16 Οκτωβρίου, 2025                                                       Η μετάφραση είναι διαθέσιμη (22/10/2025)           

Δεν έχω δημοσιεύσει τίποτα εδώ και καιρό. Συνήθως καταφέρνω ν’ ανεβάσω κάτι δύο φορές το μήνα, αλλά μερικές φορές “η ζωή συμβαίνει”. Η σημερινή ανάρτηση αναφέρεται σε ένα βιβλίο που διάβασα πρόσφατα από την Durvasula Ramani, PhD: Don’t you know who I am? /  Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ)  Είναι μια εξερεύνηση του ναρκισσισμού, της έπαρσης, του ανταγωνισμού και της αγένειας, τα οποία πιστεύει ότι είναι διάχυτα στις σύγχρονες κουλτούρες και κοινωνίες για μια ποικιλία κοινωνικοπολιτικών και πολιτισμικών λόγων που ερευνά στο βιβλίο. Το βιβλίο είναι πολύ προσιτό, δεν είναι απαραίτητο να έχει κανείς γνώσεις ψυχολογίας και, στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μια γενική εισαγωγή σε αυτά τα θέματα. Η Ramani ερευνά τον ναρκισσισμό και την τοξικότητα από πολλές οπτικές γωνίες και τοποθετεί το φαινόμενο σε ιστορικά πλαίσια, με έμφαση στη Δύση, ιδιαίτερα στην Αμερική, όπου ζει. Ταλαντεύτηκα μεταξύ μιας σύντομης περίληψης του βιβλίου κι ενός εκτενέστερου κειμένου. Όπως βλέπετε, επέλεξα την εκτενέστερη εκδοχή, και πάλι όμως θα αναφερθώ μόνο στα βασικά θέματα που παρουσιάζονται και συζητούνται σε αυτό το βιβλίο των 400 σελίδων.

Είναι ενδιαφέρον το ότι η Ramani ξεκινάει το βιβλίο της με παραδείγματα ξεσπασμάτων θυμού, δράματος και τοξικών συμπεριφορών στον αέρα κατά τη διάρκεια πτήσεων. Κάθε είδους έργο που παράγουμε είναι πάντα εγκιβωτισμένο και η Ramani το γνωρίζει αυτό, και παρόλο που τα ζητήματα που διερευνά και αναλύει είναι καθολικά και οι συμπεριφορές που συζητά έχουν μάλλον γίνει πιο διαδεδομένες παντού, εστιάζει τη συζήτηση της και στο δικό της ευρύτερο πλαίσιο. Θέτει το ερώτημα αν οι Αμερικανοί επιδεικνύουν πιο ναρκισσιστικές και ανταγωνιστικές συμπεριφορές. Φαίνεται πως υπάρχουν ευρήματα ερευνών από τις ΗΠΑ που υποδηλώνουν ότι οι ίδιοι οι Αμερικανοί σίγουρα το πιστεύουν, και ερωτηθέντες από όλο τον κόσμο έχουν αξιολογήσει τους Αμερικανούς ως πιο νάρκισσους και ανταγωνιστικούς. Αυτό, γράφει, μπορεί να οφείλεται στην υπερεκτίμηση του ατομικισμού, στην άκριτη προσήλωση στον καπιταλισμό και στο πολιτισμικό ήθος σχετικά με το πρωτοποριακό πνεύμα, την Καλβινιστική εργασιακή ηθική, την έντονη λατρεία της διασημότητας και την τάση για ανταγωνισμό. Αναφέρεται στον Christopher Lasch, συγγραφέα, ιστορικό και ακαδημαϊκό, ο οποίος, σημειώνει η ίδια, το 1979 έγραψε «ένα από τα πιο διορατικά βιβλία για την στροφή προς πιο παθολογικά επίπεδα ναρκισσισμού».

Το βιβλίο δεν εστιάζει σε αυτό που ονομάζεται NPD (Διαταραχή Ναρκισσιστικής Προσωπικότητας), η οποία είναι μια διαγνωστική ετικέτα από το DSM, αλλά μάλλον αγκαλιάζει ένα ευρύ φάσμα τοξικών ή δύσκολων χαρακτηριστικών προσωπικότητας και σχεσιακών μοτίβων, δυναμικών και συμπεριφορών. Η Ramani διευκρινίζει ότι μια από τις δυσκολίες που είχε ήταν η εύρεση της σωστής λέξης ή όρου που να αποτυπώνει το τρίγωνο του ναρκισσισμού, της απαιτητικότητας και της τοξικότητας, τα οποία παρά την ευρεία επικάλυψή τους είναι ταυτόχρονα κι ανεξάρτητα. Παρέχει ορισμούς για την τοξικότητα και τι θα μπορούσαμε να εννοούμε περιγράφοντας κάποιον ως τοξικό, κι επίσης επισημαίνει το γεγονός ότι διαφορετικοί άνθρωποι μπορεί να έχουν διαφορετικές εμπειρίες με ένα τοξικό άτομο. Αναφέρει ότι η τοξική συμπεριφορά τείνει να σχετίζεται με χαρακτηριστικά που συνάδουν με ναρκισσιστικά, ανταγωνιστικά, κοινωνιοπαθητικά, ψυχοπαθητικά και παθητικό-επιθετικά στυλ προσωπικότητας, κι ότι τα άτομα με αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εμφανώς ή κρυφά ακυρωτικά, παραπλανητικά και χειριστικά, και μπορούν μακροπρόθεσμα να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά. Οι νάρκισσοι, γράφει, «αλλάζουν την αξία των ψυχολογικών νομισμάτων / αξιών. Η συμπόνια, η ενσυναίσθηση, η αμοιβαιότητα, η ευγνωμοσύνη και η αφοσίωση είναι τα κύρια νομίσματα των υγιών και στενών ανθρώπινων σχέσεων…»

Υποστηρίζει ότι όλοι θα πρέπει να ανησυχούμε με τον πολλαπλασιασμό της ανθρώπινης τοξικότητας, της αγένειας και του ναρκισσισμού σε πολιτικούς και εταιρικούς ηγέτες και διασημότητες, επειδή αυτό αποτελεί ένδειξη για την υπόλοιπη κοινωνία. Οι άνθρωποι κάνουν ό,τι βλέπουν. Όλοι μας, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών μας, το βλέπουμε ή το βιώνουμε, και η απαιτητική συμπεριφορά, ο ναρκισσισμός, η αγένεια και οι τοξικές και κακοποιητικές ανθρώπινες συμπεριφορές και αλληλεπιδράσεις γίνονται η νέα κανονικότητα, και φαίνεται ωσάν  «…οι πιο τοξικοί ανάμεσά μας να ελέγχουν την αφήγηση και να διαμορφώνουν την πραγματικότητά μας». Γράφει: «Το σύστημα ανταμείβει τον ναρκισσισμό και την ανθρώπινη τοξικότητα σε όλες τις μορφές της αυτή τη στιγμή. Είναι δύσκολο να πουλήσεις συμπόνια κι ενσυναίσθηση σε έναν κόσμο που ανταμείβει τον ναρκισσισμό, την ψυχοπάθεια, την αγένεια και τον υλισμό», και αλλού σημειώνει: «Υποτιμούμε την καλοσύνη, ειδικά στους άνδρες, και χαρακτηρίζουμε τη συμπόνια και την ευαλωτότητα ως αδυναμία. Το να έχεις ενσυναίσθηση στην τρέχουσα εποχή αυξάνει τις πιθανότητες χειραγώγησης ή εκμετάλλευσης».

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο Μέρος Ι, η Ramani επικεντρώνεται στην αποκάλυψη του ναρκισσισμού και συζητά: τα πέντε σύνολα μοτίβων που διέπουν τον ναρκισσισμό, μερικές από τις διάφορες μορφές ναρκισσισμού, γιατί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία σήμερα αποτελούν βασικό μέσο επικοινωνίας, γνώσης του κόσμου και εργαλείο για την οικοδόμηση ταυτότητας, αποτελούν τον επιταχυντή του σύγχρονου τοξικού και ναρκισσιστικού κόσμου, τα τρία C του ναρκισσισμού, και τους τρόπους με τους οποίους η οικονομία μας, ο καταναλωτισμός και οι ιδέες για την επιτυχία επηρεάζουν την άνοδο του ναρκισσισμού. Παρέχει επίσης μια επισκόπηση των διαφόρων θεωριών σχετικά με την προέλευση του ναρκισσισμού.

Περιγράφει τον ναρκισσισμό ως: ένα διαπροσωπικά τοξικό μοτίβο, που χαρακτηρίζεται από αίσθημα απαίτησης, έπαρσης, έλλειψης ενσυναίσθησης, αναζήτηση επιβεβαίωσης, επιφανειακότητα, διαπροσωπικό ανταγωνισμό, ανασφάλεια, περιφρόνηση, αλαζονεία, κακή συναισθηματική ρύθμιση, δυσανάλογη οργή, κι που είναι ο κυρίαρχος και συνεπής τρόπος που ένα άτομο σχετίζεται με τον κόσμο. Αναφέρεται στις διαφωνίες μεταξύ ψυχολόγων, ερευνητών και άλλων, στις δυσκολίες μέτρησης του φαινομένου, στις διαφορετικές μορφές και συνδυασμούς αυτών των ομάδων χαρακτηριστικών, και στα διάφορα μοντέλα προσωπικότητας. Η σχετική εργασία που χρησιμοποιεί το Μοντέλο Προσωπικότητας των Πέντε Παραγόντων / Five Factor Model of Personality (McCrae & John, 1992) χαρακτηρίζει τους νάρκισσους ως άτομα με υψηλή εξωστρέφεια και χαμηλή  καλή προαίρεση. Αυτό το μοντέλο περιγράφει επίσης τον ναρκισσισμό ως έναν τρόπο ύπαρξης και συμπεριφοράς που αντανακλά υψηλότερα από το μέσο όρο επίπεδα οργισμένης εχθρότητας, αυτοπεποίθησης, δραστηριότητας και αναζήτησης έξαψης, και χαμηλότερα από το μέσο όρο επίπεδα αυτοσυνειδησίας, ζεστασιάς, εμπιστοσύνης, ευθύτητας, αλτρουισμού, σεμνότητας και τρυφερότητας (π.χ. ενσυναίσθηση) (Campbell και Miller, 2013, αναφέρεται στη Ramani, 2019). Φαίνεται ότι υπάρχει μια συνεχής ανάγκη για εξωτερική επιβεβαίωση («ναρκισσιστική προμήθεια») για να αντισταθμιστεί η ανασφάλεια και μια τάση να εξοργίζονται υπό συνθήκες απογοήτευσης, δυσφορίας ή στρες. Αυτή η αδυναμία ρύθμισης των συναισθημάτων, ανοχής της δυσφορίας ή βίωσης της ενσυναίσθησης συνήθως σημαίνει ότι, απέναντι στο στρες ή την πίεση, άτομα με πιο ανταγωνιστικές προσωπικότητες συχνά καταφεύγουν στην επιθετικότητα, οργή, την προβολή ή σε παρορμητικές συμπεριφορές.

Επίσης, η Ramani γράφει ότι στον πυρήνα τους, οι δύσκολοι άνθρωποι και οι νάρκισσοι είναι στον ένα ή τον άλλο βαθμό ανασφαλείς. Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι ίδιοι ανασφαλείς, αλλά ευδοκιμούν υπό συνθήκες ανασφάλειας και χάους, εκμεταλλεύονται την ανασφάλεια και τελικά δημιουργούν περισσότερη ανασφάλεια στον κόσμο. Γράφει: «…στην πραγματικότητα απορροφούν όποια ασφάλεια ή αίσθηση εαυτού έχει κάποιος άλλος, αφήνοντας το θύμα τους εντελώς ανασφαλές και τον ίδιο /την ίδια σε αναζήτηση περισσότερης επιβεβαίωσης». Επίσης, παρά την έλλειψη ενσυναίσθησης που έχουν, είναι σε θέση να μελετούν τους ανθρώπους και να εντοπίζουν τα τρωτά και τυφλά σημεία τους. Χρησιμοποιεί τον όρο προσέγγιση της συλλογής δεδομένων. Μόλις εντοπίσουν κάποιον που μπορεί να θέλουν να προσελκύσουν, του δίνουν ιδιαίτερη προσοχή. Μαθαίνουν τα δυνατά σημεία, τα τραύματα και τα τρωτά σημεία αυτού του ατόμου προκειμένου να το ελέγχουν ή να το εκμεταλλευτούν, ή προκειμένου  να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες εναντίον του.

Θέτει ερωτήματα σχετικά με τη διάγνωση και την ιατρικοποίηση κακών και επιβλαβών για τους άλλους συμπεριφορές. Ο Allen Frances σημειώνει ότι η διάγνωση Ναρκισσιστικής Διαταραχής (NPD), για παράδειγμα, δεν ισχύει εκτός εάν το άτομο βιώνει σημαντική συναισθηματική, προσωπική, κοινωνική ή επαγγελματική δυσφορία. Η Ramani προσθέτει ότι αυτή η λίστα χαρακτηριστικών γενικά μοιάζει μάλλον με ένα εταιρικό εγχειρίδιο επιτυχίας και ότι τα χαρακτηριστικά  που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την επιτυχία και τη φήμη σε έναν εξαιρετικά ανταγωνιστικό κόσμο δεν λειτουργούν καλά στις σχέσεις. Οι τοξικοί, οι υπερβολικά επιθετικοί και οι δύσκολοι άνθρωποι μας αρρωσταίνουν κυριολεκτικά, ψυχολογικά και σωματικά, μέσω της συμπεριφοράς τους. Αναφέρεται επίσης στο παράδοξο της τοξικότητας / toxicity paradox . Γράφει: «Παρόλη την ποσότητα χρόνου, προσπάθειας και χρημάτων που ξοδεύουν οι άνθρωποι σε υγιεινή διατροφή, επαρκή ύπνο, ειδικές βιταμίνες, άσκηση, υγειονομική περίθαλψη, αποτοξίνωση κι αποφυγή ναρκωτικών, αλκοόλ και καπνού – όλα στο όνομα της προαγωγής της υγείας – κάτι μας διαφεύγει. Όλες αυτές οι συμπεριφορές είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καλής υγείας. Αυτό είναι αλήθεια. Ωστόσο, όταν εξετάζεται με μεγαλύτερη προσοχή το ποσό των χρημάτων που δαπανώνται σε βιολογικά τρόφιμα για την αποφυγή των τοξινών των φυτοφαρμάκων, ή σε φίλτρα αέρα για την αποφυγή των τοξινών στον αέρα, ή σε καθαρό νερό για την αποφυγή των τοξινών στο νερό, ή σε εξειδικευμένα οικιακά καθαριστικά για την αποφυγή των περιβαλλοντικών τοξινών, ή σε αυτοκίνητα με χαμηλότερες εκπομπές ρύπων ή ηλεκτρικά αυτοκίνητα για την αποφυγή τοξικών εκπομπών καυσαερίων, ή σε καλλυντικά υψηλής ποιότητας φτιαγμένα από προσεκτικά επιλεγμένα συστατικά για την αποφυγή τοξινών στο δέρμα, τότε γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι κρατούν τοξικούς ανθρώπους στη ζωή τους;»

Όπως αναφέρθηκε μέχρι στιγμής, οι βασικοί πυλώνες του ναρκισσισμού είναι: η έλλειψη ενσυναίσθησης, η απαιτητικότητα, η έπαρση, η συνεχής αναζήτηση επιβεβαίωσης και η δυσ-ρύθμιση (dysregulation). ΄Όμως βρήκα τη σύντομη ανάλυση των πέντε ομάδων ναρκισσισμού έναν επίσης χρήσιμο τρόπο για να κατανοήσουμε τους πολλούς διαφορετικούς συνδυασμούς τοξικών χαρακτηριστικών των ανθρώπων. Επίσης, επειδή πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι μέρος της σύνθεσης όλων των ανθρώπων και συναντώνται σε κλίμακα, η Ramani διακρίνει μεταξύ φυσιολογικών και παθολογικών επιπέδων αυτών των ιδιοτήτων, με ορισμένες εξαιρέσεις όπως το gaslighting, για παράδειγμα, το οποίο δεν είναι ποτέ αποδεκτό.

Οι πέντε βασικοί τομείς ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών:

α) Τα διαπροσωπικά χαρακτηριστικά των τοξικών ή / και νάρκισσων ατόμων είναι συχνά τα πιο δύσκολα και επιβλαβή. Υπάρχουν οκτώ τυπικά μοτίβα στα διαπροσωπικά χαρακτηριστικά: έλλειψη ενσυναίσθησης, χειραγώγηση, προβολή, ψέματα, κακά όρια, ζήλια και φθόνος, gaslighting και ανάγκη ελέγχου. «Οι νάρκισσοι έχουν υποανάπτυκτο ψυχολογικό ενδοσκελετό», γράφει η Ramani, και «η έλλειψη ενσυναίσθησης τους καθιστά προβληματικούς συντρόφους, γονείς, φίλους, συναδέλφους…» Για αυτούς, σημειώνει, η ζωή είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος και το παίζουν καλά. Ενώ συζητά για το gaslighting, αναφέρεται επίσης και στο φαινόμενο του gaslighting δια αντιπροσώπου, το οποίο συμβαίνει όταν άλλοι άνθρωποι δικαιολογούν τον νάρκισσο ή επικυρώνουν τα ψέματά του. Όσον αφορά τον έλεγχο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένα τοξικό άτομο είναι πιο πιθανό να θεωρεί τους ανθρώπους ως πιόνια σκακιέρας παρά ως ανθρώπινα όντα με αυτονομία και δική τους θέληση και επιθυμίες.

β) Οι συμπεριφορικές πτυχές των τοξικών και / ή ναρκισσιστικών ατόμων είναι οι ενέργειες και οι στάσεις που μπορούμε να παρατηρήσουμε. Υπάρχουν τέσσερα ορατά συμπεριφορικά πρότυπα: επιφανειακότητα, πλεονεξία/φθόνος, φτήνια και τσιγκουνιά (και στα συναισθήματα και στο πνεύμα) και απροσεξία. Περιγράφει την απροσεξία ως να είναι κανείς «ψυχολογικά μη ανεπτυγμένος, παρορμητικός, συναισθηματικά περιορισμένος και ανίκανος να υπερβεί τον εαυτό του…», και προσθέτει ότι μπορεί επίσης να υποδηλώνει υποτίμηση και έλλειψη σεβασμού προς το άλλο άτομο.

γ) Δυσ-ρύθμιση: Τα τοξικά και ναρκισσιστικά άτομα δεν μπορούν να ελέγξουν τα συναισθήματά τους ή να ανεχθούν οποιοδήποτε επίπεδο δυσφορίας και, εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ρυθμίζουν την αυτοεκτίμησή τους από τα έξω προς τα μέσα. Τα μοτίβα που εμπίπτουν στη δυσκολία ρύθμισης των συναισθημάτων είναι: η ευθραυστότητα /ανασφάλεια, ο θυμός/οργή, η συνεχής αναζήτηση επιβεβαίωσης, η αδυναμία να μείνει κανείς μόνος και η ντροπή. Η Ramani παρατηρεί ότι η δυναμική αυτή του θυμού και οργής είναι αυτή που συχνά οδηγεί σε εκρήξεις θυμού και οργισμένες συμπεριφορές αγνώστων (σε εστιατόρια, μέσα μεταφοράς, πάρκα, δρόμους ή άλλους δημόσιους χώρους). Σημειώνει ότι αυτά τα περιστατικά έχουν αντίκτυπο στους μάρτυρες των συμβάντων, παρόλο που οι ίδιοι δεν αποτελούν μέρος του συμβάντος. Όσο για την αναζήτηση επιβεβαίωσης ή ναρκισσιστικής δόσης, επειδή είναι ένας τρόπος ρύθμισης της αυτοεκτίμησης, οι νάρκισσοι τη ζητούν ατελείωτα, αλλά σπάνια την προσφέρουν στους άλλους, και όταν τυχόν προσφέρουν επιβεβαίωση, είναι συχνά στο όνομα της χειραγώγησης ή για να πάρουν κάτι που θέλουν.

δ) Ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά: Η Ramani γράφει ότι ο τοξικός και συνεχής ανταγωνισμός προκαλεί βαθιά ανησυχία και απειλή κι επηρεάζει αρνητικά όποιον βρεθεί στο μονοπάτι του τοξικού ατόμου, είτε πρόκειται για συνάδελφο, άγνωστο, σύντροφο ή μέλος της οικογένειας. Υπάρχουν οκτώ κοινά μοτίβα στο ανταγωνιστικό ρεπερτόριο ενός νάρκισσου: έπαρση, απαιτητικότητα, παθητική επιθετικότητα, schadenfreude, αλαζονεία, εκμετάλλευση, αδυναμία ανάληψης ευθύνης και εκδικητικότητα. Η schadenfreude είναι μια γερμανική λέξη που ορίζεται ως «κακόβουλη χαρά» ή ως «ένα αίσθημα ευχαρίστησης ή ικανοποίησης όταν κάτι κακό συμβαίνει σε κάποιον άλλο». Αυτοί οι άνθρωποι είναι καλοί στο να εντοπίζουν τυφλά σημεία και να συλλέγουν πληροφορίες για το παρελθόν και τα τραύματα των ανθρώπων, και στη συνέχεια να υπονομεύουν και να εκμεταλλεύονται τα τρωτά σημεία. Οι τοξικοί άνθρωποι, γράφει η Ramani, γενικά αποφεύγουν  οποιαδήποτε ανάληψη ευθύνης για κακή συμπεριφορά και τείνουν να αναθεωρούν και να εκλογικεύουν.  Ποτέ δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη και τείνουν να αντιλαμβάνονται τη συμπεριφορά τους ως εκδίκηση ή εκδικητικό «δούναι και λαβείν». Διασπάνε την προσοχή, ξεγλιστρούν, λένε ψέματα και απολαμβάνουν να παραδειγματίζουν τους άλλους.

Στο Μέρος II, εξετάζει τους τοξικούς, τους απαιτητικούς και τους δύσκολους ανθρώπους στη ζωή μας, τους συντρόφους, τα μέλη της οικογένειας, τα πεθερικά, τους συγγενείς, τα αφεντικά, τους συναδέλφους και τους φίλους. Σημειώνει ότι, είναι ενδιαφέρων ότι, οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν έναν νάρκισσο ή τοξικό άτομο στη ζωή τους, στην πραγματικότητα έχουν πολλούς νάρκισσους ή τοξικούς ανθρώπους στη ζωή τους. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτό, ένας από τους οποίους είναι ότι «πρόκειται για μια παραλλαγή ενός φαινομένου που ονομάζεται «εξοικείωση». Γράφει: «Το απλούστερο παράδειγμα εξοικείωσης, είναι ότι αν συνηθίσουμε κάτι στο περιβάλλον μας – μια ανταμοιβή ή ακόμα και κάτι πιο επιβλαβές, όπως είναι ο θόρυβος – με την πάροδο του χρόνου, ουσιαστικά προσαρμοζόμαστε σε αυτό και δεν τραβάει την προσοχή μας, ούτε το αμφισβητούμε». Η συγγραφέας σημειώνει ότι επειδή ο ναρκισσισμός γίνεται όλο και πιο συνηθισμένος, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι πιο δύσκολο να αποφύγουμε την αλληλεπίδραση και τις σχέσεις με πιο τοξικούς ανθρώπους. Εξηγεί ότι πολλαπλοί δρόμοι οδηγούν τους ανθρώπους σε ναρκισσιστικές και τοξικές σχέσεις και καταστάσεις, αλλά η εργασία πάνω στον “co-narcissism” / «συν-ναρκισσισμό» υποδηλώνει ότι τα άτομα που μεγαλώνουν με νάρκισσους ή ανταγωνιστικούς γονείς μαθαίνουν να ευχαριστούν τους άλλους, αναλαμβάνοντας τον ρόλο της παροχής επιβεβαίωσης στους ανθρώπους γύρω τους, συχνά μέχρι σημείο εξουθένωσης. Είναι επίσης πιο πιθανό να γίνουν θύματα ανθρώπων με υψηλά ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά και είναι πιο επιδέξιοι στο να είναι «οι άνθρωποι που παρέχουν ναρκισσιστική προμήθεια»  / “the delivery people of narcissistic supply”. Περιγράφει επίσης τι αντίκτυπο μπορεί να έχει πάνω μας η καθεμία από αυτές τις σχέσεις και πώς να τις διαχειριζόμαστε σε προσωπικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα κατανοούμε το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο συμβαίνουν.

Στο Μέρος III, η Ramani διερευνά πώς μπορούμε να επιβιώσουμε καλύτερα σε έναν κόσμο με πιο ναρκισσιστικό προσανατολισμό και πώς μπορούμε να διακρίνουμε τους τοξικούς ανθρώπους, πώς να τους αποφεύγουμε όταν αυτό είναι δυνατό, πώς να διαχειριστούμε τις τοξικές σχέσεις, πώς να επιβάλουμε όρια και να σπάσουμε ορισμένα από τα δικά μας μοτίβα που μπορεί να προσελκύουν αυτούς τους λιγότερο ευχάριστους και ενσυναισθητικούς ανθρώπους, πώς να διατηρήσουμε την ψυχική μας υγεία, να διατηρήσουμε την αίσθηση της ανθρωπιάς μας, να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, και πως να αναπτυχθούμε και να ευδοκιμήσουμε. Ασκεί κριτική στην ιδέα της συνεξάρτησης και γράφει ότι «Είναι μια επικίνδυνη προσέγγιση. Η συνεξάρτηση / co-dependency είναι ένας όρος που προέρχεται από την κλινική βιβλιογραφία για τον εθισμό». Τέλος, υπογραμμίζει την ανάγκη να ενημερώσουμε τους ανθρώπους γι’ αυτά τα μοτίβα, ώστε να μην μπαίνουν σε αυτές τις σχέσεις εξαρχής, και την ανάγκη για αυτοσυντήρηση, επειδή, όπως λέει, αυτές οι τοξικές σχέσεις μπορεί να είναι «ένας θάνατος από χίλια μικρά κοψίματα, παρατεταμένος και ανεπαίσθητος, μέχρι να γίνει η κανονικότητά σας, και ίσως τελικά η εξόντωσή σας». Η αυτοσυντήρηση μπορεί να είναι το καλύτερο εργαλείο μας για την καταπολέμηση του ναρκισσισμού. Αναλογίζεται επίσης τους λόγους που είναι τόσο δύσκολο να απομακρυνθεί κανείς από αυτές τις σχέσεις και παρουσιάζει επίσης μερικούς κύριους τύπους ναρκισσισμού, παρόλο που υπάρχουν πολλοί υποτύποι ανάλογα με το ποια από τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι πιο έντονα. Γράφει: «…. όταν αναλογιζόμαστε τα τριάντα χαρακτηριστικά που αποτελούν τις διάφορες πτυχές των ναρκισσιστικών ή δύσκολων / τοξικών ανθρώπων, μπορεί να βοηθήσει να εξετάσουμε το χαρακτηριστικό που είναι το πιο αισθητό». Τέλος, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένα ναρκισσιστικό ή τοξικό άτομο μάλλον δεν θα έχει όλα τα χαρακτηριστικά.

Οι πέντε κύριοι τύποι (και πιο γνωστοί) τύποι νάρκισσου είναι: οι επηρμένοι ή μεγαλεπήβολοι, οι κακοήθεις, οι συγκαλυμμένοι/ευάλωτοι, οι κοινοτικοί και οι καλοήθεις.

Ο επαρμένος ή μεγαλεπήβολος νάρκισσος, τείνει να είναι πιο αλαζονικός, επιφανειακός, ματαιόδοξος και γοητευτικός, και με υπερβολικές αξιώσεις κι έπαρση. Η Ramani υποστηρίζει ότι αυτοί οι άνθρωποι τείνουν να είναι γοητευτικοί και επιτυχημένοι, συχνά φαίνονται να είναι «πυλώνες της κοινότητας» και τα καταφέρνουν καλά ως δημόσια πρόσωπα ή ηγέτες. Ο συγκαλυμμένος ή ευάλωτος ναρκισσισμός παρουσιάζεται ως λιγότερο μεγαλεπήβολος και είναι μια πιο «κρυφή» μορφή ναρκισσισμού που καταφεύγει στην προβολή, έχει υπερβολικές αξιώσεις και στρεβλή αίσθηση δικαιοσύνης, χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενσυναίσθησης, υπερευαισθησίας, αλαζονείας, παθητικής επιθετικότητας, εκδικητικότητας και ανασφάλειας. Όσον αφορά τους καλοήθεις νάρκισσους, η Ramani γράφει ότι, «υπάρχει μια επιφανειακή ανωριμότητα» και μπορεί απλώς να είναι ανόητοι που αναζητούν την προσοχή. Οι κακοήθεις (μοχθηροί) νάρκισσοι [ένας όρος που επινοήθηκε από τον Erich Fromm και περιγράφεται ως «η ρίζα της πιο άγριας καταστροφικότητας και απανθρωπιάς»], γράφει η Ramani, είναι επικίνδυνοι κι, ενώ μπορεί να μην εμπλέκονται σε απροκάλυπτη βία, η κατάχρηση εξουσίας, το gaslighting, η έλλειψη ενσυναίσθησης, η ασαφής ηθική και η αντίληψή τους για τους ανθρώπους ως αναλώσιμους μπορούν να προκαλέσουν χάος στη ζωή των άλλων και πολλοί άνθρωποι σε σχέσεις με αυτά τα άτομα θα αναφέρουν εμπειρίες που μοιάζουν με αυτές που παρατηρούνται σε άτομα με μετά-τραυματική ή σύνθετη μετά-τραυματική συμπτωματολογία (C-PTSD), κοινωνική απόσυρση ή απομόνωση, εφιάλτες και υπερεπαγρύπνηση. Τέλος, κάνει αναφορά στις βλαβερές επιπτώσεις στη σωματική υγεία, ακόμη και στην πιθανή μείωση του χρόνου ζωής.

Οι κοινοτικοί νάρκισσοι είναι μια άλλη ενδιαφέρουσα «κατηγορία». Μπορεί να είναι γενναιόδωροι με τον χρόνο και την ενέργειά τους, και να συμμετέχουν σε πολιτικό ακτιβισμό, φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, εθελοντισμό και υποστήριξη διαφόρων σκοπών, αλλά παρακινούνται από μια έντονη ανάγκη για προβολή κι επιβεβαίωση. Η Ramani σχολιάζει: «Οι κοινοτικοί  νάρκισσοι μπορεί να φαίνονται σαν να νοιάζονται πολύ για τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προκλήσεις σε όλο τον κόσμο… όμως στην προσωπική τους ζωή, μπορεί να έχουν όλα τα συνηθισμένα ναρκισσιστικά μοτίβα σχέσεων, όπως είναι η αποστασιοποίηση, η έλλειψη ενσυναίσθησης, η απαιτητικότητα και η οργή», κι επιπλέον συχνά είναι αρκετά δικτατορικοί. Όποιος έχει συμμετάσχει σε πολιτικές ομάδες και καμπάνιες, πολιτικές ομάδες σχολών ή εκδηλώσεις που υποστηρίζουν αξιόλογους σκοπούς πιθανότατα έχει γίνει μάρτυρας ή έχει βιώσει προσωπικά αυτή την αντιφατικότητα σε ανθρώπους, οι οποίοι φαίνεται να αγωνίζονται για δίκαιους σκοπούς, και συνάμα είναι τοξικοί, ελεγκτικοί και χειριστικοί στις προσωπικές αλληλεπιδράσεις και σχέσεις. Και φυσικά, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί επειδή υπάρχουν πολλοί άνθρωποι με υγιή κίνητρα που κάνουν το καλό και εργάζονται για θετική αλλαγή στον κόσμο, κι όπως γράφει η Ramani, υπάρχουν «πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι που πραγματικά βάζουν τους άλλους πάνω απ’ όλα και που δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους και ατελείωτες ώρες χωρίς αμοιβή σε φιλανθρωπικές προσπάθειες ». Τέλος, κάνει διάκριση μεταξύ νάρκισσων, κοινωνιοπαθών και ψυχοπαθών, οι οποίοι συνήθως δεν έχουν την ικανότητα για οποιοδήποτε είδος μετάνοιας και τύψεων, και θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτοί οι τελευταίοι βρίσκονται στο ακραίο σημείο αυτής της κλίμακας χαρακτηριστικών και συμπεριφορών.

Οι Aπαιτητικοί Άνθρωποι: H υπερβολική και μη υγιής απαιτητικότητα εμπίπτει στο χαρακτηριστικό του ανταγωνισμού. Η Ramani ισχυρίζεται ότι η πρόκληση εδώ  έγκειται στο ότι κανείς δεν γεννιέται έτσι, σε αντίθεση με άλλα χαρακτηριστικά, όπως η εσωστρέφεια, η εξωστρέφεια και η τάση να είναι κάποιος πιο καλοπροαίρετος / ευχάριστος, που είναι εν μέρει ιδιοσυγκρασιακά, κι ως εκ τούτου έμφυτα. Οι άνθρωποι μαθαίνουν κυρίως να αισθάνονται και να συμπεριφέρονται με τρόπους κακομαθημένης απαίτησης. Στοχάζεται τις αιτίες και τους λόγους, και εικάζει ότι ένας λόγος μπορεί να είναι «μια τάση υπερβολικής διόρθωσης κι αντίδρασης [από μέρους των γονιών και άλλων] στην πιο αυταρχική, συναισθηματικά απόμακρη, ακόμη και μιλιταριστική προσέγγιση ανατροφής παιδιών των προηγούμενων γενεών, με επακόλουθη εστίαση στην χρόνια ενίσχυση της αυτοεκτίμησης». Επίσης, σημειώνει ότι το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο ενισχύει περαιτέρω αυτές τις τάσεις / συμπεριφορές, και ότι ο πλούτος μπορεί να οδηγήσει σε αυτό που αναφέρεται ως «επίκτητος ναρκισσισμός» και σε ένα είδος ύπνωσης  (entitled hypnosis), κατά την οποία οι πλούσιοι και προνομιούχοι άνθρωποι μπορεί να χάσουν την επαφή με την πραγματικότητα και με το τι συνεπάγεται η ζωή στον κόσμο για τους περισσότερους ανθρώπους. Γράφει: «Γινόμαστε ολοένα και περισσότερο μια κουλτούρα που περιφρονεί σκληρά όσους έχουν «λιγότερα» και σέβεται όσους έχουν «περισσότερα» (ανεξάρτητα από το πώς τα απέκτησαν). Βρισκόμαστε στην εποχή της γενετικής της τύχης…». Εξερευνά επίσης το φαινόμενο από ψυχολογική άποψη και ισχυρίζεται ότι δεν είναι καλό για τους ανθρώπους. Για παράδειγμα, τα άτομα που πιστεύουν ότι έχουν δικαίωμα σε περισσότερες αξιώσεις από τους άλλους μπορεί να είναι λιγότερο ανθεκτικά και είναι πιο πιθανό να καταφύγουν στα ναρκωτικά και το αλκοόλ για να αντιμετωπίσουν τους στρεσογόνους παράγοντες της ζωής. Διευκρινίζει επίσης ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι με πλούτο ή προνόμια τοξικοί, αλλά τονίζει την ανάγκη να ληφθούν υπόψη οι προβληματικές κατανομές του πλούτου σε όλο τον κόσμο, και θα πρόσθετα, ότι είναι ανάγκη δημιουργίας κρατών και δομών που αυξάνουν τις πιθανότητες για μια αξιοπρεπή ζωή για όλους.

Εστιάζοντας στην πολύ ευρύτερη εικόνα, η Ramani ρίχνει φως στο πώς και γιατί ο ναρκισσισμός αποτελεί μια αυξανόμενη τάση στην κοινωνία μας, τροφοδοτούμενη από τα μέσα ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (μια παιδική χαρά για διαδικτυακά τρολ που τείνουν να είναι ένα μείγμα συγκαλυμμένου και κακοήθους ναρκισσισμού), τον καπιταλισμό και την ελεύθερη αγορά, τον τρόπο με τον οποίο μετράμε την επιτυχία, τη διάδοση υλιστικών μηνυμάτων, φόβου κι ανασφάλειας, την εμμονή με τη φήμη και την προσοχή, τη μετατόπιση των αξιών και των προτεραιοτήτων σε διάφορα πλαίσια και δομές, όπως για παράδειγμα στην εκπαίδευση, όπου έχει υπάρξει μια απομάκρυνση από τη διδασκαλία της κριτικής σκέψης, της ηθικής και της ενσυναίσθησης. Υποστηρίζει ότι στον σημερινό κόσμο μας, το να έχει κανείς ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά κάνει ένα άτομο πιο πιθανό να είναι επιτυχημένο κι ότι η ενσυναίσθηση μπορεί να είναι οικονομικά αναποτελεσματική. Ο Timothy Judge και οι συνάδελφοί του έχουν ερευνητικά δεδομένα που υποστηρίζουν την ιδέα ότι οι πιο καλοπροαίρετοι άνθρωποι τείνουν να κερδίζουν λιγότερα χρήματα, κι αυτό το εύρημα είναι ακόμη πιο έντονο για τους άνδρες.

Η Ramani διερευνά και τη συμβολή της masculine ideology αρρενωπής ιδεολογίας στην τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων. Σημειώνει ότι «τα περισσότερα βιβλία ιστορίας φαίνεται να είναι ιστορίες αρρενωπής ιδεολογίας που πήγαν στραβά». Πολλοί άνδρες, δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία όταν ήταν μικροί να μάθουν πώς να ρυθμίζουν τα συναισθήματά τους με μη τοξικούς τρόπους, κι αυτό έχει οδηγήσει στο να εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους με επιβλαβείς τρόπους τόσο για τους ίδιους όσο και για τους γύρω τους (κατάχρηση ουσιών, βία, έλλειψη ενσυναίσθησης, κακή επικοινωνία, κοινωνική απόσυρση και οργή). Η συγγραφέας εξηγεί ότι ο ναρκισσισμός είναι στον πυρήνα του κι ένα έλλειμμα συναισθηματικής ρύθμισης, κι ότι ο θυμός και η οργή και τα ανεπίλυτα συναισθήματα είναι συχνά αυτά που κρύβονται πίσω από τα συγκαλυμμένα ναρκισσιστικά μοτίβα. Ωστόσο, διευκρινίζει ότι ενώ οι περισσότεροι άνδρες (κι αγόρια) είναι ευάλωτοι στις προσδοκίες της παραδοσιακής ιδεολογίας, ευτυχώς, πολλοί άνδρες δεν εκδηλώνουν «τοξική» αρρενωπότητα. Παρόλα αυτά ο τρόπος που κοινωνικοποιούμε τ’ αγόρια και τους άνδρες αυξάνει την πιθανότητα ναρκισσιστικών μοτίβων στην κοινωνία μας.

Επίσης, αναφέρεται και στον New Age Ναρκισσισμό  [Ναρκισσισμός της Νέας Εποχής ή Νέο-πνευματικότητας]: Το Μυστικό, τους κρυστάλλους και τις κάρτες ταρώ, τα ακριβά καταφύγια [retreats], το να ζητάς από το σύμπαν να σου προσφέρει αυτό που θέλεις ή να στέλνεις τις καλές προθέσεις σου στο σύμπαν για να καταργήσεις τις μυριάδες αδικίες, τα προβλήματα και τους ανταγωνισμούς του τρέχοντος κόσμου μας. Γράφει: «Η θλίψη ή άλλα δύσκολα συναισθήματα γίνονται απαγορευμένα σε αυτά τα περιβάλλοντα, όλα λύνονται μαγικά με τη χαρά και το εσωτερικό φως κάποιου. Η αλήθεια είναι ότι οι αρνητικές καταστάσεις διάθεσης μερικές φορές πρέπει να εκδηλώνονται. Σε δύσκολους καιρούς, είναι εντάξει να αμφισβητείς, να εκνευρίζεσαι και να έχεις μια φυσιολογική αντίδραση σε μια μη φυσιολογική κατάσταση», και η ειρωνεία είναι ότι συχνά, «οι άνθρωποι που προωθούν αυτά τα μανιφέστα της Νέας Εποχής είναι επιχειρηματίες και πωλούν μόνο το μισό μήνυμα». Προειδοποιεί για τον κίνδυνο να παρασυρθεί κανείς σε χώρους που κατοικούνται από μεγαλομανή, εκμεταλλευτικά και ελεγκτικά άτομα («φωτισμένοι» γκουρού και γιογκίνι, κ.λπ.).

Οι ρίζες του ναρκισσισμού και των τοξικών προσωπικοτήτων

Ένα μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στις διάφορες θεωρίες και τους πολλούς αλληλοεπιδρώντες παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν κάποιον στο να γίνει ιδιαίτερα ναρκισσιστικός, ανταγωνιστικός και τοξικός. Γενικά οι τοξικές και ναρκισσιστικές προσωπικότητες συνήθως αναπτύσσονται από την αλληλεπίδραση μιας έμφυτης ιδιοσυγκρασίας και του μικρο και μακρο περιβάλλοντός τους. Θα αναφερθώ πολύ σύντομα στις πολλές επεξηγηματικές θεωρίες και τις πιθανές αιτίες ανάπτυξης τοξικών και ανταγωνιστικών προσωπικοτήτων και συμπεριφορών. Θα πρέπει να αναφέρω ότι είναι συνετό να έχουμε κατά νου ότι υπάρχουν πάντα πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη της προσωπικότητας μας. Κάθε άτομο που εμφανίζει αυτά τα χαρακτηριστικά είναι το αποτέλεσμα του συγκερασμού διαφορετικών αιτιών και περιστάσεων, κι επίσης διαφορετικά χαρακτηριστικά θα υπερισχύουν ή θα είναι πιο έντονα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Οι κατηγορίες, η ομαδοποίηση και τα θεωρητικά μοντέλα μας βοηθούν να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε τα φαινόμενα, αλλά οι άνθρωποι είναι ιδιαίτερα σύνθετοι και διαφέρουν ο ένας από τον άλλο, ακόμη  κι αν τους εντάσσουμε σε κατηγορίες προς ευκολότερη κατανόηση. Η Ramani ισχυρίζεται ότι «ο ναρκισσισμός εξελίσσεται από πολλές οδούς: τον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο ανατρέφεται· τον τρόπο με τον οποίο οι τοπικές κοινωνίες και οι κοινοτικές οντότητες, όπως τα σχολεία, αλληλοεπιδρούν με ένα παιδί (αθλητικές και άλλες δραστηριότητες, πνευματικές κοινότητες, γειτονιές)· τις αξίες που η κοινωνία μεταδίδει σε όλους μας. Όλα αυτά τα μονοπάτια τέμνονται με την ιδιοσυγκρασία του ατόμου. Δεν θα αναπτυχθούν όλοι όσοι μεγαλώνουν σε ένα ακυρωτικό περιβάλλον με τον ίδιο τρόπο. Και, σ’ ένα βαθμό, όλοι μας είμαστε ευάλωτοι στις κοινωνικές πιέσεις του ναρκισσισμού».

Στο βιβλίο υπάρχει μια επισκόπηση των διαφορετικών προσεγγίσεων και των επεξηγηματικών μοντέλων που αφορούν αυτούς τους τύπους προσωπικότητας. Η Ramani αναφέρεται στο βίο-οικολογικό μοντέλο του Urie Bronfenbrenner, ο οποίος ουσιαστικά εξέτασε μια ένθετη σειρά συστημάτων στα οποία μεγαλώνουν τα παιδιά και εξέτασε την ανάπτυξη των παιδιών μέσω της αλληλεπίδρασής τους με το περιβάλλον και τον πολιτισμό τους. Έχει επίσης διατυπωθεί η υπόθεση ότι μπορεί να υπάρχει μια «βιολογική ευαλωτότητα», η οποία μπορεί να σχετίζεται με την ιδιοσυγκρασία, τη συναισθηματική ρύθμιση ή την αντιδραστικότητα. Γνωρίζουμε επίσης ότι τα παιδιά μαθαίνουν να αυτορυθμίζονται, να αναβάλλουν την ικανοποίηση ή να υπομένουν την απογοήτευση, για παράδειγμα, και με την πάροδο του χρόνου, γράφει η Ramani, μπορεί ακόμη και να ενδιαφέρονται αν κάποιος άλλος χρειάζεται τη βοήθειά τους. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία μπορεί να παρεμποδιστεί, σε κάποιο βαθμό, από διάφορους παράγοντες. Τα ενήλικα άτομα με υψηλό ναρκισσισμό συχνά μοιάζουν με μικρά παιδιά. Σημειώνει ότι ο ναρκισσισμός «είναι στην πραγματικότητα ένα από αυτά τα πράγματα τα οποία ιδανικά ξεπερνάς, δεν μένεις σε αυτό το στάδιο». Ο Heinz Kohut επικεντρώθηκε στη διαδικασία του κατοπτρισμού (που αναφέρθηκε και στην προηγούμενη ανάρτηση) η οποία απαιτεί από τους γονείς / φροντιστές να είναι παρόντες και να προσφέρουν κατάλληλη επιβεβαίωση στο παιδί. Αυτό το καθρέφτισμα απαιτεί την προσφορά από τους γονείς «συναισθηματικού καθρεπτισμού, κατάλληλης επιβεβαίωσης και ανατροφοδότησης με συνεπή και ρεαλιστικό τρόπο». Η αγάπη ή οι καλές προθέσεις των γονέων μπορεί να μην είναι πάντα επαρκείς. Χρειάζονται υποστήριξη, γνώσεις, πληροφορίες και επίγνωση, κι ελλείψει αυτών υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μην αντιμετωπιστούν επαρκώς οι ανάγκες ενός παιδιού ή να ‘υπέρ-αντισταθμιστούν’ (overcompesation).

Επιπλέον, ο ασυνεπής καθρεφτισμός μπορεί να εμποδίσει ένα παιδί να αναπτύξει μια ρεαλιστική αίσθηση του εαυτού και του κόσμου, κι επιπλέον, όπως υποστηρίζει ο Kohut, παρεμποδίζεται την υγιή ανάπτυξη ρύθμισης συναισθημάτων. Τα ναρκισσιστικά άτομα προβάλλουν τα συναισθήματά τους σε άλλους ανθρώπους, επειδή δεν είναι σε θέση να ανεχθούν τα συναισθήματα τους και είναι επιρρεπείς σε οργή και ξαφνικές εκρήξεις θυμού (όπως τα μικρά παιδιά που έχουν νευρικά ξεσπάσματα). Αναφέρεται στον Otto Kernberg, ο οποίος πιστεύει ότι όταν τα παιδιά έχουν γονείς που δεν έχουν ενσυναίσθηση, είναι ψυχροί ή απόμακροι, παραμένουν συναισθηματικά υποσιτισμένα, κάτι που, γράφει η Ramani, έχει ως αποτέλεσμα το ψυχολογικό τους «εσωτερικό» να μην αναπτύσσεται πλήρως, κι έτσι αναγκάζονται να αναπτύξουν τον εξωτερικό τους κόσμο. Επίσης, αναλογίζεται πολιτισμικούς παράγοντες που μπορεί να αποθαρρύνουν τη γονική ζεστασιά ή τη συναισθηματική έκφραση, και πολιτισμούς που βασίζονται σε βαθιά αυταρχικά μοντέλα γονικής μέριμνας. Ο Freud και άλλοι πιστεύουν ότι ο ναρκισσισμός είναι πιθανώς κάποια μορφή άλυτης σύγκρουσης από την παιδική ηλικία που εκδηλώνεται στην ενήλικη ζωή. Παραθέτει κι ένα απόφθεγμα του Freud: «Όποιος αγαπά γίνεται ταπεινός. Όσοι αγαπούν, ας πούμε, έχουν δώσει ενέχυρο ένα μέρος του ναρκισσισμού τους».

Η Ramani αναλύει τη διαδικασία μέσα από το πρίσμα διαφόρων θεωριών. Η θεωρία της προσκόλλησης [του δεσμού] εστιάζει στις πρώτες μας σχέσεις με τους γονείς μας ή άλλους κύριους φροντιστές και στη διαθεσιμότητα και την ανταπόκριση του φροντιστή, καθώς και στην εγγύτητα και τη σύνδεση της επαφής με τον φροντιστή. Μέσα από το πρίσμα της ανθρωπιστικής θεωρίας, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι πιο έντονα νάρκισσοι ενήλικες δεν έλαβαν άνευ όρων αγάπη, αλλά τους τέθηκαν όροι αξίας ως παιδιά. Αντί απλώς να αισθάνονται αγαπημένοι, ένιωθαν ότι η αγάπη συνοδευόταν με όρους (λόγου χάρη, λάμβαναν αγάπη αν έπαιρναν καλούς βαθμούς, συμπεριφέρονταν καλά, ήταν καλοί στα αθλήματα ή παρέμεναν σιωπηλοί). Παρουσιάζει επίσης ιδέες που έχουν αναπτυχθεί πιο πρόσφατα. Για παράδειγμα, ο Alexander Lowen έχει υποθέσει ότι ο ναρκισσισμός σχετίζεται με την ντροπή και την ταπείνωση κατά την παιδική ηλικία, επειδή οι γονείς ήταν υπερβολικά ελεγκτικοί ή συναισθηματικά ψυχροί κι απόμακροι ή χρόνια επικριτικοί και ακυρωτικοί και ντροπιαστικοί ή επέβαλαν δυσανάλογες τιμωρίες. Αυτό το είδος ανατροφής θα μπορούσε να οδηγήσει ένα παιδί να μάθει ότι η δύναμη είναι το μέσο διαχείρισης στενών σχέσεων και ότι η έκφραση συναισθημάτων αποτελεί αδυναμία.

Οι Richard Ryan και Tim Kasser ασχολούνται με τα εξωτερικά και εγγενή συστήματα αξιών, καθώς και με τον υλισμό, την παρόρμηση για κατανάλωση, κατοχή και επίδειξη εξωτερικών αντικειμένων και επιτευγμάτων, ως κεντρικό χαρακτηριστικό του ναρκισσισμού. Από την οπτική γωνία της Σχολής του Συμπεριφορισμού, οι συμπεριφορές που ανταμείβονται επαναλαμβάνονται κι ενισχύονται. Η Ramani γράφει: «Ο ναρκισσισμός μπορεί να είναι και μια αντανάκλαση του πώς οι συμπεριφορές των παιδιών διαμορφώνονται έως την ενηλικίωση από τους γονείς, την ευρύτερη οικογένεια, τους δασκάλους, τις κοινότητες και την κοινωνία γενικότερα» και, ως εκ τούτου, όλοι μας είμαστε ευάλωτοι σε αυτόν τον τρόπο απόκτησης ναρκισσιστικών συμπεριφορών και στάσεων. Επίσης, οι γονείς και οι ενήλικες αποτελούν πρότυπα συμπεριφορών. Ο Albert Bandura διατύπωσε ένα μοντέλο που ονομάζεται social learning theory / θεωρία κοινωνικής μάθησης, η οποία υποδηλώνει ότι τα παιδιά κάνουν αυτό που βλέπουν, ειδικά όταν το μοντέλο είναι ένας γονέας, ένας αδελφός (η), ένας συνομήλικος (η), ένας δάσκαλος (α). Επίσης, μας πρόσφερε την ιδέα της «ενδογενούς εξαρτημένης μάθησης», η οποία υποδηλώνει ότι ένα άτομο θα παρακολουθήσει ένα άτομο-πρότυπο να εμπλέκεται σε μια συμπεριφορά και στη συνέχεια θα παρατηρήσει τις συνέπειες από το περιβάλλον. Έτσι, είναι εύκολο για τα παιδιά να μάθουν συμπεριφορές όπως η απαιτητικότητα,  και ούτω καθεξής. Το βιβλίο περιέχει κι αρκετό χιούμορ. Η Ramani αναρωτιέται «τι θα συμβεί σε μια γενιά παιδιών που παρατήρησαν ενήλικες θαμμένους σε συσκευές;» Ο χρόνος θα δείξει.

Όσο για τη βιολογία της συμπεριφοράς, ο Robert Sapolsky κάνει την παρατήρηση ότι το κοινωνικό πλαίσιο γύρω μας επηρεάζει τον τρόπο λειτουργίας του κεντρικού νευρικού μας συστήματος, επειδή αφορά τον τρόπο που ερμηνεύουμε τα γεγονότα. Η Ramani αναλογίζεται επίσης τον ρόλο της κοινωνίας και των κινήτρων. Αναφέρεται σε μερικές θεωρίες κινήτρων από τις πολλές στον τομέα της ψυχολογίας, με την ιεραρχία των αναγκών του Μάσλοου, ίσως ως την πιο γνωστή. Ο David McClelland, γράφει, πιστεύει ότι α) μαθαίνουμε κίνητρα και β) υπάρχουν τρία κίνητρα από τα οποία όλοι μας καθοδηγούμαστε: η ανάγκη για σύνδεση (αίσθηση του ανήκειν, επιλογή των αναγκών της ομάδας έναντι των ατομικών αναγκών κι αποφυγή της αβεβαιότητας)· η ανάγκη για επίτευξη και η ανάγκη για δύναμη / εξουσία (μια ώθηση για έλεγχο των άλλων, απόλαυση από τη νίκη και τον ανταγωνισμό, επιδίωξη κύρους και αναγνώρισης). Αυτές οι ανάγκες, εξηγεί, διαμορφώνονται από τις οικογένειές μας, τους πολιτισμούς και τις κοινότητές μας, και από τη μεταχείρισή μας από αυτούς τους θεσμούς και τις ομάδες. Όλοι μας καθοδηγούμαστε από αυτές τις κινητήριες δυνάμεις σε διαφορετικό βαθμό, με μία από αυτές να χρησιμεύει ως κυρίαρχο κίνητρο. Για τα έντονα ανταγωνιστικά και ναρκισσιστικά άτομα, τους κοινωνιοπαθείς, τους ψυχοπαθείς και τα έντονα συγκρουσιακά ή τοξικά άτομα, το κυρίαρχο κίνητρο είναι η ανάγκη για έλεγχο κι εξουσία.

Τόσο η υπερβολική (κακομαθαίνω) όσο και η ανεπαρκής προσοχή μπορούν να να συμβάλουν στην ανάπτυξη έντονου ναρκισσισμού. Ο Theodore Millon χαρακτήρισε τον ναρκισσισμό ως «αδιαφορία για την «κυριαρχία» των άλλων και πιστεύει ότι αυτό πηγάζει από την απαιτητικότητα και τα άκρα είτε της υπερβολικής προσοχής είτε της παραμέλησης ή και των δύο». Με άλλα λόγια, τόσο το να κακομαθαίνουμε όσο και η παραμέληση των παιδιών μπορούν να επιφέρουν παρόμοιες συμπεριφορές και στάσεις. Από την άλλη πλευρά, η Ramani μας υπενθυμίζει ότι θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη τη σημασία της προδιάθεσης, της ιδιοσυγκρασίας, της προσωπικότητας και της ιδιοσυστασίας. Όλοι ερχόμαστε στον κόσμο με μια ιδιοσυγκρασία, η οποία πιστεύεται ότι έχει μια γενετική συνιστώσα, η οποία στη συνέχεια αλληλοεπιδρά με το περιβάλλον και τον τρόπο με τον οποίο κάθε παιδί υποστηρίζεται στη διαχείριση της απογοήτευσης. Σχολιάζει ότι ενώ οι προηγούμενες γενιές γονέων έκαναν λάθη με πολλούς τρόπους, ήταν πολύ καλύτεροι στο να αφήνουν τα παιδιά τους να βιώνουν απογοήτευση και να την ξεπερνούν, και ότι τώρα ως γονείς και ως πολιτισμός, γινόμαστε όλο και χειρότεροι σε αυτό. Αναρωτιέται αν είμαστε κολλημένοι  ως γονείς σε μια υπερβολική διόρθωση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ως αντίδραση στην πιο αυταρχική, συναισθηματικά απόμακρη, ακόμη και μιλιταριστική προσέγγιση ανατροφής παιδιών των προηγούμενων γενεών, που υπέρ-αντισταθμίζει και προσπαθεί να επιτύχει τα βέλτιστα αποτελέσματα για τα παιδιά μας, ανησυχώντας για τον ανταγωνιστικό κόσμο στον οποίο εισέρχονται, κι έτσι, έχουμε μετατοπίσει «την εστίαση από τη δημιουργία ενός καλού, ευγενικού, ενσυναισθητικού παιδιού στη δημιουργία ενός είδους πολεμιστή / τριας».

Στην ανάλυση της η συγγραφέας περιλαμβάνει και τις θεωρίες που αφορούν τις δυναμικές και τους διάφορους ρόλους μέσα στις οικογένειες. Εν συντομία, ξεκινά διευκρινίζοντας ότι κανείς δεν το κάνει ακριβώς σωστά, αφού η θλίψη, οι ανησυχίες, οι περιστάσεις, οι απογοητεύσεις, τα ψυχολογικά προβλήματα, τα τραύματα και η απόσπαση της προσοχής των γονέων, αναπόφευκτα  γίνονται μέρος της αναπτυξιακής ιστορίας των παιδιών τους. Τα παλιά οικογενειακά πρότυπα συχνά επαναλαμβάνονται με πολλούς τρόπους. Οι δε γονείς με ναρκισσιστικά, ανταγωνιστικά ή άλλα τοξικά χαρακτηριστικά μπορούν να έχουν μακροχρόνιο αντίκτυπο στη ζωή των παιδιών τους, επειδή «η γονική μέριμνα και ο ναρκισσισμός δεν συνδυάζονται. Οι βασικές απαιτήσεις της γονικής μέριμνας – συνέπεια, ενσυναίσθηση, συμβιβασμός, θυσία, αυτογνωσία, πειθαρχία και ψυχραιμία…..» Μια κοινή δυναμική σε οικογένειες με πιο ναρκισσιστική ή ανταγωνιστική δυναμική είναι αυτή όπου το ένα παιδί ή ένα μέλος της οικογένειας αναλαμβάνει το ρόλο γονέα ή του αποδιοπομπαίου τράγου ή, αν πρόκειται για μια κόρη, επιφορτίζεται ένα είδος ρόλου Σταχτοπούτας. Αυτό, γράφει ο Ramani, «είναι μια εξαιρετικά επώδυνη δυναμική για ένα παιδί, το οποίο μπορεί να νιώθει ότι ολόκληρο το οικογενειακό σύστημα συνωμοτεί για να το εκφοβίσει και υπογραμμίζει τους φόβους του αποκλεισμού και της απομόνωσης. Δεν είναι ασυνήθιστο, μέσα σε ένα ναρκισσιστικό οικογενειακό σύστημα, εκτός από το παιδί που γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος, να υπάρχει και το «χρυσό παιδί», ένας ρόλος που δεν είναι πάντα τόσο απλός».

Οι οικογένειες και οι μικρές ομάδες είναι πάντα ενσωματωμένες σε μεγαλύτερα συστήματα και τροφοδοτούνται το ένα από το άλλο, και το παιδί ή το μέλος μιας οικογένειας που επιλέγεται ως μαύρο πρόβατο ή αποδιοπομπαίος τράγος θα βιώσει συχνά μια συστηματικά καθοδηγούμενη ψυχολογική παρενόχληση ή ένα είδος δημόσιας τιμωρίας και χρόνιου καταναγκαστικού ελέγχου, με καταστροφικές συνέπειες σε όλους τους τομείς της ζωής του. Η Ramani σημειώνει ότι μπορεί να υπάρχει πραγματικός φόβος ότι, μέσα σε ομάδες φίλων, εκπαιδευτικά και εργασιακά περιβάλλοντα, η δυναμική του αποδιοπομπαίου τράγου μπορεί να αναπαραχθεί σε βάθος χρόνου. Η Rebecca C. Mandeville, η οποία έχει επινοήσει τον όρο FSA (Family Scapegoating Abuse) κι έχει διεξάγει έρευνα πάνω σε αυτό, εστιάζει και σε θέματα όπως η οικογενειακή παρενόχληση που καθοδηγείται από συστημικές δυνάμεις και η συστηματική παρενόχληση στον χώρο εργασίας. Μάλλον θα επανέλθω στο θέμα σχετικά με τα οικογενειακά συστήματα, και τους διάφορους ρόλους και δυναμικές μέσα σε αυτά, σε μελλοντικές αναρτήσεις. Εν συντομία μερικοί πιο υγιείς ρόλοι μπορεί να είναι ο ρόλος του ενήλικα φροντιστή, του προμηθευτή, του εκπαιδευτή, του υποστηρικτή, αυτού που θέτει όρια ή  αυτού που λέει αλήθειες. Λιγότεροι υγιείς ρόλοι είναι οι ρόλοι του χρυσού παιδιού, του αποδιοπομπαίου τράγου, του παιδιού που έχει αναλάβει ρόλους γονιού, του γελωτοποιού και του ειρηνοποιού, του μάρτυρα, του χαμένου παιδιού, του γυάλινου παιδιού, κ.λπ.

Εν τω μεταξύ, υπάρχουν δύο εξαιρετικά εικονογραφημένα παιδικά βιβλία, το Scapegoat / Αποδιοπομπαίος Τράγος, γραμμένο από την Eva Keyes και εικονογραφημένο από την Aleksandra Szmidt, και το Escape Goat / Το Κατσικάκι που το έσκαγε, γραμμένο από την Ann Patchett και εικονογραφημένο από την Robin Preiss Glasser, τα οποία μπορούν να βοηθήσουν τα μικρά παιδιά να κατανοήσουν αυτές τις δυναμικές υπονόμευσης και ενοχοποίησης στο σπίτι ή στο σχολείο. Μπορείτε να βρείτε και τις δύο ιστορίες στο YouTube.

Στο βιβλίο διερευνάται και η στόχευση των παιδιών μέσω της διαφήμισης που οδηγεί στη δημιουργία ενός συστήματος πεποιθήσεων που οργανώνεται γύρω από την κατανάλωση και τη ρύθμιση της αίσθησης του εαυτού τους μέσω της απόκτησης αντικειμένων έξω από τον εαυτό τους. Τα παιδιά προσανατολίζονται όλο και περισσότερο, στην απόκτηση αντικειμένων και στον εξωτερικό κόσμο,  ακριβώς στη φάση ανάπτυξης που θα εξυπηρετούνταν καλύτερα αναπτύσσοντας τον εσωτερικό τους κόσμο και τους ρυθμιστικούς τους μηχανισμούς.

Υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν σχετικά με τους πιθανούς λόγους για την ανάπτυξη μιας έντονα ανταγωνιστικής προσωπικότητας στο βιβλίο· ωστόσο, αυτό που είναι σημαντικό να θυμόμαστε είναι ότι παρόμοιες εμπειρίες μπορεί να επηρεάσουν τους ανθρώπους και τα παιδιά διαφορετικά ανάλογα με μια πληθώρα παραγόντων. Η Ramani συνοψίζει αυτή τη διαδικασία ως εξής: «… η αλχημεία των πρώιμων περιβαλλόντων μας – οι γονικές σχέσεις, οι δεσμοί, οι ανταμοιβές, οι τιμωρίες, τα κίνητρα και ο τρόπος που μας αγαπούν – θέτει την πολύπλοκη αρχιτεκτονική για τα ψυχολογικά θεμέλια του ναρκισσισμού. Και όλα αυτά συμβαίνουν μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας, του πολιτισμού και των κοινοτήτων μας».

Συμπέρασμα

Στο βιβλίο, η συγγραφέας αναλύει το πώς μπορούμε να μεγαλώσουμε και να δημιουργήσουμε ανθρώπους με βάθος, οι οποίοι έχουν ενσυναίσθηση και καθοδηγούνται από την αμοιβαιότητα στις σχέσεις τους, μέσα σε αυτόν τον νέο κόσμο που αναζητά τη δόξα και τον πλούτο, καθώς και την ανάγκη για μια ισορροπημένη, υπεύθυνη προσέγγιση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Γράφει: «Οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προγράμματα σπουδών πρέπει να επικεντρωθούν στην ανάπτυξη ψηφιακού αλφαβητισμού και κοινωνικών δεξιοτήτων». Ερευνά το πώς να καλλιεργήσουμε γνήσιες διαπροσωπικές σχέσεις και γράφει ότι σπάνια μας μαθαίνουνε να εξετάζουμε προσεκτικά αν ένα άτομο έχει καλοσύνη και ζεστασιά. Λέει: «Οι άνθρωποι που είναι πιο εσωστρεφείς στην εστίασή τους ή που είναι πιο προσεκτικοί και σοφοί, συχνά δεν αναπτύσσουν τους εξωτερικούς και χαρισματικούς τους μύες. Είναι σπάνιο να βρεις και τα δύο χαρακτηριστικά στο ίδιο άτομο. Ωστόσο, αν ένα άτομο ηγείται με γοητεία και χάρισμα και άφθονη αυτοπεποίθηση, σταθείτε και δώστε προσοχή. Βεβαιωθείτε ότι υπάρχει ενσυναίσθηση……..  ότι το άτομο είναι αυθεντικό, ότι υπάρχει σεβασμός…».

Μερικές σκέψεις και ιδέες για την καλοσύνη                                       Edited – 19/09/2025

«Νομίζω ότι η καλοσύνη για μένα έρχεται πρώτη όσον αφορά τις ιδιότητες ενός ανθρώπου. Θα την έβαζα πάνω από οτιδήποτε άλλο όπως το θάρρος ή η γενναιότητα ή η γενναιοδωρία ή οτιδήποτε άλλο……. .Το να διαθέτεις καλοσύνη – καλύπτει τα πάντα, κατά τη γνώμη μου.» Roald Dahl

«Όταν ολόκληρες ομάδες δεν νοιάζονται, μπορούν να δημιουργηθούν κουλτούρες μίσους, ανταπόδοσης κι εκδίκησης που αναπαράγουν τις τραυματικές συνθήκες που οι ίδιες δημιούργησαν. Τότε υπάρχουν λιγότερες πιθανότητες για εκείνο το είδος φροντίδας των πολιτών που παρέχει ένα προπύργιο ενάντια στην πολιτική διαφθορά, τις αχαλίνωτες δυνάμεις της αγοράς ή τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό.»  (Από το The Capacity to Care: Gender and Ethical Subjectivity της Wendy Hollway, 2006, σελ. 2)

Το σημερινό κείμενο περιλαμβάνει μερικές σκέψεις, ιδέες και βιβλία που σχετίζονται με τις επικαλυπτόμενες ανθρώπινες ικανότητες για φροντίδα, καλοσύνη και πράξεις γενναιοδωρίας.

Φροντίδα

Διάβασα κάπου ότι η φροντίδα μπορεί να γίνει κατανοητή υπό το πρίσμα της έννοιας του  υποστηρικτικού περιβάλλοντος του Donald Winnicott [η οποία συζητήθηκε συνοπτικά στην προηγούμενη ανάρτηση], στην οποία οι βασικές ανάγκες ικανοποιούνται με τρόπους που δημιουργούν δυνατότητες για την ευημερία ενός ατόμου. Έτσι, η φροντίδα εδώ γίνεται κατανοητή ως ένα περιβάλλον διευκόλυνσης που επιτρέπει σε κάποιον να αναπτύξει αυτονομία, δημιουργικότητα, αυθορμητισμό, κι ένα αίσθημα ασφάλειας και συμμετοχής. Η ιδέα του Winnicott για τον αληθινό εαυτό / true self απαιτεί ένα υποστηρικτικό περιβάλλον από νωρίς, στο οποίο η επιθετικότητα, η δημιουργικότητα, η έκφραση και οι ανάγκες του βρέφους ικανοποιούνται και γίνονται ανεκτές, ένα περιβάλλον που εξισορροπεί την αλληλεξάρτηση και την ατομικότητα χωρίς να οδηγείται στον ατομικισμό. Η έννοια της φροντίδας θα μπορούσε να προσδιοριστεί και σε μια κλίμακα από το ιδιωτικό και το προσωπικό έως το δημόσιο και το πολιτικό. Το έργο του Winnicott, και άλλων, έχει επηρεάσει το πρόσφατο ενδιαφέρον και τη βιβλιογραφία για την πολιτική της φροντίδας και την εξερεύνηση του πώς ένα κράτος θα μπορούσε να φροντίσει τους πολίτες του με μη ελεγχόμενους τρόπους, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να αυξήσει την ένταξη και την ισότητα.

Το μοντέλο (ή το ιδεώδες) φροντίδας της Wendy Ann Hollway υποδηλώνει ότι ένας ενήλικας θα έχει την ικανότητα να συμμετέχει σε τέσσερα είδη φροντίδας. Η Hollway, ήταν μια καθηγήτρια που είχα ενώ σπούδαζα στο OU (Ανοιχτό Πανεπιστήμιο), της οποίας η θεωρητική προσέγγιση και το μοντέλο ποιοτικής έρευνας, τα οποία ενσωματώνουν την ψυχαναλυτική θεωρία με τις κοινωνικές επιστήμες προκειμένου να γίνει εφικτή η κατανόηση της (δια)υποκειμενικότητας, της ταυτότητας και των κοινωνικών σχέσεων, έχουν επηρεάσει τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα. Το έργο της επικεντρώνεται στις συναισθηματικές και σχεσιακές πτυχές της γνώσης, και μαζί με τον Tony Jefferson, δημιούργησαν μια μέθοδο έρευνας που ενσωματώνει τις ασυνείδητες δυναμικές που συμβαίνουν μεταξύ των ερευνητών και των συμμετεχόντων.

Με λίγα λόγια, το μοντέλο φροντίδας (care ideal) της Hollway προϋποθέτει ότι ένας ενήλικας θα έχει την ικανότητα να συμμετέχει σε τέσσερα είδη φροντίδας. Πρώτον, θα είναι ικανός / η για αμοιβαία αλληλεξαρτώμενη λήψη και παροχή φροντίδας. Δεύτερον, θα είναι ικανός / η να παρέχει την αδιαπραγμάτευτη, ασύμμετρη απαίτηση για φροντίδα που πάντα απαιτούνταν από τις μητέρες και απαιτείται από τους πατέρες και άλλους που «μεγαλώνουν και φροντίζουν» μωρά και μικρά παιδιά. Τρίτον, θα είναι ικανός να φροντίζει τον εαυτό του / της. Τέταρτον, θα είναι σε θέση να επεκτείνει τη φροντίδα τόσο σε ανθρώπινα όσο και σε μη ανθρώπινα αντικείμενα (το περιβάλλον ή τα μη ανθρώπινα ζώα). Διερευνά: πώς αυτές οι ικανότητες μπορούν να επιτευχθούν μέσω της ανάπτυξης του εαυτού, του νου και της ηθικής, πώς η ικανότητα φροντίδας και άσκησης της φροντίδας υποστηρίζεται ή υπονομεύεται από τις διαθέσιμες πρακτικές και τον δημόσιο λόγο που αφορούν κι έχουν επιπτώσεις στη φροντίδα, και ποιες είναι οι συνθήκες και δυναμικές που είτε ενισχύουν είτε διαβρώνουν την ανάπτυξη μιας αρκετά καλής ικανότητας φροντίδας.

Καλοσύνη

Ο Αριστοτέλης όρισε την καλοσύνη ως «βοήθεια προς κάποιον που έχει ανάγκη, όχι ως αντάλλαγμα για κάτι, ούτε προς όφελος του ίδιου του βοηθού, αλλά προς όφελος του ατόμου που λαμβάνει την βοήθεια». Στο λεξικό του Cambridge ορίζεται ως «η ιδιότητα του να είσαι γενναιόδωρος, υποστηρικτικός και να νοιάζεσαι για τους άλλους». Και η ποιήτρια Naomi Shihab Nye (Ναόμι Σιχάμπ Νάι) γράφει για την καλοσύνη: «Πριν μάθεις τι πραγματικά είναι η καλοσύνη / πρέπει να χάσεις πράγματα, / να νιώσεις το μέλλον να διαλύεται σε μια στιγμή / σαν αλάτι σε έναν εξασθενημένο ζωμό. / Ό,τι κρατούσες στο χέρι σου, / ό,τι μετρούσες κι αποταμίευες προσεκτικά, / όλα αυτά πρέπει να χαθούν για να μάθεις / πόσο έρημο μπορεί να είναι το τοπίο / ανάμεσα στις περιοχές της καλοσύνης…».  Μια πράξη καλοσύνης είναι ίσως μια πράξη που κάνουμε, συχνά αυθόρμητα, χωρίς κανένα λόγο παρά μόνο για να προσφέρουμε υποστήριξη, ενθάρρυνση, βοήθεια, χαρά ή ένα αίσθημα συμπερίληψης στους κοντινούς μας ανθρώπους, αλλά και σε αγνώστους. Η καλοσύνη μπορεί επίσης να περιλαμβάνει την υπεράσπιση των άλλων ή την αντίσταση στην μη καλοσύνη, και αφορά όχι μόνο τους δικούς μας, αλλά και τους ξένους και αγνώστους, κι όσους βρίσκονται σε μακρινά μέρη. Τέλος, συχνά η δικαιοσύνη και η καλοσύνη αλληλεξαρτώνται ή αλληλεπιδρούν.

Την Κυριακή (14 / 09 / 2025) παρακολουθήσαμε τον απόπλου δύο ελληνικών ιστιοπλοϊκών από το λιμάνι του μικρού νησιού στο οποίο ζω για να συναντήσουν έναν στόλο σαραντατεσσάρων σκαφών, από λιμάνια από όλο τον κόσμο και να πλεύσουν προς την Παλαιστίνη, προκειμένου να ανοίξουν έναν ανθρωπιστικό διάδρομο και να βοηθήσουν στον τερματισμό της συνεχιζόμενης γενοκτονίας των ανθρώπων που βρίσκονται εκεί. Η Σούζαν Σόνταγκ είχε πει ότι «Η συμπόνια είναι ένα ασταθές συναίσθημα…. Πρέπει να μεταφραστεί σε δράση, αλλιώς μαραίνεται». Ίσως λοιπόν οι άνθρωποι που συμμετέχουν σε αυτό το επικίνδυνο εγχείρημα να μεταφράζουν τη συμπόνια τους σε πράξη, μια πράξη καλοσύνης θα μπορούσε κανείς να πει. Στο μυθιστόρημά του Ζωή και Μοίρα, ο Βασίλι Γκρόσμαν γράφει: «Η ανθρώπινη ιστορία δεν είναι η μάχη του καλού που αγωνίζεται να νικήσει το κακό. Είναι μια μάχη που δίνει ένα μεγάλο κακό, που αγωνίζεται να συντρίψει έναν μικρό πυρήνα ανθρώπινης καλοσύνης… Αυτή η καλοσύνη, αυτή η ανόητη καλοσύνη, είναι αυτό που είναι το πιο αληθινά ανθρώπινο σε έναν άνθρωπο… Αυτή η καλοσύνη είναι ταυτόχρονα ασυναίσθητη και χωρίς λόγια. Είναι ενστικτώδης, τυφλή… Είναι τόσο απλή όσο η ίδια η ζωή».

Ο Κάρολος Δαρβίνος πίστευε ότι η ανθρώπινη ικανότητά μας για καλοσύνη ήταν στην πραγματικότητα καθοριστική για την εξελικτική μας επιτυχία, την επιβίωσή μας ως είδος. Φαίνεται ότι η καλοσύνη ήταν μια από τις αμυντικές μας στρατηγικές, η οποία μας βοήθησε να επιβιώσουμε σε έναν κόσμο γεμάτο μεγαλύτερα, δυνατότερα και ταχύτερα ζώα και σκληρές συνθήκες. Οι πρόγονοί μας, οι άνθρωποι των σπηλαίων, που ήταν σε καλύτερη θέση να φροντίσουν τη φυλή τους, τις γυναίκες, τα παιδιά, τους αρρώστους και τους ηλικιωμένους, απέκτησαν ένα εξελικτικό πλεονέκτημα έναντι εκείνων που δεν το έκαναν. Οι επιστήμονες έχουν υποστηρίξει ότι τα κίνητρα τους ήταν σε βαθύτερο επίπεδο ιδιοτελή, κάτι που μπορεί επίσης να ισχύει. Επιπλέον, οι ερευνητικές μελέτες σήμερα δείχνουν ότι η καλοσύνη έχει θετικό φυσιολογικό και ψυχολογικό αντίκτυπο και στο άτομο που κάνει την ευγενή πράξη. Εκτός από το ότι κανείς νιώθει καλά με την καλή του πράξη, κάτι που είναι σχετικά εύκολο να παρατηρηθεί, φαίνεται ότι οι καλές πράξεις έχουν θετικό αντίκτυπο και στην ψυχολογική και σωματική μας υγεία.

Ωστόσο, οι πρόγονοί μας των σπηλαίων ήταν στα αλήθεια ικανοί να αναλύσουν τα ασυνείδητα κίνητρά τους ή μήπως αντιδρούσαν, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, από κάποιες παρορμήσεις και κάποια συναισθήματα καλοσύνης, ενσυναίσθησης ακόμη και αλτρουισμού, ικανότητες εγγενείς στο ανθρώπινο γονιδίωμα; Όπως σημειώνει η Margaret Drabble σε ένα δοκίμιο (2015), στο οποίο οραματίζεται ένα μέλλον όπου δεν θα υπάρχουν πια τράπεζες τροφίμων, εργαστήρια εκμετάλλευσης εργατών σκλάβων (sweat shops) και γκούλαγκ, απλά επειδή υπάρχουν αρκετά για τις ανάγκες όλων, αν οι πόροι κατανέμονταν λίγο πιο ορθολογικά και ομοιόμορφα, «εκτός κι αν είμαστε πραγματικά ένα μισητό, δολοφονικό είδος ανθρώπου του Χομπς, σίγουρα μπορούμε να οραματιστούμε ένα πιο δίκαιο μέλλον σε έναν όμορφο πλανήτη»..

Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί πώς ως είδος θα μπορούσαμε να έχουμε φτάσει μέχρι εδώ χωρίς τα εκατομμύρια πράξεις φροντίδας, καλοσύνης και γενναιοδωρίας που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του χρόνου που κατοικούμε σε αυτόν τον πλανήτη. Ακόμη κι όταν εξετάζουμε τη δική μας ζωή, με τα τραύματα, τις αδικίες και τις αναξιοπρεπείς συμπεριφορές που μπορεί να έχουμε υποστεί στην πορεία, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς οποιοσδήποτε από εμάς θα μπορούσε να είχε επιβιώσει σε έναν εντελώς επιθετικό, κυνικό και χωρίς ενσυναίσθηση κόσμο που στερούνταν ατομικών πράξεων φροντίδας και καλοσύνης και ιδανικών φροντίδας στις κοινωνικές του δομές. Αυτό μας δείχνει τη σημασία της οικοδόμησης κοινοτήτων φροντίδας, κι επίσης, υπογραμμίζει την αναγκαιότητα ενός περιβάλλοντος φροντίδας από την κούνια μέχρι το τέλος.

Τέλος, η ικανότητα για καλοσύνη λίγο πολύ αντανακλά και κάποιο επίπεδο επίγνωσης του ότι ως επί το πλείστον δεν υπάρχει λόγος να μην είμαστε ευγενικοί και υποστηρικτικοί όταν αυτό χρειάζεται ή μας ζητείται, καθώς και κάποια ικανότητα να απεμπλεκόμαστε από τα φυσικά ανθρώπινα υποκείμενα ρεύματα ανταγωνιστικότητας, μοχθηρίας ή αδιαφορίας. Μια μελέτη που διάβασα κάπου υπέδειξε ότι η σοφία είναι ο συνδυασμός ιδιοτήτων όπως η περιέργεια, η ανοχή, η δημιουργικότητα, η ταπεινότητα, η ανθεκτικότητα και η καλοσύνη. Η ικανότητα να νοιαζόμαστε και να ενεργούμε με καλοσύνη απαιτεί εσωτερική δύναμη, ενσυναίσθηση και συμπόνια που θεωρούνται δείκτες ψυχολογικής υγείας επειδή υποδεικνύουν μια ικανότητα για καλύτερη συναισθηματική και κοινωνική λειτουργία. Η απουσία ενσυναίσθησης και η μειωμένη ικανότητα φροντίδας από τους πρώτους φροντιστές μας, για παράδειγμα, οδηγεί σε ανασφαλείς δεσμούς για το παιδί, ενώ σε ευρύτερα κοινωνικοπολιτικά πλαίσια, αυτό το έλλειμμα οδηγεί σε κυνισμό, εκμετάλλευση, επιθετικότητα και βία.

Μήπως υπάρχουν και κάποια μειονεκτήματα όσον αφορά την καλοσύνη;

Υπάρχει ο κίνδυνος εξουθένωσης, εξάντλησης και αυτού που κάποιοι αποκαλούν compassion fatigue / κόπωση συμπόνιας, όταν παραμελούμε τις δικές μας ανάγκες και δεν μπορούμε να θέσουμε υγιή προσωπικά όρια. Η αδυναμία να πούμε «όχι» στους άλλους, για οποιονδήποτε λόγο, μπορεί να οδηγήσει στο να μας εκμεταλλευτούν. Η υπερβολική δοτικότητα μπορεί να οδηγήσει στο να χάσουμε τον εαυτό μας ή να χάσουμε την επαφή με τις δικές μας ανάγκες, καθώς και στην παραμέληση της εκπλήρωσης των δικών μας στόχων. Η καλοσύνη συχνά συνοδεύεται από συναισθηματική ευαλωτότητα. και ως εκ τούτου, μπορεί κατά καιρούς να νιώσουμε απογοήτευση. Επίσης, η καλοσύνη δεν πρέπει να συγχέεται με την ανοχή κακών ή τοξικών συμπεριφορών ή την έλλειψη αυτό-επιβολής όταν αυτό απαιτείται. Τα υπερβολικά ανταγωνιστικά άτομα μπορεί να αντιληφθούν μια γενναιόδωρη ή ευγενική προδιάθεση ως αδυναμία. Επομένως, η καλοσύνη και η γενναιοδωρία πρέπει να συνοδεύονται από τη δυνατότητα διάκρισης. Η συνειδητή καλοσύνη περιλαμβάνει την εξισορρόπηση της συμπόνιας για τους άλλους με δυνατότητα διάκρισης, σοφή οριοθέτηση και μια υγιή αίσθηση αυτοσυντήρησης. Όπως έγραψε η George Eliot: «Είναι καλό να είσαι χρήσιμος και καλοσυνάτος, αλλά μην αφήνεις τον εαυτό σου να λιώσει / να γίνει γράσο κεριού προς όφελος του εμπορίου ζωικού λίπους».

Εικονογραφημένα βιβλία για παιδιά και ενήλικες που εξερευνούν τα θέματα της ευγένειας, της καλοσύνης και της φιλίας:

Οι τρεις ερωτήσεις από έναν αγαπημένο εικονογράφο, τον Jon J Muth, εμπνευσμένες από την ιστορία του Λέων Τολστόι.

Μερικές φορές ο μικρός Νικολάι δεν είναι σίγουρος για το τι πρέπει να κάνει ή αν κάνει το σωστό, οπότε ρωτάει τους φίλους του. Δεν μένει όμως απόλυτα ικανοποιημένος με τις απαντήσεις των φίλων του, κι έτσι αποφασίζει ν’ ανέβει στο βουνό για να συναντήσει μια σοφή χελώνα που έχει ζήσει πάρα πολλά χρόνια. Κάνει τρεις ερωτήσεις: Ποια είναι η καλύτερη στιγμή για να κάνεις κάτι; Ποιος είναι ο πιο σημαντικός; Ποιο είναι το σωστό;

Το βιβλίο Amos and Boris / O Άμος κι ο Μπόρις του William Steig, μια όμορφη ιστορία καλοσύνης, αγάπης, θάρρους και φιλίας μεταξύ δύο φαινομενικά ασύμβατων πλασμάτων, ενός ποντικιού και μιας φάλαινας, πρόθυμων να βοηθήσουν, προς μεγάλη τους έκπληξη, ένα άλλο θηλαστικό.

Το Each Kindness / Κάθε Καλοσύνη γραμμένο από την Jacqueline Woodson και εικονογραφημένο από την E. B. Lewis, μια συγκινητική ιστορία με υπέροχες εικόνες για την καλοσύνη ή την έλλειψή της, της συμπερίληψης, και τις χαμένες ευκαιρίες.

Το How to Heal a Broken Wing / Πώς να επουλώσουμε ένα σπασμένο φτερό του Αυστραλού συγγραφέα και εικονογράφου Bob Graham, μια τρυφερή ιστορία για μικρότερα παιδιά

Το βιβλίο Because Amelia Smiled / Επειδή η Αμέλια χαμογέλασε του David Ezra Stein καταδεικνύει τη δυνατότητα της καλοσύνης να εξαπλωθεί σαν κύματα και πώς όταν γινόμαστε μάρτυρες του καλού και στη συνέχεια επιλέγουμε να το μεταδώσουμε με δημιουργικούς τρόπους το καλό μπορεί να ταξιδέψει παντού. Παρομοίως, ένα εικονογραφημένο βιβλίο χωρίς κείμενο που βρήκα σε ένα τοπικό βιβλιοπωλείο πριν από μερικές εβδομάδες, Μικρές πράξεις καλοσύνης, της Σλοβένας εικονογράφου Marta Bartolj, καταδεικνύει επίσης πώς μια μικρή πράξη καλοσύνης πυροδοτεί μια άλλη και μετά μια άλλη, σαν ένα είδος αλυσιδωτής αντίδρασης. Ωστόσο, για να συμβεί το κυματιστό εφέ, οι παρατηρητές και οι αποδέκτες της καλοσύνης πρέπει να την αντιληφθούν ως θετική και, το πιο σημαντικό, πρέπει να επιλέξουν να ενεργήσουν και αυτοί με καλοσύνη. Και βέβαια οι πράξεις καλοσύνης μπορούν να έχουν πιο σημαντικό αντίκτυπο όταν είναι συλλογικές.

Η μετάφραση είναι διαθέσιμη (07/09/2025)

Αναγνώσματα του Αυγούστου σχετικά με τη ζωή, την αγάπη, την φροντίδα και την απώλεια

«Παρ’ όλα αυτά, στη μελέτη οποιουδήποτε ατόμου βρίσκουμε το παρελθόν καθώς και το παρόν, το βρέφος καθώς και τον ενήλικα». Donald W.Winnicott

«Δεν είναι αυτή η συμβολή της αφοσιωμένης μητέρας παραγνωρισμένη ακριβώς επειδή είναι τεράστια;» Donald W.Winnicott

Το Μέρος 1 της σημερινής ανάρτησης είναι ένα είδος ποτπουρί αναφορών σε μερικά από τα αναγνώσματα μου του Αυγούστου των Donald W. Winnicott, Joan Didion και Susanna Kaysen. Το Μέρος 2 περιέχει μια περίληψη ενός πρόσφατου podcast σχετικά με σημαντικές προσωπικότητες στον χώρο της ψυχανάλυσης και των ψυχοδυναμικών θεωριών και θεραπευτικών πρακτικών. Αποτελούν στην πραγματικότητα δύο ξεχωριστά κείμενα που έγραφα ταυτόχρονα τον τελευταίο μήνα, όμως επειδή είναι σε κάποιο βαθμό θεματικά συνδεδεμένα, αποφάσισα να τα δημοσιεύσω μαζί. Έχω επίσης ανεβάσει μερικά θεματικά σχετικά παλαιότερα σχέδια.

Μέρος πρώτο

«Η ζωή αλλάζει γρήγορα. Η ζωή αλλάζει στη στιγμή. Κάθεσαι για δείπνο και η ζωή όπως την ήξερες τελειώνει». Joan Didion / Τζόαν Ντίντιον

Το βιβλίο The Year of Magical Thinking (2005) / Η Χρονιά της Μαγικής Σκέψης (Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ) της Joan Didion, Αμερικανίδα συγγραφέας και δημοσιογράφoς [θεωρείται μία από τις πρωτοπόρους της Νέας Δημοσιογραφίας που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 1960-1970 που χρησιμοποιεί λογοτεχνικές τεχνικές και χαρακτηρίζεται από μια υποκειμενική οπτική, όπου οι δημοσιογράφοι τοποθετούνται μέσα στις ιστορίες καθώς τις γράφουν, ενώ στην παραδοσιακή δημοσιογραφία, οι δημοσιογράφοι υποτίθεται ότι είναι «αόρατοι»], είναι μια χειρουργικής ακρίβειας εξέταση της θλίψης και της διαδικασίας του πένθους που ακολούθησε τον θάνατο του συζύγου της, συγγραφέα, John Gregory Dunne. Είναι μια συγκινητική αλλά και αποστασιοποιημένη και λεπτομερής εξέταση μιας απώλειας που την συνέτριψε.Και θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι ταυτόχρονα ειλικρινής και διακριτική, και νομίζω ότι αυτό έχει συμβάλλει στο να καταφέρει η  Ντίντιον να μετατρέψει το πολύ προσωπικό σε κάτι καθολικό, μια ιστορία που μπορεί να αφορά και να αντανακλά την εμπειρία των πενθούντων όπου κι αν βρίσκονται. Η Didion αφηγείται μια χρονιά που ξεκίνησε όταν ο σύζυγός της κατέρρευσε από μια θανατηφόρα καρδιακή προσβολή ενώ δειπνούσαν στις 30 Δεκεμβρίου του 2003, αφού είχαν πρώτα επισκεφτεί την κόρη τους, Quintana Roo, η οποία είχε τεθεί σε μηχανική υποστήριξη σε μονάδα εντατικής θεραπείας.

Η Didion καλείται να αντιμετωπίσει την απώλεια του συζύγου της και τη φροντίδα της κόρης της που βρίσκεται σε τεχνητό κώμα στο νοσοκομείο, ταυτόχρονα. Από την αρχή υπάρχει μια παράλληλη ή μάλλον αλληλοπλεκόμενη αφήγηση σχετικά με το δράμα που εκτυλίσσεται και που αφορά την κόρη της, μια περίπτωση διπλής πνευμονίας που μετατράπηκε σε σηπτικό σοκ. Η Didion μπόρεσε να της μιλήσει για τον θάνατο του πατέρα της μόνο δεκαέξι ημέρες αργότερα, αφού οι γιατροί είχαν καταφέρει να αφαιρέσουν τον αναπνευστικό σωλήνα και να μειώσουν την καταστολή σε σημείο που μπορούσε σταδιακά να ξυπνήσει.

Η έκφραση στον τίτλο του βιβλίου, μαγική σκέψη, υποδηλώνει έναν παιδικό τρόπο σκέψης, μια ψυχολογική άμυνα ή μηχανισμό άρνησης που η Didion επιστρατεύει, ημισυνειδητά, τις ημέρες, τις εβδομάδες και τους μήνες μετά το συμβάν. Αναφέρει στιγμές όπου καταφεύγει στη μαγική σκέψη και την αδυναμία της να αποδεχτεί πλήρως την πραγματικότητα και την οριστικότητα του θανάτου του συζύγου της, ελπίζοντας ότι με κάποιο μαγικό τρόπο θα επανεμφανιστεί.

Αρχικά, στρέφεται στη λογοτεχνία, σε μελέτες και σε ιατρικά βιβλία και άρθρα για να καταλάβει τι συνέβη, αν θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί ο θάνατος του άντρα της και να καταλάβει επίσης τι συμβαίνει στην κόρη της, επειδή, όπως εξηγεί: «Στις δύσκολες στιγμές είχα εκπαιδευτεί από την παιδική μου ηλικία: διάβασε, μάθε, επεξεργάσου, δες τη λογοτεχνία. Η πληροφορία ήταν έλεγχος. Δεδομένου ότι η θλίψη της απώλειας παρέμενε ένα από τα πιο συνηθισμένα δεινά, η σχετική λογοτεχνία ήταν αξιοσημείωτα λιγοστή. Υπήρχε το ημερολόγιο που κρατούσε ο C.S. Lewis μετά τον θάνατο της συζύγου του, A Grief Observed, αλλά όχι πολλά άλλα».  Διάβάζει ξανά όσα έχουν να πουν οι Φρόιντ και Melanie Klein για τη θλίψη και το πένθος κι αγοράζει ένα βιβλίο νευροανατομίας προσπαθώντας να πάρει τις σωστές αποφάσεις σχετικά με την κόρη της.

Τελικά, οι άμυνές της καταρρέουν καθώς έρχεται αντιμέτωπη με την άβυσσο της θλίψης και την πραγματικότητα της ξαφνικής αναχώρησης του συζύγου της. Αποσπάται εύκολα και νιώθει εύθραυστη, αποπροσανατολισμένη. Παρατηρεί μια μείωση στις γνωστικές της ικανότητες. Γράφει: «προσπαθώ να βγάλω νόημα από τις εβδομάδες και μετά τους μήνες που διέκοψαν οποιαδήποτε σταθερή ιδέα που είχα ποτέ για τον θάνατο, για την ασθένεια… για τον γάμο και τα παιδιά και τη μνήμη… για την επιφανειακότητα της λογικής, για την ίδια τη ζωή». Σχετικά με τη θλίψη γράφει: «Η θλίψη έρχεται σε κύματα……παροξυσμοί, ξαφνικές ανησυχίες που αποδυναμώνουν τα γόνατα, τυφλώνουν τα μάτια και εξαφανίζουν την καθημερινότητα της ζωής. Σχεδόν όλοι όσοι έχουν βιώσει ποτέ θλίψη αναφέρουν αυτό το φαινόμενο των κυμάτων…» κι αλλού μας λέει: «Η θλίψη αποδεικνύεται ότι είναι ένα μέρος που κανείς μας δεν γνωρίζει μέχρι να φτάσει εκεί. Προβλέπουμε (γνωρίζουμε) ότι κάποιος κοντά μας θα μπορούσε να πεθάνει, αλλά δεν κοιτάμε πέρα ​​από τις λίγες ημέρες ή εβδομάδες που ακολουθούν έναν τέτοιο φανταστικό θάνατο. Παρερμηνεύουμε τη φύση ακόμη και αυτών των λίγων ημερών ή εβδομάδων. Μπορεί να περιμένουμε ότι αν ο θάνατος είναι ξαφνικός, θα νιώσουμε σοκ. Δεν περιμένουμε ότι αυτό το σοκ θα είναι εξουθενωτικό, εξουθενωτικό τόσο για το σώμα όσο και για το μυαλό. Μπορεί να περιμένουμε ότι θα είμαστε καταβεβλημένοι, απαρηγόρητοι, τρελοί από την απώλεια. Δεν περιμένουμε όμως να είμαστε κυριολεκτικά τρελαμένοι, κουλ πελάτες που πιστεύουν ότι ο σύζυγός τους πρόκειται να επιστρέψει και μπορεί να χρειάζεται τα παπούτσια του».

Το δεύτερο βιβλίο της Τζόαν Ντίντιον που διάβασα ήταν το  Notes to John / Σημειώσεις για τον Τζων (2025), το οποίο αποτελείται από 46, νομίζω, σε μεγάλο βαθμό μη επεξεργασμένες καταχωρήσεις ημερολογίου. Το βιβλίο συντάχθηκε μετά τον θάνατό της. Το 1999, η Didion ξεκίνησε συνεδρίες επειδή η οικογένειά της “είχε περάσει μερικά δύσκολα χρόνια”. Η Didion περιέγραψε αυτές τις συνεδρίες σε ένα ημερολόγιο που είχε δημιουργήσει για τον σύζυγό της,Τζων (John Gregory Dunne). Για κάποιο χρονικό διάστημα κατέγραφε τις συζητήσεις που είχε με τον ψυχαναλυτή και ψυχίατρο Roger MacKinnon. Είναι μια πολύ προσωπική αφήγηση. Οι συνεδρίες επικεντρώθηκαν στον σοβαρό αλκοολισμό της υιοθετημένης κόρης της και την επίδρασή του στην εργασία της και τη λήψη αποφάσεων, στη συνεχή ανησυχία της Didion, στη μητρότητα, στην υπερπροστατευτικότητα, στην ενοχή, στην υιοθεσία και στις πολυπλοκότητες της σχέσης της με την κόρη της. Αργότερα οι συζητήσεις τους επικεντρώθηκαν στη δουλειά της Didion και τη δυσκολία που είχε να τη διατηρήσει εν μέσω των ανησυχιών της, στην παιδική της ηλικία, στην πρώιμη τάση της να αναμένει την καταστροφή, στο έργο της και το ζήτημα του κληροδοτήματος της. Επίσης ασχολήθηκαν και με τους τρόπους αντιμετώπισης και υποστήριξης της συμμετοχής της κόρης της σε ομάδες ΑΑ τη στιγμή που η ίδια η Ντίντιον τις αποδοκίμαζε θεωρητικά, καθώς και το αν έπρεπε να στηρίξει οικονομικά την κόρη της, τον κίνδυνο αυτοκτονίας, οικονομικές αποφάσεις  και άλλα.

Ενώ διάβαζα το βιβλίο, αναρωτιόμουν αν αυτή η συσκευασία των σημειώσεων και των σελίδων του ημερολογίου της σε βιβλίο μετά τον θάνατό της, χωρίς η ίδια να έχει εκφράσει ποτέ την επιθυμία να δημοσιευτούν, ήταν σοφή ή ηθική. Αναρωτήθηκα επίσης αν ήταν απλώς η άποψή μου ή αν και άλλοι  είχαν παρόμοιες απόψεις. Έτσι, διάβασα μερικές κριτικές στο Διαδίκτυο και ναι, υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν ότι ίσως ήταν μια λανθασμένη απόφαση να δημοσιευτούν αυτές οι πολύ προσωπικές σημειώσεις. Το γεγονός ότι ήταν συγγραφέας και ότι είχε γράψει αυτές τις σελίδες δεν σήμαινε αυτόματα ότι προορίζονταν για δημοσίευση. Αυτές οι καταχωρήσεις ημερολογίου θα μπορούσαν να ήταν ένας τρόπος για την Ντίντιον να επεξεργαστεί περαιτέρω ότι λάμβανε χώρα κατά τη διάρκεια της ανάλυσης, ένας τρόπος να συμμετάσχει και ο σύζυγός της στη διαδικασία ή απλώς μια καταγραφή μιας περιόδου της ζωής της, ίσως για χρήση σε μελλοντικά βιβλία. Επίσης, η Ντίντιον είχε ήδη γράψει τα βιβλία, “Η Χρονιά της Μαγικής Σκέψης” και “Γαλάζιες Νύχτες”, και τα δύο πολύ προσωπικά βιβλία, που αφορούν τους θανάτους του συζύγου και της κόρης της, οπότε η δημοσίευση των σελίδων του ημερολογίου φαινόταν περιττή. Κάποιοι κριτικοί αναφέρθηκαν στην γοητεία που ένιωθε κανείς βλέποντας το υλικό κάτω ή πίσω από τα ολοκληρωμένα βιβλία, αλλά και πάλι νομίζω ότι αποτελεί παραβίαση της ιδιωτικότητας της Ντίντιον και της οικογένειάς της μετά τον θάνατό της.

Το βιβλίο The Camera My Mother Gave Me  /  Η φωτογραφική μηχανή που μου χάρισε η μητέρα μου» (2001), γραμμένο από τη Σουζάνα Κέισεν (γεν. 1948), είναι ένα μυθιστόρημα-απομνημονεύματα, θα μπορούσε κανείς να πει. Ο ορισμός του ως μυθιστόρημα δίνει στη συγγραφέα μεγαλύτερη ελευθερία να αφηγηθεί μια προσωπική ιστορία, διαμορφώνοντας παράλληλα την αφήγησή της όπως εκείνη θέλει. Ο τίτλος είναι μια καλλιτεχνική αναφορά στο όργανο του σώματος για το οποίο γράφει. Η Κέισεν γράφει άφοβα για μια γυναικολογική πάθηση και τον αγώνα της για να βρει απαντήσεις και ανακούφιση από τον πόνο, από τους γιατρούς και τους πάροχους υγείας που επισκέπτεται, όταν δεν φαίνεται να υπάρχει ικανοποιητική απάντηση ή συμφωνία μεταξύ τους ούτε για τις αιτίες ούτε για τη θεραπεία.

Όπως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, όσον αφορά την υγεία, πολλές φορές τα πράγματα μπορεί να είναι περίπλοκα και μια ποικιλία αιτιών, άλλες πιο προφανείς και άλλες λιγότερο, μπορούν να συμβάλουν σε ένα πρόβλημα και μια πάθηση μπορεί να σχετίζεται με άλλα συμπτώματα ή δυσκολίες. Επιπλέον, είναι συχνά δύσκολο να διαχωρίσουμε τις σωματικές παθήσεις και τα συμπτώματα από την ψυχολογία, το πρώιμο τραύμα ή τις τρέχουσες σχέσεις. Η Kaysen γράφει: «Μην διαχωρίζεις το νου από το σώμα… Μην διαχωρίζεις ούτε καν τον χαρακτήρα—δεν μπορείς. Η μονάδα ύπαρξής μας είναι ένα σώμα, μια φυσική, απτή, αισθητηριακή οντότητα με αντιλήψεις και αντιδράσεις που την εκφράζουν και την αποτελούν ταυτόχρονα. Η ασθένεια είναι μια από τις γλώσσες μας. Οι γιατροί καταλαβαίνουν τι έχει να πει η ασθένεια για τον εαυτό της. Εναπόκειται στο άτομο που πάσχει από την ασθένεια να καταλάβει τι έχει να του πει η ασθένεια……».

Σταδιακά, κατανοεί κάποια πράγματα για τον εαυτό της, τους άλλους και τα ευρύτερα πλαίσια. Παρατηρεί μια πιο βίαιη / πιεστική και μη ενσυναισθητική πτυχή του φίλου της, γίνεται φίλη με έναν νεότερο άντρα, ο οποίος της στέλνει αντιφατικά μηνύματα, θυμάται τη μητέρα της, η οποία έχει πεθάνει αρκετά χρόνια πριν. Γράφει: «Το να βλέπω τη μητέρα μου να πεθαίνει με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι είναι σημαντικό να έχεις έναν γιατρό που συμπαθείς. Αυτή είχε. Δεν μπορούσε να εμποδίσει το θάνατό της, αλλά δεν την άφησε να πεθάνει μόνη της». Ένας από τους επαγγελματίες υγείας της υπενθυμίζει ορισμένες πτυχές της παιδικής της εκπαίδευσης στην τουαλέτα. Κατά τη διάρκεια ενός γεύματος με φίλους, που την γνώριζαν από παιδί, κι ενώ η ίδια αφηγούνταν ένα ιδιαίτερα δυσάρεστο περιστατικό, όταν ο διευθυντής του λυκείου την είχε κατηγορήσει ότι ήταν ξυπόλητη και είχε γίνει έξαλλος γι’ αυτό, ενώ στην πραγματικότητα αυτή απλώς φορούσε μπεζ παπούτσια, και υπό την επήρεια ενός φαρμάκου που της είχε δοθεί, άρχισε να αποσυνδέεται και στη συνέχεια να δυσκολεύεται να θυμηθεί λέξεις. Επισκέψεις σε φίλους, πνεύμα και χιούμορ, αλλά και νέες συνειδητοποιήσεις, την βοηθούν να αντιμετωπίσει αυτή την οδύσσεια αβεβαιότητας, πόνου, συχνών επισκέψεων σε γιατρούς και πειραματισμών με μια ποικιλία θεραπειών, που μάλλον της προκαλούν περισσότερα προβλήματα παρά ανακούφιση.

Διάβασα επίσης το “Το Παιδί, η Οικογένεια και ο Έξω Κόσμος” του Donald W. Winnicott (1896-1971), ενός πρωτοπόρου παιδιάτρου και ψυχαναλυτή με μεγάλη επιρροή. Μεγάλο μέρος του βιβλίου βασίζεται σε ομιλίες που μεταδόθηκαν από το BBC σε διάφορες χρονικές στιγμές κι εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1964. Επειδή απευθύνεται σε μητέρες, γονείς και φροντιστές, καθώς και στο ευρύ κοινό, η γλώσσα είναι πολύ προσιτή. Ο Winnicott αξιοποιεί τη μακρά εμπειρία του, τόσο ως παιδίατρος όσο και ως ψυχαναλυτής, για να μας ταξιδέψει από τη βρεφική ηλικία στην ανεξαρτησία, δημιουργώντας ένα υποστηρικτικό πλαίσιο για τις μητέρες και τους γονείς ώστε να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της φροντίδας των παιδιών και της γονικής μέριμνας. Παρέχει σαφή, πρακτική και ενσυναισθητική καθοδήγηση, και ο τόνος είναι μη επικριτικός και ανθρώπινος, σεβόμενος τη διαίσθηση των μητέρων σχετικά με την ανατροφή των παιδιών. Στην εισαγωγή γράφει: “Καταρχάς, θα ανακουφιστείτε όταν μάθετε ότι δεν πρόκειται να σας πω τι να κάνετε. Είμαι άντρας, και έτσι δεν μπορώ ποτέ να ξέρω πραγματικά πώς είναι να βλέπεις τυλιγμένο εκεί στην κούνια ένα κομμάτι του εαυτού μου, ένα κομμάτι του εαυτού μου να ζει μια ανεξάρτητη ζωή, αλλά ταυτόχρονα να είναι εξαρτημένο και σταδιακά να γίνεται άτομο. Μόνο μια γυναίκα μπορεί να το βιώσει αυτό…”.

Θα πρέπει να προσθέσω, ωστόσο, ότι όλα τα βιβλία και έργα υπάρχουν μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο και, ως εκ τούτου, τα βιβλία που γράφτηκαν δεκαετίες πριν πρέπει να διαβάζονται με αυτό κατά νου, προκειμένου να κατανοούμε καλύτερα το υλικό, αλλά και να αποκομίζουμε ότι είναι σχετικό και έχει αξία σήμερα. Έχοντας επισημάνει αυτό, και παρόλο που το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’60, θα πρέπει να προσθέσω ότι οι γνώσεις και οι πληροφορίες του παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρες και συνεχίζουν να επηρεάζουν την κατανόηση της παιδοψυχολογίας και της γονικής μέριμνας και σήμερα.

Το βιβλίο καλύπτει μια ποικιλία θεμάτων που αφορούν την ανάπτυξη του παιδιού, την ανατροφή των παιδιών και τη δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ οικογένειας και περιβάλλοντος. Κάθε κεφάλαιο εστιάζει σε μια διαφορετική πτυχή της ανάπτυξης: το τάισμα, τον θηλασμό, το φαγητό, τη διαδικασία της πέψης, τον απογαλακτισμό και την ανάγκη να βλέπουμε το μωρό ως άτομο από την αρχή. Σημειώνει: «Η ιστορία ενός ανθρώπου δεν ξεκινά στα πέντε ή στα δύο χρόνια ή στους έξι μήνες, αλλά ξεκινά από τη γέννηση – και πριν από τη γέννηση, αν θέλετε. Και κάθε μωρό είναι από την αρχή ένα άτομο και χρειάζεται να το γνωρίσει κάποιος. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει ένα μωρό τόσο καλά όσο η μητέρα του μωρού». Διευκρινίζει ότι η τάση για ζωή και ανάπτυξη είναι κάτι εγγενές στο μωρό και αναλύει την έμφυτη ηθική του μωρού και το πόσο πρέπει οι γονείς να επιβάλλουν τα πρότυπα και τις πεποιθήσεις τους στο παιδί που μεγαλώνει, τα ένστικτα και τις φυσιολογικές δυσκολίες, τις σχέσεις των μικρών παιδιών με τον πατέρα και τους άλλους ανθρώπους, την ανάγκη υποστήριξης των γονιών, τα αδέλφια, το μοναχοπαίδι, τα δίδυμα, τη ντροπαλότητα, τη φυσική επιθετικότητα, την αγωνία, τον θυμό, τη ζήλια και την ανεξαρτησία. Ο Winnicott αναγνωρίζει ότι η ζωή και η ανθρώπινη ανάπτυξη έχουν τις εγγενείς δυσκολίες της. Γράφει: «Ακόμα και το πιο ευγενικό και κατανοητικό υπόβαθρο της οικογενειακής ζωής δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι η συνηθισμένη ανθρώπινη ανάπτυξη είναι δύσκολη, και μάλιστα θα ήταν δύσκολο για το παιδί να υπομείνει ένα τέλεια προσαρμοστικό σπίτι, επειδή δεν θα υπήρχε ανακούφιση μέσω του δικαιολογημένου θυμού».

Τονίζει τη μεγάλη σημασία και αξία του παιχνιδιού στην ανάπτυξη ενός παιδιού και τα πειράματα του παιδιού για ανεξαρτησία. Γράφει: «Ενώ είναι εύκολο να δούμε ότι τα παιδιά παίζουν για ευχαρίστηση, είναι πολύ πιο δύσκολο για τους ανθρώπους να δουν ότι τα παιδιά παίζουν για να ελέγξουν / διαχειριστούν το άγχος ή ιδέες και παρορμήσεις που οδηγούν σε άγχος, αν δεν έχουν τον έλεγχο. Το άγχος είναι πάντα ένας παράγοντας στο παιχνίδι ενός παιδιού, και συχνά είναι ένας σημαντικός παράγοντας… Γιατί στο βαθμό που τα παιδιά παίζουν μόνο για ευχαρίστηση μπορεί να τους ζητηθεί να το εγκαταλείψουν, ενώ, στο βαθμό που το παιχνίδι αντιμετωπίζει το άγχος, δεν μπορούμε να αναγκάσουμε τα παιδιά να το εγκαταλείψουν χωρίς να προκαλέσουμε δυσφορία, πραγματικό άγχος ή νέες άμυνες κατά του άγχους».

Τέλος, στο τρίτο μέρος, The Outside World / Ο Έξω Κόσμος, γίνεται μια διερεύνηση των αναγκών των παιδιών κάτω των πέντε ετών, του ρόλου του βρεφονηπιακού σταθμού, που όπως γράφει, «δεν είναι για να υποκαθιστά μια απούσα μητέρα, αλλά να συμπληρώνει και να επεκτείνει τον ρόλο που παίζει μόνο η μητέρα στα πρώτα χρόνια του παιδιού», του ρόλο των γονέων και των δασκάλων και του ζητήματος της επιρροής, της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στο σχολείο, της επίσκεψης των παιδιών όταν βρίσκονται στο νοσοκομείο, της νεανικής παραβατικότητας, του ρόλου των ονείρων στην ωρίμανση ενός παιδιού, και της επιθετικότητας, η οποία, σύμφωνα με τον Winnicott, έχει δύο σημασίες: «…είναι άμεσα ή έμμεσα μια αντίδραση στην απογοήτευση… και… είναι μία από τις δύο κύριες πηγές ενέργειας ενός ατόμου».

Δύο αποσπάσματα από το βιβλίο:

«Είναι ζωτικής σημασίας να κατανοήσουμε τον ρόλο που διαδραματίζουν όσοι φροντίζουν το βρέφος, ώστε να μπορέσουμε να προστατεύσουμε τη νεαρή μητέρα από οτιδήποτε τείνει να μπει ανάμεσα σε αυτήν και το παιδί της. Αν δεν κατανοεί όλα όσα κάνει πολύ καλά, δεν έχει μέσα να υπερασπιστεί τη θέση της και πολύ εύκολα χαλάει τη δουλειά της προσπαθώντας να κάνει αυτό που της λένε ή αυτό που έκανε η μητέρα της ή αυτό που λένε τα βιβλία. Οι πατέρες εμπλέκονται σε αυτό, όχι μόνο επειδή μπορούν να είναι καλές μητέρες για περιορισμένο χρονικό διάστημα, αλλά κι επειδή μπορούν να βοηθήσουν στην προστασία της μητέρας και του μωρού από οτιδήποτε τείνει να παρεμβαίνει στον δεσμό μεταξύ τους, που είναι η ουσία και η ίδια η φύση της φροντίδας των παιδιών».

«Όσο για τη θεωρία ότι η εκπαίδευση του μωρού πρέπει να ξεκινά όσο το δυνατόν νωρίτερα, η αλήθεια είναι ότι η εκπαίδευση είναι άτοπη μέχρι το βρέφος να αποδεχτεί τον κόσμο έξω από αυτό και να συμβιβαστεί με αυτόν. Και το θεμέλιο αυτής της αποδοχής της εξωτερικής πραγματικότητας είναι η πρώτη σύντομη περίοδος κατά την οποία μια μητέρα ακολουθεί φυσικά τις επιθυμίες του βρέφους της………. Αυτή η λέξη «εκπαίδευση» μου φαίνεται πάντα ότι είναι κάτι που ανήκει στη φροντίδα των σκύλων. Τα σκυλιά χρειάζονται εκπαίδευση. Υποθέτω ότι μπορούμε να μάθουμε κάτι από τα σκυλιά, στο ότι αν γνωρίζετε τι θέλετε, ο σκύλος σας είναι πιο ευτυχισμένος από ό,τι αν δεν γνωρίζετε. Και τα παιδιά, επίσης, θέλουν να έχετε τις δικές σας ιδέες για τα πράγματα. Αλλά ένας σκύλος δεν χρειάζεται να μεγαλώσει και να γίνει άνθρωπος, οπότε όταν μιλάμε για το μωρό σας πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή, και το καλύτερο είναι να δούμε πόσο μπορούμε να παραλείψουμε εντελώς τη λέξη «εκπαίδευση». Υπάρχει χώρος για την ιδέα ότι η αίσθηση του καλού και του κακού, όπως και πολλά άλλα, έρχονται φυσικά σε κάθε βρέφος και παιδί, υπό την προϋπόθεση ότι ορισμένες συνθήκες περιβαλλοντικής φροντίδας μπορούν να θεωρηθούν δεδομένες. Αλλά, αυτή η διαδικασία ανάπτυξης από την παρορμητικότητα και την αξίωση να ελέγχει τους πάντες και τα πάντα, σε μια ικανότητα συμμόρφωσης, είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο περίπλοκο είναι. Μια τέτοια ανάπτυξη απαιτεί χρόνο. Μόνο αν νιώθετε ότι αξίζει τον κόπο, θα δώσετε την ευκαιρία για αυτό που πρέπει να συμβεί…….. Κατά τη διαδικασία της ενοποίησης / integration, οι παρορμήσεις για επίθεση και καταστροφή, και οι παρορμήσεις για προσφορά και μοίρασμα συγγενεύουν, η μία μειώνει την επίδραση της άλλης. Η καταναγκαστική εκπαίδευση δεν αξιοποιεί τη διαδικασία ενοποίησης αυτού του παιδιού. Αυτό που περιγράφω εδώ είναι στην πραγματικότητα η σταδιακή ανάπτυξη στο παιδί της ικανότητας να αισθάνεται ένα αίσθημα ευθύνης……”

Υπάρχουν λίγα περισσότερα για τις ιδέες και το έργο του Winnicott στο παρακάτω κείμενο:

Μέρος 2

Παράλληλα με τα αναγνώσματα αυτόν το μήνα παρακολούθησα  και δύο podcast Being Well, τα οποία αξίζουν να τα παρακολουθήσουν όσοι ενδιαφέρονται για το υλικό. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι μια κριτική εισαγωγή σε ηγετικές προσωπικότητες του ψυχαναλυτικού κόσμου ή αυτών που στον τομέα της ψυχοθεραπείας επηρεάστηκαν σημαντικά από ψυχαναλυτικές ιδέες. Ο Forrest και ο Rick Hanson παρουσιάζουν βασικές ιδέες, την κίνηση αυτών των ιδεών μέσα στο χρόνο και πώς μπορούμε να κατανοήσουμε την ιδέα της ψυχοδυναμικής. Ο Forrest εξηγεί ότι η ψυχοδυναμική είναι απλώς η έννοια ότι δεν είμαστε ένα σταθερό σύστημα και ότι υπάρχουν διαφορετικά είδη συχνά αντικρουόμενων δυνάμεων μέσα μας. Κατά συνέπεια, ο νους δεν συμφωνεί πάντα με τον εαυτό του. Περνώντας από κάποιο είδος ψυχαναλυτικής διαδικασίας, ουσιαστικά προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στα βαθύτερα στρώματα του νου. Φέρνοντας ένα μέρος αυτού του υλικού στη συνειδητή επίγνωση, μπορούμε να αυξήσουμε την κατανόησή μας για τις επιθυμίες, τις αποφάσεις και τις συμπεριφορές μας, αλλά και να βελτιώσουμε τη ζωή μας. Παρέχουν επίσης κάποια κριτικά σχόλια και συζητούν τα πρακτικά συμπεράσματα και τι μπορούμε να εφαρμόσουμε στη ζωή μας.

Θα επικεντρωθώ στο Μέρος 2 (Μπορείτε να το παρακολουθήσετε στη διεύθυνση: https://rickhanson.com/being-well-podcast-9-lessons-from-the-great-minds-of-psychoanalysis/)

Σε αυτό το δεύτερο μέρος, ο Forrest και ο Rick ξεκινούν τη συζήτησή τους διακρίνοντας χαλαρά «τρεις σχολές» σκέψης, θα μπορούσε κανείς να πει: α) η σχολή του Εγώ· β) η πιο σχεσιακή και αναπτυξιακή σχολή και γ) η σχολή του βάθους και του νοήματος.

Η πρώτη σχολή σκέψης περιλαμβάνει το έργο και τις θεωρίες των Alfred Adler, Anna Freud και Erik Erikson. Οι Forrest και Rick συνοψίζουν το έργο τους θέτοντας τα ερωτήματα που διερευνώνται ή απαντώνται στο έργο τους: Πώς αναπτύσσουμε αυτό που ονομάζουμε δύναμη του Εγώ; Πώς ενισχύουμε την ικανότητα του Εγώ να κάνει καλές επιλογές, να κάνει τα πράγματα που μας φέρνουν πιο κοντά σε αυτό που θέλουμε να πετύχουμε στη ζωή και μας βοηθούν να ξεπερνάμε διαφορετικά είδη προκλήσεων; 

Εν ολίγοις, η πρώτη σχολή ιδρύθηκε όταν ο Άλφρεντ Άντλερ αποσχίστηκε από τον Φρόιντ στις αρχές του 20ού αιώνα, κυρίως λόγω της εστίασης του Φρόιντ στις σεξουαλικές ορμές και της άποψης του Άντλερ για τις ιδέες του Φρόιντ ως «μιας ζοφερής προσέγγισης στην ψυχολογία». Σχετικά με τη ζοφερή άποψη του Φρόιντ για τα πράγματα, ο Ρικ σχολιάζει: «Η περιγραφή του ατόμου από τον Φρόιντ ως σχεδόν απομονωμένου ως ένα είδος θύματος ή επιβάτη αυτών των πρωταρχικών ενστικτωδών διεργασιών που συγκρούονται με τους κοινωνικούς και βικτοριανούς κανόνες της εποχής…». Σχολιάζουν και οι δυο ότι στο έργο του Άντλερ δεν υπάρχει το Οιδιπόδειο, αλλά είναι ένα μοντέλο που επικεντρώνεται περισσότερο στην ανάπτυξη, στο μέλλον και στην εκπλήρωση φιλοδοξιών, σε σχέση με αυτό που βλέπουμε στην πιο κλασική ψυχανάλυση με τον Φρόιντ. Επίσης, ο Άντλερ προώθησε μια πιο ισότιμη δυναμική εξουσίας – μια «πολύ πιο επίπεδη δυναμική εξουσίας» – μεταξύ του αναλυτή και του πελάτη / αναλυόμενου.

Ο Άντλερ τοποθέτησε επίσης το άτομο σε ένα κοινωνικό πλαίσιο και διερεύνησε τις προσαρμογές των ανθρώπων στο κοινωνικό τους πλαίσιο, καθώς όλοι ξεκινάμε ως μικρά σώματα / ανθρωπάκια που πρέπει να διαχειριστούμε ένα αίσθημα κατωτερότητας, σε έναν περίπλοκο κόσμο γεμάτο μεγάλους, ισχυρούς ενήλικες. Η κοινή έννοια του συμπλέγματος κατωτερότητας προέρχεται από τον Άντλερ, ο οποίος ενδιαφερόταν για το πώς σταδιακά αναπτύσσουμε μια υγιή αίσθηση αξίας και πώς καταφέρνουμε να οικοδομήσουμε τη δική μας αίσθηση ταυτότητας ως «εγώ» σε έναν περίπλοκο σχεσιακό κόσμο. Ο Rick λέει ότι υπάρχει μέσα μας μια σημαντική ανάγκη ως κοινωνικά πρωτεύοντα να συνεισφέρουμε στον κόσμο, να συνεισφέρουμε στους άλλους, να νιώθουμε ότι έχουμε αξία, και αυτές οι συνεισφορές να μην εμποδίζονται, και ότι «ο Άντλερ ήταν ένας από τους πρώτους που πραγματικά θεώρησε φυσική αυτή την επιθυμία να συνεισφέρουμε, να έχουμε αξία, να έχουμε σημασία, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής προσέγγισης της σημασίας». Ωστόσο, o Rick προειδοποιεί: «να έχουμε το νου μας για τις καταδικασμένες αναζητήσεις στις οποίες προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε καλαμπόκι στη Σαχάρα», ίσως επαναλαμβάνοντας ένα μοτίβο από την παιδική ηλικία. Επομένως, χρειαζόμαστε ένα κατάλληλο και ανταποκρινόμενο περιβάλλον για να ευημερήσουμε.

Η Άννα Φρόιντ, η οποία, όπως σημειώνει ο Forrest, πιθανότατα να έχει συμβάλει περισσότερο από τον πατέρα της στην πρακτική της θεραπείας, όπως την γνωρίζουμε σήμερα, ιδιαίτερα όσον αφορά το έργο της πάνω στους αμυντικούς μηχανισμούς. Η βασική της αντίληψη ήταν ότι το Εγώ μας, συμπιεσμένο ανάμεσα στο αυτό και το υπερεγώ, προσπαθεί να ξεπεράσει αυτή τη θέση υιοθετώντας μια ποικιλία αμυντικών στρατηγικών για να προστατευτεί από επώδυνες σκέψεις και συναισθήματα, και αντικρουόμενες επιθυμίες. Η Άννα Φρόιντ ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το πώς λειτουργεί το Εγώ στα παιδιά και για το πώς αντιδρά το Εγώ τους όταν δέχεται επίθεση στη στιγμή. Ορισμένες άμυνες είναι η καταστολή, η άρνηση, η προβολή, η ορθολογικοποίηση, η μετουσίωση (sublimation), που περιλαμβάνει τη διοχέτευση φοβικού υλικού, ανεπιθύμητων παρορμήσεων και συναισθημάτων ή τραυματικού υλικού στην εργασία, την τέχνη ή άλλες δραστηριότητες που μπορούν να συνεισφέρουν στον κόσμο. Οι άμυνες είναι φυσιολογικές, χρήσιμες και προστατευτικές και μας βοηθούν να αντεπεξέλθουμε στη ζωή. Ωστόσο, μπορούν να είναι προσαρμοστικές όσο και δυσπροσαρμοστικές. Γι’ αυτό υπάρχει η ανάγκη να μπορούμε να λειτουργούμε διαφορετικά καθώς μεγαλώνουμε. Ακόμα και η επίγνωση του πώς και πότε καταφεύγουμε σε αυτές τις άμυνες μπορεί να είναι απελευθερωτική. Όπως λέει ο Forrest καθώς αυξάνουμε την ανοχή μας στην εμπειρία που μας φοβίζει ή μας δυσκολεύει, και αυξάνουμε και την ικανότητά μας να εκφραζόμαστε πλήρως, είμαστε σε θέση σταδιακά να σπρώξουμε προς τα πίσω τα κάγκελα του αόρατου κλουβιού.

Το τρίτο πρόσωπο της «σχολής που επικεντρώνεται στο Εγώ» είναι ο Erik Erikson (1902-1994). Η ψυχοκοινωνική ανάπτυξη και τα ζητήματα ταυτότητας ήταν κεντρικά ζητήματα στην προσωπική του ζωή και στην εργασία του, και είναι γνωστός για τα ψυχοκοινωνικά στάδια ανάπτυξης. Στο podcast αναφέρεται ότι ο Erikson χρησιμοποίησε την ιδέα της εσωτερικής σύγκρουσης του Freud και την επέκτεινε σε ένα κοινωνικά ενσωματωμένο αναπτυξιακό πλαίσιο. Σε αντίθεση με τη θεωρία του Φρόυντ για τα ψυχοσεξουαλικά στάδια, η θεωρία του Έρικσον περιγράφει την επίδραση της κοινωνικής εμπειρίας σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Ο Erikson πρότεινε ότι το Εγώ χρειάζεται να προσαρμοστεί για να αντιμετωπίσει τα διαφορετικά είδη προκλήσεων του πραγματικού κόσμου, που ανέλυσε σε οκτώ στάδια. Πλαισίωσε κάθε στάδιο «γύρω από μια βασική σύγκρουση που πρέπει να αντιμετωπίσουμε και είτε είμαστε σε θέση να την ξεπεράσουμε είτε όχι». Αν δεν διαπραγματευτούμε με επιτυχία το κάθε αναπτυξιακό στάδιο, το κουβαλάμε μαζί μας στην επόμενη φάση της ζωής μας. Ωστόσο, έχουμε την δυνατότητα μέσω θεραπείας ή άλλων πρακτικών, «να προσπαθήσουμε να επανεξετάσουμε αυτή τη σύγκρουση με αποτελεσματικούς τρόπους». Ο Rick προσθέτει ότι η σειρά σταδίων του Erikson βασίζεται σε ευρήματα της επιστήμης σχετικά με τη νευροπλαστικότητα και ότι υπάρχει η ευκαιρία για όλους μας να συνεχίσουμε να αναπτυσσόμαστε και να μαθαίνουμε σε όλη μας τη ζωή.

Αυτά τα στάδια, σύμφωνα με τον Erikson, ήταν: Εμπιστοσύνη έναντι Δυσπιστίας, στη βρεφική ηλικία· Αυτονομία έναντι Ντροπής στη νηπιακή ηλικία (18 μηνών έως 3 ετών)· Πρωτοβουλία έναντι Ενοχής,  από την ηλικία των τριών έως πέντε ετών· Εργατικότητα έναντι Αισθήματος Κατωτερότητας, που από την ηλικία των έξι έως έντεκα ετών· Ταυτότητα έναντι Σύγχυσης Ρόλων, ζητήματα που σε κάποιο βαθμό πρέπει να αντιμετωπιστούν από την ηλικία των 12 έως 18 ετών· Οικειότητα έναντι Απομόνωσης από 18 έως 40 ετών· Παραγωγικότητα έναντι Στασιμότητας / Απραξίας, κατά τη μέση ηλικία (40 έως 65 ετών), και τέλος, Πληρότητα έναντι Απελπισίας, από τα 65 έως το θάνατο. Ο Rick εξηγεί ότι αυτό για το οποίο μιλάμε σε αυτή τη φάση της ζωής είναι η απόκτηση μιας αίσθησης πληρότητας, αποδοχής, αναστοχασμού και εσωτερικής γαλήνης.

Άλλοι, όπως ο Daniel Levinson, βασίστηκαν στις ιδέες του Erikson και στις έννοιες των αναπόφευκτων περιόδων δημιουργίας, καταστροφής και ανασυγκρότησης κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Ο Rick διευκρινίζει: «…. δημιουργείς μια δομή ζωής κάποιου είδους, η οποία μερικές φορές καταρρέει καθώς αναδιοργανώνεται, ουσιαστικά δεν καταστρέφεται, αλλά μάλλον αναδιοργανώνεται στο επόμενο στάδιο. Έτσι, είναι φυσιολογικοί ρυθμοί και υπάρχει μια σοφία στην αποδοχή των ρυθμών». Τέλος, είναι καλό να έχουμε κατά νου ότι υπάρχει επικάλυψη μεταξύ των σταδίων και η χάραξη αυστηρών αυθαίρετων ορίων μεταξύ των σταδίων όσον αφορά τις ηλικίες μπορεί να είναι λίγο προβληματική. Τα βασικά συμπεράσματα, σημειώνει ο Rick, είναι ότι ποτέ δεν σταματάμε να αναπτυσσόμαστε και να αλλάζουμε.

Όσον αφορά τη «σχολή των σχέσεων και της ανάπτυξης», η οποία επικεντρώθηκε κυρίως στις σχέσεις με τους γονείς και κύριους φροντιστές και στο πώς οι πρώιμες εμπειρίες εκδηλώνονται με διαφορετικούς τρόπους καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, οι Forrest και Rick επικεντρώνονται στους Klein, Winnicott και Kohut.

Η Melanie Klein / Μέλανι Κλάιν (1882-1960) ήταν μια από τις πιο σημαντικές ψυχολόγους και η σημαντικότερη συμβολή της ήταν η θεωρία των σχέσεων αντικειμένων, η οποία υποδηλώνει ότι εσωτερικεύουμε τη μητέρα, τον πατέρα και τους ανθρώπους με τους οποίους έχουμε σχέση ως αντικείμενα. Οι Forrest και Rick παρέχουν παραδείγματα για να εξηγήσουν τη βασική ιδέα αυτής της θεωρίας: «αναπτύσσουμε γνώση του κόσμου σε ένα πλαίσιο, στο οποίο υπάρχει ένα Εγώ εδώ και μετά όλα τα άλλα εκεί πέρα..» Το αντικείμενο που βρίσκεται εκεί, εξηγούν, θα μπορούσε να είναι το φλιτζάνι γάλα που προσπαθούμε να πιάσουμε, ή ο πατέρας, ή τα παιδιά στο σχολείο. Κατανοούμε τον εαυτό μας εν μέρει λόγω της σχέσης μας με το εξωτερικό αντικείμενο, είτε πρόκειται για ένα άτομο, είτε για μια ομάδα ανθρώπων, είτε για ένα πράγμα. Όλα αυτά τα αντικείμενα ουσιαστικά θεμελιώνουν τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τις σχέσεις, την αγάπη, την απώλεια, την εμπιστοσύνη, και ούτω καθεξής. Στη συνέχεια και καθώς μεγαλώνουμε, γενικεύουμε αυτά τα μοτίβα σχέσεων, με τα συνακολουθούμενα συναισθήματα, επιθυμίες, σενάρια, προσδοκίες και μοτίβα συμπεριφοράς, και μεταφέρουμε αυτές τις παλιές εμπειρίες στο τρέχον περιβάλλον μας.

Η θεωρία της Klein εστιάζει στις πρώιμες διαπροσωπικές σχέσεις, ιδιαίτερα αυτές με τους βασικούς φροντιστές μας και στο πώς αυτές οι εμπειρίες δημιουργούν εσωτερικές αναπαραστάσεις (αντικείμενα) του εαυτού και των άλλων, επηρεάζοντας την αίσθηση του εαυτού μας και και τις μετέπειτα σχέσεις μας. Η θεωρία της υποδηλώνει ότι εσωτερικεύουμε τους ανθρώπους, από τους οποίους εξαρτόμαστε, ως αντικείμενα, και με την πάροδο του χρόνου, εάν έχουμε μια υγιή σχέση με τη μητέρα μας ή με τους κύριους φροντιστές μας, εσωτερικεύουμε τον εαυτό μας ως κάτι στο οποίο μπορούμε να βασιστούμε. Ο Forrest εξηγεί ότι η βασική ιδέα είναι ότι όλα τα μωρά από τη φύση τους είναι αρκετά «παρανοϊκά και σχιζοειδή». Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι εάν το βρέφος πεινάει και η μαμά δεν μπορεί να το ταΐσει αμέσως ή δεν ανταποκρίνεται, ο θυμός κατευθύνεται σε αυτό το κακό αντικείμενο. Με την πάροδο του χρόνου βέβαια, αν τα πράγματα πάνε αρκετά καλά, τα βρέφη συνειδητοποιούν ότι «η μαμά τους είναι στην πραγματικότητα και το καλό και το κακό στήθος, ταυτόχρονα. Η μαμά που αγαπούν και η μαμά που τα έχει κάνει να υποφέρουν, στο νου τους τουλάχιστον, είναι στην πραγματικότητα το ίδιο άτομο (αντικείμενο). Αυτό στη συνέχεια φέρει το παιδί σε αυτό που αποκαλούμε καταθλιπτική θέση. Έτσι, βιώνει θλίψη και ανάμεικτα συναισθήματα και πολυπλοκότητα για το γεγονός ότι η μαμά του είναι και τα δύο αυτά άτομα…» Αυτή η διαδικασία αποτελεί ένα υγιές μέρος της ανάπτυξης και αν η μητέρα ανταποκριθεί αποτελεσματικά στο λυπημένο βρέφος και η ρήξη επιδιορθωθεί, τότε αυτό το θετικό αποτέλεσμα εσωτερικεύεται και αυτό επιτρέπει στο παιδί να μπορεί σταδιακά να κρατά στο νου του αντικρουόμενα ή διαφορετικά πράγματα.

Ωστόσο, τι γίνεται όταν τα πράγματα δεν ήταν αρκετά καλά στα πρώτα χρόνια της ζωής μας; Αναπτύσσονται διάφοροι αμυντικοί μηχανισμοί, όπως ο διχασμός, για παράδειγμα, που μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα στην ενήλικη ζωή, όπου μπορεί να εξιδανικεύουμε ή να υποτιμούμε τον / την άλλον / η σε μια σχέση ή να μην μπορούμε να αποδεχτούμε ότι οι άνθρωποι περιέχουν πλήθη. Ο Rick και ο Forrest προτείνουν κάποιες ερωτήσεις που μπορούν να μας βοηθήσουν στην ενήλικη ζωή να διακρίνουμε τα δικά μας εσωτερικευμένα αντικείμενα και τους τρόπους που λειτουργούμε μέσα στις σχέσεις μας: Τι κουβαλάμε; Πώς είναι αυτές οι αντικειμενικές σχέσεις για εμάς; Ο Forrest σημειώνει ότι ακόμη και η επίγνωση της παρουσίας των αντικειμένων που έχουμε εσωτερικεύσει και λειτουργούν ως ένα είδος σεναρίου για τη συμπεριφορά μας μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη και απελευθερωτική. Η Klein ανέπτυξε και την παιγνιοθεραπεία, πιστεύοντας όπως και η ΄Αννα Φρόιντ ότι για τα παιδιά ήταν ένας πολύ πιο αποτελεσματικός τρόπος από τον ελεύθερο συνειρμό προκειμένου να έχουν πρόσβαση στο ασυνείδητο υλικό τους.

Ο παιδίατρος και ψυχαναλυτής Donald W. Winnicott (1896 – 1971), που αναφέρθηκε και παραπάνω, επικεντρώθηκε στις ιδέες της αρκετά καλής γονικής μέριμνας, ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος και της έννοιας ενός αληθινού εαυτού που υπάρχει μέσα σε όλους μας. Γινόμαστε αυτός ο αληθινός εαυτός μέσα από πρώιμες σχέσεις που υποστηρίζουν τη συναισθηματική αυθεντικότητα και εκτιμούν αυτό που είναι πραγματικό μέσα μας. Ο Forrest ρωτά: «Πώς αναπτύσσουμε την αυθεντικότητα και πώς αναπτύσσεται η αυθεντικότητα σε ένα παιδί; Πώς αισθάνεται αρκετά ασφαλές ένα παιδί για να είναι αυθεντικό; Και ποιες είναι οι συνθήκες που το υποστηρίζουν αυτό;».

Ο Winnicott πίστευε ότι τα βρέφη και τα παιδιά δεν χρειάζονται τέλεια αλλά αρκετά καλή γονική μέριμνα, έναν φροντιστή που ανταποκρίνεται, που δίνει προσοχή στις ανάγκες του μωρού, δεν ανυπομονεί και δεν φοβάται την αγωνία ή την επιθετικότητα του βρέφους. Η ιδέα του υποστηρικτικού  περιβάλλοντος, όπως περιγράφεται στο podcast, είναι «τόσο η κυριολεκτική υποστήριξη όσο και ένα είδος μεταφορικής, συναισθηματικής, ψυχολογικής αποδοχής και υποστήριξης όπου οι φροντιστές / οι γονείς μπορούν να αντέξουν την δυσφορία ή την επιθετικότητα του παιδιού…» Στο βιβλίο που αναφέρθηκε παραπάνω, ο Winnicott μας επιτρέπει να δούμε πώς θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο περιβάλλον.

Ο Heinz Kohut (1913 – 1981) μετέφερε την εστίασή του από τις εσωτερικές ενορμητικές καταστάσεις του Freud σε μια πιο σχεσιακή στάση . Ο Rick αναφέρει ότι ο Kohut διερεύνησε το πώς εκφράζουμε την υποκειμενική μας αίσθηση του εαυτού και πώς νιώθουμε ότι μας νιώθουν οι άλλοι άνθρωποι μέσα στις σχέσεις μας. Και ένας τρόπος με τον οποίο το κάνουμε αυτό είναι μέσω του καθρεφτισμού, που αφορά στο πώς οι γονείς και οι άλλοι ανταποκρίνονται σε εμάς, λόγου χάρη, με ένα χαμόγελο, ένα νεύμα, μια ενθαρρυντική χειρονομία, οτιδήποτε μας κάνει να νιώθουμε ότι μας εκτιμούν και ότι η εσωτερική μας ζωή είναι ορατή και επιβεβαιώνεται από αυτούς. Η υγιής αυτοεκτίμηση απαιτεί υποστηρικτικές σχέσεις. Το ερώτημα που προκύπτει λοιπόν είναι αν αυτές οι ανάγκες ικανοποιήθηκαν για ένα άτομο όταν ήταν πολύ μικρό, ή αν ένιωθε λίγο πολύ αόρατο, ακόμη και φοβισμένο. Ο Forrest λέει ότι «Με την έννοια ότι σε μεγάλο βαθμό γινόμαστε ο εαυτός μας μέσα από τις σχέσεις μας, όταν δεν έχουμε λάβει επαρκή υποστήριξη, ίσως χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε λίγο την αναπτυξιακή μας ιστορία…»

Το τρίτο πρόσωπο αυτής της σχολής σκέψης που συζητήθηκε στο podcast ήταν ο Otto Kernberg, ο οποίος επικεντρώθηκε στον παθολογικό ναρκισσισμό και τις οριακές καταστάσεις κι επεσήμανε τον συνδυασμό των ανεκπλήρωτων φυσιολογικών ναρκισσιστικών αναγκών, οι οποίες όταν δεν ικανοποιούνται στα πρώτα μας χρόνια, τότε «συνήθως, στην ενήλικη ζωή οι άνθρωποι είτε καταπιέζουν ή αρνούνται αυτές τις φυσιολογικές ναρκισσιστικές ανθρώπινες ανάγκες για καθρέφτισμα, επιβεβαίωση, ένταξη, και αγάπη και εκτίμηση», είτε αναπτύσσουν ένα εύθραυστο Εγώ και γίνονται θυμωμένοι και παθολογικά νάρκισσοι, αναζητώντας συνεχώς έναν τρόπο να γεμίσουν τον εαυτό τους από το εξωτερικό περιβάλλον. Σε περίπτωση που η διαδικασία που περιγράφεται παραπάνω, σε σχέση με τη θεωρία της Klein, δεν πήγε και τόσο καλά, κάποιοι άνθρωποι θα το αντιμετωπίσουν αυτό, όπως το θέτει ο Rick, «στρεφόμενοι στους άλλους  για να συνδεθούν….. στη μητρική πλακέτα ή κάρτα τους, προκειμένου να ολοκληρώσουν την αίσθηση της υγιούς προσωπικότητας, και αυτό οδηγεί συχνά στο να αντιμετωπίζουν τους άλλους ως αντικείμενα που είναι απλώς πρόσθετα / plugins.** Και ξέρουμε πώς νιώθει κανείς όταν συνειδητοποιήσει ότι είναι απλώς ένα είδος πρόσθετου στη μητρική πλακέτα κάποιου που του επιτρέπει να διατηρεί κάποιο είδος συναισθηματικής ισορροπίας…”

** Η μητρική κάρτα (motherboard),γνωστή και ως μητρική πλακέτα ή κάρτα συστήματος είναι το κεντρικό και βασικό τυπωμένο ηλεκτρονικό κύκλωμα ενός σημερινού υπολογιστή. Το “plugin” στα ελληνικά είναι πρόσθετο ή πρόσθετο λογισμικό, δηλαδή, τα plugins είναι αυτόνομα κομμάτια κώδικα που προσθέτουν νέες λειτουργίες σε μια υπάρχουσα εφαρμογή

Ο Rick και ο Forrest συνεχίζουν με άλλες σημαντικές προσωπικότητες, οι οποίες οδήγησαν την ψυχαναλυτική άποψη για το πολυεπίπεδο και περίπλοκο νου σε μια πολύ διαφορετική κατεύθυνση. Ένα από τα άτομα που συζητήθηκαν είναι ο Βίλχελμ Ράιχ (1897 – 1957). Ο Φόρεστ αναφέρεται στο βιβλίο του, Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού, του 1933, ένα από τα πιο πολιτικά γραπτά στην ιστορία της ψυχολογίας. Ο Ράιχ, για να επικεντρωθούμε στο θετικό μέρος του έργου του, διερεύνησε πώς το τραύμα και τα καταπιεσμένα συναισθήματα μπορούν να έχουν αντίκτυπο στο σώμα μας, καθώς και την ιδέα της θωράκισης του χαρακτήρα, η οποία είναι οι άμυνες που έχουμε αναπτύξει για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, οι τρόποι συγκράτησης ή οι τρόποι στάσης του σώματος. Διερευνώντας αυτά, μπορούμε να μάθουμε κάτι για τη βαθύτερη ψυχολογία μας. Στο podcast γίνεται αναφορά στις έννοιες του Αντόνιο Νταμάσιο για τους σωματικούς δείκτες, τους ανεπαίσθητους τρόπους με τους οποίους οι μυοσκελετικές διεργασίες λειτουργούν συμπληρωματικά στα συνολικά συστήματα συναισθηματικής μνήμης μας, και πώς μεγάλο μέρος της σημερινής δουλειάς σχετικά με το τραύμα βασίζεται στην ιδέα του ότι τα υπολείμματα των εμπειριών δεν είναι καθαρά ψυχολογικά ή καθαρά νοητικά, αλλά έχουν ένα σωματικό κόστος για εμάς.

Κάνουν σύντομες αναφορές στον Γιουνγκ και τους Νέο Γιουνγκιανούς και τις ιδέες τους σχετικά με τα θεμελιώδη αρχέτυπα και το συλλογικό ασυνείδητο, το οποίο ο Γιουνγκ χρησιμοποίησε για να εξηγήσει γιατί «μοιραζόμαστε διάφορα θέματα στην ψυχολογία μας, ακόμα κι αν δύο ομάδες ανθρώπων δεν έχουν συναντηθεί ποτέ». Αυτοί οι άνθρωποι επικεντρώνονται στο συμβολικό νου των ονείρων, των φαντασιώσεων και των μύθων, εστιάζοντας πολύ λιγότερο στην παθολογία ή τα συμπτώματα, δίνοντας περισσότερη έμφαση σε υπαρξιακούς στόχους. Ο Γιουνγκ πίστευε ότι «Τα αρχέτυπα είναι οι εικόνες των ενστίκτων» και ο Ρικ το εξηγεί περαιτέρω λέγοντας ότι «…κάτι βαθιά μέσα στη βιολογία γίνεται εικόνες, σαν μια λειτουργική διαδικασία του ψυχικού μας κόσμου που σταδιακά φουσκώνει και φέρνει στην επίγνωση μας εικόνες του ενός ή του άλλου είδους που συχνά μπορούν να πάρουν συγκεκριμένες μορφές. Και συνειδητοποιείς ότι είσαι αυτή η ζούγκλα…. Είναι πολύ μεγάλη για να την ελέγξεις. Δεν μπορείς να ελέγξεις τη ζούγκλα. Ίσως μπορείς να χαράξεις ένα μικροσκοπικό ξέφωτο, να καθίσεις δίπλα στη φωτιά σου… υπάρχει ένα είδος υποκείμενου ρεύματος διαφορετικών μορφών τέχνης που μπορούν να μας δείξει τον δρόμο ή να μας συνδέσουν με κάτι…. πιο ουσιαστικό για τους εαυτούς μας».

Αναφέρονται σε μία από τις φεμινίστριες αναλύτριες, την Clarissa Pinkola Estes, η οποία αναδιατύπωσε μύθους και παραμύθια. Στα βιβλία της αναλύει γνωστά παραμύθια μέσα από φεμινιστικό πρίσμα. Κάνουν μια σύντομη αναφορά στην Marie-Louise von Franz που ασχολήθηκε με τα παραμύθια. Τέλος, συζητούν τον James Hillman (1926 – 2011), ο οποίος πίστευε ότι δεν χρειάζεται να προσπαθούμε να ανακάμψουμε ή να βελτιώσουμε τον εαυτό μας, αλλά ότι η ψυχή εκφράζεται μέσα από τα όνειρά μας, τις επιθυμίες μας, ακόμη και τις «παθολογίες» μας. Η σχέση του με την κατάθλιψη, για παράδειγμα, ήταν διαφορετική από τις δυτικές προσεγγίσεις στην ψυχολογία, οι οποίες τη θεωρούν αρνητική. Ο Hillman όρισε την κατάθλιψη ως μια ορθολογική απάντηση σε έναν κόσμο που περιλαμβάνει πολύ πόνο και ασχήμια, και ως εκ τούτου, η διερεύνηση του τι προσπαθεί να πει η κατάθλιψη, για παράδειγμα, θα μπορούσε να βοηθήσει ένα άτομο να κατανοήσει μέρη του εαυτού του, κι επίσης να απο-παθολογικοποιήσει την εμπειρία.

Τέλος, συζητούν τις βασικές ιδέες της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας του Irvin Yalom. Ο Yalom είναι ακόμα ζωντανός, 94 ετών, και ήταν καθηγητής στο Standford και ψυχοθεραπευτής. Έχει επίσης γράψει πολλά βιβλία. Πολλά από τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, όπου, πιστεύω, απολαμβάνει ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό. Ο Rick και ο Forrest υποστηρίζουν ότι η βασική του αντίληψη είναι ότι μεγάλο μέρος της δυσφορίας μας στη ζωή προέρχεται από παλιά τραύματα, σχεσιακά τραύματα, αλλά και από ένα είδος αντιπαράθεσης με υπαρξιακά γεγονότα της ζωής, ιδιαίτερα τον θάνατο, την ελευθερία, την απομόνωση και την ανάγκη ο καθένας από εμάς να κατασκευάσει το δικό του νόημα. Αυτοί οι βαθύτεροι υπαρξιακοί φόβοι διαμορφώνουν το ασυνείδητο μυαλό και, σε κάποιο βαθμό, όλοι πρέπει να αντιμετωπίσουμε το υπαρξιακό άγχος που προκύπτει στη ζωή. Αυτή η γνώση της θνητότητάς μας μπορεί να προκαλέσει διαφορετικές άμυνες όπως εμμονές και ψυχαναγκασμούς, άγχος ή κατάθλιψη ή άλλες δραστηριότητες και συμπεριφορές στις οποίες μπορεί να καταφεύγουμε για να αποτρέψουμε τους συχνά παραγνωρισμένους φόβους μας.