Βιβλία και τέχνη                                                            Η μετάφραση είναι διαθέσιμη

«Με το σωστό είδος προγραμματισμού, μπορεί κανείς να αρχίσει να φοβάται την εικόνα και τη μυρωδιά του [ενός λουλουδιού]. Ο Άγγλος μυθιστοριογράφος Aldous Huxley απεικονίζει ζωντανά αυτήν την έννοια στο μυθιστόρημά του Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος (1932). Στην ιστορία, μωρά οκτώ μηνών προγραμματίζονται να φοβούνται τα βιβλία και τα ροδοπέταλα». Miguel Farias και Catherine Wikholm

«Σας λέω τι σημαίνει ελευθερία για μένα: κανένα φόβο». Νίνα Σιμόν

Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει τέσσερα δικά μου σχέδια εμπνευσμένα από τη ζωή, την παιδική λογοτεχνία, τη μουσική της Nina Simone, το γνωστό θεατρικό έργο του Αντόν Τσέχωφ, Ο Γλάρος, και την προειδοποιητική ιστορία του Aldous Huxley, Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος . Έχω συμπεριλάβει επίσης δύο βιβλία για παιδιά που σχετίζονται με τον ρατσισμό και τη διαφορετικότητα, καθώς και άλλα σημαντικά θέματα όπως η αδικία, η συμπεριληπτικότητα, η φιλία και η πίστη, και πώς οι ιστορίες μπορούν να φέρουν κοντά ανθρώπους ή ζώα, στην περίπτωση της ιστορίας μας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το βιβλίο του Huxley,  Γενναίος Καινούριος Κόσμος,  παρουσιάζει μια φουτουριστική κοινωνία σχεδιασμένη σχολαστικά, στην οποία όλοι είναι συμμορφωμένοι και ικανοποιημένοι, τουλάχιστον με την πρώτη ματιά.. Στο βιβλίο του Huxley, σε αντίθεση με το 1984 του Όργουελ, η τεχνολογική πρόοδος δεν οδηγεί σε μαζική επιτήρηση και καταπίεση. Αντίθετα, ο Huxley ζωγραφίζει ένα μέλλον στο οποίο «όλοι είναι ευτυχισμένοι τώρα», κυρίως χάρη στα ναρκωτικά και το συχνό σεξ χωρίς δέσμευση. Τα μωρά παράγονται σε εργοστάσια, ομαδοποιούνται σε κοινωνικές τάξεις ή κάστες, A, B, C, D, E [[υπάρχει ακόμη και μια σχετική ομοιοκαταληξία: A,B,C,  Bιταμίνη D], και προγραμματίζονται από τη βρεφική τους ηλικία να φοβούνται κάθε είδους πράγματα όπως βιβλία και λουλούδια, και καθώς μεγαλώνουν να αγαπούν τους ρόλους τους και τη θέση τους στον κόσμο να μην αμφισβητούν, να καταναλώνουν,  και να παίρνουν χάπια soma για να εξαφανίζουν τυχόν «αρνητικά» συναισθήματα ή σκέψεις. Ωστόσο, όλη αυτή η επιφανειακή ειρήνη διαταράσσεται όταν ο John, ένας νεαρός λευκός που διαβάζει και απαγγέλλει Σαίξπηρ και έχει μεγαλώσει έξω από τον κόσμο τους με ιθαγενείς Αμερικανούς τον οποίο αποκαλούν «Savage / Βάρβαρο», και η μεσήλικη μητέρα του, πρώην πολίτης του γενναίου καινούριου κόσμου, μπαίνουν στο πλάνο. Εμφανίζονται οι πρώτες ρωγμές σε αυτή την σχολαστικά σχεδιασμένη κοινωνική δομή.

Αν και γράφτηκε το 1932, η δυστοπία του Huxley είναι πολύ επίκαιρη και θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια πολιτική κριτική και σάτιρα μιας κοινωνίας όπου η ιδιωτικότητα,  η ατομικότητα, τα έντονα συναισθήματα, η ελεύθερη σκέψη, η σκέψη για το παρελθόν και το μέλλον, η γονεικότητα, η γήρανση,  και πολλά άλλα πράγματα είτε αποθαρρύνονται είτε είναι απαγορευμένα, και όπου οι πολίτες μοιάζουν με χαρούμενα ρομπότ που πνίγονται στη εκστατική τους άγνοια. Ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου όταν οι πολίτες βιώνουν έντονα αρνητικά συναισθήματα ή ορισμένα είδη σκέψεων, ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν ένα ελεύθερα διανεμόμενο ναρκωτικό που ονομάζεται soma που δημιουργεί ευχάριστες παραισθήσεις και μια αίσθηση διαχρονικότητας. Κάνουν «διακοπές» για να αποσπάσουν την προσοχή τους και να βιώσουν ευχαρίστηση.

Σε σχέση με την τέχνη στο βιβλίο του Aldοus Huxley, οι πολίτες στερούνται την τέχνη σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί μια μορφή ληθαργικής ικανοποίησης, υποδηλώνοντας ότι η τέχνη οδηγεί σε κοινωνική αστάθεια κι αναταραχή. Ο Μουσταφά, ο επικεφαλής προγραμματιστής με τη βαθιά φωνή, πιστεύει ότι μια κοινωνική δομή που δημιουργεί τέχνη και λογοτεχνία είναι επικίνδυνη. Λέει: «Δεν μπορείς να κάνεις τραγωδίες χωρίς κοινωνική αστάθεια. Ο κόσμος είναι σταθερός τώρα. Οι άνθρωποι είναι χαρούμενοι. παίρνουν αυτό που θέλουν και ποτέ δεν θέλουν αυτό που δεν μπορούν να πάρουν». Εξηγεί επίσης ότι οι άνθρωποι είναι απίθανο να εκτιμήσουν την τέχνη, ούτως ή άλλως, επειδή η πλύση εγκεφάλου τους έχει αποξενώσει επιτυχώς από τις ανθρώπινες εμπειρίες, όπως ο θάνατος, η αγάπη και ο πόνος που η τέχνη μπορεί να αποκαλύψει ή να εκφράσει. Επίσης, η τέχνη έχει τη δυνατότητα να διαφωτίσει τους ανθρώπους σχετικά με την καταπίεσή τους και να τους κάνει να αισθάνονται δυσαρέσκεια, κάτι που είναι κακό για την παραγωγή, κι επιπλέον, εάν οι πολίτες ευαισθητοποιηθούν σχετικά με την ανθρωπιά τους και εμπνευστούν να αμφισβητήσουν το νόημα της ύπαρξής τους ή τον τρόπο λειτουργίας των πραγμάτων, τότε ο γενναίος καινούριος κόσμος θα έπαυε να υπάρχει στη σημερινή του μορφή. Ο Μουσταφά ισχυρίζεται ότι «Η καθολική ευτυχία επιτρέπει στους τροχούς να γυρίζουν σταθερά. η αλήθεια και η ομορφιά δεν μπορούν….».

Καθώς σκεφτόμουν αυτήν την ανάρτηση, αναλογιζόμουν πώς φέρνουμε ο καθένας τη δική του υποκειμενικότητα, ιδέες, προσωπικότητα και εμπειρία καθώς ερχόμαστε σε επαφή με προϊόντα τέχνης και ιστορίες διαφόρων ειδών που δημιουργούνται από άλλους. Θα επεκταθώ λίγο χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα σχετικά με έναν ζωγραφικό πίνακα που βρήκα, ενός παλιού γνωστού εικαστικού,  ενώ έψαχνα για κάτι στο διαδίκτυο. Λαμβάνοντας υπόψη την ασυνήθιστη εμπειρία που είχα σήμερα το πρωί, με έναν νεαρό κόκορα ή ίσως μια νεαρή κότα, δεν ήταν περίεργο που ανασύρθηκε στη μνήμη αυτό το συγκεκριμένο έργο τέχνης.

Είχε λιακάδα σήμερα το πρωί και σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραία να πεζοπορήσω στην πόλη. Καθώς είχα αδειάσει τα καλάθια απορριμμάτων πήρα και τα σκουπίδια μαζί μου και τα πέταξα στον πρώτο κάδο στο δρόμο  προς την πόλη και τότε άκουσα έναν ήχο που έμοιαζε με κακάρισμα κότας. Κι όντως ένα πουλί βρισκόταν στον πάτο του κάδου παγιδευμένο κάτω από την ελαφριά σακούλα που είχα πετάξει μέσα. Έβγαζε ήχους δυσφορίας γιατί δεν μπορούσε να απελευθερωθεί από το πράγμα που είχε προσγειωθεί πάνω του κι εγώ δεν μπορούσα να φτάσω ούτε το πουλί ούτε τη σακούλα. Τότε το μάτι μου πήρε έναν νεαρό άνδρα σε ένα αυτοκίνητο που ήταν σταθμευμένο λίγα μέτρα πιο πέρα. Του ζήτησα να με βοηθήσει να απελευθερώσω το πουλί και ήρθε πρόθυμα.. Μαζί εγείραμε τον κάδο και κατάφερε να ελευθερώσει το νεαρό πουλί που φαινόταν ζαλισμένο. Το άφησε στο χωράφι δίπλα στο δρόμο.  Συνέχισα τη βόλτα μου κι  ελπίζω ότι ο μικρός κόκορας ή η μικρή κοτούλα να είναι εντάξει τώρα.

Καθώς λοιπόν κάθισα να γράψω αυτό το κείμενο και με το πρωινό συμβάν στο μυαλό μου ήταν σχεδόν αναπόφευκτο να ανασυρθεί στη μνήμη μου ο συγκεκριμένος πίνακας. Είναι μια αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη σε γκρι τόνους κυρίως και η λέξη KOTA είναι γραμμένη με έντονα μαύρα γράμματα στο πάνω μέρος του κεφαλιού και του καμβά.  ΚΟΤΑ στα ελληνικά είναι ένα είδος πουλερικού, αλλά στην αργκό μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα όπως δειλός ή αργόσυρτος, κι όταν αναφέρεται σε γυναίκες κυρίως, μπορεί να σημαίνει επιπόλαια ή ηλίθια ή και χειρότερα. Ίσως να υπάρχουν κι άλλες έννοιες στην αργκό που μου διαφεύγουν. Σε κάθε περίπτωση, όπως προανέφερα, το βίωμα και η νοηματοδότηση ενός έργου τέχνης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από όσα φέρει ήδη ο θεατής στο τραπέζι ή στη συνάντηση.  Όταν είδα τον πίνακα αναρωτήθηκα αν ο καλλιτέχνης αναδημιουργούσε ή επεξεργαζόταν μια ιδιωτική εμπειρία ή αν κατηγορούσε, ή ακόμη αν προκαλούσε το κοινό να νιώσει, να σκεφτεί ή να αναλογιστεί κάτι. Μπορεί να μην μάθουμε ποτέ τι είχε στο νου του ο καλλιτέχνης και δεν έχει σημασία, γιατί αυτό που είναι σημαντικό είναι τι νόημα δίνει ο θεατής και τι έχει προκύψει μέσα του. Όταν ερχόμαστε σε επαφή με ένα αντικείμενο ή μια διαδικασία τέχνης, γίνεται, τουλάχιστον στιγμιαία, κομμάτι δικό μας. Έχουμε την ευκαιρία να σκεφτούμε, να νιώσουμε αισθήσεις ή συναισθήματα, να κάνουμε ελεύθερους συνειρμούς αν το επιλέξουμε. Μπορεί να συγκρίνουμε, να θυμηθούμε, να διαλογιστούμε, να αναλογιστούμε τον συμβολισμό ή το σιωπηρό μήνυμά του έργου, να το εκτιμήσουμε ή να το αφήσουμε να φύγει, αλλά η τέχνη όπως και να ‘χει μένει για λίγο μαζί μας.

Δύο εικονογραφημένα βιβλία για παιδιά:

Ο φίλος μου ο Τζιμ από την Kitty Crowther για μικρότερα παιδιά

Ο Τζακ, ένας κότσυφας που ζει στο δάσος λαχταρά να εξερευνήσει τον ωκεανό. Πηγαίνει στην παραλία όπου συναντά τον Τζιμ, ένα λευκό γλάρο. Γίνονται φίλοι και ο Τζιμ προσκαλεί τον Τζακ στο σπίτι και το χωριό του, αλλά ο Τζακ νιώθει άβολα με την εχθρότητα των άλλων γλάρων και νιώθει λυπημένος γιατί δεν φαίνεται να τον συμπαθούν ή να τον αποδέχονται. Ωστόσο, ο Τζιμ παραμένει πιστός στον Τζακ, ο οποίος τελικά κερδίζει την αποδοχή επιδεικνύοντας μια δεξιότητα που λείπει από τους γλάρους: την ικανότητα της ανάγνωσης. Η ανάγνωση ιστοριών  θα τους ενώνει πέρα από τις διαφορές τους.

ΝΙΝΑ: Η ιστορία της Νίνα Σιμόν γραμμένη από την Traci Todd και εικονογραφημένη από τον Christian Robinson για παιδιά και εφήβους

Είναι ένα εικονογραφημένο βιβλίο βιογραφίας της Nina Simone που γεννήθηκε ως Eunice Waymon στην επαρχία της Βόρειας Καρολίνας το 1933. Η Nina ήταν παιδί θαύμα, πιανίστρια, τραγουδίστρια και συνθέτης. Με την υποστήριξη της οικογένειάς της και της κοινότητάς της, έλαβε μαθήματα μουσικής που τη μύησαν σε κλασικούς συνθέτες όπως ο Μπαχ, που επηρέασαν τη μουσική της σε όλη της τη ζωή. Μετά το γυμνάσιο άφησε τη Βόρεια Καρολίνα για τη Νέα Υόρκη και τη Σχολή Τζούλιαρντ. Μετά από αρκετές απογοητεύσεις, αδικίες και ταπεινώσεις άρχισε να εμφανίζεται  σε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης και η αυξανόμενη φήμη της την οδήγησε να αλλάξει το όνομά της σε Nina Simone για να κρύψει την «ανίερη» μουσική της από τη μητέρα της. Εν τω μεταξύ, η δυναμική του συνεχιζόμενου κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα αποδείχθηκε αδύνατο να αγνοηθεί από την Νίνα. Ένιωσε εσωτερική και εξωτερική πίεση να μιλήσει ενάντια στον ρατσισμό. Η συγγραφέας τελειώνει την ιστορία της με την φράση: «Και όταν τραγούδησε για τα μαύρα παιδιά — όμορφα, πολύτιμα όνειρα — η φωνή της ακουγόταν σαν ελπίδα».

Μέρος τρίτο                                          Η μετάφραση θα ολοκληρωθεί σύντομα

Πιθανές αρνητικές επιπτώσεις των πρακτικών διαλογισμού και ενσυνειδητότητας, ένα ποίημα και μερικές φωτογραφίες από τον σημερινό περίπατο στην εξοχή

«Και σκέφτηκα, πρώτον, ποιες άλλες υποθέσεις κάνουμε; [Ήμουν] κάποια που δεν είχε πραγματικά καμία εκπαίδευση σχετικά με την ιστορία, δεν ήξερα από πού προέρχονται αυτές οι πρακτικές, για ποιο σκοπό σχεδιάστηκαν αρχικά, και απλώς αποδέχτηκα όλο το μάρκετινγκ χωρίς πραγματικά καμία κριτική ανάλυση, και το εφάρμοζα στην επιστήμη μου. Τι άλλες υποθέσεις λοιπόν κάνουμε; Και μετά το δεύτερο ερώτημα ήταν, πάνω σε ποιες άλλες πληροφορίες κάθονται οι δάσκαλοι του διαλογισμού που θα έπρεπε να τους ρωτάμε, ως ερευνητές;». Willoughby Britton, Mind & Life Podcast: When Meditation Causes Harm

«Υπάρχει μια υπόθεση ότι ο διαλογισμός είναι χωρίς κινδύνους ή παρενέργειες. Ωστόσο, τα αρχαία εγχειρίδια διαλογισμού, οι επιστημονικές εκθέσεις και οι οδηγίες του προγράμματος ενσυνειδητότητας έχουν τεκμηριώσει τους πιθανούς κινδύνους του διαλογισμού, συμπεριλαμβανομένων της υπερευαισθησίας, της αϋπνίας, του άγχους, της διάσπασης, της αναβίωσης τραυματικών αναμνήσεων και της ψύχωσης…….». Willoughby Britton

H σημερινή ανάρτηση είναι συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης και σε αυτήν την ανάρτηση έχω συμπεριλάβει συνδέσμους για ακαδημαϊκά και μη ακαδημαϊκά άρθρα και συζητήσεις σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις των πρακτικών διαλογισμού στις οποίες έχει επικεντρωθεί η έρευνα πιο πρόσφατα, μετά από μια κάπως επιλεκτική εστίαση στα θετικά αποτελέσματα αυτών των πρακτικών μόνο. Έτσι, παρακάτω υπάρχουν αναφορές σε μερικά από τα πράγματα που έχω κοιτάξει τους τελευταίους δύο μήνες. Μπορεί να δημοσιεύσω περισσότερα σε μεταγενέστερες αναρτήσεις καθώς εξετάζω το υλικό. Το παρακάτω υλικό και τα ευρήματα της έρευνας έχουν κυρίως γραφτεί και διεξαχθεί από άτομα στον κόσμο του διαλογισμού ή με εμπειρία σε πρακτικές διαλογισμού.

α) Θα ξεκινήσω με δύο αποσπάσματα από μια συζήτηση [podcast], με τίτλο When Meditation Causes Harm Όταν ο Διαλογισμός Προκαλεί Ζημιά – Mind & Life Podcast, στο οποίο η Willoughby Britton δείχνει πώς στην προώθηση του διαλογισμού υπήρξε επιλεκτική εστίαση σε ορισμένα δεδομένα και δυνατότητες του διαλογισμού χωρίς να ληφθεί υπόψη η μεγαλύτερη εικόνα, κι επίσης ότι η μεγάλη ποσότητα ενός καλού πράγματος μπορεί στην πραγματικότητα να οδηγήσει σε δυσμενείς επιπτώσεις. Επιπλέον, το να μην λαμβάνονται υπόψη οι ατομικές διαφορές και το πλαίσιο, καθώς και οι διαφορετικοί στόχοι των ατόμων, μπορεί επίσης να οδηγήσει σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα και να θέσει τους ανθρώπους σε κίνδυνο.

Δύο από τα πολλά ζητήματα που έθιξε στην συζήτηση:

Σε σχέση με τον διαλογισμό και τις αλλαγές στην αντιληπτική ευαισθησία, ο Willoughby Britton λέει:

«Έτσι πράγματα όπως, τα χρώματα γίνονται πιο φωτεινά……Απλώς, γίνεσαι πιο ευαίσθητος, με πολυτροπικό αισθητηριακό τρόπο. Και νομίζω ότι αυτό είναι επίσης ένα καλό παράδειγμα μερικών από αυτά… γιατί [δηλαδή] η αξιολόγηση έγινε τόσο σημαντικό μέρος της συνέντευξης και της μελέτης, επειδή η αντιληπτική ευαισθησία είναι φοβερή…… Όλα γίνονται πλουσιότερα και ορισμένα χρώματα γίνονται πιο πλούσια. Η διάσταση του ήχου μπορεί να είναι πολύ ωραία όταν βρίσκεσαι στη φύση και ακούς όλα τα πουλιά, ακούς το ποτάμι και ακούς τον άνεμο, και πόσο υπέροχο είναι αυτό. Και πόσο γρήγορα μπορεί να αλλάξει αυτό όταν επιστρέψεις στο σπίτι στην πόλη και ακούς κάθε πόρτα του αυτοκινήτου να χτυπά. Και όταν το φορτηγό περνάει, το νιώθεις να δονείται μέσα στο σώμα σου. Και έτσι, ένα από τα κύρια μαθήματα που λάβαμε από αυτή τη μελέτη ήταν ότι καμία εμπειρία δεν είναι πραγματικά εγγενώς δυσμενής ή αρνητική. Αλλά ότι το σθένος / η δύναμη μπορεί πραγματικά να αναστραφεί ανά πάσα στιγμή. Και έτσι, πρέπει πραγματικά να παρακολουθεί κανείς, δεν είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό της εμπειρίας. Και έτσι, η ίδια εμπειρία μπορεί να ανατραπεί στο ίδιο άτομο. Ομοίως, η ίδια εμπειρία ή παρόμοιες εμπειρίες μπορούν να εκτιμηθούν ως θετικές ή αρνητικές από διαφορετικούς ανθρώπους ανάλογα με το πολιτισμικό τους πλαίσιο ή τους στόχους τους ή τον προσανατολισμό τους σχετικά με το πως ορίζουν την ευεξία.

Σε σχέση με το διαλογισμό και το άγχος, το φόβο, τον πανικό, η Britton λέει:

«Και θα έλεγα ότι σε όλη τη δουλειά που έχω κάνει με διαφορετικούς πληθυσμούς, [αυτές οι εμπειρίες] συνεχίζουν να είναι οι πιο κοινές. Έτσι για τα συμπτώματα στο φάσμα του άγχους… Ξέρετε, τα συναισθήματα μπορεί να γίνουν πιο δυνατά ή λιγότερο έντονα. Έτσι, μπορεί να δούμε αυξήσεις στη συναισθηματική ένταση, τη συναισθηματική αντιδραστικότητα, κάθε συναίσθημα μπορεί να ευαισθητοποιηθεί, όπως και οι αισθήσεις. Μπορείς όμως να δει κανείς να συμβαίνει και το αντίθετο.  Έτσι, μπορεί επίσης να δούμε μια απώλεια συναισθήματος, συναισθηματική άμβλυνση, περισσότερο επίπεδη, απώλεια κινήτρων, τέτοιου είδους πράγματα. Από την πιο σοβαρή πλευρά, έχουμε δει ανθρώπους να αναπτύσσουν συμπτώματα που οι κλινικοί γιατροί θα κατηγοριοποιούσαν ως ψύχωση ή μανία και συχνά απαιτούν νοσηλεία. Και φαίνεται ότι ορισμένοι τύποι πρακτικών διαλογισμού είναι αρκετά καλοί στην ενίσχυση του προ-μετωπιαίου ελέγχου πάνω στο μεταιχμιακό σύστημα και αυτό μπορεί να βοηθήσει πραγματικά τους ανθρώπους να μπορούν να ρυθμίζουν τα συναισθήματά τους. Υπάρχουν πάρα πολλά συγκλίνοντα δεδομένα ερευνών για αυτό, κάτι που είναι υπέροχο. Τι γίνεται όμως αν συνεχίσει κανείς; Τι γίνεται αν συνεχίσει κανείς να προπονείται και να ρυθμίζει τα συναισθήματα… Τι γίνεται αν ρυθμίσει κανείς υπερβολικά το μεταιχμιακό σύστημα και την αμυγδαλή; ………. Ανακάλυψα ότι αν κοιτάξουμε τους νευρικούς συσχετισμούς της διάσχισης, που είναι ένα από τα πράγματα που βλέπαμε ως αποτέλεσμα του διαλογισμού και που χαρακτηρίζεται από ένα πολύ επίπεδο αποτέλεσμα – οι άνθρωποι δεν βιώνουν τα συναισθήματά τους τόσο έντονα—έχει σχεδόν ταυτόσημες νευρικές συσχετίσεις με αυτό που διαφημίζεται ως ο μηχανισμός όλων των πλεονεκτημάτων, που είναι πολύ ισχυρή προ-μετωπιαία ενεργοποίηση, και κατά συνέπεια μια προς τα κάτω ρύθμιση του μεταιχμιακού συστήματος και της αμυγδαλής…… Έτσι για το άγχος, νομίζω ότι ένα από τα μέρη που πρέπει να κοιτάξουμε είναι ο νησιωτικός φλοιός. Έτσι, αν κοιτάξετε, συχνά μιλάμε για τον νησιωτικό φλοιό και την σωματική επίγνωση σαν να είναι, σαν να μην μπορεί κανείς ποτέ να έχει αρκετή επίγνωση του σώματος. Και αν εστιάζουμε στο σώμα μας και κάνουμε σαρώσεις σώματος [είδος άσκησης] και εστιάσουμε στην αναπνοή μας, και πραγματικά προσέξουμε τις αισθητηριακές διαστάσεις της εμπειρίας σας, τότε όλα θα είναι καλύτερα γιατί δεν θα σκεφτόμαστε τόσο πολύ. Αυτό είναι το μοντέλο που μου έμαθαν. Αλλά αν κοιτάξουμε τα κριτήρια RDoC για το άγχος (το οποίο είναι ένα είδος σχεδίου του NIH και προσπαθήσει να χαρτογραφήσει όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να χαρτογραφήσουμε βιολογικά ορισμένες καταστάσεις και ορισμένα προβλήματα), θα δείτε ότι η ενεργοποίηση του νησιωτικού φλοιού συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με διάφορα θέματα που σχετίζονται με το άγχος. Άγχος, διαταραχή πανικού, αναδρομές στο παρελθόν, όλα συνδέονται με υψηλά επίπεδα ενεργοποίησης του νησιωτικού φλοιού. Και γνωρίζουμε ότι το να έχει κανείς υπερβολικά ισχυρή ακρίβεια επίγνωσης του σώματος, δεν είναι πάντα πιο ωφέλιμο όσον αφορά την ευεξία μας. Συχνά μπορεί να συσχετιστεί με την τάση για άγχος. Και έχουμε ακούσει πολλά από, τώρα υπάρχει ένα ολόκληρο είδος κινήματος σχετικά με τις τροποποιήσεις που αφορούν το τραύμα και την ενσυνειδητότητα που πλέον ενημερώνεται από τις γνώσεις μας γύρω από το τραύμα… [που σημαίνει] ότι εάν έχει κανείς ιστορικό τραύματος και είναι επιρρεπής σε άγχος, τότε το να κάνει πρακτικές διαλογισμού με βάση το σώμα μπορεί να αντενδείκνυται . Ότι όσο περισσότερο χρόνο αφιερώνει κανείς εστιάζοντας στο σώμα  αυτό μπορεί πραγματικά να ενισχύσει το νησιωτικό φλοιό και κάπως να ενισχύσει όλη τη συναισθηματική ένταση».

β) Μια συζήτηση podcast, με τίτλο: The Risks of Meditation / Τα Ρίσκα του Διαλογισμού, στην οποία ο David Treleaven μιλά με τον Willoughby Britton, Ph.D. και Jared Lindahl, Ph.D., οι οποίοι θεωρούνται ειδικοί στη μελέτη των δυσκολιών που συναντούν συχνά οι άνθρωποι με τον διαλογισμό, καθώς και των παραγόντων που συμβάλλουν σε αυτές τις εμπειρίες. Είναι οι συν-συγγραφείς της μελέτης Varieties of Contemplative Experience (VCE) [δείτε παρακάτω]—μια έρευνα ορόσημο για τη φύση των δυσκολιών που σχετίζονται με τον διαλογισμό, συμπεριλαμβανομένου του τραύματος: https://davidtreleaven.com/tsm-podcast-episode-willoughby-britton-jared-lindahl

γ) Οι Willoughby Britton και Jared Lindahl, συν-διευθυντές του Brown’s Clinical and Affective Neuroscience Laboratory (CLANlab), προτείνουν ότι «υπάρχει μια υπόθεση ότι ο διαλογισμός δεν έχει κινδύνους ή παρενέργειες. Ωστόσο, τα αρχαία εγχειρίδια διαλογισμού, οι επιστημονικές εκθέσεις και οι οδηγίες του προγράμματος ενσυνειδητότητας έχουν τεκμηριώσει τους πιθανούς κινδύνους του διαλογισμού, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων: της υπερευαισθησίας, της αϋπνίας, του άγχους, της διάσχισης, της επανεμφάνισης τραυματικών αναμνήσεων και της ψύχωσης. Έχουν διεξαγάγει τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα μελέτη σχετικά με τους κινδύνους και τις προκλήσεις του διαλογισμού, «The Varieties of Contemplative Experience», [https://www.cheetahhouse.org/vce], η οποία χρειάστηκε περισσότερο από μια δεκαετία για να ολοκληρωθεί. Οι συνεντεύξεις με περισσότερους από 100 δασκάλους διαλογισμού και άτομα που εξασκούνται στο διαλογισμό απέδωσαν 59 κατηγορίες προκλήσεων που σχετίζονται με το διαλογισμό και 26 παράγοντες που καθορίζουν αν αυτές οι εμπειρίες θα είναι ήπιες και φευγαλέες ή μακροχρόνιες και με σοβαρότερες επιπτώσεις.

δ) Μια λίστα με την χρωματική ποικιλία των πιθανών συμπτωμάτων στη διεύθυνση:  https://www.cheetahhouse.org/symptoms-

ε) Μία δημοσίευση της μελέτης VCE με τίτλο: I Have This Feeling of Not Really Being Here: Buddhist Meditation and Changes in Sense of Self / Έχω την αίσθηση ότι δεν είμαι πραγματικά εδώ: Διαλογισμός και αλλαγές στην αίσθηση του εαυτού από τους Jared R. Lindahl, Willoughby B. Britton Δημοσιεύθηκε το 2019 στη διεύθυνση: https://www.imprint.co.uk/wp-content/uploads/2021/03/Lindahl_Open_Access.pdf

Η μετάφραση θα ολοκληρωθεί σύντομα

In the abstract Lidahl and Britton write that a  change in sense of self is an outcome commonly associated with Buddhist meditation; however, the sense of self is construed in multiple ways, and which changes in self-related processing are expected, intended, or possible through meditation is not well understood. They report that in a qualitative study of meditation-related challenges, six discrete changes in sense of self were reported by meditators: change in narrative self, loss of sense of ownership, loss of sense of agency, change in sense of embodiment, change in self–other or self–world boundaries, and loss of sense of basic self, and that these changes in sense of self could be transient or enduring, positive or distressing, enhancing or impairing. Additionally, the changes were given varied appraisals, ranging from insights associated with Buddhist doctrines to psychopathologies such as depersonalization. The more global changes in sense of self were associated with higher levels of impairment, and also, the results have implications for both Buddhist meditation and mindfulness-based interventions.

Britton and Lidahl conclude: “Future research based upon the VCE data set will aim to account for the different appraisals of changes in sense of self by attending to the criteria teachers and practitioners alike use to differentiate challenging normative experiences that are a ‘part of the path’ from concerning signs of psychopathology. In addition, future publications will offer neurobiological hypotheses concerning how meditation affects different senses of self. Following Britton (2019), this approach will offer an integrated model that accounts for both the positive, beneficial effects that come from the attenuation of certain self-related processes under certain circumstances, as well as, the negative, impairing effects that come when such processes continue beyond optimal conditions

f) An article with the title: Awakening is not a metaphor: the effects of Buddhist meditation practices on basic wakefulness, by Willoughby B. Britton, Jared R. Lindahl, B. Rael Cahn, Jake H. Davis, and Roberta E. Goldman. [https://www.researchgate.net/publicatio/259488757_Awakening_is_not_a_metaphor_The_effects_of_Buddhist_meditation_practices_on_basic_wakefulness]

In this paper it is supported that Buddhist meditation practices have become a topic of widespread interest in both science and medicine, and that traditional formulations describe meditation as a state of relaxed alertness that must guard against both excessive hyper-arousal (restlessness) and excessive hypo-arousal (drowsiness, sleep).  However, modern applications of meditation have emphasized the hypo-arousing and relaxing effects without as much emphasis on the arousing or alertness-promoting effects. The purpose of this review was to provide evidence, by drawing from both scientific studies and Buddhist textual sources, of meditation’s arousing or wake-promoting effects in an attempt to counterbalance the common modern characterization of meditation as a relaxation technique that promotes hypo-arousal and sleep. Their findings suggest that these practices may promote greater wakefulness and lower sleep propensity, especially as practice progresses.

g) An article in Psychology Today entitled, Mindfulness Has Benefits and Risks, at: https://www.psychologytoday.com/us/blog/the-athletes-way/202105/new-research-focuses-the-harmfulness-mindfulness

Extract from the article:

“Britton makes an analogy between mindfulness and aspirin. Just as aspirin is a medicine-cabinet staple that can be pain-relieving and potentially life-saving in some situations, it can also cause heartburn, stomach cramps, and even gastrointestinal bleeding in some individuals. Therefore, having evidence-based knowledge of aspirin’s benefits and risks makes it easier to avoid its adverse side effects. Well-informed doctors and practitioners can make safe and effective dosage recommendations when prescribing aspirin to specific patients. Expanding on this aspirin metaphor, Britton said: “That’s where we need to get with mindfulness, too. Our study is an attempt to bring harms monitoring up to the standards of other treatments so that providers can identify events that require monitoring and intervention in order to maximize the safety and efficacy of mindfulness-based meditation.

h) An article entitled: Adverse Meditation Experiences: Navigating Buddhist and Secular Frameworks for Addressing them (2018) by Jane Compson

In the abstract Compson writes that the intent of the article is to stimulate a conversation and encourage an interdisciplinary dialogue  between secular and Buddhist camps around the notion of  adverse psychological experiences that can occur in the context of meditation practice and training,  in both a day-to-day practice or in the context of a residential and intensive retreat. She writes that depending on the context, there may be significant variations in accounts of both how to make sense and of how to manage such experiences. She also claims that there is accumulating research data that suggests that people can experience adverse effects and that this distress can be momentary or lasting and with long-term ramifications.  These experiences can occur in both religious and non religious settings like mindfulness-based interventions contexts. At some point she refers to the map of the four stages of insight that could provide guidance and support, but which is not available in all contexts, which she considers unethical, “particularly when the process of meditative insight occurs whether one is practicing in a Buddhist framework or not.“ I think this also robs people of choice because not all will want to take up this path, especially; if they have signed up for something else.  She further writes: “The stage of meditation is significant in predicting the likelihood of distress. Epstein and Lieff (1981) identified two phases of meditation practice where difficulties seemed more likely to be encountered.

i) An extract from an interesting chapter by Evan Thompson in relation to the need for science to investigate mindfulness related practices from a cognitive ecology perspective, which you can read at:   file:///C:/Users/User/Downloads/Looping%20Effects%20and%20the%20Cognitive%20Science%20of%20Mindfulness%20Meditation.pdf

“In summary, from an enactive perspective, science needs to move from investigating mindfulness-related practices from a neurocognitive perspective to investigating them from a cognitive ecology perspective, and it needs to move from investigating cognitive mechanisms in meditation practice to investigating culturally orchestrated cognitive skills in meditation practice. At stake is nothing less than leaving behind the misguided idea that mindfulness is in the head. This effort should also include a reflexive understanding of scientific experimentation as itself a cultural practice……….  every cognitive neuroscience study of meditation employs cultural practices in a richly structured, cultural context. Given that cultural practices orchestrate cognitive capacities in order to produce cognitive outcomes, attributing the observed cognitive outcomes in a neuroimaging study of meditation solely to the brains of the participants is unwarranted (Hutchins 2008, 2012).”

Τέλος, θα ολοκληρώσω την ανάρτηση με κάτι διαφορετικό, ένα ποίημα της Louise Gluck που μετέφρασα πρόσφατα.

Νόστος

Στην αυλή ήταν μια μηλιά-
αυτό θα ήταν πριν
σαράντα χρόνια- πίσω της,
μόνο άγρια λιβάδια. Σωροί
από κρόκο στο υγρό γρασίδι.
Στάθηκα στο παράθυρο:
τέλη Απρίλη. Ανοιξιάτικα
λουλούδια στην αυλή του γείτονα.
Πόσες φορές, αλήθεια, άνθισε το δέντρο
στα γενέθλιά μου,
τη μέρα εκείνη ακριβώς, ούτε
πιο πριν, ούτε μετά; Το αμετάβλητο
αντίβαρο στην αλλαγή, την μετεξέλιξη.
Η εικόνα αντίβαρο
στο ανυποχώρητο της γης. Τι
ξέρω εγώ γιʼ αυτό εδώ το μέρος,
τον ρόλο που το δέντρο είχε για δεκαετίες
τον πήρε ένα μπονσάι, φωνές
που έρχονται απʼ τα γήπεδα του τέννις-
Λιβάδια. Άρωμα από ψηλό χορτάρι, φρεσκοκουρεμένο.
Τι να περιμένεις από μια λυρική ποιήτρια.
Κοιτάζουμε τον κόσμο μια φορά, στα παιδικά μας χρόνια.
Όλα  τα’ άλλα είναι ανάμνηση.

Η μετάφραση του πρώτου μέρους έχει ολοκληρωθεί (01/03/2024)

Πρακτικές διαλογισμού: μια κριτική προσέγγιση

«Λοιπόν κάτι χάθηκε, αλλά κάτι κερδήθηκε  //  Ζώντας κάθε μέρα

Έχω κοιτάξει τη ζωή και από τις δύο πλευρές  //  Από τη νίκη και την ήττα και όμως ακόμη…». Στίχοι της Joni Mitchell

«Δεν μπορεί κανείς να ανταποκρίνεται βαθιά στον κόσμο χωρίς να νιώθει λύπη πολύ συχνά». Έριχ Φρομ

Μέρος πρώτο

Το χαρακτικό είναι της Βάσω Κατράκη

Το θέμα του σημερινού κειμένου είναι οι πρακτικές ενσυνειδητότητας και οι πρακτικές διαλογισμού, γενικότερα. Όπως έγραψα στην προηγούμενη ανάρτηση στο τέλος μιας δεκαετίας τακτικής ενασχόλησης με πρακτικές διαλογισμού, ένιωσα ότι είναι καλή στιγμή, να κάνω ένα διάλειμμα, να αναλογιστώ και να αξιολογήσω την εμπειρία μέχρι τώρα, να διαβάσω, ν ακούσω,  και να δω διαφορετικές πτυχές και πλευρές αυτής της ανθρώπινης δραστηριότητας και αυτού του σύγχρονου κινήματος. Κατά κάποιο τρόπο, ένιωσα την ανάγκη να αποκτήσω μια ευρύτερη άποψη για τον ευρύ και ποικιλόμορφο κόσμο του διαλογισμού. Αυτό ήταν ένα αναπόφευκτο βήμα, και θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν αποτέλεσμα των ίδιων των πρακτικών. Το σημερινό κομμάτι είναι το αποτέλεσμα της δικής μου εμπειρίας, των δικών μου σχετικών σημειώσεων, και αρκετής ανάγνωσης βιβλίων και ακαδημαϊκών άρθρων. Περιλαμβάνει μια κριτική προσέγγιση γιατί πιστεύω ότι οι κριτικές προσεγγίσεις γενικότερα είναι πολύτιμες, παρόλο που δεν είναι πάντα ευπρόσδεκτες.

Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, ή ίσως με όλα τα πράγματα, υπάρχουν πολλές ιστορίες να αφηγηθούμε και πολλές οπτικές γωνίες για να δούμε τα πράγματα. Αυτή εδώ είναι μόνο μια αφήγηση μιας πολύ μεγάλης και περίπλοκης πραγματικότητας / ιστορίας. Νιώθω ότι είναι καιρός να επιτρέψω στις σποραδικές συνειδητοποιήσεις και τις ιδέες που έχω σταχυολογήσει, σε αυτό το μονοπάτι να γίνουν πιο εμφανείς και ορατές σε μένα – όχι μόνο κοιτάζοντας μέσα μου – αλλά και έξω από εμένα, γιατί τόσο το άτομο όσο και οι πρακτικές είναι πολιτισμικά, ιστορικά και κοινωνικοοικονομικά, ενσωματωμένα. Ο καθηγητής Richard Payne ισχυρίζεται ότι κανένα πρόγραμμα ενσυνειδητότητας, για παράδειγμα, δεν είναι ουδέτερο και ότι όλα τα εργαλεία [συμπεριλαμβανομένων των εργαλείων αυτό-βελτίωσης] είναι ιδεολογίες επειδή «προωθούν / αντανακλούν τις αξίες των δημιουργών τους και εμπεδώνουν αυτές τις αξίες στους χρήστες». Οι πρακτικές εντάσσονται σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια και οι διαλογιζόμενοι μπορεί να έχουν παρόμοιες ή / και διαφορετικές εμπειρίες και αποτελέσματα ανάλογα με το πλαίσιο.

Η ενασχόληση με αυτές τις τεχνολογίες, αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω αυτόν τον όρο, δεν θα πρέπει μόνο να αυξάνει την «ενόραση», αλλά επίσης, την «εξωτερική γνώση» γιατί και τα δύο επίπεδα γνώσης ουσιαστικά είναι ένα, και το ένα χωρίς το άλλο όχι μόνο εμποδίζει τη διαδικασία «ενόρασης και απελευθέρωσης του νου», αλλά δεν ενδυναμώνει τους ανθρώπους ώστε να επιφέρουν εξωτερικές αλλαγές / αλλαγές στο περιβάλλον. Η πρόθεση μου ήταν και είναι μέσω και αυτών των εργαλείων να υπερβώ “τείχη”, και να αποκτώ όλο και  μεγαλύτερη σαφήνεια, ακόμη και τα “τείχη” που μπορεί να υψώνουν εργαλεία ενσυνειδητότητας και άλλες πρακτικές διαλογισμού και οι συνοδευτικές διδασκαλίες. Το πρώτο μέρος της ανάρτησης περιλαμβάνει δικές μου συνειδητοποιήσεις, καθώς και απόψεις και παρατηρήσεις άλλων, λαμβάνοντας υπόψη τη δουλειά και τις γνώσεις άλλων με εξειδίκευση και περισσότερη εμπειρία. Στο δεύτερο μέρος επέλεξα να παρουσιάσω μερικά από τα βασικά σημεία ενός από τα διάφορα ακαδημαϊκά άρθρα που διάβασα τον τελευταίο καιρό.

Αρχικά, είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ξεκινούν ενώ γνωρίζουν ελάχιστα για τον διαλογισμό και την ενσυνειδητότητα, τους διαφορετικούς τύπους, την προέλευσή του, τις προσαρμογές σε βάθος χιλιετιών και σε διαφορετικούς πολιτισμούς, τις τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις και τα προβλήματα που θα μπορούσαν να προκύψουν, το πώς το πλαίσιο καθορίζει την πρακτική και το αποτέλεσμα, και ούτω καθεξής. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η προώθηση και μετάδοση συνήθως  σημαίνει ότι πολλοί άνθρωποι φτάνουν σε αυτές τις πρακτικές μέσω μαθημάτων ψυχολογίας, ψυχοθεραπείας, γιόγκα ή μαθημάτων άσκησης και της τεράστιας προώθησης και εμπορευματοποίησης της ενσυνειδητότητας μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης στις δυτικές χώρες, ειδικά στις αγγλόφωνες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αμερική. Υπό αυτή την έννοια, πολλοί άνθρωποι δεν έχουν πολλές επιλογές όταν ξεκινούν, και δεν γνωρίζουν πολλά για αυτές τις πρακτικές, τις πολλές δυνατότητές τους, καθώς και τις παγίδες και τις αρνητικές επιπτώσεις, και ακόμη περισσότερο, πώς να αποφύγουν ή να προχωρήσουν πέρα από τις δυσκολίες όταν συμβαίνουν, ούτε έχουν επίγνωση των παγίδων που προκύπτουν από τη δύναμη του διαλογισμού να αποδομεί και να αναδομεί. Αυτές οι πρακτικές με τις συνοδευτικές αφηγήσεις έχουν τη δύναμη να αναδιαμορφώσουν την υποκειμενικότητα και την αίσθηση της ταυτότητάς μας.

Ως εκ τούτου, κάτι που θα ήθελα να θίξω είναι η ανάγκη για μια πιο διαφανή συζήτηση και διάδοση πληροφοριών γύρω από αυτές τις πρακτικές, κάτι που νομίζω ότι θα ωφελούσε τους ασχολούμενους με τις πρακτικές και το χώρο της ενσυνειδητότητας και του διαλογισμού γενικότερα. Φυσικά, αυτό δεν είναι εύκολο αν σκεφτεί κανείς ότι το πεδίο του διαλογισμού ευρύτερα, και της ενσυνειδητότητας πιο συγκεκριμένα, είναι πολύ ποικίλο και δεν είναι απαλλαγμένο από πολιτικές και επιχειρηματικές ατζέντες και στόχους. Μερικές από τις κριτικές που διατυπώνονται συνδέονται με τον τρόπο με τον οποίο διαδίδονται αυτές οι πρακτικές και με το γεγονός ότι συχνά διδάσκουν στους ανθρώπους αποδοχή της ανισορροπίας εξουσίας και συμμόρφωση στο κατεστημένο μέσω της καλλιέργειας διορατικότητας για την εσωτερική λειτουργία του νου και της ψυχής μας και μόνο [που σαφώς είναι ωφέλιμη και πολύτιμη διεργασία], χωρίς ταυτόχρονα όμως να ενθαρρύνεται το ¨outsight.” Το outsight θα μπορούσε να γίνει κατανοητό ως διορατικότητα για τη λειτουργία του κόσμου, τις ανισορροπίες ισχύος και τα πλαίσια που μας επηρεάζουν, και στα οποία λαμβάνουν χώρα οι μικροί προσωπικοί μας κόσμοι και εμπειρίες, ποτ μας επιτρέπει να δούμε πού οδηγούν τα νήματα των προσωπικών μας πληγών και κακουχιών. Αυτό θα τιμούσε πραγματικά τις αξίες της στοργικής καλοσύνης, της συμπόνιας, της συνεκτικότητας, και της αλληλεξάρτησης.

Σε σχέση λοιπόν με τη διάδοση ιδεών και πρακτικών, μια ηθική προσέγγιση θα ήταν η αποφυγή μιας πατερναλιστικής στάσης και η αποφυγή επιλεκτικής διάδοσης πληροφοριών στο ευρύ κοινό ή στις μάζες. Οπότε, περισσότερη διαφάνεια θα ήταν χρήσιμη εάν είναι αυτές οι τεχνολογίες, που αρχικά εξασκούνταν από λίγους, κυρίως σε μοναστικά πλαίσια, να γίνουν διαθέσιμες σε ένα πολύ ευρύ κοινό σε διαφορετικούς πολιτισμούς, και να αποφέρουν το μεγαλύτερο δυνατόν όφελος. Πρέπει να εξετάσουμε τις ιστορικές αλλαγές, τα εθνικά και πολιτισμικά πλαίσια και να ενσωματώσουμε τις πρακτικές και θεωρίες στον 21ο αιώνα και να κάνουμε τις απαραίτητες προσαρμογές, για θεραπευτικούς, κλινικούς και άλλους σκοπούς, χωρίς όμως να παραμελούμε να παρέχουμε ειλικρίνεια κατά τη διαφήμιση και την προώθηση και διαφάνεια γύρω από ζητήματα όπως τις δυσμενείς επιπτώσεις, για παράδειγμα…………

…… Γενικά υποστηρίζεται ότι δεν έχει δοθεί αρκετή προσοχή στο γεγονός ότι είναι αρκετά συνηθισμένο για όσους κάνουν διαλογισμό να βιώνουν μια ποικιλία από ενοχλητικές ή ανησυχητικές εμπειρίες. Ωστόσο, υπάρχουν πλέον διαθέσιμες όλο και περισσότερες ερευνητικές και ακαδημαϊκές εργασίες. Λόγω του μήκους αυτού του κομματιού θα αναφέρω συνδέσμους με ακαδημαϊκά άρθρα και συζητήσεις που είναι ελεύθερα διαθέσιμα για όσους ενδιαφέρονται να διαβάσουν ή να ρίξουν μια ματιά, στην επόμενη ανάρτηση.

Εάν λοιπόν πρόκειται να ενσωματωθούν αυτές οι πρακτικές στην καθημερινή ζωή των σύγχρονων ανθρώπων, η επιλογή των ιδεών και των διδασκαλιών που τονίζονται και στις οποίες υπάρχει έμφαση πρέπει να εξυπηρετεί το ευρύτερο κοινό και όχι την ελίτ, το status quo ή την αγορά. Η Michal Pagis (2018), στης οποίας το άρθρο θα αναφερθώ παρακάτω γράφει: «Η καπιταλιστική και νεοφιλελεύθερη κουλτούρα της υποκειμενικής ευημερίας και θεραπείας ωθούν την πρακτική του διαλογισμού σε νέα πλαίσια και θεσμούς που μπορεί ως αποτέλεσμα να αλλάξουν αυτούς τους θεσμούς, αλλά και να καταλήξουν να αφομοιωθούν από τους θεσμούς, όταν για παράδειγμα, ο διαλογισμός γίνεται εργαλείο για την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων…». Σε σχέση με αυτόν τον τομέα στο βιβλίο του, McMindfulness, ο Ron Purser γράφει ότι τα εταιρικά προγράμματα ενσυνειδητότητας αντιπροσωπεύουν «μια προγραμματική προσπάθεια αναμόρφωσης της υποκειμενικότητας του εργαζομένου ως πολύτιμου και ουσιαστικού στοιχείου για την εταιρική επιτυχία».

Σε σχέση με την ενσυνειδητότητα που διδάσκεται στα σχολεία, ο Purser γράφει ότι «η ενσυνειδητότητα δεν θα μπορούσε να είχε γίνει τόσο δημοφιλής όσο έχει γίνει χωρίς τους πολιτισμικούς κανόνες μιας θεραπευτικής κουλτούρας που μας λέει ότι χρειαζόμαστε βοήθεια — την οποία θα λάβουμε, είτε μας αρέσει είτε όχι, μαζί με την εκπαίδευση υπακοής». Γράφει: «Τι θα συμβεί εάν ένας ευάλωτος μαθητής βιώσει ένα δυνατό και δύσκολο συναίσθημα λόγω προηγούμενου τραύματος, για παράδειγμα; Οι δάσκαλοι σπάνια έχουν την ψυχολογική κατάρτιση για τέτοιες καταστάσεις και η έρευνα σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις των πρακτικών ενσυνειδητότητας συχνά αγνοείται. Η αδιάκριτη διδασκαλία της σε όλα τα παιδιά θα μπορούσε να είναι ανεύθυνη, δεδομένης της έλλειψης αυστηρών μελετών που δείχνουν σαφή οφέλη πέρα από την ειρήνευση. Ρωτάει επίσης: «Μήπως είναι ανεύθυνο να διδάσκουμε τις πρακτικές ενσυνειδητότητας σε περιθωριοποιημένες κοινότητες όταν η επιστημονική έρευνα είναι τόσο λίγη; Τι γίνεται με τα τραυματισμένα παιδιά; Υπάρχει σημαντική έρευνα που δείχνει ότι οι παρεμβάσεις που βασίζονται στην ενσυνειδητότητα αντενδείκνυται για όσους έχουν υποστεί τραύματα. Υπάρχουν επίσης γενικές ενδείξεις ότι αυτή η πρακτική δεν είναι για όλους…. «Κανείς δεν ρώτησε εάν υπάρχουν πιθανές δυσκολίες ή δυσμενείς επιπτώσεις και εάν υπάρχουν κάποιες πρακτικές που μπορεί να είναι πιο κατάλληλες ή λιγότερο κατάλληλες [για] κάποιους ανθρώπους έναντι άλλων».

Πριν συνεχίσω, πρέπει να πω ότι αυτό το κομμάτι σήμερα βασίζεται σε μια βασική υποκείμενη αξία ή πεποίθηση που έχω, η οποία είναι ότι όλοι έχουμε το δικαίωμα να ζούμε αυτή τη ζωή όσο καλύτερα μπορούμε, να σκεφτόμαστε μόνοι μας και να ενεργούμε για όλους , στο μέτρο του δυνατού, και όσο μας το επιτρέπουν οι συνθήκες μας. Έχω υπάρξει ξεκάθαρη σχετικά με αυτές τις αξίες μέσω των αναρτήσεων μου και πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να υποστηρίζονται για να αξιοποιήσουν στο έπακρο τη ζωή τους, να ζήσουν μια καλή ζωή, να απολαύσουν αυτή τη ζωή που έχουμε τώρα, ενώ υποστηρίζουμε και τους άλλους να κάνουν το ίδιο, και το πιο σημαντικό, δεν υπονομεύουμε τους άλλους. Η υποτίμηση της  ζωής που ξέρουμε ότι έχουμε σίγουρα και η υπονόμευση των ευκαιριών να την αξιοποιήσουμε στο έπακρο δεν μου φαίνεται πολύ ηθική ή δίκαιη. Το λέω αυτό για να σημειώσω ότι δεν υπάρχει ανάγκη να παθολογικοποιούμε την υγιή επιθυμία, τα όνειρα και τις επιθυμίες ή να πυροδοτούμε ενοχές και ντροπή. Αυτές οι πρακτικές έχουν χρησιμοποιηθεί διαχρονικά ως μέσο καταπίεσης και είναι ένας τρόπος να παραμένουν οι άνθρωποι σε καθορισμένα από άλλους πλαίσια. Πολλοί άνθρωποι κουβαλούν ήδη πληγές, βάρη και κοινωνικό-πολιτισμικό προγραμματισμό για το που ανήκουν, τι τους αξίζει και τι αξίζουν, κάτι που  διαβρώνει την αυτοπεποίθησή και την υγιή διεκδίκησή, τα οποία είναι απαραίτητα για να ζήσουν καλά. Έτσι, η ευαίσθητη διάδοση και οι βασισμένες στην πραγματικότητα διδασκαλίες και πρακτικές, ειδικά όταν προέρχονται από άτομα που είναι από πολλές απόψεις προνομιούχα και μορφωμένα, και που έχουν δύναμη και θέση, είναι σημαντική. Επιπλέον, τίποτα δεν συμβαίνει στο κενό, και οι άνθρωποι που προωθούν και διδάσκουν σε αυτόν τον χώρο έχουν αξίες και είναι ενσωματωμένοι σε πλαίσια, οπότε η διαφάνεια σχετικά με τις βασικές τους αξίες ή τις απόψεις τους για τη ζωή θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερες επιλογές σε όσους ενδιαφέρονται για αυτά τα εργαλεία, και που συχνά προέρχονται από διαφορετικές παραδόσεις και πολιτισμούς. Δεν υπάρχουν διδασκαλίες χωρίς αξία, παρά μόνο περισσότερο ή λιγότερο διαφάνεια στον τρόπο μετάδοσης τους.

Ενσυνειδητότητα

Υπάρχουν πολλοί ορισμοί της ενσυνειδητότητας και ένα ορισμένο επίπεδο διαφωνίας [αλλά δεν θα εστιάσω πολύ σε αυτό το νήμα της ιστορίας], ανάλογα με το πώς γίνεται κατανοητή ή πως παρουσιάζεται σε διαφορετικά πλαίσια ή πώς ορίζεται από διαφορετικούς δασκάλους. Σε ένα άρθρο που διάβασα πρόσφατα η Susanne M. Jone γράφει ότι «Η ενσυνειδητότητα θεωρείται γενικά ως η επικεντρωμένη  προσοχή και επίγνωση των εσωτερικών και εξωτερικών εμπειριών με απαθή και μη επικριτικό τρόπο (Brown & Ryan, 2003).¨ Δηλώνει περαιτέρω ότι η ενσυνειδητότητα αποτελείται από δύο βασικές διαδικασίες: (α) τη ρύθμιση της προσοχής μας στις παρούσες εμπειρίες. και (β) την προσέγγιση αυτών των εμπειριών με περιέργεια και με μη επικριτικούς ή αντιδραστικούς τρόπους, ανεξάρτητα από την ένταση τους και το πόσο επιθυμητές είναι. Κεντρικό στοιχείο της επίγνωσης είναι η προσοχή». Δυτικοί πρωτοπόροι της ενσυνειδητότητας, όπως η Ellen Langer, της οποίας η προσέγγιση δεν είναι διαλογιστική, προτείνει ότι η συμπεριφορά μας είναι απερίσκεπτη τις περισσότερες φορές και για να καλλιεργήσουμε την ενσυνειδητότητα, χρειάζεται απλώς να παρατηρούμε ενεργά νέα πράγματα, να εγκαταλείψουμε προκατασκευασμένες νοοτροπίες και να ενεργήσουμε σύμφωνα με τις νέες παρατηρήσεις. Ο Jon Kabat-Zinn έχει ορίσει τον διαλογισμό ενσυνειδητότητας ως «την επίγνωση που προκύπτει από την συνειδητή προσοχή, στην παρούσα στιγμή και χωρίς κριτική», η οποία «συχνά οδηγεί στην κατανόηση της συνεχώς μεταβαλλόμενης φύσης των αισθήσεων, ακόμη και των πολύ δυσάρεστων, και ως εκ τούτου, την παροδικότητα τους»,  Μια από τις αρχικές συνεργάτριες του, η Peggy B. Gillespie, προτείνει ότι «ενσυνειδητότητα σημαίνει απλώς να δίνεις προσοχή στο παρόν και να επιτρέπεις σε οτιδήποτε υπάρχει να γίνει ορατό και να βιωθεί πλήρως».

Ωστόσο, ένα σημείο που επισημαίνουν πολλοί είναι ότι η ενσυνειδητότητα είναι κάτι περισσότερο από την απλή προσοχή στην παρούσα στιγμή. Όσον αφορά δε τη συχνά τονισμένη «μη επικριτική» πτυχή, νοείται ως έλλειψη αποστροφής, αλλά όχι ως έλλειψη αξιολογικής διάκρισης ή αξιολόγησης και διορατικότητας. Η εκπαίδευση ενσυνειδητότητας, όπως κατανοείται πιο παραδοσιακά, είναι αδιαχώριστη από την ηθική ανάπτυξη. Ο Ron Purser γράφει ότι η καλλιέργεια της «σωστής επίγνωσης» / “right mindfulness” είναι μόνο ένα μέρος μαζί με τη «σωστή» κατανόηση, πρόθεση, ομιλία, δράση, βιοπορισμό, προσπάθεια και συγκέντρωση. Ο Purser προσθέτει ότι «Το αληθινό νόημα της ενσυνειδητότητας είναι μια πράξη ανάμνησης / re-membering,, όχι μόνο από την άποψη της ανάμνησης και της προσεκτικής παρουσίας στην κατάστασή μας, αλλά και της συναρμολόγησης της ζωής μας, συλλογικά.» Και αλλού, γράφει: Ο νεοφιλελεύθερος εαυτός ενθαρρύνεται πάντα να «πηγαίνει λίγο βαθύτερα» στο εσωτερικό, για να φροντίζει καλύτερα τον εαυτό του. Καθώς αυτή η αυτοδιαχείριση περνά στο προσκήνιο, οι συλλογικές ζωές γίνονται λιγότερο σημαντικές…… Οι βουδιστικές διδασκαλίες για την παροδικότητα συχνά επιλέγονται από τους υποστηρικτές της Ενσυνειδητότητας για να γιορτάσουν την αποδοχή της αλλαγής ενόψει της όψιμης καπιταλιστικής ανασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της διαδοχικής ανεργίας…… Επιπλέον, με το βάρος της ευθύνης που ανατίθεται στα άτομα να διαχειρίζονται το σώμα τους, τα συναισθήματα και την υγεία τους, το ιδεολογικό υπόβαθρο της σύγχρονης ενσυνειδητότητας είναι ότι η αλλαγή του κόσμου ξεκινά με την αλλαγή του εαυτού. Και αυτή η αλλαγή θεωρείται κυρίως ως προσωπική επιλογή τρόπου ζωής, παρά ως άμεση ενασχόληση με την κοινωνία και την πολιτική».

Όπως τα περισσότερα πράγματα, η πρακτική της ενσυνειδητότητας μπορεί να έχει τόσο θετικές εφαρμογές και αποτελέσματα όσο και αρνητικά. Η ενσυνείδητη συγκέντρωση είναι ικανότητα και δύναμη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καλούς και λιγότερο υγιείς σκοπούς, κι  επίσης μπορεί να είναι ευεργετική με πολλούς τρόπους. Εν συντομία, μπορεί να αυξήσει την αίσθηση ηρεμίας μας, μπορεί να μειώσει την ανακύκλωση σκέψεων που μπορεί να μειώσει το στρες, το άγχος και βελτιώσει άλλα θέματα. Μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τον πόνο και μπορεί να αυξήσει τη διορατικότητα σχετικά με την προσωπική μας ιστορία, κάτι που με τη σειρά του θα μπορούσε να αυξήσει την δυνατότητα επιλογών ή συνειδητών επιλογών. Ένα άλλο θετικό αποτέλεσμα από την εξάσκηση της επίγνωσης και την όξυνση της προσοχής μας είναι ότι αυξάνει την ικανότητά μας να είμαστε παρόντες και διορατικοί, κάτι που αλλάζει την κατανόησή μας και τις αντιδράσεις μας σε ανθρώπους και γεγονότα. Το να συνειδητοποιήσουμε περισσότερο τις αυτόματες αντιδράσεις μας και τα μοτίβα σκέψης και συμπεριφοράς μπορεί να μας βοηθήσει να αλλάξουμε τον τρόπο ύπαρξης και σχέσης με ανθρώπους και πράγματα.

Ωστόσο, δεν είναι πανάκεια που τα θεραπεύει όλα, τίποτα δεν είναι, ούτε και μπορεί να μειώσει τα δεινά στον κόσμο χωρίς ταυτόχρονες κοινωνικές και περιβαλλοντικές αλλαγές, καθώς και αλλαγές στις συνθήκες ζωής του ατόμου.  Η μείωση του πόνου είναι καλή πρόθεση και στόχος, αλλά εάν πρόκειται να συμβεί πραγματικά, οι άνθρωποι στον κόσμο της ενσυνειδητότητας και του διαλογισμού θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν και να αναγνωρίσουν ότι ο προσωπικός και ο συλλογικός πόνος έχουν επίσης κοινωνικό-πολιτισμικές και οικονομικές αιτίες. Οι κοινωνιολόγοι το ονομάζουν αυτό κοινωνιολογική φαντασία. Χωρίς συστημικές αλλαγές και χωρίς συστήματα που να προστατεύουν τα δικαιώματα και τη διαβίωση των ανθρώπων, και δομές που «φροντίζουν» τους ανθρώπους, η ενσυνειδητότητα χάνει ένα μεγάλο μέρος της ικανότητάς της για καλό. Η διάδοση ιδεών που υποδηλώνουν ότι τα αίτια των προβλημάτων και του πόνου είναι δυσανάλογα μέσα στους ανθρώπους και η παράβλεψη των κοινωνικοπολιτικών, πολιτισμικών και οικονομικών πλαισίων που διαμορφώνουν και καθορίζουν τι μπορούν να κάνουν και πώς ζουν οι άνθρωποι, αδικεί τους ασκούμενους σε αυτές τις πρακτικές, έστω και χωρίς πρόθεση.

Πριν από λίγο καιρό, έγραψα μια ανάρτηση για το πώς το άγχος και η ανθρώπινες δυσκολίες έχουν ιατρικοποιηθεί, εμπορευματοποιηθεί, ιδιωτικοποιηθεί και αποπολιτικοποιηθεί, και πώς η διαχείρισή τους αφήνεται στο άτομο, σαν να υπάρχει σε μια φούσκα ή κυριολεκτικά να επιπλέει στους αιθέρες, σαν να ήταν δυνατόν ποτέ να υπάρχουμε και να λειτουργούμε ως πλήρως αυτόνομα όντα με απεριόριστη αυτοβουλία, αποκομμένοι από το περιβάλλον μας. Στο βιβλίο του Rethinking Meditation, ο David McMahan γράφει: «…επιπλέοντας ελεύθερα πάνω από τις κοινωνικές συνθήκες, φωλιασμένοι σε μια προστατευμένη εσωτερική ακρόπολη, άτρωτοι στις εξωτερικές ενοχλήσεις. Εάν τέτοιες έννοιες πνευματικής ελευθερίας είναι ανεπαρκείς, τότε τι είδους ελευθερία μπορούν να προσφέρουν οι διαλογιστικές πρακτικές; Αν και δεν απορρίπτω εντελώς το μοντέλο της «εσωτερικής ακρόπολης», υποστηρίζω, αντλώντας από ορισμένες φεμινιστικές, ανθρωπολογικές και ψυχολογικές έρευνες, ότι τέτοιες πρακτικές δημιουργούν δυνατότητες για μεγαλύτερη «αυτονομία εντός πλαισίων», μια έννοια που αναγνωρίζει την ενσωμάτωση των ατόμων σε ένα πλέγμα κοινωνικών συνθηκών και μέσα στις οποίες αυτές οι πρακτικές επιτρέπουν την αύξηση της αυτοβουλίας μέσω της αυξημένης συνειδητοποίησης των δυνατοτήτων δράσης». Αναφέρει επίσης πώς αυτές οι πρακτικές μπορούν να αναπτυχθούν στην υπηρεσία της κοινωνικοπολιτικής ελευθερίας και δικαιοσύνης.

Για να επιστρέψω στο άγχος και την δυστυχία, είχα γράψει τότε ότι η τρέχουσα ρητορική της ευτυχίας, της ανθεκτικότητας, της αυτοκυριαρχίας και της ευεξίας και ευημερίας προϋποθέτει ότι όλα αυτά είναι απλώς εσωτερική δουλειά και εκμάθηση δεξιοτήτων. Αλλά αυτό είναι μόνο ένα μέρος της αλήθειας, η ευημερία και η ευτυχία δεν είναι μόνο προϊόντα ατομικής προσπάθειας, αλλά εξαρτώνται επιπλέον από πράγματα όπως είναι: το εισόδημα, η ανεργία, το επίπεδο εκπαίδευσης, τα οικονομικά εμπόδια στην εκπαίδευση για τόσους πολλούς νέους, η καταπίεση, οι μυριάδες υπάρχοντες -ισμοί,  η άδικη μεταχείριση, η ισότητα ή η έλλειψή της,  ο τοξικός ανταγωνισμός μέσα σε τοξικές κουλτούρες, οι σχέσεις, η παραπληροφόρηση ή η έλλειψη πληροφόρησης, η ποιότητα υγειονομικής περίθαλψης και τυχόν εμπόδια στην πρόσβαση υγειονομικής περίθαλψης, οι διαθέσιμοι πόροι και παροχές, το τραύμα, και ούτω καθεξής.

Η ευημερία / ευεξία δεν ήταν ποτέ μόνο «μια προσωπική υπόθεση». Είναι τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική δουλειά, και είναι αλληλένδετες και αλληλεξαρτώμενες διαδικασίες. Αυτή η διάσπαση φαίνεται να είναι μέρος της νεοφιλελεύθερης ιδέας ότι μέσω των τρόπων αυτό-φροντίδας, ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει και να ευδοκιμήσει, και ότι δομές όπως το κράτος πρόνοιας, άλλες τέτοιες προστατευτικές οργανώσεις και άλλες συλλογικές δομές, δεν είναι απαραίτητες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τονίζεται ιδιαίτερα η μη επικριτική πτυχή των πρακτικών διαλογισμού, η οποία σε κάποιο βαθμό είναι απαραίτητη και χρήσιμη για την εκπαίδευση του νου και την όξυνση της εστίασής μας, αλλά ως στάση ζωής μπορεί να μην είναι τόσο χρήσιμη πάντοτε. Η μη καλλιέργεια κριτικής αξιολόγησης και κριτικής ενασχόλησης με τις πολλές «αιτίες του πόνου» και τις ανισορροπίες εξουσίας και τις αδικίες, που υπάρχουν στον κόσμο, μπορεί να οδηγήσει σε μια μορφή ασυνειδησίας και μπορεί να καταλήξει να είναι ένας προγραμματισμός αποδυνάμωσης. Στην πραγματικότητα, η αποδομητική και αναδομητική δύναμη του διαλογισμού θα πρέπει να συζητηθεί ανοιχτά, οι δυνατότητες και οι παγίδες. Ο χώρος της Ενσυνειδητότητας πρέπει να περιλαμβάνει και να επιτρέπει την κριτική σκέψη και τη συζήτηση των πολλαπλών αιτιών του ανθρώπινου πόνου, της αδικίας και των πολλών υποκείμενων λόγων πολιτισμικής τοξικότητας.

Επίσης, η βιβλιογραφία και η παρατήρηση υποδηλώνουν ότι η επίγνωση και η όξυνση της συγκέντρωσης δεν οδηγεί απαραίτητα ή αυτόματα σε καλοσύνη και συμπόνια. Αυτές οι ιδιότητες θα έπρεπε να αποτελούν μέρος των διδασκαλιών για το πώς να καλλιεργηθεί, να αυξηθεί ή να αξιοποιηθεί αυτό που υπάρχει ήδη. Η συμπόνια και η καλοσύνη, προς όλους, δεν είναι αυτονόητη, και υπάρχουν πολλά παραδείγματα έμπειρων ασκουμένων και καταξιωμένων δασκάλων διαχρονικά με δεκαετίες εμπειρίας και πλούτο γνώσεων, που δεν έχουν συμπεριφερθεί με ηθική ή καλοσύνη. Οι προσωπικότητες των ανθρώπων, τα τυφλά σημεία, οι ιδεολογίες, η πίστη στις ομάδες τους, το προσωπικό συμφέρον και οι προσωπικές ατζέντες, δεν θα μετατοπιστούν ούτε είναι σίγουρο ότι θα παραμείνουν αδρανείς μέσω της ενίσχυσης της προσοχής μόνο και μέσω της αύξησης της εσωτερικής διορατικότητας και της γνώσης.

Το να μείνουμε αρκετά με το νου και την εμπειρία μας μπορεί να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε νέα επίγνωση, να αποστασιοποιηθούμε από τις εσωτερικές μας ιστορίες και τη συναισθηματική αναταραχή, να αποκτήσουμε περισσότερη σαφήνεια γύρω από τα κίνητρα, τις επιθυμίες και τις αντιδράσεις μας, κι επίσης, να αποκτήσουμε περισσότερη πρόσβαση στο λιγότερο συνειδητό υλικό  του νου μας και να αποσυναρμολογήσουμε παλιά στρώματα κοινωνικοποίησης και προγραμματισμού. Ωστόσο, είναι μια συνεχής διαδικασία επειδή δεν είναι εύκολο να αποκτήσει κανείς ένα καθαρό, μη επηρεασμένο νου από ψυχολογικές άμυνες, μη επεξεργασμένες μνήμες και πρώιμα τραύματα, βαθιά κίνητρα επιβίωσης, τυφλά σημεία, προσωπικές ατζέντες, κοινωνικοποίηση, πεποιθήσεις, προπαγάνδα από τα μέσα ενημέρωσης και όλες τις πληροφορίες που ερχόμαστε σε επαφή καθημερινά. Έτσι, δεν είναι πάντα αυτονόητο ότι θα προκύψουν συμπονετικές ή καλές προθέσεις από την αύξηση της επίγνωσης και από το χρόνο μας στο μαξιλάρι. Το να μπορούμε να λαμβάνουμε υπόψη το κοινωνικό καλό για όλους, όχι το κοινωνικό καλό που θα μπορούσαμε να οραματιστούμε για τις ομάδες μας ή αυτό που θεωρούμε ότι αξίζουν οι άλλοι, αλλά ένα ευρύτερο κοινωνικό καλό, όπου όλο και περισσότεροι άνθρωποι, πιθανώς πολύ διαφορετικοί από εμάς, έχουν περισσότερες επιλογές, ασφάλεια και ελευθερία, μάλλον απαιτεί μια θαρραλέα αλλαγή αξιών και κοσμοθεωριών.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ένα βασικό θέμα στη βιβλιογραφία είναι η χρήση του διαλογισμού για να κάνει τους ανθρώπους πιο συμμορφωμένους και υπάκουους στην εργασία και σε άλλα πλαίσια. Υπό αυτή την έννοια, αυτές οι πρακτικές αντί να αφυπνίζουν τους ανθρώπους σχετικά με την πραγματικότητα και τις εταιρείες σχετικά με την «θεσμοποιημένη απληστία, κακή θέληση και αυταπάτη» μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κοινωνικοοικονομικό ή / και πολιτικό έλεγχο σε εργασιακά πλαίσια, στην εκπαίδευση και στο στρατό. Ένας τομέας κριτικής είναι και η χρήση της ενσυνειδητότητας στον στρατό. Αυτό δεν είναι ακριβώς νέο. Ένα πολύ γνωστό παράδειγμα είναι αυτό της υποστήριξης του ιαπωνικού μιλιταρισμού κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μεταπολεμική περίοδο από μοναχούς του Ζεν. Το να βοηθήσουμε τους βετεράνους πολέμου, για παράδειγμα, να αντεπεξέλθουν καλύτερα, να είναι ήρεμοι και να αυξήσουν την ικανότητά τους να παραμείνουν προσγειωμένοι στο παρόν είναι πολύ καλό. Ωστόσο, η ενίσχυση της ικανότητας των στρατιωτών να σκοτώνουν πιο αποτελεσματικά θα προκαλούσε ανησυχίες. Τίποτα δεν είναι μη πολιτικό. Ο συνοδευτικός λόγος και η ηθική πρόσδεση αυτών των μεθόδων και εργαλείων είναι αυτό που καθορίζει την ικανότητά τους για καλό, για καλύτερη διαχείριση του status quo ή για κακό. Η χρήση της ενσυνειδητότητας για να ενισχύσει την προσοχή των ανθρώπων, να τους αφυπνίσει για τον τρόπο ζωής τους και τα τραύματά τους και να τους βοηθήσει να αντεπεξέλθουν καλύτερα είναι θετικό πράγμα. αλλά εάν ο στόχος είναι να τους κρατήσει σε «ευδαιμονική άγνοια» σχετικά με αλήθειες γύρω από τις κοινωνικοοικονομικές δυνάμεις και δυναμικές και αιτίες, για παράδειγμα, τότε αυτό δεν θα ήταν ηθικό ή στην υπηρεσία της θετικής αλλαγής και ανάπτυξης για όλους.

Δεδομένου ότι αυτές οι πρακτικές είναι διαθέσιμες σε όλο και περισσότερους ανθρώπους σε μη μοναστικά περιβάλλοντα, πρέπει να συμβάλλουν στην καλλιέργεια περισσότερης αυτοβουλίας, κριτικής σκέψης και ικανότητα συμμετοχής στη ζωή, να συμβάλλουν στην αφύπνιση σε περισσότερη γνώση αυτού του κόσμου και ίσως στην αύξηση της δυνατότητας να επιφέρουμε μεγαλύτερες ή μικρότερες αλλαγές, μη δημιουργώντας έναν πιο άνετο κόσμο για εκείνους που είναι ήδη πολύ άνετοι. Γιατί στο τέλος, ακόμη και η επίγνωση της κοινωνικής δυναμικής και των βαθύτερων αιτιών μπορεί να αυξήσει την δυνατότητα επιλογής και αυτοβουλίας. Για να αποκτήσει κανείς βαθιά γνώση της ατομικής τους εμπειρίας και των αιτιών και των αποτελεσμάτων στη δική του ζωή,  είναι απαραίτητη και η  «εξωτερική επίγνωση» /  “outsight” γιατί μόνο τότε μπορούμε να δούμε την αλληλεξαρτώμενη και αλληλένδετη φύση των πραγμάτων και να ξεμπερδέψουμε αργά τους κόμπους. Διαφορετικά, ορισμένοι κόμποι θα παραμείνουν στη θέση τους, καθώς υπάρχει σχεδόν πάντα μια σύνδεση μεταξύ των προσωπικών μας πόνων και των πλαισίων στα οποία βρισκόμαστε. Κατά κάποιο τρόπο, η έλλειψη ή η καταστολή της διορατικότητας σχετικά με τον εξωτερικό περιβάλλον καθορίζει το εύρος της εσωτερικής διορατικότητας, και πιθανώς το αντίστροφο, επομένως και οι δύο θα πρέπει να καλλιεργούνται.

Μια πρακτική ενσυνειδητότητας θα πρέπει να εστιάζεται τόσο εσωτερικά όσο και προς τα έξω και θα πρέπει να ενισχύει τις ικανότητές μας για κριτική σκέψη και όχι να είναι μια απερίσκεπτη συμμόρφωση. Δεν θα πρέπει να κατευθύνει και να υψώνει εμπόδια μέσα μας επιλεκτικά, αλλά να υποστηρίζει την αφύπνιση μας σε μια ευρύτερη εικόνα, μια επιστροφή στο σώμα και την πραγματικότητα και την κατανόηση ολοένα και περισσότερων στοιχείων της ευρύτερης εικόνας [για παράδειγμα, όχι μόνο να αποκτούμε βαθύτερη επίγνωση το πως συχνά μπορεί να έχουμε σαμποτάρει τον εαυτό μας, αλλά και τους πολυεπίπεδες υποκείμενους αιτίες και τα σχεσιακά πεδία], που περιλαμβάνει τον ενσωματωμένο εαυτό μας στην ευρύτερη οικολογική, οικονομική και κοινωνικό-πολιτισμική πραγματικότητα. Επομένως, η εστίαση στην ηθική και στη σαφήνεια των αξιών θα πρέπει πάντα να είναι μέρος της διαδικασίας όχι μόνο για μαθητές και ασκούμενους, αλλά και για όσους προωθούν τον διαλογισμό (πρακτικές ενσυνειδητότητας). Δεν πρέπει να εμποδίζουν ή να καταστέλλουν τις υγιείς επιθυμίες και τις ανάγκες των ανθρώπων να ενεργούν, να συμμετέχουν και να ζουν καλά στο εδώ και τώρα, ούτε την επιθυμία τους να διαμαρτυρηθούν και να εργαστούν για την κοινωνική αλλαγή.

Επιπλέον, ο διαλογισμός είναι τόσο προσωπική όσο και πολιτισμική πρακτική που δεσμεύεται από το πλαίσιο, πράγμα που σημαίνει ότι το πλαίσιο επηρεάζει και τα αποτελέσματα. Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του, Rethinking Meditation, ο David McMahan, σχετικά με τον ρόλο που παίζει ο πολιτισμός στον διαλογισμό, γράφει: «Ο διαλογισμός είναι στην πραγματικότητα τόσο κοινωνική και πολιτισμική πρακτική όσο και προσωπική. Παρουσιάζω μια εικόνα των  πρακτικών διαλογισμού ως πολιτισμικών πρακτικών που κάνουν ιδιαίτερη δουλειά σε συγκεκριμένα πολιτισμικά πλαίσια αντί να τις βλέπω σύμφωνα με το εξιδανικευμένο μοντέλο της επιστήμης –  [δηλαδή]μια πρακτική απλής παρατήρησης που ανακαλύπτει παγκόσμιες αλήθειες και ελευθερώνει κάποιον να ενεργήσει υπό το φως τους. Πολλές αφηγήσεις σήμερα βλέπουν τον διαλογισμό ως κάτι που έχει απλώς ιδιαίτερες επιδράσεις στο μυαλό, τον εγκέφαλο και το σώμα. Ο διαλογισμός θα σας κάνει πιο χαρούμενους, καλύτερους στη δουλειά σας, πιο ήρεμους, πιο ευγενικούς, πιο κοινωνικά ικανούς. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διάφορες τεχνικές διαλογισμού θα έχουν ιδιαίτερες επιπτώσεις στις νευρολογικές και φυσιολογικές δομές. Εάν χαλαρώσετε τους μύες σας και εστιάσετε στην αναπνοή σας με επιτυχία, η αρτηριακή σας πίεση και τα επίπεδα κορτιζόλης θα μειωθούν, η σεροτονίνη μπορεί να αυξηθεί και μπορεί να αισθανθείτε μια αίσθηση ηρεμίας και ευεξίας. Αλλά το πώς αυτά τα υποτυπώδη φυσιολογικά φαινόμενα επεξεργάζονται μέσα από τις περιπλοκές της σκέψης και των συναισθημάτων είναι βαθιά συνυφασμένο με τις συγκεκριμένες έννοιες, τις προσδοκίες και τις συναισθηματικές κλίσεις που είναι άμεσα διαθέσιμες σε συγκεκριμένα πολιτισμικά πλαίσια. Δεν μπορούν να αναλυθούν στο κενό».

Τέλος και εν συντομία, καθώς κάποιος εξερευνά τη μεγαλύτερη εικόνα, σύντομα παρατηρεί, διαβάζει και ακούει για το κίνημα της ενσυνειδητότητας:

Σε ορισμένες δυτικές χώρες, ο διαλογισμός ενσυνειδητότητας έχει γίνει mainstream και έχει υιοθετηθεί σε ιατρικά, εκπαιδευτικά, εργασιακά, πολιτικά, σωφρονιστικά και στρατιωτικά πλαίσια. Προωθείται ως μέσο που μπορεί να ωφελήσει την υγεία και τη συνολική ευεξία, να μειώσει το άγχος, να αυξήσει την ικανότητα προσοχής, να ενισχύσει τη δημιουργικότητα, την παραγωγικότητα και τη συναισθηματική νοημοσύνη, να αυξήσει την καλοσύνη και τη συμπόνια, να ανακουφίσει τον πόνο και πολλά άλλα. Εν τω μεταξύ, μελετητές, ακαδημαϊκοί, επαγγελματίες, κοινωνιολόγοι, εκπαιδευτικοί και άλλοι, εγείρουν ορισμένα ερωτήματα και σημεία από μια κριτική σκοπιά. Για παράδειγμα, κριτικάρουν το μήνυμα αυτού του κινήματος, το οποίο είναι ότι η βασική υποκείμενη αιτία της δυσαρέσκειας και της αγωνίας των ανθρώπων βρίσκεται κυρίως στο κεφάλι τους, τοποθετώντας τα διάφορα κοινωνικά και άλλα θέματα στο μυαλό μας, διαβρώνοντας την ιδέα μιας δημόσιας σφαίρας.

Υποστηρίζεται ότι η προώθηση αυτού του είδους της ψυχολογοποιημένης και ιδιωτικοποιημένης ενσυνειδητότητας και η παθολογικοποίηση και η ιατρικοποίηση του άγχους είναι πολιτικές. Ακόμη υποστηρίζεται ότι η υπερβολική έμφαση στο παρόν και η «μη επικριτική» επίγνωση μπορεί να απενεργοποιήσει την ηθική νοημοσύνη και την κριτική σκέψη κάποιου, και ότι μια ατομικιστική άποψη της ανθρώπινης δυσφορίας, ο διαχωρισμός των ανθρώπινων προβλημάτων και του ανθρώπινου πόνου  από το περιβάλλον τους, καθώς και η ρητορική ή η φιλοσοφία που κατηγορεί το θύμα αντικατοπτρίζουν μια απόκλιση από την κοινωνική πραγματικότητα. Φαίνεται επίσης να αγνοείται το γεγονός ότι οι βαθιές και εκτεταμένες αλλαγές δεν μπορούν να επέλθουν μόνο μέσω της ελεύθερης αγοράς και της ατομικής ευθύνης και δράσης. Χωρίς να καλλιεργείται «ενόραση και διορατικότητα» / insight and outsight” και χωρίς ένα λόγο που συμπεριλαμβάνει συστημικές αιτίες, αμφισβητεί και επιτρέπει συλλογική δράση και διαμαρτυρία, είναι δύσκολο να εκληφθεί ως ένα κίνημα για ευρείες θετικές κοινωνικές αλλαγές για τους πολλούς.

Στο βιβλίο της, The Mindful Elite: Mobilizing from the Inside Out, η κοινωνιολόγος και ερευνήτρια, Jamie Kucinskas διερευνά πώς χτίζονται τα κινήματα της ελίτ και αποκαλύπτει ποιος βρίσκεται πίσω από το κίνημα της ενσυνειδητότητας και τη μηχανή που κατασκεύασαν για να προωθήσουν την ενσυνειδητότητα στη δημόσια συνείδηση. Βασίζει το βιβλίο της The Mindful Elite  / Η Ενσυνείδητη Ελίτ σε κοινωνικές-επιστημονικές μεθοδολογίες. Εξηγεί τον πολλαπλασιασμό των σύγχρονων πρακτικών ενσυνειδητότητας ως κοινωνικό κίνημα και στη συνέχεια αξιολογεί τον συστημικό αντίκτυπο αυτού του κινήματος. Ερευνά τους οργανισμούς στους οποίους ανήκουν οι ίδιοι οι επαγγελματίες της ενσυνειδητότητας. Η εργασία της βασίζεται σε πάνω από εκατό αφηγήσεις από επιστήμονες, εκπαιδευτικούς, θρησκευτικούς ηγέτες και πλούσιους επιχειρηματίες και δείχνει πώς μια εξαιρετικά επιτυχημένη και εύπορη ομάδα στις ΗΠΑ προσάρμοσε τον διαλογισμό σε ένα ελκυστικό σύνολο στοχαστικών πρακτικών. Αντί όμως να βασίζονται στην αντιπαράθεση και τη διαμαρτυρία για να επιφέρουν κοινωνικό-πολιτιστικές αλλαγές, δημιούργησαν δίκτυα ελίτ και υποστήριξαν τα οφέλη του διαλογισμού σε διάφορα πλαίσια, αλλά αυτό φαίνεται να είχε κάποιες ίσως ακούσιες συνέπειες, ενισχύοντας έτσι προβλήματα που αρχικά φιλοδοξούσε να λύσει.

Μέρος δεύτερο

Σε αυτό το μέρος θα αναφερθώ στα κύρια σημεία που αναλύει η Michal Pagis στο The Sociology of Meditation / Η Κοινωνιολογία του Διαλογισμού σε ένα κεφάλαιο στο βιβλίο Oxford Handbook on Meditation / Εγχειρίδιο Διαλογισμού της Οξφόρδης (2019):

Σε αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου η εστίαση είναι στα ακόλουθα θέματα: η πρακτική του διαλογισμού ως θρησκευτικό και πνευματικό φαινόμενο ενσωματωμένο στον σύγχρονο κόσμο με τα θέματα της ατομικότητας, εκκοσμίκευσης και θρησκευτικού συγκρητισμού. η εκλαΐκευση του διαλογισμού ως κοινωνικού κινήματος σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο. και ο μικρό-κοινωνικός κόσμος της πρακτικής διαλογισμού, με επίκεντρο τις κοινωνικές σχέσεις και τον κοινωνικό εαυτό. Οι μελέτες επικεντρώνονται κυρίως σε αγγλόφωνες χώρες, όπου οι πρακτικές διαλογισμού έχουν εξαπλωθεί περισσότερο.

Michal Pagis explains that unlike psychologists who study meditation practices in terms of well being, sociologists study meditation as a social phenomenon, utilizing the contemporary practice of meditation as a window to larger questions about social life and organization in the contemporary world. She discusses how meditation serves as a new institution and social sphere that tries to balance the “secular” and the “mystical,” and the “being together” and “being alone,” and how, although it embraces rising individualization and secularization, it is also based on collective structures,  groups where people search for experiences that can be categorized as therapeutic, transformative, or mystical,

Sociologists explore the connection between contemporary interest in meditation and the social world, including processes of individualization, secularization and capitalism, as well as the popularization of meditation practices as a social movement, which focuses on processes of social change, the emergence of new social networks in a globalized world, and how these cultural practices are adapted to new contexts and institutions. They also study the shift from these practices being ‘other worldly’ to being ‘this worldly,” and explore the social structures of meditation spaces / institutions, the social relations that it promotes, and how these practices relate to the social self.

Some of the ideas that inform contemporary sociologists’ studies are Weber’s concept of the “disenchantment of the world” and ideas that viewed meditation practices as a salvation strategy practiced in monastic settings that included negation of and flight from this world to reach enlightment. Pagis refers to other concepts that inform sociological studies like Viktor Turner’s idea of how social structure is bracketed in these spaces and people are stripped of their “regular” social identities.

Sociologists focus on questions like: Who, where and with whom do people practice meditation? How do people explain their meditation practice, in other words, the accounts that people give about why they practice? Who are the social agents and networks that advocate for and adapt mediation to new contexts? What is the connection between meditation practice and social relationships?

Pagis refers to the socio-demographic characteristics of people who practice.  Traditionally those who practiced were monks and the religious elite. However, the recent popularization includes lay people, who often are not religiously committed to Eastern religions.

Study data comes from three bodies of literature:

  1. a) Meditation in Buddhist groups in the West. Here there is a differentiation between cradle [mostly] Asian Buddhists, who are more religiously oriented practising in temples, and the mostly white teachers and practitioners. Both groups are characterized by relatively privileged economic and educational status. She refers to Carde’s (2005) findings that suggest that one difference between these groups was that Asian practitioners did not practice to reach nirvana, for this was left to the monks, whereas, white practitioners believed that they could do this midst life family, work, careers, and so on. More recently, Pagis (2019) found that most practitioners were practising meditation in the search of ways to deal with emotional experiences and daily life concerns, stress management, peacefulness and more happiness.  She also found that while relatively “secularized” the teachings of Vipassana meditation in the group she studied, were based on detachment from worldly concerns and achievements, which created tension with surrounding social relations and structures.
  2. b) Groups interested in religious pluralism and syncretism and the integration of Asian mediation practices into Christian and Jewish traditions. Pagis found that these groups were also characterized by relatively privileged economic and educational status. She notes the high interest in meditation in Jews in the USA. Here people identify with their religious tradition, while meditation is considered a universal tool or practice.
  3. c) Mediation as part of a larger popularization and mix of New Age ideas, which have led sociologists and scholars to coin the term “spiritual market”

Pagis claims that sociologists define the spread of meditation practices as a social movement and they study the diffusion and popularization of meditation practices, and the discourses used in books, advertisements and the media, as well as, the spaces, whether that be mediation spaces, solitary practice, educational and health contexts, prisons, or corporations and the army. Researchers and sociologists are interested in the social agents and networks that advocate for and adapt mediation to new contexts and the processes of social change, the mechanism through which these practices enter new institutions and the outcomes. An interesting finding is that leaders of this movement lack a shared collective identity

Research findings suggest that meditation practitioners in the West are relatively privileged, as mentioned above, that Whites are more likely to take up these practices and that while women seem to be the majority of the practitioners, the majority of teachers and leaders are men, with high social status, privileged by prestigious jobs, education, gender and race. In regard to the mechanisms of diffusion, adaptation and popularization, Johnston (1980, cited here) analyzed them and coined the term “marketed social movement.” These practices entered the mainstream based on the ideas of outcomes like stress reduction, self-improvement, rehabilitation, spirituality. Pagis refers to this in more detail through discussing Kucinskas’ findings (2014).

The most successful strategy for the diffusion of meditation practice has been the use of the body-mind therapeutic framework, which challenges the body-mind dualism. There have been critiques, one being diluting mindfulness practices and stripping them of the their moral anchors, as well as, the assimilation and the takeover by institutions, which closes the door for social change (Kucinskas, 2018). Barker (2014) has illustrated how the framing of mindfulness as “healing” leads to an expansion of the definition of “disease” and to a never-ending therapy-disease cycle.  Similarly, a study in the workplace showed how mindfulness in the workplace often reaffirms the dominant managerial perspective regarding profit and productivity.

Sociologists also analyze meditation spaces and how the interactive social order, like silence, for instance, supports the achievement of meditative states.  Pagis (2019) claims that studies of meditation retreats and group setting in various traditions [Zen (Fennell, 2012), Vipassana (Pagis,2010b) and Christian meditation (Mermis-Cava,2007)] reveal the centrality of silence in the production of constructive silence, in contrast to concepts of alienating silence, and what she calls “collective solitude. She further adds that these findings can be extended to solitary meditation practice, which in spite of being practiced in solitude, still depends on an imagined community.

Meditation practices have also attracted the interest of micro sociologists, who are interested in social interactions, relationships and the social self, in this case, in the relation between meditation practice and the social self. Pagis writes that in sociological theory, the dominant model of self and identity is based on G. H. Mead’s (1934) claim that the self is a social construct that emerges through interactions with others. She goes on to say that meditation practices can be analyzed as “bracketing” the normative social structure, providing a space outside of our everyday selves, where practitioners can take a break from the gaze of others and from tensions induced from our daily social interactions. She has coined the notion “embodied self-reflexivity” to capture the process, arguing that previous models of the social self emphasize language as the main channel through which self-awareness arises and neglect the body as a medium through which people turn to in order to gain self-knowledge.

In the conclusion, Pagis writes that the fact that the people who are attracted to this institution are relatively privileged in terms of education, race, and economic status, teaches us about the kind of equilibrium……… that the affluent part of developed-world society is seeking. Future research will tell if meditation crosses boundaries into the less privileged population, and the kind of meditation-related social institutions and circles that will emerge in this process.”