The Day I am Free / Τη Μέρα που θα Είμαι Ελεύθερη
«Κάθε χώρα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της για τους Ρομά κατοίκους της, κανείς δεν πρέπει να καταφεύγει σε άλλη χώρα για να διασφαλίσει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του…» Hans Caldaras / Χανς Καλδάρας (μουσικός, ξάδερφος της Taikon)
Η σημερινή ανάρτηση αφορά ένα βιβλίο με τον τίτλο, The Day I am Free / Τη Μέρα που θα Είμαι Ελεύθερη, το οποίο αφηγείται την ιστορία της Καταρίνα Τάικον σε τρία μέρη. Η πρώτη ενότητα περιέχει τη βιογραφία της, γραμμένη από τη Lawen Mohtadi το 2012. Η Mohtadi εξετάζει τα ιστορικά συμφραζόμενα, το κοινωνικοπολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο των γεγονότων της ζωής και του ακτιβισμού της Τάικον. Για παράδειγμα, γράφει ότι «κατά την ίδια περίοδο που η σουηδική κοινωνία πρόνοιας αρχίζει να διαμορφώνεται, αναδύεται ένα άλλο πολιτικό ρεύμα: η ευγονική». Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει τον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφικά βασισμένης σειράς παιδικών βιβλίων της Τάικον, Katitzi / Κατίτζι, όπου διηγείται τον αγώνα ενός κοριτσιού ως μέλος μιας εθνοτικής μειονότητας στη Σουηδία. Η τρίτη ενότητα περιλαμβάνει ένα δοκίμιο για τον πολιτιστικό αντίκτυπο της Katitzi από την επιμελήτρια Μαρία Λιντ. Το βιβλίο περιέχει επίσης φωτογραφίες, εξώφυλλα και εικονογραφήσεις των βιβλίων.
Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε ότι η Σουηδία είναι ένα κράτος πρόνοιας, μια κοινωνία που δίνει προτεραιότητα στα περιβαλλοντικά ζητήματα και την ανακύκλωση, την κοινωνική συμμετοχή, την ελεύθερη πρόσβαση σε καλής ποιότητας εκπαίδευση, βρεφονηπιακή φροντίδα και υπηρεσίες υγείας. Ο λαός της διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα προσδόκιμο ζωής στον κόσμο. Οι Σουηδοί έχουν επίσης καταφέρει να εξισορροπήσουν την εργασία και τον ελεύθερο χρόνο καλύτερα από άλλες χώρες, έχουν ακολουθήσει μια πολιτική ειρήνης από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και νομίζω, δεν έχουν εμπλακεί σε άμεση στρατιωτική σύγκρουση από τις αρχές του 19ου αιώνα. Πολλοί είμαστε εξοικειωμένοι με τα έπιπλα ή άλλα οικιακά προϊόντα του ΙΚΕΑ. Η Σουηδία είναι επίσης μια όμορφη χώρα. Η επιθυμία μου να την επισκεφτώ, έστω και για λίγο, εκπληρώθηκε όταν πριν κάμποσα χρόνια μπόρεσα να πάω στη Στοκχόλμη και σε μια κοντινή περιοχή της Φινλανδίας κατά τη διάρκεια των Χριστουγεννιάτικων διακοπών.
Στην εφηβεία ξεκίνησα να παρακολουθώ και να διαβάζω, ταινίες και βιβλία Σουηδών δημιουργών. Γνωρίζω τη Σουηδία μέσα από το πρίσμα και τα γραπτά του Θεόδωρου Καλλιφατίδη, ενός Έλληνα που ζει και γράφει στη Σουηδία από το 1964, κι ερευνά θέματα που αφορούν: τη μνήμη, την ταυτότητα, την αποξένωση, την εμπειρία του ανήκειν αλλά και του να είσαι ξένος, την μετανάστευση και τον εκτοπισμό, την περίπλοκη διαδικασία ενσωμάτωσης και διαχείρισης πολιτισμικών διαφορών, την δική του εμπειρία της γραφής στα ελληνικά και στα σουηδικά. Σχετικά με την εγκατάλειψη της πατρίδας και τη μετανάστευση γράφει: «Η μετανάστευση είναι ένα είδος επιμέρους αυτοκτονίας. Δεν πεθαίνεις, αλλά πολλά πεθαίνουν μέσα σου. Κι όχι μόνο, η γλώσσα» και «Η πατρίδα σου σε κάνει περισσότερο ξένο από ότι νιώθεις».
Ωστόσο, δεν υπάρχει μέρος στη γη που να εξαιρείται από κοινωνικά δεινά και η Σουηδία έχει τη δική της ιστορία και τις δικές της ιστορίες ρατσισμού και διακρίσεων κατά μειονοτήτων και μεταναστών. Αυτό που ίσως είναι λιγότερο γνωστό είναι η ιστορία των Ρομά της Σουηδίας, καθώς και οι αγώνες που έγιναν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Δεν υπάρχει τίποτα το εξαιρετικό στη μεταχείριση των Ρομά στη Σουηδία. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, αυτές οι μειονότητες υφίστανται συστηματικές και εκτεταμένες διακρίσεις σε όλη την Ευρώπη από πολύ παλιά. Το 2016, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επινόησε τον όρο αντιτσιγγανισμός για να περιγράψει την θεσμική και ατομική εχθρότητα, την επιθετικότητα και τον αποκλεισμό των Ρομά. Η μεγαλύτερη αδερφή της Καταρίνα Τάικον, η Ρόζα, είχε πει: «Ανησυχώ. Μήπως γυρίζουμε πίσω στη δεκαετία του 1930 και του 1940; Βλέπουμε Ρομά στα Βαλκάνια, όπου μπορεί να ζουν με τα παιδιά τους σε τοξικούς σωρούς σκουριάς….».
Η Καταρίνα Τάικον, ηθοποιός και παραγωγική συγγραφέας, θεωρείται εξέχουσα ακτιβίστρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων του 20ού αιώνα στη Σουηδία, συχνά συγκρινόμενη με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ. Τα γραπτά της καθόρισαν τον αγώνα των Ρομά για ίσα δικαιώματα, κι επίσης, παρήγαγε ρεαλιστικές και αντιρατσιστικές αφηγήσεις για παιδιά. Έζησε στη Σουηδία σε μια εποχή που η μειονότητα των Ρομά υφίστατο σοβαρές διακρίσεις, αποκλείονταν από την εκπαίδευση, τη στέγη και τα δικαιώματα του πολίτη που παρείχε το σουηδικό κράτος πρόνοιας στους πολίτες του. Οι δραστηριότητες της Τάικον στόχευαν στη διασφάλιση των πολιτικών δικαιωμάτων των Ρομά στη Σουηδία, και μέσω πολιτικού ακτιβισμού και εκστρατειών στα μέσα ενημέρωσης και γραφής, έθεσε το ζήτημα των συνθηκών διαβίωσης των Ρομά.
Η Taikon γεννήθηκε το 1932 σε έναν καταυλισμό στη Σουηδία, το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του Johan Taikon, ενός μουσικού και αργυροχρυσοχόου Καλντεράς Ρομά, του οποίου οι γονείς ήταν Ούγγροι υπήκοοι και είχαν έρθει στη Σουηδία από τη Ρωσία στις αρχές του 20ού αιώνα και ο οποίος παρέμεινε άπατρις σε όλη του τη ζωή, και μιας μη Ρομά νεαρής Σουηδέζας, της Agda Karlsson, την οποία ο Johan γνώρισε ενώ εκείνη εργαζόταν ως σερβιτόρα και αυτός ως βιολιστής στο ίδιο εστιατόριο. Η Agda έγινε η δεύτερη σύζυγός του και δημιούργησε μια σχέση «κόρης-μητέρας» με την πρώτη σύζυγο, γνωστή ως mami Masha, η οποία ήταν τότε πενήντα ετών. Η Masha υπήρξε χορεύτρια στο Θέατρο Μπολσόι στη Ρωσία και δεν ήταν Ρομά. Η Agda πέθανε 29 ετών από φυματίωση αφήνοντας πίσω τέσσερα μικρά παιδιά. Η Katarina Taikon και τα αδέλφια της ήταν δεμένα με την mami Masha και όταν πέθανε η μητέρα τους, τα στήριξε.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, ο Johan Taikon γνώρισε μια μη Ρομά Σουηδέζα, τη Siv, η οποία θα γινόταν η μητριά των παιδιών, και η μητέρα τριών νέων αδελφών. Η Masha στάλθηκε να ζήσει σε άλλο καταυλισμό συγγενών και η Καταρίνα δόθηκε στους Kreuters, ένα άτεκνο ζευγάρι, που ήθελε να την υιοθετήσει. Η ζωή της Καταρίνα άλλαξε δραματικά, τώρα ζούσε σε ένα ζεστό σπίτι, είχε το δικό της διακοσμημένο υπνοδωμάτιο που έμοιαζε με κατάστημα παιχνιδιών, φορέματα και ότι φαγητό ήθελε. Έζησε μαζί με τους Kreuters δύο χρόνια μα στη συνέχεια παραδόθηκε σε υπηρεσίες παιδικής μέριμνας επειδή ήθελαν να την υιοθετήσουν κι ο πατέρας της δεν συμφωνούσε. Ήταν επτά ετών όταν μεταφέρθηκε στο ορφανοτροφείο, κι όταν λίγες εβδομάδες αργότερα ο πατέρας της πήγε να την πάρει, αρνήθηκε να πάει μαζί του. Στο τέλος επέστρεψε στην οικογένειά της, όπου παρά τη ζεστασιά και την κατανόηση του πατέρα της, υπέμενε ξυλοδαρμούς και συναισθηματική κακοποίηση από τη μητριά της.
Παρόλο που ο Γιόχαν Τάικον είχε προσπαθήσει να γράψει τα παιδιά του στο σχολείο, πάντα υπήρχαν εμπόδια, είτε από τις τοπικές αρχές, είτε από άλλους γονείς, οι οποίοι δεν ήθελαν παιδιά Ρομά στα σχολεία τους. Η Καταρίνα φοίτησε σε σχολείο για πολύ μικρό διάστημα στην ηλικία των 10 ετών. Ουσιαστικά έμαθε να διαβάζει στην ενήλικη ζωή της. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών [όπως είχε συμβεί λίγα χρόνια νωρίτερα και στη μεγαλύτερη αδερφή της, Ρόζα] η Καταρίνα αναγκάστηκε να παντρευτεί κάποιον μεγαλύτερο ξάδελφο. Όμως και οι δύο αδελφές εγκατέλειψαν αυτούς τους παιδικούς γάμους. Η Καταρίνα βρήκε καταφύγιο σε ένα ίδρυμα για κορίτσια που λειτουργούσε μια ανθρωπιστική οργάνωση, όπου την υποστήριξαν στην απόκτηση εργασίας, αποταμίευσης λίγων χρημάτων, και απόκτηση οικονομικής ανεξαρτησίας.
Το 1947, της προσφέρθηκε ένας ρόλος από τον Αrne Sucksdorff, σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ και πρώτο νικητή Όσκαρ στη Σουηδία. Της πρόσφερε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία μικρού μήκους του, Departure. Παρόλο που η ταινία απεικόνιζε τη ζωή των Ρομά με ρομαντικό τρόπο, οι διάλογοι είναι στη γλώσσα Ρομάνι και οι Ρομά δεν απεικονίζονταν με αρνητικό πλαίσιο. Η συμμετοχή της στην ταινία της άνοιξε την πόρτα για περαιτέρω καλλιτεχνική και δημόσια δραστηριότητα. Κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, η Τάικον έκανε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει, αλλά έπαιζε όλο και πιο πολύ σε ταινίες και θεατρικά έργα, συχνά με την αδερφή της, Ρόζα, κι άρχισε να κινείται σε καλλιτεχνικούς κύκλους. Το 1952, ο ηθοποιός Περ Όσκαρσον προσέφερε στις δυο αδελφές διαμονή στο μεγάλο σπίτι του, όπου έμαθαν για τη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για όλους τους ανθρώπους και την υπεράσπιση του δικαιώματος για στέγη, απασχόληση κι εκπαίδευση, κάτι που θα αποδεικνυόταν κρίσιμο για τη στροφή των αδελφών Τάικον στον ακτιβισμό και την προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών ζωής των Ρομά.
Στο βιβλίο, η Mohtadi αναφέρεται σε φίλους και συγγενείς που ανήκαν στον κύκλο της Καταρίνα Τάικον. Σημειώνει ότι «η καθημερινή ζωή της Katarina δεν έκανε διάκριση μεταξύ εργασίας και ευχαρίστησης, προσωπικού και πολιτικού: οι διαφορετικές σφαίρες αλληλοεπικαλύπτονταν σε μεγάλο βαθμό». Ένα πολύ κοντινό πρόσωπο της Καταρίνα ήταν η μεγαλύτερη αδελφή της. Η Rosa Taikon γεννήθηκε το 1926 και υπήρξε μητρική φιγούρα για την Katarina. Όπως και ο πατέρας τους, η Ρόζα επέλεξε να γίνει αργυροχόος και από την πρώτη της έκθεση το 1966, τα κοσμήματα της και η τέχνη της εκτέθηκαν σε διάσημες γκαλερί σε όλη τη Σουηδία. Το έργο της αποτελεί μέρος μόνιμων εκθέσεων σε διάφορα μουσεία στη Σουηδία και στο εξωτερικό. Μαζί με την αδελφή της, συμμετείχε σε πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες που σχετίζονταν με τα δικαιώματα των Ρομά. και τιμήθηκε με βραβεία και διακρίσεις, τόσο για την τέχνη της όσο και για το έργο της στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πέθανε το 2017.
Ο Hans Caldaras / Χανς Καλδάρας, ένας νεότερος ξάδερφος Ρομά, ήταν ένας από τους πολλούς που φιλοξενήθηκε στο σπίτι της Καταρίνα για λίγο καιρό όταν ήταν νέος και ήθελε να ξεκινήσει μια μουσική καριέρα. Στο βιογραφικό του αναφέρεται ότι έχει κάνει σχεδόν τα πάντα ως καλλιτέχνης, συναυλίες, μιούζικαλ, θεατρικά έργα, φεστιβάλ, πολλούς δίσκους και μια ποικιλία ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εμφανίσεων. Το ρεπερτόριό του είναι μουσική Ρομά με επιρροές από αυτοσχέδια τζαζ, λάτιν και τσιγγάνικη σουίνγκ. Ο Καλδάρας αναφέρει ότι η Καταρίνα και ο Μπιορν τον μύησαν στο γαλλικό σινεμά και πήγαιναν μαζί σε εστιατόρια και μπαρ, ενώ εκείνος φρόντιζε τα παιδιά όταν ήταν απασχολημένοι. Γράφει: «Οι πολιτικές συζητήσεις, το ζήτημα των Ρομά, η γεωπολιτική της Σουηδίας, ήταν κάτι μόνιμο στο σαλόνι τους».
Το 1958, η Καταρίνα γνώρισε τον φωτογράφο Bjorn Langhammer / Μπιορν Λάνγκχαμμερ, ο οποίος έγινε σύζυγός της και συνεργάτης σε πολλά καλλιτεχνικά και πολιτικά έργα. Την ίδια χρονιά, μαζί με την Ρόζα και τον Μπιορν, ξεκίνησε ένα διετές πρόγραμμα σπουδών σε ένα δημόσιο κολέγιο. Έχοντας αποκτήσει τη βασική εκπαίδευση, η Καταρίνα μπόρεσε να συνεχίσει τις σπουδές της και παρακολούθησε ένα πρόγραμμα σπουδών διοίκησης επιχειρήσεων. Μετά τις σπουδές της, ανέλαβε τη διεύθυνση του Vips American Ice Cream Bar στη Στοκχόλμη, το οποίο έγινε στέκι για πολλούς φίλους και γνωστούς της, ενώ στους πελάτες της συγκαταλέγονταν πολλοί ηθοποιοί και καλλιτέχνες. Η Καταρίνα Τάικον απέκτησε το τρίτο της παιδί, τον Νίκι, το 1961, πατέρας του οποίου ήταν ο Λάνγκχαμαρ.
Την επόμενη χρονιά δολοφονήθηκε ο αδελφός της, Paul, κι ένα χρόνο αργότερα το 1963 εκδόθηκε το πρώτο της αυτοβιογραφικό βιβλίο για ενήλικες, με τίτλο Γυναίκα Τσιγγάνα, ένα σημαντικό επίτευγμα αν αναλογιστεί κανείς ότι ήταν το πρώτο βιβλίο Ρομά συγγραφέα που ασχολούνταν με τις συνθήκες διαβίωσης των Ρομά στη Σουηδία. Η Mohtadi σχολιάζει: «Το βιβλίο προσγειώθηκε σαν βόμβα στη σουηδική κοινωνία… Η Σουηδία ανέλαβε ηγετικό ρόλο ως υποστηρικτής της παγκόσμιας ισότητας και δικαιοσύνης. Η αυτό-αντίληψη του έθνους βασιζόταν σε μια ιδέα για τη Σουηδία ως ένα μέρος απαλλαγμένο από ρατσισμό ή, όπως μερικές φορές ονομαζόταν, από προβλήματα μειονοτήτων». Το βιβλίο πυροδότησε μια δημόσια συζήτηση σχετικά με την ασυμφωνία μεταξύ του σουηδικού κράτους πρόνοιας και του διαχωρισμού του πληθυσμού των Ρομά, και την ανάγκη να γίνει κάτι γι’ αυτό.
Ένα χρόνο αργότερα, η Taikon γνώρισε τον Martin Luther King Jr., ο οποίος είχε έρθει στη Σκανδιναβία για να παραλάβει το Νόμπελ Ειρήνης, και μαζί με την αδελφή της Rosa, εγκαινίασαν, μεταξύ άλλων, μια σειρά μαθημάτων αλφαβητισμού για ενήλικες Ρομά. Επειδή οι σουηδικές εκπαιδευτικές αρχές δεν ήταν διατεθειμένες να χρηματοδοτήσουν περαιτέρω εκπαίδευση για τους Ρομά, το Σωματείο των Ρομά οργάνωσε μια σειρά διαμαρτυριών που κορυφώθηκαν την 1η Μαΐου 1965. Οι διαμαρτυρίες ήταν επιτυχείς και μια αντιπροσωπεία με επικεφαλής την Katarina προσκλήθηκε να μιλήσει με τον πρωθυπουργό Tage Erlander. Ως αποτέλεσμα, άνοιξαν δέκα σχολεία ενηλίκων στη Σουηδία μέσα σε ένα χρόνο και το πρόγραμμα συμπεριλήφθηκε στο εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το Σωματείο συνέχισε να εκδίδει το δικό του περιοδικό με τίτλο We Live / Ζούμε από το 1965 έως το 1973, και η Taikon δημοσίευσε το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο We Are Gypsies / Είμαστε Τσιγγάνοι.Το 1964, η Καταρίνα διορίστηκε επίτιμο μέλος της Σουηδικής Συμμαχίας Νέων για την Ειρήνη.
Το 1967, οι σουηδικές αρχές στράφηκαν στην Taikon για βοήθεια σχετικά με το καθεστώς των Ρομά προσφύγων από την Πολωνία και την Ιταλία. Μετά από μια αρχική αποτυχία να επιτραπεί στους πρόσφυγες να παραμείνουν, οργανώθηκε μια διαμαρτυρία που οδήγησε σε μια νέα συνάντηση με τον υπουργό, στην οποία αποφασίστηκε ότι θα τους επιτρεπόταν να παραμείνουν. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση αποφάσισε να μην χορηγηθεί άσυλο σε μια ομάδα 47 Γάλλων Ρομά. Αν κι αυτή η απόφαση ανατράπηκε δύο χρόνια αργότερα, η απέλαση απογοήτευσε και επηρέασε τη στάση της Taikon σχετικά με τον τρόπο αλλαγής της κοινωνίας. Κι έτσι αποφάσισε να επικεντρωθεί στα παιδιά και τους νέους πιστεύοντας ότι αυτοί ήταν η κινητήρια δύναμη αλλαγής της σουηδικής κοινωνίας.
Έτσι, τη δεκαετία του 1970 άρχισε να γράφει μια ημιαυτοβιογραφική σειρά για παιδιά και εφήβους με επίκεντρο ένα νεαρό κορίτσι Ρομά, την Κατίτζι. Η σειρά σημείωσε τεράστια επιτυχία και έγινε το πιο πολυδιαβασμένο παιδικό βιβλίο στη Σουηδία, μετά τη σειρά βιβλίων της Πίπι Λονγκστόκιν της Άστριντ Λίντγκρεν. Βασίστηκε στις δικές της εμπειρίες και άγγιξε θέματα αδικίας, άγνοιας και αποκλεισμού των Ρομά στη Σουηδία. Η Maria Lind γράφει: «Η Κατίτζι καταφέρνει, παρά τις αρκετά άθλιες συνθήκες, να βρει τον δρόμο της προς μια αποδεκτή ύπαρξη, και με τον καιρό, προς την αυτοπραγμάτωση».
Το έργο της Τάικον για την επίτευξη κοινωνικών αλλαγών την έφερε σε επαφή τόσο με τους πιο περιθωριοποιημένους όσο και με πολλούς καλλιτέχνες, ακτιβιστές και πολιτικούς, μέχρι και τον Πρωθυπουργό. Ο δια βίου αγώνας της για τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ρομά και την πρόσβαση στην εκπαίδευση και σε αξιοπρεπή στέγη για τη μειονότητα των Ρομά ήταν επιτυχής. Ωστόσο, έγινε και στόχος επιθέσεων και, τελικά, το σωρευτικό αποτέλεσμα της προσωπικής ιστορίας της και τραυματικών εμπειριών, της έλλειψης ξεκούρασης και της υπερβολικής εργασίας οδήγησε σε εξάντληση, κατάθλιψη, σωματικές ασθένειες και πόνο. Νοσηλεύτηκε επίσης για διπλή πνευμονία. Η Mohtad γράφει: «Οι απαιτήσεις είχαν αυξηθεί από όλες τις κατευθύνσεις. Κάποιες ήταν δικής της δημιουργίας: πίστευε ότι είχε την υποχρέωση να μεταμορφώσει την κοινωνία κι ότι οι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να υποφέρουν και να αγωνίζονται για να επιβιώσουν. Άλλες απαιτήσεις προέρχονταν από εξωτερικές πηγές, από ανθρώπους που ζητούσαν βοήθεια που δεν μπορούσε να αρνηθεί…»
Το 1981, ένα χρόνο αφότου η Taikon και ο Langhammer εξέδοσαν το τελευταίο βιβλίο της σειράς, χώρισαν. Την επόμενη χρονιά, υπέστη καρδιακή προσβολή ενώ υποβαλλόταν σε εξετάσεις σε νοσοκομείο κι έπεσε σε κώμα από το οποίο δεν ξύπνησε ποτέ. Ο Langhammer τη φρόντισε στο σπίτι τους μέχρι τον θάνατό του το 1986. Στη συνέχεια, τα τρία παιδιά της και η αδερφή της, Ρόζα, τη φρόντισαν μέχρι που απεβίωσε το 1995. Η αδελφή της, Ρόζα, βρισκόταν στο πλευρό της.
Από το 1975 οι ιστορίες της Katitzi είχαν ήδη αρχίσει να διασκευάζονται σε άλλα μέσα με την έκδοση κόμικς, τη δημιουργία τηλεοπτικής σειράς και θεατρικών παραστάσεων. Το 2012 η βιογραφία της, The Day I Am Free, εκδόθηκε από την Mohtadi και το 2015 η ίδια και ο δημοσιογράφος Gellert Tamas έφτιαξαν ένα ντοκιμαντέρ βασισμένο στο βιβλίο, The Untold Story of a Roma Freedom Fighter / Η ανείπωτη ιστορία μιας Ρομά αγωνίστριας της ελευθερίας. Το 2019, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τεχνών και Πολιτισμού των Ρομά (ERIAC) στη Στοκχόλμη διοργάνωσε μια έκθεση αφιερωμένη στην Katitzi και την επιρροή της σε μια ολόκληρη γενιά. Παρήχθησαν επίσης επτά μικρού μήκους ντοκιμαντέρ αφιερωμένα στο βιβλίο και την συγγραφέα του, και οι ιστορίες της Katitzi επανεκδόθηκαν.