Η μετάφραση είναι διαθέσιμη (07/09/2025)
Αναγνώσματα του Αυγούστου σχετικά με τη ζωή, την αγάπη, την φροντίδα και την απώλεια
«Παρ’ όλα αυτά, στη μελέτη οποιουδήποτε ατόμου βρίσκουμε το παρελθόν καθώς και το παρόν, το βρέφος καθώς και τον ενήλικα». Donald W.Winnicott
«Δεν είναι αυτή η συμβολή της αφοσιωμένης μητέρας παραγνωρισμένη ακριβώς επειδή είναι τεράστια;» Donald W.Winnicott
Το Μέρος 1 της σημερινής ανάρτησης είναι ένα είδος ποτπουρί αναφορών σε μερικά από τα αναγνώσματα μου του Αυγούστου των Donald W. Winnicott, Joan Didion και Susanna Kaysen. Το Μέρος 2 περιέχει μια περίληψη ενός πρόσφατου podcast σχετικά με σημαντικές προσωπικότητες στον χώρο της ψυχανάλυσης και των ψυχοδυναμικών θεωριών και θεραπευτικών πρακτικών. Αποτελούν στην πραγματικότητα δύο ξεχωριστά κείμενα που έγραφα ταυτόχρονα τον τελευταίο μήνα, όμως επειδή είναι σε κάποιο βαθμό θεματικά συνδεδεμένα, αποφάσισα να τα δημοσιεύσω μαζί. Έχω επίσης ανεβάσει μερικά θεματικά σχετικά παλαιότερα σχέδια.
Μέρος πρώτο
«Η ζωή αλλάζει γρήγορα. Η ζωή αλλάζει στη στιγμή. Κάθεσαι για δείπνο και η ζωή όπως την ήξερες τελειώνει». Joan Didion / Τζόαν Ντίντιον
Το βιβλίο The Year of Magical Thinking (2005) / Η Χρονιά της Μαγικής Σκέψης (Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ) της Joan Didion, Αμερικανίδα συγγραφέας και δημοσιογράφoς [θεωρείται μία από τις πρωτοπόρους της Νέας Δημοσιογραφίας που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 1960-1970 που χρησιμοποιεί λογοτεχνικές τεχνικές και χαρακτηρίζεται από μια υποκειμενική οπτική, όπου οι δημοσιογράφοι τοποθετούνται μέσα στις ιστορίες καθώς τις γράφουν, ενώ στην παραδοσιακή δημοσιογραφία, οι δημοσιογράφοι υποτίθεται ότι είναι «αόρατοι»], είναι μια χειρουργικής ακρίβειας εξέταση της θλίψης και της διαδικασίας του πένθους που ακολούθησε τον θάνατο του συζύγου της, συγγραφέα, John Gregory Dunne. Είναι μια συγκινητική αλλά και αποστασιοποιημένη και λεπτομερής εξέταση μιας απώλειας που την συνέτριψε.Και θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι ταυτόχρονα ειλικρινής και διακριτική, και νομίζω ότι αυτό έχει συμβάλλει στο να καταφέρει η Ντίντιον να μετατρέψει το πολύ προσωπικό σε κάτι καθολικό, μια ιστορία που μπορεί να αφορά και να αντανακλά την εμπειρία των πενθούντων όπου κι αν βρίσκονται. Η Didion αφηγείται μια χρονιά που ξεκίνησε όταν ο σύζυγός της κατέρρευσε από μια θανατηφόρα καρδιακή προσβολή ενώ δειπνούσαν στις 30 Δεκεμβρίου του 2003, αφού είχαν πρώτα επισκεφτεί την κόρη τους, Quintana Roo, η οποία είχε τεθεί σε μηχανική υποστήριξη σε μονάδα εντατικής θεραπείας.
Η Didion καλείται να αντιμετωπίσει την απώλεια του συζύγου της και τη φροντίδα της κόρης της που βρίσκεται σε τεχνητό κώμα στο νοσοκομείο, ταυτόχρονα. Από την αρχή υπάρχει μια παράλληλη ή μάλλον αλληλοπλεκόμενη αφήγηση σχετικά με το δράμα που εκτυλίσσεται και που αφορά την κόρη της, μια περίπτωση διπλής πνευμονίας που μετατράπηκε σε σηπτικό σοκ. Η Didion μπόρεσε να της μιλήσει για τον θάνατο του πατέρα της μόνο δεκαέξι ημέρες αργότερα, αφού οι γιατροί είχαν καταφέρει να αφαιρέσουν τον αναπνευστικό σωλήνα και να μειώσουν την καταστολή σε σημείο που μπορούσε σταδιακά να ξυπνήσει.
Η έκφραση στον τίτλο του βιβλίου, μαγική σκέψη, υποδηλώνει έναν παιδικό τρόπο σκέψης, μια ψυχολογική άμυνα ή μηχανισμό άρνησης που η Didion επιστρατεύει, ημισυνειδητά, τις ημέρες, τις εβδομάδες και τους μήνες μετά το συμβάν. Αναφέρει στιγμές όπου καταφεύγει στη μαγική σκέψη και την αδυναμία της να αποδεχτεί πλήρως την πραγματικότητα και την οριστικότητα του θανάτου του συζύγου της, ελπίζοντας ότι με κάποιο μαγικό τρόπο θα επανεμφανιστεί.
Αρχικά, στρέφεται στη λογοτεχνία, σε μελέτες και σε ιατρικά βιβλία και άρθρα για να καταλάβει τι συνέβη, αν θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί ο θάνατος του άντρα της και να καταλάβει επίσης τι συμβαίνει στην κόρη της, επειδή, όπως εξηγεί: «Στις δύσκολες στιγμές είχα εκπαιδευτεί από την παιδική μου ηλικία: διάβασε, μάθε, επεξεργάσου, δες τη λογοτεχνία. Η πληροφορία ήταν έλεγχος. Δεδομένου ότι η θλίψη της απώλειας παρέμενε ένα από τα πιο συνηθισμένα δεινά, η σχετική λογοτεχνία ήταν αξιοσημείωτα λιγοστή. Υπήρχε το ημερολόγιο που κρατούσε ο C.S. Lewis μετά τον θάνατο της συζύγου του, A Grief Observed, αλλά όχι πολλά άλλα». Διάβάζει ξανά όσα έχουν να πουν οι Φρόιντ και Melanie Klein για τη θλίψη και το πένθος κι αγοράζει ένα βιβλίο νευροανατομίας προσπαθώντας να πάρει τις σωστές αποφάσεις σχετικά με την κόρη της.
Τελικά, οι άμυνές της καταρρέουν καθώς έρχεται αντιμέτωπη με την άβυσσο της θλίψης και την πραγματικότητα της ξαφνικής αναχώρησης του συζύγου της. Αποσπάται εύκολα και νιώθει εύθραυστη, αποπροσανατολισμένη. Παρατηρεί μια μείωση στις γνωστικές της ικανότητες. Γράφει: «προσπαθώ να βγάλω νόημα από τις εβδομάδες και μετά τους μήνες που διέκοψαν οποιαδήποτε σταθερή ιδέα που είχα ποτέ για τον θάνατο, για την ασθένεια… για τον γάμο και τα παιδιά και τη μνήμη… για την επιφανειακότητα της λογικής, για την ίδια τη ζωή». Σχετικά με τη θλίψη γράφει: «Η θλίψη έρχεται σε κύματα……παροξυσμοί, ξαφνικές ανησυχίες που αποδυναμώνουν τα γόνατα, τυφλώνουν τα μάτια και εξαφανίζουν την καθημερινότητα της ζωής. Σχεδόν όλοι όσοι έχουν βιώσει ποτέ θλίψη αναφέρουν αυτό το φαινόμενο των κυμάτων…» κι αλλού μας λέει: «Η θλίψη αποδεικνύεται ότι είναι ένα μέρος που κανείς μας δεν γνωρίζει μέχρι να φτάσει εκεί. Προβλέπουμε (γνωρίζουμε) ότι κάποιος κοντά μας θα μπορούσε να πεθάνει, αλλά δεν κοιτάμε πέρα από τις λίγες ημέρες ή εβδομάδες που ακολουθούν έναν τέτοιο φανταστικό θάνατο. Παρερμηνεύουμε τη φύση ακόμη και αυτών των λίγων ημερών ή εβδομάδων. Μπορεί να περιμένουμε ότι αν ο θάνατος είναι ξαφνικός, θα νιώσουμε σοκ. Δεν περιμένουμε ότι αυτό το σοκ θα είναι εξουθενωτικό, εξουθενωτικό τόσο για το σώμα όσο και για το μυαλό. Μπορεί να περιμένουμε ότι θα είμαστε καταβεβλημένοι, απαρηγόρητοι, τρελοί από την απώλεια. Δεν περιμένουμε όμως να είμαστε κυριολεκτικά τρελαμένοι, κουλ πελάτες που πιστεύουν ότι ο σύζυγός τους πρόκειται να επιστρέψει και μπορεί να χρειάζεται τα παπούτσια του».
Το δεύτερο βιβλίο της Τζόαν Ντίντιον που διάβασα ήταν το Notes to John / Σημειώσεις για τον Τζων (2025), το οποίο αποτελείται από 46, νομίζω, σε μεγάλο βαθμό μη επεξεργασμένες καταχωρήσεις ημερολογίου. Το βιβλίο συντάχθηκε μετά τον θάνατό της. Το 1999, η Didion ξεκίνησε συνεδρίες επειδή η οικογένειά της “είχε περάσει μερικά δύσκολα χρόνια”. Η Didion περιέγραψε αυτές τις συνεδρίες σε ένα ημερολόγιο που είχε δημιουργήσει για τον σύζυγό της,Τζων (John Gregory Dunne). Για κάποιο χρονικό διάστημα κατέγραφε τις συζητήσεις που είχε με τον ψυχαναλυτή και ψυχίατρο Roger MacKinnon. Είναι μια πολύ προσωπική αφήγηση. Οι συνεδρίες επικεντρώθηκαν στον σοβαρό αλκοολισμό της υιοθετημένης κόρης της και την επίδρασή του στην εργασία της και τη λήψη αποφάσεων, στη συνεχή ανησυχία της Didion, στη μητρότητα, στην υπερπροστατευτικότητα, στην ενοχή, στην υιοθεσία και στις πολυπλοκότητες της σχέσης της με την κόρη της. Αργότερα οι συζητήσεις τους επικεντρώθηκαν στη δουλειά της Didion και τη δυσκολία που είχε να τη διατηρήσει εν μέσω των ανησυχιών της, στην παιδική της ηλικία, στην πρώιμη τάση της να αναμένει την καταστροφή, στο έργο της και το ζήτημα του κληροδοτήματος της. Επίσης ασχολήθηκαν και με τους τρόπους αντιμετώπισης και υποστήριξης της συμμετοχής της κόρης της σε ομάδες ΑΑ τη στιγμή που η ίδια η Ντίντιον τις αποδοκίμαζε θεωρητικά, καθώς και το αν έπρεπε να στηρίξει οικονομικά την κόρη της, τον κίνδυνο αυτοκτονίας, οικονομικές αποφάσεις και άλλα.
Ενώ διάβαζα το βιβλίο, αναρωτιόμουν αν αυτή η συσκευασία των σημειώσεων και των σελίδων του ημερολογίου της σε βιβλίο μετά τον θάνατό της, χωρίς η ίδια να έχει εκφράσει ποτέ την επιθυμία να δημοσιευτούν, ήταν σοφή ή ηθική. Αναρωτήθηκα επίσης αν ήταν απλώς η άποψή μου ή αν και άλλοι είχαν παρόμοιες απόψεις. Έτσι, διάβασα μερικές κριτικές στο Διαδίκτυο και ναι, υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν ότι ίσως ήταν μια λανθασμένη απόφαση να δημοσιευτούν αυτές οι πολύ προσωπικές σημειώσεις. Το γεγονός ότι ήταν συγγραφέας και ότι είχε γράψει αυτές τις σελίδες δεν σήμαινε αυτόματα ότι προορίζονταν για δημοσίευση. Αυτές οι καταχωρήσεις ημερολογίου θα μπορούσαν να ήταν ένας τρόπος για την Ντίντιον να επεξεργαστεί περαιτέρω ότι λάμβανε χώρα κατά τη διάρκεια της ανάλυσης, ένας τρόπος να συμμετάσχει και ο σύζυγός της στη διαδικασία ή απλώς μια καταγραφή μιας περιόδου της ζωής της, ίσως για χρήση σε μελλοντικά βιβλία. Επίσης, η Ντίντιον είχε ήδη γράψει τα βιβλία, “Η Χρονιά της Μαγικής Σκέψης” και “Γαλάζιες Νύχτες”, και τα δύο πολύ προσωπικά βιβλία, που αφορούν τους θανάτους του συζύγου και της κόρης της, οπότε η δημοσίευση των σελίδων του ημερολογίου φαινόταν περιττή. Κάποιοι κριτικοί αναφέρθηκαν στην γοητεία που ένιωθε κανείς βλέποντας το υλικό κάτω ή πίσω από τα ολοκληρωμένα βιβλία, αλλά και πάλι νομίζω ότι αποτελεί παραβίαση της ιδιωτικότητας της Ντίντιον και της οικογένειάς της μετά τον θάνατό της.
Το βιβλίο The Camera My Mother Gave Me / Η φωτογραφική μηχανή που μου χάρισε η μητέρα μου» (2001), γραμμένο από τη Σουζάνα Κέισεν (γεν. 1948), είναι ένα μυθιστόρημα-απομνημονεύματα, θα μπορούσε κανείς να πει. Ο ορισμός του ως μυθιστόρημα δίνει στη συγγραφέα μεγαλύτερη ελευθερία να αφηγηθεί μια προσωπική ιστορία, διαμορφώνοντας παράλληλα την αφήγησή της όπως εκείνη θέλει. Ο τίτλος είναι μια καλλιτεχνική αναφορά στο όργανο του σώματος για το οποίο γράφει. Η Κέισεν γράφει άφοβα για μια γυναικολογική πάθηση και τον αγώνα της για να βρει απαντήσεις και ανακούφιση από τον πόνο, από τους γιατρούς και τους πάροχους υγείας που επισκέπτεται, όταν δεν φαίνεται να υπάρχει ικανοποιητική απάντηση ή συμφωνία μεταξύ τους ούτε για τις αιτίες ούτε για τη θεραπεία.
Όπως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, όσον αφορά την υγεία, πολλές φορές τα πράγματα μπορεί να είναι περίπλοκα και μια ποικιλία αιτιών, άλλες πιο προφανείς και άλλες λιγότερο, μπορούν να συμβάλουν σε ένα πρόβλημα και μια πάθηση μπορεί να σχετίζεται με άλλα συμπτώματα ή δυσκολίες. Επιπλέον, είναι συχνά δύσκολο να διαχωρίσουμε τις σωματικές παθήσεις και τα συμπτώματα από την ψυχολογία, το πρώιμο τραύμα ή τις τρέχουσες σχέσεις. Η Kaysen γράφει: «Μην διαχωρίζεις το νου από το σώμα… Μην διαχωρίζεις ούτε καν τον χαρακτήρα—δεν μπορείς. Η μονάδα ύπαρξής μας είναι ένα σώμα, μια φυσική, απτή, αισθητηριακή οντότητα με αντιλήψεις και αντιδράσεις που την εκφράζουν και την αποτελούν ταυτόχρονα. Η ασθένεια είναι μια από τις γλώσσες μας. Οι γιατροί καταλαβαίνουν τι έχει να πει η ασθένεια για τον εαυτό της. Εναπόκειται στο άτομο που πάσχει από την ασθένεια να καταλάβει τι έχει να του πει η ασθένεια……».
Σταδιακά, κατανοεί κάποια πράγματα για τον εαυτό της, τους άλλους και τα ευρύτερα πλαίσια. Παρατηρεί μια πιο βίαιη / πιεστική και μη ενσυναισθητική πτυχή του φίλου της, γίνεται φίλη με έναν νεότερο άντρα, ο οποίος της στέλνει αντιφατικά μηνύματα, θυμάται τη μητέρα της, η οποία έχει πεθάνει αρκετά χρόνια πριν. Γράφει: «Το να βλέπω τη μητέρα μου να πεθαίνει με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι είναι σημαντικό να έχεις έναν γιατρό που συμπαθείς. Αυτή είχε. Δεν μπορούσε να εμποδίσει το θάνατό της, αλλά δεν την άφησε να πεθάνει μόνη της». Ένας από τους επαγγελματίες υγείας της υπενθυμίζει ορισμένες πτυχές της παιδικής της εκπαίδευσης στην τουαλέτα. Κατά τη διάρκεια ενός γεύματος με φίλους, που την γνώριζαν από παιδί, κι ενώ η ίδια αφηγούνταν ένα ιδιαίτερα δυσάρεστο περιστατικό, όταν ο διευθυντής του λυκείου την είχε κατηγορήσει ότι ήταν ξυπόλητη και είχε γίνει έξαλλος γι’ αυτό, ενώ στην πραγματικότητα αυτή απλώς φορούσε μπεζ παπούτσια, και υπό την επήρεια ενός φαρμάκου που της είχε δοθεί, άρχισε να αποσυνδέεται και στη συνέχεια να δυσκολεύεται να θυμηθεί λέξεις. Επισκέψεις σε φίλους, πνεύμα και χιούμορ, αλλά και νέες συνειδητοποιήσεις, την βοηθούν να αντιμετωπίσει αυτή την οδύσσεια αβεβαιότητας, πόνου, συχνών επισκέψεων σε γιατρούς και πειραματισμών με μια ποικιλία θεραπειών, που μάλλον της προκαλούν περισσότερα προβλήματα παρά ανακούφιση.
Διάβασα επίσης το “Το Παιδί, η Οικογένεια και ο Έξω Κόσμος” του Donald W. Winnicott (1896-1971), ενός πρωτοπόρου παιδιάτρου και ψυχαναλυτή με μεγάλη επιρροή. Μεγάλο μέρος του βιβλίου βασίζεται σε ομιλίες που μεταδόθηκαν από το BBC σε διάφορες χρονικές στιγμές κι εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1964. Επειδή απευθύνεται σε μητέρες, γονείς και φροντιστές, καθώς και στο ευρύ κοινό, η γλώσσα είναι πολύ προσιτή. Ο Winnicott αξιοποιεί τη μακρά εμπειρία του, τόσο ως παιδίατρος όσο και ως ψυχαναλυτής, για να μας ταξιδέψει από τη βρεφική ηλικία στην ανεξαρτησία, δημιουργώντας ένα υποστηρικτικό πλαίσιο για τις μητέρες και τους γονείς ώστε να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της φροντίδας των παιδιών και της γονικής μέριμνας. Παρέχει σαφή, πρακτική και ενσυναισθητική καθοδήγηση, και ο τόνος είναι μη επικριτικός και ανθρώπινος, σεβόμενος τη διαίσθηση των μητέρων σχετικά με την ανατροφή των παιδιών. Στην εισαγωγή γράφει: “Καταρχάς, θα ανακουφιστείτε όταν μάθετε ότι δεν πρόκειται να σας πω τι να κάνετε. Είμαι άντρας, και έτσι δεν μπορώ ποτέ να ξέρω πραγματικά πώς είναι να βλέπεις τυλιγμένο εκεί στην κούνια ένα κομμάτι του εαυτού μου, ένα κομμάτι του εαυτού μου να ζει μια ανεξάρτητη ζωή, αλλά ταυτόχρονα να είναι εξαρτημένο και σταδιακά να γίνεται άτομο. Μόνο μια γυναίκα μπορεί να το βιώσει αυτό…”.
Θα πρέπει να προσθέσω, ωστόσο, ότι όλα τα βιβλία και έργα υπάρχουν μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο και, ως εκ τούτου, τα βιβλία που γράφτηκαν δεκαετίες πριν πρέπει να διαβάζονται με αυτό κατά νου, προκειμένου να κατανοούμε καλύτερα το υλικό, αλλά και να αποκομίζουμε ότι είναι σχετικό και έχει αξία σήμερα. Έχοντας επισημάνει αυτό, και παρόλο που το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’60, θα πρέπει να προσθέσω ότι οι γνώσεις και οι πληροφορίες του παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρες και συνεχίζουν να επηρεάζουν την κατανόηση της παιδοψυχολογίας και της γονικής μέριμνας και σήμερα.
Το βιβλίο καλύπτει μια ποικιλία θεμάτων που αφορούν την ανάπτυξη του παιδιού, την ανατροφή των παιδιών και τη δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ οικογένειας και περιβάλλοντος. Κάθε κεφάλαιο εστιάζει σε μια διαφορετική πτυχή της ανάπτυξης: το τάισμα, τον θηλασμό, το φαγητό, τη διαδικασία της πέψης, τον απογαλακτισμό και την ανάγκη να βλέπουμε το μωρό ως άτομο από την αρχή. Σημειώνει: «Η ιστορία ενός ανθρώπου δεν ξεκινά στα πέντε ή στα δύο χρόνια ή στους έξι μήνες, αλλά ξεκινά από τη γέννηση – και πριν από τη γέννηση, αν θέλετε. Και κάθε μωρό είναι από την αρχή ένα άτομο και χρειάζεται να το γνωρίσει κάποιος. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει ένα μωρό τόσο καλά όσο η μητέρα του μωρού». Διευκρινίζει ότι η τάση για ζωή και ανάπτυξη είναι κάτι εγγενές στο μωρό και αναλύει την έμφυτη ηθική του μωρού και το πόσο πρέπει οι γονείς να επιβάλλουν τα πρότυπα και τις πεποιθήσεις τους στο παιδί που μεγαλώνει, τα ένστικτα και τις φυσιολογικές δυσκολίες, τις σχέσεις των μικρών παιδιών με τον πατέρα και τους άλλους ανθρώπους, την ανάγκη υποστήριξης των γονιών, τα αδέλφια, το μοναχοπαίδι, τα δίδυμα, τη ντροπαλότητα, τη φυσική επιθετικότητα, την αγωνία, τον θυμό, τη ζήλια και την ανεξαρτησία. Ο Winnicott αναγνωρίζει ότι η ζωή και η ανθρώπινη ανάπτυξη έχουν τις εγγενείς δυσκολίες της. Γράφει: «Ακόμα και το πιο ευγενικό και κατανοητικό υπόβαθρο της οικογενειακής ζωής δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι η συνηθισμένη ανθρώπινη ανάπτυξη είναι δύσκολη, και μάλιστα θα ήταν δύσκολο για το παιδί να υπομείνει ένα τέλεια προσαρμοστικό σπίτι, επειδή δεν θα υπήρχε ανακούφιση μέσω του δικαιολογημένου θυμού».
Τονίζει τη μεγάλη σημασία και αξία του παιχνιδιού στην ανάπτυξη ενός παιδιού και τα πειράματα του παιδιού για ανεξαρτησία. Γράφει: «Ενώ είναι εύκολο να δούμε ότι τα παιδιά παίζουν για ευχαρίστηση, είναι πολύ πιο δύσκολο για τους ανθρώπους να δουν ότι τα παιδιά παίζουν για να ελέγξουν / διαχειριστούν το άγχος ή ιδέες και παρορμήσεις που οδηγούν σε άγχος, αν δεν έχουν τον έλεγχο. Το άγχος είναι πάντα ένας παράγοντας στο παιχνίδι ενός παιδιού, και συχνά είναι ένας σημαντικός παράγοντας… Γιατί στο βαθμό που τα παιδιά παίζουν μόνο για ευχαρίστηση μπορεί να τους ζητηθεί να το εγκαταλείψουν, ενώ, στο βαθμό που το παιχνίδι αντιμετωπίζει το άγχος, δεν μπορούμε να αναγκάσουμε τα παιδιά να το εγκαταλείψουν χωρίς να προκαλέσουμε δυσφορία, πραγματικό άγχος ή νέες άμυνες κατά του άγχους».
Τέλος, στο τρίτο μέρος, The Outside World / Ο Έξω Κόσμος, γίνεται μια διερεύνηση των αναγκών των παιδιών κάτω των πέντε ετών, του ρόλου του βρεφονηπιακού σταθμού, που όπως γράφει, «δεν είναι για να υποκαθιστά μια απούσα μητέρα, αλλά να συμπληρώνει και να επεκτείνει τον ρόλο που παίζει μόνο η μητέρα στα πρώτα χρόνια του παιδιού», του ρόλο των γονέων και των δασκάλων και του ζητήματος της επιρροής, της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στο σχολείο, της επίσκεψης των παιδιών όταν βρίσκονται στο νοσοκομείο, της νεανικής παραβατικότητας, του ρόλου των ονείρων στην ωρίμανση ενός παιδιού, και της επιθετικότητας, η οποία, σύμφωνα με τον Winnicott, έχει δύο σημασίες: «…είναι άμεσα ή έμμεσα μια αντίδραση στην απογοήτευση… και… είναι μία από τις δύο κύριες πηγές ενέργειας ενός ατόμου».
Δύο αποσπάσματα από το βιβλίο:
«Είναι ζωτικής σημασίας να κατανοήσουμε τον ρόλο που διαδραματίζουν όσοι φροντίζουν το βρέφος, ώστε να μπορέσουμε να προστατεύσουμε τη νεαρή μητέρα από οτιδήποτε τείνει να μπει ανάμεσα σε αυτήν και το παιδί της. Αν δεν κατανοεί όλα όσα κάνει πολύ καλά, δεν έχει μέσα να υπερασπιστεί τη θέση της και πολύ εύκολα χαλάει τη δουλειά της προσπαθώντας να κάνει αυτό που της λένε ή αυτό που έκανε η μητέρα της ή αυτό που λένε τα βιβλία. Οι πατέρες εμπλέκονται σε αυτό, όχι μόνο επειδή μπορούν να είναι καλές μητέρες για περιορισμένο χρονικό διάστημα, αλλά κι επειδή μπορούν να βοηθήσουν στην προστασία της μητέρας και του μωρού από οτιδήποτε τείνει να παρεμβαίνει στον δεσμό μεταξύ τους, που είναι η ουσία και η ίδια η φύση της φροντίδας των παιδιών».
«Όσο για τη θεωρία ότι η εκπαίδευση του μωρού πρέπει να ξεκινά όσο το δυνατόν νωρίτερα, η αλήθεια είναι ότι η εκπαίδευση είναι άτοπη μέχρι το βρέφος να αποδεχτεί τον κόσμο έξω από αυτό και να συμβιβαστεί με αυτόν. Και το θεμέλιο αυτής της αποδοχής της εξωτερικής πραγματικότητας είναι η πρώτη σύντομη περίοδος κατά την οποία μια μητέρα ακολουθεί φυσικά τις επιθυμίες του βρέφους της………. Αυτή η λέξη «εκπαίδευση» μου φαίνεται πάντα ότι είναι κάτι που ανήκει στη φροντίδα των σκύλων. Τα σκυλιά χρειάζονται εκπαίδευση. Υποθέτω ότι μπορούμε να μάθουμε κάτι από τα σκυλιά, στο ότι αν γνωρίζετε τι θέλετε, ο σκύλος σας είναι πιο ευτυχισμένος από ό,τι αν δεν γνωρίζετε. Και τα παιδιά, επίσης, θέλουν να έχετε τις δικές σας ιδέες για τα πράγματα. Αλλά ένας σκύλος δεν χρειάζεται να μεγαλώσει και να γίνει άνθρωπος, οπότε όταν μιλάμε για το μωρό σας πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή, και το καλύτερο είναι να δούμε πόσο μπορούμε να παραλείψουμε εντελώς τη λέξη «εκπαίδευση». Υπάρχει χώρος για την ιδέα ότι η αίσθηση του καλού και του κακού, όπως και πολλά άλλα, έρχονται φυσικά σε κάθε βρέφος και παιδί, υπό την προϋπόθεση ότι ορισμένες συνθήκες περιβαλλοντικής φροντίδας μπορούν να θεωρηθούν δεδομένες. Αλλά, αυτή η διαδικασία ανάπτυξης από την παρορμητικότητα και την αξίωση να ελέγχει τους πάντες και τα πάντα, σε μια ικανότητα συμμόρφωσης, είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο περίπλοκο είναι. Μια τέτοια ανάπτυξη απαιτεί χρόνο. Μόνο αν νιώθετε ότι αξίζει τον κόπο, θα δώσετε την ευκαιρία για αυτό που πρέπει να συμβεί…….. Κατά τη διαδικασία της ενοποίησης / integration, οι παρορμήσεις για επίθεση και καταστροφή, και οι παρορμήσεις για προσφορά και μοίρασμα συγγενεύουν, η μία μειώνει την επίδραση της άλλης. Η καταναγκαστική εκπαίδευση δεν αξιοποιεί τη διαδικασία ενοποίησης αυτού του παιδιού. Αυτό που περιγράφω εδώ είναι στην πραγματικότητα η σταδιακή ανάπτυξη στο παιδί της ικανότητας να αισθάνεται ένα αίσθημα ευθύνης……”
Υπάρχουν λίγα περισσότερα για τις ιδέες και το έργο του Winnicott στο παρακάτω κείμενο:
Μέρος 2
Παράλληλα με τα αναγνώσματα αυτόν το μήνα παρακολούθησα και δύο podcast Being Well, τα οποία αξίζουν να τα παρακολουθήσουν όσοι ενδιαφέρονται για το υλικό. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι μια κριτική εισαγωγή σε ηγετικές προσωπικότητες του ψυχαναλυτικού κόσμου ή αυτών που στον τομέα της ψυχοθεραπείας επηρεάστηκαν σημαντικά από ψυχαναλυτικές ιδέες. Ο Forrest και ο Rick Hanson παρουσιάζουν βασικές ιδέες, την κίνηση αυτών των ιδεών μέσα στο χρόνο και πώς μπορούμε να κατανοήσουμε την ιδέα της ψυχοδυναμικής. Ο Forrest εξηγεί ότι η ψυχοδυναμική είναι απλώς η έννοια ότι δεν είμαστε ένα σταθερό σύστημα και ότι υπάρχουν διαφορετικά είδη συχνά αντικρουόμενων δυνάμεων μέσα μας. Κατά συνέπεια, ο νους δεν συμφωνεί πάντα με τον εαυτό του. Περνώντας από κάποιο είδος ψυχαναλυτικής διαδικασίας, ουσιαστικά προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στα βαθύτερα στρώματα του νου. Φέρνοντας ένα μέρος αυτού του υλικού στη συνειδητή επίγνωση, μπορούμε να αυξήσουμε την κατανόησή μας για τις επιθυμίες, τις αποφάσεις και τις συμπεριφορές μας, αλλά και να βελτιώσουμε τη ζωή μας. Παρέχουν επίσης κάποια κριτικά σχόλια και συζητούν τα πρακτικά συμπεράσματα και τι μπορούμε να εφαρμόσουμε στη ζωή μας.
Θα επικεντρωθώ στο Μέρος 2 (Μπορείτε να το παρακολουθήσετε στη διεύθυνση: https://rickhanson.com/being-well-podcast-9-lessons-from-the-great-minds-of-psychoanalysis/)
Σε αυτό το δεύτερο μέρος, ο Forrest και ο Rick ξεκινούν τη συζήτησή τους διακρίνοντας χαλαρά «τρεις σχολές» σκέψης, θα μπορούσε κανείς να πει: α) η σχολή του Εγώ· β) η πιο σχεσιακή και αναπτυξιακή σχολή και γ) η σχολή του βάθους και του νοήματος.
Η πρώτη σχολή σκέψης περιλαμβάνει το έργο και τις θεωρίες των Alfred Adler, Anna Freud και Erik Erikson. Οι Forrest και Rick συνοψίζουν το έργο τους θέτοντας τα ερωτήματα που διερευνώνται ή απαντώνται στο έργο τους: Πώς αναπτύσσουμε αυτό που ονομάζουμε δύναμη του Εγώ; Πώς ενισχύουμε την ικανότητα του Εγώ να κάνει καλές επιλογές, να κάνει τα πράγματα που μας φέρνουν πιο κοντά σε αυτό που θέλουμε να πετύχουμε στη ζωή και μας βοηθούν να ξεπερνάμε διαφορετικά είδη προκλήσεων;
Εν ολίγοις, η πρώτη σχολή ιδρύθηκε όταν ο Άλφρεντ Άντλερ αποσχίστηκε από τον Φρόιντ στις αρχές του 20ού αιώνα, κυρίως λόγω της εστίασης του Φρόιντ στις σεξουαλικές ορμές και της άποψης του Άντλερ για τις ιδέες του Φρόιντ ως «μιας ζοφερής προσέγγισης στην ψυχολογία». Σχετικά με τη ζοφερή άποψη του Φρόιντ για τα πράγματα, ο Ρικ σχολιάζει: «Η περιγραφή του ατόμου από τον Φρόιντ ως σχεδόν απομονωμένου ως ένα είδος θύματος ή επιβάτη αυτών των πρωταρχικών ενστικτωδών διεργασιών που συγκρούονται με τους κοινωνικούς και βικτοριανούς κανόνες της εποχής…». Σχολιάζουν και οι δυο ότι στο έργο του Άντλερ δεν υπάρχει το Οιδιπόδειο, αλλά είναι ένα μοντέλο που επικεντρώνεται περισσότερο στην ανάπτυξη, στο μέλλον και στην εκπλήρωση φιλοδοξιών, σε σχέση με αυτό που βλέπουμε στην πιο κλασική ψυχανάλυση με τον Φρόιντ. Επίσης, ο Άντλερ προώθησε μια πιο ισότιμη δυναμική εξουσίας – μια «πολύ πιο επίπεδη δυναμική εξουσίας» – μεταξύ του αναλυτή και του πελάτη / αναλυόμενου.
Ο Άντλερ τοποθέτησε επίσης το άτομο σε ένα κοινωνικό πλαίσιο και διερεύνησε τις προσαρμογές των ανθρώπων στο κοινωνικό τους πλαίσιο, καθώς όλοι ξεκινάμε ως μικρά σώματα / ανθρωπάκια που πρέπει να διαχειριστούμε ένα αίσθημα κατωτερότητας, σε έναν περίπλοκο κόσμο γεμάτο μεγάλους, ισχυρούς ενήλικες. Η κοινή έννοια του συμπλέγματος κατωτερότητας προέρχεται από τον Άντλερ, ο οποίος ενδιαφερόταν για το πώς σταδιακά αναπτύσσουμε μια υγιή αίσθηση αξίας και πώς καταφέρνουμε να οικοδομήσουμε τη δική μας αίσθηση ταυτότητας ως «εγώ» σε έναν περίπλοκο σχεσιακό κόσμο. Ο Rick λέει ότι υπάρχει μέσα μας μια σημαντική ανάγκη ως κοινωνικά πρωτεύοντα να συνεισφέρουμε στον κόσμο, να συνεισφέρουμε στους άλλους, να νιώθουμε ότι έχουμε αξία, και αυτές οι συνεισφορές να μην εμποδίζονται, και ότι «ο Άντλερ ήταν ένας από τους πρώτους που πραγματικά θεώρησε φυσική αυτή την επιθυμία να συνεισφέρουμε, να έχουμε αξία, να έχουμε σημασία, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής προσέγγισης της σημασίας». Ωστόσο, o Rick προειδοποιεί: «να έχουμε το νου μας για τις καταδικασμένες αναζητήσεις στις οποίες προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε καλαμπόκι στη Σαχάρα», ίσως επαναλαμβάνοντας ένα μοτίβο από την παιδική ηλικία. Επομένως, χρειαζόμαστε ένα κατάλληλο και ανταποκρινόμενο περιβάλλον για να ευημερήσουμε.
Η Άννα Φρόιντ, η οποία, όπως σημειώνει ο Forrest, πιθανότατα να έχει συμβάλει περισσότερο από τον πατέρα της στην πρακτική της θεραπείας, όπως την γνωρίζουμε σήμερα, ιδιαίτερα όσον αφορά το έργο της πάνω στους αμυντικούς μηχανισμούς. Η βασική της αντίληψη ήταν ότι το Εγώ μας, συμπιεσμένο ανάμεσα στο αυτό και το υπερεγώ, προσπαθεί να ξεπεράσει αυτή τη θέση υιοθετώντας μια ποικιλία αμυντικών στρατηγικών για να προστατευτεί από επώδυνες σκέψεις και συναισθήματα, και αντικρουόμενες επιθυμίες. Η Άννα Φρόιντ ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το πώς λειτουργεί το Εγώ στα παιδιά και για το πώς αντιδρά το Εγώ τους όταν δέχεται επίθεση στη στιγμή. Ορισμένες άμυνες είναι η καταστολή, η άρνηση, η προβολή, η ορθολογικοποίηση, η μετουσίωση (sublimation), που περιλαμβάνει τη διοχέτευση φοβικού υλικού, ανεπιθύμητων παρορμήσεων και συναισθημάτων ή τραυματικού υλικού στην εργασία, την τέχνη ή άλλες δραστηριότητες που μπορούν να συνεισφέρουν στον κόσμο. Οι άμυνες είναι φυσιολογικές, χρήσιμες και προστατευτικές και μας βοηθούν να αντεπεξέλθουμε στη ζωή. Ωστόσο, μπορούν να είναι προσαρμοστικές όσο και δυσπροσαρμοστικές. Γι’ αυτό υπάρχει η ανάγκη να μπορούμε να λειτουργούμε διαφορετικά καθώς μεγαλώνουμε. Ακόμα και η επίγνωση του πώς και πότε καταφεύγουμε σε αυτές τις άμυνες μπορεί να είναι απελευθερωτική. Όπως λέει ο Forrest καθώς αυξάνουμε την ανοχή μας στην εμπειρία που μας φοβίζει ή μας δυσκολεύει, και αυξάνουμε και την ικανότητά μας να εκφραζόμαστε πλήρως, είμαστε σε θέση σταδιακά να σπρώξουμε προς τα πίσω τα κάγκελα του αόρατου κλουβιού.
Το τρίτο πρόσωπο της «σχολής που επικεντρώνεται στο Εγώ» είναι ο Erik Erikson (1902-1994). Η ψυχοκοινωνική ανάπτυξη και τα ζητήματα ταυτότητας ήταν κεντρικά ζητήματα στην προσωπική του ζωή και στην εργασία του, και είναι γνωστός για τα ψυχοκοινωνικά στάδια ανάπτυξης. Στο podcast αναφέρεται ότι ο Erikson χρησιμοποίησε την ιδέα της εσωτερικής σύγκρουσης του Freud και την επέκτεινε σε ένα κοινωνικά ενσωματωμένο αναπτυξιακό πλαίσιο. Σε αντίθεση με τη θεωρία του Φρόυντ για τα ψυχοσεξουαλικά στάδια, η θεωρία του Έρικσον περιγράφει την επίδραση της κοινωνικής εμπειρίας σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Ο Erikson πρότεινε ότι το Εγώ χρειάζεται να προσαρμοστεί για να αντιμετωπίσει τα διαφορετικά είδη προκλήσεων του πραγματικού κόσμου, που ανέλυσε σε οκτώ στάδια. Πλαισίωσε κάθε στάδιο «γύρω από μια βασική σύγκρουση που πρέπει να αντιμετωπίσουμε και είτε είμαστε σε θέση να την ξεπεράσουμε είτε όχι». Αν δεν διαπραγματευτούμε με επιτυχία το κάθε αναπτυξιακό στάδιο, το κουβαλάμε μαζί μας στην επόμενη φάση της ζωής μας. Ωστόσο, έχουμε την δυνατότητα μέσω θεραπείας ή άλλων πρακτικών, «να προσπαθήσουμε να επανεξετάσουμε αυτή τη σύγκρουση με αποτελεσματικούς τρόπους». Ο Rick προσθέτει ότι η σειρά σταδίων του Erikson βασίζεται σε ευρήματα της επιστήμης σχετικά με τη νευροπλαστικότητα και ότι υπάρχει η ευκαιρία για όλους μας να συνεχίσουμε να αναπτυσσόμαστε και να μαθαίνουμε σε όλη μας τη ζωή.
Αυτά τα στάδια, σύμφωνα με τον Erikson, ήταν: Εμπιστοσύνη έναντι Δυσπιστίας, στη βρεφική ηλικία· Αυτονομία έναντι Ντροπής στη νηπιακή ηλικία (18 μηνών έως 3 ετών)· Πρωτοβουλία έναντι Ενοχής, από την ηλικία των τριών έως πέντε ετών· Εργατικότητα έναντι Αισθήματος Κατωτερότητας, που από την ηλικία των έξι έως έντεκα ετών· Ταυτότητα έναντι Σύγχυσης Ρόλων, ζητήματα που σε κάποιο βαθμό πρέπει να αντιμετωπιστούν από την ηλικία των 12 έως 18 ετών· Οικειότητα έναντι Απομόνωσης από 18 έως 40 ετών· Παραγωγικότητα έναντι Στασιμότητας / Απραξίας, κατά τη μέση ηλικία (40 έως 65 ετών), και τέλος, Πληρότητα έναντι Απελπισίας, από τα 65 έως το θάνατο. Ο Rick εξηγεί ότι αυτό για το οποίο μιλάμε σε αυτή τη φάση της ζωής είναι η απόκτηση μιας αίσθησης πληρότητας, αποδοχής, αναστοχασμού και εσωτερικής γαλήνης.
Άλλοι, όπως ο Daniel Levinson, βασίστηκαν στις ιδέες του Erikson και στις έννοιες των αναπόφευκτων περιόδων δημιουργίας, καταστροφής και ανασυγκρότησης κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Ο Rick διευκρινίζει: «…. δημιουργείς μια δομή ζωής κάποιου είδους, η οποία μερικές φορές καταρρέει καθώς αναδιοργανώνεται, ουσιαστικά δεν καταστρέφεται, αλλά μάλλον αναδιοργανώνεται στο επόμενο στάδιο. Έτσι, είναι φυσιολογικοί ρυθμοί και υπάρχει μια σοφία στην αποδοχή των ρυθμών». Τέλος, είναι καλό να έχουμε κατά νου ότι υπάρχει επικάλυψη μεταξύ των σταδίων και η χάραξη αυστηρών αυθαίρετων ορίων μεταξύ των σταδίων όσον αφορά τις ηλικίες μπορεί να είναι λίγο προβληματική. Τα βασικά συμπεράσματα, σημειώνει ο Rick, είναι ότι ποτέ δεν σταματάμε να αναπτυσσόμαστε και να αλλάζουμε.
Όσον αφορά τη «σχολή των σχέσεων και της ανάπτυξης», η οποία επικεντρώθηκε κυρίως στις σχέσεις με τους γονείς και κύριους φροντιστές και στο πώς οι πρώιμες εμπειρίες εκδηλώνονται με διαφορετικούς τρόπους καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, οι Forrest και Rick επικεντρώνονται στους Klein, Winnicott και Kohut.
Η Melanie Klein / Μέλανι Κλάιν (1882-1960) ήταν μια από τις πιο σημαντικές ψυχολόγους και η σημαντικότερη συμβολή της ήταν η θεωρία των σχέσεων αντικειμένων, η οποία υποδηλώνει ότι εσωτερικεύουμε τη μητέρα, τον πατέρα και τους ανθρώπους με τους οποίους έχουμε σχέση ως αντικείμενα. Οι Forrest και Rick παρέχουν παραδείγματα για να εξηγήσουν τη βασική ιδέα αυτής της θεωρίας: «αναπτύσσουμε γνώση του κόσμου σε ένα πλαίσιο, στο οποίο υπάρχει ένα Εγώ εδώ και μετά όλα τα άλλα εκεί πέρα..» Το αντικείμενο που βρίσκεται εκεί, εξηγούν, θα μπορούσε να είναι το φλιτζάνι γάλα που προσπαθούμε να πιάσουμε, ή ο πατέρας, ή τα παιδιά στο σχολείο. Κατανοούμε τον εαυτό μας εν μέρει λόγω της σχέσης μας με το εξωτερικό αντικείμενο, είτε πρόκειται για ένα άτομο, είτε για μια ομάδα ανθρώπων, είτε για ένα πράγμα. Όλα αυτά τα αντικείμενα ουσιαστικά θεμελιώνουν τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τις σχέσεις, την αγάπη, την απώλεια, την εμπιστοσύνη, και ούτω καθεξής. Στη συνέχεια και καθώς μεγαλώνουμε, γενικεύουμε αυτά τα μοτίβα σχέσεων, με τα συνακολουθούμενα συναισθήματα, επιθυμίες, σενάρια, προσδοκίες και μοτίβα συμπεριφοράς, και μεταφέρουμε αυτές τις παλιές εμπειρίες στο τρέχον περιβάλλον μας.
Η θεωρία της Klein εστιάζει στις πρώιμες διαπροσωπικές σχέσεις, ιδιαίτερα αυτές με τους βασικούς φροντιστές μας και στο πώς αυτές οι εμπειρίες δημιουργούν εσωτερικές αναπαραστάσεις (αντικείμενα) του εαυτού και των άλλων, επηρεάζοντας την αίσθηση του εαυτού μας και και τις μετέπειτα σχέσεις μας. Η θεωρία της υποδηλώνει ότι εσωτερικεύουμε τους ανθρώπους, από τους οποίους εξαρτόμαστε, ως αντικείμενα, και με την πάροδο του χρόνου, εάν έχουμε μια υγιή σχέση με τη μητέρα μας ή με τους κύριους φροντιστές μας, εσωτερικεύουμε τον εαυτό μας ως κάτι στο οποίο μπορούμε να βασιστούμε. Ο Forrest εξηγεί ότι η βασική ιδέα είναι ότι όλα τα μωρά από τη φύση τους είναι αρκετά «παρανοϊκά και σχιζοειδή». Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι εάν το βρέφος πεινάει και η μαμά δεν μπορεί να το ταΐσει αμέσως ή δεν ανταποκρίνεται, ο θυμός κατευθύνεται σε αυτό το κακό αντικείμενο. Με την πάροδο του χρόνου βέβαια, αν τα πράγματα πάνε αρκετά καλά, τα βρέφη συνειδητοποιούν ότι «η μαμά τους είναι στην πραγματικότητα και το καλό και το κακό στήθος, ταυτόχρονα. Η μαμά που αγαπούν και η μαμά που τα έχει κάνει να υποφέρουν, στο νου τους τουλάχιστον, είναι στην πραγματικότητα το ίδιο άτομο (αντικείμενο). Αυτό στη συνέχεια φέρει το παιδί σε αυτό που αποκαλούμε καταθλιπτική θέση. Έτσι, βιώνει θλίψη και ανάμεικτα συναισθήματα και πολυπλοκότητα για το γεγονός ότι η μαμά του είναι και τα δύο αυτά άτομα…» Αυτή η διαδικασία αποτελεί ένα υγιές μέρος της ανάπτυξης και αν η μητέρα ανταποκριθεί αποτελεσματικά στο λυπημένο βρέφος και η ρήξη επιδιορθωθεί, τότε αυτό το θετικό αποτέλεσμα εσωτερικεύεται και αυτό επιτρέπει στο παιδί να μπορεί σταδιακά να κρατά στο νου του αντικρουόμενα ή διαφορετικά πράγματα.
Ωστόσο, τι γίνεται όταν τα πράγματα δεν ήταν αρκετά καλά στα πρώτα χρόνια της ζωής μας; Αναπτύσσονται διάφοροι αμυντικοί μηχανισμοί, όπως ο διχασμός, για παράδειγμα, που μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα στην ενήλικη ζωή, όπου μπορεί να εξιδανικεύουμε ή να υποτιμούμε τον / την άλλον / η σε μια σχέση ή να μην μπορούμε να αποδεχτούμε ότι οι άνθρωποι περιέχουν πλήθη. Ο Rick και ο Forrest προτείνουν κάποιες ερωτήσεις που μπορούν να μας βοηθήσουν στην ενήλικη ζωή να διακρίνουμε τα δικά μας εσωτερικευμένα αντικείμενα και τους τρόπους που λειτουργούμε μέσα στις σχέσεις μας: Τι κουβαλάμε; Πώς είναι αυτές οι αντικειμενικές σχέσεις για εμάς; Ο Forrest σημειώνει ότι ακόμη και η επίγνωση της παρουσίας των αντικειμένων που έχουμε εσωτερικεύσει και λειτουργούν ως ένα είδος σεναρίου για τη συμπεριφορά μας μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη και απελευθερωτική. Η Klein ανέπτυξε και την παιγνιοθεραπεία, πιστεύοντας όπως και η ΄Αννα Φρόιντ ότι για τα παιδιά ήταν ένας πολύ πιο αποτελεσματικός τρόπος από τον ελεύθερο συνειρμό προκειμένου να έχουν πρόσβαση στο ασυνείδητο υλικό τους.
Ο παιδίατρος και ψυχαναλυτής Donald W. Winnicott (1896 – 1971), που αναφέρθηκε και παραπάνω, επικεντρώθηκε στις ιδέες της αρκετά καλής γονικής μέριμνας, ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος και της έννοιας ενός αληθινού εαυτού που υπάρχει μέσα σε όλους μας. Γινόμαστε αυτός ο αληθινός εαυτός μέσα από πρώιμες σχέσεις που υποστηρίζουν τη συναισθηματική αυθεντικότητα και εκτιμούν αυτό που είναι πραγματικό μέσα μας. Ο Forrest ρωτά: «Πώς αναπτύσσουμε την αυθεντικότητα και πώς αναπτύσσεται η αυθεντικότητα σε ένα παιδί; Πώς αισθάνεται αρκετά ασφαλές ένα παιδί για να είναι αυθεντικό; Και ποιες είναι οι συνθήκες που το υποστηρίζουν αυτό;».
Ο Winnicott πίστευε ότι τα βρέφη και τα παιδιά δεν χρειάζονται τέλεια αλλά αρκετά καλή γονική μέριμνα, έναν φροντιστή που ανταποκρίνεται, που δίνει προσοχή στις ανάγκες του μωρού, δεν ανυπομονεί και δεν φοβάται την αγωνία ή την επιθετικότητα του βρέφους. Η ιδέα του υποστηρικτικού περιβάλλοντος, όπως περιγράφεται στο podcast, είναι «τόσο η κυριολεκτική υποστήριξη όσο και ένα είδος μεταφορικής, συναισθηματικής, ψυχολογικής αποδοχής και υποστήριξης όπου οι φροντιστές / οι γονείς μπορούν να αντέξουν την δυσφορία ή την επιθετικότητα του παιδιού…» Στο βιβλίο που αναφέρθηκε παραπάνω, ο Winnicott μας επιτρέπει να δούμε πώς θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο περιβάλλον.
Ο Heinz Kohut (1913 – 1981) μετέφερε την εστίασή του από τις εσωτερικές ενορμητικές καταστάσεις του Freud σε μια πιο σχεσιακή στάση . Ο Rick αναφέρει ότι ο Kohut διερεύνησε το πώς εκφράζουμε την υποκειμενική μας αίσθηση του εαυτού και πώς νιώθουμε ότι μας νιώθουν οι άλλοι άνθρωποι μέσα στις σχέσεις μας. Και ένας τρόπος με τον οποίο το κάνουμε αυτό είναι μέσω του καθρεφτισμού, που αφορά στο πώς οι γονείς και οι άλλοι ανταποκρίνονται σε εμάς, λόγου χάρη, με ένα χαμόγελο, ένα νεύμα, μια ενθαρρυντική χειρονομία, οτιδήποτε μας κάνει να νιώθουμε ότι μας εκτιμούν και ότι η εσωτερική μας ζωή είναι ορατή και επιβεβαιώνεται από αυτούς. Η υγιής αυτοεκτίμηση απαιτεί υποστηρικτικές σχέσεις. Το ερώτημα που προκύπτει λοιπόν είναι αν αυτές οι ανάγκες ικανοποιήθηκαν για ένα άτομο όταν ήταν πολύ μικρό, ή αν ένιωθε λίγο πολύ αόρατο, ακόμη και φοβισμένο. Ο Forrest λέει ότι «Με την έννοια ότι σε μεγάλο βαθμό γινόμαστε ο εαυτός μας μέσα από τις σχέσεις μας, όταν δεν έχουμε λάβει επαρκή υποστήριξη, ίσως χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε λίγο την αναπτυξιακή μας ιστορία…»
Το τρίτο πρόσωπο αυτής της σχολής σκέψης που συζητήθηκε στο podcast ήταν ο Otto Kernberg, ο οποίος επικεντρώθηκε στον παθολογικό ναρκισσισμό και τις οριακές καταστάσεις κι επεσήμανε τον συνδυασμό των ανεκπλήρωτων φυσιολογικών ναρκισσιστικών αναγκών, οι οποίες όταν δεν ικανοποιούνται στα πρώτα μας χρόνια, τότε «συνήθως, στην ενήλικη ζωή οι άνθρωποι είτε καταπιέζουν ή αρνούνται αυτές τις φυσιολογικές ναρκισσιστικές ανθρώπινες ανάγκες για καθρέφτισμα, επιβεβαίωση, ένταξη, και αγάπη και εκτίμηση», είτε αναπτύσσουν ένα εύθραυστο Εγώ και γίνονται θυμωμένοι και παθολογικά νάρκισσοι, αναζητώντας συνεχώς έναν τρόπο να γεμίσουν τον εαυτό τους από το εξωτερικό περιβάλλον. Σε περίπτωση που η διαδικασία που περιγράφεται παραπάνω, σε σχέση με τη θεωρία της Klein, δεν πήγε και τόσο καλά, κάποιοι άνθρωποι θα το αντιμετωπίσουν αυτό, όπως το θέτει ο Rick, «στρεφόμενοι στους άλλους για να συνδεθούν….. στη μητρική πλακέτα ή κάρτα τους, προκειμένου να ολοκληρώσουν την αίσθηση της υγιούς προσωπικότητας, και αυτό οδηγεί συχνά στο να αντιμετωπίζουν τους άλλους ως αντικείμενα που είναι απλώς πρόσθετα / plugins.** Και ξέρουμε πώς νιώθει κανείς όταν συνειδητοποιήσει ότι είναι απλώς ένα είδος πρόσθετου στη μητρική πλακέτα κάποιου που του επιτρέπει να διατηρεί κάποιο είδος συναισθηματικής ισορροπίας…”
** Η μητρική κάρτα (motherboard),γνωστή και ως μητρική πλακέτα ή κάρτα συστήματος είναι το κεντρικό και βασικό τυπωμένο ηλεκτρονικό κύκλωμα ενός σημερινού υπολογιστή. Το “plugin” στα ελληνικά είναι πρόσθετο ή πρόσθετο λογισμικό, δηλαδή, τα plugins είναι αυτόνομα κομμάτια κώδικα που προσθέτουν νέες λειτουργίες σε μια υπάρχουσα εφαρμογή
Ο Rick και ο Forrest συνεχίζουν με άλλες σημαντικές προσωπικότητες, οι οποίες οδήγησαν την ψυχαναλυτική άποψη για το πολυεπίπεδο και περίπλοκο νου σε μια πολύ διαφορετική κατεύθυνση. Ένα από τα άτομα που συζητήθηκαν είναι ο Βίλχελμ Ράιχ (1897 – 1957). Ο Φόρεστ αναφέρεται στο βιβλίο του, Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού, του 1933, ένα από τα πιο πολιτικά γραπτά στην ιστορία της ψυχολογίας. Ο Ράιχ, για να επικεντρωθούμε στο θετικό μέρος του έργου του, διερεύνησε πώς το τραύμα και τα καταπιεσμένα συναισθήματα μπορούν να έχουν αντίκτυπο στο σώμα μας, καθώς και την ιδέα της θωράκισης του χαρακτήρα, η οποία είναι οι άμυνες που έχουμε αναπτύξει για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, οι τρόποι συγκράτησης ή οι τρόποι στάσης του σώματος. Διερευνώντας αυτά, μπορούμε να μάθουμε κάτι για τη βαθύτερη ψυχολογία μας. Στο podcast γίνεται αναφορά στις έννοιες του Αντόνιο Νταμάσιο για τους σωματικούς δείκτες, τους ανεπαίσθητους τρόπους με τους οποίους οι μυοσκελετικές διεργασίες λειτουργούν συμπληρωματικά στα συνολικά συστήματα συναισθηματικής μνήμης μας, και πώς μεγάλο μέρος της σημερινής δουλειάς σχετικά με το τραύμα βασίζεται στην ιδέα του ότι τα υπολείμματα των εμπειριών δεν είναι καθαρά ψυχολογικά ή καθαρά νοητικά, αλλά έχουν ένα σωματικό κόστος για εμάς.
Κάνουν σύντομες αναφορές στον Γιουνγκ και τους Νέο Γιουνγκιανούς και τις ιδέες τους σχετικά με τα θεμελιώδη αρχέτυπα και το συλλογικό ασυνείδητο, το οποίο ο Γιουνγκ χρησιμοποίησε για να εξηγήσει γιατί «μοιραζόμαστε διάφορα θέματα στην ψυχολογία μας, ακόμα κι αν δύο ομάδες ανθρώπων δεν έχουν συναντηθεί ποτέ». Αυτοί οι άνθρωποι επικεντρώνονται στο συμβολικό νου των ονείρων, των φαντασιώσεων και των μύθων, εστιάζοντας πολύ λιγότερο στην παθολογία ή τα συμπτώματα, δίνοντας περισσότερη έμφαση σε υπαρξιακούς στόχους. Ο Γιουνγκ πίστευε ότι «Τα αρχέτυπα είναι οι εικόνες των ενστίκτων» και ο Ρικ το εξηγεί περαιτέρω λέγοντας ότι «…κάτι βαθιά μέσα στη βιολογία γίνεται εικόνες, σαν μια λειτουργική διαδικασία του ψυχικού μας κόσμου που σταδιακά φουσκώνει και φέρνει στην επίγνωση μας εικόνες του ενός ή του άλλου είδους που συχνά μπορούν να πάρουν συγκεκριμένες μορφές. Και συνειδητοποιείς ότι είσαι αυτή η ζούγκλα…. Είναι πολύ μεγάλη για να την ελέγξεις. Δεν μπορείς να ελέγξεις τη ζούγκλα. Ίσως μπορείς να χαράξεις ένα μικροσκοπικό ξέφωτο, να καθίσεις δίπλα στη φωτιά σου… υπάρχει ένα είδος υποκείμενου ρεύματος διαφορετικών μορφών τέχνης που μπορούν να μας δείξει τον δρόμο ή να μας συνδέσουν με κάτι…. πιο ουσιαστικό για τους εαυτούς μας».
Αναφέρονται σε μία από τις φεμινίστριες αναλύτριες, την Clarissa Pinkola Estes, η οποία αναδιατύπωσε μύθους και παραμύθια. Στα βιβλία της αναλύει γνωστά παραμύθια μέσα από φεμινιστικό πρίσμα. Κάνουν μια σύντομη αναφορά στην Marie-Louise von Franz που ασχολήθηκε με τα παραμύθια. Τέλος, συζητούν τον James Hillman (1926 – 2011), ο οποίος πίστευε ότι δεν χρειάζεται να προσπαθούμε να ανακάμψουμε ή να βελτιώσουμε τον εαυτό μας, αλλά ότι η ψυχή εκφράζεται μέσα από τα όνειρά μας, τις επιθυμίες μας, ακόμη και τις «παθολογίες» μας. Η σχέση του με την κατάθλιψη, για παράδειγμα, ήταν διαφορετική από τις δυτικές προσεγγίσεις στην ψυχολογία, οι οποίες τη θεωρούν αρνητική. Ο Hillman όρισε την κατάθλιψη ως μια ορθολογική απάντηση σε έναν κόσμο που περιλαμβάνει πολύ πόνο και ασχήμια, και ως εκ τούτου, η διερεύνηση του τι προσπαθεί να πει η κατάθλιψη, για παράδειγμα, θα μπορούσε να βοηθήσει ένα άτομο να κατανοήσει μέρη του εαυτού του, κι επίσης να απο-παθολογικοποιήσει την εμπειρία.
Τέλος, συζητούν τις βασικές ιδέες της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας του Irvin Yalom. Ο Yalom είναι ακόμα ζωντανός, 94 ετών, και ήταν καθηγητής στο Standford και ψυχοθεραπευτής. Έχει επίσης γράψει πολλά βιβλία. Πολλά από τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, όπου, πιστεύω, απολαμβάνει ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό. Ο Rick και ο Forrest υποστηρίζουν ότι η βασική του αντίληψη είναι ότι μεγάλο μέρος της δυσφορίας μας στη ζωή προέρχεται από παλιά τραύματα, σχεσιακά τραύματα, αλλά και από ένα είδος αντιπαράθεσης με υπαρξιακά γεγονότα της ζωής, ιδιαίτερα τον θάνατο, την ελευθερία, την απομόνωση και την ανάγκη ο καθένας από εμάς να κατασκευάσει το δικό του νόημα. Αυτοί οι βαθύτεροι υπαρξιακοί φόβοι διαμορφώνουν το ασυνείδητο μυαλό και, σε κάποιο βαθμό, όλοι πρέπει να αντιμετωπίσουμε το υπαρξιακό άγχος που προκύπτει στη ζωή. Αυτή η γνώση της θνητότητάς μας μπορεί να προκαλέσει διαφορετικές άμυνες όπως εμμονές και ψυχαναγκασμούς, άγχος ή κατάθλιψη ή άλλες δραστηριότητες και συμπεριφορές στις οποίες μπορεί να καταφεύγουμε για να αποτρέψουμε τους συχνά παραγνωρισμένους φόβους μας.