Μνήμη , φόβος και διάσχιση

Τόνια Αλεξανδρή

Γνωρίζουμε ότι η απώλεια της μνήμης μας υποθηκεύει το μέλλον. Εκείνοι που δεν μπορούν να μάθουν από το παρελθόν τους είναι καταδικασμένοι να δεχτούν το μέλλον τους χωρίς τη δυνατότητα να το ονειρευτούν’ Eduardo  Galeano (Ουρουγουανός συγγραφέας)

Ο Bruce Perry, νευρολόγος και παιδοψυχίατρος, υποστηρίζει ότι κατά τη διάρκεια απειλής και τραυματισμού ‘κινητοποιούνται’ όλες οι περιοχές του εγκεφάλου και του σώματος, και ότι αυτή η συνολική νεύρο-βιολογική συμμετοχή στην ανθρώπινη αντίδραση στην απειλή μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πώς το γνωστικό, συναισθηματικό, κοινωνικό, συμπεριφορικό και φυσιολογικό υπόλειμμα ενός τραύματος μπορεί να μας επηρεάζει για πολλά χρόνια, ακόμα και για όλη μας τη ζωή. Επίσης ο εγκέφαλος έχει την ικανότητα να δημιουργεί δυνατούς συνειρμούς μεταξύ των αισθητηριακών πληροφοριών, όπως είναι οι ήχοι, οι μυρωδιές, τα συναισθήματα, κλπ, και του τραυματικού γεγονότος και να γενικεύει ένα συγκεκριμένο γεγονός, ιδίως σε σχέση με απειλητικά ερεθίσματα. Όμως αυτή η αξιοσημείωτη δυνατότητα του εγκεφάλου, μας καθιστά ευάλωτους στην  ανάπτυξη ψευδών συνειρμών και γενικεύσεων (Perry, 1999). Για παράδειγμα, χρόνια μετά τον πόλεμο ‘ένας βετεράνος του Βιετνάμ μπορεί να έχει μια αυτόματη αντίδραση στον ήχο ενός ελικοπτέρου’ επειδή ο εγκέφαλος έχει δημιουργήσει ένα πρότυπο νευρωνικής ενεργοποίησης, το οποίο στο παρελθόν είχε συνδεθεί με φόβο, αντιδρά και στο παρόν, ανταποκρινόμενος σε αυτόν τον ψευδή συναγερμό (Perry, 1999). Ο τρόπος λοιπόν που αποθηκεύονται οι τραυματικές αναμνήσεις, έχει σαν αποτέλεσμα υπενθυμίσεις του τραύματος στο παρόν, να ‘προκαλούν συναισθήματα και αισθήσεις που συνδέονται με το αρχικό συμβάν’ (Ματσάκη, 1996). Η αρχική αντίδραση φόβου στο τραυματικό γεγονός συχνά αναπαράγεται, επειδή η αμυγδαλή αρχίζει να δίνει μεγαλύτερη συναισθηματική σημασία σε αντικείμενα και εμπειρίες που διαφορετικά δεν θα τα αντιλαμβανόμαστε ως τρομακτικά. Οπότε κατά κάποιο τρόπο ο εγκέφαλος μας δεν γνωρίζει τη διαφορά ανάμεσα σε μια πραγματική απειλή και σε μια απειλή που είναι αποθηκευμένη στο μυαλό μας και έτσι οι υπενθυμίσεις του τραύματος ή διάφορα ερεθίσματα ‘ενεργοποιούν τα σήματα κινδύνου που ουρλιάζουν στην διαπασών όπως ένας συναγερμός που έχει ενεργοποιηθεί από κάποιον που δεν ξέρει πώς να τον απενεργοποιήσει’ (Steinberg και Schnall, 2001). Μάλιστα εμπειρογνώμονες στο χώρο του τραύματος υποθέτουν ότι η Διαταραχή του Μετά-Τραυματικού Στρες (PTSD) εν μέρει συμβαίνει επειδή η αμυγδαλή υπερλειτουργεί και ο ιππόκαμπος υπολειτουργεί (Bessel van der Kolk et al., 1996) και αυτό συμβαίνει διότι ο προμετωπιαίος φλοιός, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ‘κατάσβεση’ των αντιδράσεων του φόβου, δεν είναι ενεργός, ως συνήθως, κατά τη διάρκεια τραυματισμού και απειλής. Η δυσλειτουργία του ιππόκαμπου έχει επίσης συσχετισθεί στενά και με τα συμπτώματα αποφυγής και συναισθηματικού μουδιάσματος (avoidance and numbing) του PTSD, καθώς και με άλλα συμπτώματα όπως της μερικής ή ολικής αμνησίας της τραυματικής εμπειρίας, κλπ.

Επιπρόσθετα, οι νευροδιαβιβαστές που απελευθερώνονται κατά τη διάρκεια αγχωτικών καταστάσεων και τραυματικών γεγονότων επηρεάζουν τη λειτουργία της μνήμης, επιδρώντας στην αμυγδαλή, στον ιππόκαμπο και σε άλλες περιοχές, με αποτέλεσμα ορισμένες από τις τραυματικές πληροφορίες να μην οργανώνονται με χρήσιμο τρόπο ή να μην ενσωματώνονται με άλλες μνήμες. Με άλλα λόγια, οι τραυματικές αναμνήσεις αποθηκεύονται με διαφορετικό τρόπο και περιλαμβάνουν χαοτικά θραύσματα, τα οποία απομονώνονται και δεν διαφοροποιούνται από τις μεταγενέστερες εμπειρίες της ζωής επειδή η δραστηριότητα του ιππόκαμπου, η οποία είναι υπεύθυνη για το χρόνο και τον τόπο και η οποία δίνει στα γεγονότα μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος, μειώνεται όταν συγκλονιστικές συναισθηματικές εμπειρίες αποθηκεύονται από την αμυγδαλή. Η Haddock (2001) γράφει ότι ‘το τραύμα χτυπά σαν τυφώνας, η αμυγδαλή δεν μπορεί να αντέξει την ισχύ του, ο ιππόκαμπος κλείνει από φόβο, η πληροφορία δεν ταξινομείται στους κατάλληλους φακέλους αρχείων, και η τραυματική εμπειρία πλημμυρίζει το κεντρικό νευρικό σύστημα’. Σαν αποτέλεσμα ‘τμήματα των τραυματικών αναμνήσεων αποθηκεύονται ως μεμονωμένες αισθητήριες εικόνες και σωματικές αισθήσεις, αντί ως μέρη ενός ενιαίου συνόλου’ (Martha Stout, 2001). Αυτό συμβαίνει διότι, όπως προαναφέρθηκε, η δραστηριότητα του ιππόκαμπου καταστέλλεται κατά τη διάρκεια του τραύματος και της απειλής, και δεν είναι διαθέσιμη η βοήθειά του στην επεξεργασία και αποθήκευση του συμβάντος, οπότε η πληροφορία ότι το γεγονότος έχει λήξει και ότι το θύμα έχει επιζήσει δεν υπάρχει (Rothschild, 2000).

Αυτός ο  διαφορετικός τρόπος αποθήκευσης των τραυματικών αναμνήσεων καθιστά πιο δύσκολη την συνειδητή ανάκληση τους ή την ανάκληση τους με πλήρη και αφηγηματική μορφή. Ο Bessel van der Kolk, ένας σημαντικός ερευνητής στον τομέα του τραύματος, ισχυρίζεται ότι οι τραυματικές μνήμες αποθηκεύονται με τέτοιο τρόπο που δεν επιτρέπει στους επιζώντες να γνωρίζουν ή να μπορούν να αφηγηθούν  τις ιστορίες τους με μια αφηγηματική μορφή. Ως εκ τούτου, οι μνήμες αποσπούνται από το συνειδητό κομμάτι του μυαλού και υπάρχουν ως θραύσματα σε ημι-συνειδητό ή ασυνείδητο επίπεδο. Αργότερα οι μνήμες επιστρέφουν, ωστόσο, όταν αναδύονται στη συνείδηση, μπορεί να μην  επιστρέψουν ως συνεκτικές ιστορίες, αλλά μάλλον ως θραύσματα και κομμάτια ….. Εναλλακτικά, η ιστορία μπορεί να επιστρέψει ως ‘τρομακτικές αντιλήψεις’, ψυχαναγκαστικές ανησυχίες, σωματικές ενοχλήσεις, ή ως μια σειρά από άλλα συμπτώματα (1990, cited in Matsakis, 1996). Σε αντίθεση με τις μη τραυματικές μνήμες, οι τραυματικές αναμνήσεις μπορούν να φέρουν στην επιφάνεια, όχι μόνο τις εικόνες του συμβάντος, αλλά και τα σχετικά παγωμένα, μη απελευθερωμένα δύσκολα συναισθήματα, τους ήχους, τις μυρωδιές και τις σωματικές αισθήσεις, και συχνά οι άνθρωποι ‘έχουν ελάχιστη γνωστική κατανόηση του πως το άγχος, η παρορμητικότητα, η κοινωνική και συναισθηματική αγωνία και θλίψη που υποφέρουν, συνδέονται με τον τρόπο που ο εγκέφαλος δημιούργησε τις αναμνήσεις κατά τη διάρκεια μιας προηγούμενης τραυματικής εμπειρίας’ (Perry, 1999). Μάλιστα ο Perry παρέχει ένα συγκινητικό παράδειγμα ενός μικρού αγοριού, με διατροφικές δυσκολίες, που είχε υποστεί σεξουαλική κακοποίηση κατά τη διάρκεια της πρώιμης παιδικής ηλικίας του … ‘με κάθε γεύμα, κάποιο μικρό μέρος του Τ. αναβιώνει την κακοποίηση της παιδικής του ηλικίας, κάποιες βαθιά  χαραγμένες αναμνήσεις (state memories*) ανασύρονται (*ένα είδος αναμνήσεων που αναπτύσσονται όταν ενεργοποιείται ένα πρότυπο δραστηριότητας σε ορισμένα μέρη του εγκεφάλου, το οποίο είναι χρόνιο ή παρατεταμένο, όπως για παράδειγμα, η χρόνια ενδοοικογενειακή βία). Αυτές οι αναμνήσεις έρχονται στη συνείδηση του αγοριού σπάνια ή ποτέ ως γνωστική μνήμη – ο Τ. μπορεί ποτέ να μην είναι σε θέση να έχει τη διορατικότητα να κάνει τον συσχετισμό μεταξύ των διατροφικών συνηθειών του και της πρώιμης κακοποίησης του … κάθε γεύμα γρατζουνά τις ουλές της παιδικής του ηλικίας που επουλώνουν αργά’.

Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι το τραύμα δεν έχει επιλυθεί και ενσωματωθεί στη δηλωτική μνήμη μπορεί να γίνεται αναβίωση του χωρίς να έχει κάποιος οποιαδήποτε συνειδητή ανάμνηση επειδή το τραύμα πλανάται στο μυαλό και μοιάζει σαν να συνεχίζει να επιπλέει ελεύθερα στο χρόνο, χωρίς να  καταλαμβάνει τη θέση του στο παρελθόν, και έτσι αυτό (το τραύμα) συνεχίζει να εισβάλλει με οπτική, ακουστική και οποιαδήποτε άλλη σωματική μορφή στις ζωές των επιζώντων. Επειδή λοιπόν οι τραυματικές μνήμες δεν είναι καταχωρημένες στο παρελθόν μας με τον ίδιο τρόπο όπως και τα άλλα γεγονότα και συμβάντα της ζωής ‘οι άνθρωποι που έχουν τραυματιστεί έχουν μια μη-δηλωτική μνήμη των τραυματικών γεγονότων, και αυτού του είδους η μνήμη συχνά εκφράζεται με την συμπτωματολογία του PTSD, ‘όπως για παράδειγμα είναι οι εφιάλτες, οι αναδρομές στο παρελθόν (flashbacks), οι αντανακλαστικές αντιδράσεις στο τραύμα και τα συμπτώματα διάσχισης (Rothschild, 2000). ‘Όπως ήδη έχει αναφερθεί όταν ένα γεγονός δεν ενσωματωθεί, δεν εξαφανίζεται, αλλά συγκρατείται στο μυαλό χωρίς να μπορεί να αφομοιωθεί και η τραυματική εμπειρία μοιάζει σαν να είναι παγωμένη στο χρόνο. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται διάσχιση και πρόκειται για μια διανοητική απόδραση, μια παθητική αντίδραση του σώματος, το οποίο δεν μπορεί να αφομοιώσει αυτό που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή, διότι λόγω των συγκλονιστικών συναισθημάτων η ενοποιημένη λεκτική δράση (integrative verbal action) έχει αποκλειστεί και το πεδίο της συνείδησης έχει περιοριστεί. Κατά κάποιο τρόπο κλείνει  ο συνειδητός νους, ο οποίος είναι πολύ αργός, προκειμένου να βοηθήσει το άτομο να επιβιώσει. Η διάσχιση επιτρέπει στα θύματα να συνεχίσουν αυτό που μοιάζει σαν μια κανονική καθημερινή ύπαρξη και ιδιαίτερα επιτρέπει στα παιδιά να επιβιώσουν μέχρι την ενηλικίωση. Πρακτικά σημαίνει ότι επειδή το παιδί ή το ενήλικο θύμα δεν μπορεί να δραπετεύσει σωματικά, δραπετεύει πνευματικά, επιπλέει έξω από το σώμα του και φαντάζεται ότι ο βιασμός, η κακοποίηση ή ο ξυλοδαρμός δεν συμβαίνει σε αυτό. Είναι μέρος ενός φυσικού οικουμενικού ανθρώπινου αμυντικού μηχανισμού, ένα είδος συναισθηματικής αναισθησίας, όπου τα θύματα ‘διανοητικά παίρνουν διαζύγιο από την οδυνηρή εμπειρία τους’ (Engels, 1989).

Οι Alderman & Marshall (1998) ορίζουν την διάσχιση ως μια ψυχολογική κατάσταση κατά την οποία το επίπεδο συνείδησης του ατόμου αλλάζει…. και μπορεί κάποιος να αισθάνεται σαν να έχει χωρισθεί από το σώμα του και να παρακολουθεί τον εαυτό του σε  ταινία, σαν να πετάει ή να αιωρείται πάνω από το σώμα του. Η Haddock υποθέτει ότι ο σκοπός της διάσχισης είναι ‘να χωρίσει τη μνήμη ή το συναίσθημα που συνδέεται άμεσα με ένα τραύμα από το συνειδητό εαυτό’. Η ίδια συνοπτικά ορίζει την διάσχιση ως ένα σωτήριο, δημιουργικό τρόπο για να μην γίνουν ορατά τα απαράδεκτα, για να προστατευτούν μυστικά και για να διατηρηθεί μια συναισθηματική σύνδεση με το θύτη, επιτρέποντας ισχυρά, και συχνά αντικρουόμενα, συναισθήματα να διατηρούνται σε χωριστά τμήματα του μυαλού, όταν η κακοποίηση γίνεται αρκετά σοβαρή (2001, σελ. 11 & 28). Η διάσχιση, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, συμβαίνει επειδή είναι μια φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση σε ένα τραυματικό γεγονός, είναι ο τρόπος μας ως είδος να αντιμετωπίζουμε συγκλονιστικές καταστάσεις και είμαστε βιολογικά προδιατεθειμένοι να το κάνουμε αυτό όταν απειλούμαστε ή όταν είμαστε συγκλονισμένοι από κάποια εμπειρία. Απλώς προστατεύουμε τους εαυτούς μας με τις φυσικές ψυχολογικές άμυνες μας διότι ‘τα ανθρώπινα όντα δεν είναι εξοπλισμένα με την δυνατότητα κατανόησης της κακοποίησης τη στιγμή που συμβαίνει, ούτε μπορούν να αισθάνονται την πλήρη ένταση των σωματικών και συναισθηματικών αντιδράσεων τους’ κατά τη διάρκεια του τραυματισμού (Sanford, 2006). Ωστόσο, αυτός ο εξαιρετικά δημιουργικός και προσαρμοστικός ανθρώπινος μηχανισμός άμυνας κατά της απειλής μπορεί να γίνει δυσπροσαρμοστικός στην ενήλικη ζωή και ‘η ποιότητα της ζωής μειώνεται σημαντικά, αν ένα άτομο συνεχίζει να ζει ωσάν το παρελθόν και το παρόν να είναι το ίδιο’ (Haddock, 2001).Ίσως σε αυτό το σημείο να είναι χρήσιμο να σημειωθεί ότι η ήπια διάσχιση είναι μέρος της καθημερινής ζωής μας. Συμβαίνει όταν είμαστε, για παράδειγμα, τόσο απορροφημένοι σε ένα βιβλίο που χάνουμε την αίσθηση του χρόνου ή όταν οδηγούμε αυτόματα και μας διαφεύγει μέρος του ταξιδιού. Οι Steinberg και Schnall (2001) αναφέρουν ότι η διάσχιση είναι το αποτέλεσμα του ‘διπλού συστήματος της μνήμης μας ….. ένα τμήμα για συναισθηματικά φορτισμένο υλικό και ένα για τις άλλες πληροφορίες’. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι όλα τα ερεθίσματα και όλες οι πληροφορίες από τον έξω κόσμο λαμβάνονται από τον θάλαμο, το αισθητηριακό κέντρο πληροφοριών του εγκεφάλου, και από εκεί αποστέλλονται είτε στον μετωπιαίο φλοιό, όπου λαμβάνει χώρα η αναλυτική και συνειδητή σκέψη ή στην αμυγδαλή. Αυτό που καθορίζει αν οι αναμνήσεις θα σταλούν στον μετωπιαίο φλοιό ή στην αμυγδαλή για μια πιο επείγουσα επεξεργασία είναι ό φόβος και η αντίληψη του κινδύνου, και ως εκ τούτου, οι τραυματικές αναμνήσεις δεν καταγράφονται με συνοχή, όπως οι αναμνήσεις από το σκεπτόμενο μέρος του εγκεφάλου εφόσον η αμυγδαλή, η οποία δεν έχει ικανότητα σκέψης, τις διαμορφώνει και τις καταχωρεί στο μεταιχμιακό τμήμα του εγκεφάλου που επεξεργάζεται τα συναισθήματα και τις αισθήσεις, αλλά όχι την γλώσσα και τον λόγο (Steinberg και Schnall, 2001). Αυτό εξηγεί επίσης το λόγο για τον οποίο συχνά οι επιζώντες έχουν μικρή ή καμία δηλωτική ανάμνηση του τραύματος, αλλά μπορεί να έχουν μη-δηλωτικές σωματικές αναμνήσεις του φόβου και του πόνου που συνδέονται με το τραύμα. Οι Levine και Frederick γράφουν ότι αν και πολλοί από τους επιζώντες δεν θυμούνται την κακοποίηση μέχρι να ενηλικιωθούν, αυτό δεν τους εμποδίζει από το να έχουν προβλήματα ή συμπτωματολογία τραύματος (1997). Όπως γράφει και η Steinberg και η Schnall ‘οι επιζώντες ζουν με τις συνέπειες του τραυματικού γεγονότος χωρίς αφήγηση’.

Επιπλέον, η διάσχιση συμβαίνει ακουσίως και, δυστυχώς, για τους ανθρώπους που έχουν εκτεθεί σε σοβαρή, παρατεταμένη κακοποίηση στην παιδική ηλικία γίνεται σταθερή και αυτόματη και μπορεί να περιλαμβάνει ‘μια αίσθηση απόσπασης από τον εαυτό μας ή από το σώμα μας, συναισθήματα του εξωπραγματικού, μούδιασμα των συναισθημάτων, όξυνση των αισθήσεων μας, αλλαγές στην αντίληψη του περιβάλλοντος, επιβράδυνση του χρόνου, επιτάχυνση των σκέψεων μας, αυτόματες ή ρομποτικές κινήσεις, αναβίωση των θαμμένων αναμνήσεων σαν να τις ξαναζούμε’ (Steinberg και Schnall , 2001). Μάλιστα ο Bessel van der Kolk εντοπίζει τέσσερις τύπους διάσχισης, εκ των οποίων όλοι περιλαμβάνουν κάποιο βαθμό συναισθηματικού μουδιάσματος ή πνευματικής αποστασιοποίησης από το τραυματικό γεγονός, συμπεριλαμβανομένης μιας μερικής ή ολικής αμνησίας (cited in Matsakis, 1996). Συνοπτικά, η διάσχιση μπορεί να περιλαμβάνει την αποσύνδεση των συναισθημάτων και των αισθήσεων μας, που μας στερεί την ικανότητα να αντιδράσουμε ή μπορεί οι άλλοι να μας φαίνονται εξωπραγματικοί. Μπορεί επίσης να αισθανόμαστε σαν αντικείμενα, να μην αισθανόμαστε τον πόνο, να αισθανόμαστε σαν να επιπλέουμε ή σαν να είμαστε αποσπασμένοι από τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα, και μπορεί να έχουμε ολική ή μερική αμνησία. Τέλος, στην διάσχιση τέταρτου τύπου, η μνήμη είναι κατακερματισμένη και οι μνήμες των διαφόρων μερών της κακοποίησης αποθηκεύονται σε διαφορετικές πτυχές εντός του ατόμου.

Στα απομνημονεύματα της, Because I Remember Terror, Father I Remember You (Επειδή θυμάμαι τον Τρόμο, Πατέρα θυμάμαι Εσένα), που αφορούν την παιδική σεξουαλική κακοποίηση της, η Sue Silverman, επαγγελματίας ομιλήτρια κατά της παιδικής κακοποίησης και του εθισμού, περιγράφει μια εμπειρία διάσχισης της παιδικής της ηλικίας στην παραλία: ‘Κάθομαι εδώ. Νομίζω ότι βλέπω τον εαυτό μου να επιπλέει μακριά, να υψώνεται πάνω από την ακτογραμμή, σαν ο ωκεανός να άνοιξε το στόμα του σε μια πτυχή του κύματος και να με ελευθέρωσε στον αφρό της τρικυμίας. Επιπλέω όλο και πιο ψηλά, οπότε μέχρι τη στιγμή που η μητέρα μου φτάνει στο σημείο όπου πριν βρισκόταν το σώμα μου ξέρω ότι δεν είμαι εγώ αυτή που αγγίζει’. Η Amos, μια επιζώσα, περιγράφει την πνευματική της δραπέτευση από τη σκηνή της κακοποίησης: ‘όταν με κακοποιούσαν απλά άφηνα το συνειδητό μου εαυτό να ξεθωριάζει στο παρασκήνιο, και επέτρεπα κάποιο άλλο κομμάτι του εαυτού μου να αναλάβει. Ήταν εύκολο, κοίταζα επίμονα τις περσίδες του παραθύρου, μείωνα την αναπνοή μου σε ένα ψίθυρο και περιπλανιόμουν μακριά από το σώμα μου σαν να ήταν μια δυσάρεστη φορεσιά που δεν μου άρεσε να φοράω. Όταν σταματούσε η κακοποίηση επέστρεφα στο σώμα μου σαν μια ξένη –  σαστισμένη, πληγωμένη και ανακουφισμένη που όλα είχαν τελειώσει για την ώρα’ (cited in Mullinar και Hunt, 1997). Στην ανθολογία των Bass και Thornton, μια επιζώσα παρατεταμένης κακοποίησης στην πρώιμη παιδική της ηλικία γράφει ‘έγινε συνήθεια της να στέκεται ακίνητη και να περιμένει για τη μετάβαση στο μυαλό της να την μεταφέρει από μια γκρίζα αγωνία σε μια κατάσταση ηρεμίας ή ακόμα και ευτυχίας. Το έκανε αυτό χωρίς να γνωρίζει ότι κάθε φορά έσωζε τον εαυτό της, με κόστος ότι έτρεφε δύο εαυτούς μέσα της, ο κάθε εαυτός άγνωστος και θανάσιμος εχθρός του άλλου’. Διάφορες επιζώσες στο βιβλίο της Maltz ( 2001 ) γράφουν ‘δεν αισθανόμουν αυτό που συνέβαινε κατά τη διάρκεια της κακοποίησης, γιατί ήμουν έξω από το σώμα μου’… ‘αντιμετώπιζα την κακοποίηση φεύγοντας διανοητικά’….. ‘έμαθα να διαχωρίζω το μυαλό μου από το σώμα μου. Θυμάμαι ότι κοιτούσα στον καθρέφτη ….. και υπνωτισμένη έλεγα ότι το μικρό κορίτσι στον καθρέφτη δεν ήμουν εγώ’. Αυτός λοιπόν ο φυσικός μηχανισμός άμυνας ‘διευκολύνει την επίλυση των ασυμβίβαστων διαφορών, προσφέρει απόδραση από την αφόρητη πραγματικότητα και επιτρέπει την εκτόνωση των δύσκολων συναισθημάτων’ και παρέχει επίσης, μια αίσθηση ότι δεν συμβαίνει στο παιδί και επιτρέπει σε αυτό να λειτουργήσει στην καθημερινή ζωή του (Putman, cited in Sinason, 2002). Πιο συγκεκριμένα, όταν τα παιδιά είναι συγκλονισμένα από μια τραυματική εμπειρία, ‘διαχωρίζουν το μυαλό από το σώμα, έτσι ώστε να μην καταρρεύσουν και να μην θρυμματιστεί η ικανότητά τους να τα βγάλουν πέρα’ και επειδή τα παιδιά σπάνια μπορούν να παλέψουν ή να δραπετεύσουν σωματικά όταν τραυματίζονται, αναπόφευκτα παγώνουν και δραπετεύουν διανοητικά. Ο Bessel van der Kolk γράφει ‘τα παιδιά συχνά καταπιέζουν οδυνηρά συναισθήματα και τρομακτικές εμπειρίες, ως μέρος ενός βασικού μηχανισμού επιβίωσης (2002, cited in Matsakis, 1996). Ως εκ τούτου, το τραυματικό γεγονός πηγαίνει στο ασυνείδητο κομμάτι του νου και ‘ενθυλακώνεται από ένα φράγμα αμνησίας’ (Oksana, 2001) και για αυτό οι επιζώντες δεν μπορούν να θυμηθούν την τραυματική εμπειρία τους ή έχουν μεγάλα κενά μνήμης για κάποια περίοδο της ζωή τους που μπορεί να συνεχιστεί για χρόνια.

Ωστόσο, όπως ήδη αναφέρθηκε, αυτές οι αποσχισμένες τραυματικές αναμνήσεις αποθηκεύονται σε μια μη αφομοιωμένη, ενεργή μορφή, σε αναμονή επίλυσης-μέσω της βίωσης των παγωμένων συναισθημάτων-γιατί ακόμα και όταν έχουμε περιστοιχίσει την τραυματική μνήμη από ένα φράγμα αμνησίας, ο φόβος παραμένει και επηρεάζει τη ζωή μας, επειδή ο πόνος και τα γεγονότα μπορεί να έχουν ξεχαστεί, αλλά ο φόβος και τα μηνύματα παραμένουν και η αίσθηση του εαυτού μας είναι οργανωμένη γύρω από τον φόβο του επανατραυματισμού. Οπότε, γίνεται κατανοητό ότι υγιείς μηχανισμοί αντιμετώπισης του τραύματος που συνδέονται με την επιβίωση μας σε ένα αρχέγονο επίπεδο, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για να επιβιώσουμε από το τραύμα αρχικά, καταλήγουν να παρεμποδίζουν την ανάπτυξη μας και να γίνονται αυτοκαταστροφικοί, στην ενήλικη ζωή. Η Bratton (1998) γράφει ότι ‘το τραύμα παγώνει στο αρχικό στάδιο του σοκ – χωρίς να ολοκληρωθεί, χωρίς να μειωθεί, χωρίς να ενσωματωθεί. Μπορεί να δεσπόζει στο συνειδητό τοπίο ή μπορεί να το θυμόμαστε αμυδρά, αλλά εξακολουθεί να κυριαρχεί στη συμπεριφορά, στα συναισθήματα και στη σκέψη του θύματος. Επηρεάζει τις σχέσεις, τις επιλογές και τις πεποιθήσεις του’.