16 Οκτωβρίου, 2025 Η μετάφραση είναι διαθέσιμη (22/10/2025)
Δεν έχω δημοσιεύσει τίποτα εδώ και καιρό. Συνήθως καταφέρνω ν’ ανεβάσω κάτι δύο φορές το μήνα, αλλά μερικές φορές “η ζωή συμβαίνει”. Η σημερινή ανάρτηση αναφέρεται σε ένα βιβλίο που διάβασα πρόσφατα από την Durvasula Ramani, PhD: Don’t you know who I am? / Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ) Είναι μια εξερεύνηση του ναρκισσισμού, της έπαρσης, του ανταγωνισμού και της αγένειας, τα οποία πιστεύει ότι είναι διάχυτα στις σύγχρονες κουλτούρες και κοινωνίες για μια ποικιλία κοινωνικοπολιτικών και πολιτισμικών λόγων που ερευνά στο βιβλίο. Το βιβλίο είναι πολύ προσιτό, δεν είναι απαραίτητο να έχει κανείς γνώσεις ψυχολογίας και, στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μια γενική εισαγωγή σε αυτά τα θέματα. Η Ramani ερευνά τον ναρκισσισμό και την τοξικότητα από πολλές οπτικές γωνίες και τοποθετεί το φαινόμενο σε ιστορικά πλαίσια, με έμφαση στη Δύση, ιδιαίτερα στην Αμερική, όπου ζει. Ταλαντεύτηκα μεταξύ μιας σύντομης περίληψης του βιβλίου κι ενός εκτενέστερου κειμένου. Όπως βλέπετε, επέλεξα την εκτενέστερη εκδοχή, και πάλι όμως θα αναφερθώ μόνο στα βασικά θέματα που παρουσιάζονται και συζητούνται σε αυτό το βιβλίο των 400 σελίδων.

Είναι ενδιαφέρον το ότι η Ramani ξεκινάει το βιβλίο της με παραδείγματα ξεσπασμάτων θυμού, δράματος και τοξικών συμπεριφορών στον αέρα κατά τη διάρκεια πτήσεων. Κάθε είδους έργο που παράγουμε είναι πάντα εγκιβωτισμένο και η Ramani το γνωρίζει αυτό, και παρόλο που τα ζητήματα που διερευνά και αναλύει είναι καθολικά και οι συμπεριφορές που συζητά έχουν μάλλον γίνει πιο διαδεδομένες παντού, εστιάζει τη συζήτηση της και στο δικό της ευρύτερο πλαίσιο. Θέτει το ερώτημα αν οι Αμερικανοί επιδεικνύουν πιο ναρκισσιστικές και ανταγωνιστικές συμπεριφορές. Φαίνεται πως υπάρχουν ευρήματα ερευνών από τις ΗΠΑ που υποδηλώνουν ότι οι ίδιοι οι Αμερικανοί σίγουρα το πιστεύουν, και ερωτηθέντες από όλο τον κόσμο έχουν αξιολογήσει τους Αμερικανούς ως πιο νάρκισσους και ανταγωνιστικούς. Αυτό, γράφει, μπορεί να οφείλεται στην υπερεκτίμηση του ατομικισμού, στην άκριτη προσήλωση στον καπιταλισμό και στο πολιτισμικό ήθος σχετικά με το πρωτοποριακό πνεύμα, την Καλβινιστική εργασιακή ηθική, την έντονη λατρεία της διασημότητας και την τάση για ανταγωνισμό. Αναφέρεται στον Christopher Lasch, συγγραφέα, ιστορικό και ακαδημαϊκό, ο οποίος, σημειώνει η ίδια, το 1979 έγραψε «ένα από τα πιο διορατικά βιβλία για την στροφή προς πιο παθολογικά επίπεδα ναρκισσισμού».
Το βιβλίο δεν εστιάζει σε αυτό που ονομάζεται NPD (Διαταραχή Ναρκισσιστικής Προσωπικότητας), η οποία είναι μια διαγνωστική ετικέτα από το DSM, αλλά μάλλον αγκαλιάζει ένα ευρύ φάσμα τοξικών ή δύσκολων χαρακτηριστικών προσωπικότητας και σχεσιακών μοτίβων, δυναμικών και συμπεριφορών. Η Ramani διευκρινίζει ότι μια από τις δυσκολίες που είχε ήταν η εύρεση της σωστής λέξης ή όρου που να αποτυπώνει το τρίγωνο του ναρκισσισμού, της απαιτητικότητας και της τοξικότητας, τα οποία παρά την ευρεία επικάλυψή τους είναι ταυτόχρονα κι ανεξάρτητα. Παρέχει ορισμούς για την τοξικότητα και τι θα μπορούσαμε να εννοούμε περιγράφοντας κάποιον ως τοξικό, κι επίσης επισημαίνει το γεγονός ότι διαφορετικοί άνθρωποι μπορεί να έχουν διαφορετικές εμπειρίες με ένα τοξικό άτομο. Αναφέρει ότι η τοξική συμπεριφορά τείνει να σχετίζεται με χαρακτηριστικά που συνάδουν με ναρκισσιστικά, ανταγωνιστικά, κοινωνιοπαθητικά, ψυχοπαθητικά και παθητικό-επιθετικά στυλ προσωπικότητας, κι ότι τα άτομα με αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εμφανώς ή κρυφά ακυρωτικά, παραπλανητικά και χειριστικά, και μπορούν μακροπρόθεσμα να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά. Οι νάρκισσοι, γράφει, «αλλάζουν την αξία των ψυχολογικών νομισμάτων / αξιών. Η συμπόνια, η ενσυναίσθηση, η αμοιβαιότητα, η ευγνωμοσύνη και η αφοσίωση είναι τα κύρια νομίσματα των υγιών και στενών ανθρώπινων σχέσεων…»
Υποστηρίζει ότι όλοι θα πρέπει να ανησυχούμε με τον πολλαπλασιασμό της ανθρώπινης τοξικότητας, της αγένειας και του ναρκισσισμού σε πολιτικούς και εταιρικούς ηγέτες και διασημότητες, επειδή αυτό αποτελεί ένδειξη για την υπόλοιπη κοινωνία. Οι άνθρωποι κάνουν ό,τι βλέπουν. Όλοι μας, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών μας, το βλέπουμε ή το βιώνουμε, και η απαιτητική συμπεριφορά, ο ναρκισσισμός, η αγένεια και οι τοξικές και κακοποιητικές ανθρώπινες συμπεριφορές και αλληλεπιδράσεις γίνονται η νέα κανονικότητα, και φαίνεται ωσάν «…οι πιο τοξικοί ανάμεσά μας να ελέγχουν την αφήγηση και να διαμορφώνουν την πραγματικότητά μας». Γράφει: «Το σύστημα ανταμείβει τον ναρκισσισμό και την ανθρώπινη τοξικότητα σε όλες τις μορφές της αυτή τη στιγμή. Είναι δύσκολο να πουλήσεις συμπόνια κι ενσυναίσθηση σε έναν κόσμο που ανταμείβει τον ναρκισσισμό, την ψυχοπάθεια, την αγένεια και τον υλισμό», και αλλού σημειώνει: «Υποτιμούμε την καλοσύνη, ειδικά στους άνδρες, και χαρακτηρίζουμε τη συμπόνια και την ευαλωτότητα ως αδυναμία. Το να έχεις ενσυναίσθηση στην τρέχουσα εποχή αυξάνει τις πιθανότητες χειραγώγησης ή εκμετάλλευσης».
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο Μέρος Ι, η Ramani επικεντρώνεται στην αποκάλυψη του ναρκισσισμού και συζητά: τα πέντε σύνολα μοτίβων που διέπουν τον ναρκισσισμό, μερικές από τις διάφορες μορφές ναρκισσισμού, γιατί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία σήμερα αποτελούν βασικό μέσο επικοινωνίας, γνώσης του κόσμου και εργαλείο για την οικοδόμηση ταυτότητας, αποτελούν τον επιταχυντή του σύγχρονου τοξικού και ναρκισσιστικού κόσμου, τα τρία C του ναρκισσισμού, και τους τρόπους με τους οποίους η οικονομία μας, ο καταναλωτισμός και οι ιδέες για την επιτυχία επηρεάζουν την άνοδο του ναρκισσισμού. Παρέχει επίσης μια επισκόπηση των διαφόρων θεωριών σχετικά με την προέλευση του ναρκισσισμού.
Περιγράφει τον ναρκισσισμό ως: ένα διαπροσωπικά τοξικό μοτίβο, που χαρακτηρίζεται από αίσθημα απαίτησης, έπαρσης, έλλειψης ενσυναίσθησης, αναζήτηση επιβεβαίωσης, επιφανειακότητα, διαπροσωπικό ανταγωνισμό, ανασφάλεια, περιφρόνηση, αλαζονεία, κακή συναισθηματική ρύθμιση, δυσανάλογη οργή, κι που είναι ο κυρίαρχος και συνεπής τρόπος που ένα άτομο σχετίζεται με τον κόσμο. Αναφέρεται στις διαφωνίες μεταξύ ψυχολόγων, ερευνητών και άλλων, στις δυσκολίες μέτρησης του φαινομένου, στις διαφορετικές μορφές και συνδυασμούς αυτών των ομάδων χαρακτηριστικών, και στα διάφορα μοντέλα προσωπικότητας. Η σχετική εργασία που χρησιμοποιεί το Μοντέλο Προσωπικότητας των Πέντε Παραγόντων / Five Factor Model of Personality (McCrae & John, 1992) χαρακτηρίζει τους νάρκισσους ως άτομα με υψηλή εξωστρέφεια και χαμηλή καλή προαίρεση. Αυτό το μοντέλο περιγράφει επίσης τον ναρκισσισμό ως έναν τρόπο ύπαρξης και συμπεριφοράς που αντανακλά υψηλότερα από το μέσο όρο επίπεδα οργισμένης εχθρότητας, αυτοπεποίθησης, δραστηριότητας και αναζήτησης έξαψης, και χαμηλότερα από το μέσο όρο επίπεδα αυτοσυνειδησίας, ζεστασιάς, εμπιστοσύνης, ευθύτητας, αλτρουισμού, σεμνότητας και τρυφερότητας (π.χ. ενσυναίσθηση) (Campbell και Miller, 2013, αναφέρεται στη Ramani, 2019). Φαίνεται ότι υπάρχει μια συνεχής ανάγκη για εξωτερική επιβεβαίωση («ναρκισσιστική προμήθεια») για να αντισταθμιστεί η ανασφάλεια και μια τάση να εξοργίζονται υπό συνθήκες απογοήτευσης, δυσφορίας ή στρες. Αυτή η αδυναμία ρύθμισης των συναισθημάτων, ανοχής της δυσφορίας ή βίωσης της ενσυναίσθησης συνήθως σημαίνει ότι, απέναντι στο στρες ή την πίεση, άτομα με πιο ανταγωνιστικές προσωπικότητες συχνά καταφεύγουν στην επιθετικότητα, οργή, την προβολή ή σε παρορμητικές συμπεριφορές.
Επίσης, η Ramani γράφει ότι στον πυρήνα τους, οι δύσκολοι άνθρωποι και οι νάρκισσοι είναι στον ένα ή τον άλλο βαθμό ανασφαλείς. Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι ίδιοι ανασφαλείς, αλλά ευδοκιμούν υπό συνθήκες ανασφάλειας και χάους, εκμεταλλεύονται την ανασφάλεια και τελικά δημιουργούν περισσότερη ανασφάλεια στον κόσμο. Γράφει: «…στην πραγματικότητα απορροφούν όποια ασφάλεια ή αίσθηση εαυτού έχει κάποιος άλλος, αφήνοντας το θύμα τους εντελώς ανασφαλές και τον ίδιο /την ίδια σε αναζήτηση περισσότερης επιβεβαίωσης». Επίσης, παρά την έλλειψη ενσυναίσθησης που έχουν, είναι σε θέση να μελετούν τους ανθρώπους και να εντοπίζουν τα τρωτά και τυφλά σημεία τους. Χρησιμοποιεί τον όρο προσέγγιση της συλλογής δεδομένων. Μόλις εντοπίσουν κάποιον που μπορεί να θέλουν να προσελκύσουν, του δίνουν ιδιαίτερη προσοχή. Μαθαίνουν τα δυνατά σημεία, τα τραύματα και τα τρωτά σημεία αυτού του ατόμου προκειμένου να το ελέγχουν ή να το εκμεταλλευτούν, ή προκειμένου να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες εναντίον του.
Θέτει ερωτήματα σχετικά με τη διάγνωση και την ιατρικοποίηση κακών και επιβλαβών για τους άλλους συμπεριφορές. Ο Allen Frances σημειώνει ότι η διάγνωση Ναρκισσιστικής Διαταραχής (NPD), για παράδειγμα, δεν ισχύει εκτός εάν το άτομο βιώνει σημαντική συναισθηματική, προσωπική, κοινωνική ή επαγγελματική δυσφορία. Η Ramani προσθέτει ότι αυτή η λίστα χαρακτηριστικών γενικά μοιάζει μάλλον με ένα εταιρικό εγχειρίδιο επιτυχίας και ότι τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την επιτυχία και τη φήμη σε έναν εξαιρετικά ανταγωνιστικό κόσμο δεν λειτουργούν καλά στις σχέσεις. Οι τοξικοί, οι υπερβολικά επιθετικοί και οι δύσκολοι άνθρωποι μας αρρωσταίνουν κυριολεκτικά, ψυχολογικά και σωματικά, μέσω της συμπεριφοράς τους. Αναφέρεται επίσης στο παράδοξο της τοξικότητας / toxicity paradox . Γράφει: «Παρόλη την ποσότητα χρόνου, προσπάθειας και χρημάτων που ξοδεύουν οι άνθρωποι σε υγιεινή διατροφή, επαρκή ύπνο, ειδικές βιταμίνες, άσκηση, υγειονομική περίθαλψη, αποτοξίνωση κι αποφυγή ναρκωτικών, αλκοόλ και καπνού – όλα στο όνομα της προαγωγής της υγείας – κάτι μας διαφεύγει. Όλες αυτές οι συμπεριφορές είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καλής υγείας. Αυτό είναι αλήθεια. Ωστόσο, όταν εξετάζεται με μεγαλύτερη προσοχή το ποσό των χρημάτων που δαπανώνται σε βιολογικά τρόφιμα για την αποφυγή των τοξινών των φυτοφαρμάκων, ή σε φίλτρα αέρα για την αποφυγή των τοξινών στον αέρα, ή σε καθαρό νερό για την αποφυγή των τοξινών στο νερό, ή σε εξειδικευμένα οικιακά καθαριστικά για την αποφυγή των περιβαλλοντικών τοξινών, ή σε αυτοκίνητα με χαμηλότερες εκπομπές ρύπων ή ηλεκτρικά αυτοκίνητα για την αποφυγή τοξικών εκπομπών καυσαερίων, ή σε καλλυντικά υψηλής ποιότητας φτιαγμένα από προσεκτικά επιλεγμένα συστατικά για την αποφυγή τοξινών στο δέρμα, τότε γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι κρατούν τοξικούς ανθρώπους στη ζωή τους;»
Όπως αναφέρθηκε μέχρι στιγμής, οι βασικοί πυλώνες του ναρκισσισμού είναι: η έλλειψη ενσυναίσθησης, η απαιτητικότητα, η έπαρση, η συνεχής αναζήτηση επιβεβαίωσης και η δυσ-ρύθμιση (dysregulation). ΄Όμως βρήκα τη σύντομη ανάλυση των πέντε ομάδων ναρκισσισμού έναν επίσης χρήσιμο τρόπο για να κατανοήσουμε τους πολλούς διαφορετικούς συνδυασμούς τοξικών χαρακτηριστικών των ανθρώπων. Επίσης, επειδή πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι μέρος της σύνθεσης όλων των ανθρώπων και συναντώνται σε κλίμακα, η Ramani διακρίνει μεταξύ φυσιολογικών και παθολογικών επιπέδων αυτών των ιδιοτήτων, με ορισμένες εξαιρέσεις όπως το gaslighting, για παράδειγμα, το οποίο δεν είναι ποτέ αποδεκτό.
Οι πέντε βασικοί τομείς ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών:
α) Τα διαπροσωπικά χαρακτηριστικά των τοξικών ή / και νάρκισσων ατόμων είναι συχνά τα πιο δύσκολα και επιβλαβή. Υπάρχουν οκτώ τυπικά μοτίβα στα διαπροσωπικά χαρακτηριστικά: έλλειψη ενσυναίσθησης, χειραγώγηση, προβολή, ψέματα, κακά όρια, ζήλια και φθόνος, gaslighting και ανάγκη ελέγχου. «Οι νάρκισσοι έχουν υποανάπτυκτο ψυχολογικό ενδοσκελετό», γράφει η Ramani, και «η έλλειψη ενσυναίσθησης τους καθιστά προβληματικούς συντρόφους, γονείς, φίλους, συναδέλφους…» Για αυτούς, σημειώνει, η ζωή είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος και το παίζουν καλά. Ενώ συζητά για το gaslighting, αναφέρεται επίσης και στο φαινόμενο του gaslighting δια αντιπροσώπου, το οποίο συμβαίνει όταν άλλοι άνθρωποι δικαιολογούν τον νάρκισσο ή επικυρώνουν τα ψέματά του. Όσον αφορά τον έλεγχο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένα τοξικό άτομο είναι πιο πιθανό να θεωρεί τους ανθρώπους ως πιόνια σκακιέρας παρά ως ανθρώπινα όντα με αυτονομία και δική τους θέληση και επιθυμίες.
β) Οι συμπεριφορικές πτυχές των τοξικών και / ή ναρκισσιστικών ατόμων είναι οι ενέργειες και οι στάσεις που μπορούμε να παρατηρήσουμε. Υπάρχουν τέσσερα ορατά συμπεριφορικά πρότυπα: επιφανειακότητα, πλεονεξία/φθόνος, φτήνια και τσιγκουνιά (και στα συναισθήματα και στο πνεύμα) και απροσεξία. Περιγράφει την απροσεξία ως να είναι κανείς «ψυχολογικά μη ανεπτυγμένος, παρορμητικός, συναισθηματικά περιορισμένος και ανίκανος να υπερβεί τον εαυτό του…», και προσθέτει ότι μπορεί επίσης να υποδηλώνει υποτίμηση και έλλειψη σεβασμού προς το άλλο άτομο.
γ) Δυσ-ρύθμιση: Τα τοξικά και ναρκισσιστικά άτομα δεν μπορούν να ελέγξουν τα συναισθήματά τους ή να ανεχθούν οποιοδήποτε επίπεδο δυσφορίας και, εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ρυθμίζουν την αυτοεκτίμησή τους από τα έξω προς τα μέσα. Τα μοτίβα που εμπίπτουν στη δυσκολία ρύθμισης των συναισθημάτων είναι: η ευθραυστότητα /ανασφάλεια, ο θυμός/οργή, η συνεχής αναζήτηση επιβεβαίωσης, η αδυναμία να μείνει κανείς μόνος και η ντροπή. Η Ramani παρατηρεί ότι η δυναμική αυτή του θυμού και οργής είναι αυτή που συχνά οδηγεί σε εκρήξεις θυμού και οργισμένες συμπεριφορές αγνώστων (σε εστιατόρια, μέσα μεταφοράς, πάρκα, δρόμους ή άλλους δημόσιους χώρους). Σημειώνει ότι αυτά τα περιστατικά έχουν αντίκτυπο στους μάρτυρες των συμβάντων, παρόλο που οι ίδιοι δεν αποτελούν μέρος του συμβάντος. Όσο για την αναζήτηση επιβεβαίωσης ή ναρκισσιστικής δόσης, επειδή είναι ένας τρόπος ρύθμισης της αυτοεκτίμησης, οι νάρκισσοι τη ζητούν ατελείωτα, αλλά σπάνια την προσφέρουν στους άλλους, και όταν τυχόν προσφέρουν επιβεβαίωση, είναι συχνά στο όνομα της χειραγώγησης ή για να πάρουν κάτι που θέλουν.
δ) Ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά: Η Ramani γράφει ότι ο τοξικός και συνεχής ανταγωνισμός προκαλεί βαθιά ανησυχία και απειλή κι επηρεάζει αρνητικά όποιον βρεθεί στο μονοπάτι του τοξικού ατόμου, είτε πρόκειται για συνάδελφο, άγνωστο, σύντροφο ή μέλος της οικογένειας. Υπάρχουν οκτώ κοινά μοτίβα στο ανταγωνιστικό ρεπερτόριο ενός νάρκισσου: έπαρση, απαιτητικότητα, παθητική επιθετικότητα, schadenfreude, αλαζονεία, εκμετάλλευση, αδυναμία ανάληψης ευθύνης και εκδικητικότητα. Η schadenfreude είναι μια γερμανική λέξη που ορίζεται ως «κακόβουλη χαρά» ή ως «ένα αίσθημα ευχαρίστησης ή ικανοποίησης όταν κάτι κακό συμβαίνει σε κάποιον άλλο». Αυτοί οι άνθρωποι είναι καλοί στο να εντοπίζουν τυφλά σημεία και να συλλέγουν πληροφορίες για το παρελθόν και τα τραύματα των ανθρώπων, και στη συνέχεια να υπονομεύουν και να εκμεταλλεύονται τα τρωτά σημεία. Οι τοξικοί άνθρωποι, γράφει η Ramani, γενικά αποφεύγουν οποιαδήποτε ανάληψη ευθύνης για κακή συμπεριφορά και τείνουν να αναθεωρούν και να εκλογικεύουν. Ποτέ δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη και τείνουν να αντιλαμβάνονται τη συμπεριφορά τους ως εκδίκηση ή εκδικητικό «δούναι και λαβείν». Διασπάνε την προσοχή, ξεγλιστρούν, λένε ψέματα και απολαμβάνουν να παραδειγματίζουν τους άλλους.
Στο Μέρος II, εξετάζει τους τοξικούς, τους απαιτητικούς και τους δύσκολους ανθρώπους στη ζωή μας, τους συντρόφους, τα μέλη της οικογένειας, τα πεθερικά, τους συγγενείς, τα αφεντικά, τους συναδέλφους και τους φίλους. Σημειώνει ότι, είναι ενδιαφέρων ότι, οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν έναν νάρκισσο ή τοξικό άτομο στη ζωή τους, στην πραγματικότητα έχουν πολλούς νάρκισσους ή τοξικούς ανθρώπους στη ζωή τους. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτό, ένας από τους οποίους είναι ότι «πρόκειται για μια παραλλαγή ενός φαινομένου που ονομάζεται «εξοικείωση». Γράφει: «Το απλούστερο παράδειγμα εξοικείωσης, είναι ότι αν συνηθίσουμε κάτι στο περιβάλλον μας – μια ανταμοιβή ή ακόμα και κάτι πιο επιβλαβές, όπως είναι ο θόρυβος – με την πάροδο του χρόνου, ουσιαστικά προσαρμοζόμαστε σε αυτό και δεν τραβάει την προσοχή μας, ούτε το αμφισβητούμε». Η συγγραφέας σημειώνει ότι επειδή ο ναρκισσισμός γίνεται όλο και πιο συνηθισμένος, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι πιο δύσκολο να αποφύγουμε την αλληλεπίδραση και τις σχέσεις με πιο τοξικούς ανθρώπους. Εξηγεί ότι πολλαπλοί δρόμοι οδηγούν τους ανθρώπους σε ναρκισσιστικές και τοξικές σχέσεις και καταστάσεις, αλλά η εργασία πάνω στον “co-narcissism” / «συν-ναρκισσισμό» υποδηλώνει ότι τα άτομα που μεγαλώνουν με νάρκισσους ή ανταγωνιστικούς γονείς μαθαίνουν να ευχαριστούν τους άλλους, αναλαμβάνοντας τον ρόλο της παροχής επιβεβαίωσης στους ανθρώπους γύρω τους, συχνά μέχρι σημείο εξουθένωσης. Είναι επίσης πιο πιθανό να γίνουν θύματα ανθρώπων με υψηλά ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά και είναι πιο επιδέξιοι στο να είναι «οι άνθρωποι που παρέχουν ναρκισσιστική προμήθεια» / “the delivery people of narcissistic supply”. Περιγράφει επίσης τι αντίκτυπο μπορεί να έχει πάνω μας η καθεμία από αυτές τις σχέσεις και πώς να τις διαχειριζόμαστε σε προσωπικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα κατανοούμε το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο συμβαίνουν.
Στο Μέρος III, η Ramani διερευνά πώς μπορούμε να επιβιώσουμε καλύτερα σε έναν κόσμο με πιο ναρκισσιστικό προσανατολισμό και πώς μπορούμε να διακρίνουμε τους τοξικούς ανθρώπους, πώς να τους αποφεύγουμε όταν αυτό είναι δυνατό, πώς να διαχειριστούμε τις τοξικές σχέσεις, πώς να επιβάλουμε όρια και να σπάσουμε ορισμένα από τα δικά μας μοτίβα που μπορεί να προσελκύουν αυτούς τους λιγότερο ευχάριστους και ενσυναισθητικούς ανθρώπους, πώς να διατηρήσουμε την ψυχική μας υγεία, να διατηρήσουμε την αίσθηση της ανθρωπιάς μας, να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, και πως να αναπτυχθούμε και να ευδοκιμήσουμε. Ασκεί κριτική στην ιδέα της συνεξάρτησης και γράφει ότι «Είναι μια επικίνδυνη προσέγγιση. Η συνεξάρτηση / co-dependency είναι ένας όρος που προέρχεται από την κλινική βιβλιογραφία για τον εθισμό». Τέλος, υπογραμμίζει την ανάγκη να ενημερώσουμε τους ανθρώπους γι’ αυτά τα μοτίβα, ώστε να μην μπαίνουν σε αυτές τις σχέσεις εξαρχής, και την ανάγκη για αυτοσυντήρηση, επειδή, όπως λέει, αυτές οι τοξικές σχέσεις μπορεί να είναι «ένας θάνατος από χίλια μικρά κοψίματα, παρατεταμένος και ανεπαίσθητος, μέχρι να γίνει η κανονικότητά σας, και ίσως τελικά η εξόντωσή σας». Η αυτοσυντήρηση μπορεί να είναι το καλύτερο εργαλείο μας για την καταπολέμηση του ναρκισσισμού. Αναλογίζεται επίσης τους λόγους που είναι τόσο δύσκολο να απομακρυνθεί κανείς από αυτές τις σχέσεις και παρουσιάζει επίσης μερικούς κύριους τύπους ναρκισσισμού, παρόλο που υπάρχουν πολλοί υποτύποι ανάλογα με το ποια από τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι πιο έντονα. Γράφει: «…. όταν αναλογιζόμαστε τα τριάντα χαρακτηριστικά που αποτελούν τις διάφορες πτυχές των ναρκισσιστικών ή δύσκολων / τοξικών ανθρώπων, μπορεί να βοηθήσει να εξετάσουμε το χαρακτηριστικό που είναι το πιο αισθητό». Τέλος, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένα ναρκισσιστικό ή τοξικό άτομο μάλλον δεν θα έχει όλα τα χαρακτηριστικά.
Οι πέντε κύριοι τύποι (και πιο γνωστοί) τύποι νάρκισσου είναι: οι επηρμένοι ή μεγαλεπήβολοι, οι κακοήθεις, οι συγκαλυμμένοι/ευάλωτοι, οι κοινοτικοί και οι καλοήθεις.
Ο επαρμένος ή μεγαλεπήβολος νάρκισσος, τείνει να είναι πιο αλαζονικός, επιφανειακός, ματαιόδοξος και γοητευτικός, και με υπερβολικές αξιώσεις κι έπαρση. Η Ramani υποστηρίζει ότι αυτοί οι άνθρωποι τείνουν να είναι γοητευτικοί και επιτυχημένοι, συχνά φαίνονται να είναι «πυλώνες της κοινότητας» και τα καταφέρνουν καλά ως δημόσια πρόσωπα ή ηγέτες. Ο συγκαλυμμένος ή ευάλωτος ναρκισσισμός παρουσιάζεται ως λιγότερο μεγαλεπήβολος και είναι μια πιο «κρυφή» μορφή ναρκισσισμού που καταφεύγει στην προβολή, έχει υπερβολικές αξιώσεις και στρεβλή αίσθηση δικαιοσύνης, χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενσυναίσθησης, υπερευαισθησίας, αλαζονείας, παθητικής επιθετικότητας, εκδικητικότητας και ανασφάλειας. Όσον αφορά τους καλοήθεις νάρκισσους, η Ramani γράφει ότι, «υπάρχει μια επιφανειακή ανωριμότητα» και μπορεί απλώς να είναι ανόητοι που αναζητούν την προσοχή. Οι κακοήθεις (μοχθηροί) νάρκισσοι [ένας όρος που επινοήθηκε από τον Erich Fromm και περιγράφεται ως «η ρίζα της πιο άγριας καταστροφικότητας και απανθρωπιάς»], γράφει η Ramani, είναι επικίνδυνοι κι, ενώ μπορεί να μην εμπλέκονται σε απροκάλυπτη βία, η κατάχρηση εξουσίας, το gaslighting, η έλλειψη ενσυναίσθησης, η ασαφής ηθική και η αντίληψή τους για τους ανθρώπους ως αναλώσιμους μπορούν να προκαλέσουν χάος στη ζωή των άλλων και πολλοί άνθρωποι σε σχέσεις με αυτά τα άτομα θα αναφέρουν εμπειρίες που μοιάζουν με αυτές που παρατηρούνται σε άτομα με μετά-τραυματική ή σύνθετη μετά-τραυματική συμπτωματολογία (C-PTSD), κοινωνική απόσυρση ή απομόνωση, εφιάλτες και υπερεπαγρύπνηση. Τέλος, κάνει αναφορά στις βλαβερές επιπτώσεις στη σωματική υγεία, ακόμη και στην πιθανή μείωση του χρόνου ζωής.
Οι κοινοτικοί νάρκισσοι είναι μια άλλη ενδιαφέρουσα «κατηγορία». Μπορεί να είναι γενναιόδωροι με τον χρόνο και την ενέργειά τους, και να συμμετέχουν σε πολιτικό ακτιβισμό, φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, εθελοντισμό και υποστήριξη διαφόρων σκοπών, αλλά παρακινούνται από μια έντονη ανάγκη για προβολή κι επιβεβαίωση. Η Ramani σχολιάζει: «Οι κοινοτικοί νάρκισσοι μπορεί να φαίνονται σαν να νοιάζονται πολύ για τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προκλήσεις σε όλο τον κόσμο… όμως στην προσωπική τους ζωή, μπορεί να έχουν όλα τα συνηθισμένα ναρκισσιστικά μοτίβα σχέσεων, όπως είναι η αποστασιοποίηση, η έλλειψη ενσυναίσθησης, η απαιτητικότητα και η οργή», κι επιπλέον συχνά είναι αρκετά δικτατορικοί. Όποιος έχει συμμετάσχει σε πολιτικές ομάδες και καμπάνιες, πολιτικές ομάδες σχολών ή εκδηλώσεις που υποστηρίζουν αξιόλογους σκοπούς πιθανότατα έχει γίνει μάρτυρας ή έχει βιώσει προσωπικά αυτή την αντιφατικότητα σε ανθρώπους, οι οποίοι φαίνεται να αγωνίζονται για δίκαιους σκοπούς, και συνάμα είναι τοξικοί, ελεγκτικοί και χειριστικοί στις προσωπικές αλληλεπιδράσεις και σχέσεις. Και φυσικά, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί επειδή υπάρχουν πολλοί άνθρωποι με υγιή κίνητρα που κάνουν το καλό και εργάζονται για θετική αλλαγή στον κόσμο, κι όπως γράφει η Ramani, υπάρχουν «πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι που πραγματικά βάζουν τους άλλους πάνω απ’ όλα και που δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους και ατελείωτες ώρες χωρίς αμοιβή σε φιλανθρωπικές προσπάθειες ». Τέλος, κάνει διάκριση μεταξύ νάρκισσων, κοινωνιοπαθών και ψυχοπαθών, οι οποίοι συνήθως δεν έχουν την ικανότητα για οποιοδήποτε είδος μετάνοιας και τύψεων, και θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτοί οι τελευταίοι βρίσκονται στο ακραίο σημείο αυτής της κλίμακας χαρακτηριστικών και συμπεριφορών.
Οι Aπαιτητικοί Άνθρωποι: H υπερβολική και μη υγιής απαιτητικότητα εμπίπτει στο χαρακτηριστικό του ανταγωνισμού. Η Ramani ισχυρίζεται ότι η πρόκληση εδώ έγκειται στο ότι κανείς δεν γεννιέται έτσι, σε αντίθεση με άλλα χαρακτηριστικά, όπως η εσωστρέφεια, η εξωστρέφεια και η τάση να είναι κάποιος πιο καλοπροαίρετος / ευχάριστος, που είναι εν μέρει ιδιοσυγκρασιακά, κι ως εκ τούτου έμφυτα. Οι άνθρωποι μαθαίνουν κυρίως να αισθάνονται και να συμπεριφέρονται με τρόπους κακομαθημένης απαίτησης. Στοχάζεται τις αιτίες και τους λόγους, και εικάζει ότι ένας λόγος μπορεί να είναι «μια τάση υπερβολικής διόρθωσης κι αντίδρασης [από μέρους των γονιών και άλλων] στην πιο αυταρχική, συναισθηματικά απόμακρη, ακόμη και μιλιταριστική προσέγγιση ανατροφής παιδιών των προηγούμενων γενεών, με επακόλουθη εστίαση στην χρόνια ενίσχυση της αυτοεκτίμησης». Επίσης, σημειώνει ότι το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο ενισχύει περαιτέρω αυτές τις τάσεις / συμπεριφορές, και ότι ο πλούτος μπορεί να οδηγήσει σε αυτό που αναφέρεται ως «επίκτητος ναρκισσισμός» και σε ένα είδος ύπνωσης (entitled hypnosis), κατά την οποία οι πλούσιοι και προνομιούχοι άνθρωποι μπορεί να χάσουν την επαφή με την πραγματικότητα και με το τι συνεπάγεται η ζωή στον κόσμο για τους περισσότερους ανθρώπους. Γράφει: «Γινόμαστε ολοένα και περισσότερο μια κουλτούρα που περιφρονεί σκληρά όσους έχουν «λιγότερα» και σέβεται όσους έχουν «περισσότερα» (ανεξάρτητα από το πώς τα απέκτησαν). Βρισκόμαστε στην εποχή της γενετικής της τύχης…». Εξερευνά επίσης το φαινόμενο από ψυχολογική άποψη και ισχυρίζεται ότι δεν είναι καλό για τους ανθρώπους. Για παράδειγμα, τα άτομα που πιστεύουν ότι έχουν δικαίωμα σε περισσότερες αξιώσεις από τους άλλους μπορεί να είναι λιγότερο ανθεκτικά και είναι πιο πιθανό να καταφύγουν στα ναρκωτικά και το αλκοόλ για να αντιμετωπίσουν τους στρεσογόνους παράγοντες της ζωής. Διευκρινίζει επίσης ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι με πλούτο ή προνόμια τοξικοί, αλλά τονίζει την ανάγκη να ληφθούν υπόψη οι προβληματικές κατανομές του πλούτου σε όλο τον κόσμο, και θα πρόσθετα, ότι είναι ανάγκη δημιουργίας κρατών και δομών που αυξάνουν τις πιθανότητες για μια αξιοπρεπή ζωή για όλους.
Εστιάζοντας στην πολύ ευρύτερη εικόνα, η Ramani ρίχνει φως στο πώς και γιατί ο ναρκισσισμός αποτελεί μια αυξανόμενη τάση στην κοινωνία μας, τροφοδοτούμενη από τα μέσα ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (μια παιδική χαρά για διαδικτυακά τρολ που τείνουν να είναι ένα μείγμα συγκαλυμμένου και κακοήθους ναρκισσισμού), τον καπιταλισμό και την ελεύθερη αγορά, τον τρόπο με τον οποίο μετράμε την επιτυχία, τη διάδοση υλιστικών μηνυμάτων, φόβου κι ανασφάλειας, την εμμονή με τη φήμη και την προσοχή, τη μετατόπιση των αξιών και των προτεραιοτήτων σε διάφορα πλαίσια και δομές, όπως για παράδειγμα στην εκπαίδευση, όπου έχει υπάρξει μια απομάκρυνση από τη διδασκαλία της κριτικής σκέψης, της ηθικής και της ενσυναίσθησης. Υποστηρίζει ότι στον σημερινό κόσμο μας, το να έχει κανείς ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά κάνει ένα άτομο πιο πιθανό να είναι επιτυχημένο κι ότι η ενσυναίσθηση μπορεί να είναι οικονομικά αναποτελεσματική. Ο Timothy Judge και οι συνάδελφοί του έχουν ερευνητικά δεδομένα που υποστηρίζουν την ιδέα ότι οι πιο καλοπροαίρετοι άνθρωποι τείνουν να κερδίζουν λιγότερα χρήματα, κι αυτό το εύρημα είναι ακόμη πιο έντονο για τους άνδρες.
Η Ramani διερευνά και τη συμβολή της masculine ideology / αρρενωπής ιδεολογίας στην τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων. Σημειώνει ότι «τα περισσότερα βιβλία ιστορίας φαίνεται να είναι ιστορίες αρρενωπής ιδεολογίας που πήγαν στραβά». Πολλοί άνδρες, δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία όταν ήταν μικροί να μάθουν πώς να ρυθμίζουν τα συναισθήματά τους με μη τοξικούς τρόπους, κι αυτό έχει οδηγήσει στο να εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους με επιβλαβείς τρόπους τόσο για τους ίδιους όσο και για τους γύρω τους (κατάχρηση ουσιών, βία, έλλειψη ενσυναίσθησης, κακή επικοινωνία, κοινωνική απόσυρση και οργή). Η συγγραφέας εξηγεί ότι ο ναρκισσισμός είναι στον πυρήνα του κι ένα έλλειμμα συναισθηματικής ρύθμισης, κι ότι ο θυμός και η οργή και τα ανεπίλυτα συναισθήματα είναι συχνά αυτά που κρύβονται πίσω από τα συγκαλυμμένα ναρκισσιστικά μοτίβα. Ωστόσο, διευκρινίζει ότι ενώ οι περισσότεροι άνδρες (κι αγόρια) είναι ευάλωτοι στις προσδοκίες της παραδοσιακής ιδεολογίας, ευτυχώς, πολλοί άνδρες δεν εκδηλώνουν «τοξική» αρρενωπότητα. Παρόλα αυτά ο τρόπος που κοινωνικοποιούμε τ’ αγόρια και τους άνδρες αυξάνει την πιθανότητα ναρκισσιστικών μοτίβων στην κοινωνία μας.
Επίσης, αναφέρεται και στον New Age Ναρκισσισμό [Ναρκισσισμός της Νέας Εποχής ή Νέο-πνευματικότητας]: Το Μυστικό, τους κρυστάλλους και τις κάρτες ταρώ, τα ακριβά καταφύγια [retreats], το να ζητάς από το σύμπαν να σου προσφέρει αυτό που θέλεις ή να στέλνεις τις καλές προθέσεις σου στο σύμπαν για να καταργήσεις τις μυριάδες αδικίες, τα προβλήματα και τους ανταγωνισμούς του τρέχοντος κόσμου μας. Γράφει: «Η θλίψη ή άλλα δύσκολα συναισθήματα γίνονται απαγορευμένα σε αυτά τα περιβάλλοντα, όλα λύνονται μαγικά με τη χαρά και το εσωτερικό φως κάποιου. Η αλήθεια είναι ότι οι αρνητικές καταστάσεις διάθεσης μερικές φορές πρέπει να εκδηλώνονται. Σε δύσκολους καιρούς, είναι εντάξει να αμφισβητείς, να εκνευρίζεσαι και να έχεις μια φυσιολογική αντίδραση σε μια μη φυσιολογική κατάσταση», και η ειρωνεία είναι ότι συχνά, «οι άνθρωποι που προωθούν αυτά τα μανιφέστα της Νέας Εποχής είναι επιχειρηματίες και πωλούν μόνο το μισό μήνυμα». Προειδοποιεί για τον κίνδυνο να παρασυρθεί κανείς σε χώρους που κατοικούνται από μεγαλομανή, εκμεταλλευτικά και ελεγκτικά άτομα («φωτισμένοι» γκουρού και γιογκίνι, κ.λπ.).
Οι ρίζες του ναρκισσισμού και των τοξικών προσωπικοτήτων
Ένα μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στις διάφορες θεωρίες και τους πολλούς αλληλοεπιδρώντες παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν κάποιον στο να γίνει ιδιαίτερα ναρκισσιστικός, ανταγωνιστικός και τοξικός. Γενικά οι τοξικές και ναρκισσιστικές προσωπικότητες συνήθως αναπτύσσονται από την αλληλεπίδραση μιας έμφυτης ιδιοσυγκρασίας και του μικρο και μακρο περιβάλλοντός τους. Θα αναφερθώ πολύ σύντομα στις πολλές επεξηγηματικές θεωρίες και τις πιθανές αιτίες ανάπτυξης τοξικών και ανταγωνιστικών προσωπικοτήτων και συμπεριφορών. Θα πρέπει να αναφέρω ότι είναι συνετό να έχουμε κατά νου ότι υπάρχουν πάντα πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη της προσωπικότητας μας. Κάθε άτομο που εμφανίζει αυτά τα χαρακτηριστικά είναι το αποτέλεσμα του συγκερασμού διαφορετικών αιτιών και περιστάσεων, κι επίσης διαφορετικά χαρακτηριστικά θα υπερισχύουν ή θα είναι πιο έντονα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Οι κατηγορίες, η ομαδοποίηση και τα θεωρητικά μοντέλα μας βοηθούν να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε τα φαινόμενα, αλλά οι άνθρωποι είναι ιδιαίτερα σύνθετοι και διαφέρουν ο ένας από τον άλλο, ακόμη κι αν τους εντάσσουμε σε κατηγορίες προς ευκολότερη κατανόηση. Η Ramani ισχυρίζεται ότι «ο ναρκισσισμός εξελίσσεται από πολλές οδούς: τον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο ανατρέφεται· τον τρόπο με τον οποίο οι τοπικές κοινωνίες και οι κοινοτικές οντότητες, όπως τα σχολεία, αλληλοεπιδρούν με ένα παιδί (αθλητικές και άλλες δραστηριότητες, πνευματικές κοινότητες, γειτονιές)· τις αξίες που η κοινωνία μεταδίδει σε όλους μας. Όλα αυτά τα μονοπάτια τέμνονται με την ιδιοσυγκρασία του ατόμου. Δεν θα αναπτυχθούν όλοι όσοι μεγαλώνουν σε ένα ακυρωτικό περιβάλλον με τον ίδιο τρόπο. Και, σ’ ένα βαθμό, όλοι μας είμαστε ευάλωτοι στις κοινωνικές πιέσεις του ναρκισσισμού».
Στο βιβλίο υπάρχει μια επισκόπηση των διαφορετικών προσεγγίσεων και των επεξηγηματικών μοντέλων που αφορούν αυτούς τους τύπους προσωπικότητας. Η Ramani αναφέρεται στο βίο-οικολογικό μοντέλο του Urie Bronfenbrenner, ο οποίος ουσιαστικά εξέτασε μια ένθετη σειρά συστημάτων στα οποία μεγαλώνουν τα παιδιά και εξέτασε την ανάπτυξη των παιδιών μέσω της αλληλεπίδρασής τους με το περιβάλλον και τον πολιτισμό τους. Έχει επίσης διατυπωθεί η υπόθεση ότι μπορεί να υπάρχει μια «βιολογική ευαλωτότητα», η οποία μπορεί να σχετίζεται με την ιδιοσυγκρασία, τη συναισθηματική ρύθμιση ή την αντιδραστικότητα. Γνωρίζουμε επίσης ότι τα παιδιά μαθαίνουν να αυτορυθμίζονται, να αναβάλλουν την ικανοποίηση ή να υπομένουν την απογοήτευση, για παράδειγμα, και με την πάροδο του χρόνου, γράφει η Ramani, μπορεί ακόμη και να ενδιαφέρονται αν κάποιος άλλος χρειάζεται τη βοήθειά τους. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία μπορεί να παρεμποδιστεί, σε κάποιο βαθμό, από διάφορους παράγοντες. Τα ενήλικα άτομα με υψηλό ναρκισσισμό συχνά μοιάζουν με μικρά παιδιά. Σημειώνει ότι ο ναρκισσισμός «είναι στην πραγματικότητα ένα από αυτά τα πράγματα τα οποία ιδανικά ξεπερνάς, δεν μένεις σε αυτό το στάδιο». Ο Heinz Kohut επικεντρώθηκε στη διαδικασία του κατοπτρισμού (που αναφέρθηκε και στην προηγούμενη ανάρτηση) η οποία απαιτεί από τους γονείς / φροντιστές να είναι παρόντες και να προσφέρουν κατάλληλη επιβεβαίωση στο παιδί. Αυτό το καθρέφτισμα απαιτεί την προσφορά από τους γονείς «συναισθηματικού καθρεπτισμού, κατάλληλης επιβεβαίωσης και ανατροφοδότησης με συνεπή και ρεαλιστικό τρόπο». Η αγάπη ή οι καλές προθέσεις των γονέων μπορεί να μην είναι πάντα επαρκείς. Χρειάζονται υποστήριξη, γνώσεις, πληροφορίες και επίγνωση, κι ελλείψει αυτών υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μην αντιμετωπιστούν επαρκώς οι ανάγκες ενός παιδιού ή να ‘υπέρ-αντισταθμιστούν’ (overcompesation).
Επιπλέον, ο ασυνεπής καθρεφτισμός μπορεί να εμποδίσει ένα παιδί να αναπτύξει μια ρεαλιστική αίσθηση του εαυτού και του κόσμου, κι επιπλέον, όπως υποστηρίζει ο Kohut, παρεμποδίζεται την υγιή ανάπτυξη ρύθμισης συναισθημάτων. Τα ναρκισσιστικά άτομα προβάλλουν τα συναισθήματά τους σε άλλους ανθρώπους, επειδή δεν είναι σε θέση να ανεχθούν τα συναισθήματα τους και είναι επιρρεπείς σε οργή και ξαφνικές εκρήξεις θυμού (όπως τα μικρά παιδιά που έχουν νευρικά ξεσπάσματα). Αναφέρεται στον Otto Kernberg, ο οποίος πιστεύει ότι όταν τα παιδιά έχουν γονείς που δεν έχουν ενσυναίσθηση, είναι ψυχροί ή απόμακροι, παραμένουν συναισθηματικά υποσιτισμένα, κάτι που, γράφει η Ramani, έχει ως αποτέλεσμα το ψυχολογικό τους «εσωτερικό» να μην αναπτύσσεται πλήρως, κι έτσι αναγκάζονται να αναπτύξουν τον εξωτερικό τους κόσμο. Επίσης, αναλογίζεται πολιτισμικούς παράγοντες που μπορεί να αποθαρρύνουν τη γονική ζεστασιά ή τη συναισθηματική έκφραση, και πολιτισμούς που βασίζονται σε βαθιά αυταρχικά μοντέλα γονικής μέριμνας. Ο Freud και άλλοι πιστεύουν ότι ο ναρκισσισμός είναι πιθανώς κάποια μορφή άλυτης σύγκρουσης από την παιδική ηλικία που εκδηλώνεται στην ενήλικη ζωή. Παραθέτει κι ένα απόφθεγμα του Freud: «Όποιος αγαπά γίνεται ταπεινός. Όσοι αγαπούν, ας πούμε, έχουν δώσει ενέχυρο ένα μέρος του ναρκισσισμού τους».
Η Ramani αναλύει τη διαδικασία μέσα από το πρίσμα διαφόρων θεωριών. Η θεωρία της προσκόλλησης [του δεσμού] εστιάζει στις πρώτες μας σχέσεις με τους γονείς μας ή άλλους κύριους φροντιστές και στη διαθεσιμότητα και την ανταπόκριση του φροντιστή, καθώς και στην εγγύτητα και τη σύνδεση της επαφής με τον φροντιστή. Μέσα από το πρίσμα της ανθρωπιστικής θεωρίας, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι πιο έντονα νάρκισσοι ενήλικες δεν έλαβαν άνευ όρων αγάπη, αλλά τους τέθηκαν όροι αξίας ως παιδιά. Αντί απλώς να αισθάνονται αγαπημένοι, ένιωθαν ότι η αγάπη συνοδευόταν με όρους (λόγου χάρη, λάμβαναν αγάπη αν έπαιρναν καλούς βαθμούς, συμπεριφέρονταν καλά, ήταν καλοί στα αθλήματα ή παρέμεναν σιωπηλοί). Παρουσιάζει επίσης ιδέες που έχουν αναπτυχθεί πιο πρόσφατα. Για παράδειγμα, ο Alexander Lowen έχει υποθέσει ότι ο ναρκισσισμός σχετίζεται με την ντροπή και την ταπείνωση κατά την παιδική ηλικία, επειδή οι γονείς ήταν υπερβολικά ελεγκτικοί ή συναισθηματικά ψυχροί κι απόμακροι ή χρόνια επικριτικοί και ακυρωτικοί και ντροπιαστικοί ή επέβαλαν δυσανάλογες τιμωρίες. Αυτό το είδος ανατροφής θα μπορούσε να οδηγήσει ένα παιδί να μάθει ότι η δύναμη είναι το μέσο διαχείρισης στενών σχέσεων και ότι η έκφραση συναισθημάτων αποτελεί αδυναμία.
Οι Richard Ryan και Tim Kasser ασχολούνται με τα εξωτερικά και εγγενή συστήματα αξιών, καθώς και με τον υλισμό, την παρόρμηση για κατανάλωση, κατοχή και επίδειξη εξωτερικών αντικειμένων και επιτευγμάτων, ως κεντρικό χαρακτηριστικό του ναρκισσισμού. Από την οπτική γωνία της Σχολής του Συμπεριφορισμού, οι συμπεριφορές που ανταμείβονται επαναλαμβάνονται κι ενισχύονται. Η Ramani γράφει: «Ο ναρκισσισμός μπορεί να είναι και μια αντανάκλαση του πώς οι συμπεριφορές των παιδιών διαμορφώνονται έως την ενηλικίωση από τους γονείς, την ευρύτερη οικογένεια, τους δασκάλους, τις κοινότητες και την κοινωνία γενικότερα» και, ως εκ τούτου, όλοι μας είμαστε ευάλωτοι σε αυτόν τον τρόπο απόκτησης ναρκισσιστικών συμπεριφορών και στάσεων. Επίσης, οι γονείς και οι ενήλικες αποτελούν πρότυπα συμπεριφορών. Ο Albert Bandura διατύπωσε ένα μοντέλο που ονομάζεται social learning theory / θεωρία κοινωνικής μάθησης, η οποία υποδηλώνει ότι τα παιδιά κάνουν αυτό που βλέπουν, ειδικά όταν το μοντέλο είναι ένας γονέας, ένας αδελφός (η), ένας συνομήλικος (η), ένας δάσκαλος (α). Επίσης, μας πρόσφερε την ιδέα της «ενδογενούς εξαρτημένης μάθησης», η οποία υποδηλώνει ότι ένα άτομο θα παρακολουθήσει ένα άτομο-πρότυπο να εμπλέκεται σε μια συμπεριφορά και στη συνέχεια θα παρατηρήσει τις συνέπειες από το περιβάλλον. Έτσι, είναι εύκολο για τα παιδιά να μάθουν συμπεριφορές όπως η απαιτητικότητα, και ούτω καθεξής. Το βιβλίο περιέχει κι αρκετό χιούμορ. Η Ramani αναρωτιέται «τι θα συμβεί σε μια γενιά παιδιών που παρατήρησαν ενήλικες θαμμένους σε συσκευές;» Ο χρόνος θα δείξει.
Όσο για τη βιολογία της συμπεριφοράς, ο Robert Sapolsky κάνει την παρατήρηση ότι το κοινωνικό πλαίσιο γύρω μας επηρεάζει τον τρόπο λειτουργίας του κεντρικού νευρικού μας συστήματος, επειδή αφορά τον τρόπο που ερμηνεύουμε τα γεγονότα. Η Ramani αναλογίζεται επίσης τον ρόλο της κοινωνίας και των κινήτρων. Αναφέρεται σε μερικές θεωρίες κινήτρων από τις πολλές στον τομέα της ψυχολογίας, με την ιεραρχία των αναγκών του Μάσλοου, ίσως ως την πιο γνωστή. Ο David McClelland, γράφει, πιστεύει ότι α) μαθαίνουμε κίνητρα και β) υπάρχουν τρία κίνητρα από τα οποία όλοι μας καθοδηγούμαστε: η ανάγκη για σύνδεση (αίσθηση του ανήκειν, επιλογή των αναγκών της ομάδας έναντι των ατομικών αναγκών κι αποφυγή της αβεβαιότητας)· η ανάγκη για επίτευξη και η ανάγκη για δύναμη / εξουσία (μια ώθηση για έλεγχο των άλλων, απόλαυση από τη νίκη και τον ανταγωνισμό, επιδίωξη κύρους και αναγνώρισης). Αυτές οι ανάγκες, εξηγεί, διαμορφώνονται από τις οικογένειές μας, τους πολιτισμούς και τις κοινότητές μας, και από τη μεταχείρισή μας από αυτούς τους θεσμούς και τις ομάδες. Όλοι μας καθοδηγούμαστε από αυτές τις κινητήριες δυνάμεις σε διαφορετικό βαθμό, με μία από αυτές να χρησιμεύει ως κυρίαρχο κίνητρο. Για τα έντονα ανταγωνιστικά και ναρκισσιστικά άτομα, τους κοινωνιοπαθείς, τους ψυχοπαθείς και τα έντονα συγκρουσιακά ή τοξικά άτομα, το κυρίαρχο κίνητρο είναι η ανάγκη για έλεγχο κι εξουσία.
Τόσο η υπερβολική (κακομαθαίνω) όσο και η ανεπαρκής προσοχή μπορούν να να συμβάλουν στην ανάπτυξη έντονου ναρκισσισμού. Ο Theodore Millon χαρακτήρισε τον ναρκισσισμό ως «αδιαφορία για την «κυριαρχία» των άλλων και πιστεύει ότι αυτό πηγάζει από την απαιτητικότητα και τα άκρα είτε της υπερβολικής προσοχής είτε της παραμέλησης ή και των δύο». Με άλλα λόγια, τόσο το να κακομαθαίνουμε όσο και η παραμέληση των παιδιών μπορούν να επιφέρουν παρόμοιες συμπεριφορές και στάσεις. Από την άλλη πλευρά, η Ramani μας υπενθυμίζει ότι θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη τη σημασία της προδιάθεσης, της ιδιοσυγκρασίας, της προσωπικότητας και της ιδιοσυστασίας. Όλοι ερχόμαστε στον κόσμο με μια ιδιοσυγκρασία, η οποία πιστεύεται ότι έχει μια γενετική συνιστώσα, η οποία στη συνέχεια αλληλοεπιδρά με το περιβάλλον και τον τρόπο με τον οποίο κάθε παιδί υποστηρίζεται στη διαχείριση της απογοήτευσης. Σχολιάζει ότι ενώ οι προηγούμενες γενιές γονέων έκαναν λάθη με πολλούς τρόπους, ήταν πολύ καλύτεροι στο να αφήνουν τα παιδιά τους να βιώνουν απογοήτευση και να την ξεπερνούν, και ότι τώρα ως γονείς και ως πολιτισμός, γινόμαστε όλο και χειρότεροι σε αυτό. Αναρωτιέται αν είμαστε κολλημένοι ως γονείς σε μια υπερβολική διόρθωση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ως αντίδραση στην πιο αυταρχική, συναισθηματικά απόμακρη, ακόμη και μιλιταριστική προσέγγιση ανατροφής παιδιών των προηγούμενων γενεών, που υπέρ-αντισταθμίζει και προσπαθεί να επιτύχει τα βέλτιστα αποτελέσματα για τα παιδιά μας, ανησυχώντας για τον ανταγωνιστικό κόσμο στον οποίο εισέρχονται, κι έτσι, έχουμε μετατοπίσει «την εστίαση από τη δημιουργία ενός καλού, ευγενικού, ενσυναισθητικού παιδιού στη δημιουργία ενός είδους πολεμιστή / τριας».
Στην ανάλυση της η συγγραφέας περιλαμβάνει και τις θεωρίες που αφορούν τις δυναμικές και τους διάφορους ρόλους μέσα στις οικογένειες. Εν συντομία, ξεκινά διευκρινίζοντας ότι κανείς δεν το κάνει ακριβώς σωστά, αφού η θλίψη, οι ανησυχίες, οι περιστάσεις, οι απογοητεύσεις, τα ψυχολογικά προβλήματα, τα τραύματα και η απόσπαση της προσοχής των γονέων, αναπόφευκτα γίνονται μέρος της αναπτυξιακής ιστορίας των παιδιών τους. Τα παλιά οικογενειακά πρότυπα συχνά επαναλαμβάνονται με πολλούς τρόπους. Οι δε γονείς με ναρκισσιστικά, ανταγωνιστικά ή άλλα τοξικά χαρακτηριστικά μπορούν να έχουν μακροχρόνιο αντίκτυπο στη ζωή των παιδιών τους, επειδή «η γονική μέριμνα και ο ναρκισσισμός δεν συνδυάζονται. Οι βασικές απαιτήσεις της γονικής μέριμνας – συνέπεια, ενσυναίσθηση, συμβιβασμός, θυσία, αυτογνωσία, πειθαρχία και ψυχραιμία…..» Μια κοινή δυναμική σε οικογένειες με πιο ναρκισσιστική ή ανταγωνιστική δυναμική είναι αυτή όπου το ένα παιδί ή ένα μέλος της οικογένειας αναλαμβάνει το ρόλο γονέα ή του αποδιοπομπαίου τράγου ή, αν πρόκειται για μια κόρη, επιφορτίζεται ένα είδος ρόλου Σταχτοπούτας. Αυτό, γράφει ο Ramani, «είναι μια εξαιρετικά επώδυνη δυναμική για ένα παιδί, το οποίο μπορεί να νιώθει ότι ολόκληρο το οικογενειακό σύστημα συνωμοτεί για να το εκφοβίσει και υπογραμμίζει τους φόβους του αποκλεισμού και της απομόνωσης. Δεν είναι ασυνήθιστο, μέσα σε ένα ναρκισσιστικό οικογενειακό σύστημα, εκτός από το παιδί που γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος, να υπάρχει και το «χρυσό παιδί», ένας ρόλος που δεν είναι πάντα τόσο απλός».
Οι οικογένειες και οι μικρές ομάδες είναι πάντα ενσωματωμένες σε μεγαλύτερα συστήματα και τροφοδοτούνται το ένα από το άλλο, και το παιδί ή το μέλος μιας οικογένειας που επιλέγεται ως μαύρο πρόβατο ή αποδιοπομπαίος τράγος θα βιώσει συχνά μια συστηματικά καθοδηγούμενη ψυχολογική παρενόχληση ή ένα είδος δημόσιας τιμωρίας και χρόνιου καταναγκαστικού ελέγχου, με καταστροφικές συνέπειες σε όλους τους τομείς της ζωής του. Η Ramani σημειώνει ότι μπορεί να υπάρχει πραγματικός φόβος ότι, μέσα σε ομάδες φίλων, εκπαιδευτικά και εργασιακά περιβάλλοντα, η δυναμική του αποδιοπομπαίου τράγου μπορεί να αναπαραχθεί σε βάθος χρόνου. Η Rebecca C. Mandeville, η οποία έχει επινοήσει τον όρο FSA (Family Scapegoating Abuse) κι έχει διεξάγει έρευνα πάνω σε αυτό, εστιάζει και σε θέματα όπως η οικογενειακή παρενόχληση που καθοδηγείται από συστημικές δυνάμεις και η συστηματική παρενόχληση στον χώρο εργασίας. Μάλλον θα επανέλθω στο θέμα σχετικά με τα οικογενειακά συστήματα, και τους διάφορους ρόλους και δυναμικές μέσα σε αυτά, σε μελλοντικές αναρτήσεις. Εν συντομία μερικοί πιο υγιείς ρόλοι μπορεί να είναι ο ρόλος του ενήλικα φροντιστή, του προμηθευτή, του εκπαιδευτή, του υποστηρικτή, αυτού που θέτει όρια ή αυτού που λέει αλήθειες. Λιγότεροι υγιείς ρόλοι είναι οι ρόλοι του χρυσού παιδιού, του αποδιοπομπαίου τράγου, του παιδιού που έχει αναλάβει ρόλους γονιού, του γελωτοποιού και του ειρηνοποιού, του μάρτυρα, του χαμένου παιδιού, του γυάλινου παιδιού, κ.λπ.
Εν τω μεταξύ, υπάρχουν δύο εξαιρετικά εικονογραφημένα παιδικά βιβλία, το Scapegoat / Αποδιοπομπαίος Τράγος, γραμμένο από την Eva Keyes και εικονογραφημένο από την Aleksandra Szmidt, και το Escape Goat / Το Κατσικάκι που το έσκαγε, γραμμένο από την Ann Patchett και εικονογραφημένο από την Robin Preiss Glasser, τα οποία μπορούν να βοηθήσουν τα μικρά παιδιά να κατανοήσουν αυτές τις δυναμικές υπονόμευσης και ενοχοποίησης στο σπίτι ή στο σχολείο. Μπορείτε να βρείτε και τις δύο ιστορίες στο YouTube.
Στο βιβλίο διερευνάται και η στόχευση των παιδιών μέσω της διαφήμισης που οδηγεί στη δημιουργία ενός συστήματος πεποιθήσεων που οργανώνεται γύρω από την κατανάλωση και τη ρύθμιση της αίσθησης του εαυτού τους μέσω της απόκτησης αντικειμένων έξω από τον εαυτό τους. Τα παιδιά προσανατολίζονται όλο και περισσότερο, στην απόκτηση αντικειμένων και στον εξωτερικό κόσμο, ακριβώς στη φάση ανάπτυξης που θα εξυπηρετούνταν καλύτερα αναπτύσσοντας τον εσωτερικό τους κόσμο και τους ρυθμιστικούς τους μηχανισμούς.
Υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν σχετικά με τους πιθανούς λόγους για την ανάπτυξη μιας έντονα ανταγωνιστικής προσωπικότητας στο βιβλίο· ωστόσο, αυτό που είναι σημαντικό να θυμόμαστε είναι ότι παρόμοιες εμπειρίες μπορεί να επηρεάσουν τους ανθρώπους και τα παιδιά διαφορετικά ανάλογα με μια πληθώρα παραγόντων. Η Ramani συνοψίζει αυτή τη διαδικασία ως εξής: «… η αλχημεία των πρώιμων περιβαλλόντων μας – οι γονικές σχέσεις, οι δεσμοί, οι ανταμοιβές, οι τιμωρίες, τα κίνητρα και ο τρόπος που μας αγαπούν – θέτει την πολύπλοκη αρχιτεκτονική για τα ψυχολογικά θεμέλια του ναρκισσισμού. Και όλα αυτά συμβαίνουν μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας, του πολιτισμού και των κοινοτήτων μας».
Συμπέρασμα
Στο βιβλίο, η συγγραφέας αναλύει το πώς μπορούμε να μεγαλώσουμε και να δημιουργήσουμε ανθρώπους με βάθος, οι οποίοι έχουν ενσυναίσθηση και καθοδηγούνται από την αμοιβαιότητα στις σχέσεις τους, μέσα σε αυτόν τον νέο κόσμο που αναζητά τη δόξα και τον πλούτο, καθώς και την ανάγκη για μια ισορροπημένη, υπεύθυνη προσέγγιση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Γράφει: «Οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προγράμματα σπουδών πρέπει να επικεντρωθούν στην ανάπτυξη ψηφιακού αλφαβητισμού και κοινωνικών δεξιοτήτων». Ερευνά το πώς να καλλιεργήσουμε γνήσιες διαπροσωπικές σχέσεις και γράφει ότι σπάνια μας μαθαίνουνε να εξετάζουμε προσεκτικά αν ένα άτομο έχει καλοσύνη και ζεστασιά. Λέει: «Οι άνθρωποι που είναι πιο εσωστρεφείς στην εστίασή τους ή που είναι πιο προσεκτικοί και σοφοί, συχνά δεν αναπτύσσουν τους εξωτερικούς και χαρισματικούς τους μύες. Είναι σπάνιο να βρεις και τα δύο χαρακτηριστικά στο ίδιο άτομο. Ωστόσο, αν ένα άτομο ηγείται με γοητεία και χάρισμα και άφθονη αυτοπεποίθηση, σταθείτε και δώστε προσοχή. Βεβαιωθείτε ότι υπάρχει ενσυναίσθηση…….. ότι το άτομο είναι αυθεντικό, ότι υπάρχει σεβασμός…».
 
        






