμασε την ελπίδα του δανεική ελπίδα. Σε σχέση με φαινομενικά απελπιστικές καταστάσεις, ο Doug Abrams αναφέρει τα λόγια της επιζήσας ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης, Edith Eger, η οποία λέει ότι «οι άνθρωποι που αναρωτιούνται πώς μπορεί κανείς να έχει ελπίδα σε φαινομενικά απελπιστικές καταστάσεις, όπως ένα στρατόπεδο θανάτου, μπερδεύουν την ελπίδα με τον ιδεαλισμό. Ο ιδεαλισμός περιμένει ότι όλα θα είναι δίκαια ή εύκολα ή καλά……. ο ιδεαλισμός είναι ένας αμυντικός μηχανισμός που μοιάζει με την άρνηση ή την αυταπάτη. Η ελπίδα…… δεν αρνείται το κακό, αλλά είναι μια απάντηση σε αυτό».

Η έρευνα για την ελπίδα διαπίστωσε ότι η ελπίδα είναι πολύ διαφορετική από την επιθυμία ή τη φαντασίωση κι ότι είναι ένας από τους πιο σημαντικούς προγνωστικούς παράγοντες της ικανότητάς μας να ευδοκιμούμε ή να πετύχουμε. Η ελπίδα οδηγεί στη μελλοντική επιτυχία με τρόπο που δεν το κάνει η απλή επιθυμία. Ενώ και οι δύο περιλαμβάνουν σκέψη για το μέλλον με πλούσιες εικόνες, μόνο η ελπίδα πυροδοτεί τη δράση που κατευθύνεται προς τον επιθυμητό στόχο. Στο βιβλίο γίνεται αναφορά σε μία μετά-ανάλυση περισσότερων από εκατό μελετών σχετικές με την ελπίδα όπου έχει διαπιστωθεί ότι η ελπίδα οδηγεί σε 12% αύξηση της ακαδημαϊκής επίδοσης, 14% αύξηση των αποτελεσμάτων στο χώρο εργασίας και 14%  αύξηση της ευτυχίας. Η επιστήμη της ελπίδας έχει εντοπίσει τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για μια πιο μόνιμη αίσθηση ελπίδας. Πρώτα πρέπει να έχουμε ρεαλιστικούς στόχους και ρεαλιστικές προσδιορισμένες στρατηγικές  (pathways or identified strategies) για την επίτευξή τους. Χρειαζόμαστε επίσης πίστη και εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και την κοινωνική υποστήριξη που θα μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε τις αντιξοότητες στην πορεία. Ο Doug Abrams πιστεύει ότι «Η ελπίδα είναι ένα κοινωνικό δώρο, που γαλουχείται και συντηρείται από τους γύρω μας. Καθένας από εμάς έχει έναν ιστό ελπίδας που μας υποστηρίζει, μας ενθαρρύνει και μας ανυψώνει σε όλη μας τη ζωή». Τέλος χρειαζόμαστε βούληση (agency). Στα Wellbeing podcasts στα οποία αναφέρθηκα  παραπάνω, η βούληση απαιτεί να έχουμε εσωτερική πηγή ελέγχου και την αίσθηση ότι είμαστε αιτία παρά αποτέλεσμα (an inner locus of control, and also, having the sense of being a cause rather than an effect). Να είμαστε ενεργητικοί παρά παθητικοί, να παίρνουμε πρωτοβουλίες και να κατευθύνουμε τη ζωή μας αντί να μας παρασέρνει το ρεύμα. Επίσης, η ελεύθερη βούληση είναι κεντρικής σημασίας, καθώς χωρίς αυτήν, δεν μπορούμε να κινητοποιήσουμε τις απαραίτητες ψυχικές δυνάμεις για να αντεπεξέλθουμε. Το τραύμα και οι αντιξοότητες μπορούν να μας στερήσουν και τη δύναμη και τη θέληση, επειδή όταν είμαστε σε κατάσταση επιβίωσης (έντονου στρες) επηρεάζει το είδος των στόχων που θέτουμε. Ο Chan Hellman υποστηρίζει ότι όταν είμαστε αγχωμένοι ή φοβισμένοι τείνουμε να έχουμε βραχυπρόθεσμους, αποφευκτικούς στόχους, παρά στόχους που οδηγούν σε επιτεύγματα. Δυσκολευόμαστε επίσης να βρούμε μονοπάτια / στρατηγικές και υποστήριξη για να ξεπεράσουμε φραγμούς κι εμπόδια. Το τραύμα και οι αντιξοότητες στη ζωή εξαντλούν κυριολεκτικά την ελεύθερη βούληση μας. Ο Hellman ισχυρίζεται ότι η απώλεια της ελπίδας είναι μια διαδικασία, που περιλαμβάνει θυμό, απόγνωση και τελικά απάθεια. Στερούμαστε ελπίδας μόνο όταν βιώνουμε απάθεια, γιατί ακόμη και κατά τη διάρκεια της απόγνωσης εξακολουθούμε να έχουμε πνευματική δύναμη και βούληση, αλλά οι δρόμοι είναι κλειστοί. Επίσης, συχνά η ελπίδα και η απελπισία είναι ενεργές στη διαδικασία αλλαγής και λειτουργούν σε διαλεκτική σχέση.

Επιπλέον, η ελπίδα ποικίλλει κατά τη διάρκεια της ζωής μας, και όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μπορεί να καλλιεργηθεί ανεξάρτητα από το αν είμαστε πιο αισιόδοξοι ή πιο απαισιόδοξοι από την ιδιοσυγκρασία μας. Η Jane Goodall λέει: «Από όλα όσα έχω διαβάσει, υπάρχουν ενδείξεις ότι μια αισιόδοξη προσωπικότητα μπορεί να είναι εν μέρει αποτέλεσμα γενετικής κληρονομικότητας, αλλά αυτό μπορεί σίγουρα να παραγκωνιστεί από περιβαλλοντικούς παράγοντες – ακριβώς όπως όσοι γεννιούνται χωρίς γενετική τάση προς την αισιοδοξία μπορούν να αναπτύξουν μια πιο αισιόδοξη και αυτοδύναμη προοπτική. Σίγουρα υποδεικνύει τη σημασία του περιβάλλοντος και της πρώιμης εκπαίδευσης ενός παιδιού. Ένα υποστηρικτικό οικογενειακό υπόβαθρο μπορεί να έχει σημαντική επίδραση — Ξέρω ότι ήμουν πραγματικά τυχερή με το δικό μου, ειδικά με τη μητέρα μου».

Στο βιβλίο, η Jane Goodall κι ο Abram Douglas συζητούν επίσης την ικανότητά μας για το καλό και το κακό, με άλλα λόγια, τις εγγενείς ικανότητές μας να επιδεικνύουμε καλοσύνη και σκληρότητα, γενναιοδωρία και εγωισμό, τρυφερότητα και επιθετικότητα, που έπρεπε να αναπτύξουμε για να επιβιώσουμε. Σε διαφορετικά περιβάλλοντα και υπό διαφορετικές συνθήκες. Ότι καλλιεργούμε και ενθαρρύνουμε κερδίζει. Η Jane Goodall λέει ότι ως άνθρωποι έχουμε την ικανότητα και για τα δύο και ότι «Οι άνθρωποι είναι απίστευτα προσαρμοστικοί και θα κάνουν ότι απαιτείται για να επιβιώσουν στο περιβάλλον τους. Το περιβάλλον που θα δημιουργήσουμε θα καθορίσει τι θα επικρατήσει. Με άλλα λόγια, αυτό που καλλιεργούμε και ενθαρρύνουμε κερδίζει…. Εάν ζούμε σε μια κοινωνία με λογικό βιοτικό επίπεδο και κάποιο βαθμό κοινωνικής δικαιοσύνης, οι γενναιόδωρες και ειρηνικές πτυχές της φύσης μας είναι πιθανό να επικρατήσουν. ενώ σε μια κοινωνία φυλετικών διακρίσεων και οικονομικής αδικίας, η βία θα ευδοκιμήσει….. Κατά τη διάρκεια των δύο εκατομμυρίων ετών που ήμασταν άνθρωποι, νομίζω ότι γινόμαστε ολοένα και πιο συμπονετικοί και ικανοί να φροντίζουμε τους άλλους. Και παρόλο που υπάρχει πολλή σκληρότητα και αδικία παντού, υπάρχει γενική συμφωνία ότι αυτές οι συμπεριφορές είναι λανθασμένες. Και περισσότεροι άνθρωποι καταλαβαίνουν τι συμβαίνει χάρη στα μέσα ενημέρωσης. Και τελικά, πιστεύω ειλικρινά ότι ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων είναι βασικά αξιοπρεπείς και καλοί».

Ένα άλλο σημαντικό ερώτημα που διερευνάται στο βιβλίο  είναι πώς θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την εκπληκτική ανθρώπινη διάνοιά μας με σύνεση σε αυτό το σημείο της ιστορίας;

Η απάντηση της Goodall είναι: «Πρέπει να ενωθούμε και να λύσουμε αυτές τις υπαρξιακές απειλές για τη ζωή στη Γη. Και για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τέσσερις μεγάλες προκλήσεις….. Πρώτον, πρέπει να ανακουφίσουμε τη φτώχεια. Εάν ζει κανείς σε ακρωτηριαστική φτώχεια, θα κόψει και το τελευταίο δέντρο για να καλλιεργήσει τροφή. Ή θα ψαρέψει το τελευταίο ψάρι επειδή θέλει απεγνωσμένα να ταΐσει την οικογένειά του. Σε μια αστική περιοχή θα αγοράσει το φθηνότερο φαγητό — δεν έχει την πολυτέλεια να επιλέξει ένα προϊόν που παράγεται πιο ηθικά…. Δεύτερον, πρέπει να περιορίσουμε τον μη βιώσιμο τρόπο ζωής των πολύ εύπορων. Ας το παραδεχτούμε, τόσοι πολλοί άνθρωποι έχουν πολύ περισσότερα πράγματα από όσα χρειάζονται ή πραγματικά θέλουν…. Τρίτον, πρέπει να εξαλείψουμε τη διαφθορά, γιατί χωρίς χρηστή διακυβέρνηση και έντιμη ηγεσία, δεν μπορούμε να συνεργαστούμε για να λύσουμε τις τεράστιες κοινωνικές και περιβαλλοντικές μας προκλήσεις….. Και τέλος, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που προκαλούνται από τους αυξανόμενους πληθυσμούς των ανθρώπων και των ζώων τους. Είμαστε πάνω από επτά δισεκατομμύρια σήμερα, και ήδη, σε πολλά μέρη, έχουμε εξαντλήσει τους πεπερασμένους φυσικούς πόρους της φύσης πιο γρήγορα από ότι η φύση μπορεί να τους αναπληρώσει. Και μέχρι το 2050 προφανώς θα πλησιάζουμε τα δέκα δισεκατομμύρια. Αν συνεχίσουμε ως συνήθως, αυτό σημαίνει το τέλος της ζωής στη Γη όπως την ξέρουμε… ας χρησιμοποιήσουμε την ανθρώπινη διάνοιά μας — μαζί με την καλή κοινή λογική — για να τα λύσουμε. Και, όπως είπα νωρίτερα, αρχίζουμε να σημειώνουμε πρόοδο. Φυσικά, μεγάλο μέρος της επίθεσής μας στη Μητέρα Φύση δεν είναι στην πραγματικότητα λόγω έλλειψη ευφυΐας, αλλά λόγω έλλειψης συμπόνιας για τις μελλοντικές γενιές και την υγεία του πλανήτη: καθαρή εγωιστική απληστία για βραχυπρόθεσμα οφέλη για την αύξηση του πλούτου και της δύναμης κάποιων ατόμων, εταιρειών και κυβερνήσεων. Τα υπόλοιπα οφείλονται σε απερισκεψία, φτώχεια κι έλλειψη εκπαίδευσης. Με άλλα λόγια, φαίνεται να υπάρχει μια αποσύνδεση μεταξύ του έξυπνου εγκεφάλου μας και της συμπονετικής καρδιάς μας. Η αληθινή σοφία απαιτεί να σκεφτόμαστε με το κεφάλι μας και να κατανοούμε με την καρδιά μας».

Θα τελειώσω αυτήν την κάπως  μακροσκελή ανάρτηση με ένα απόσπασμα από ένα ενδιαφέρον βιβλίο με συναρπαστικές πληροφορίες που διαβάζω αυτή τη στιγμή: The Social Instinct /  Το Κοινωνικό Ένστικτο της Nichola Raihani, Βρετανίδας ψυχολόγου και Καθηγήτριας της Εξέλιξης και Συμπεριφοράς στο University College του Λονδίνου. Χρησιμοποιεί την εξελικτική προσέγγιση για να διερευνήσει κοινωνικές συμπεριφορές, όπως η εξέλιξη της συνεργασίας στους ανθρώπους και σε άλλα είδη.

«Δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί τι επιφυλάσσει το μέλλον για εμάς και τους άλλους κατοίκους αυτού του πλανήτη. πώς μπορεί να μοιάζει η ζωή για τα δικά μας παιδιά και για αυτά που θα ακολουθήσουν. Νομίζω ότι έχουμε δίκιο να ανησυχούμε, να κηρύσσουμε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και να απαιτούμε δράση. Αλλά δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα μας. Σε αντίθεση με οποιοδήποτε άλλο είδος στη Γη, έχουμε την ικανότητα να βρούμε τον δρόμο μας και να βγούμε από  κοινωνικά διλήμματα. Δεν είμαστε απλώς καταδικασμένοι με τα παιχνίδια που μας δίνει η φύση: μπορούμε να αλλάξουμε τους κανόνες. Υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα της εφευρετικότητας μας σε αυτό το βασίλειο. Είτε αναφερόμαστε σε κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες που αποφασίζουν πώς να μοιραστούν το κρέας, είτε σε παιδιά που αποφασίζουν να μοιραστούν ένα παιχνίδι, είτε σε πολίτες εθνικών κρατών που διαλέγουν ένα σύστημα ψηφοφορίας για την εκλογή πολιτικών εκπροσώπων στην εξουσία, η δημιουργία και η αλλαγή κανόνων είναι το μέσο με το οποίο πετύχαμε την ευθυγράμμιση των συμφερόντων των ατόμων, επιτρέποντάς τους να συνεργάζονται για την παραγωγή μεγαλύτερων δημόσιων αγαθών. Για να έχουμε ελπίδα αντιμετώπισης των παγκόσμιων προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις ικανότητες για να δημιουργήσουμε αποτελεσματικούς θεσμούς – κανόνες, συμφωνίες και κίνητρα – που ευνοούν τη συνεργασία και τη μακροπρόθεσμη άποψη έναντι του ατομικού συμφέροντος και της βραχυπρόθεσμης προσέγγισης. Μπορούμε να προβλέψουμε καλύτερες λύσεις, μπορούμε να οραματιστούμε φωτεινότερους κόσμους και μπορούμε να σχεδιάσουμε τους κανόνες των κοινωνιών μας έτσι ώστε οι άνθρωποι να έχουν κίνητρα για συνεργασία. Ο παγκόσμιος ανθρώπινος πληθυσμός σήμερα ανέρχεται σε σχεδόν 8 δισεκατομμύρια άτομα, ένα εξαιρετικό επίτευγμα για ένα είδος που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας «αναγνωρισμένος απόγονος ενός πιθήκου».  Για αυτό, μπορούμε να ευχαριστήσουμε το κοινωνικό μας ένστικτο – την προσπάθεια μας να βοηθούμε τη στενή οικογένεια, τους φίλους μας κι αγαπημένα πρόσωπα. Η συνεργασία είναι αναμφίβολα το βασικό συστατικό της επιτυχίας μας. Αλλά η τεράστια παρουσία κι επίδρασή μας στον πλανήτη απαιτεί τώρα να υπερβούμε το ένστικτο και να συνεργαστούμε με διαφορετικούς, λιγότερο φυσικούς τρόπους. Είναι εύκολο –τις περισσότερες φορές– να συνεργαστούμε με τους συγγενείς μας ή μέσα σε καθιερωμένες σχέσεις, αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο να εμπιστευτούμε άτομα που δεν γνωρίζουμε – και μπορεί να μην συναντήσουμε ποτέ. Δυστυχώς, η λύση των παγκόσμιων προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε τώρα απαιτεί να κάνουμε ακριβώς αυτό. Έχουμε αναμφίβολα την ικανότητα, την τεχνολογία και την τεχνογνωσία να ανταποκριθούμε σε αυτές τις προκλήσεις. Όμως, οι ιστορίες κοινωνικής κατάρρευσης στην ιστορία μας προειδοποιούν κατά του εφησυχασμού: η αποτυχία είναι μια ρεαλιστική προοπτική. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχει κάποιο θεϊκό σχέδιο για το είδος μας και κανένα προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Έχουμε ακόμα μια ευκαιρία να το κάνουμε σωστά, αλλά δεν θα έχουμε άλλη ευκαιρία. Υπάρχει μια σχεδόν παραμυθένια ιδιότητα στον ρόλο της συνεργασίας στην ανθρώπινη ιστορία. Αν χρησιμοποιηθεί καλά θα αποδώσει πλούτη, αλλά σε λάθος χέρια ή με λάθος τρόπους, θα φέρει την καταστροφή. Η συνεργασία μας οδήγησε ως εδώ στο ταξίδι μας, αλλά αν δεν βρούμε τρόπους να γίνουμε καλύτεροι σε αυτήν – για να την κλιμακώσουμε στο επίπεδο των παγκόσμιων προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε – κινδυνεύουμε να γίνουμε θύματα της επιτυχίας μας. Το αν αυτό το παραμύθι θα έχει αίσιο τέλος εξαρτάται από εμάς».

Περισσότερα για την ελπίδα και την Jane Goodall στην ανάρτηση της 25ης Οκτωβρίου

Comments are closed.