Η μετάφραση είναι διαθέσιμη (07/09/2025)

Αναγνώσματα του Αυγούστου σχετικά με τη ζωή, την αγάπη, την φροντίδα και την απώλεια

«Παρ’ όλα αυτά, στη μελέτη οποιουδήποτε ατόμου βρίσκουμε το παρελθόν καθώς και το παρόν, το βρέφος καθώς και τον ενήλικα». Donald W.Winnicott

«Δεν είναι αυτή η συμβολή της αφοσιωμένης μητέρας παραγνωρισμένη ακριβώς επειδή είναι τεράστια;» Donald W.Winnicott

Το Μέρος 1 της σημερινής ανάρτησης είναι ένα είδος ποτπουρί αναφορών σε μερικά από τα αναγνώσματα μου του Αυγούστου των Donald W. Winnicott, Joan Didion και Susanna Kaysen. Το Μέρος 2 περιέχει μια περίληψη ενός πρόσφατου podcast σχετικά με σημαντικές προσωπικότητες στον χώρο της ψυχανάλυσης και των ψυχοδυναμικών θεωριών και θεραπευτικών πρακτικών. Αποτελούν στην πραγματικότητα δύο ξεχωριστά κείμενα που έγραφα ταυτόχρονα τον τελευταίο μήνα, όμως επειδή είναι σε κάποιο βαθμό θεματικά συνδεδεμένα, αποφάσισα να τα δημοσιεύσω μαζί. Έχω επίσης ανεβάσει μερικά θεματικά σχετικά παλαιότερα σχέδια.

Μέρος πρώτο

«Η ζωή αλλάζει γρήγορα. Η ζωή αλλάζει στη στιγμή. Κάθεσαι για δείπνο και η ζωή όπως την ήξερες τελειώνει». Joan Didion / Τζόαν Ντίντιον

Το βιβλίο The Year of Magical Thinking (2005) / Η Χρονιά της Μαγικής Σκέψης (Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ) της Joan Didion, Αμερικανίδα συγγραφέας και δημοσιογράφoς [θεωρείται μία από τις πρωτοπόρους της Νέας Δημοσιογραφίας που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 1960-1970 που χρησιμοποιεί λογοτεχνικές τεχνικές και χαρακτηρίζεται από μια υποκειμενική οπτική, όπου οι δημοσιογράφοι τοποθετούνται μέσα στις ιστορίες καθώς τις γράφουν, ενώ στην παραδοσιακή δημοσιογραφία, οι δημοσιογράφοι υποτίθεται ότι είναι «αόρατοι»], είναι μια χειρουργικής ακρίβειας εξέταση της θλίψης και της διαδικασίας του πένθους που ακολούθησε τον θάνατο του συζύγου της, συγγραφέα, John Gregory Dunne. Είναι μια συγκινητική αλλά και αποστασιοποιημένη και λεπτομερής εξέταση μιας απώλειας που την συνέτριψε.Και θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι ταυτόχρονα ειλικρινής και διακριτική, και νομίζω ότι αυτό έχει συμβάλλει στο να καταφέρει η  Ντίντιον να μετατρέψει το πολύ προσωπικό σε κάτι καθολικό, μια ιστορία που μπορεί να αφορά και να αντανακλά την εμπειρία των πενθούντων όπου κι αν βρίσκονται. Η Didion αφηγείται μια χρονιά που ξεκίνησε όταν ο σύζυγός της κατέρρευσε από μια θανατηφόρα καρδιακή προσβολή ενώ δειπνούσαν στις 30 Δεκεμβρίου του 2003, αφού είχαν πρώτα επισκεφτεί την κόρη τους, Quintana Roo, η οποία είχε τεθεί σε μηχανική υποστήριξη σε μονάδα εντατικής θεραπείας.

Η Didion καλείται να αντιμετωπίσει την απώλεια του συζύγου της και τη φροντίδα της κόρης της που βρίσκεται σε τεχνητό κώμα στο νοσοκομείο, ταυτόχρονα. Από την αρχή υπάρχει μια παράλληλη ή μάλλον αλληλοπλεκόμενη αφήγηση σχετικά με το δράμα που εκτυλίσσεται και που αφορά την κόρη της, μια περίπτωση διπλής πνευμονίας που μετατράπηκε σε σηπτικό σοκ. Η Didion μπόρεσε να της μιλήσει για τον θάνατο του πατέρα της μόνο δεκαέξι ημέρες αργότερα, αφού οι γιατροί είχαν καταφέρει να αφαιρέσουν τον αναπνευστικό σωλήνα και να μειώσουν την καταστολή σε σημείο που μπορούσε σταδιακά να ξυπνήσει.

Η έκφραση στον τίτλο του βιβλίου, μαγική σκέψη, υποδηλώνει έναν παιδικό τρόπο σκέψης, μια ψυχολογική άμυνα ή μηχανισμό άρνησης που η Didion επιστρατεύει, ημισυνειδητά, τις ημέρες, τις εβδομάδες και τους μήνες μετά το συμβάν. Αναφέρει στιγμές όπου καταφεύγει στη μαγική σκέψη και την αδυναμία της να αποδεχτεί πλήρως την πραγματικότητα και την οριστικότητα του θανάτου του συζύγου της, ελπίζοντας ότι με κάποιο μαγικό τρόπο θα επανεμφανιστεί.

Αρχικά, στρέφεται στη λογοτεχνία, σε μελέτες και σε ιατρικά βιβλία και άρθρα για να καταλάβει τι συνέβη, αν θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί ο θάνατος του άντρα της και να καταλάβει επίσης τι συμβαίνει στην κόρη της, επειδή, όπως εξηγεί: «Στις δύσκολες στιγμές είχα εκπαιδευτεί από την παιδική μου ηλικία: διάβασε, μάθε, επεξεργάσου, δες τη λογοτεχνία. Η πληροφορία ήταν έλεγχος. Δεδομένου ότι η θλίψη της απώλειας παρέμενε ένα από τα πιο συνηθισμένα δεινά, η σχετική λογοτεχνία ήταν αξιοσημείωτα λιγοστή. Υπήρχε το ημερολόγιο που κρατούσε ο C.S. Lewis μετά τον θάνατο της συζύγου του, A Grief Observed, αλλά όχι πολλά άλλα».  Διάβάζει ξανά όσα έχουν να πουν οι Φρόιντ και Melanie Klein για τη θλίψη και το πένθος κι αγοράζει ένα βιβλίο νευροανατομίας προσπαθώντας να πάρει τις σωστές αποφάσεις σχετικά με την κόρη της.

Τελικά, οι άμυνές της καταρρέουν καθώς έρχεται αντιμέτωπη με την άβυσσο της θλίψης και την πραγματικότητα της ξαφνικής αναχώρησης του συζύγου της. Αποσπάται εύκολα και νιώθει εύθραυστη, αποπροσανατολισμένη. Παρατηρεί μια μείωση στις γνωστικές της ικανότητες. Γράφει: «προσπαθώ να βγάλω νόημα από τις εβδομάδες και μετά τους μήνες που διέκοψαν οποιαδήποτε σταθερή ιδέα που είχα ποτέ για τον θάνατο, για την ασθένεια… για τον γάμο και τα παιδιά και τη μνήμη… για την επιφανειακότητα της λογικής, για την ίδια τη ζωή». Σχετικά με τη θλίψη γράφει: «Η θλίψη έρχεται σε κύματα……παροξυσμοί, ξαφνικές ανησυχίες που αποδυναμώνουν τα γόνατα, τυφλώνουν τα μάτια και εξαφανίζουν την καθημερινότητα της ζωής. Σχεδόν όλοι όσοι έχουν βιώσει ποτέ θλίψη αναφέρουν αυτό το φαινόμενο των κυμάτων…» κι αλλού μας λέει: «Η θλίψη αποδεικνύεται ότι είναι ένα μέρος που κανείς μας δεν γνωρίζει μέχρι να φτάσει εκεί. Προβλέπουμε (γνωρίζουμε) ότι κάποιος κοντά μας θα μπορούσε να πεθάνει, αλλά δεν κοιτάμε πέρα ​​από τις λίγες ημέρες ή εβδομάδες που ακολουθούν έναν τέτοιο φανταστικό θάνατο. Παρερμηνεύουμε τη φύση ακόμη και αυτών των λίγων ημερών ή εβδομάδων. Μπορεί να περιμένουμε ότι αν ο θάνατος είναι ξαφνικός, θα νιώσουμε σοκ. Δεν περιμένουμε ότι αυτό το σοκ θα είναι εξουθενωτικό, εξουθενωτικό τόσο για το σώμα όσο και για το μυαλό. Μπορεί να περιμένουμε ότι θα είμαστε καταβεβλημένοι, απαρηγόρητοι, τρελοί από την απώλεια. Δεν περιμένουμε όμως να είμαστε κυριολεκτικά τρελαμένοι, κουλ πελάτες που πιστεύουν ότι ο σύζυγός τους πρόκειται να επιστρέψει και μπορεί να χρειάζεται τα παπούτσια του».

Το δεύτερο βιβλίο της Τζόαν Ντίντιον που διάβασα ήταν το  Notes to John / Σημειώσεις για τον Τζων (2025), το οποίο αποτελείται από 46, νομίζω, σε μεγάλο βαθμό μη επεξεργασμένες καταχωρήσεις ημερολογίου. Το βιβλίο συντάχθηκε μετά τον θάνατό της. Το 1999, η Didion ξεκίνησε συνεδρίες επειδή η οικογένειά της “είχε περάσει μερικά δύσκολα χρόνια”. Η Didion περιέγραψε αυτές τις συνεδρίες σε ένα ημερολόγιο που είχε δημιουργήσει για τον σύζυγό της,Τζων (John Gregory Dunne). Για κάποιο χρονικό διάστημα κατέγραφε τις συζητήσεις που είχε με τον ψυχαναλυτή και ψυχίατρο Roger MacKinnon. Είναι μια πολύ προσωπική αφήγηση. Οι συνεδρίες επικεντρώθηκαν στον σοβαρό αλκοολισμό της υιοθετημένης κόρης της και την επίδρασή του στην εργασία της και τη λήψη αποφάσεων, στη συνεχή ανησυχία της Didion, στη μητρότητα, στην υπερπροστατευτικότητα, στην ενοχή, στην υιοθεσία και στις πολυπλοκότητες της σχέσης της με την κόρη της. Αργότερα οι συζητήσεις τους επικεντρώθηκαν στη δουλειά της Didion και τη δυσκολία που είχε να τη διατηρήσει εν μέσω των ανησυχιών της, στην παιδική της ηλικία, στην πρώιμη τάση της να αναμένει την καταστροφή, στο έργο της και το ζήτημα του κληροδοτήματος της. Επίσης ασχολήθηκαν και με τους τρόπους αντιμετώπισης και υποστήριξης της συμμετοχής της κόρης της σε ομάδες ΑΑ τη στιγμή που η ίδια η Ντίντιον τις αποδοκίμαζε θεωρητικά, καθώς και το αν έπρεπε να στηρίξει οικονομικά την κόρη της, τον κίνδυνο αυτοκτονίας, οικονομικές αποφάσεις  και άλλα.

Ενώ διάβαζα το βιβλίο, αναρωτιόμουν αν αυτή η συσκευασία των σημειώσεων και των σελίδων του ημερολογίου της σε βιβλίο μετά τον θάνατό της, χωρίς η ίδια να έχει εκφράσει ποτέ την επιθυμία να δημοσιευτούν, ήταν σοφή ή ηθική. Αναρωτήθηκα επίσης αν ήταν απλώς η άποψή μου ή αν και άλλοι  είχαν παρόμοιες απόψεις. Έτσι, διάβασα μερικές κριτικές στο Διαδίκτυο και ναι, υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν ότι ίσως ήταν μια λανθασμένη απόφαση να δημοσιευτούν αυτές οι πολύ προσωπικές σημειώσεις. Το γεγονός ότι ήταν συγγραφέας και ότι είχε γράψει αυτές τις σελίδες δεν σήμαινε αυτόματα ότι προορίζονταν για δημοσίευση. Αυτές οι καταχωρήσεις ημερολογίου θα μπορούσαν να ήταν ένας τρόπος για την Ντίντιον να επεξεργαστεί περαιτέρω ότι λάμβανε χώρα κατά τη διάρκεια της ανάλυσης, ένας τρόπος να συμμετάσχει και ο σύζυγός της στη διαδικασία ή απλώς μια καταγραφή μιας περιόδου της ζωής της, ίσως για χρήση σε μελλοντικά βιβλία. Επίσης, η Ντίντιον είχε ήδη γράψει τα βιβλία, “Η Χρονιά της Μαγικής Σκέψης” και “Γαλάζιες Νύχτες”, και τα δύο πολύ προσωπικά βιβλία, που αφορούν τους θανάτους του συζύγου και της κόρης της, οπότε η δημοσίευση των σελίδων του ημερολογίου φαινόταν περιττή. Κάποιοι κριτικοί αναφέρθηκαν στην γοητεία που ένιωθε κανείς βλέποντας το υλικό κάτω ή πίσω από τα ολοκληρωμένα βιβλία, αλλά και πάλι νομίζω ότι αποτελεί παραβίαση της ιδιωτικότητας της Ντίντιον και της οικογένειάς της μετά τον θάνατό της.

Το βιβλίο The Camera My Mother Gave Me  /  Η φωτογραφική μηχανή που μου χάρισε η μητέρα μου» (2001), γραμμένο από τη Σουζάνα Κέισεν (γεν. 1948), είναι ένα μυθιστόρημα-απομνημονεύματα, θα μπορούσε κανείς να πει. Ο ορισμός του ως μυθιστόρημα δίνει στη συγγραφέα μεγαλύτερη ελευθερία να αφηγηθεί μια προσωπική ιστορία, διαμορφώνοντας παράλληλα την αφήγησή της όπως εκείνη θέλει. Ο τίτλος είναι μια καλλιτεχνική αναφορά στο όργανο του σώματος για το οποίο γράφει. Η Κέισεν γράφει άφοβα για μια γυναικολογική πάθηση και τον αγώνα της για να βρει απαντήσεις και ανακούφιση από τον πόνο, από τους γιατρούς και τους πάροχους υγείας που επισκέπτεται, όταν δεν φαίνεται να υπάρχει ικανοποιητική απάντηση ή συμφωνία μεταξύ τους ούτε για τις αιτίες ούτε για τη θεραπεία.

Όπως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, όσον αφορά την υγεία, πολλές φορές τα πράγματα μπορεί να είναι περίπλοκα και μια ποικιλία αιτιών, άλλες πιο προφανείς και άλλες λιγότερο, μπορούν να συμβάλουν σε ένα πρόβλημα και μια πάθηση μπορεί να σχετίζεται με άλλα συμπτώματα ή δυσκολίες. Επιπλέον, είναι συχνά δύσκολο να διαχωρίσουμε τις σωματικές παθήσεις και τα συμπτώματα από την ψυχολογία, το πρώιμο τραύμα ή τις τρέχουσες σχέσεις. Η Kaysen γράφει: «Μην διαχωρίζεις το νου από το σώμα… Μην διαχωρίζεις ούτε καν τον χαρακτήρα—δεν μπορείς. Η μονάδα ύπαρξής μας είναι ένα σώμα, μια φυσική, απτή, αισθητηριακή οντότητα με αντιλήψεις και αντιδράσεις που την εκφράζουν και την αποτελούν ταυτόχρονα. Η ασθένεια είναι μια από τις γλώσσες μας. Οι γιατροί καταλαβαίνουν τι έχει να πει η ασθένεια για τον εαυτό της. Εναπόκειται στο άτομο που πάσχει από την ασθένεια να καταλάβει τι έχει να του πει η ασθένεια……».

Σταδιακά, κατανοεί κάποια πράγματα για τον εαυτό της, τους άλλους και τα ευρύτερα πλαίσια. Παρατηρεί μια πιο βίαιη / πιεστική και μη ενσυναισθητική πτυχή του φίλου της, γίνεται φίλη με έναν νεότερο άντρα, ο οποίος της στέλνει αντιφατικά μηνύματα, θυμάται τη μητέρα της, η οποία έχει πεθάνει αρκετά χρόνια πριν. Γράφει: «Το να βλέπω τη μητέρα μου να πεθαίνει με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι είναι σημαντικό να έχεις έναν γιατρό που συμπαθείς. Αυτή είχε. Δεν μπορούσε να εμποδίσει το θάνατό της, αλλά δεν την άφησε να πεθάνει μόνη της». Ένας από τους επαγγελματίες υγείας της υπενθυμίζει ορισμένες πτυχές της παιδικής της εκπαίδευσης στην τουαλέτα. Κατά τη διάρκεια ενός γεύματος με φίλους, που την γνώριζαν από παιδί, κι ενώ η ίδια αφηγούνταν ένα ιδιαίτερα δυσάρεστο περιστατικό, όταν ο διευθυντής του λυκείου την είχε κατηγορήσει ότι ήταν ξυπόλητη και είχε γίνει έξαλλος γι’ αυτό, ενώ στην πραγματικότητα αυτή απλώς φορούσε μπεζ παπούτσια, και υπό την επήρεια ενός φαρμάκου που της είχε δοθεί, άρχισε να αποσυνδέεται και στη συνέχεια να δυσκολεύεται να θυμηθεί λέξεις. Επισκέψεις σε φίλους, πνεύμα και χιούμορ, αλλά και νέες συνειδητοποιήσεις, την βοηθούν να αντιμετωπίσει αυτή την οδύσσεια αβεβαιότητας, πόνου, συχνών επισκέψεων σε γιατρούς και πειραματισμών με μια ποικιλία θεραπειών, που μάλλον της προκαλούν περισσότερα προβλήματα παρά ανακούφιση.

Διάβασα επίσης το “Το Παιδί, η Οικογένεια και ο Έξω Κόσμος” του Donald W. Winnicott (1896-1971), ενός πρωτοπόρου παιδιάτρου και ψυχαναλυτή με μεγάλη επιρροή. Μεγάλο μέρος του βιβλίου βασίζεται σε ομιλίες που μεταδόθηκαν από το BBC σε διάφορες χρονικές στιγμές κι εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1964. Επειδή απευθύνεται σε μητέρες, γονείς και φροντιστές, καθώς και στο ευρύ κοινό, η γλώσσα είναι πολύ προσιτή. Ο Winnicott αξιοποιεί τη μακρά εμπειρία του, τόσο ως παιδίατρος όσο και ως ψυχαναλυτής, για να μας ταξιδέψει από τη βρεφική ηλικία στην ανεξαρτησία, δημιουργώντας ένα υποστηρικτικό πλαίσιο για τις μητέρες και τους γονείς ώστε να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της φροντίδας των παιδιών και της γονικής μέριμνας. Παρέχει σαφή, πρακτική και ενσυναισθητική καθοδήγηση, και ο τόνος είναι μη επικριτικός και ανθρώπινος, σεβόμενος τη διαίσθηση των μητέρων σχετικά με την ανατροφή των παιδιών. Στην εισαγωγή γράφει: “Καταρχάς, θα ανακουφιστείτε όταν μάθετε ότι δεν πρόκειται να σας πω τι να κάνετε. Είμαι άντρας, και έτσι δεν μπορώ ποτέ να ξέρω πραγματικά πώς είναι να βλέπεις τυλιγμένο εκεί στην κούνια ένα κομμάτι του εαυτού μου, ένα κομμάτι του εαυτού μου να ζει μια ανεξάρτητη ζωή, αλλά ταυτόχρονα να είναι εξαρτημένο και σταδιακά να γίνεται άτομο. Μόνο μια γυναίκα μπορεί να το βιώσει αυτό…”.

Θα πρέπει να προσθέσω, ωστόσο, ότι όλα τα βιβλία και έργα υπάρχουν μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο και, ως εκ τούτου, τα βιβλία που γράφτηκαν δεκαετίες πριν πρέπει να διαβάζονται με αυτό κατά νου, προκειμένου να κατανοούμε καλύτερα το υλικό, αλλά και να αποκομίζουμε ότι είναι σχετικό και έχει αξία σήμερα. Έχοντας επισημάνει αυτό, και παρόλο που το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’60, θα πρέπει να προσθέσω ότι οι γνώσεις και οι πληροφορίες του παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρες και συνεχίζουν να επηρεάζουν την κατανόηση της παιδοψυχολογίας και της γονικής μέριμνας και σήμερα.

Το βιβλίο καλύπτει μια ποικιλία θεμάτων που αφορούν την ανάπτυξη του παιδιού, την ανατροφή των παιδιών και τη δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ οικογένειας και περιβάλλοντος. Κάθε κεφάλαιο εστιάζει σε μια διαφορετική πτυχή της ανάπτυξης: το τάισμα, τον θηλασμό, το φαγητό, τη διαδικασία της πέψης, τον απογαλακτισμό και την ανάγκη να βλέπουμε το μωρό ως άτομο από την αρχή. Σημειώνει: «Η ιστορία ενός ανθρώπου δεν ξεκινά στα πέντε ή στα δύο χρόνια ή στους έξι μήνες, αλλά ξεκινά από τη γέννηση – και πριν από τη γέννηση, αν θέλετε. Και κάθε μωρό είναι από την αρχή ένα άτομο και χρειάζεται να το γνωρίσει κάποιος. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει ένα μωρό τόσο καλά όσο η μητέρα του μωρού». Διευκρινίζει ότι η τάση για ζωή και ανάπτυξη είναι κάτι εγγενές στο μωρό και αναλύει την έμφυτη ηθική του μωρού και το πόσο πρέπει οι γονείς να επιβάλλουν τα πρότυπα και τις πεποιθήσεις τους στο παιδί που μεγαλώνει, τα ένστικτα και τις φυσιολογικές δυσκολίες, τις σχέσεις των μικρών παιδιών με τον πατέρα και τους άλλους ανθρώπους, την ανάγκη υποστήριξης των γονιών, τα αδέλφια, το μοναχοπαίδι, τα δίδυμα, τη ντροπαλότητα, τη φυσική επιθετικότητα, την αγωνία, τον θυμό, τη ζήλια και την ανεξαρτησία. Ο Winnicott αναγνωρίζει ότι η ζωή και η ανθρώπινη ανάπτυξη έχουν τις εγγενείς δυσκολίες της. Γράφει: «Ακόμα και το πιο ευγενικό και κατανοητικό υπόβαθρο της οικογενειακής ζωής δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι η συνηθισμένη ανθρώπινη ανάπτυξη είναι δύσκολη, και μάλιστα θα ήταν δύσκολο για το παιδί να υπομείνει ένα τέλεια προσαρμοστικό σπίτι, επειδή δεν θα υπήρχε ανακούφιση μέσω του δικαιολογημένου θυμού».

Τονίζει τη μεγάλη σημασία και αξία του παιχνιδιού στην ανάπτυξη ενός παιδιού και τα πειράματα του παιδιού για ανεξαρτησία. Γράφει: «Ενώ είναι εύκολο να δούμε ότι τα παιδιά παίζουν για ευχαρίστηση, είναι πολύ πιο δύσκολο για τους ανθρώπους να δουν ότι τα παιδιά παίζουν για να ελέγξουν / διαχειριστούν το άγχος ή ιδέες και παρορμήσεις που οδηγούν σε άγχος, αν δεν έχουν τον έλεγχο. Το άγχος είναι πάντα ένας παράγοντας στο παιχνίδι ενός παιδιού, και συχνά είναι ένας σημαντικός παράγοντας… Γιατί στο βαθμό που τα παιδιά παίζουν μόνο για ευχαρίστηση μπορεί να τους ζητηθεί να το εγκαταλείψουν, ενώ, στο βαθμό που το παιχνίδι αντιμετωπίζει το άγχος, δεν μπορούμε να αναγκάσουμε τα παιδιά να το εγκαταλείψουν χωρίς να προκαλέσουμε δυσφορία, πραγματικό άγχος ή νέες άμυνες κατά του άγχους».

Τέλος, στο τρίτο μέρος, The Outside World / Ο Έξω Κόσμος, γίνεται μια διερεύνηση των αναγκών των παιδιών κάτω των πέντε ετών, του ρόλου του βρεφονηπιακού σταθμού, που όπως γράφει, «δεν είναι για να υποκαθιστά μια απούσα μητέρα, αλλά να συμπληρώνει και να επεκτείνει τον ρόλο που παίζει μόνο η μητέρα στα πρώτα χρόνια του παιδιού», του ρόλο των γονέων και των δασκάλων και του ζητήματος της επιρροής, της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στο σχολείο, της επίσκεψης των παιδιών όταν βρίσκονται στο νοσοκομείο, της νεανικής παραβατικότητας, του ρόλου των ονείρων στην ωρίμανση ενός παιδιού, και της επιθετικότητας, η οποία, σύμφωνα με τον Winnicott, έχει δύο σημασίες: «…είναι άμεσα ή έμμεσα μια αντίδραση στην απογοήτευση… και… είναι μία από τις δύο κύριες πηγές ενέργειας ενός ατόμου».

Δύο αποσπάσματα από το βιβλίο:

«Είναι ζωτικής σημασίας να κατανοήσουμε τον ρόλο που διαδραματίζουν όσοι φροντίζουν το βρέφος, ώστε να μπορέσουμε να προστατεύσουμε τη νεαρή μητέρα από οτιδήποτε τείνει να μπει ανάμεσα σε αυτήν και το παιδί της. Αν δεν κατανοεί όλα όσα κάνει πολύ καλά, δεν έχει μέσα να υπερασπιστεί τη θέση της και πολύ εύκολα χαλάει τη δουλειά της προσπαθώντας να κάνει αυτό που της λένε ή αυτό που έκανε η μητέρα της ή αυτό που λένε τα βιβλία. Οι πατέρες εμπλέκονται σε αυτό, όχι μόνο επειδή μπορούν να είναι καλές μητέρες για περιορισμένο χρονικό διάστημα, αλλά κι επειδή μπορούν να βοηθήσουν στην προστασία της μητέρας και του μωρού από οτιδήποτε τείνει να παρεμβαίνει στον δεσμό μεταξύ τους, που είναι η ουσία και η ίδια η φύση της φροντίδας των παιδιών».

«Όσο για τη θεωρία ότι η εκπαίδευση του μωρού πρέπει να ξεκινά όσο το δυνατόν νωρίτερα, η αλήθεια είναι ότι η εκπαίδευση είναι άτοπη μέχρι το βρέφος να αποδεχτεί τον κόσμο έξω από αυτό και να συμβιβαστεί με αυτόν. Και το θεμέλιο αυτής της αποδοχής της εξωτερικής πραγματικότητας είναι η πρώτη σύντομη περίοδος κατά την οποία μια μητέρα ακολουθεί φυσικά τις επιθυμίες του βρέφους της………. Αυτή η λέξη «εκπαίδευση» μου φαίνεται πάντα ότι είναι κάτι που ανήκει στη φροντίδα των σκύλων. Τα σκυλιά χρειάζονται εκπαίδευση. Υποθέτω ότι μπορούμε να μάθουμε κάτι από τα σκυλιά, στο ότι αν γνωρίζετε τι θέλετε, ο σκύλος σας είναι πιο ευτυχισμένος από ό,τι αν δεν γνωρίζετε. Και τα παιδιά, επίσης, θέλουν να έχετε τις δικές σας ιδέες για τα πράγματα. Αλλά ένας σκύλος δεν χρειάζεται να μεγαλώσει και να γίνει άνθρωπος, οπότε όταν μιλάμε για το μωρό σας πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή, και το καλύτερο είναι να δούμε πόσο μπορούμε να παραλείψουμε εντελώς τη λέξη «εκπαίδευση». Υπάρχει χώρος για την ιδέα ότι η αίσθηση του καλού και του κακού, όπως και πολλά άλλα, έρχονται φυσικά σε κάθε βρέφος και παιδί, υπό την προϋπόθεση ότι ορισμένες συνθήκες περιβαλλοντικής φροντίδας μπορούν να θεωρηθούν δεδομένες. Αλλά, αυτή η διαδικασία ανάπτυξης από την παρορμητικότητα και την αξίωση να ελέγχει τους πάντες και τα πάντα, σε μια ικανότητα συμμόρφωσης, είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο περίπλοκο είναι. Μια τέτοια ανάπτυξη απαιτεί χρόνο. Μόνο αν νιώθετε ότι αξίζει τον κόπο, θα δώσετε την ευκαιρία για αυτό που πρέπει να συμβεί…….. Κατά τη διαδικασία της ενοποίησης / integration, οι παρορμήσεις για επίθεση και καταστροφή, και οι παρορμήσεις για προσφορά και μοίρασμα συγγενεύουν, η μία μειώνει την επίδραση της άλλης. Η καταναγκαστική εκπαίδευση δεν αξιοποιεί τη διαδικασία ενοποίησης αυτού του παιδιού. Αυτό που περιγράφω εδώ είναι στην πραγματικότητα η σταδιακή ανάπτυξη στο παιδί της ικανότητας να αισθάνεται ένα αίσθημα ευθύνης……”

Υπάρχουν λίγα περισσότερα για τις ιδέες και το έργο του Winnicott στο παρακάτω κείμενο:

Μέρος 2

Παράλληλα με τα αναγνώσματα αυτόν το μήνα παρακολούθησα  και δύο podcast Being Well, τα οποία αξίζουν να τα παρακολουθήσουν όσοι ενδιαφέρονται για το υλικό. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι μια κριτική εισαγωγή σε ηγετικές προσωπικότητες του ψυχαναλυτικού κόσμου ή αυτών που στον τομέα της ψυχοθεραπείας επηρεάστηκαν σημαντικά από ψυχαναλυτικές ιδέες. Ο Forrest και ο Rick Hanson παρουσιάζουν βασικές ιδέες, την κίνηση αυτών των ιδεών μέσα στο χρόνο και πώς μπορούμε να κατανοήσουμε την ιδέα της ψυχοδυναμικής. Ο Forrest εξηγεί ότι η ψυχοδυναμική είναι απλώς η έννοια ότι δεν είμαστε ένα σταθερό σύστημα και ότι υπάρχουν διαφορετικά είδη συχνά αντικρουόμενων δυνάμεων μέσα μας. Κατά συνέπεια, ο νους δεν συμφωνεί πάντα με τον εαυτό του. Περνώντας από κάποιο είδος ψυχαναλυτικής διαδικασίας, ουσιαστικά προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στα βαθύτερα στρώματα του νου. Φέρνοντας ένα μέρος αυτού του υλικού στη συνειδητή επίγνωση, μπορούμε να αυξήσουμε την κατανόησή μας για τις επιθυμίες, τις αποφάσεις και τις συμπεριφορές μας, αλλά και να βελτιώσουμε τη ζωή μας. Παρέχουν επίσης κάποια κριτικά σχόλια και συζητούν τα πρακτικά συμπεράσματα και τι μπορούμε να εφαρμόσουμε στη ζωή μας.

Θα επικεντρωθώ στο Μέρος 2 (Μπορείτε να το παρακολουθήσετε στη διεύθυνση: https://rickhanson.com/being-well-podcast-9-lessons-from-the-great-minds-of-psychoanalysis/)

Σε αυτό το δεύτερο μέρος, ο Forrest και ο Rick ξεκινούν τη συζήτησή τους διακρίνοντας χαλαρά «τρεις σχολές» σκέψης, θα μπορούσε κανείς να πει: α) η σχολή του Εγώ· β) η πιο σχεσιακή και αναπτυξιακή σχολή και γ) η σχολή του βάθους και του νοήματος.

Η πρώτη σχολή σκέψης περιλαμβάνει το έργο και τις θεωρίες των Alfred Adler, Anna Freud και Erik Erikson. Οι Forrest και Rick συνοψίζουν το έργο τους θέτοντας τα ερωτήματα που διερευνώνται ή απαντώνται στο έργο τους: Πώς αναπτύσσουμε αυτό που ονομάζουμε δύναμη του Εγώ; Πώς ενισχύουμε την ικανότητα του Εγώ να κάνει καλές επιλογές, να κάνει τα πράγματα που μας φέρνουν πιο κοντά σε αυτό που θέλουμε να πετύχουμε στη ζωή και μας βοηθούν να ξεπερνάμε διαφορετικά είδη προκλήσεων; 

Εν ολίγοις, η πρώτη σχολή ιδρύθηκε όταν ο Άλφρεντ Άντλερ αποσχίστηκε από τον Φρόιντ στις αρχές του 20ού αιώνα, κυρίως λόγω της εστίασης του Φρόιντ στις σεξουαλικές ορμές και της άποψης του Άντλερ για τις ιδέες του Φρόιντ ως «μιας ζοφερής προσέγγισης στην ψυχολογία». Σχετικά με τη ζοφερή άποψη του Φρόιντ για τα πράγματα, ο Ρικ σχολιάζει: «Η περιγραφή του ατόμου από τον Φρόιντ ως σχεδόν απομονωμένου ως ένα είδος θύματος ή επιβάτη αυτών των πρωταρχικών ενστικτωδών διεργασιών που συγκρούονται με τους κοινωνικούς και βικτοριανούς κανόνες της εποχής…». Σχολιάζουν και οι δυο ότι στο έργο του Άντλερ δεν υπάρχει το Οιδιπόδειο, αλλά είναι ένα μοντέλο που επικεντρώνεται περισσότερο στην ανάπτυξη, στο μέλλον και στην εκπλήρωση φιλοδοξιών, σε σχέση με αυτό που βλέπουμε στην πιο κλασική ψυχανάλυση με τον Φρόιντ. Επίσης, ο Άντλερ προώθησε μια πιο ισότιμη δυναμική εξουσίας – μια «πολύ πιο επίπεδη δυναμική εξουσίας» – μεταξύ του αναλυτή και του πελάτη / αναλυόμενου.

Ο Άντλερ τοποθέτησε επίσης το άτομο σε ένα κοινωνικό πλαίσιο και διερεύνησε τις προσαρμογές των ανθρώπων στο κοινωνικό τους πλαίσιο, καθώς όλοι ξεκινάμε ως μικρά σώματα / ανθρωπάκια που πρέπει να διαχειριστούμε ένα αίσθημα κατωτερότητας, σε έναν περίπλοκο κόσμο γεμάτο μεγάλους, ισχυρούς ενήλικες. Η κοινή έννοια του συμπλέγματος κατωτερότητας προέρχεται από τον Άντλερ, ο οποίος ενδιαφερόταν για το πώς σταδιακά αναπτύσσουμε μια υγιή αίσθηση αξίας και πώς καταφέρνουμε να οικοδομήσουμε τη δική μας αίσθηση ταυτότητας ως «εγώ» σε έναν περίπλοκο σχεσιακό κόσμο. Ο Rick λέει ότι υπάρχει μέσα μας μια σημαντική ανάγκη ως κοινωνικά πρωτεύοντα να συνεισφέρουμε στον κόσμο, να συνεισφέρουμε στους άλλους, να νιώθουμε ότι έχουμε αξία, και αυτές οι συνεισφορές να μην εμποδίζονται, και ότι «ο Άντλερ ήταν ένας από τους πρώτους που πραγματικά θεώρησε φυσική αυτή την επιθυμία να συνεισφέρουμε, να έχουμε αξία, να έχουμε σημασία, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής προσέγγισης της σημασίας». Ωστόσο, o Rick προειδοποιεί: «να έχουμε το νου μας για τις καταδικασμένες αναζητήσεις στις οποίες προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε καλαμπόκι στη Σαχάρα», ίσως επαναλαμβάνοντας ένα μοτίβο από την παιδική ηλικία. Επομένως, χρειαζόμαστε ένα κατάλληλο και ανταποκρινόμενο περιβάλλον για να ευημερήσουμε.

Η Άννα Φρόιντ, η οποία, όπως σημειώνει ο Forrest, πιθανότατα να έχει συμβάλει περισσότερο από τον πατέρα της στην πρακτική της θεραπείας, όπως την γνωρίζουμε σήμερα, ιδιαίτερα όσον αφορά το έργο της πάνω στους αμυντικούς μηχανισμούς. Η βασική της αντίληψη ήταν ότι το Εγώ μας, συμπιεσμένο ανάμεσα στο αυτό και το υπερεγώ, προσπαθεί να ξεπεράσει αυτή τη θέση υιοθετώντας μια ποικιλία αμυντικών στρατηγικών για να προστατευτεί από επώδυνες σκέψεις και συναισθήματα, και αντικρουόμενες επιθυμίες. Η Άννα Φρόιντ ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το πώς λειτουργεί το Εγώ στα παιδιά και για το πώς αντιδρά το Εγώ τους όταν δέχεται επίθεση στη στιγμή. Ορισμένες άμυνες είναι η καταστολή, η άρνηση, η προβολή, η ορθολογικοποίηση, η μετουσίωση (sublimation), που περιλαμβάνει τη διοχέτευση φοβικού υλικού, ανεπιθύμητων παρορμήσεων και συναισθημάτων ή τραυματικού υλικού στην εργασία, την τέχνη ή άλλες δραστηριότητες που μπορούν να συνεισφέρουν στον κόσμο. Οι άμυνες είναι φυσιολογικές, χρήσιμες και προστατευτικές και μας βοηθούν να αντεπεξέλθουμε στη ζωή. Ωστόσο, μπορούν να είναι προσαρμοστικές όσο και δυσπροσαρμοστικές. Γι’ αυτό υπάρχει η ανάγκη να μπορούμε να λειτουργούμε διαφορετικά καθώς μεγαλώνουμε. Ακόμα και η επίγνωση του πώς και πότε καταφεύγουμε σε αυτές τις άμυνες μπορεί να είναι απελευθερωτική. Όπως λέει ο Forrest καθώς αυξάνουμε την ανοχή μας στην εμπειρία που μας φοβίζει ή μας δυσκολεύει, και αυξάνουμε και την ικανότητά μας να εκφραζόμαστε πλήρως, είμαστε σε θέση σταδιακά να σπρώξουμε προς τα πίσω τα κάγκελα του αόρατου κλουβιού.

Το τρίτο πρόσωπο της «σχολής που επικεντρώνεται στο Εγώ» είναι ο Erik Erikson (1902-1994). Η ψυχοκοινωνική ανάπτυξη και τα ζητήματα ταυτότητας ήταν κεντρικά ζητήματα στην προσωπική του ζωή και στην εργασία του, και είναι γνωστός για τα ψυχοκοινωνικά στάδια ανάπτυξης. Στο podcast αναφέρεται ότι ο Erikson χρησιμοποίησε την ιδέα της εσωτερικής σύγκρουσης του Freud και την επέκτεινε σε ένα κοινωνικά ενσωματωμένο αναπτυξιακό πλαίσιο. Σε αντίθεση με τη θεωρία του Φρόυντ για τα ψυχοσεξουαλικά στάδια, η θεωρία του Έρικσον περιγράφει την επίδραση της κοινωνικής εμπειρίας σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Ο Erikson πρότεινε ότι το Εγώ χρειάζεται να προσαρμοστεί για να αντιμετωπίσει τα διαφορετικά είδη προκλήσεων του πραγματικού κόσμου, που ανέλυσε σε οκτώ στάδια. Πλαισίωσε κάθε στάδιο «γύρω από μια βασική σύγκρουση που πρέπει να αντιμετωπίσουμε και είτε είμαστε σε θέση να την ξεπεράσουμε είτε όχι». Αν δεν διαπραγματευτούμε με επιτυχία το κάθε αναπτυξιακό στάδιο, το κουβαλάμε μαζί μας στην επόμενη φάση της ζωής μας. Ωστόσο, έχουμε την δυνατότητα μέσω θεραπείας ή άλλων πρακτικών, «να προσπαθήσουμε να επανεξετάσουμε αυτή τη σύγκρουση με αποτελεσματικούς τρόπους». Ο Rick προσθέτει ότι η σειρά σταδίων του Erikson βασίζεται σε ευρήματα της επιστήμης σχετικά με τη νευροπλαστικότητα και ότι υπάρχει η ευκαιρία για όλους μας να συνεχίσουμε να αναπτυσσόμαστε και να μαθαίνουμε σε όλη μας τη ζωή.

Αυτά τα στάδια, σύμφωνα με τον Erikson, ήταν: Εμπιστοσύνη έναντι Δυσπιστίας, στη βρεφική ηλικία· Αυτονομία έναντι Ντροπής στη νηπιακή ηλικία (18 μηνών έως 3 ετών)· Πρωτοβουλία έναντι Ενοχής,  από την ηλικία των τριών έως πέντε ετών· Εργατικότητα έναντι Αισθήματος Κατωτερότητας, που από την ηλικία των έξι έως έντεκα ετών· Ταυτότητα έναντι Σύγχυσης Ρόλων, ζητήματα που σε κάποιο βαθμό πρέπει να αντιμετωπιστούν από την ηλικία των 12 έως 18 ετών· Οικειότητα έναντι Απομόνωσης από 18 έως 40 ετών· Παραγωγικότητα έναντι Στασιμότητας / Απραξίας, κατά τη μέση ηλικία (40 έως 65 ετών), και τέλος, Πληρότητα έναντι Απελπισίας, από τα 65 έως το θάνατο. Ο Rick εξηγεί ότι αυτό για το οποίο μιλάμε σε αυτή τη φάση της ζωής είναι η απόκτηση μιας αίσθησης πληρότητας, αποδοχής, αναστοχασμού και εσωτερικής γαλήνης.

Άλλοι, όπως ο Daniel Levinson, βασίστηκαν στις ιδέες του Erikson και στις έννοιες των αναπόφευκτων περιόδων δημιουργίας, καταστροφής και ανασυγκρότησης κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Ο Rick διευκρινίζει: «…. δημιουργείς μια δομή ζωής κάποιου είδους, η οποία μερικές φορές καταρρέει καθώς αναδιοργανώνεται, ουσιαστικά δεν καταστρέφεται, αλλά μάλλον αναδιοργανώνεται στο επόμενο στάδιο. Έτσι, είναι φυσιολογικοί ρυθμοί και υπάρχει μια σοφία στην αποδοχή των ρυθμών». Τέλος, είναι καλό να έχουμε κατά νου ότι υπάρχει επικάλυψη μεταξύ των σταδίων και η χάραξη αυστηρών αυθαίρετων ορίων μεταξύ των σταδίων όσον αφορά τις ηλικίες μπορεί να είναι λίγο προβληματική. Τα βασικά συμπεράσματα, σημειώνει ο Rick, είναι ότι ποτέ δεν σταματάμε να αναπτυσσόμαστε και να αλλάζουμε.

Όσον αφορά τη «σχολή των σχέσεων και της ανάπτυξης», η οποία επικεντρώθηκε κυρίως στις σχέσεις με τους γονείς και κύριους φροντιστές και στο πώς οι πρώιμες εμπειρίες εκδηλώνονται με διαφορετικούς τρόπους καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, οι Forrest και Rick επικεντρώνονται στους Klein, Winnicott και Kohut.

Η Melanie Klein / Μέλανι Κλάιν (1882-1960) ήταν μια από τις πιο σημαντικές ψυχολόγους και η σημαντικότερη συμβολή της ήταν η θεωρία των σχέσεων αντικειμένων, η οποία υποδηλώνει ότι εσωτερικεύουμε τη μητέρα, τον πατέρα και τους ανθρώπους με τους οποίους έχουμε σχέση ως αντικείμενα. Οι Forrest και Rick παρέχουν παραδείγματα για να εξηγήσουν τη βασική ιδέα αυτής της θεωρίας: «αναπτύσσουμε γνώση του κόσμου σε ένα πλαίσιο, στο οποίο υπάρχει ένα Εγώ εδώ και μετά όλα τα άλλα εκεί πέρα..» Το αντικείμενο που βρίσκεται εκεί, εξηγούν, θα μπορούσε να είναι το φλιτζάνι γάλα που προσπαθούμε να πιάσουμε, ή ο πατέρας, ή τα παιδιά στο σχολείο. Κατανοούμε τον εαυτό μας εν μέρει λόγω της σχέσης μας με το εξωτερικό αντικείμενο, είτε πρόκειται για ένα άτομο, είτε για μια ομάδα ανθρώπων, είτε για ένα πράγμα. Όλα αυτά τα αντικείμενα ουσιαστικά θεμελιώνουν τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τις σχέσεις, την αγάπη, την απώλεια, την εμπιστοσύνη, και ούτω καθεξής. Στη συνέχεια και καθώς μεγαλώνουμε, γενικεύουμε αυτά τα μοτίβα σχέσεων, με τα συνακολουθούμενα συναισθήματα, επιθυμίες, σενάρια, προσδοκίες και μοτίβα συμπεριφοράς, και μεταφέρουμε αυτές τις παλιές εμπειρίες στο τρέχον περιβάλλον μας.

Η θεωρία της Klein εστιάζει στις πρώιμες διαπροσωπικές σχέσεις, ιδιαίτερα αυτές με τους βασικούς φροντιστές μας και στο πώς αυτές οι εμπειρίες δημιουργούν εσωτερικές αναπαραστάσεις (αντικείμενα) του εαυτού και των άλλων, επηρεάζοντας την αίσθηση του εαυτού μας και και τις μετέπειτα σχέσεις μας. Η θεωρία της υποδηλώνει ότι εσωτερικεύουμε τους ανθρώπους, από τους οποίους εξαρτόμαστε, ως αντικείμενα, και με την πάροδο του χρόνου, εάν έχουμε μια υγιή σχέση με τη μητέρα μας ή με τους κύριους φροντιστές μας, εσωτερικεύουμε τον εαυτό μας ως κάτι στο οποίο μπορούμε να βασιστούμε. Ο Forrest εξηγεί ότι η βασική ιδέα είναι ότι όλα τα μωρά από τη φύση τους είναι αρκετά «παρανοϊκά και σχιζοειδή». Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι εάν το βρέφος πεινάει και η μαμά δεν μπορεί να το ταΐσει αμέσως ή δεν ανταποκρίνεται, ο θυμός κατευθύνεται σε αυτό το κακό αντικείμενο. Με την πάροδο του χρόνου βέβαια, αν τα πράγματα πάνε αρκετά καλά, τα βρέφη συνειδητοποιούν ότι «η μαμά τους είναι στην πραγματικότητα και το καλό και το κακό στήθος, ταυτόχρονα. Η μαμά που αγαπούν και η μαμά που τα έχει κάνει να υποφέρουν, στο νου τους τουλάχιστον, είναι στην πραγματικότητα το ίδιο άτομο (αντικείμενο). Αυτό στη συνέχεια φέρει το παιδί σε αυτό που αποκαλούμε καταθλιπτική θέση. Έτσι, βιώνει θλίψη και ανάμεικτα συναισθήματα και πολυπλοκότητα για το γεγονός ότι η μαμά του είναι και τα δύο αυτά άτομα…» Αυτή η διαδικασία αποτελεί ένα υγιές μέρος της ανάπτυξης και αν η μητέρα ανταποκριθεί αποτελεσματικά στο λυπημένο βρέφος και η ρήξη επιδιορθωθεί, τότε αυτό το θετικό αποτέλεσμα εσωτερικεύεται και αυτό επιτρέπει στο παιδί να μπορεί σταδιακά να κρατά στο νου του αντικρουόμενα ή διαφορετικά πράγματα.

Ωστόσο, τι γίνεται όταν τα πράγματα δεν ήταν αρκετά καλά στα πρώτα χρόνια της ζωής μας; Αναπτύσσονται διάφοροι αμυντικοί μηχανισμοί, όπως ο διχασμός, για παράδειγμα, που μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα στην ενήλικη ζωή, όπου μπορεί να εξιδανικεύουμε ή να υποτιμούμε τον / την άλλον / η σε μια σχέση ή να μην μπορούμε να αποδεχτούμε ότι οι άνθρωποι περιέχουν πλήθη. Ο Rick και ο Forrest προτείνουν κάποιες ερωτήσεις που μπορούν να μας βοηθήσουν στην ενήλικη ζωή να διακρίνουμε τα δικά μας εσωτερικευμένα αντικείμενα και τους τρόπους που λειτουργούμε μέσα στις σχέσεις μας: Τι κουβαλάμε; Πώς είναι αυτές οι αντικειμενικές σχέσεις για εμάς; Ο Forrest σημειώνει ότι ακόμη και η επίγνωση της παρουσίας των αντικειμένων που έχουμε εσωτερικεύσει και λειτουργούν ως ένα είδος σεναρίου για τη συμπεριφορά μας μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη και απελευθερωτική. Η Klein ανέπτυξε και την παιγνιοθεραπεία, πιστεύοντας όπως και η ΄Αννα Φρόιντ ότι για τα παιδιά ήταν ένας πολύ πιο αποτελεσματικός τρόπος από τον ελεύθερο συνειρμό προκειμένου να έχουν πρόσβαση στο ασυνείδητο υλικό τους.

Ο παιδίατρος και ψυχαναλυτής Donald W. Winnicott (1896 – 1971), που αναφέρθηκε και παραπάνω, επικεντρώθηκε στις ιδέες της αρκετά καλής γονικής μέριμνας, ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος και της έννοιας ενός αληθινού εαυτού που υπάρχει μέσα σε όλους μας. Γινόμαστε αυτός ο αληθινός εαυτός μέσα από πρώιμες σχέσεις που υποστηρίζουν τη συναισθηματική αυθεντικότητα και εκτιμούν αυτό που είναι πραγματικό μέσα μας. Ο Forrest ρωτά: «Πώς αναπτύσσουμε την αυθεντικότητα και πώς αναπτύσσεται η αυθεντικότητα σε ένα παιδί; Πώς αισθάνεται αρκετά ασφαλές ένα παιδί για να είναι αυθεντικό; Και ποιες είναι οι συνθήκες που το υποστηρίζουν αυτό;».

Ο Winnicott πίστευε ότι τα βρέφη και τα παιδιά δεν χρειάζονται τέλεια αλλά αρκετά καλή γονική μέριμνα, έναν φροντιστή που ανταποκρίνεται, που δίνει προσοχή στις ανάγκες του μωρού, δεν ανυπομονεί και δεν φοβάται την αγωνία ή την επιθετικότητα του βρέφους. Η ιδέα του υποστηρικτικού  περιβάλλοντος, όπως περιγράφεται στο podcast, είναι «τόσο η κυριολεκτική υποστήριξη όσο και ένα είδος μεταφορικής, συναισθηματικής, ψυχολογικής αποδοχής και υποστήριξης όπου οι φροντιστές / οι γονείς μπορούν να αντέξουν την δυσφορία ή την επιθετικότητα του παιδιού…» Στο βιβλίο που αναφέρθηκε παραπάνω, ο Winnicott μας επιτρέπει να δούμε πώς θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο περιβάλλον.

Ο Heinz Kohut (1913 – 1981) μετέφερε την εστίασή του από τις εσωτερικές ενορμητικές καταστάσεις του Freud σε μια πιο σχεσιακή στάση . Ο Rick αναφέρει ότι ο Kohut διερεύνησε το πώς εκφράζουμε την υποκειμενική μας αίσθηση του εαυτού και πώς νιώθουμε ότι μας νιώθουν οι άλλοι άνθρωποι μέσα στις σχέσεις μας. Και ένας τρόπος με τον οποίο το κάνουμε αυτό είναι μέσω του καθρεφτισμού, που αφορά στο πώς οι γονείς και οι άλλοι ανταποκρίνονται σε εμάς, λόγου χάρη, με ένα χαμόγελο, ένα νεύμα, μια ενθαρρυντική χειρονομία, οτιδήποτε μας κάνει να νιώθουμε ότι μας εκτιμούν και ότι η εσωτερική μας ζωή είναι ορατή και επιβεβαιώνεται από αυτούς. Η υγιής αυτοεκτίμηση απαιτεί υποστηρικτικές σχέσεις. Το ερώτημα που προκύπτει λοιπόν είναι αν αυτές οι ανάγκες ικανοποιήθηκαν για ένα άτομο όταν ήταν πολύ μικρό, ή αν ένιωθε λίγο πολύ αόρατο, ακόμη και φοβισμένο. Ο Forrest λέει ότι «Με την έννοια ότι σε μεγάλο βαθμό γινόμαστε ο εαυτός μας μέσα από τις σχέσεις μας, όταν δεν έχουμε λάβει επαρκή υποστήριξη, ίσως χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε λίγο την αναπτυξιακή μας ιστορία…»

Το τρίτο πρόσωπο αυτής της σχολής σκέψης που συζητήθηκε στο podcast ήταν ο Otto Kernberg, ο οποίος επικεντρώθηκε στον παθολογικό ναρκισσισμό και τις οριακές καταστάσεις κι επεσήμανε τον συνδυασμό των ανεκπλήρωτων φυσιολογικών ναρκισσιστικών αναγκών, οι οποίες όταν δεν ικανοποιούνται στα πρώτα μας χρόνια, τότε «συνήθως, στην ενήλικη ζωή οι άνθρωποι είτε καταπιέζουν ή αρνούνται αυτές τις φυσιολογικές ναρκισσιστικές ανθρώπινες ανάγκες για καθρέφτισμα, επιβεβαίωση, ένταξη, και αγάπη και εκτίμηση», είτε αναπτύσσουν ένα εύθραυστο Εγώ και γίνονται θυμωμένοι και παθολογικά νάρκισσοι, αναζητώντας συνεχώς έναν τρόπο να γεμίσουν τον εαυτό τους από το εξωτερικό περιβάλλον. Σε περίπτωση που η διαδικασία που περιγράφεται παραπάνω, σε σχέση με τη θεωρία της Klein, δεν πήγε και τόσο καλά, κάποιοι άνθρωποι θα το αντιμετωπίσουν αυτό, όπως το θέτει ο Rick, «στρεφόμενοι στους άλλους  για να συνδεθούν….. στη μητρική πλακέτα ή κάρτα τους, προκειμένου να ολοκληρώσουν την αίσθηση της υγιούς προσωπικότητας, και αυτό οδηγεί συχνά στο να αντιμετωπίζουν τους άλλους ως αντικείμενα που είναι απλώς πρόσθετα / plugins.** Και ξέρουμε πώς νιώθει κανείς όταν συνειδητοποιήσει ότι είναι απλώς ένα είδος πρόσθετου στη μητρική πλακέτα κάποιου που του επιτρέπει να διατηρεί κάποιο είδος συναισθηματικής ισορροπίας…”

** Η μητρική κάρτα (motherboard),γνωστή και ως μητρική πλακέτα ή κάρτα συστήματος είναι το κεντρικό και βασικό τυπωμένο ηλεκτρονικό κύκλωμα ενός σημερινού υπολογιστή. Το “plugin” στα ελληνικά είναι πρόσθετο ή πρόσθετο λογισμικό, δηλαδή, τα plugins είναι αυτόνομα κομμάτια κώδικα που προσθέτουν νέες λειτουργίες σε μια υπάρχουσα εφαρμογή

Ο Rick και ο Forrest συνεχίζουν με άλλες σημαντικές προσωπικότητες, οι οποίες οδήγησαν την ψυχαναλυτική άποψη για το πολυεπίπεδο και περίπλοκο νου σε μια πολύ διαφορετική κατεύθυνση. Ένα από τα άτομα που συζητήθηκαν είναι ο Βίλχελμ Ράιχ (1897 – 1957). Ο Φόρεστ αναφέρεται στο βιβλίο του, Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού, του 1933, ένα από τα πιο πολιτικά γραπτά στην ιστορία της ψυχολογίας. Ο Ράιχ, για να επικεντρωθούμε στο θετικό μέρος του έργου του, διερεύνησε πώς το τραύμα και τα καταπιεσμένα συναισθήματα μπορούν να έχουν αντίκτυπο στο σώμα μας, καθώς και την ιδέα της θωράκισης του χαρακτήρα, η οποία είναι οι άμυνες που έχουμε αναπτύξει για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, οι τρόποι συγκράτησης ή οι τρόποι στάσης του σώματος. Διερευνώντας αυτά, μπορούμε να μάθουμε κάτι για τη βαθύτερη ψυχολογία μας. Στο podcast γίνεται αναφορά στις έννοιες του Αντόνιο Νταμάσιο για τους σωματικούς δείκτες, τους ανεπαίσθητους τρόπους με τους οποίους οι μυοσκελετικές διεργασίες λειτουργούν συμπληρωματικά στα συνολικά συστήματα συναισθηματικής μνήμης μας, και πώς μεγάλο μέρος της σημερινής δουλειάς σχετικά με το τραύμα βασίζεται στην ιδέα του ότι τα υπολείμματα των εμπειριών δεν είναι καθαρά ψυχολογικά ή καθαρά νοητικά, αλλά έχουν ένα σωματικό κόστος για εμάς.

Κάνουν σύντομες αναφορές στον Γιουνγκ και τους Νέο Γιουνγκιανούς και τις ιδέες τους σχετικά με τα θεμελιώδη αρχέτυπα και το συλλογικό ασυνείδητο, το οποίο ο Γιουνγκ χρησιμοποίησε για να εξηγήσει γιατί «μοιραζόμαστε διάφορα θέματα στην ψυχολογία μας, ακόμα κι αν δύο ομάδες ανθρώπων δεν έχουν συναντηθεί ποτέ». Αυτοί οι άνθρωποι επικεντρώνονται στο συμβολικό νου των ονείρων, των φαντασιώσεων και των μύθων, εστιάζοντας πολύ λιγότερο στην παθολογία ή τα συμπτώματα, δίνοντας περισσότερη έμφαση σε υπαρξιακούς στόχους. Ο Γιουνγκ πίστευε ότι «Τα αρχέτυπα είναι οι εικόνες των ενστίκτων» και ο Ρικ το εξηγεί περαιτέρω λέγοντας ότι «…κάτι βαθιά μέσα στη βιολογία γίνεται εικόνες, σαν μια λειτουργική διαδικασία του ψυχικού μας κόσμου που σταδιακά φουσκώνει και φέρνει στην επίγνωση μας εικόνες του ενός ή του άλλου είδους που συχνά μπορούν να πάρουν συγκεκριμένες μορφές. Και συνειδητοποιείς ότι είσαι αυτή η ζούγκλα…. Είναι πολύ μεγάλη για να την ελέγξεις. Δεν μπορείς να ελέγξεις τη ζούγκλα. Ίσως μπορείς να χαράξεις ένα μικροσκοπικό ξέφωτο, να καθίσεις δίπλα στη φωτιά σου… υπάρχει ένα είδος υποκείμενου ρεύματος διαφορετικών μορφών τέχνης που μπορούν να μας δείξει τον δρόμο ή να μας συνδέσουν με κάτι…. πιο ουσιαστικό για τους εαυτούς μας».

Αναφέρονται σε μία από τις φεμινίστριες αναλύτριες, την Clarissa Pinkola Estes, η οποία αναδιατύπωσε μύθους και παραμύθια. Στα βιβλία της αναλύει γνωστά παραμύθια μέσα από φεμινιστικό πρίσμα. Κάνουν μια σύντομη αναφορά στην Marie-Louise von Franz που ασχολήθηκε με τα παραμύθια. Τέλος, συζητούν τον James Hillman (1926 – 2011), ο οποίος πίστευε ότι δεν χρειάζεται να προσπαθούμε να ανακάμψουμε ή να βελτιώσουμε τον εαυτό μας, αλλά ότι η ψυχή εκφράζεται μέσα από τα όνειρά μας, τις επιθυμίες μας, ακόμη και τις «παθολογίες» μας. Η σχέση του με την κατάθλιψη, για παράδειγμα, ήταν διαφορετική από τις δυτικές προσεγγίσεις στην ψυχολογία, οι οποίες τη θεωρούν αρνητική. Ο Hillman όρισε την κατάθλιψη ως μια ορθολογική απάντηση σε έναν κόσμο που περιλαμβάνει πολύ πόνο και ασχήμια, και ως εκ τούτου, η διερεύνηση του τι προσπαθεί να πει η κατάθλιψη, για παράδειγμα, θα μπορούσε να βοηθήσει ένα άτομο να κατανοήσει μέρη του εαυτού του, κι επίσης να απο-παθολογικοποιήσει την εμπειρία.

Τέλος, συζητούν τις βασικές ιδέες της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας του Irvin Yalom. Ο Yalom είναι ακόμα ζωντανός, 94 ετών, και ήταν καθηγητής στο Standford και ψυχοθεραπευτής. Έχει επίσης γράψει πολλά βιβλία. Πολλά από τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, όπου, πιστεύω, απολαμβάνει ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό. Ο Rick και ο Forrest υποστηρίζουν ότι η βασική του αντίληψη είναι ότι μεγάλο μέρος της δυσφορίας μας στη ζωή προέρχεται από παλιά τραύματα, σχεσιακά τραύματα, αλλά και από ένα είδος αντιπαράθεσης με υπαρξιακά γεγονότα της ζωής, ιδιαίτερα τον θάνατο, την ελευθερία, την απομόνωση και την ανάγκη ο καθένας από εμάς να κατασκευάσει το δικό του νόημα. Αυτοί οι βαθύτεροι υπαρξιακοί φόβοι διαμορφώνουν το ασυνείδητο μυαλό και, σε κάποιο βαθμό, όλοι πρέπει να αντιμετωπίσουμε το υπαρξιακό άγχος που προκύπτει στη ζωή. Αυτή η γνώση της θνητότητάς μας μπορεί να προκαλέσει διαφορετικές άμυνες όπως εμμονές και ψυχαναγκασμούς, άγχος ή κατάθλιψη ή άλλες δραστηριότητες και συμπεριφορές στις οποίες μπορεί να καταφεύγουμε για να αποτρέψουμε τους συχνά παραγνωρισμένους φόβους μας.

15 Αυγούστου, 2025

 «Για την ακρίβεια, ο άλλος άνθρωπος. Δεν είναι σχετικός. Είναι απόλυτη και άνευ όρων αξία». Θοδωρής Καλλιφατίδης

Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης γεννήθηκε στο χωριό Μολάοι, στη Λακωνία το 1938. Ο πατέρας του ήταν ο Δημήτριος Καλλιφατίδης, δάσκαλος με καταγωγή από την περιοχή του Πόντου, και η μητέρα του ήταν η Αντωνία Κυριαζάκου, από τους Μολάους. Έζησε την κατοχή και τον εμφύλιο. Το 1946, αυτός και η οικογένειά του μετακόμισαν στην Αθήνα, όπου τελείωσε το λύκειο και φοίτησε στη θεατρική σχολή του Κάρολου Κουν. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, το 1964 σε ηλικία 25 ετών έφυγε για τη Σουηδία όπου και ζει μόνιμα. Στη Σουηδία σπούδασε φιλοσοφία, ολοκλήρωσε διδακτορικές σπουδές και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης μεταξύ 1969 και 1972. Αργότερα, μεταξύ 1972 και 1976, διετέλεσε διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Bonniers. Από το 1969 έχει δημοσιεύσει πολλά μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, ταξιδιωτικά δοκίμια και θεατρικά έργα. Γράφει στα σουηδικά και στα ελληνικά. Έχει κάνει μεταφράσεις, γράψει σενάρια για ταινίες κι έχει σκηνοθετήσει μια ταινία. Βιβλία του έχουν εκδοθεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες κι έχει λάβει βραβεία στην Σουηδία και στην Ελλάδα.

Την δουλειά του Θοδωρή Καλλιφατίδη μου τη σύστησε η αδελφή μου μάλλον προς το τέλος της εφηβείας, αλλά τα περισσότερα βιβλία του τα διάβασα την τελευταία δεκαετία.Τα γραπτά του Καλλιφατίδη έχουν πολλές αρετές, αλλά προσωπικά αυτό που με κάνει να επιστρέφω σε αυτά είναι τα θέματα που επεξεργάζεται σχεδόν σε όλα του τα γραπτά: τη μετανάστευση, την ενσωμάτωση στο νέο χώρο-τόπο, την ταυτότητα, τη γλώσσα, το αίσθημα και το βίωμα του «ανήκειν». Πολλά από αυτά που εξερευνά μου είναι κάπως οικεία. Είμαι εξοικειωμένη με την «εμπειρία της μετανάστευσης» από πολλές πλευρές, πρώτα ως παιδί μεταναστών σε μια ξένη χώρα που όμως ήταν δικός μου γενέθλιος τόπος, μετά ως παιδί Ελλήνων μεταναστών στην Ελλάδα, κι έπειτα μέσω της δικής μου εσωτερικής μετανάστευσης.

Σήμερα θα αναφερθώ σε δυο πολύ πρόσφατα αναγνώσματα: Μια ζωή ακόμα και Αγάπη και ξενιτιά.

Μια ζωή ακόμα

Στο αφήγημα του Μια ζωή ακόμα, ο Καλλιφατίδης ερευνά τους λόγους  που για πρώτη φορά δεν μπορούσε να γράψει πλέον. Το γράψιμο ήταν η δουλειά του και για δεκαετίες ακολουθώντας απαρέγκλιτα το καθημερινό του πρόγραμμα περνούσε ένα μεγάλο μέρος της ημέρας του στο γραφείο του: «Στο τέλος, δεν είχε σημασία γιατί ήμουν τόσο ευχαριστημένος σε εκείνο το δωμάτιο, μόνο το γεγονός ότι ένιωθα έτσι. Έφτιαχνα τον καφέ μου, άναβα την πίπα μου, άνοιγα τον υπολογιστή κι ο κόσμος ξεχυνόταν. Έτσι ήταν η ζωή μου για σαράντα χρόνια, μερικές φορές και σε άλλα δωμάτια, σε άλλες περιοχές, σε άλλες πόλεις, σε τρένα και σε ξενοδοχεία, στο εξωτερικό και εδώ στην πατρίδα μου. Δούλευα όλη την ώρα. Αυτή ήταν η ζωή μου».

Τώρα όμως δεν μπορούσε να γράψει, κάτι σαν κούραση, λήθη και άρνηση, δεν του επέτρεπαν να γράψει. Γράφει ότι μέχρι τώρα δεν είχε βιώσει καμία διακοπή ροής γραφής…. «Κάθε βιβλίο ήταν μια γέφυρα για το επόμενο…… Αλλά τώρα ήταν το 2015, και οι δυνάμεις μου λιγόστευαν. Είχα ζήσει εβδομήντα επτά χρόνια. Ο χρόνος ζύγιζε βαρύτερος από το νερό. Δεν ήταν δυνατόν να σηκώσω αυτό το βάρος από τους ώμους μου. Πώς θα μπορούσα να γράψω ξανά;…»

Το βιβλίο είναι μια σύντομη αφήγηση μιας κρίσιμης στιγμής στη ζωή του συγγραφέα όπου κοιτώντας μέσα του και έξω και γυρνώντας πίσω μπόρεσε να συνδέσει την  προσωπική του υπαρξιακή αγωνία με την υπαρξιακή αγωνία της κοινωνίας, και να αφηγηθεί μια κρίση που ξεπερνάει το προσωπικό επίπεδο, αποκαλύπτοντας τις ευρύτερες δυναμικές και γίγνεσθαι του κόσμου μας. Την κρίση αυτή ο Καλλιφατίδης την αντιμετώπισε, θα μπορούσαμε να πούμε, ολιστικά, όχι μόνο σαν αποτέλεσμα ηλικίας, κούρασης, και υπαρξιακής αγωνίας, καθώς μας λέει ότι τα χρόνια βάραιναν και οι φίλοι που είχαν φύγει αυξάνονταν. Κινήθηκε πέραν της αυτοαναφορικότητας. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο κόσμος όπως τον ήξερε είχε αλλάξει.

Η μέχρι πρότινος ανεκτική κοινωνία της Σουηδίας είχε γίνει πλέον πιο κλειστοφοβική και εχθρική απέναντι στο αυξανόμενο μεταναστευτικό κύμα. Το κράτος πρόνοιας είχε συρρικνωθεί. Γράφει: «Είχα πρόβλημα. Όχι μόνο με τον εαυτό μου αλλά και με την κοινωνία. Ήταν οδυνηρό να βλέπω τη Σουηδία να αλλάζει, βήμα προς βήμα. Η κοινωνική δικαιοσύνη και η αλληλεγγύη έδιναν τη θέση τους στην ορατή και αόρατη δύναμη της αγοράς. Η εκπαίδευση ιδιωτικοποιούνταν ολοένα και περισσότερο, όπως και η υγεία… ……  η αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος κατέστρεψε τα δημοτικά μας σχολεία, όλοι το γνωρίζουν αυτό. Αλλά τίποτα δεν έχει αλλάξει και πιθανότατα δεν θα αλλάξει ποτέ. Έχουν ιδρυθεί πολλά ιδιωτικά σχολεία ποικίλου βαθμού ικανότητας και επιμέλειας, αλλά το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι τα παιδιά των λιγότερο εύπορων οικογενειών θα φοιτούν σε όλο και χειρότερα σχολεία. Η αποκέντρωση ήταν έγκλημα κατά του δημοκρατικού συμβολαίου και μέχρι στιγμής κανείς δεν έχει ζητήσει συγγνώμη. Και δεν θα το κάνουν ποτέ».

Επιπλέον, ο Καλλιφατίδης μας λέει ότι οι μισθολογικές ανισότητες μεγάλωναν, η Στοκχόλμη βίωνε τη χειρότερη σύγχρονη στεγαστική κρίση και η φτώχεια γινόταν όλο και πιο εμφανής. Υπήρχαν ζητιάνοι και άστεγοι στους δρόμους, στις πλατείες, στα τραίνα. Συνάμα το μίσος για τους ξένους μεγάλωνε, το πιο αντι-μεταναστευτικό κόμμα αύξανε ραγδαία τις ψήφους του, και η Σουηδική κοινωνία ήταν διχασμένη σχετικά με την προσφυγική κρίση.

Στο βιβλίο αναλύει και την ελευθερία έκφρασης. Σημειώνει ότι όλες οι ελευθερίες έχουν ένα φυσικό όριο, τον άλλο άνθρωπο: «Η απεριόριστη ελευθερία έκφρασης αφορούσε επίσης τόσο τους πόρους όσο και την εξουσία. Αν κάποιος βρισκόταν εκτός του συστήματος των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ουσιαστικά δεν είχε καμία ευκαιρία να εκφραστεί. Είναι άλλο πράγμα να σχολιάζει κανείς γενικά ζητήματα και εντελώς άλλο να σχολιάζει τους γείτονές του… Ό,τι κι αν κάνει κανείς, ό,τι κι αν πει πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη του άλλου ατόμου. Μπορεί να το αγνοήσει αυτό, φυσικά, αλλά υπάρχουν συνέπειες. Εμφανίζονται πικρία, μίσος και τρομοκρατία, ακόμη και ολοκληρωτικός πόλεμος». Και αλλού σχολιάζει: «Ορισμένες δημοκρατικές ελευθερίες μοιάζουν με σκορπιούς, καθώς μπορούν να αυτοκαταστραφούν. Είναι δυνατό να εισαχθεί τυραννία ή δικτατορία με δημοκρατικά μέσα. Σε δημοκρατικές εκλογές είναι δυνατό να ψηφίσετε ένα κόμμα που έχει ως στόχο να καταστρέψει τη δημοκρατία. Είναι δυνατό να στραγγαλιστεί η ελευθερία έκφρασης με τη βοήθεια της ελευθερίας έκφρασης. Έχουμε την ελευθερία να προβάλλουμε απόψεις που στοχεύουν στον πλήρη ή μερικό στραγγαλισμό των απόψεων των άλλων».

Δίνει παραδείγματα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο όπου λόγου χάρη οι Ναζί κατακτητές στην Αθήνα μοίραζαν φυλλάδια όπου οι Έλληνες απεικονίζονταν ως πίθηκοι. Σχολιάζει ότι δεν μπορούσε, ούτε τότε, ούτε και τώρα, να το θεωρήσει ως τέχνη, ή ως ένα παράδειγμα της ελευθερίας έκφρασης της Γκεστάπο. Καταλήγει ότι κάτι που δεν απαγορεύεται δεν είναι απαραίτητα ηθικό και επιτρεπτό. Το κριτήριο που θα πρέπει να έχει τη μεγαλύτερη σημασία τόσο για το κράτος όσο και για το άτομο είναι η ίση αξία όλων των ανθρώπων. Κάθε άλλη αρχή θα πρέπει να πηγάζει από αυτό.

Δεν ήταν όμως μόνο οι αλλαγές στην Σουηδία που τον πίκραινε και τον ανησυχούσε. Η Ελλάδα βρισκόταν στο τέλμα της οικονομικής κρίσης και όλη η Ευρώπη καταφερόταν εναντίον της χρησιμοποιώντας αναξιοπρεπείς και ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς για τον λαό της. Γράφει οι καιροί ήταν διαφορετικοί τώρα, το έβλεπα όταν ταξίδεψα στην Αθήνα δυο μήνες μετά. «Η Ελλάδα και οι Έλληνες αγωνίζονταν για άλλη μια φορά να αποφύγουν την ήττα, όπως τόσες πολλές φορές στο παρελθόν. Η Γερμανική Κατοχή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε, η μαζική μετανάστευση – αυτές ήταν οι εμπειρίες που διαμόρφωσαν τη γενιά μου. Σχεδόν όλοι μας είχαμε θανάτους να θρηνήσουμε, αδικίες που μας πίκραναν, εγκαταλελειμμένα όνειρα που σάπιζαν στις ψυχές μας. Αλλά τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να συγκριθεί με την πνευματική φτωχοποίηση που είχαμε βιώσει πρόσφατα».

Μέσα του αισθανόταν ότι κάτι είχε χαθεί και ότι ήθελε να το ξαναβρεί. Κάπου αναφέρει: «Η μετανάστευση είναι ένα είδος επιμέρους αυτοκτονία. Δεν πεθαίνεις εσύ, αλλά πολλά πεθαίνουν μέσα σου. Και μάλιστα η γλώσσα. Γι’ αυτό είμαι πιο περήφανος που δεν ξέχασα τα ελληνικά μου παρά που έμαθα σουηδικά. Το δεύτερο ήταν θέμα ανάγκης, το πρώτο μια πράξη αγάπης, μια νίκη επί της αδιαφορίας και της λήθης. Είχα ρίξει μαύρη πέτρα πίσω μου, όπως λένε στο χωριό μου όταν κάποιος αποφασίζει να τα αφήσει όλα. Κι όμως δεν μπορούσα να ξεχάσω. Μου έλειπε η Ελλάδα και τα ελληνικά όλο και περισσότερο». Αναρωτιόταν εάν ήταν πλέον καιρός να επιστρέψει στις ρίζες του, και μήπως αυτό που απέμενε τώρα δεν ήταν το μέλλον αλλά το παρελθόν. Γράφει: «Όταν ήμουν είκοσι πέντε ετών, αναρωτήθηκα πώς έπρεπε να ζήσω τη ζωή μου και η απάντηση ήταν: Φύγε. Αυτό ακριβώς έκανα. Τώρα, στα εβδομήντα πέντε μου, αντιμετώπιζα το ίδιο ερώτημα: Πώς έπρεπε να ζήσω τα χρόνια που μου είχαν απομείνει; Όλο και πιο συχνά, η απάντηση ήταν: Γύρισε πίσω».

Από το αδιέξοδο τον έβγαλε ένα σύντομε ταξίδι στην Ελλάδα και στο χωριό που γεννήθηκε, τους Μολάους, με σκοπό να τιμηθεί από τους συμπατριώτες  του. Αρχικά ήταν κάπως αποστασιοποιημένος  με μια αίσθηση παραίτησης. Πολλά είχαν αλλάξει στην Ελλάδα κι αυτό τον στεναχωρούσε. Κάπου σχολιάζει η Ελλάδα είχε γίνει ένα θέρετρο διακοπών. Γράφει: « Ήθελα όλα να είναι ακριβώς όπως ήταν παλιά. Αυτό είναι το δράμα του μετανάστη. Η πραγματικότητα που άφησε πίσω του έχει χαθεί, κι όμως αυτό είναι που τον καλεί».

Στο χωριό του παρακολούθησε μια παράσταση του Αισχύλου από τους ντόπιους μαθητές. Γράφει: «Τα λόγια του Αισχύλου έπεσαν σαν δροσερή βροχή σε ξεραμένη γη». Γεννήθηκε η ανάγκη να επεξεργαστεί τις μνήμες της πρώτης γλώσσας του κι αποφάσισε να ακολουθήσει την παρόρμηση του να γράψει μετά από δεκαετίες και πάλι απευθείας στα ελληνικά, τη γλώσσα της παιδικότητάς του, τη γλώσσα που άφησε και που ακόμη κατοικούσε εντός του. Γράφει: «Ήμουν «παγιδευμένος ανάμεσα στις δύο γλώσσες μου, σαν το διάσημο γαϊδούρι του Μπουριντάν, που πέθανε από πείνα και δίψα επειδή δεν μπορούσε να αποφασίσει αν θα έτρωγε ή θα έπινε». Κι αλλού περιγράφει την εμπειρία της γραφής στα ελληνικά: «Δεν έγραφα. Μιλούσα. Η μία λέξη συνέδεε την άλλη σαν μικρά αδέρφια. Δεν φοβόμουν να κάνω λάθη, παρόλο που ήξερα ότι θα έκανα. Αυτή ήταν η γλώσσα μου. Δεν μου επιβαλλόταν, δεν ήταν απαραίτητο να αλλάξω τον τόνο της φωνής μου».

** Διάβασα την αγγλική έκδοση του βιβλίου (Kindle edition), οπότε οι μεταφράσεις διαφόρων αποσπασμάτων είναι δικές μου, κι έτσι μπορεί να υπάρχουν κάποιες διαφορές από το αρχικό ελληνικό κείμενο.

Αγάπη και ξενιτιά

Σ’ αυτό το βιβλίο ο Καλλιφατίδης αγγίζει οικεία θέματα όπως είναι η μετανάστευση και η ξενιτιά, η μοναξιά, η ταυτότητα, η γλώσσα, η ανέχεια, η κοινωνική δικαιοσύνη, η ελευθερία και η κοινωνική ευθύνη, το βάρος των αποφάσεων μας, οι σχέσεις των φύλλων, η μνήμη και το παρελθόν, η αγάπη και η φιλία, η μη παραίτηση.

Το βιβλίο μας μεταφέρει στη δεκαετία του ’60, όταν η Ελλάδα και πάλι έδιωχνε τα παιδιά της, είτε μέσω μετανάστευσης, είτε μέσω εξορίας. Ο κεντρικός ήρωας, ο 25χρονος  Χρήστος που πλέον ονομάζεται Χρίστο και είναι φοιτητής Φιλοσοφίας στη Σουηδία, έχει αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Ελλάδα και την οικογένειά του λόγω κοινωνικών φρονημάτων και αποκλεισμού από το πανεπιστήμιο μεταξύ άλλων. Στην Στοκχόλμη, ενώ ασχολείται με την διδακτορική του εργασία προσπαθώντας με μεγάλη δυσκολία να επιβιώσει οικονομικά και να βρει τη θέση του στη νέα πραγματικότητα χωρίς να χάσει τον εαυτό του, πλημμυρισμένος με αισθήματα μοναξιάς και νοσταλγίας, ερωτεύεται μια παντρεμένη.

Επιλέγει τον Αριστοτέλη και την κάθαρση ως θέμα της διατριβής του και καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης επεξεργάζεται ερωτήματα σχετικά με το τί είναι έρωτας, αγάπη και ηθική, τι είναι η κάθαρση, αν μπορεί  να επιτευχθεί στην πραγματικότητα και μέσα από ποιους δρόμους. Γράφει: «Για τι άλλο θα μπορούσε να γράψει εκτός από την κάθαρση; Η πατρίδα του ήταν μια τραγωδία. Η πολιτική ζωή ήταν διεφθαρμένη και συχνά βίαιη…..η ανεργία πλησίαζε το πενήντα τοις εκατό  για τους νέους. Δεν ήταν μόνο η γενική κατάσταση αλλά και η δική του…. Βούλιαζε σιγά σιγά σε ένα βάλτο από ανεκπλήρωτες επιθυμίες, μάταια όνειρα και σχέδια, ανέλπιδους έρωτες και τρύπιες κάλτσες….. η πατρίδα του δεν τον ήθελε παρόλο που οι βαθμοί του ήταν εξαιρετικοί, αλλά χωρίς το πιστοποιητικό φρονημάτων δεν έμπαινε ούτε σε κοτέτσι». Τελικά δεν του απέμενε τίποτε άλλο από το να μεταναστεύσει όπως είχαν κάνει ο πατέρας του και ο παππούς του.

Η αφήγηση του ήρωα φωτογραφίζει την κοινωνικοοικονομική και πολιτική κατάσταση της Ελλάδας που βρίσκεται στα πρόθυρα της δικτατορίας, αλλά και της πιο ελεύθερης σοσιαλδημοκρατικής  Σουηδικής κοινωνίας στην οποία προσπαθεί να ενταχθεί. Ο Χρήστος θέλει να πετύχει, να χτίσει μια ζωή εκεί. Θέλει να γνωρίσει και ν’ αγαπήσει τη νέα χώρα, και πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος να κρατήσει την ελληνική του ταυτότητα είναι να μπορεί να την υποστηρίξει μέσα στη νέα κοινωνία και με τη νέα γλώσσα. Σκεφτόταν ότι το φευγιό από την Ελλάδα δεν είχε τελειώσει ακόμα γιατί «δεν αρκούσε να μάθεις την ξένη γλώσσα. Πρέπει ν’ αλλάξεις και τα σωθικά σου…. Η χώρα του και η γλώσσα του ζούσαν στο μυαλό του και στην ψυχή του, στις χειρονομίες του και στ’ αστεία του, στον πόθο του και σε όλες τις επιλογές. Πόσο έπρεπε ν’ αλλάξει για να επιζήσει;»

Ο ίδιος ο Καλλιφατίδης έχει γράψει για το βιβλίο του:

[https://www.ertnews.gr/eidiseis/politismos/agapi-kai-xenitia-grafei-o-thodoris-kallifatidis/]

Πριν μερικά χρόνια, ένα απόγευμα με πολύ αέρα, καθόμουν σε ένα καφενείο σε μια επαρχιακή πόλη της Σουηδίας με ένα φίλο που κάποτε ήταν και δάσκαλος μου στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Μόλις είχε βγει στη σύνταξη και τον ρώτησα πώς περνούσε τις μέρες του.

«Είναι ώρα να κλείσω τους λογαριασμούς μου», είπε απλά.
Δε ξέρω αν πρόλαβε. Πέθανε.

Το ίδιο αίσθημα είχα κι εγώ όταν άρχισα να γράφω το πρόσφατο βιβλίο μου Αγάπη και ξενιτιά. Έφυγα από την Ελλάδα 25 χρονών. Από τότε ζω στη Σουηδία. Με έτρωγαν τα εάν. Πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχα φύγει. Τι άνθρωπος θα ήμουν. Θα είχα γράψει ή όχι. Αυτό το ήξερα. Θα είχα γράψει. Ήταν το μόνο που ήξερα. Γιατί πάντα έγραφα. Σαν παιδί, σαν έφηβος, σαν νέος άντρας. Και μετά έφυγα………

Θα έγραφα και στη Σουηδία; Δεν ήξερα, αλλά η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη από τις δυσκολίες. Κι άρχισα να γράφω στα σουηδικά. Τι σήμαινε αυτό, όχι μόνο για το γράψιμο αλλά και για μένα σαν άνθρωπο. Τι σήμαινε όταν συνάντησα κι ερωτεύθηκα τη γυναίκα μου. Τι σήμαινε που με τα παιδιά μου μιλούσα σουηδικά. Δεν τα καταλάβαινα τότε αυτά τα ερωτήματα. Ούτε τα έθετα καν. Έπρεπε να περάσουν τα χρόνια, να βγω από τον αγώνα της καθιέρωσης κι επιβίωσης για να «κλείσω τους λογαριασμούς μου» με τα γεγονότα και τις ιδέες που με είχαν καθορίσει σαν άνθρωπο. Ο έρωτας, η ξενιτιά, η κοινωνική δικαιοσύνη, η κάθαρση, η ελευθερία, η μοναξιά, το έλεος και ο φόβος……….

«Χρόνος παρών και χρόνος παρελθόν  / Ίσως κι οι δυο παρόντες σε χρόνο μέλλοντα / Kι ο μέλλων χρόνος μέσα στον παρελθόντα».   Τ.Σ. Έλιοτ

Η σημερινή ανάρτηση αφορά ένα βιβλίο κι ένα podcast.

Βιβλίο

Στο βιβλίο της, Φωτεινή – Όλα είναι μνήμη [εκδ. Καστανιώτη], η Μαριέττα Πεπελάση πλέκει στοιχεία μυθοπλασίας και ερμηνευτικά κείμενα της ψυχοθεραπεύτριας για να αποδώσει το ταξίδι αυτογνωσίας και ενδυνάμωσης της ηρωίδας της, της Φωτεινής. Η συγγραφέας μας λέει ότι με έμπνευση τη Φωτεινή, και κάποιες αναμνήσεις της δικής της ενήλικης ζωής, έγραψε αυτό το κείμενο ως φόρο τιμής σε κάποια γυναίκα που τόλμησε «να ανοίξει το λουλούδι του εαυτού της προς το φως του ήλιου, το φως της αλήθειας». Οι ερμηνευτικές παρεμβάσεις της θεραπεύτριας-αφηγήτριας είναι σύντομες, με σκοπό την διευκόλυνση της κατανόησης από τους αναγνώστες πιθανών αιτιών και πλαισίων. Ουσιαστικά συμπληρώνουν την αφήγηση της ηρωίδας. Ίσως για όσους έχουν γνώσεις ψυχολογίας να φανεί ελλειπής η ανάλυση, αλλά νομίζω ότι είναι επιλογή της συγγραφέα να είναι σύντομες οι παρεμβολές του λόγου της θεραπεύτριας, ν’ αγγίζει ίσα-ίσα κάποιες βαθύτερες αιτίες αφήνοντας χώρο στους αναγνώστες / τριες για δικές τους επεξεργασίες, ερμηνείες και συσχετισμούς μεταξύ συμβάντων. Εξάλλου το βιβλίο αποτελείται μόνο από 190 μικρές σελίδες με 32 σύντομα κεφάλαια με ενδεικτικούς τίτλους όπως: Ο πατέρας, Εσωτερική μετανάστευση, Το χαστούκι, Το ποδήλατο, Θάλασσα, Ο Γάμος, Η εφορία, Τα ψάρια, Φοιτήτρια ξανά, Το μικρό γράμμα (της μητέρας)…..

Η ιστορία της ηρωίδας ξετυλίγεται κυρίως μέσα από τις βασικές σχέσεις της με την ψυχρή και καταπιεστική μητέρα, τον εξιδανικευμένο πατέρα, τον χειραγωγικό και ανταγωνιστικό σύντροφο και τα αγαπημένα της παιδιά. Οι δυο, κατά κάποιο τρόπο παράλληλες, αφηγήσεις μας ταξιδεύουν πίσω στο χρόνο ανιχνεύοντας το τοπίο προηγούμενων γενιών, όταν φυτεύτηκαν οι σπόροι που γέννησαν ή τουλάχιστον συνείσφεραν σε κάποιο βαθμό στα σημερινά συμβάντα, προβλήματα ή αδιέξοδα. Με συμπόνια και κατανόηση για την ανθρώπινη κατάσταση το αφήγημα αγγίζει: παιδικά τραύματα, ελλείμματα αγάπης, απώλειες, στερήσεις, ορφάνια και φτώχεια, ανεκπλήρωτα όνειρα, ανισότητες των φύλων, ζωές χτισμένες πάνω σε φόβους, ανασφάλειες και χειραγωγική επικοινωνία, την επανενεργοποίηση παλιών τραυμάτων από νέες απώλειες, την επιθυμία θανάτου που υποκρύπτει την έντονη επιθυμία για ζωή, τις επακόλουθες ή και αναπόφευκτες ψυχικές άμυνες και στάσεις ζωής, και την τάση επανάληψης δυναμικών κι επιλογών, ως μια προσπάθεια επίλυσης πρώιμων τραυμάτων, συγκρουσιακών συναισθημάτων κι εσωτερικών αντιφάσεων.

Αναδεικνύει θέματα όπως το πόσο καθοριστική είναι η αρχή κάθε σχέσης και το πώς συχνά μπορεί να ενέχει και το τέλος. Κάνει αναφορά στον ποιητή Τ.Σ.Έλιοτ που λέει  «Στην αρχή μου βρίσκεται το τέλος μου». Αναφέρεται στην δυσκολία του δοσίματος και της λήψης αγάπης, τα εμπόδια που βάζουμε οι ίδιοι, την δύσκολη διαδικασία της ψυχολογικής ωρίμανσης, και το πως χωρίς την ευκαιρία της εξερεύνησης, κατανόησης και αποδοχής, παλιά φορτία, προσδοκίες και απώλειες μπορούν ενίοτε να μας οδηγήσουν σε λάθος μονοπάτια. Εστιάζει επίσης στη σημαντικότητα της ηθικής και της ποιότητας της ψυχοθεραπευτικής σχέσης και ταξιδιού που αλλάζουν και τους δυο εμπλεκόμενους. Τέλος εστιάζει και στο τέλος της διαδικασίας, τη φάση του αποχαιρετισμού.

Με αυτό το κείμενο η συγγραφέας τιμά όσους βρίσκουν το κουράγιο να επισκεφθούν εσωτερικούς τόπους ή να εξερευνήσουν μνήμες που οι περισσότεροι προτιμούν να αφήνουν ανέγγιχτες. Γράφει: «Είναι κοπιαστικό αυτό το ταξίδι, και δεν διαθέτουν όλοι την ίδια ικανότητα να εκφράζουν με λόγο τις εσωτερικές δραματικές εμπειρίες και συγκρούσεις. Η πορεία προς τη γνώση του εαυτού δεν έχει εύκολες και άμεσες λύσεις».

**Η Μαριέττα Πεπελάση είναι συμβουλευτική ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια. Έχει γράψει ποίηση και πεζογραφία, και το 2013 έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση ζωγραφικής.

Podcast

Στο Being Well podcast, της 21 Ιουλίου με τίτλο: Is Self-Help Making You Miserable  / Μήπως η Αυτοβοήθεια Σας Κάνει Δυστυχισμένους), ο Rick και Forrest Hanson, συζητούν μερικές από τις παγίδες της βιομηχανίας της αυτοβοήθειας, στην οποία συμμετέχουν και οι ίδιοι. Από τη μία πλευρά, δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να προσπαθεί κανείς να βοηθήσει τον εαυτό του να θεραπευτεί, να ωριμάσει, να αναπτύξει ορισμένες δεξιότητες, να κατανοήσει πώς λειτουργεί ο νους, να διακρίνει άμυνες και συμπεριφορές που μπορεί να μην διευκολύνουν τη ζωή του ή να μην είναι προς όφελος του, να γίνει πιο δραστήριος ή να μάθει περισσότερα για τους λόγους που μπορεί συχνά να «πυροβολεί ο ίδιος τον εαυτό του στο πόδι».  Όπως το θέτει ο Forrest, δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να προσπαθεί  κανείς να «επιτύχει κάποιο είδος αξιόπιστης ευτυχίας και ευεξίας σε έναν πολύ χαοτικό και συχνά αναξιόπιστο κόσμο». Από την άλλη πλευρά, ισχυρίζονται ότι ο τομέας της αυτοβοήθειας έχει πολλά προβλήματα, από γκουρού και πωλητές λαδιού φιδιού έως αχαλίνωτη παραπληροφόρηση και ψευδοεπιστήμη [το κβαντικό αυτό ή εκείνο]. Ειδικά όταν αυτή η παραπληροφόρηση προέρχεται από επιστήμονες ή επαγγελματίες που γνωρίζουν καλύτερα μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους σε επικίνδυνες κουνελότρυπες. Επιπλέον, μας λένε ότι πέρα από αυτά τα προφανή, υπάρχουν και άλλου είδους ζητήματα και πολυπλοκότητες σχετικά με το σύγχρονο χώρο της αυτοβοήθειας.

Ξεκινούν διευκρινίζοντας ότι σε αυτό το επεισόδιο δεν θα καλύψουν όλες τις προβληματικές πτυχές της συγκεκριμένης βιομηχανίας, αλλά θα επικεντρωθούν κυρίως σε δύο μεγάλα ερωτήματα: Ποια είναι τα πιο έμμεσα ζητήματα που τείνουν να εμφανίζονται στο χώρο της αυτοβελτίωσης γενικά; & Ποια είναι η σωστή ισορροπία στη ζωή ενός ατόμου μεταξύ της προσπάθειας να θεραπευτεί, να αναπτυχθεί ή να βελτιωθεί με διαφορετικούς τρόπους, έναντι μιας αδιάκοπης λαχτάρας ή αναζήτησης όπου οι στόχοι απλώς μετατοπίζονται συνεχώς. Δουλεύουν πάντα πάνω σε κάτι… οπότε ποτέ δεν αισθάνονται πραγματικά ικανοποιημένοι;

Από την αρχαιότητα οι άνθρωποι αναζητούσαν τρόπους για να κατανοήσουν τον εαυτό τους και τη ζωή, να επουλώσουν πληγές, να συμβιώσουν καλύτερα με τους άλλους ή να αποφύγουν παγίδες. Φιλόσοφοι, δάσκαλοι και θρησκευτικοί ηγέτες πάντα έθεταν ερωτήσεις ή προσέφεραν συμβουλές και κατευθυντήριες γραμμές, μερικές χρήσιμες, μερικές όχι, από παλιά. Ο Rick αναφέρεται στους Στωικούς, το Τάο Τε Τσινγκ και τα διάφορα θρησκευτικά κείμενα. Σημειώνει ότι υπάρχει μια μακρόχρονη προσπάθεια να προσφερθούν συμβουλές και εργαλεία στους ανθρώπους, ώστε να μπορούν στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσουν μόνοι τους για να ζήσουν και να συνυπάρξουν καλύτερα, και ότι αυτό δεν αφορά μόνο τις σύγχρονες μορφές. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι ορισμένες παγίδες δεν αφορούν μόνο τη σύγχρονη βιομηχανία αυτοβοήθειας. Ορισμένα προβλήματα μπορούν επίσης να εντοπιστούν σε άλλους χώρους, όπου, για παράδειγμα, η φτώχεια, τα βάσανα και οι αρρώστιες μπορεί να προσδιορίζονται ως τιμωρία, είτε επειδή ήδη από τη γέννηση μας φέρουμε την αμαρτία είτε για αμαρτίες μιας προηγούμενης ζωής. Ίσως αξίζει να σκεφτούμε τις οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις αυτών των αντιλήψεων. Ο Rick σημειώνει ότι αυτές οι παγίδες, υπάρχουν εκεί έξω στον κόσμο, κι όχι μόνο στο χώρο της αυτοβοήθειας, και ότι αυτές οι ιδέες: «ευνοούν τους ανθρώπους που βρίσκονται σε ανώτερες θέσεις / κάστες».

Ένα άλλο ζήτημα που τονίστηκε στο podcast είναι ότι: «όταν το άτομο είναι η κύρια μονάδα ανάλυσης, όλα τα προβλήματα γίνονται προσωπικά προβλήματα. Όταν αυτό που εξετάζουμε είναι μόνο εσένα ως άτομο και ολόκληρο το πλαίσιο μας είναι αυτό που κάνεις για να αλλάξεις τον εαυτό σου και να βελτιωθείς με διαφορετικούς τρόπους, όλα πλέον αφορούν εσένα». Αν αφιερώσετε αρκετό χρόνο ερευνώντας τον χώρο της αυτό-βοήθειας σύντομα θα συνειδητοποιήσετε ότι λαμβάνει χώρα μια παράλογη τοποθέτηση εκτός πλαισίων και γενίκευση, όπου οι παράγοντες που παίζουν ρόλο φαίνεται να είναι μόνο η επιθυμία για αλλαγή και οι πράξεις του ατόμου, για παράδειγμα. Είναι ένα είδος gaslighting που μπορεί να αποπροσανατολίσει τους ανθρώπους από την πραγματικότητα και να ενσταλάξει ενοχές κι αισθήματα ανημποριάς. Κοινωνικοοικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες, ατομικές διαφορές, γεωγραφία και συνθήκες διαμονής, ευκαιρίες για απασχόληση, πολιτισμικά πλαίσια, συνομήλικοι, οικογενειακά και κοινωνικά δίκτυα, όλα καθίστανται αόρατα.

Σύντομα συνειδητοποιεί κανείς ότι ορισμένοι χώροι στην πραγματικότητα προωθούν ένα σκληρό, αν και κατά καιρούς διακριτικό, νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, μέσα από το οποίο κατανοούνται η ανθρώπινη συμπεριφορά, οι οικογένειες, οι σχέσεις, οι κοινωνίες, οι αιτίες και τα προβλήματα. Ο Rick παρατηρεί  «ένα είδος υποκείμενου νεοφιλελευθερισμού στον τρόπο που τείνει να λειτουργεί η βιομηχανία αυτοβοήθειας. Το άτομο είναι η κύρια κινητήρια δύναμη των πραγμάτων. Πρόκειται για προσωπική ευθύνη. Είναι κάπως πολύ Δυτικό, να ανασκουμπώνεσαι και να σηκώνεσαι μόνος σου. Ξέρετε, αν απλώς απορυθμίζαμε τα πάντα, τότε όλα θα ήταν εντάξει, επειδή τα άτομα θα μπορούσαν να λάμψουν χωρίς να επιβαρύνονται από οτιδήποτε… είναι ενδιαφέρον ο βαθμός στον οποίο μερικοί, πολλά άτομα στον χώρο της αυτοβοήθειας είναι προοδευτικοί και θα έλεγα κοινωνικά δημοκράτες. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι στο χώρο αυτοβοήθειας, θα τον έλεγα χώρο αυτοβελτίωσης, που τείνουν προς τον καπιταλισμό laissez-faire [καπιταλισμό με ελάχιστη κρατική παρέμβαση], και περισσότερο προς αυτό το τραχύ ατομικιστικό πλαίσιο».

Ήταν κάπως αναζωογονητικό να ακουστεί κατά τη διάρκεια του podcast ότι πράγματα, όπως ας πούμε η φτώχεια, υπάρχουν στην πραγματικότητα και επηρεάζουν τη σωματική και ψυχική υγεία, το επίπεδο πρόσβασης σε υπηρεσίες και στην εκπαίδευση, μελλοντικές προοπτικές απασχόλησης, και τις πιθανότητες αυτοπραγμάτωσης. Παραθέσω ένα κομμάτι από την συνομιλία τους: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα ψυχικής υγείας στον κόσμο, σίγουρα στην Αμερική, είναι η φτώχεια… Αν θέλετε να βελτιώσετε την ψυχική υγεία, βγάλτε τους ανθρώπους από τη φτώχεια… Και υπάρχουν προφανείς τρόποι για να το κάνετε αυτό». Ο Rick αναφέρεται επίσης σε παράγοντες όπως η επιρροή των συνομηλίκων. Χρησιμοποιεί την εμπειρία του γιου του, Forrest, στο σχολείο, για να καταδείξει τον αντίκτυπο άλλων παιδιών ή ομάδων συνομηλίκων και κάποιων σχολικών δυναμικών: «Και μετά σκεφτείτε τις αιτίες αυτού, τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένο το σχολικό σύστημα και τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά αποσυνδέονται από την καθημερινή ζωή και τοποθετούνται σε τέτοιου είδους χώρους, όπως σχολεία και εμπορικά κέντρα (mall), όπου  αρκετές φορές επικρατούν δυναμικές όπως στο βιβλίο Άρχοντας των Μυγών  / Lord of the Flies…»

Ένα άλλο ζήτημα που συζητούν αφορά το πόσο εύκολο είναι για κάποιον που έχει επαγγελματική πρόσβαση σε ένα αποτελεσματικό φαρμακευτικό ή ψυχολογικό εργαλείο να το δει ως μια αποτελεσματική πανάκεια αγνοώντας τις ατομικές διαφορές και τα διαφορετικά πλαίσια. Επίσης, αναφέρονται στο πόσο συχνά σε χώρους προσωπικής ανάπτυξης και ενσυνειδητότητας μπορεί κανείς να βρει μια ατμόσφαιρα ανταγωνισμού κι επίδειξης. Ο Forrest σημειώνει: «Ζητήματα  status και παιχνίδια εξουσίας υπάρχουν παντού. Και μόνο και μόνο επειδή οι άνθρωποι είναι λίγο πιο ψυχολογικά καταρτισμένοι δεν σημαίνει ότι αυτά τα παιχνίδια εξουσίας εξαφανίζονται».

Επιπλέον, συζητούν τις εγγενείς συγκρούσεις εντός του κλάδου, όπως το γεγονός ότι αφενός, ο στόχος είναι να βοηθηθούν οι άνθρωποι να λύσουν ορισμένα προβλήματα, να κινηθούν περισσότερο προς την αυτοπραγμάτωση ή να δημιουργήσουν περισσότερη χαρά και ικανοποίηση στη ζωή τους, και αφετέρου, η επίτευξη αυτών ακριβώς των στόχων είναι κακή για τις επιχειρήσεις. Ο Forrest αναφέρει ότι «ένας πολύ καλός τρόπος για να βγάλεις χρήματα είναι να βρεις νέα πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι θα νιώθουν ανασφαλείς. Και το πρόβλημα με αυτό είναι ότι ουσιαστικά η δομή των κινήτρων αλλάζει για τους ανθρώπους που δημιουργούν περιεχόμενο. Όταν το κίνητρο είναι να συνεχίσει κάποιος να αγοράζει προϊόντα, η ικανοποίηση είναι κακή για τις επιχειρήσεις».

Τέλος, τονίζουν τη σοφία μιας ισορροπημένης μέσης οδού, όπου οι προσπάθειές μας να ωριμάσουμε, να αποκτήσουμε επίγνωση, να θεραπευτούμε ή να ανακτήσουμε την αυτοπεποίθησή μας, εξισορροπούνται με τη γνώση ότι «ζούμε και υπάρχουμε μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο. Κι αυτό είναι το κομμάτι που συχνά χάνεται», καθώς η βιομηχανία αυτοβοήθειας τείνει να προωθεί την ιδέα: «εσύ είσαι το πρόβλημα, κάνε αυτό το πράγμα, το πρόβλημά σου θα βελτιωθεί». Αν δεν βελτιωθεί η κατάσταση είναι επειδή δεν έκανες αυτό που σου πρότεινα αρκετά καλά». Επίσης, καθ’ όλη τη διάρκεια του podcast επικεντρώνονται στη σημασία της αυτενέργειας και προσωπικής δράσης: «Υπάρχει αυτή η τεράστια προώθηση και ανάδειξη στο προσκήνιο της αυτενέργειας. Οι ζωές των ανθρώπων τείνουν να αλλάζουν όταν αρχίζουν να αναλαμβάνουν μεγαλύτερη ευθύνη για ότι συμβαίνει σε αυτές….».

Ο Forrest συνοψίζει τη συζήτηση προσφέροντας ορισμένες βασικές αρχές που θα μπορούσαν να λάβουν υπόψη οι άνθρωποι κατά την ενασχόλησή τους με υλικό αυτοβοήθειας ή με οποιαδήποτε διαδικασία ανάπτυξης ή θεραπείας, προκειμένου να αποφύγουν τις διάφορες παγίδες και να είναι πιο διορατικοί, επιλεκτικοί και ενεργοί καθ’ όλη τη διαδικασία. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πρόσφατη τεράστια ενσωμάτωση του περιεχομένου ψυχολογίας και αυτοβελτίωσης έχει εισαγάγει χρήσιμες πληροφορίες στη ζωή μας σχετικά με: το πώς να μεγαλώνουμε με καλύτερους τρόπους τα παιδιά, τη θεωρία της προσκόλλησης, τον αντίκτυπο του παρελθόντος στην τρέχουσα ευημερία μας και την ανάγκη να ενσωματώσουμε προηγούμενες εμπειρίες και πτυχές του εαυτού μας, την κατανόηση του εαυτού και των αποφάσεων μας και τις δυναμικές των σχέσεών μας, κάτι που γενικά είναι θετικό, αλλά όχι χωρίς προβλήματα και παγίδες.

Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για αυτό το θέμα στο τρίτο μέρος μιας παλαιότερης ανάρτησης (4-6-2023) στην οποία είχα συμπεριλάβει μια παρουσίαση του βιβλίου, Manufacturing Happy Citizens: How the Science and Industry of Happiness Control Our Lives των Edgar Cabanas και Eva Illouz, στη διεύθυνση: http://www.trauma-art-alexandritonya.com/?p=10445&lang=el