Αντίσταση στην απανθρωποποίηση                                        Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

«Γιατί να νοιάζεται κάποιος για την απανθρωποποίηση;  Η απανθρωποποίηση τροφοδοτεί τις χειρότερες ωμότητες που οι άνθρωποι διαπράττουν ο ένας εναντίον του άλλου. Δεν είναι μόνο πρόβλημα του σύγχρονου, βιομηχανοποιημένου κόσμου: στοιχειώνει την ανθρωπότητα εδώ και χιλιετίες».  David Livingstone Smith

«Η απανθρωποποίηση, αν και είναι ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός, δεν είναι μια δεδομένη μοίρα, αλλά το αποτέλεσμα μιας άδικης τάξης που γεννά βία στους καταπιεστές, η οποία με τη σειρά της απανθρωποποιεί τους καταπιεσμένους». Paulo Freire

Η σημερινή ανάρτηση αφορά το βιβλίο του David Livingstone Smith, On Ιnhumanity: Dehumanization and How to Resist It // Σχετικά με την Απανθρωπιά: Απανθρωποποίηση και Πώς Να Αντισταθείς, αλλά θα ξεκινήσω με ένα απόσπασμα από το βιβλίο στο οποίο αναφέρθηκα στην προηγούμενη ανάρτηση. Επίσης σε αυτό το δοκίμιο αναφέρομαι κυρίως σε μερικά από τα πολλά ιστορικά γεγονότα και παραδείγματα που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο, εκτός από μία αναφορά στην ελληνική γενοκτονία από τους Τούρκους τον 20ό αιώνα.

Ο Bruce Perry γράφει: «Το ανθρώπινο είδος είναι το πιο περίπλοκο είδος. Και αινιγματικό. Προστατεύουμε, ανατρέφουμε και εμπλουτίζουμε τα μικρά μας – και εκμεταλλευόμαστε, ταπεινώνουμε και βασανίζουμε τα μικρά μας. Μπορούμε να είμαστε ανιδιοτελείς και εγωιστές – μερικές φορές το ίδιο άτομο που μας δίνει ζωή, μας φροντίζει και μας ταΐζει επίσης μας εγκαταλείπει. Ή χειρότερα. Εφευρίσκουμε, δημιουργούμε, χτίζουμε – και μετά καταστρέφουμε. Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια βαθιά άμπωτη ανάμεσα σε αυτά τα υπέροχα και επαίσχυντα χαρακτηριστικά. Κατά τη διάρκεια των αιώνων έχουμε αγωνιστεί να κατανοήσουμε και να ενεργήσουμε με βάση αυτές τις πολυδιάστατες και δυαδικές ιδιότητες της φύσης της ανθρωπότητας. Και μέσα από αυτές τις προσπάθειες έχουμε εφεύρει νέους τρόπους για να ζούμε μαζί – νέα μοντέλα για επιστημονική ανακάλυψη, διακυβέρνηση, μεταφορά, οικονομία, εκπαίδευση και ανατροφή των παιδιών. Συνολικά, η πορεία φαίνεται να είναι θετική. Η κοινωνική δικαιοσύνη, η δημιουργικότητα και η παραγωγικότητα, συνολικά, αυξήθηκαν με την πάροδο των αιώνων και το μίσος, η βαρβαρότητα και η βία μειώθηκαν. Ωστόσο, συχνά χάνουμε το δρόμο μας – και αγωνιζόμαστε ως οικογένειες, κοινότητες και κοινωνίες για να επιστρέψουμε σε μια πιο υγιή «αναπτυξιακή» τροχιά, πάντα ελπίζοντας ότι μπορούμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο για τα παιδιά και τα εγγόνια μας.» Νομίζω ότι ο Smith τελειώνει το βιβλίο του με παρόμοιο πνεύμα. Γράφει: «Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ είπε κάποτε: «Το τόξο της ιστορίας είναι μακρύ, αλλά λυγίζει προς τη δικαιοσύνη». Αυτή είναι μόνο η μισή ιστορία, γιατί στρέφεται προς τη δικαιοσύνη μόνο αν πιέσουμε με πολύ δύναμη προς αυτή την κατεύθυνση».

Ο Smith είναι συγγραφέας, καθηγητής και φιλόσοφος και σε αυτό το βιβλίο ρίχνει μια ακλόνητη ματιά στους μηχανισμούς της ψυχολογίας μας που μας επιτρέπουν να βλέπουμε τους άλλους ανθρώπους ως κάτι λιγότερο από ανθρώπους, αλλά και στο πώς οι πολιτικοί, οι κυβερνήσεις και ορισμένες ομάδες εκμεταλλεύονται τους βασικούς μας φόβους και αυτή την έμφυτη τάση μας μέσω χειραγώγησης και διάδοσης αφηγήσεων που εξυπηρετούν τις δικές τους ατζέντες. Το βιβλίο εστιάζει περισσότερο στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης εμπειρίας και σε μερικές από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας. Ο συγγραφέας ρίχνει φως σε αυτό σε μια προσπάθεια να βοηθήσει τους αναγνώστες να κατανοήσουν και στη συνέχεια να αντισταθούν στην απανθρωποποίηση άλλων ανθρώπινων όντων. Βασίζεται και αναφέρεται σε πολλά ιστορικά και σύγχρονα γεγονότα, όπως το Ολοκαύτωμα, τις γενοκτονίες στη Ρουάντα, την Αμερική, την Αρμενία, τη Μιανμάρ, την Καμπότζη κι αλλού, τη δίωξη των Ρομά ή των Τσιγγάνων σε βάθος χρόνου και τόπου, τις διάφορες πολεμικές θηριωδίες, την αποικιακή καταπίεση και απάνθρωπες πρακτικές, το λιντσάρισμα Αφροαμερικανών και το δουλεμπόριο, και άλλα γνωστά επεισόδια βίας στην ιστορία.

Εξετάζει επίσης τη σχέση μεταξύ ρατσισμού και απανθρωποποίησης, πώς οι λαθεμένες πεποιθήσεις γίνονται ο πρόδρομος της απανθρωποποίησης και των πολλών φρικαλεοτήτων και αδικιών που συχνά ακολουθούν. Βασίζεται στην πολιτική, την ψυχολογία, την ιστορία και άλλους τομείς για να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την απανθρωποποίηση και τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αντισταθούμε σε αυτήν με μικρούς και μεγαλύτερους τρόπους. Τελικά. το βιβλίο καταφέρνει να μας ενημερώσει όχι μόνο για τη φρίκη που έχει ήδη διαπραχθεί, αλλά και για την τρέχουσα αναζωπύρωση του πολιτικού αυταρχισμού, των εγκλημάτων μίσους κατά ανθρώπων και μειονοτικών ομάδων, της ρατσιστικής ρητορικής, καθώς και για τις τρέχουσες και πιθανές μελλοντικές προσφυγικές κρίσεις λόγω πολέμων , περιβαλλοντικής καταστροφής και κλιματικών αλλαγών.

Το βαθύ ενδιαφέρον και η εξερεύνηση του θέματος της απανθρωποποίησης σε όλη της την πολυπλοκότητα, από τον Smith, φαίνεται ότι προήλθε και από τις προσωπικές του εμπειρίες. Αφ’ενός, οι Εβραίοι παππούδες του από την πλευρά της μητέρας του είχαν καταφύγει στις ΗΠΑ για να γλιτώσουν από τα πογκρόμ στην Ευρώπη, κι αφετέρου, ο παππούς του από την πλευρά του πατέρα του είχε συμμετάσχει σε μια έκρηξη γενοκτονίας των Τσερόκι στη Γεωργία. Αναφέρει ότι αυτές οι ιστορίες τον επηρέασαν και τον οδήγησαν να μελετήσει τις πιο σκοτεινές και πιο ανησυχητικές πλευρές του ανθρώπου – την εξαπάτηση, την βία, το ρατσισμός και την απανθρωποποίηση. Μεγάλωσε επίσης στον αμερικανικό Νότο, όπου εκτός από τις πολιτικές και τους νόμους που επέβαλλαν τις φυλετικές διακρίσεις,  η φυλετική ιεραρχία ήταν  βαθιά εδραιωμένη στις πεποιθήσεις και τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Γράφει: «…η εποχή του Τζιμ Κρόου οργανώθηκε γύρω από την ιδέα ότι οι Λευκοί άξιζαν εξουσία, προνόμια και οποιουσδήποτε πόρους ζητούσαν, ενώ οποιοσδήποτε άλλος, ειδικά οι Μαύροι, γεννήθηκαν με ισόβια κάθειρξη κατωτερότητας. Αυτός ήταν ο κόσμος στον οποίο μεγάλωσα».

Ο Smith δεν αποφεύγει τις σαφείς περιγραφές των φρικαλεοτήτων που μπορεί να ακολουθήσουν την απανθρωποποίηση. Με αυτόν τον τρόπο φέρνει την πραγματικότητα και τον κίνδυνο της απανθρωποποίησης στο προσκήνιο της συνειδητοποίησής μας. Ένα παράδειγμα στο οποίο επιστρέφει είναι το λιντσάρισμα χιλιάδων Αφροαμερικανών που τεκμηριώθηκε μεταξύ 1877 και 1950. Πολλοί άνθρωποι εκτός των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου, μπορεί να μην έχουν σαφή εικόνα του βάθους της απανθρωπιάς και της σκληρότητας αυτών των γεγονότων, και ορισμένα μέρη του βιβλίου σίγουρα δεν διαβάζονται εύκολα. Τα λιντσαρίσματα, γράφει, αναφέρονταν ως “barbecues” / «ψησταριές» και θεωρούνταν ως εορταστικές εκδηλώσεις κατάλληλες για όλη την οικογένεια, συμπεριλαμβανομένων των μικρών παιδιών. Δεν ήταν εξώδικες εκτελέσεις, αλλά περιλάμβαναν απίστευτα βασανιστήρια και ακρωτηριασμούς μελών του σώματος που συχνά φυλάσσονταν ως αναμνηστικά από τους θεατές. Μαθαίνουμε επίσης ότι η πρακτική της διατήρησης κομμένων μελών του σώματος ως αναμνηστικά έχει λάβει χώρα στον πόλεμο του Βιετνάμ και σε πολλά άλλα περιστατικά γενοκτονίας και πολεμικών συγκρούσεων. Ο Smith  αναρωτιέται και διερευνά το ερώτημα: τι έκανε αυτές τις πράξεις ψυχολογικά δυνατές. Γράφει ότι οι πολλές χιλιάδες, που διέπραξαν αυτά τα εγκλήματα, ήταν απλοί άνθρωποι, όχι ψυχοπαθείς. Πολλοί ήταν οικογενειάρχες, εκκλησιαζόμενοι, στύλοι των κοινοτήτων τους, κι επίσης, οι γυναίκες και τα παιδιά τους απολάμβαναν τα τραγικά θεάματα του λιντσαρίσματος και των εκτελέσεων. Θέτει το ερώτημα: «Τι ήταν, ψυχολογικά μιλώντας, που τους ενδυνάμωσε να κάνουν αυτά τα πράγματα και τους θεατές να τα απολαύσουν; Μέρος της απάντησης βρίσκεται στις απανθρωπιστικές πεποιθήσεις / απόψεις που πολλοί Λευκοί είχαν για τους Μαύρους…»

Ορισμός της απανθρωποποίησης

Ο Smith αναφέρεται σε διαφορετικές θεωρίες που υπάρχουν σχετικά με την απανθρωποποίηση, στις οποίες δεν θα υπεισέλθω εδώ, και στα μεγάλα κενά που υπάρχουν μεταξύ των διαφορετικών αντιλήψεων περί απανθρωποποίησης, που πιστεύει ότι μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση στις συζητήσεις. Αυτός θεωρεί την απανθρωποποίηση ως ένα είδος στάσης – έναν τρόπο σκέψης για τους άλλους, και πιστεύει ότι το να απανθρωποποιείς ένα άλλο άτομο σημαίνει ότι το αντιλαμβάνεσαι ως ένα υπάνθρωπο ζώο. Για παράδειγμα, το τοξικό πολιτικό σύνθημα του Γερμανού νομικού και πολιτικού φιλοσόφου Carl Schmitt ήταν: «Δεν είναι κάθε ον με ανθρώπινο πρόσωπο άνθρωπος». Επίσης, στον Τύπο της εποχής εμφανίστηκαν εικόνες που απεικόνιζαν ν τους Εβραίους ως γουρούνια  ή αρουραίους. Επίσης, ισχυρίζεται ότι πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε την απανθρωποποίηση από τον ρατσισμό, τον μισογυνισμό, την ξενοφοβία και άλλες μορφές προκατάληψης και καταπίεσης, επειδή το να απανθρωποποιούμε τους άλλους σημαίνει ότι τους τους θεωρούμε όχι απλώς κατώτερα ανθρώπινα όντα, αλλά υπανθρώπινα πλάσματα.

Ο συγγραφέας περιγράφει πώς: «Κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας στη Ρουάντα, καθώς κι ενώ εκτυλίσσονταν, η προπαγάνδα των Χούτου χαρακτήριζε τους Τούτσι ως κατσαρίδες και φίδια. Αυτοί ήταν απλώς υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί; Η μαρτυρία ορισμένων δολοφόνων υποδηλώνει το αντίθετο. «Δεν βλέπαμε πλέον άνθρωπο όταν πετούσαμε ένα Τούτσι στους βάλτους», Διευκρινίζει ότι αυτοί που απανθρωποποιούν // οι θύτες  δεν χρησιμοποιούν απλώς ζωώδεις μεταφορές για μια ευάλωτη ομάδα, δεν προσποιούνται απλώς, αλλά πιστεύουν ειλικρινά ότι αυτοί που διώκουν είναι  κάτι λιγότερο από άνθρωποι. Για παράδειγμα, στο φυλλάδιο των SS με τον τίτλο Ο Υπάνθρωπος, οι Εβραίοι παρουσιάζονταν ως πλάσματα που δεν ήταν ανθρώπινα και πιστευόταν  ότι παρόλο που οι Εβραίοι έμοιαζαν άνθρωποι, δεν ήταν πραγματικά άνθρωποι: «Αν και αυτό [ο Εβραίος] έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με έναν άνθρωπο, ο υπάνθρωπος είναι υποδεέστερος στην πνευματική και ψυχολογική κλίμακα από οποιοδήποτε ζώο. Δεν είναι όλοι όσοι  φαίνονται άνθρωποι στην πραγματικότητα.  Αλίμονο σε αυτόν που το ξεχνάει!». (Απόσπασμα από το The Subhuman).

Ο Smith αναγνωρίζει ότι η βάση της απανθρωποποίησης και του ρατσισμού είναι μια σπισιστική λογική // speciesist logic, την οποία επικρίνει λέγοντας ότι «η Δαρβινική επανάσταση θα έπρεπε να είχε καταρρίψει την ιδέα ότι η φύση είναι διατεταγμένη ως ιεραρχία» και ένας λόγος για τον οποίο αυτή η θεωρία πεισματικά υπάρχει ακόμη είναι το γεγονός ότι εξαρτιόμαστε από άλλα είδη, ζώα και φυτά, για να επιβιώσουμε. Προτείνει επίσης ότι μια καλή θεωρία της απανθρωποποίησης θα πρέπει να συνάδει με εκείνα τα επεισόδια της ανθρώπινης ιστορίας που είναι αδιαμφισβήτητα παραδείγματα απανθρωποποίησης, όπως, για παράδειγμα, το Ολοκαύτωμα. Τέλος, δηλώνει ότι μόλις αρχίσουμε να μαθαίνουμε για τον μηχανισμό, την ιστορία και την απύθμενα καταστροφική δύναμη της απανθρωποποίησης, την βλέπουμε παντού και μπορούμε πιο καθαρά να δούμε το πόσο επείγον είναι να αντισταθούμε σε αυτή.

Γενοκτονία

Η Thea Halo, σχετικά με την γενοκτονία, δίνει έμφαση στα τέσσερα «D» της γενοκτονίας: dehumanization (απανθρωποποίηση), demonization (δαιμονοποίηση), destruction (καταστροφή) και denial (άρνηση).

Η γενοκτονία είναι το πιο ανησυχητικό παράδειγμα της καταστροφικής δύναμης της απανθρωποποίησης. Σύμφωνα με τον Smith, η κυρίαρχη πλειοψηφία ξεχωρίζει πρώτα μια εθνική ή φυλετική μειονότητα ως απειλή και  χαρακτηρίζει τα μέλη της ως εγκληματίες, παράσιτα,  ζώα ή τέρατα. Οι απανθρωποποιημένοι άνθρωποι, λέει, «χτυπούνται, βιάζονται, ευνουχίζονται, στειρώνονται, φυλακίζονται, υποδουλώνονται, υπόκεινται σε νόμους που εισάγουν διακρίσεις και στερούνται τα συνήθη δικαιώματα και προνόμια. Οι απανθρωποποιημένοι άνθρωποι αποφεύγονται: διαχωρίζονται, εκδιώκονται, παραμελούνται ή μαντρώνονται σε γκέτο, φυλακές ή στρατόπεδα συγκέντρωσης που τους διαχωρίζουν και τους καθιστούν αόρατους στην κυρίαρχη πλειοψηφία. Οι απανθρωποποιημένοι άνθρωποι χαρακτηρίζονται, ξανά και ξανά,, οι απανθρωπισμένοι άνθρωποι περιγράφονται ως επικίνδυνοι και βρώμικοι. Τους δίνουν υποτιμητικά ονόματα και μερικές φορές τους ζητείται να επιδεικνύουν ορισμένες μορφές ταυτότητας ή χαρακτηριστικές μορφές ενδυμασίας…»  Εξαθλιώνονται, καθίστανται άνεργοι, στερούνται και ταπεινώνονται. Το 1938, για παράδειγμα, εξανάγκαζαν Αυστριακούς Εβραίους να γονατίζουν για να τρίψουν τα πεζοδρόμια μπροστά στα χλευαστικά πλήθη. Τέλος, η ομάδα απανθρωποποίησης δεν βλέπει πλέον ούτε αντιμετωπίζει τα θύματα ως ανθρώπινα όντα, αλλά ως βρώμικα, υπανθρώπινα πλάσματα που πρέπει να εξαλειφθούν και να κυνηγηθούν ή να εκπολιτιστούν, να εξημερωθούν, να κακομεταχειριστούν και να εκμεταλλευτούν.

Ο Smith επιστρέφει συχνά στο Ολοκαύτωμα και σε ορισμένα άλλα ιστορικά γεγονότα, τα οποία θεωρεί χαρακτηριστικά παραδείγματα απανθρωποποίησης σε όλο το βιβλίο. Γράφει: «Θα ήταν παράξενο, τουλάχιστον, να υιοθετήσουμε μια άποψη για το τι είναι η απανθρωποποίηση που δεν ισχύει για τη φρίκη του Άουσβιτς και της Τρεμπλίνκα». Ισχυρίζεται ότι μέχρι σήμερα το Ολοκαύτωμα αντιπροσωπεύει το πιο σαφές και πλήρως τεκμηριωμένο παράδειγμα της απανθρωποποίησης ενός ολόκληρου λαού και ότι πολλά από αυτά που μπορούμε να μάθουμε από το Ολοκαύτωμα μπορεί να ισχύουν και σε άλλες περιπτώσεις απανθρωποποίησης, επειδή η απανθρωποποίηση είναι πάντα σύμφωνη, λίγο ως πολύ, με το ίδιο μοτίβο, παρόλο που υπάρχουν μεμονωμένες παραλλαγές. Για παράδειγμα, «η απανθρωποποίηση των Μαύρων από τους Λευκούς δεν είναι ίδια με την απανθρωποποίηση των Τούτσι από τους Χούτου, η οποία δεν είναι η ίδια με την απανθρωποποίηση των Αρμενίων από τους Τούρκους».

Η Ελλάδα έχει τη δική της γεύση γενοκτονίας στη σχετικά πρόσφατη ιστορία της. Η ελληνική γενοκτονία που διέπραξαν οι Τούρκοι, ως μέρος αυτού που πολλοί μελετητές αναγνώρισαν ως ευρύτερη πολιτική γενοκτονίας, ήταν η συστηματική βίαιη δολοφονία εκατοντάδων χιλιάδων ελληνικού πληθυσμού, η οποία διενεργήθηκε κυρίως κατά την περίοδο 1914-1922. Η γενοκτονία περιλάμβανε σφαγές, βιασμούς, αναγκαστικές εκτοπίσεις που περιελάμβαναν πορείες θανάτου στη Συριακή Έρημο, συνοπτικές εκτελέσεις, καταστροφή ανατολικών ορθόδοξων πολιτιστικών, ιστορικών και θρησκευτικών μνημείων και δήμευση περιουσίας. Μέχρι τα τέλη του 1922, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας που βρισκόταν εκεί πριν από την οθωμανική μεσαιωνική κατάκτηση της Μικράς Ασίας, τουλάχιστον από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1450 π.Χ.), είτε είχε φύγει είτε είχε σκοτωθεί.

Ωστόσο, η απανθρωποποίηση δεν είναι μόνο ένας παράγοντας γενοκτονίας, αλλά επηρεάζει επίσης τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τους εχθρούς κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Smith γράφει ότι η προπαγάνδα εν καιρώ πολέμου συχνά εστιάζει στην απανθρωπιστική νοοτροπία, επειδή για τους περισσότερους ανθρώπους, το να σκοτώσεις ανθρώπους δεν είναι εύκολο, και υπάρχουν τεράστια ψυχολογικά εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν προτού κάποιος μπορέσει να τραβήξει μια θανατηφόρα σκανδάλη. Στο βιβλίο παρέχονται αρκετά παραδείγματα προπαγάνδας απανθρωποίησης από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Βιετνάμ, αλλά και άλλες συγκρούσεις. Μας λέει, για παράδειγμα, ότι μέσω φαινομενικά αθώων, ανάλαφρων καρτούν οι στρατιώτες παροτρύνονταν να θεωρούν τον εχθρό ως ‘Αλλον, όχι ως ανθρώπους των οποίων τα παιδιά, οι οικογένειες και τα σπίτια θα καταστραφούν, αλλά ως μια διαφορετική, υποδεέστερη, αποκρουστική τάξη πλάσματος που άξιζε να εξαλειφτεί από τη γη.

Ένα παράδειγμα αυτού του είδους πολεμικής προπαγάνδας που αναφέρεται στο βιβλίο σχετίζεται με τον Sir Thomas Blamey.  Ο Smith  αναφέρει λόγια του:  «Δεν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους όπως τους ξέρουμε . . . Έχουμε να κάνουμε με κάτι πρωτόγονο. Τα στρατεύματά μας έχουν τη σωστή θεώρηση των Ιαπωνέζων. Τους θεωρούν παράσιτα». Το άρθρο περιελάμβανε ένα σχέδιο ενός σώματος που μοιάζει με έντομο και μια τραγελαφική καρικατούρα ενός ιαπωνικού προσώπου και δημοσιεύτηκε τον ίδιο μήνα που πάνω από 16.000 τόνοι εμπρηστικών βομβών μετέτρεψαν μια πυκνοκατοικημένη περιοχή του Τόκιο σε κόλαση. Και αυτή ήταν μόνο η αρχή μιας μαζικής εκστρατείας βομβαρδισμών, που κορυφώθηκε με την εξάλειψη της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι με πυρηνικά όπλα.  Η απανθρωποποίηση ήταν επίσης ανεξέλεγκτη κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ, όπου οι στρατιώτες είχαν εκπαιδευτεί να θεωρούν τους Βιετναμέζους ως υπανθρώπινα ζώα. Ο Smith γράφει: «Όπως σημειώνει ο βετεράνος του πολέμου του Βιετνάμ, Stan Groff, η απανθρωποποίηση του εχθρού βοηθά στη φρικτή επιχείρηση της δολοφονίας. Συζητώντας τις εμπειρίες του από τη μάχη, λέει, «έπρεπε να απανθρωποποιήσουμε τα θύματά μας πριν κάνουμε ότι κάναμε. . . .»

Ωστόσο, η απανθρωποποίηση δεν είναι πάντα στην υπηρεσία της δολοφονίας, αλλά όπως υποστηρίζει και ο συγγραφέας «είναι επίσης η υπηρέτρια της καταπίεσης». Μας βοηθά να το καταλάβουμε αυτό μέσα από την εξερεύνηση της δουλείας. Γράφει «ήταν σύνηθες για τους ιδιοκτήτες σκλάβων της Βόρειας Αμερικής να θεωρούν τα ανθρώπινα όντα που σκλάβωναν ότι ανήκαν σε ένα κατώτερο είδος ζώου – μια έννοια φυλετικής ιεραρχίας που ήταν μέρος ενός πιο περιεκτικού, ιεραρχικού οράματος για τον κόσμο…» Επειδή οι Μαύροι άνθρωποι θεωρούνταν υπάνθρωποι, αυτό έκανε αποδεκτό οι ιδιοκτήτες τους να τους αντιμετωπίζουν ως  το ζωικό τους κεφάλαιο. Και αυτό έδωσε τη δυνατότητα οι Μαύροι άνθρωποι, ιδιαίτερα οι Μαύροι άντρες, να απεικονίζονται ως πρωτόγονοι ή θηρία, κάτι που στη συνέχεια πυροδότησε τη μαζική θηριωδία του λιντσαρίσματος,

Συνεχίζεται……

Το ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ εστιάζει στην έννοια και τη θεωρία της φυλής, τη διαφορά μεταξύ ρατσισμού και απανθρωποποίησης, πώς η απανθρωποποίηση βοηθά στη αποδόμηση των φυσικών ανθρώπινων αναστολών μας να σκοτώσουμε άλλον άνθρωπο, κατανόηση των απανθρωπιστικών πεποιθήσεων ως ιδεολογικές πεποιθήσεις και στο τι πρέπει να γνωρίζουμε και να πράττουμε προκειμένου να αντισταθούμε στην απανθρωποποίηση.

Ακουαρέλες, τραύμα και νευροεπιστήμη                                      Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί                 

“… Και τι μπορεί να δώσει σε ένα παιδί ελπίδα – ή να την αφαιρέσει; Όπως θα περίμενε κανείς, πιστεύω ότι η ελπίδα είναι μια ικανότητα που διαμεσολαβείται από τον εγκέφαλο. Η ελπίδα είναι η εσωτερική αναπαράσταση ενός καλύτερου κόσμου· ουσιαστικά μια πεποίθηση ότι τα πράγματα μπορούν να είναι καλύτερα. Είναι στην ουσία μια ανάμνηση». (Bruce D..Perry, from Brief: Reflections on Childhood, Trauma and Society)

Όπως ανέφερα στην προηγούμενη ανάρτηση, σχεδίαζα να γράψω κάτι σχετικό με το βιβλίο του David Livingston Smith, On Inhumanity: Dehumanization and How to Resist It  //  Σχετικά με την Απανθρωπιά: Απανθρωποποίηση και Πώς Να Αντισταθείς, αλλά παρόλο που τελείωσα την ανάγνωσή του, δεν κατάφερα να γράψω το κείμενο που είχα κατά νου. Αντί αυτού, σήμερα παρουσιάζω μερικά βασικά σημεία από το βιβλίο του Dr Bruce Perry, Brief: Reflections on Childhood, Trauma and Society // Σύντομο: Στοχασμοί για την Παιδική Ηλικία, το Τραύμα και την Κοινωνία.. Στο μεταξύ, τις δυο τελευταίες εβδομάδες έφτιαξα κάποια σχέδια με νερομπογιές, οπότε σήμερα δημοσιεύω μερικά από αυτά. 

Το πρώτο άρθρο σχετικά με το τραύμα στην παιδική ηλικία και τη νευροεπιστήμη που διάβασα πριν από πολλά χρόνια γράφτηκε από τον Δρ Bruce Perry. Μάλλον έχω αναφερθεί σε αυτό σε κάποια από τα πρώτα κείμενα που έγραψα για αυτήν την ιστοσελίδα. Στη συνέχεια, διάβασα το βιβλίο που συνέγραψε με τη Maia Szalavitz: The Boy Who was Raised as a Dog // Το αγόρι που ανατράφηκε ως σκύλος, και μετά για αρκετά χρόνια περιστασιακά διάβαζα υλικό σχετικό με την δουλεία του. Σε ένα πρόσφατο podcast που παρακολούθησα, θυμήθηκα τη δουλειά του, που οδήγησε στην εκ νέου ανάγνωση του Brief και στη σημερινή ανάρτηση.

Ο Perry είναι παιδοψυχίατρος, νευροεπιστήμονας, συγγραφέας βιβλίων και πολλών άρθρων, καθηγητής και κλινικός ερευνητής στην ψυχική υγεία των παιδιών. Η πιο πρόσφατη κλινική του έρευνα έχει επικεντρωθεί στην ενσωμάτωση αρχών της αναπτυξιακής νευροεπιστήμης στην κλινική πράξη. Αυτός και οι συνάδελφοί του έχουν επίσης αναπτύξει την The Neurosequential Model, μια αναπτυξιακά ευαίσθητη, νεύρο-βιολογική προσέγγιση στην κλινική εργασία με τα παιδιά, την εκπαίδευση και την παροχή φροντίδας.

Στο πρώτο κείμενο του βιβλίου εξηγεί μια σημαντική έννοια: τη Βιολογική Σχετικότητα // Biological Relativity. Ο Perry ξεκινά υποστηρίζοντας ότι ο σχετικός αντίκτυπος του χρόνου [χαμένος χρόνος ή χρόνος που επενδύθηκε] είναι μεγαλύτερος κατά την πρώιμη ζωή μας. Περιγράφει πώς οι ώρες στη βρεφική ηλικία έχουν περισσότερη δύναμη να μας διαμορφώσουν από μήνες στη μέση ηλικία. Γράφει: «Πράγματι, η ανθρωπότητα δημιουργήθηκε στην παιδική ηλικία. Αυτό συμβαίνει λόγω της βιολογικής σχετικότητας. Εν συντομία, ένα βιολογικό σύστημα επηρεάζεται από οποιαδήποτε εμπειρία σε σχέση με το ρυθμό αλλαγής που συμβαίνει σε αυτό το σύστημα. Η δύναμη του χρόνου και της εμπειρίας, επομένως, αυξάνεται σε συστήματα που αλλάζουν ταχέως». Ο Perry λέει ότι για τους ανθρώπους ο μεγαλύτερος ρυθμός αλλαγής λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια των αναπτυξιακών μας χρόνων και, από όλα τα συστήματα του σώματός μας, το πιο δυναμικό, πολύπλοκο και ταχέως μεταβαλλόμενο είναι ο εγκέφαλός μας, και είναι οι ιδιότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου που μας επιτρέπουν την ανθρωπιά μας. Εξηγεί ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει την εκπληκτική ικανότητα να αποθηκεύει, να κατηγοριοποιεί, να επεξεργάζεται, να τροποποιεί και να μεταβιβάζει στοιχεία από την εμπειρία στην επόμενη γενιά, και ότι πολύπλοκα πράγματα όπως η δημοκρατία, οι σύγχρονες οικονομίες, οι εκπληκτικές τεχνολογίες, η κοινωνική δικαιοσύνη κλπ. δεν είναι αναπόφευκτες γενετικές εκδηλώσεις του ανθρώπινου εγκεφάλου. αλλά μάλλον είναι τα αποσταγμένα προϊόντα χιλιάδων γενεών εμπειρίας. Είναι ακριβώς αυτό το κοινωνικό-πολιτισμικό απόσταγμα – η συλλογική μνήμη της οικογένειας, της κοινότητας και του πολιτισμού – μέσα στο οποίο μεγαλώνει τα κάθε παιδί».

Στην παιδική ηλικία, ο Perry λέει: «Ο χρόνος και η εμπειρία μεγενθύνονται, ενισχύονται και ενδυναμώνονται από την ευκαιρία να εκφράσουμε τις γενετικές μας δυνατότητες — ή όχι». Μέχρι την ηλικία των τριών ετών, τα συναισθηματικά, συμπεριφορικά, γνωστικά και κοινωνικά θεμέλια για την υπόλοιπη ζωή έχουν σχεδόν τεθεί σε ισχύ. Έτσι, είναι εύκολο να κατανοήσουμε πώς το τραύμα, η παραμέληση και οι επαναλαμβανόμενες εμπειρίες μη  βέλτιστης επικοινωνίας μεταξύ του παιδιού και των φροντιστών του και του περιβάλλοντος μπορούν να καθορίσουν τόσο την έκφραση των δυνατοτήτων όσο και την ποιότητα της υγείας και της ενήλικης ζωής. Ο Perry γράφει ότι κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, τα οργανωτικά νευρωνικά δίκτυα που αναπτύσσονται απαιτούν αφή, όραση, ήχο, όσφρηση και κίνηση προκειμένου να αναπτυχθούν φυσιολογικά. Ελλείψει εμπειριών επαρκούς διάρκειας ή ποιότητας, μέρος του γενετικού δυναμικού του ατόμου θα χαθεί. Εξηγεί ότι ένα βρέφος που γεννήθηκε σε μια φυλή κυνηγών-τροφοσυλλεκτών πριν από 20.000 χρόνια, για παράδειγμα, είχε τη γενετική δυνατότητα να διαβάζει, να γράφει, να παίζει πιάνο ή να κατανοεί τον διπλή έλικα του DNA, αλλά αντ’ αυτού έμαθε να διακρίνει τα ίχνη ζώων, να ρίχνει βέλη με ακρίβεια και να διαβάζει τις οπτικό-χωρικές ενδείξεις του εδάφους. Ο Μότσαρτ, γράφει, δεν θα μπορούσε να έχει συνθέσει αν δεν είχε ακούσει ποτέ μουσική στην πρώιμη παιδική του ηλικία.

Ο Perry παρέχει παραδείγματα για να υποστηρίξει την ιδέα ότι οι παιδικές μας εμπειρίες έχουν σημασία και συμβάλλουν σημαντικά στη δημιουργία του ατόμου. Για μερικούς ανθρώπους αυτές οι πρώιμες οργανωτικές εμπειρίες στην παιδική ηλικία είναι συνεπείς, γαλουχητικές, δομημένες και εμπλουτισμένες, με λίγες δυσμενείς εμπειρίες, ενώ για άλλους, τείνουν να είναι πιο φτωχές, παραμελητικές, χαοτικές, ή βίαιες και απειλητικές. Στο κεφάλαιο 10, υπογραμμίζει και πάλι τη δύναμη των πρώτων εμπειριών να διαμορφώνουν – καλώς ή κακώς – μελλοντικές αντιλήψεις, σχέσεις και συμπεριφορές και αναλύει πώς αυτές οι πρώιμες εμπειρίες παρέχουν το πρότυπο για επόμενες παρόμοιες εμπειρίες. Γράφει ότι για πολλές δεκαετίες, αυτός και οι συνάδελφοί του ζουν και εργάζονται με κακοποιημένα και τραυματισμένα παιδιά και ότι έχουν καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να κατανοήσουν τον αντίκτυπο του αναπτυξιακού τραύματος, της παραμέλησης και άλλων δυσμενών εμπειριών σε αυτά τα παιδιά, ώστε να μπορούν να τα υποστηρίξουν στη διαδικασία της επούλωσης. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας διαπίστωσαν ότι μία από τις πιο χρήσιμες ασκήσεις κλινικά ήταν να αρχίσουν να σκέφτονται τι πραγματικά συνέβαινε στον εγκέφαλο του παιδιού κατά την ανάπτυξη και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια των πραγματικών αλληλεπιδράσεων από στιγμή σε στιγμή στο σπίτι, το σχολείο ή τη θεραπεία.

Συμπεριέλαβαν τη νευροβιολογία και τη νευροανάπτυξη στο κλινικό τους μείγμα, το οποίο τους επέτρεψε να αποκτήσουν νέες γνώσεις σχετικά με την προέλευση συμπτωμάτων και τους λόγους για τους οποίους ορισμένες κλινικές ή εκπαιδευτικές προσπάθειες ήταν ανεπαρκείς ή αναποτελεσματικές. Για να κατανοήσουμε τη δύναμη των πρώτων εμπειριών, πρέπει να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι ο εγκέφαλος έχει την ικανότητα να «ζευγοποιεί» ή να συνδέει μοτίβα νευρικής δραστηριότητας που συμβαίνουν ταυτόχρονα. Ο Perry γράφει: «Δύο ή περισσότερα εισερχόμενα αισθητήρια σήματα που λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα με επαρκή συχνότητα ή ένταση «συσχετίζονται» (π.χ. η θέα του προσώπου της μητέρας, η αίσθηση του πιπιλίσματος και η αίσθηση του κορεσμού). Αυτή η συσχέτιση ή σύνδεση δημιουργείται, αρχικά φτιάχνοντας και στη συνέχεια ενισχύοντας νέες συναπτικές συνδέσεις. δημιουργώντας ουσιαστικά μια νέα μνήμη. Για ένα νεογέννητο με μια προσεκτική, συντονισμένη και περιποιητική μητέρα, δημιουργείται ένα σύνθετο σύνολο συνειρμών». Αυτό γίνεται η πρώτη «μνήμη» του βρέφους σχετικά με τη φύση και την ποιότητα αυτού που είναι ένας άνθρωπος, και καθώς το βρέφος μεγαλώνει, αυτή η πρώιμη μνήμη λειτουργεί ως πρότυπο για μελλοντικές ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις.

Ο εγκέφαλός μας, παρά την πολυπλοκότητά του και την ικανότητά του να δημιουργεί πολλές συναπτικές συνδέσεις, δημιουργεί νέα μνήμη μόνο όταν η εμπειρία είναι μοναδική και δεν μοιάζει με άλλες προηγούμενες εμπειρίες. Εάν η εμπειρία είναι παρόμοια, ο εγκέφαλος απλώς επεξεργάζεται τη νέα αλληλεπίδραση ως μια τρέχουσα εκδοχή κάτι που έχει ήδη βιώσει. και αυτό ουσιαστικά ενισχύει το υπάρχον πρότυπο μνήμης. Επιπλέον, μέχρι να γίνουμε τεσσάρων ετών, λίγο-πολύ έχουμε βιώσει κάποια εκδοχή των περισσότερων αισθητηριακών, κινητικών, συναισθηματικών, ακόμη και γνωστικών στοιχείων της ζωής, και έτσι, έχουμε δημιουργήσει τα πρότυπα εργασίας για το τι είναι ο φροντιστής. για το πόσο σταθεροί και αξιόπιστοι είναι οι άνθρωποι. για το αν ο κόσμος είναι προβλέψιμος ή χαοτικός. και ούτω καθεξής. Έτσι, παραμελημένα, τραυματισμένα ή κακοποιημένα παιδιά έχουν δημιουργήσει έναν κατάλογο προτύπων για τους ανθρώπους, τις σχέσεις και τον κόσμο που απλώς αντανακλούν την εμπειρία τους. Ο Perry προσθέτει ότι τα παιδιά με τα οποία εργάζονται κουβαλούν αυτές τις αναμνήσεις στις αλληλεπιδράσεις τους μαζί τους και η μεγαλύτερη πρόκληση με αυτά τα παιδιά είναι να οικοδομηθεί εμπιστοσύνη και να αλλάξουν τις κοσμοθεωρίες τους.

Ο Perry ολοκληρώνει το πρώτο κεφάλαιο τονίζοντας τη σημασία του να λαμβάνεται υπόψη η βιολογική σχετικότητα και η οργανωτική δύναμη των πρώιμων εμπειριών μας. Γράφει ότι οι επιλογές που κάνουμε ως κοινωνίες θα έχουν βαθιές επιπτώσεις στην τροχιά των κοινωνιών μας και του είδους μας. Υπάρχει ανάγκη να επανεξεταστούν οι κοινωνικές πεποιθήσεις και πρακτικές σχετικά με την ανατροφή των παιδιών. Γράφει: «Αν επιλέξουμε καλά, θα προκύψουν ανεκμετάλλευτες δυνατότητες. Αν παραμείνουμε παθητικοί…… χάνουμε τη δημιουργικότητα και την παραγωγικότητα εκατομμυρίων παιδιών. Και χάνουμε το μέλλον μας».

 

 

 

Η μετάφραση είναι διαθέσιμη

Ψέματα                                                                                                                             Φθινόπωρο 2023

«Το ψέμα είναι ο βασιλικός δρόμος προς το χάος». Sam Harris

«Τα ψέματα είναι το κοινωνικό ισοδύναμο των τοξικών αποβλήτων: Όλοι δυνητικά βλάπτονται από τη διάδοση τους». Sam Harris

«Το ψέμα είναι, σχεδόν εξ ορισμού, άρνηση συνεργασίας με τους άλλους. Συμπυκνώνει την έλλειψη εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας σε μια ενιαία πράξη. Είναι ταυτόχρονα αποτυχία κατανόησης και απροθυμία να γίνει κανείς κατανοητός. Το να λες ψέματα σημαίνει απομάκρυνση από τη σχέση [με τον άλλον / τους άλλους]». Sam Harris

 Εδώ και αρκετό καιρό ήθελα να γράψω κάτι για το ψέμα / ψευδολογία και τη σκληρότητα, που συχνά αφενός συνδέονται μεταξύ τους κι αφετέρου σχετίζονται με διαδικασίες τραύματος. Η ανάγνωση του Lying (Λέγοντας Ψέματα) από τον Sam Harris, PhD, μου έδωσε την ευκαιρία να θίξω ένα από αυτά τα θέματα σήμερα. Θα ήθελα να πω ότι υπάρχουν και άλλες οπτικές και προσεγγίσεις για να εξερευνήσει κανείς το θέμα, αλλά κυρίως έχω εστιάσει στα σημεία που αγγίζει το βιβλίο. Ελπίζω ότι η επόμενη ανάρτηση θα αφορά τη σκληρότητα, καθώς αυτή τη στιγμή διαβάζω το On Inhumanity: Dehumanization and How to Resist It  / Σχετικά με την Απανθρωπιά: Απανθρωποποίηση και Πώς Να Αντισταθείς του David Livingston Smith.

Στην αρχή του βιβλίου ο Harris γράφει: «Πουθενά οι τραυματισμοί μας δεν φαίνονται πιο αυτό-προκαλούμενοι, ή τα βάσανα που δημιουργούμε πιο δυσανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής, παρά στα ψέματα που λέμε σε άλλα ανθρώπινα όντα. Το ψέμα είναι ο βασιλικός δρόμος προς το χάος». Στο βιβλίο δίνει τον ορισμό του ψέματος, διακρίνει τύπους ψεμάτων και συζητά τις συνέπειες. Προκαλεί τους αναγνώστες να επανεξετάσουν τις υποθέσεις τους σχετικά με την αλήθεια και την ειλικρίνεια και το πώς αυτές μπορούν να συμβάλουν σε μια πιο ειλικρινή και ικανοποιητική ζωή, ενώ δημιουργούν λιγότερα βάσανα και χάος για τους άλλους. Υποστηρίζει ότι οι περισσότερες μορφές ιδιωτικής κακίας / μοχθηρίας και δημόσιου κακού πυροδοτούνται, κι επίσης, υποστηρίζονται από ψέματα, και ότι οι περισσότερες πράξεις προδοσίας, διαφθοράς και απάτης, δολοφονίας και γενοκτονίας γίνονται όλες δυνατές από τα ψέματα. Τα ψέματα, γράφει, έχουν παρατείνει ή επισπεύσει πολέμους.

Ο Harris ορίζει το ψέμα ως σκόπιμη παραπλάνηση των άλλων όταν αυτοί περιμένουν ειλικρινή επικοινωνία, να πιστεύει κανείς ένα πράγμα ενώ σκοπεύει να επικοινωνήσει ένα άλλο. Το να λες ψέματα σημαίνει να οδηγείς σκόπιμα τους άλλους να σχηματίσουν πεποιθήσεις και απόψεις που δεν είναι αληθινές, και «όσο πιο σοβαρές είναι οι συνέπειες από αυτές τις πεποιθήσεις — δηλαδή, όσο περισσότερο η ευημερία ενός ατόμου απαιτεί σωστή κατανόηση του κόσμου ή των απόψεων των άλλων ανθρώπων—τόσο πιο σοβαρές οι συνέπειες του ψέματος». Θα μπορούσα να προσθέσω ότι το ξεκάθαρο ψέμα και η χειραγώγηση της πραγματικότητας είναι δύο συστατικά στοιχεία του gaslighting, όπου κάποιος επιχειρεί με ψέματα και άλλα μέσα να διαχειριστεί (micromanage) μια ομάδα ανθρώπων ή ένα άλλο άτομο, και να σπείρει στο νου του την αμφιβολία για τον εαυτό του, τη σύγχυση και τον φόβο.

Στο βιβλίο διερευνώνται οι ηθικές και πρακτικές συνέπειες του να λέμε ψέματα και προτείνονται τρόποι σχετικά με το πώς να πλοηγηθούμε πολλές καταστάσεις όπου μπορεί να μπούμε στον πειρασμό να πούμε λευκά ψέματα για να μην πληγώσουμε τους άλλους ή να γλυτώσουμε τον εαυτό μας από τη δυσφορία. Παρέχει παραδείγματα καταστάσεων όπου οι άνθρωποι μπορεί να αντιμετωπίσουν δύσκολα διλήμματα ή όταν το ψέμα μπορεί να είναι το μικρότερο κακό, και τονίζει τη σημασία της καλλιέργειας της δέσμευσης να είμαστε ειλικρινείς και της ανάπτυξης του θάρρους να μιλάμε με ειλικρίνεια.

Ο Harris κάνει διάκριση μεταξύ αλήθειας και ειλικρίνειας και εξηγεί ότι ένα άτομο μπορεί να είναι ειλικρινής ενώ κάνει λάθος. Ισχυρίζεται ότι το να μιλάς με ειλικρίνεια σημαίνει ότι αντιπροσωπεύεις με ακρίβεια τις πεποιθήσεις σου τη δεδομένη στιγμή. Φυσικά, καταλαβαίνουμε ότι αυτό που λέμε μπορεί να μην είναι αληθινό ή ακριβές για πολλούς λόγους, όπως: η έλλειψη πληροφοριών, η μειωμένη ικανότητα πρόσβασης σε όλη την αλήθεια της εμπειρίας μας και το επίπεδο επίγνωσης μια συγκεκριμένη στιγμή. Οι πεποιθήσεις μας για τον κόσμο δεν είναι πάντα αληθινές ή σωστές και οι πεποιθήσεις ή οι απόψεις μας μπορεί να αλλάξουν καθώς εξελισσόμαστε ή μαθαίνουμε περισσότερα. Στην πραγματικότητα, το να λέμε την αλήθεια μπορεί να μας αποκαλύψει τα σημεία που δεν έχουμε πλήρη επίγνωση ή που χρειάζεται να αναπτυχθούμε ή τα πράγματα που πρέπει να δούμε, επειδή η ειλικρίνεια μπορεί να αναγκάσει οποιαδήποτε δυσλειτουργία στη ζωή κάποιου ή οποιαδήποτε καταχρηστική δυναμική στις σχέσεις μας να έρθει στην επιφάνεια. Μπορεί να διαπιστώσουμε ότι ορισμένες σχέσεις δεν μπορούν να διατηρηθούν με ειλικρίνεια.

Το μέτρο της ειλικρίνειας, ισχυρίζεται ο Harris, είναι η πρόθεση να επικοινωνήσει κανείς με ειλικρίνεια και να δείξει τον βαθμό αβεβαιότητας του. Μπορούμε πάντα να επανεξετάσουμε τα γεγονότα και να αλλάξουμε τις απόψεις μας και θα πρέπει να μπορούμε να συζητάμε ανοιχτά τη σύγχυση, τις αντικρουόμενες ιδέες ή τις αμφιβολίες μας. Ισχυρίζεται ότι «η δέσμευση μας στην αλήθεια εξαγνίζει το λάθος». Επίσης, διευκρινίζει ότι το να κρατάς τη γλώσσα σου ή να κατευθύνεις μια συζήτηση προς θέματα σχετικής ασφάλειας ή να μην αποκαλύπτεις τα πάντα για τον εαυτό σου, δεν σημαίνει ότι λες  ψέματα. Η δέσμευση στην ειλικρίνεια δεν απαιτεί απαραίτητα να αποκαλύπτουμε γεγονότα για τον εαυτό μας ή τους άλλους που θα προτιμούσαμε να κρατήσουμε απόρρητα. Διευκρινίζει ότι, σε αυτή την περίπτωση, μια ειλικρινή απάντηση θα μπορούσε κάλλιστα να είναι «προτιμώ να μην πω».

Ο Harris διακρίνει δύο είδη ψεμάτων και εξετάζει δύο κατηγορίες ηθικών παραβάσεων: τα κακά πράγματα που κάνουμε (πράξεις ανάθεσης) και τα καλά πράγματα που παραλείπουμε να κάνουμε (πράξεις παράλειψης). Το ψέμα μπορεί να είναι τόσο τα εσκεμμένα ψέματα που λένε ή διαδίδουν οι άνθρωποι, αλλά και τα πράγματα που δεν λέμε που θα μπορούσαν να προστατεύσουν κάποιον ή να τον βοηθήσουν να βρει λύσεις ή να ενεργήσει για λογαριασμό του ίδιου ή άλλων. Ο Harris εστιάζει περισσότερο στα ψέματα της πρώτης κατηγορίας: «το ψέμα στην πιο ξεκάθαρη εκδοχή του και με τις πιο σοβαρές συνέπειες», αλλά δηλώνει ότι τα περισσότερα από αυτά που λέει ισχύουν και για τα ψέματα παράλειψης και γενικά την εξαπάτηση.

Ένας τύπος ψεμάτων που διερευνάται στο βιβλίο είναι αυτά που αποκαλούμε λευκά ψέματα. Αυτά είναι τα ψέματα που λέμε στους ανθρώπους με σκοπό να τους γλιτώσουμε από ταλαιπωρία ή πόνο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Αυτά είναι τα ψέματα που λένε οι καλοί άνθρωποι ενώ φαντάζονται ότι είναι καλοί κατά τη διαδικασία, λέει ο Harris, αλλά προσθέτει ότι δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι οι κοινωνικές συμβάσεις που τυχαίνει να σταθεροποιούνται σε πρωτεύοντα σαν εμάς σε ηλικία περίπου έντεκα ετών μπορούν να οδηγήσουν σε βέλτιστες ανθρώπινες σχέσεις. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλοί λόγοι να πιστεύουμε ότι το ψέμα είναι ακριβώς το είδος της συμπεριφοράς που πρέπει να ξεπεράσουμε για να χτίσουμε έναν καλύτερο κόσμο.

Ισχυρίζεται ότι όταν λέμε ψέματα [ανεξάρτητα από το αν πιστεύουμε ότι λέμε ψέματα από συμπόνια για τους άλλους] η ειλικρίνεια, η αυθεντικότητα, η ακεραιότητα, η αμοιβαία κατανόηση και άλλες πηγές ηθικού πλούτου καταστρέφονται τη στιγμή που εσκεμμένα παραποιούμε τις πεποιθήσεις μας. Προσθέτει ότι είναι δύσκολο να εντοπίσουμε τη ζημιά που προκαλούμε. Επιπλέον, λέγοντας ψέματα ή μη λέγοντας την αλήθεια, αρνούμαστε στους φίλους μας την πρόσβαση στην πραγματικότητα και η προκύπτουσα άγνοια που βασίζεται σε ψεύδη δεν τους βοηθά να ενεργήσουν με σύνεση ή να λύσουν ένα πρόβλημα και μπορεί να τους βλάψει πραγματικά με τρόπους που ποτέ δεν περιμέναμε. Ισχυρίζεται ότι το να λέμε ψέματα ισοδυναμεί με παραβίαση της ελευθερίας εκείνων που νοιαζόμαστε.

Ένας άλλος τύπος λευκού ψέματος που εξετάζει ο συγγραφέας στο βιβλίο είναι η ψεύτικη ενθάρρυνση, η οποία πιστεύει ότι μπορεί να είναι ένα είδος κλοπής επειδή κλέβει χρόνο, ενέργεια και κίνητρα που ένα άτομο θα μπορούσε να διαθέσει για κάποιον άλλο σκοπό. Ο Harris ισχυρίζεται επίσης ότι η ανέντιμη ανατροφοδότηση / feedback ή ο ανειλικρινής έπαινος είναι σαν να συμπεριφέρεσαι στους άλλους σαν να είναι παιδιά, «ενώ δεν τους βοηθάς να προετοιμαστούν για συναντήσεις με εκείνους που θα τους κρίνουν σαν ενήλικες». Ο Harris  πιστεύει ότι, εκτός κι αν κάποιος έχει τάσεις αυτοκτονίας, το να αποφασίζουμε εμείς πόσα θα πρέπει να γνωρίζει για τον εαυτό του, είναι η πεμπτουσία της αλαζονείας. Σε αυτό το σημείο πρέπει να προσθέσω ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και ενήμεροι για τα βαθύτερα κίνητρα και προθέσεις μας, για να μπορούμε να διακρίνουμε τυχόν φθόνο, προκαταλήψεις ή λανθασμένες αντιλήψεις εκ μέρους μας, επειδή δεν θέλουμε να είμαστε «αυτοί που σβήνουν τα κεριά των άλλων» / “candle blower outers” [Φράση της Brené Brown]. Υπάρχει ήδη μια πανδημία τέτοιων συμπεριφορών, επομένως, θέλουμε να είμαστε προσεκτικοί. Ο Harris διευκρινίζει ότι πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι κρίσεις μας δεν είναι πάντα σωστές και η ειλικρίνεια απαιτεί να κοινοποιούμε οποιαδήποτε αβεβαιότητα μπορεί να νιώθουμε σχετικά με τη συνάφεια των απόψεών μας. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην υπονομεύουμε τα όνειρα ή τους κόπους των ανθρώπων και πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη αν κάποιος μπορεί να χειριστεί την αλήθεια και να εξετάσουμε τους καλύτερους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να βοηθήσουμε κάποιον να δει την πραγματικότητα ή να γίνει πιο πρόθυμος να επαναξιολογήσει την εμπειρία του. 

Συζητά επίσης την κοινή εμπειρία πολλών ανθρώπων που εξαπατώνται από μέλη της οικογένειας ή / και επαγγελματίες του ιατρικού τομέα σχετικά με ιατρικές διαγνώσεις. Αναφέρεται και στη μητέρα του, η οποία διαγνώστηκε με σκλήρυνση κατά πλάκας όταν ήταν γύρω στα 30. Γράφει: «Αντί να νιώθω ευγνώμων και προστατευμένος, ένιωσα λύπη που δεν είχαμε συγκεντρωθεί ως οικογένεια για να αντιμετωπίσουμε την ασθένειά της και να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον…». Σε αυτές τις περιπτώσεις, το να κρύψουμε την αλήθεια ή να λέμε λευκά ψέματα μπορεί να μας στερήσει ευκαιρίες για εμβάθυνση της αγάπης, της συμπόνιας, της συγχώρεσης, της κατανόησης, της ανταλλαγής σοφίας, να πούμε στους ανθρώπους αυτά που πρέπει να πούμε και να κάνουμε επιλογές που διαφορετικά δεν θα κάναμε. Επίσης, κατά κάποιο τρόπο συμπεριφερόμαστε στους ανθρώπους ωσάν να είναι παιδιά. Φυσικά, το πλαίσιο έχει σημασία και υπάρχουν στιγμές που το να λέμε την αλήθεια μπορεί να μην είναι ο καλύτερος τρόπος δράσης, επομένως, ενώ μπορεί να είμαστε αφοσιωμένοι στην ειλικρίνεια, πρέπει επίσης να είμαστε ευαίσθητοι σε κάθε κατάσταση.

Οι συνέπειες του να λέμε ψέματα είναι πολλές. Το ψέμα διαβρώνει την εμπιστοσύνη. Ο Harris γράφει ότι η καχυποψία αυξάνεται συχνά και από τις δύο πλευρές ενός ψέματος και ότι η έρευνα δείχνει ότι «οι ψεύτες εμπιστεύονται αυτούς που εξαπατούν λιγότερο από ότι θα μπορούσαν διαφορετικά – και όσο πιο επιζήμια είναι τα ψέματά τους, τόσο λιγότερο εμπιστεύονται ή ακόμα και συμπαθούν τα θύματά τους. Φαίνεται ότι προστατεύοντας το εγώ τους και ερμηνεύοντας τη δική τους συμπεριφορά ως δικαιολογημένη, οι ψεύτες τείνουν να υποτιμούν τους ανθρώπους στους οποίους λένε ψέματα». Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οι διαβρώσεις της εμπιστοσύνης είναι ιδιαίτερα ύπουλες γιατί σχεδόν ποτέ δεν διορθώνονται.

Το να λέμε ψέματα συνεχώς απαιτεί επίσης νοητική λογιστική  / mental accounting που είναι η διαδικασία παρακολούθησης των ψεμάτων. Για πολλούς ανθρώπους το να λένε ψέματα δημιουργεί κάποιο αίσθημα εσωτερικής σύγκρουσης και δυσφορία, και τα ψέματα συχνά γεννούν άλλα ψέματα και πρέπει να προστατεύονται συνεχώς από συγκρούσεις με την πραγματικότητα. Ο Harris αναφέρει  ότι μερικοί άνθρωποι τα καταφέρνουν καλύτερα σε αυτό από άλλους, και οι ψυχοπαθείς μπορούν να αναλάβουν το βάρος αυτής της πνευματικής λογιστικής χωρίς καμία προφανή δυσφορία ή άγχος, αλλά το να λέμε ψέματα αναμφισβήτητα έχει ψυχολογικό κόστος για εμάς τους υπόλοιπους.

Υπάρχει ένα κεφάλαιο στο βιβλίο με τον τίτλο Big Lies / Μεγάλα Ψέματα, στο οποίο διερευνά τα μεγάλα ψέματα που έχουν υπονομεύσει την εμπιστοσύνη μας στις κυβερνήσεις, τις εταιρείες, τους οργανισμούς και δημόσιους θεσμούς και τους ανθρώπους σε θέσεις εξουσίας. Ο Harris γράφει: «Δεδομένου του γεγονότος ότι οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις μερικές φορές λένε ψέματα, είτε για να αποφύγουν τη νομική ευθύνη είτε για να αποτρέψουν τον δημόσιο πανικό, έχει γίνει πολύ δύσκολο να διαδοθεί η αλήθεια». Ο συγγραφέας συζητά πώς οι συνειδητές προσπάθειες να ειπωθούν ψέματα, η παραμόρφωση γεγονότων, η παραποίηση δεδομένων και η απόκρυψη δεδομένων από έρευνες έχουν δημιουργήσει δυσπιστία στο κοινό και πώς από τη στιγμή που τα ψέματα έχουν πλέον διαρρεύσει είναι δύσκολο να ξεχαστούν από τον κόσμο. Γράφει: «Τα ψέματα των ισχυρών μας οδηγούν σε δυσπιστία σε κυβερνήσεις και εταιρείες. Τα ψέματα των αδύναμων μάς αναισθητοποιούν απέναντι στα βάσανα των άλλων. Τα ψέματα των θεωρητικών συνωμοσίας εγείρουν αμφιβολίες για την ειλικρίνεια αυτών που βρίσκουν το θάρρος να κάνουν καταγγελίες (whistle-blowers), ακόμη και όταν λένε την αλήθεια. Τα ψέματα είναι το κοινωνικό ισοδύναμο των τοξικών αποβλήτων: Όλοι δυνητικά βλάπτονται από τη διάδοσή τους». Επίσης, όταν άνθρωποι με εξουσία και δύναμη λένε ψέματα, το ψέμα γίνεται αποδεκτό και νομιμοποιούνται το ψέμα και η εξαπάτηση ως κοινωνικές πρακτικές.

Τα ψέματα και η παραπληροφόρηση που προέρχονται από αυτούς που διαθέτουν εξουσία προκαλούν επίσης σύγχυση και φόβο, που οδηγεί τους ανθρώπους σε παθητικότητα και αποδυνάμωση, κι επίσης εμποδίζουν τη λήψη αποφάσεων που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν καλύτερα τα δικά τους συμφέροντα και την ανθρωπότητα γενικότερα. Το βλέπουμε αυτό με τους πολέμους που διεξάγονται σε όλο τον κόσμο αυτή τη στιγμή, όπου η παραπληροφόρηση και τα ψέματα χρησιμεύουν για να αποσπούν την προσοχή ή να στρέφουν την προσοχή μας στις άμεσες φρικαλεότητες της κάθε μέρας, που είναι σχεδόν πάντα το αποτέλεσμα της κορύφωσης μιας μακράς πορείας από καταπιεστικές και επεμβατικές τακτικές και πολιτικές αδικίας, εξάλειψης ή εξαθλίωσης Ψέματα και μισές αλήθειες για τα ιστορικά γεγονότα και τη σύνθετη αιτιότητα των γεγονότων όχι μόνο μας απομακρύνουν περισσότερο από την αλήθεια, αλλά δεν συμβάλλουν στον τερματισμό της βίας, ούτε προάγουν την ειρήνη, την ανάπτυξη και την ευημερία.

Ως εκ τούτου, ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι όπου κρίνουμε απαραίτητο να πούμε ψέματα, θα πρέπει γενικά να έχουμε καθορίσει ότι το άτομο που θα εξαπατηθεί είναι και επικίνδυνο και απρόσιτο σε οποιαδήποτε προσφυγή στην αλήθεια. Παρέχει παραδείγματα και λέει ότι για τους περισσότερους από εμάς τέτοιες περιστάσεις προκύπτουν πολύ σπάνια στη ζωή, αν όχι ποτέ. Αναφέρεται επίσης στον πόλεμο και την κατασκοπεία, όπου δεν ισχύουν πλέον οι συνήθεις κανόνες συνεργασίας και όπου «οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν καταρρεύσει ή δεν δημιουργήθηκαν εξαρχής». Γράφει ότι τη στιγμή που κάποιος αρχίζει να ρίχνει βόμβες ή να καταστρέφει την υποδομή μιας χώρας με επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, το ψέμα έχει γίνει απλώς ένα άλλο όπλο στο οπλοστάσιο. Διευκρινίζει ότι αν και η ανάγκη για κρατικά μυστικά είναι προφανής, δεν χρειάζεται οι κυβερνήσεις να λένε ψέματα στο λαό τους. Ούτε χρειάζεται εμείς οι υπόλοιποι να εξετάζουμε εάν κάθε τι που αρθρώνουμε θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια κάθε φορά που μιλάμε.

Επιπρόσθετα, σε σχέση με την κατασκοπεία, ο Harris ισχυρίζεται ότι «Η ηθική του πολέμου και η κατασκοπεία είναι ηθική έκτακτης ανάγκης — και, ως εκ τούτου, είναι αναγκαστικά περιορισμένης έκτασης». Λέει ότι ο ρόλος του κατασκόπου του φαίνεται ως μια σχεδόν ολοκληρωτική θυσία της προσωπικής ηθικής για ένα μεγαλύτερο, πραγματικό ή φανταστικό αγαθό, και αυτό είναι ένα είδος ηθικής αυτοπυρπόλησης. Στη σπάνια περίπτωση που έχω παρακολουθήσει κάποια κατασκοπευτική ταινία, έχω νιώσει ότι για να είναι κανείς κατάσκοπος απαιτείται εκμηδένιση του εαυτού και νέκρωση των συναισθημάτων, κατά κάποιο τρόπο παραίτηση από πολλές πτυχές του τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος.

Το βιβλίο περιλαμβάνει μια εξερεύνηση των πλεονεκτημάτων της ειλικρίνειας. Πρώτον, η ανεντιμότητα και το ψέμα δεν είναι πράγματα που θέλουμε να εισπράττουμε από τους άλλους, επομένως είναι δίκαιο να προσπαθούμε, στο μέγιστο των δυνατοτήτων μας, να καλλιεργήσουμε την ειλικρίνεια. Ο Harris λέει ότι αν «εξετάσουμε την ανεντιμότητα από την οπτική γωνία εκείνων στους οποίους λέμε ψέματα, αναγνωρίζουμε ότι θα νιώθαμε προδομένοι αν αντιστρέφονταν οι ρόλοι». Αναφέρεται στο γεγονός ότι η εμπιστοσύνη μας ανταμείβει βαθιά ενώ το ψέμα συνδέεται με λιγότερο ικανοποιητικές σχέσεις, κάτι που οι περισσότεροι ήδη γνωρίζουμε από την προσωπική μας εμπειρία, αλλά και από τα ευρήματα ερευνών. Αναφέρει επίσης ότι η ειλικρίνεια είναι μια πηγή δύναμης και ένα δώρο που μπορούμε να χαρίσουμε στους άλλους, και ότι οι έντιμοι άνθρωποι είναι καταφύγιο. Γράφει: «Μόλις κάποιος δεσμευτεί να λέει την αλήθεια, αρχίζει να παρατηρεί πόσο ασυνήθιστο είναι να συναντάς κάποιον που συμμερίζεται αυτή τη δέσμευση. Οι ειλικρινείς άνθρωποι είναι καταφύγιο».

Θα ολοκληρώσω αυτό το κείμενο με μερικά από τα κύρια σημεία του βιβλίου:

Τα ψέματα έχουν τη δύναμη να πυροδοτούν και να συντηρούν ιδιωτικές και δημόσιες αδικίες και δυστυχίες. Ακόμη και τα λευκά ψέματα μπορούν συχνά να προκαλέσουν πόνο και να στερήσουν από τους ανθρώπους την ικανότητά να προστατεύουν, να θεραπευτούν, να λύσουν προβλήματα ή να αλλάξουν και να εξελιχθούν. Η δέσμευση για ειλικρίνεια  απαιτεί θάρρος, αλλά είναι απαραίτητη για μια ηθική και ικανοποιητική ζωή, καθώς και για την οικοδόμηση μιας καλύτερης κοινωνίας. Η ειλικρίνεια είναι κάτι που μπορούμε να καλλιεργήσουμε με το να γίνουμε πιο παρόντες και να συνειδητοποιήσουμε τα τυφλά σημεία και τις προκαταλήψεις μας, αλλά και με το να θέσουμε την πρόθεση να είμαστε ειλικρινείς. Το πλαίσιο έχει σημασία και υπάρχουν φορές που το να λες την αλήθεια δεν είναι ο καλύτερος τρόπος δράσης και υπάρχουν καταστάσεις όπου το ψέμα μπορεί να αποτρέψει μια μεγαλύτερη βλάβη.