Η διαδικασία της θλίψης / του πένθους ….. και η απώλεια αδελφών

Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί – 4 Ιουλίου

Χαρακτικό της Βάσω Κατράκη

«Η θλίψη που βιώνουμε είναι στην πραγματικότητα ένα αντίδοτο στο τραύμα – μια υγιής διέξοδος για αυτό που νιώθουμε. Ενώ το τραύμα μας αφήνει καθηλωμένους στη λύπη μας, η θλίψη μειώνεται και τελικά μας επιτρέπει να αξιοποιήσουμε μια έμφυτη αίσθηση δράσης / βούλησης». Gabor Maté, γιατρός και συγγραφέας

«….Η εμπειρία της γνήσιας θλίψης μας προστατεύει από το τραύμα. «Θα σωθούμε σ’ έναν ωκεανό από δάκρυα», όπως είπε με οξυδέρκεια ο Καναδός ψυχολόγος Gordon Neufeld». Gabor Maté, MD

«…μόνο τα αδέλφια και οι αδεlφές μας γνωρίζουν το μονοπάτι της επιστροφής σε αυτόν τον αρχικό δρόμο, όπου μαζί ξεκινήσαμε την Οδύσσεια μας».  T.J.Wray

«Πιστεύω ότι ο σκοπός μας είναι να κάνουμε ερωτήσεις. είμαστε φτιαγμένοι από τη φύση μας να αναζητούμε την αλήθεια. Η ανάγκη να κάνουμε δύσκολες ερωτήσεις και η απαίτηση για απαντήσεις, μπορεί να γίνει η κινητήρια δύναμη πίσω από το ταξίδι της θλίψης μας». T.J.Wray

«Δεν μπορούμε να ζούμε μόνο για τον εαυτό μας. Χίλιες ίνες μας συνδέουν με τους συνανθρώπους μας». Herman Melville / Χέρμαν Μέλβιλ

«Ένα καλό κίνητρο είναι αυτό που χρειάζεται: συμπόνοια χωρίς δογματισμό, χωρίς περίπλοκη φιλοσοφία. απλώς κατανοώντας ότι οι άλλοι είναι ανθρώπινα αδέρφια και αδελφές σεβόμενοι τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αξιοπρέπειά τους. Το ότι εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο είναι μια από τις μοναδικές ανθρώπινες ικανότητές μας…».  Δαλάι Λάμα

Η σημερινή ανάρτηση αφορά τη διαδικασία του πένθους (grief process) και σχετίζεται με υο βιβλίο της T.J. Wray: Surviving the Death of a Sibling, που γράφτηκε το 2009 – ένα βιβλίο που βρήκα καθώς έψαχνα για υλικό σχετικά με το πένθος. Αυτό που ανακάλυψα διαβάζοντας το βιβλίο της Wray, αλλά και μέσω της περαιτέρω αναζήτησης υλικού, είναι ότι η σημασία της απώλειας των ενήλικων αδελφών είτε έχει αγνοηθεί, είτε έχει θεωρηθεί ασήμαντη. H Wray γράφει: «Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι μετά από περισσότερα από πενήντα χρόνια προβληματισμού σχετικά με την ψυχολογία του πένθους, δεν έχει δοθεί σχεδόν καμία προσοχή στην απώλεια ενηλίκων αδελφών». Λόγω αυτής της έλλειψης υλικού ένιωσε την ανάγκη να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους που έχασαν αδέλφια, να δημιουργήσει έναν ιστότοπο, να κάνει έρευνα με πενθούντα ενήλικα αδέρφια και να γράψει αυτό το βιβλίο.

Στην εισαγωγή η Wray γράφει: «Τη χρονιά που πέθανε ο αδερφός μου, ξέχασα πώς να αναπνέω. Συχνά με έπιανε απροειδοποίητη, αυτό το τρομερό συναίσθημα ότι πνιγόμουν — στη δουλειά, στο σπίτι, μερικές φορές το βράδυ, καθώς προσπαθούσα να κοιμηθώ. Σαν να είχα πάρει μιαν ανάσα αλλά απλά είχα ξεχάσει πώς να εκπνέω….. Τη χρονιά που πέθανε ο αδερφός μου, ξέχασα πώς να αναπνέω και κανείς δεν το πρόσεξε». Στη συνέχεια περιγράφει ότι μέσα σε λίγες μέρες από τον θάνατο του αδερφού της έμαθε ότι ανεξάρτητα από το πόσο παράλυτη από τη θλίψη και τον πόνο μπορεί να ένιωθε, η κοινωνία δεν αναγνωρίζει τον θάνατο ενός ενήλικου αδελφού ή αδελφής ως μεγάλη απώλεια. Ανακάλυψε επίσης ότι δεν υπήρχε τίποτα γραμμένο από τους ειδικούς της θλίψης / πένθους για να βοηθήσει τα επιζώντα αδέλφια να αντιμετωπίσουν μια τόσο δύσκολη απώλεια. Οι μόνες πληροφορίες σχετικά με την απώλεια αδερφών που μπόρεσε να αποκαλύψει ήταν προσανατολισμένες σχεδόν αποκλειστικά στην απώλεια αδελφών στην παιδική ηλικία. Η ίδια θέτει το ερώτημα: «Αναμένεται ξαφνικά να σταματήσουμε να νοιαζόμαστε για τα αδέρφια μας μόλις ενηλικιωθούμε;»

Καθώς συνάντησε αμέτρητες περιπτώσεις ανεπεξέργαστης θλίψης / πένθους μεταξύ άλλων επιζώντων αδερφών, συνειδητοποίησε ότι το πένθος των ενήλικων αδελφών είναι αυτό που οι ψυχολόγοι αποκαλούν μια απαξιωμένη απώλεια / disenfranchised loss που με απλά λόγια σημαίνει ότι η κοινωνία αποτυγχάνει να ταξινομήσει αυτό το πένθος ως σημαντική απώλεια. Η Wray γράφει ότι σε μια κοινωνία, όπως οι ΗΠΑ, ή και σε άλλες δυτικές κοινωνίες, που δεν ενθαρρύνουν πάντα το υγιές πένθος, τα αδέλφια που επιζούν είναι οι ξεχασμένοι πενθούντες / πενθούσες. Ωστόσο, γράφει «… πρέπει να αμφισβητήσουμε την αποτελεσματικότητα αυτής της στάσης. Πιστεύω ακράδαντα ότι «αγνοώντας τον πόνο» ώστε να φύγει ή ο «χειρισμός του» οδηγεί μόνο σε καταπιεσμένη θλίψη, που φέρνει κάθε είδους πρόσθετα προβλήματα, συμπεριλαμβανομένης της κατάθλιψης και της αδυναμίας αντιμετώπισης μελλοντικών απωλειών». Δημιουργεί ένα σωρευτικό αποτέλεσμα, καθώς με κάθε νέα απώλεια, επανεξετάζουμε τις προηγούμενες απώλειες, και αν έχουμε απλώς επανειλημμένα  καταπιέσει τα συναισθήματά μας, αυτό μπορεί να περιπλέξει τα πράγματα. Γράφει για το πώς σε άλλους πολιτισμούς μπορεί να υπάρχει περισσότερος χώρος για πένθος και μας λέει για μια κηδεία ισπανόφωνων στην οποία παρευρέθηκε, όπου τα μέλη της οικογένειας θρηνούσαν ανοιχτά, έκλαιγαν κι οδύρονταν…

Μέσα από το δικό της ταξίδι πένθους και από τις εμπειρίες των πολλών ατόμων με τα οποία μίλησε κατάλαβε ότι παρόλο που τα ενήλικα αδέλφια που επιζούν μοιράζονται πολλές από τις αντιδράσεις θλίψης που σχετίζονται με άλλα είδη απώλειας, υπάρχουν κάποιες σημαντικές διαφορές που έχουν τις ρίζες τους στη χαρακτηριστική φύση μιας σχέσης. η οποία, σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη σχέση, ξεκινά από την παιδική ηλικία και ελπίζουμε ότι θα συνεχιστεί μέχρι τα βαθιά γεράματα. Η Wray αναλύει την αδελφική σχέση, η οποία όπως γνωρίζουμε οι περισσότεροι από εμάς που έχουμε αδέρφια, είναι μια πολύπλοκη σχέση. Αναφέρει ότι η σχέση μπορεί να είναι ένα μείγμα στοργής και αμφιθυμίας, συντροφικότητας και ανταγωνισμού, κι επίσης, εκτός από τους γονείς μας, τα αδέλφια μας ήταν δίπλα μας από την αρχή, αλλά σε αντίθεση με τους γονείς μας, τα αδέλφια μας είναι οι άνθρωποι που υποθέτουμε ότι θα αποτελούν μέρος της ζωής μας για το υπόλοιπο της ζωής μας, κι ότι η απώλεια ενός αδελφού / μιας αδελφής, μπορεί επίσης να σημαίνει ότι χάνετε ένα κομμάτι του εαυτού μας, ένα κομμάτι αυτής της ειδικής σύνδεσης με το παρελθόν. Συγκεκριμένα γράφει: «Η αλήθεια για τις αδελφικές σχέσεις είναι ότι ανεξάρτητα από το πόσο χρονών είμαστε, πόσο πολύ μπορεί να έχουμε αλλάξει, πόσο μακριά μπορεί να περιπλανιόμαστε ή πόσο σπάνια μπορεί να επικοινωνούμε, είμαστε για πάντα συνδεδεμένοι. Αυτή είναι μια άρρητη αλήθεια που ζει στην καρδιά κάθε αδελφής και αδελφού».

Δικό μου σχέδιο με μελάνι

Η Wray έχει επίγνωση της αρχικής δουλειάς της Kübler-Ross, και πολλών άλλων που έχουν παρουσιάσει τα δικά τους μοντέλα σε μια προσπάθεια να περιγράψουν την περίπλοκη διαδικασία του πένθους, και του ότι άλλοι ψυχολόγοι θεωρητικοί απορρίπτουν τη χρήση σταδίων ή μοντέλων για να περιγράψουν μιαν έντονα ατομική διαδικασία. Αναφέρει τον συγγραφέα της θλίψης και πένθους, Earl Grollman, ο οποίος πιστεύει ότι το ταξίδι  πένθους του κάθε ατόμου είναι τόσο μοναδικό όσο ένα δακτυλικό αποτύπωμα ή μια νιφάδα χιονιού. Προσθέτει ωστόσο ότι «ακόμα και εκείνοι οι θεωρητικοί που απορρίπτουν τη χρήση μοντέλων στην περιγραφή του πένθους συνήθως καταλήγουν να συνδυάζουν πολλές από τις καθολικές αντιδράσεις στην απώλεια σε ουσιαστικά μη δομημένα μοντέλα». Γράφει ότι «Συμφωνώ ολόψυχα με την έννοια του πένθους ως ατομικής διαδικασίας και κατανοώ ότι είναι μια φυσιολογική, υγιής αντίδραση στον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου (και, στις περισσότερες περιπτώσεις, όχι παθολογική), έχω καταλήξει να πιστεύω ότι τα μοντέλα, σε πολύ περιορισμένο βαθμό, μπορεί να είναι χρήσιμα. Τα μοντέλα, τουλάχιστον, παρέχουν ένα πλαίσιο που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη θλίψη / το πένθος ως διαδικασία. Στην πραγματικότητα, όταν αρχικά άρχισα να συλλέγω πληροφορίες από επιζώντα αδέρφια, χρησιμοποίησα ένα ερωτηματολόγιο δώδεκα σελίδων που βασίστηκε στο καλά οριοθετημένο μοντέλο της Kübler-Ross. Γιατί; Η απάντηση είναι περισσότερο πρακτική παρά θεωρητική».

Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στο αρχικό σοκ.  Αισθήματα μουδιάσματος, παράλυσης, σύγχυσης ή αποπροσανατολισμού είναι φυσιολογικές αντιδράσεις πένθους. Περιγράφει την δική της αρχική αντίδραση: «Το αρχικό σοκ και το μούδιασμα που νιώθω γρήγορα δίνει τη θέση της σε μια συντριπτική αίσθηση δυσπιστίας και στην ανατριχιαστική, απόκοσμη αίσθηση ότι δεν είμαι πλέον περιορισμένη στο σώμα μου. Είναι σαν να βλέπω τα πάντα να συμβαίνουν σε κάποιον που μου μοιάζει αλλά που δεν μπορεί να είναι εγώ». Διευκρινίζει επίσης ότι η αρχική μας αντίδραση σε απώλεια ή τραγωδία δεν είναι καθολική, τουλάχιστον όσον αφορά την σειρά (σύμφωνα με τα μοντέλα του πένθους). Για παράδειγμα, η αδελφή της μπόρεσε να νιώσει τα συναισθήματά της και να κλάψει. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συμβάλλουν στο πως θα αντιδράσουμε, όπως οι διαφορές προσωπικότητας, το πού βρισκόμασταν όταν λάβαμε τα νέα, η φύση της σχέσης, αν ο θάνατος ήταν αναμενόμενος ή ξαφνικός, η αιτία του θανάτου, καθώς και το νόημα που αποδίδουμε στο θάνατο και το πένθος γιατί οι συμπεριφορές πένθους μαθαίνονται και σχετίζονται άμεσα με την κοσμοθεωρία του κάθε ατόμου. Για παράδειγμα, η θρησκεία μας ή η έλλειψή αυτής, η κουλτούρα μας, οι προηγούμενες απώλειές μας, το φύλο μας μπορούν όλα να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνουμε την είδηση και τις επακόλουθες αντιδράσεις μας.

Σημειώνει επίσης ότι η πρώιμη θλίψη είναι βασικά μια σπλαχνική / σωματική αντίδραση και είναι σύνηθες για τα επιζώντα αδέλφια να εμφανίζουν σωματικά συμπτώματα. Κάποιος μπορεί να βιώσει μια ποικιλία σωματικών συμπτωμάτων όπως τρέμουλο, αίσθημα σαν να πρόκειται να λιποθυμήσουμε, ναυτία ή πιο σοβαρές στομαχικές διαταραχές. Λέει ότι ορισμένα επιζώντα αδέλφια εμφανίζουν δύσπνοια, ζάλη, γενική αδυναμία, ακόμη και ανικανότητα να μιλήσουν, και ότι άλλα μπορεί να παραπονιούνται για πόνο στο στήθος ή καρδιακή προσβολή, ενώ μερικά φοβούνται ότι θα πεθάνουν. Η Wray κάνει διάκριση μεταξύ αναμενόμενου και ξαφνικού θανάτου και γράφει ότι το να μάθεις ότι ο αδλρφός η αδελφή σου πάσχει από μια θανατηφόρα πάθηση φέρνει ένα μοναδικό είδος σοκ — «στην πραγματικότητα, κάτι σαν διπλό χτύπημα. Με άλλα λόγια, μπορεί να καταλήξει κανείς να θρηνήσει για τον αδελφό ή την αδελφή του δύο φορές: πρώτα όταν γίνει αποδεκτή η πραγματικότητα της πρόγνωσης και μετά πάλι μετά το θάνατο του αδελφού / ης». Επίσης, εάν κάποιος για οποιονδήποτε λόγο δεν του δοθεί η ευκαιρία να είναι τον ετοιμοθάνατο αδελφό ή αδελφή, τότε είναι πιθανό να βιώσει το πένθος πολύ πιο δύσκολα όταν μάθει για το θάνατο.

Τέλος, για την αντιμετώπιση του πρώιμου σταδίου της θλίψης, η Wray προτείνει την αυτό-φροντίδα που μπορεί να είναι απλά η διασφάλιση ότι δεν είμαστε αφυδατωμένοι και νηστικοί και να φροντίζουμε να κοιμόμαστε λίγο ακόμα και με λίγο ύπνο κατά τη διάρκεια της ημέρας. Συμβουλεύει επίσης ότι είναι σημαντικό να δώσουμε στον εαυτό μας την άδεια να νιώσουμε οτιδήποτε χρειάζεται να νιώσουμε. Γράφει: «Αυτό μπορεί να φαίνεται απατηλά εύκολο. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ότι ζούμε σε μια κουλτούρα που αρνείται τον θάνατο και τη θλίψη». Προτείνει επίσης να εντοπίσουμε τουλάχιστον ένα άτομο με το οποίο νιώθουμε ασφάλεια και άνεση στο να μοιραστούμε τα συναισθήματά μας και να ζητήσουμε από αυτό το άτομο να είναι ο / η σύντροφός μας στη θλίψη / grief partner . Αυτό το άτομο μπορεί επίσης να μας υποστηρίξει αν αναγκαστούμε να ασχοληθούμε με πρακτικά ζητήματα που σχετίζονται με την απώλεια ενός αδελφού / ης. Εάν πάλι αισθανόμαστε ότι δεν έχουμε υποστήριξη στο να μοιραστούμε τα συναισθήματά μας, μπορεί να είναι χρήσιμο να απευθυνθούμε σε έναν θεραπευτή πένθους. Η τήρηση ενός προσωπικού ημερολογίου πένθους ή ενός οικογενειακού ημερολογίου ή και των δύο, που είναι ένα είδος κοινόχρηστου ημερολογίου, μπορεί επίσης να βοηθήσει τη διαδικασία, ειδικά εάν οι οικογένειες δυσκολεύονται να μιλήσουν για συναισθήματα κι ακόμη να μας προειδοποιήσει για την πιθανότητα κατάθλιψης. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να αναφέρω ότι κάθε κεφάλαιο περιέχει πολλά εργαλεία και  projects για την υποστήριξη της όλης διαδικασίας πένθους όπως: αυτό-φροντίδα, κοινοτική υποστήριξη και θεραπεία, εύρεση σκοπού μέσω μιας δράσης, αφήγηση ιστοριών, τήρηση ημερολογίων πένθους και δημιουργία λευκωμάτων ή οικογενειακών βιβλίων, βίντεο μνημόσυνα ή παπλώματα και ούτω καθεξής, τα οποία δεν έχω αναλύσει σε αυτήν την ανάρτηση λόγω χώρου.

Η άρνηση είναι συχνά ένα άλλο στάδιο της διαδικασίας του πένθους. Στο κεφάλαιο το σχετικό με την άρνηση, η Wray γράφει: «Αυτό που δεν γνωρίζουν τα παιδιά μου είναι το εξής: Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ημέρας, ανάμεσα στο μούδιασμα και τα δάκρυα, έκλεισα μια πόρτα. Είναι σχεδόν σαν η ψυχή μου να κοίταξε επιφυλακτικά τον μακρύ, σκοτεινό διάδρομο που βρισκόταν μπροστά μου και αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερα για μένα να μην πάω εκεί. Ακούγοντας τις σιωπηλές προειδοποιήσεις από μέσα, υποχώρησα στον κόσμο της άρνησης. Η άρνηση, για μένα, δεν είναι μια συνειδητή επιλογή, αλλά περισσότερο μια αυτόματη αντίδραση. Δεν είμαι ακόμα έτοιμη να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα του να ζω σε έναν κόσμο χωρίς τον αδερφό μου, αναζητώ καταφύγιο στην οικειότητα της κουζίνας μου…. Σε κάποιο επίπεδο, φυσικά, ξέρω ότι κρύβομαι πίσω από τις φούστες της άρνησης, αλλά καταστέλλω κάθε ανάλυση της συμπεριφοράς μου και απλώς επιτρέπω στον εαυτό μου να απορροφηθεί στις στοιχειώδεις εργασίες του κοσκινίσματος, της μέτρησης και της ανάμειξης. Αυτή η προσωρινή απόδραση στην κουζίνα μου για να ψήσω μπισκότα και μικρά κέικ είναι ένα παράδειγμα αυτού που αποκαλώ δραστηριότητα εκτροπής / απόσπασης προσοχής / diversionary activity …», που όπως υποδηλώνει το όνομα είναι μια σύντομη απόσπαση της προσοχής από την ένταση της θλίψης και ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της άρνησης.

Προτείνει ότι αυτή η προσωρινή ανάπαυλα από το πένθος είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, ευεργετική. Γράφει ότι είτε πρόκειται για ψήσιμο, πρόωρη επιστροφή στη δουλειά ή τρέξιμο, οι δραστηριότητες που μας αποσπούν την προσοχή προσφέρουν ένα ευπρόσδεκτο διάλειμμα από την ένταση της θλίψης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το να βιώνουμε την άρνηση δεν είναι κάτι τρομερό ή παθολογικό, αλλά απλά ο τρόπος με τον οποίο το μυαλό μας λειτουργεί προκειμένου να περιορίσει τον τρομερό αντίκτυπο του θανάτου του αδελφού ή της αδελφής μας αρχικά. Η Wray γράφει ότι εμφανίζεται σε πλήρη ισχύ όταν το χρειαζόμαστε περισσότερο, απαλύνοντας το χτύπημα της θλίψης και βοηθώντας μας να αντιμετωπίσουμε το αίσθημα απελπισίας, φαίνεται να μετατρέπεται από μια ενστικτώδη, ασυνείδητη αντίδραση σε ένα είδος συνειδητού εργαλείου, κι επίσης, συναισθήματα άρνησης που σχετίζονται με το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου εξυπηρετούν κι άλλους σημαντικούς συναισθηματικούς σκοπούς. Αναφέρεται επίσης στη διαπραγμάτευση, την οποία η Elisabeth Kübler-Ross και άλλοι αντιλήφθηκαν ως μέρος του ευρύτερου φάσματος του σοκ, και η οποία είναι συνδεδεμένη με το στάδιο της άρνησης. Καθώς φτάνει στο τέλος το κεφάλαιο το σχετικό με την άρνηση, η Wray γράφει: «Αισθάνομαι την ασφάλεια της άρνησης να λιώνει αργά, να αποσύρει το προστατευτικό της χέρι και να με σπρώχνει προς την κατεύθυνση του σκοτεινού διαδρόμου που απέφευγα. Αρκετές μέρες αργότερα, ανοίγω την πόρτα και ξεκινώ να προχωράω σ’ αυτόν τον τρομερό σκοτεινό διάδρομο, μόνη και χωρίς φακό».

Η Wray συζητά επίσης τον ρόλο της κοινότητας ως πλαίσιο στήριξης / communities as holding containers. Περιγράφει πώς στο παρελθόν οι κοινότητες βασίζονταν σε καθιερωμένα τελετουργικά και εξωτερικά σύμβολα πένθους για να καθοδηγήσουν απαλά τους πενθούντες στη διαδικασία του πένθους. Και παρόλο που οι άνθρωποι δεν μιλούσαν για την  θλίψη ή το πένθος ως διαδικασία και δεν αναφέρονταν στα στάδια του πένθους, καταλάβαιναν ότι απαιτεί χρόνο. Γράφει: «Η οικογένεια και οι φίλοι συγκεντρώνονταν γύρω από τους πενθούντες και τους βοήθησαν να μάθουν να ζουν σε έναν κόσμο χωρίς τον αγαπημένο τους. Οι πενθούντες ένιωθαν παρηγοριά από γνωστά τελετουργικά και σύμβολα πένθους που τους μιλούσαν σιωπηλά και τους ψιθύριζαν: δεν είσαι μόνος / η». Προτείνει την αποκατάσταση εξωτερικών σημάτων ή συμβόλων επειδή παρέχουν μια απαλή υπενθύμιση και καλούν τους ανθρώπους να βοηθήσουν και να αφήσουν χώρο για τη διαδικασία του πένθους. Για παράδειγμα, στο παρελθόν, όταν πέθαινε κάποιος στη γειτονιά, η οικογένεια του αποθανόντος κρεμούσε ένα στεφάνι με χρωματιστές κορδέλες στην πόρτα ή κάλυπταν το κούφωμα της πόρτας με μαύρο κορδόνι. Οι άνθρωποι στην κοινότητά τους κατανοούσαν και σέβονταν τέτοια εξωτερικά σύμβολα και ανταποκρίνονταν με συλλυπητήρια, λουλούδια, δώρα φαγητού και λόγια παρηγοριάς.

Η Wray αναφέρει επίσης σε πενθούντες που φορούν μαύρα, σε ορισμένους πολιτισμούς για μια ζωή, όπως στην περίπτωση των χήρων στο παρελθόν. Προσωπικά, πιστεύω ότι τα έθιμα και τελετουργικά είναι πολύτιμα στο να διευκολύνουν τους πενθούντων στο ταξίδι της θλίψης, με την προϋπόθεση ότι δεν γίνονται άκαμπτες κοινωνικές εντολές. Η μητέρα μου μας έλεγε ότι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της νιότης της φορώντας μαύρα για τους γονείς της. Στη συνέχεια, όταν ένα από τα αδέρφια της πέθανε, επέλεξε να φορέσει μαύρα για αρκετό καιρό, επειδή η θλίψη της ήταν έντονη λόγω του ότι ο θάνατός του ήταν πρόωρος, ο δεσμός τους ήταν ισχυρός, βρισκόταν έναν ωκεανό μακριά όταν πέθανε, κι επίσης, μάλλον ένιωθε νοσταλγία και καταπονημένη. Όντας το έβδομο παιδί από οκτώ παιδιά, βίωσε τελικά τον θάνατο όλων των μεγαλύτερων αδερφών της, αλλά εγκατέλειψε το έθιμο να φοράει μαύρα κι ευχήθηκε στα δικά της παιδιά να μην φορέσουν μαύρα γιατί πίστευε ότι η παρατεταμένη χρήση πένθιμων ενδυμάτων ενισχύει τη θλίψη και γίνεται μια συνεχής υπενθύμιση…. Σε τελική ανάλυση, οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να κινούνται μέσα στον πόνο και την νοσταλγία και σε όλη τη διαδικασία του πένθους με τον τρόπο που τους ταιριάζει, σε υποστηρικτικά και μη επικριτικά περιβάλλοντα.

Στο τρίτο κεφάλαιο η Wray συζητά τις αντιδράσεις των άλλων και μας προειδοποιεί να μην περιμένουμε ότι οι άλλοι πάντοτε θα  κατανοούν το βάθος της απώλειας μας. Μερικοί άνθρωποι θα στερούνται ενσυναίσθηση και κατανόηση. Ένας επιζών αδελφός λέει: «Η θλίψη είναι εξαιρετικά μοναχική και πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να φανταστούν τον πόνο που προκαλεί η απελπισμένη θλίψη». Μέσα από τη δική της εμπειρία και έρευνα διαπίστωσε ότι μερικές φορές τα άτομα που μας προσεγγίζουν και μας βοηθούν περισσότερο είναι άτομα που συνήθως δεν αναγνωρίζουμε ως μέρος του στενού κύκλου φίλων και της οικογένειάς μας. Μερικοί από τους παράγοντες που συμβάλλουν στην έλλειψη κατανόησης και υποστήριξης που λαμβάνουν τα επιζώντα αδέλφια από άλλους είναι το γεγονός ότι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ζούμε σε μια κουλτούρα όπου ο θάνατος ενός ενήλικου αδελφού / αδελφής, σε αντίθεση με την απώλεια ενός γονέα, ενός παιδιού, ή συζύγου, δεν θεωρείται γενικά ως σημαντική απώλεια, κι επίσης (η κουλτούρα) είναι κάπως «ανίκανη» όταν πρόκειται για συλλυπητήρια και άλλα ζητήματα που σχετίζονται με τη θλίψη και συχνά αυτό που προσφέρεται είναι απορριπτικά ή ελαχιστοποιητικά συλλυπητήρια / dismissive or minimizing condolences. Η Wray αναφέρει συμπεριφορές που πρέπει να αποφεύγονται όπως: ο εξορθολογισμός, η ελαχιστοποίηση της θλίψης κάποιου ή η σύγκριση απωλειών και ορισμένες παρατηρήσεις και κλισέ που μπορούν να πληγώσουν το άτομο που πενθεί όπως: «Όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο», «Βρίσκεται σε καλύτερο μέρος», «Ο Θεός ποτέ δεν μας δίνει κάτι περισσότερο από όσο μπορούμε να αντέξουμε», κλπ.

Αργά ή γρήγορα η άρνηση θα ραγίσει και η οριστικότητα του θανάτου θα  βιωθεί. Η Wray γράφει ότι «Καθώς το σοκ και η άρνηση που αρχικά συντροφεύουν / καθοδηγούν τα περισσότερα επιζώντα αδέλφια στις πρώτες δύσκολες μέρες κι εβδομάδες αρχίζουν να ξεθωριάζουν, η τρομερή οριστικότητα του θανάτου γίνεται αντιληπτή…. Τώρα καταλαβαίνω το νόημα της έκφρασης grief stricken  / χτυπημένος / η από την θλίψη. αποτυπώνει με ακρίβεια την πραγματικότητα της γροθιάς στο στομάχι που βιώνω. Η θλίψη είναι μεγαλύτερη από εμένα τώρα. παραμονεύει σε κάθε γωνιά, σαν νταής / bully, που περιμένει να χτυπήσει». Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πολλοί άνθρωποι συχνά αναζητούν φυσική και συναισθηματική μοναξιά και ποιοτικό χρόνο μόνοι, μια αυτό-επιβαλλόμενη απομόνωση. Η Wray προτείνει ιδέες για το πώς να βρούμε τον χρόνο να είμαστε μόνοι, πως να δημιουργήσουμε και πώς να εξατομικεύσουμε έναν συγκεκριμένο χώρο πένθους για όσο διάστημα είναι απαραίτητο και πώς να διαπραγματευτούμε αυτό τον χρόνο με την οικογένεια και τα μικρά παιδιά. Περιγράφει τις δικές της καθημερινές επισκέψεις στην ακτή όπου τρέχει και νιώθει συνδεδεμένη με τον αδερφό της ίσως επειδή αυτός αγαπούσε τη θάλασσα και ζούσε πάντα δίπλα στη θάλασσα ή ίσως όπως σημειώνει επειδή μπορεί να υπάρχει μια αρχέγονη δύναμη, βαθιά μέσα μας που μας τραβάει στο θάλασσα, ή ίσως στη φύση γενικότερα. Περιγράφει τη συναισθηματική μοναξιά ως την επιθυμία απλά να σκύψουμε μέσα μας και να αρχίσουμε να συμβιβαζόμαστε με την απώλειά μας. Αυτό συνήθως περιλαμβάνει τη μακρά διαδικασία του επαναπροσανατολισμού, την περίοδο κατά την οποία κάποιος αρχίζει να μαθαίνει πώς να προσαρμόζεται στη ζωή χωρίς τον αδελφό ή την αδελφή μας, που ήταν κομμάτι της ταυτότητάς μας, μέρος αυτού που είμαστε από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας. Κόπωση και αισθήματα αποσύνδεσης επίσης βιώνονται από πολλά επιζώντα αδέλφια, που πιθανότατα είναι αποτέλεσμα της τραυματικής εμπειρίας που έχουν βιώσει.

Η Wray περιγράφει επίσης μια συμπεριφορά αναζήτησης που βιώνουν τα περισσότερα αδέλφια που πενθούν και μάλλον όλοι όσοι πενθούν. Κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης η συγγραφέας βιώνει μια βαθιά λαχτάρα να δει τον αδελφό της. Αρχίζει επίσης να τον «βλέπει» παντού. Γράφει: «Όσο ασυνήθιστο κι αν φαίνεται, η συμπεριφορά αναζήτησης κι ακόμη και οι ψευδείς θεάσεις είναι αρκετά συνηθισμένες αντιδράσεις θλίψης. Ο ψυχολόγος John Bowlby κατανοούσε τόσο τη λαχτάρα όσο και την αναζήτηση ως μορφές συμπεριφοράς προσκόλλησης. Αν και το έργο του Bowlby εστιάζει κυρίως στις σχέσεις γονέα-παιδιού, η θεωρία του δεσμού έχει πολύ νόημα όσον αφορά τα αδέλφια, λαμβάνοντας υπόψη τη μακροζωία και την πολυπλοκότητα του αδελφικού δεσμού». Έτσι, παρόλο που διανοητικά γνωρίζει ότι κανένας από αυτούς που του μοιάζουν δεν είναι πραγματικά o αδερφός της, ωστόσο, συλλογίζεται τους λόγους αυτών των ψευδό-θεάσεων.

Η Wray εξερευνά και άλλα συναισθήματα, όπως ο θυμός που βιώνουν τα επιζώντα αδέλφια, που μπορεί να πάρει πολλές μορφές και που είναι μέρος της διαδικασίας του πένθους. Μερικοί αισθάνονται θυμό /οργή για την ασθένεια ή το ατύχημα που κόστισε τη ζωή των αδελφών τους, κάποιοι μπορεί να αισθάνονται θυμό για τον αποθανόντα / την αποθανούσα επειδή πέθανε, ειδικά εάν ο θάνατος μπορούσε να προληφθεί ή είναι αποτέλεσμα κακών επιλογών κι ανεπαρκούς φροντίδας του εαυτού, άλλοι είναι θυμωμένοι με τους γιατρούς ή το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, τον Θεό που επέτρεψε να συμβεί ένα τόσο τρομερό πράγμα ή την κοινωνική ομάδα που δεν ανταποκρίνεται και που δεν αναγνωρίζει το βάθος της θλίψης και φυσικά ο θυμός συχνά στρέφεται στον ίδιο τον εαυτό μας. Συχνά τα αδέλφια αισθάνονται υπεύθυνα επειδή δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τον θάνατο ή να προστατέψουν έναν αδελφό /ή, ειδικά αν ήταν μικρότερος / η. Η Wray γράφει; «Με τον ίδιο τρόπο που οι γονείς μας νιώθουν την ανάγκη να μας προστατέψουν, εμείς τα αδέλφια συχνά αισθανόμαστε ότι είναι δική μας ευθύνη να προστατεύσουμε τα αδέλφια μας, ιδιαίτερα αν είμαστε μεγαλύτεροι. Θυμήθηκα ότι όταν η μικρότερη αδελφή μου ξεκίνησε για πρώτη φορά το σχολείο, ανησυχούσα τόσο για την ευημερία της που προσπαθούσα να φεύγω πρώτη από την τάξη μόλις χτυπούσε το κουδούνι για το μεσημεριανό διάλειμμα για να μπορέσω να την προλάβω καθώς έβγαινε από την τάξη της για να την δω διακριτικά, και αν τύχαινε να έχω χαρτζιλίκι πάνω μου, τη ρωτούσα αν το χρειαζόταν για να αγοράσει κάτι πριν πάρω κάτι για μένα. Τα επιζώντα αδέλφια συχνά αντιδρούν παρόμοια με τους πενθούντες γονείς τους με την ένταση της ενοχής και του θυμού που μπορεί να αισθάνονται για αυτό που αντιλαμβάνονται ως αποτυχία τους να προστατεύσουν τα αδέλφια τους». Και οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι τα αδέλφια και οι αδελφές μας δεν πρέπει να πεθάνουν μέχρι να έχουμε την ευκαιρία να γεράσουμε μαζί. είναι η φυσική τάξη της ζωής, και όπως προσθέτει η Wray η απώλεια ενός αδελφού /ης καταστρέφει την ψευδαίσθηση της μονιμότητας με πιο βαθύ τρόπο από ότι οι  περισσότεροι άλλοι θάνατοι.

Αν και η οργή είναι μια φυσική και υγιής αντίδραση σε σχέση με την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, και μερικές φορές μπορεί πραγματικά να χρησιμεύσει για να ενεργοποιήσει κάποιον προς μια θετική κατεύθυνση, εάν καταπιεστεί ή κατευθυνθεί λάθος μπορεί να γίνει αυτοκαταστροφική ή να οδηγήσει σε κατάθλιψη. Όπως συμβαίνει συχνά, ο θυμός συνδυάζεται με άλλα δύσκολα συναισθήματα και καταστάσεις όπως: η ενοχή, η λύπη, ο φόβος και η κατάθλιψη. Η Wray γράφει: παρακολούθησε τον εαυτό της να επιστρέφει σε μια νοοτροπία πέντε ετών, φοβισμένη και ανήσυχη για την ευημερία των αγαπημένων της προσώπων. Επίσης λύπη και ενοχή συνήθως ταλαιπωρούν τα αδέλφια που πενθούν καθώς αναλογίζονται τι θα έπρεπε, τι θα μπορούσαν ή θα είχαν κάνει, αν το ξέρανε. Έπειτα, υπάρχουν οι αποσκευές ενοχής από την παιδική μας ηλικία, τα εφηβικά χρόνια, τα νεαρά ενήλικα χρόνια και, τέλος, η ενοχή του επιζώντος, που είναι συναισθήματα ενοχής ή λύπης  απλά επειδή είμαστε ζωντανοί. Όσον αφορά την κατάθλιψη, προτείνει ότι ένα ερώτημα που πρέπει να αναρωτηθούμε και να εξερευνήσουμε είναι εάν υπάρχει διαφορά μεταξύ της κλινικής κατάθλιψης και της κατάθλιψης που σχετίζεται με το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να λάβει κανείς υπόψη είναι ο αριθμός των προηγούμενων απωλειών που έχει υποστεί και το πώς αυτή η υπολειπόμενη και μη επεξεργασμένη θλίψη μπορεί να δημιουργεί μεγαλύτερο βάρος. Η Wray μας υπενθυμίζει επίσης ότι παρόλο που αυτές οι αντιδράσεις που σχετίζονται με την κατάθλιψη μπορεί να ταξινομηθούν ως φυσιολογικές αντιδράσεις στην απώλεια, πρέπει να παρακολουθούνται με μεγάλη προσοχή γιατί είναι αρκετά συνηθισμένο να ξεκινάμε με φυσιολογική κατάθλιψη πένθους και μετά να κλιμακώνεται σε πιο σοβαρή μορφή. Είναι επίσης σημαντικό να ερευνήσουμε και να αναζητήσουμε βοήθεια, επειδή πολλοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν το πένθος και την κατάθλιψη που μπορεί να το συνοδεύει με καταστροφικούς τρόπους, οι οποίοι μπορεί να ποικίλλουν από παραμέληση του εαυτού έως τη χρήση αλκοόλ, ναρκωτικών και τροφής ως τρόπους αντιμετώπισης του πόνου.

Στο βιβλίο υπάρχει ένα κεφάλαιο σχετικό με τα όνειρα. Η Wray ισχυρίζεται ότι πολύ λίγη κλινική έρευνα έχει γίνει στον τομέα των ονείρων που σχετίζονται με τη θλίψη / το πένθος, κι όμως πάρα πολλά επιζώντα αδέλφια έχουν εφιάλτες και παράλληλα έχουν βρει παρηγοριά σε αυτά τα όνειρα. Ξεκινά με το πώς η στέρηση ύπνου, που συχνά βιώνεται κατά τη διαδικασία του πένθους, μπορεί μεταξύ άλλων να διακόψει τη διαδικασία του να ονειρευόμαστε. Γράφει: «Αυτό όμως που με ενοχλεί περισσότερο στο ότι δεν κοιμάμαι δεν είναι η επίμονη κούραση ή η μοναξιά της νύχτας. Αυτό που με ενοχλεί περισσότερο είναι η αδυναμία μου να ονειρεύομαι». Περιλαμβάνει αφηγήσεις των ονείρων άλλων επιζώντων αδελφών και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος δεν κόβει τον δεσμό ζωής που έχουμε μοιραστεί με τα αδέλφια μας κι ότι τα όνειρά μας μπορούν να απαλύνουν την ένταση της θλίψης, βοηθώντας μας απαλά να αποδεχτούμε και να ενσωματώσουμε την απώλεια μας στη ζωή μας. Προτείνει να καταγράφουμε τα όνειρά μας και να εξερευνούμε το περιεχόμενό τους ως μέρος της διαδικασίας του πένθους και της αφομοίωσης της εμπειρίας και ως έναν τρόπο κατανόησης των πτυχών του πένθους που μπορεί να μας εμποδίζουν να προχωρήσουμε.

Η Wray είναι θεολόγος και καθηγήτρια θρησκευτικών σπουδών, επομένως το κεφάλαιο για την πίστη, τη θρησκεία και την πνευματικότητα είναι σε κάποιο βαθμό ενημερωμένο / επηρεασμένο από αυτό. Συζητά πώς όπως και άλλες εμπειρίες βαθιάς απώλειας, ο θάνατος ενός αδελφού ή αδελφής μπορεί να ξεκινήσει μια διαδικασία αφύπνισης. Μπορεί να βυθίσει κάποιον σε ένα είδος «σκοτεινής νύχτας», σε μια περίοδο ενδοσκοπικών κύκλων αμφισβήτησης πεποιθήσεων και ιδεών, ένα είδος ταξιδιού και μια διαδικασία προσαρμογής στις αλλαγές της ταυτότητάς μας. Η αμφισβήτηση και η αναζήτησή της αλήθειας είναι επίσης μέρος του πένθους και της διαδικασίας δημιουργίας νοήματος. Γράφει: «Ο θάνατος του αδερφού μου με έκανε να αμφισβητήσω όλα όσα πίστευα… Όπως ο Ιωνάς, κατέβηκα στην κοιλιά του θηρίου και μαράζωσα εκεί για λίγο — χαμένη, φοβισμένη και αβέβαιη για το ποια θα ήμουν όταν θα επανεμφανιζόμουν». Σημειώνει επίσης ότι γενικά υπάρχει η έννοια του πόνου ως «μιας θείας μεθόδου διδασκαλίας — για να διδάξει σε εμάς ή σε άλλους κάποιο πολύτιμο μάθημα — ή η ιδέα ότι τα βάσανά μας είναι τα δίκαια επιδόρπια μας, μια τιμωρία για κάποια απροσδιόριστη ανθρώπινη αποτυχία». Συμπεραίνει ότι ο πόνος είναι απλώς μέρος του να είναι κανείς άνθρωπος σε έναν κόσμο όχι τέλειο και κανένας από αυτούς τους υποτιθέμενους λόγους δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την έννοια ενός Θεού που αγαπά τα πάντα. Λέει: «Μπορείτε να μάθετε πολλά για τους ανθρώπους ρωτώντας για τις πεποιθήσεις τους — ειδικά τις πεποιθήσεις τους για τον Θεό. Σε γενικές γραμμές, το άτομο που περιγράφει τον Θεό ως μη συγχωρητικό, τιμωρητικό κι εκδικητικό — ή ως κάποιον που αγαπά, συγχωρεί και αποδέχεται — στην πραγματικότητα περιγράφει τον εαυτό του».

Μια αλλαγή που βίωσε η Wray είναι μια αυξημένη αίσθηση κοινής ανθρωπιάς / common humanity. Γράφει: «Δεν βλέπω πλέον την εκκλησία ως απλώς χρόνο μεταξύ του Θεού κι εμένα…. Σήμερα, όταν πηγαίνω στην εκκλησία, κοιτάζω γύρω μου…. φίλους και γείτονες που έχουν προβλήματα με τους εφήβους τους ή που μισούν τη δουλειά τους. άνθρωποι που έχουν επιτυχημένες, ευτυχισμένες ζωές κι εκείνοι των οποίων η ζωή μαστίζεται από θλίψη κι αναταραχή —και σκέφτομαι, «Αυτές είναι οι αδελφές και τα αδέλφια μου. είμαστε ένα.” Παρομοίως ο Δαλάι Λάμα λέει: «Πρέπει να μάθουμε ότι η ανθρωπότητα είναι μια μεγάλη οικογένεια. Είμαστε όλοι αδέλφια: σωματικά, ψυχικά και συναισθηματικά ίδιοι. Αλλά εξακολουθούμε να εστιάζουμε πάρα πολύ στις διαφορές αντί σε αυτά που έχουμε κοινά. Εξάλλου, ο καθένας μας γεννιέται με τον ίδιο τρόπο και πεθαίνει με τον ίδιο τρόπο (1)…. Πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα δημιουργούνται από τον άνθρωπο, είτε είναι βίαιες συγκρούσεις, η καταστροφή του περιβάλλοντος, η φτώχεια ή η πείνα. Αυτά τα προβλήματα μπορούν να επιλυθούν χάρη στις ανθρώπινες προσπάθειες, κατανοώντας ότι είμαστε αδέλφια και αναπτύσσοντας αυτή την αίσθηση εγγύτητας. Πρέπει να καλλιεργήσουμε μια καθολική ευθύνη ο ένας απέναντι στον άλλο και να την επεκτείνουμε στον πλανήτη που πρέπει να μοιραστούμε (2)….

Τέλος, το βιβλίο τελειώνει με μια συζήτηση για τη διαδικασία αποδοχής και αναζήτησης νοήματος. Οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν βιώσει βαθιά απώλεια είναι πιθανό να αισθάνονται αμετάκλητα αλλαγμένοι από αυτήν, κι αν έχουν εμπλακεί στη διαδικασία του πένθους αντί να θάψουν τα συναισθήματά τους, είναι πιθανό να προχωρήσουν προς την εύρεση νοήματος στην απώλεια και στη συνέχεια να την ενσωματώσουν στη ζωή τους. Η Wray κατανοεί την αποδοχή ως εξής: να μάθεις να ζεις ξανά βρίσκοντας νόημα στην απώλειά σου και στη συνέχεια να την ενσωματώσεις στην ζωή σου. Επίσης, συνειδητοποιείς ότι η θλίψη δεν φεύγει ποτέ πραγματικά, αλλά οι περίοδοι οξείας θλίψης και λαχτάρας μειώνονται πολύ. Ωστόσο, μέσα από την έρευνά της διαπίστωσε επίσης ότι μερικά επιζώντα αδέλφια απορρίπτουν την όλη ιδέα της αποδοχής επειδή κατά κάποιο τρόπο η θλίψη τους είναι η σύνδεσή τους με τον άνθρωπο που έχει φύγει.  Η αποδοχή ουσιαστικά συμβαίνει όταν έχουμε αποδώσει νόημα στην απώλειά μας κι έχουμε μεταβεί από «αγάπη εν παρουσία σε αγάπη εν απουσία» (Thomas Attig). Το να βρεις νόημα δεν σημαίνει ότι η θλίψη εξαφανίζεται, αντίθετα ενσωματώνεται στο άτομο που γίνεται κάποιος ως αποτέλεσμα της απώλειας του. Η Wray γράφει: «Έχει εξελιχθεί σε έναν  σύντροφο σκιά που πάντα περπατά ένα βήμα πίσω». Το νόημα που δίνει ο καθένας διαφέρει από άτομο σε άτομο.  Για την συγγραφέα και πολλούς άλλους, η απώλεια μετατόπισε την εστίασή τους περισσότερο στο να αγκαλιάσουν το παρόν και τη ζωή με πιο δυναμικό και παθιασμένο τρόπο, να επαναξιολογήσουν τις προτεραιότητές τους, να νοιάζονται λιγότερο για το τι σκέφτονται οι άλλοι, και να βρουν νέο σκοπό.

Comments are closed.