Τι είναι κακοποίηση (απόσπασμα)

Τι είναι κακοποίηση (απόσπασμα)

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ο όρος παιδική κακοποίηση αναφέρεται στην ‘φυσική και συναισθηματική κακομεταχείριση, στην σεξουαλική κακοποίηση, παραμέληση και αμελή μεταχείριση, όπως και στην εμπορική ή άλλη εκμετάλλευση ενός παιδιού και παρουσιάζει μεγάλη ευρύτητα καθώς μπορεί να εκλάβει πολλές διαφορετικές μορφές’. Συγκεκριμένα, στην έκθεση της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής της UNICEF για την κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα το 2012 αναφέρεται ότι ‘οι διάφορες μορφές παιδικής κακοποίησης έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική και σωματική υγεία του παιδιού, στις εκπαιδευτικές του επιδόσεις και συνδέονται με ορισμένα φαινόμενα, όπως η εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς, προσβάλλοντας με αυτό τον τρόπο τα θεμελιώδη δικαιώματα του παιδιού’.

Γράφτηκε από την Τόνια Αλεξανδρή

Η κακοποίηση αποτελεί επίθεση στην αίσθηση του εαυτού ενός ατόμου και παραβίαση των ορίων του, και έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια έμφυτης ανθρώπινης δυνατότητας. Όμως η άρνηση του δικαιώματος των παιδιών στην αξιοπρέπεια επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξή τους. Ο τραυματισμός των παιδιών κατά την διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής τους ‘αποτρέπει την πλήρη ανάπτυξη του εαυτού’ (Haddock, 2000), γιατί ουσιαστικά ‘το παιδί ή ο έφηβος τίθεται σε μια κατάσταση όπου ξοδεύει ενέργεια για να καταφέρει απλά να επιβιώσει και όχι για την ανάπτυξη και αυτοπραγμάτωση του’ (Bradshaw, 1990). Στο βιβλίο Reclaiming Myself after Child Sexual Abuse (Η Ανάκτηση του Εαυτού μου μετά από Παιδική Σεξουαλική Κακοποίηση) επιζώντες γράφουν ‘κοιτάζοντας πίσω στην παιδική ηλικία μας, αντιλαμβανόμαστε ότι, όταν τα άλλα παιδιά ανέπτυσσαν τα δομικά στοιχεία για μια ισχυρή ταυτότητα, κατανοώντας ότι ήταν μοναδικά, ότι άξιζαν, ήταν ικανά και εντάξει, εμείς είχαμε κολλήσει σε έναν κόσμο που μας δίδασκε ότι ποτέ δεν θα μπορούσαμε να καταφέρουμε τίποτα’ (Loon και Kralik, 2005). Ειδικά, η παρατεταμένη κακοποίηση στην παιδική ηλικία στερεί από το παιδί την παιδική του ηλικία, την αίσθηση του εαυτού, το χώρο του και τα όνειρα του. Πρόκειται για μια άγρια παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού και όπως ισχυρίζεται η Stone ‘είναι μια παραβίαση του σώματος, του νου και του πνεύματος’ (2004). Η Thornton γράφει ότι η κακοποίηση συμβαίνει κάθε φορά που κάποιος ‘αφαιρεί το δικαίωμα του παιδιού στην αποκλειστική κυριότητα του σώματός του, είτε μέσω της χειραγώγησης των συναισθημάτων του παιδιού ή με τη βία (cited in Bass & Thornton, 1991). Επιπλέον, η κακοποίηση ενός παιδιού περιλαμβάνει την εκμετάλλευση της έμφυτης τάσης που έχει το παιδί να αγαπά και να εξιδανικεύει τις ενέργειες και τις συμπεριφορές των γονιών και επίσης όταν ένα παιδί κακοποιείται η φυσική και υγιής ανικανότητα υπεράσπισης του εαυτού του μετατρέπεται σε τρόμο και απόγνωση (Sanford, 2006). Η σεξουαλική και φυσική κακοποίηση περιλαμβάνει τη μεταχείριση του σώματος ενός παιδιού ως προέκταση του σώματος του ενήλικα, και ‘όταν η σωματική ακεραιότητα παραβιάζεται αρκετά συχνά, το παιδί αισθάνεται ότι έχει εκμηδενιστεί’ (Sanford, 2006). Επίσης, σημαίνει ότι το παιδί βομβαρδίζεται από αναπτυξιακά ακατάλληλα ερεθίσματα και γνώσεις, που δεν μπορεί να ανεχθεί ή να καταλάβει. Ο Kosof υποστηρίζει ότι ‘επειδή το παιδί, θρέφει θυμό, ενοχή, και ένα τρομακτικό μυστικό, βιώνει τεράστια σύγχυση……… Συγχέει την έννοια της αγάπης και της τρυφερότητας. Η κακοποίηση αποξενώνει το παιδί από τη μητέρα και τον πατέρα. Επιταχύνει τη σεξουαλική ανάπτυξη του παιδιού και καταστρέφει τη φυσιολογική διαδικασία της σεξουαλικής ωρίμανσης και ανάπτυξης’ (1985, cited in Brookes, 1997).

Επίσης, η παιδική κακοποίηση αφορά στην αντιστροφή των ρόλων όπου ο ενήλικας χρησιμοποιεί ένα παιδί για να καλύψει τις φυσικές και συναισθηματικές ανάγκες του, και κάθε φορά που ένα παιδί κακοποιείται, μαθαίνει ότι η δύναμη και η εξουσία κυριαρχούν στις ανθρώπινες σχέσεις, και όχι η εμπιστοσύνη και η ανοχή’ (Allport, 1979, cited in Brookes, 1997). Αυτοί που διαπράττουν κακοποίηση μπορεί να αντισταθμίζουν την αίσθηση αδυναμίας και τις ανεκπλήρωτες συναισθηματικές ανάγκες της παιδικής τους ηλικίας, διατηρώντας την απόλυτη εξουσία και έλεγχο εκείνων που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Τα θύματα μέσω της  παραβίασης των ορίων τους διδάσκονται το φόβο και την υποταγή. Στο βιβλίο της Thinking Class, η Joanna Kadi γράφει ‘Η εκτεταμένη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στηρίζει μια κοινωνία ρατσιστική, σεξιστική, ταξική, η οποία κάνει διακρίσεις κατά των ατόμων με ειδικές ανάγκες  και η οποία προσπαθεί να εκπαιδεύσει τους πολίτες να υπακούουν και να αποδέχονται άκριτα, ό, τι η κάθε κυβέρνηση και οι μεγάλες επιχειρήσεις θεωρούν κατάλληλο να τους προσφέρουν’ (Kadi, 1973). Επιπλέον, κατά τη διάρκεια ανθρώπινης επίθεσης και πρόκλησης τραύματος ‘το θύμα αποπροσωποποιείται, απογυμνώνεται από την προσωπικότητα του, την ατομικότητα και την ανθρωπιά του’. Η κακοποίηση σοκάρει το σώμα και τα συναισθήματα και κλονίζει τις βασικές πεποιθήσεις του ατόμου για τον εαυτό, την ανθρώπινη φύση και τη φύση του κόσμου’ (Ματσάκη, 1996). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη την κακοποίηση  που λαμβάνει χώρα μέσα σε πλαίσια με τελετουργικές διαδικασίες (ritualistic settings), όπου βασικός στόχος αυτών που ασκούν την βία είναι να αποκτήσουν, μέσω βασανιστηρίων, προγραμματισμού, κατήχησης και βιασμών, τον απόλυτο έλεγχο άλλων ανθρώπων.

Επιπλέον, η κακοποίηση είναι συνυφασμένη με θέματα που αφορούν στην ασφάλεια, αυτό-εκτίμηση και ευπάθεια (vulnerability). H Bratton (1998) αναφέρει ότι οι επιζώντες χάνουν την αίσθηση ότι είναι άτρωτοι και ότι ο κόσμος είναι ένα μέρος όπου επικρατεί κάποια τάξη και ότι ‘κάθε είδους παιδικής κακοποίησης εμποδίζει την αναζήτηση ασφάλειας εκ μέρους του παιδιού, την οποία ο Maslow τοποθετεί στη δεύτερη θέση, μετά την τροφή και το καταφύγιο, στην ιεραρχία των ανθρώπινων αναγκών’. Επιπλέον η Stone (2004) ισχυρίζεται ότι η κακοποίηση και η σιωπή που τη συνοδεύει ‘πλήττουν τον πυρήνα του εαυτού των επιζώντων, βλάπτουν την αυτοεκτίμηση τους, προκαλούν κατάθλιψη, περιορίζουν τις δυνατότητες τους …’ και ειδικά στην περίπτωση των παιδιών, όλες οι απόψεις τους για τον εαυτό τους και τον κόσμο σκιάζονται από τις επιπτώσεις της κακοποίησης που υπομένουν. Ιδιαίτερα όταν ένα παιδί κακοποιείται από κάποιο μέλος της οικογένειας του, ‘όλες οι έννοιες της οικογένειας και τα θεμέλια της ύπαρξης του- ο πυρήνας του εαυτού του -στρεβλώνονται κα καταστρέφονται’ …‘Γιατί πού βρίσκεται η άγκυρα ενός παιδιού, αν η άγκυρα του είναι η πηγή του πόνου του’ (Stone, 2004). Ως αποτέλεσμα οι επιζώντες συχνά μπορεί να αισθάνονται μια σύγχυση και ανάμικτα θετικά και αρνητικά συναισθήματα προς τους θύτες, όταν αυτοί είναι μέλη της οικογένειας. Η Sanford (2006) γράφει ότι ‘δεν υπάρχει ίσως καμία άλλη μορφή βίας όπου το θύμα να βιώνει τόσα αντιφατικά και συγκρουόμενα συναισθήματα, τόσο ως προς το θύτη όσο και προς τον εαυτό του, από ότι στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής σεξουαλικής κακοποίησης και βίας’.

Τέλος, η κακοποίηση έχει υψηλό τίμημα, γιατί σε κάποιο επίπεδο δεν τελειώνει ποτέ για τους επιζώντες παρά μόνο όταν μπορέσουν να διαλύσουν την άρνηση τους και να αντιμετωπίσουν την κακοποίηση τους κατά πρόσωπο. Η Bratton (1998) ισχυρίζεται ότι η επούλωση αρχίζει όταν  η κακοποίηση επαναπροσδιορίζεται ως επίθεση, διότι προκαλούνται ρωγμές στο τείχος της άρνησης και της ελαχιστοποίησης. Μέχρις ότου μπορέσουν οι επιζώντες να αντιμετωπίσουν τις τραυματικές εμπειρίες τους συχνά τους πλημμυρίζουν συναισθήματα, αισθήσεις και σκέψεις που δεν μπορούν να αφομοιώσουν ή να καταλάβουν. Επίσης συχνά υπονομεύουν την ασφάλειά τους, την υγεία και τις δυνατότητές τους, και είναι μάρτυρες των συνεχιζόμενων επιπτώσεων του τραύματος τους και ακόμη δαπανούν ενέργεια για την απώθηση και διάσχιση τραυματικών εμπειριών και την αντιμετώπιση των πολλαπλών σωματικών ενοχλήσεων και συμπτωμάτων που μαρτυρούν ή είναι απόρροια αυτών που έχουν βιώσει. Ωστόσο, η απώθηση και η διάσχιση τραυματικών εμπειριών απαιτεί τεράστια προσπάθεια και ενέργεια, διότι ‘η ενέργεια του αρχικού τραύματος παραμένει στο σώμα σαν μια ηλεκτρική καταιγίδα που προκαλεί ένταση σε ολόκληρο το βιολογικό σύστημα (σε ολόκληρο το σώμα)’ (Bradshaw, 1990) και τελικά αυτή η μη αποφορτισμένη ενέργεια έχει επιπτώσεις στην υγεία και στις ζωές των επιζώντων. Ο Levine και οι συνεργάτες του υποστηρίζουν ότι το τραύμα δεν είναι ένα γεγονός, αλλά βρίσκεται στο νευρικό σύστημα, διότι ‘όταν τραυματίζεται κάποιος προκαλούνται βαθιές αλλαγές στο μυαλό’ αφήνοντας την μη αποφορτισμένη ενέργεια στο σώμα. Με άλλα λόγια, το τραύμα παραμένει στο σώμα και βρίσκεται στο τραυματικό γεγονός και μέχρις ότου εκτονωθούν ή ολοκληρωθούν οι φυσικές αντιδράσεις στο τραύμα και στην απειλή, αυτές θα παραμένουν συμπτωματικές (Levine & Frederick, 1997; Levine και Kline, 2006).