The Day I am Free    /     Τη Μέρα που θα Είμαι Ελεύθερη

«Κάθε χώρα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της για τους Ρομά κατοίκους της, κανείς δεν πρέπει να καταφεύγει σε άλλη χώρα για να διασφαλίσει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του…» Hans Caldaras  / Χανς Καλδάρας (μουσικός, ξάδερφος της Taikon)

Η σημερινή ανάρτηση αφορά ένα βιβλίο με τον τίτλο, The Day I am Free  / Τη Μέρα που θα Είμαι Ελεύθερη, το οποίο αφηγείται την ιστορία της Καταρίνα Τάικον σε τρία μέρη. Η πρώτη ενότητα περιέχει τη βιογραφία της, γραμμένη από τη Lawen Mohtadi το 2012. Η Mohtadi εξετάζει τα ιστορικά συμφραζόμενα, το κοινωνικοπολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο των γεγονότων της ζωής και του ακτιβισμού της Τάικον. Για παράδειγμα, γράφει ότι «κατά την ίδια περίοδο που η σουηδική κοινωνία πρόνοιας αρχίζει να διαμορφώνεται, αναδύεται ένα άλλο πολιτικό ρεύμα: η ευγονική». Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει τον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφικά βασισμένης σειράς παιδικών βιβλίων της Τάικον, Katitzi / Κατίτζι, όπου διηγείται τον αγώνα ενός κοριτσιού ως μέλος μιας εθνοτικής μειονότητας στη Σουηδία. Η τρίτη ενότητα περιλαμβάνει ένα δοκίμιο για τον πολιτιστικό αντίκτυπο της Katitzi από την επιμελήτρια Μαρία Λιντ. Το βιβλίο περιέχει επίσης φωτογραφίες, εξώφυλλα και εικονογραφήσεις των βιβλίων.

Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε ότι η Σουηδία είναι ένα κράτος πρόνοιας, μια κοινωνία που δίνει προτεραιότητα στα περιβαλλοντικά ζητήματα και την ανακύκλωση, την κοινωνική συμμετοχή, την ελεύθερη πρόσβαση σε καλής ποιότητας εκπαίδευση, βρεφονηπιακή φροντίδα και υπηρεσίες υγείας. Ο λαός της διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα προσδόκιμο ζωής στον κόσμο. Οι Σουηδοί έχουν επίσης καταφέρει να εξισορροπήσουν την εργασία και τον ελεύθερο χρόνο καλύτερα από άλλες χώρες, έχουν ακολουθήσει μια πολιτική ειρήνης από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και νομίζω, δεν έχουν εμπλακεί σε άμεση στρατιωτική σύγκρουση από τις αρχές του 19ου αιώνα. Πολλοί είμαστε εξοικειωμένοι με τα έπιπλα ή άλλα οικιακά προϊόντα του  ΙΚΕΑ. Η Σουηδία είναι επίσης μια όμορφη χώρα. Η επιθυμία μου να την επισκεφτώ, έστω και για λίγο, εκπληρώθηκε όταν πριν κάμποσα χρόνια μπόρεσα να πάω στη Στοκχόλμη και σε μια κοντινή περιοχή της Φινλανδίας κατά τη διάρκεια των Χριστουγεννιάτικων διακοπών.

Στην εφηβεία ξεκίνησα να παρακολουθώ και να διαβάζω, ταινίες και βιβλία Σουηδών δημιουργών. Γνωρίζω τη Σουηδία μέσα από το πρίσμα και τα γραπτά του Θεόδωρου Καλλιφατίδη, ενός Έλληνα που ζει και γράφει στη Σουηδία από το 1964, κι ερευνά θέματα που αφορούν: τη μνήμη, την ταυτότητα, την αποξένωση, την εμπειρία του ανήκειν αλλά και του να είσαι ξένος, την μετανάστευση και τον εκτοπισμό, την περίπλοκη διαδικασία ενσωμάτωσης και διαχείρισης πολιτισμικών διαφορών, την δική του εμπειρία της γραφής στα ελληνικά και στα σουηδικά. Σχετικά με την εγκατάλειψη της πατρίδας και τη μετανάστευση γράφει: «Η μετανάστευση είναι ένα είδος επιμέρους αυτοκτονίας. Δεν πεθαίνεις, αλλά πολλά πεθαίνουν μέσα σου. Κι όχι μόνο, η γλώσσα» και «Η πατρίδα σου σε κάνει περισσότερο ξένο από ότι νιώθεις».

Ωστόσο, δεν υπάρχει μέρος στη γη που να εξαιρείται από κοινωνικά δεινά και η Σουηδία έχει τη δική της ιστορία και τις δικές της ιστορίες ρατσισμού και διακρίσεων κατά μειονοτήτων και μεταναστών. Αυτό που ίσως είναι λιγότερο γνωστό είναι η ιστορία των Ρομά της Σουηδίας, καθώς και οι αγώνες που έγιναν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Δεν υπάρχει τίποτα το εξαιρετικό στη μεταχείριση των Ρομά στη Σουηδία. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, αυτές οι μειονότητες υφίστανται συστηματικές και εκτεταμένες διακρίσεις σε όλη την Ευρώπη από πολύ παλιά. Το 2016, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επινόησε τον όρο αντιτσιγγανισμός για να περιγράψει την θεσμική και ατομική εχθρότητα, την επιθετικότητα και τον αποκλεισμό των Ρομά. Η μεγαλύτερη αδερφή της Καταρίνα Τάικον, η Ρόζα, είχε πει: «Ανησυχώ. Μήπως γυρίζουμε πίσω στη δεκαετία του 1930 και του 1940; Βλέπουμε Ρομά στα Βαλκάνια, όπου μπορεί να ζουν με τα παιδιά τους σε τοξικούς σωρούς σκουριάς….».

Η Καταρίνα Τάικον, ηθοποιός και παραγωγική συγγραφέας, θεωρείται εξέχουσα ακτιβίστρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων του 20ού αιώνα στη Σουηδία, συχνά συγκρινόμενη με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ. Τα γραπτά της καθόρισαν τον αγώνα των Ρομά για ίσα δικαιώματα, κι επίσης, παρήγαγε ρεαλιστικές και αντιρατσιστικές αφηγήσεις για παιδιά. Έζησε στη Σουηδία σε μια εποχή που η μειονότητα των Ρομά υφίστατο σοβαρές διακρίσεις, αποκλείονταν από την εκπαίδευση, τη στέγη και τα δικαιώματα του πολίτη που παρείχε το σουηδικό κράτος πρόνοιας στους πολίτες του. Οι δραστηριότητες της Τάικον στόχευαν στη διασφάλιση των πολιτικών δικαιωμάτων των Ρομά στη Σουηδία, και μέσω πολιτικού ακτιβισμού και εκστρατειών στα μέσα ενημέρωσης και γραφής, έθεσε το ζήτημα των συνθηκών διαβίωσης των Ρομά.

Η Taikon γεννήθηκε το 1932 σε έναν καταυλισμό στη Σουηδία, το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του Johan Taikon, ενός μουσικού και αργυροχρυσοχόου Καλντεράς Ρομά, του οποίου οι γονείς ήταν Ούγγροι υπήκοοι και είχαν έρθει στη Σουηδία από τη Ρωσία στις αρχές του 20ού αιώνα και ο οποίος παρέμεινε άπατρις σε όλη του τη ζωή, και μιας μη Ρομά νεαρής Σουηδέζας, της Agda Karlsson, την οποία ο Johan γνώρισε ενώ εκείνη εργαζόταν ως σερβιτόρα και αυτός ως βιολιστής στο ίδιο εστιατόριο. Η Agda έγινε η δεύτερη σύζυγός του και δημιούργησε μια σχέση «κόρης-μητέρας» με την πρώτη σύζυγο, γνωστή ως mami Masha, η οποία ήταν τότε πενήντα ετών. Η Masha υπήρξε χορεύτρια στο Θέατρο Μπολσόι στη Ρωσία και δεν ήταν Ρομά. Η Agda πέθανε 29 ετών από φυματίωση αφήνοντας πίσω τέσσερα μικρά παιδιά. Η Katarina Taikon και τα αδέλφια της ήταν δεμένα με την mami Masha και όταν πέθανε η μητέρα τους, τα στήριξε.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, ο Johan Taikon γνώρισε μια μη Ρομά Σουηδέζα, τη Siv, η οποία θα γινόταν η μητριά των παιδιών, και η μητέρα τριών νέων αδελφών. Η Masha στάλθηκε να ζήσει σε άλλο καταυλισμό συγγενών και η Καταρίνα δόθηκε στους Kreuters, ένα άτεκνο ζευγάρι, που ήθελε να την υιοθετήσει. Η ζωή της Καταρίνα άλλαξε δραματικά, τώρα ζούσε σε ένα ζεστό σπίτι, είχε το δικό της διακοσμημένο υπνοδωμάτιο που έμοιαζε με κατάστημα παιχνιδιών, φορέματα και ότι φαγητό ήθελε. Έζησε μαζί με τους Kreuters δύο χρόνια μα στη συνέχεια παραδόθηκε σε υπηρεσίες παιδικής μέριμνας επειδή ήθελαν να την υιοθετήσουν κι ο πατέρας της δεν συμφωνούσε. Ήταν επτά ετών όταν μεταφέρθηκε στο ορφανοτροφείο, κι όταν λίγες εβδομάδες αργότερα ο πατέρας της πήγε να την πάρει, αρνήθηκε να πάει μαζί του. Στο τέλος επέστρεψε στην οικογένειά της, όπου παρά τη ζεστασιά και την κατανόηση του πατέρα της, υπέμενε ξυλοδαρμούς και συναισθηματική κακοποίηση από τη μητριά της.

Παρόλο που ο Γιόχαν Τάικον είχε προσπαθήσει να γράψει τα παιδιά του στο σχολείο, πάντα υπήρχαν εμπόδια, είτε από τις τοπικές αρχές, είτε από άλλους γονείς, οι οποίοι δεν ήθελαν παιδιά Ρομά στα σχολεία τους. Η Καταρίνα φοίτησε σε σχολείο για πολύ μικρό διάστημα στην ηλικία των 10 ετών.  Ουσιαστικά έμαθε να διαβάζει στην ενήλικη ζωή της. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών [όπως είχε συμβεί λίγα χρόνια νωρίτερα και στη μεγαλύτερη αδερφή της, Ρόζα] η Καταρίνα αναγκάστηκε να παντρευτεί κάποιον μεγαλύτερο ξάδελφο. Όμως και οι δύο αδελφές εγκατέλειψαν αυτούς τους παιδικούς γάμους. Η Καταρίνα βρήκε καταφύγιο σε ένα ίδρυμα για κορίτσια που λειτουργούσε μια ανθρωπιστική οργάνωση, όπου την υποστήριξαν στην απόκτηση εργασίας, αποταμίευσης λίγων χρημάτων, και απόκτηση οικονομικής ανεξαρτησίας.

Το 1947, της προσφέρθηκε ένας ρόλος από τον Αrne Sucksdorff, σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ και πρώτο νικητή Όσκαρ στη Σουηδία. Της πρόσφερε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία μικρού μήκους του, Departure. Παρόλο που η ταινία απεικόνιζε τη ζωή των Ρομά με ρομαντικό τρόπο, οι διάλογοι είναι στη γλώσσα Ρομάνι και οι Ρομά δεν απεικονίζονταν με αρνητικό πλαίσιο. Η συμμετοχή της στην ταινία της άνοιξε την πόρτα για περαιτέρω καλλιτεχνική και δημόσια δραστηριότητα. Κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, η Τάικον έκανε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει, αλλά έπαιζε όλο και πιο πολύ σε ταινίες και θεατρικά έργα, συχνά με την αδερφή της, Ρόζα, κι άρχισε να κινείται σε καλλιτεχνικούς κύκλους. Το 1952, ο ηθοποιός Περ Όσκαρσον προσέφερε στις δυο αδελφές διαμονή στο μεγάλο σπίτι του, όπου έμαθαν για τη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για όλους τους ανθρώπους και την υπεράσπιση του δικαιώματος για στέγη, απασχόληση κι εκπαίδευση, κάτι που θα αποδεικνυόταν κρίσιμο για τη στροφή των αδελφών Τάικον στον ακτιβισμό και την προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών ζωής των Ρομά.

Στο βιβλίο, η Mohtadi αναφέρεται σε φίλους και συγγενείς που ανήκαν στον κύκλο της Καταρίνα Τάικον. Σημειώνει ότι «η καθημερινή ζωή της Katarina δεν έκανε διάκριση μεταξύ εργασίας και ευχαρίστησης, προσωπικού και πολιτικού: οι διαφορετικές σφαίρες αλληλοεπικαλύπτονταν σε μεγάλο βαθμό». Ένα πολύ κοντινό πρόσωπο της Καταρίνα ήταν η μεγαλύτερη αδελφή της. Η Rosa Taikon γεννήθηκε το 1926 και υπήρξε μητρική φιγούρα για την Katarina. Όπως και ο πατέρας τους, η Ρόζα επέλεξε να γίνει αργυροχόος και από την πρώτη της έκθεση το 1966, τα κοσμήματα της και η τέχνη της εκτέθηκαν σε διάσημες γκαλερί σε όλη τη Σουηδία. Το έργο της αποτελεί μέρος μόνιμων εκθέσεων σε διάφορα μουσεία στη Σουηδία και στο εξωτερικό. Μαζί με την αδελφή της, συμμετείχε σε πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες που σχετίζονταν με τα δικαιώματα των Ρομά. και τιμήθηκε με βραβεία και διακρίσεις, τόσο για την τέχνη της όσο και για το έργο της στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πέθανε το 2017.

Ο Hans Caldaras / Χανς Καλδάρας, ένας νεότερος ξάδερφος Ρομά, ήταν ένας από τους πολλούς που φιλοξενήθηκε στο σπίτι της Καταρίνα για λίγο καιρό όταν ήταν νέος και ήθελε να ξεκινήσει μια μουσική καριέρα. Στο βιογραφικό του αναφέρεται ότι έχει κάνει σχεδόν τα πάντα ως καλλιτέχνης, συναυλίες, μιούζικαλ, θεατρικά έργα, φεστιβάλ, πολλούς δίσκους και μια ποικιλία ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εμφανίσεων. Το ρεπερτόριό του είναι μουσική Ρομά με επιρροές από αυτοσχέδια τζαζ, λάτιν και τσιγγάνικη σουίνγκ. Ο Καλδάρας αναφέρει ότι η Καταρίνα και ο Μπιορν τον μύησαν στο γαλλικό σινεμά και πήγαιναν μαζί σε εστιατόρια και μπαρ, ενώ εκείνος φρόντιζε τα παιδιά όταν ήταν απασχολημένοι. Γράφει: «Οι πολιτικές συζητήσεις, το ζήτημα των Ρομά, η γεωπολιτική της Σουηδίας, ήταν κάτι μόνιμο στο σαλόνι τους».

Το 1958, η Καταρίνα γνώρισε τον φωτογράφο Bjorn Langhammer / Μπιορν Λάνγκχαμμερ, ο οποίος έγινε σύζυγός της και συνεργάτης σε πολλά καλλιτεχνικά και πολιτικά έργα. Την ίδια χρονιά, μαζί με την Ρόζα και τον Μπιορν, ξεκίνησε ένα διετές πρόγραμμα σπουδών σε ένα δημόσιο κολέγιο. Έχοντας αποκτήσει τη βασική εκπαίδευση, η Καταρίνα μπόρεσε να συνεχίσει τις σπουδές της και παρακολούθησε ένα πρόγραμμα σπουδών  διοίκησης επιχειρήσεων. Μετά τις σπουδές της, ανέλαβε τη διεύθυνση του Vips American Ice Cream Bar στη Στοκχόλμη, το οποίο έγινε στέκι για πολλούς φίλους και γνωστούς της, ενώ στους πελάτες της συγκαταλέγονταν πολλοί ηθοποιοί και καλλιτέχνες. Η Καταρίνα Τάικον απέκτησε το τρίτο της παιδί, τον Νίκι, το 1961, πατέρας του οποίου ήταν ο Λάνγκχαμαρ.

Την επόμενη χρονιά δολοφονήθηκε ο αδελφός της, Paul, κι ένα χρόνο αργότερα το 1963 εκδόθηκε το πρώτο της αυτοβιογραφικό βιβλίο για ενήλικες, με τίτλο Γυναίκα Τσιγγάνα, ένα σημαντικό επίτευγμα αν αναλογιστεί κανείς ότι ήταν το πρώτο βιβλίο Ρομά συγγραφέα που ασχολούνταν με τις συνθήκες διαβίωσης των Ρομά στη Σουηδία. Η Mohtadi σχολιάζει: «Το βιβλίο προσγειώθηκε σαν βόμβα στη σουηδική κοινωνία… Η Σουηδία ανέλαβε ηγετικό ρόλο ως υποστηρικτής της παγκόσμιας ισότητας και δικαιοσύνης. Η αυτό-αντίληψη του έθνους βασιζόταν σε μια ιδέα για τη Σουηδία ως ένα μέρος απαλλαγμένο από ρατσισμό ή, όπως μερικές φορές ονομαζόταν, από προβλήματα μειονοτήτων». Το βιβλίο πυροδότησε μια δημόσια συζήτηση σχετικά με την ασυμφωνία μεταξύ του σουηδικού κράτους πρόνοιας και του διαχωρισμού του πληθυσμού των Ρομά, και την ανάγκη να γίνει κάτι γι’ αυτό.

Ένα χρόνο αργότερα, η Taikon γνώρισε τον Martin Luther King Jr., ο οποίος είχε έρθει στη Σκανδιναβία για να παραλάβει το Νόμπελ Ειρήνης, και μαζί με την αδελφή της Rosa, εγκαινίασαν, μεταξύ άλλων, μια σειρά μαθημάτων αλφαβητισμού για ενήλικες Ρομά. Επειδή οι σουηδικές εκπαιδευτικές αρχές δεν ήταν διατεθειμένες να χρηματοδοτήσουν περαιτέρω εκπαίδευση για τους Ρομά, το Σωματείο των Ρομά οργάνωσε μια σειρά διαμαρτυριών που κορυφώθηκαν την 1η Μαΐου 1965. Οι διαμαρτυρίες ήταν επιτυχείς και μια αντιπροσωπεία με επικεφαλής την Katarina προσκλήθηκε να μιλήσει με τον πρωθυπουργό Tage Erlander. Ως αποτέλεσμα, άνοιξαν δέκα σχολεία ενηλίκων στη Σουηδία μέσα σε ένα χρόνο και το πρόγραμμα συμπεριλήφθηκε στο εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το Σωματείο συνέχισε να εκδίδει το δικό του περιοδικό με τίτλο We Live / Ζούμε από το 1965 έως το 1973, και η Taikon δημοσίευσε το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο We Are Gypsies / Είμαστε Τσιγγάνοι.Το 1964, η Καταρίνα διορίστηκε επίτιμο μέλος της Σουηδικής Συμμαχίας Νέων για την Ειρήνη.

Το 1967, οι σουηδικές αρχές στράφηκαν στην Taikon για βοήθεια σχετικά με το καθεστώς των Ρομά προσφύγων από την Πολωνία και την Ιταλία. Μετά από μια αρχική αποτυχία να επιτραπεί στους πρόσφυγες να παραμείνουν, οργανώθηκε μια διαμαρτυρία που οδήγησε σε μια νέα συνάντηση με τον υπουργό, στην οποία αποφασίστηκε ότι θα τους επιτρεπόταν να παραμείνουν. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση αποφάσισε να μην χορηγηθεί άσυλο σε μια ομάδα 47 Γάλλων Ρομά. Αν κι αυτή η απόφαση ανατράπηκε δύο χρόνια αργότερα, η απέλαση απογοήτευσε και επηρέασε τη στάση της Taikon σχετικά με τον τρόπο αλλαγής της κοινωνίας. Κι έτσι αποφάσισε να επικεντρωθεί στα παιδιά και τους νέους πιστεύοντας ότι αυτοί ήταν η κινητήρια δύναμη αλλαγής της σουηδικής κοινωνίας.

Έτσι, τη δεκαετία του 1970 άρχισε να γράφει μια ημιαυτοβιογραφική σειρά για παιδιά και εφήβους με επίκεντρο ένα νεαρό κορίτσι Ρομά, την Κατίτζι. Η σειρά σημείωσε τεράστια επιτυχία και έγινε το πιο πολυδιαβασμένο παιδικό βιβλίο στη Σουηδία, μετά τη σειρά βιβλίων της Πίπι Λονγκστόκιν της Άστριντ Λίντγκρεν. Βασίστηκε στις δικές της εμπειρίες και άγγιξε θέματα αδικίας, άγνοιας και αποκλεισμού των Ρομά στη Σουηδία. Η Maria Lind γράφει: «Η Κατίτζι καταφέρνει, παρά τις αρκετά άθλιες συνθήκες, να βρει τον δρόμο της προς μια αποδεκτή ύπαρξη, και με τον καιρό, προς την αυτοπραγμάτωση».

Το έργο της Τάικον για την επίτευξη κοινωνικών αλλαγών την έφερε σε επαφή τόσο με τους πιο περιθωριοποιημένους όσο και με πολλούς καλλιτέχνες, ακτιβιστές και πολιτικούς, μέχρι και τον Πρωθυπουργό. Ο δια βίου αγώνας της για τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ρομά και την πρόσβαση στην εκπαίδευση και σε αξιοπρεπή στέγη για τη μειονότητα των Ρομά ήταν επιτυχής. Ωστόσο, έγινε και στόχος επιθέσεων και, τελικά, το σωρευτικό αποτέλεσμα της προσωπικής ιστορίας της και τραυματικών εμπειριών, της έλλειψης ξεκούρασης και της υπερβολικής εργασίας οδήγησε σε εξάντληση, κατάθλιψη, σωματικές ασθένειες και πόνο. Νοσηλεύτηκε επίσης για διπλή πνευμονία. Η Mohtad γράφει: «Οι απαιτήσεις είχαν αυξηθεί από όλες τις κατευθύνσεις. Κάποιες ήταν δικής της δημιουργίας: πίστευε ότι είχε την υποχρέωση να μεταμορφώσει την κοινωνία κι ότι οι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να υποφέρουν και να αγωνίζονται για να επιβιώσουν. Άλλες απαιτήσεις προέρχονταν από εξωτερικές πηγές, από ανθρώπους που ζητούσαν βοήθεια που δεν μπορούσε να αρνηθεί…»

Το 1981, ένα χρόνο αφότου η Taikon και ο Langhammer εξέδοσαν το τελευταίο βιβλίο της σειράς, χώρισαν. Την επόμενη χρονιά, υπέστη καρδιακή προσβολή ενώ υποβαλλόταν σε εξετάσεις σε νοσοκομείο κι έπεσε σε κώμα από το οποίο δεν ξύπνησε ποτέ. Ο Langhammer τη φρόντισε στο σπίτι τους μέχρι τον θάνατό του το 1986. Στη συνέχεια, τα τρία παιδιά της και η αδερφή της, Ρόζα, τη φρόντισαν μέχρι που απεβίωσε το 1995. Η αδελφή της, Ρόζα, βρισκόταν στο πλευρό της.

Από το 1975 οι ιστορίες της Katitzi είχαν ήδη αρχίσει να διασκευάζονται σε άλλα μέσα με την έκδοση κόμικς, τη δημιουργία τηλεοπτικής σειράς και θεατρικών παραστάσεων. Το 2012 η βιογραφία της, The Day I Am Free, εκδόθηκε από την Mohtadi και το 2015 η ίδια και ο δημοσιογράφος Gellert Tamas έφτιαξαν ένα ντοκιμαντέρ βασισμένο στο βιβλίο, The Untold Story of a Roma Freedom Fighter / Η ανείπωτη ιστορία μιας Ρομά αγωνίστριας της ελευθερίας. Το 2019, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τεχνών και Πολιτισμού των Ρομά (ERIAC) στη Στοκχόλμη διοργάνωσε μια έκθεση αφιερωμένη στην Katitzi και την επιρροή της σε μια ολόκληρη γενιά. Παρήχθησαν επίσης επτά μικρού μήκους ντοκιμαντέρ αφιερωμένα στο βιβλίο και την συγγραφέα του, και οι ιστορίες της Katitzi επανεκδόθηκαν.

H ΖΩΗ ΩΣ ΚΕΝΤΗΜΑ                                                           Edited-July 22nd, 2025

«Το κέντημα μπορεί να μας απομακρύνει πολύ από το σημείο που βρισκόμαστε στη φαντασία μας, αλλά μπορεί επίσης να μας οδηγήσει πίσω εκεί που ανήκουμε.» Clare Hunter

«Το ράψιμο δεν παγιδεύει μόνο τη μνήμη. Μπορεί επίσης να βοηθήσει στην αναζωπύρωσή της.»  Clare Hunter

Στο βιβλίο της, Threads of Life: A History of the World Through the Eye of a Needle / Κλωστές της Ζωής: Μια Ιστορία του Κόσμου Μέσα από το Μάτι μιας Βελόνας, η Clare Hunter, μια καλλιτέχνιδα υφασμάτων / textile artist, κατασκευάστρια πανό και επιμελήτρια εκθέσεων με κοινοτικό πνεύμα από τη Σκωτία, ανιχνεύει την ιστορία της κεντητικής σε όλες τις εποχές και εξερευνά τις εκφραστικές δυνατότητες και τις ποικίλες χρήσεις του υφάσματος, της βελόνας και της κλωστής. Το βιβλίο της αφορά την κοινωνική, καλλιτεχνική, πολιτική και συναισθηματική σημασία του ραψίματος και του κεντήματος. Είναι μια ευρεία αφήγηση των τρόπων με τους οποίους τα έργα με βελόνα, κάθε είδους, υπήρξαν σημαντικά και νοηματοδοτήθηκαν κατά τη διάρκεια της ιστορίας,  και το πως αποτελούν ένα χρονικό μνήμης, ταυτότητας, δύναμης, πολιτικής, διαμαρτυρίας, απώλειας και ανάκαμψης. Πάνω απ ‘όλα, είναι ένα βιβλίο για την έμφυτη ανθρώπινη ανάγκη μας να λέμε ιστορίες, ανεξάρτητα από το μέσο, καθώς και της αφηγηματικής  δυνατότητας της κεντητικής. Το ράψιμο και το κέντημα δεν είναι μόνο ένα μέσο για τη δημιουργία έργων ομορφιάς, αλλά και μια ανατρεπτική τέχνη που έχει επιτρέψει σε άτομα και συλλογικότητες να εκφραστούν, να επικοινωνήσουν ιδέες και συναισθήματα, να διαμαρτυρηθούν, να συνδεθούν γενεαλογικά και να καταγράψουν ιστορικά γεγονότα. Κυρίως γυναίκες, αλλά και πολλοί άνδρες, έχουν χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του ραψίματος και του κεντήματος για να ακουστεί η φωνή τους, ακόμη και σε πολύ δύσκολες συνθήκες.

Η Hunter χρησιμοποιεί την ιστορία της κεντητικής ως πρίσμα για να εξερευνήσει την ανθρώπινη ιστορία και τα ιστορικά γεγονότα, με έμφαση στο ράψιμο και το κέντημα ως μέσο έκφρασης για τους πληγωμένους, τους περιθωριοποιημένους, τους φτωχούς ή τους φιμωμένους. Έχει επιλέξει υποβλητικούς τίτλους για τα 16 κεφάλαιά της: Άγνωστο, Δύναμη, Ευθραυστότητα, Αιχμαλωσία, Ταυτότητα, Σύνδεση, Προστασία, Ταξίδι, Διαμαρτυρία, Απώλεια, Κοινότητα, Τόπος, Αξία, Τέχνη, Εργασία & Φωνή. Σε κάθε κεφάλαιο ζωντανεύει ιστορικά πρόσωπα, κινήματα και γεγονότα και γράφει τόσο για τις δημιουργίες συγκεκριμένων ιστορικών προσώπων ή μεμονωμένων ατόμων, όσο και για τις συλλογικές προσπάθειες και ιστορίες διαφορετικών ομάδων και λαών. Διασχίζει αιώνες και ηπείρους από τη μεσαιωνική Ευρώπη μέχρι τη Νότια Αμερική και τις ΗΠΑ, από αφρικανικές φυλές και ασιατικούς πολιτισμούς μέχρι τη Σκωτία, την πατρίδα της, ενώ ταυτόχρονα τοποθετεί το δικό της ταξίδι και τις δικές της εμπειρίες, δημιουργώντας ένα αυτοβιογραφικό νήμα που διατρέχει όλα τα κεφάλαια.

Αντλεί έμπνευση από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και ιστορικές εποχές για να δείξει πώς η κεντητική έχει συμβάλει σε κοινότητες, καθώς και σε θρησκευτικά και πολιτικά κινήματα, κι ακόμη το πώς έχει χρησιμοποιηθεί ως μέσο καλλιτεχνικής δημιουργίας, επιβίωσης, παρηγοριάς, εορτασμού, διαμαρτυρίας και ευαισθητοποίησης. Επίσης, καθιστά ορατές τις δύο πτυχές της κεντητικής: την εργασία για δημόσια προβολή και την εργασία πιο οικείου και προσωπικού χαρακτήρα.

Τα επιχειρήματα της τα στηρίζει με πληθώρα γεγονότων και παραδειγμάτων. Ξεκινά με την περίφημη Ταπισερί Bayeux –  «ένα πολύτιμο πολιτιστικό κειμήλιο που θεωρείται άξιο ειδικής προστασίας από την UNESCO». Η Ταπισερί Bayeux, ένα κεντημένο αφηγηματικό ύφασμα με 58 αριθμημένες σκηνές που απεικονίζονται σε λινό ύφασμα και μάλλινο νήμα, «το απλούστερο υλικό», αφηγείται την ιστορία της Μάχης του Χάστινγκς το 1066 και «ουσιαστικά είναι μια ηθική ιστορία: μια προειδοποίηση για το κόστος της προδοσίας». Η Hunter περιγράφει τη μακρά ιστορία και τις περιπέτειες της ταπισερί. Όταν, για παράδειγμα, η Γερμανία εισέβαλε στη Γαλλία, ο Χάινριχ Χίμλερ οικειοποιήθηκε την ταπισερί και το 1944 την είχε κρύψει σε ένα υπόγειο του Λούβρου. Ωστόσο, όταν οι φρουροί του έφτασαν για να την πάρουν, το Λούβρο ήταν ήδη στα χέρια της Γαλλικής Αντίστασης και έτσι παρέμεινε στη Γαλλία. Υποστηρίζει ότι η ιστορία της ταπισερί και όχι το κέντημά της την έσωσε, η πολιτική της και όχι η πολιτιστική της αξία. Επίσης, εξετάζει τις δημιουργούς του έργου και σημειώνει ότι παρόλο που τα κεντήματά τους μπορεί να έχουν ιστορική αξία, συλλεγμένα από σημαντικά μουσεία, οι ανώνυμες γυναίκες κεντήτριές του παραμένουν μη αναγνωρισμένες. Φαντάζεται πώς αυτές οι γυναίκες θα κάθονταν για ώρες, μήνες και χρόνια, με τα σώματά τους να πονούν και τα μάτια τους να τσούζουν από τον καπνό της φωτιάς και το λιγοστό φως των κεριών, σκυμμένες πάνω από ένα ορθογώνιο πλαίσιο, μερικές θα κεντούσαν ανάποδα, υπό την πίεση ενός επιστάτη.

Στο κεφάλαιό, Εξουσία, αλλά και σε όλο το βιβλίο, καταφέρνει να απεικονίσει την εγγενή σύνδεση μεταξύ των ιστορικών γεγονότων και της τέχνης της βελόνας. Εξερευνά την ιστορία της κεντητικής τέχνης της Μαίρης, Βασίλισσας της Σκωτίας. Η Μαίρη ήταν μια ταλαντούχα κεντήτρια, η οποία δημιούργησε και παρουσίασε ένα υπέροχο «οπλοστάσιο υφασμάτων» από τα πρώτα της χρόνια στη Γαλλία μέχρι την εκτέλεσή της το 1587. Κατά τη διάρκεια των μακρών χρόνων αιχμαλωσίας της, τα εξαιρετικά κεντήματά της, κεντήματα συχνά γραμμένα σε μυστικούς κώδικες, της παρείχαν μια διέξοδο για την ενέργεια και τη δημιουργικότητά της, της έδωσαν δύναμη και μετέφεραν τα μηνύματά της στον έξω κόσμο. Το έργο της έγινε ο συναισθηματικός και πολιτικός εκπρόσωπός της, και οι κεντημένες υπογραφές της επιβεβαίωναν βασιλικά δικαιώματα και αξιώσεις. Η Hunter καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ενώ η Μαίρη χρησιμοποιούσε την κεντητική τέχνη «για να διεκδικήσει την εξουσία και να αγωνιστεί για την αποκατάστασή της, ίσως να υπήρχε και μια πιο βασική ανθρώπινη παρόρμηση πίσω από το κέντημά της: να διατηρήσει τον αυτοέλεγχο, να δημιουργήσει κάποια τάξη και να έχει επιλογή μέσα στην αναταραχή και την ταπείνωση της ζωής της».

Ένα άλλο παράδειγμα αυτής της περίπλοκης σύνδεσης μεταξύ πολιτικών γεγονότων, κεντήματος και τέχνης αφορά την σκόπιμη απόφαση των σουφραζετών, στις αρχές του 20ού αιώνα, να δημιουργήσουν και να φέρουν πανό «φτιαγμένα με εκθαμβωτική κεντητική, χρησιμοποιώντας τα πιο όμορφα υφάσματα – μπροκάρ, μεταξωτά, δαμασκηνά και βελούδα – και υλικά που είχαν σκόπιμα μετατοπιστεί από την ιδιωτικότητα του σαλονιού στη δημόσια αρένα των διαδηλώσεων». Η Mary Lowndes, για παράδειγμα, «ίδρυσε την Ένωση Καλλιτεχνών για το Δικαίωμα Ψήφου για να προμηθεύσει τον αγώνα των σουφραζετών με τολμηρά, εντυπωσιακά έργα τέχνης εκστρατείας». Το 1911, ένα από τα πανό της Ann Macbeth ήταν κεντημένο με ογδόντα υπογραφές σουφραζετών που είχαν φυλακιστεί και είχαν σιτιστεί με τη βία στη φυλακή Holloway. Προς το τέλος του βιβλίου η Hunter αναφέρει πώς οι ραμμένες υπογραφές είναι τα φυσικά σημάδια της ατομικής ή συλλογικής επιμονής στην αναγνώριση και πώς τα υφάσματα με υπογραφές ενισχύουν τις ατομικές φωνές. Γράφει: «… οι άνθρωποι έχουν κεντήσει τις υπογραφές τους σε υφάσματα για να καταγράψουν την ύπαρξή τους ή να καταγράψουν ένα κοινό τραύμα σε ανεξίτηλο ράψιμο που αφήνει μια διαρκή εντύπωση».

Στο κεφάλαιό της με τίτλο Ευθραυστότητα, η Hunter διερευνά την εργασία με το κέντημα ως μέσο θεραπείας, ανάρρωσης ή και απλής επιβίωσης. Παρέχει παραδείγματα ανθρώπων που υπέφεραν από σοβαρό σωματικό ή /και ψυχικό πόνο που μπόρεσαν μέσω του ραψίματος να βρουν φωνή, να διατηρήσουν την αίσθηση της ταυτότητάς τους ή την αίσθηση του σκοπού τους και να καταγράψουν γεγονότα ή προσωπικές εμπειρίες. Ο John Craske, για παράδειγμα, ήταν ψαράς τρίτης γενιάς, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου προσβλήθηκε από γρίπη, η οποία εξελίχθηκε σε εγκεφαλικό απόστημα. Νοσηλεύτηκε, μεταφέρθηκε για λίγο σε άσυλο και στη συνέχεια στάλθηκε πίσω στο σπίτι του, στη σύζυγό του, ανίκανος για εργασία και θύμα επεισοδίων αμνησίας. Ζωγράφιζε μικρά αντικείμενα και βάρκες για να βιοποριστεί, αλλά όταν έμεινε κατάκοιτος και δεν μπορούσε να ζωγραφίσει ξαπλωμένος, η σύζυγός του τον δίδαξε μερικές στοιχειώδεις βελονιές κεντήματος. Μέσα από το ράψιμο, ο John ανακάλυψε ότι το ύφασμα και το νήμα του επέτρεπαν να δημιουργεί την υφή της θάλασσας, την οποία αγαπούσε τόσο πολύ, και την απαλότητα των αμμόλοφων, ακόμη πιο απτά από το χρώμα. Προς το τέλος της ζωής του έφτιαξε το πιο φιλόδοξο κέντημά του, την Εκκένωση της Δουνκέρκης, ένα πανόραμα πολεμικού πανδαιμόνιου.

Κατά τη διάρκεια και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ράψιμο παρείχε υποστήριξη και επούλωση σε στρατιώτες που υπέφεραν από διαταραχή μετά-τραυματικού στρες, τότε γνωστό ως shell shock  / σοκ από οβίδα. Η Hunter σημειώνει ότι για τους άνδρες που επέστρεψαν σπίτι από τη σφαγή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν απαραίτητες νέες προσεγγίσεις στην θεραπεία και έτσι γεννήθηκε η εργοθεραπεία. Γράφει: «Οι χειροτεχνίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην θεραπευτική αποκατάσταση μετά τον πόλεμο. Μέσω ενός συνασπισμού κυβερνητικών, εθελοντικών και ιατρικών αρχών, καλλιτέχνες και τεχνίτες στρατολογήθηκαν για να οργανώσουν έργα, εργαστήρια, εκθέσεις και παραγγελίες…» και παρόλο που το ράψιμο «φαινόταν ο λιγότερο πιθανός υποψήφιος για ανδρική ανάρρωση, ωστόσο το κέντημα έγινε η απορροφητική ασχολία για χιλιάδες πρώην στρατιωτικούς, παρέχοντάς τους όχι μόνο την ικανοποίηση της επιδεξιότητας, αλλά και ένα μέσο για να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή τους και να κερδίσουν ένα μικρό εισόδημα».

Στο κεφάλαιό, Αιχμαλωσία, η Hunter αναφέρεται στην ανθρωπίστρια, Ελίζαμπεθ Φράι, η οποία θεωρείται η πρώτη που εισήγαγε την κεντητική στις φυλακές ως αντίδοτο στην αδυναμία και ως μέσο δημιουργικής έκφρασης. Έναν αιώνα αργότερα, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με την πτώση της Σιγκαπούρης στους Ιάπωνες το 1942, οι γυναίκες αιχμάλωτες πολέμου χρησιμοποίησαν το ράψιμο και το κέντημα ως τέχνασμα για να διατηρήσουν επαφή με τους άνδρες των οικογενειών τους, για να αντισταθούν και για να διατηρήσουν μιαν αίσθηση ταυτότητας. Οι συνθήκες ήταν άθλιες και απάνθρωπες, η αβεβαιότητα, ο υποσιτισμός, η βαρβαρότητα, η ασθένεια και ο θάνατος, ήταν καθημερινές εμπειρίες. Η Έθελ Μαλβάνεϊ πρότεινε να φτιάξουν patchwork παπλώματα αφού πρώτα έπεισαν τους απαγωγείς τους ότι ήταν ανθρωπιστικά δώρα για να παρηγορήσουν τους ασθενείς στο νοσοκομείο των φυλακών. Κάθε μικρό τετράγωνο έπρεπε να έχει ένα ραμμένο αυτόγραφο και μια προσωπική εικόνα. Μερικά φτιάχτηκαν από κορίτσια ηλικίας 8 έως 16 ετών. Το πιο ανατρεπτικό κομμάτι ενός κοριτσιού ήταν μια εικόνα με την ιαπωνική σημαία, με τον τίτλο «Η Σημαία της Τυραννίας». Η Hunter σχολιάζει ότι παρόλο που η ανακάλυψη του θα σήμαινε τιμωρία και πιθανή εκτέλεση, εκείνη κέντησε την αλήθεια της.

Επίσης, πολλοί άνδρες έραβαν στα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Σετ ραπτικής, γνωστά ως «νοικοκυρά», συμπεριλαμβάνονταν στα πακέτα που παρείχε στους στρατιώτες ο Ερυθρός Σταυρός. Ο Ταγματάρχης Αλέξης Κάσδαγλης παρείχε μαθήματα ραπτικής στους συγκρατούμενούς του σε στρατόπεδο στη Γερμανία. Η Hunter γράφει: «Ξήλωνε μαλλί από παλιά πουλόβερ για να κεντήσει σταυροβελονιά την αντίσταση» και έστελνε κεντήματα στον γιο και την οικογένειά του μέσω της Πορτογαλίας, μιας ουδέτερης χώρας. Πιο πρόσφατα, η συγγραφέας Tracy Chevalier παρήγγειλε το The Sleep Quilt / Το Πάπλωμα του Ύπνου, το οποίο είναι εξ ολοκλήρου κεντημένο και ραμμένο από κρατούμενους, κυρίως άνδρες, σε μερικές από τις πιο σκληρές φυλακές της Βρετανίας. Το Fine Cell Work είναι το φιλανθρωπικό ίδρυμα που έκανε δυνατή τη δημιουργία του παπλώματος. Κάθε ένα από τα 63 τετράγωνα που το αποτελούν εξερευνά το τι σημαίνει ύπνος μέσα στη φυλακή. Ο ύπνος έχει μεγάλη σημασία στις φυλακές επειδή είναι πιο δύσκολο να τον βρεις σε αυτά τα θορυβώδη, αποπνικτικά και περιορισμένα περιβάλλοντα. Επίσης, για κάποιους είναι μια στιγμή απόδρασης και ηρεμίας, αλλά για άλλους μια επιστροφή σε όλα όσα πονάνε ή σε όσα μετανιώνουν περισσότερο στη ζωή τους [Δείτε στη διεύθυνση: https://www.youtube.com/watch?v=nx_0VQ4Vj78].

Η Esther Krintz και η μικρότερη αδερφή της επέζησαν από το Ολοκαύτωμα και γλίτωσαν την άτυχη μοίρα ολόκληρης της οικογένειάς τους, προσποιούμενες ότι ήταν Καθολικές. Η Hunter μας λέει ότι την ιστορία της τη γνωρίζουμε επειδή την κέντησε. Πολύ μετά τα γεγονότα, όταν ζούσε πλέον στην Αμερική με την οικογένειά της, δημιούργησε το όμορφο κεντημένο απομνημόνευμα της, επιλέγοντας «το ράψιμο ως πράξη αποκατάστασης». Έχει συμπεριλάβει τη σκηνή όταν οι Ναζί έφτασαν στο Μνίσεκ το φθινόπωρο του 1939, τη μητέρα της με την ποδιά της να στέκεται μπροστά στο σπίτι της με τις δαντελένιες κουρτίνες στα παράθυρα, το παπούτσι του παππού της να βρίσκεται εκεί που είχε πέσει από το πόδι του καθώς τον έσερναν οι Ναζί, τον εαυτό της και την αδερφή της με όμορφα φορέματα και τα πλεγμένα μαλλιά τους να παρακολουθούν τη σκηνή. Η δουλειά με τη βελόνα απαιτεί χρόνο και υπομονή και φροντίδα. Η όλη διαδικασία πρέπει να ήταν μια κοπιαστική διαδικασία ενθύμησης, συναισθήματος, μνήμης, επεξεργασίας και μετατροπής του πόνου σε κάτι όμορφο, αλλά και δημιουργίας μιας οπτικής ιστορίας για τις μελλοντικές γενιές.

Η Hunter μας υπενθυμίζει ότι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Ολλανδίας οι γυναίκες έπαιξαν έναν εξίσου θαρραλέο ρόλο με τους άνδρες μέσω της αντίστασης των πολιτών. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Mies Boissevain-van Lennep είχε βοηθήσει Εβραίους πολίτες, και ως συνέπεια οι Ναζί έκαναν επιδρομή στο σπίτι της. Ο σύζυγός της, τα τέσσερα παιδιά της και ο ανιψιός της σκοτώθηκαν και εκείνη φυλακίστηκε σε στρατόπεδο, όπου μέχρι το 1945 είχαν πεθάνει πάνω από 90.000 γυναίκες και παιδιά. Η Γράφει ότι μετά τον πόλεμο, η Mies κάλεσε τις γυναίκες να φτιάξουν αυτό που αποκαλούσε «φούστα της ζωής» ή «φούστα της απελευθέρωσης». Αυτή η αναμνηστική φούστα ήταν φτιαγμένη από παλιά, πολύχρωμα μπαλώματα, ραμμένα σε μια παλαιότερη φούστα, έτσι ώστε να εξαφανιστεί το αρχικό φόντο. Οι γυναίκες έπρεπε να κεντήσουν το μοτίβο της ζωής τους στη φούστα τους και το στρίφωμα έπρεπε να αποτελείται από πορτοκαλί τρίγωνα με κεντημένες την ημερομηνία «5η Μαΐου 1945» και τις ημερομηνίες των εθνικών εορτών, κατά τις οποίες φοριόταν η φούστα.

Στο κεφάλαιό της το σχετικό με την Ταυτότητα, η Hunter ισχυρίζεται ότι «το κέντημα είναι συχνά το τελευταίο απομεινάρι ταυτότητας που διασώζεται από τους στερημένους». Περιγράφει πώς οι εκτοπισμένες Παλαιστίνιες γυναίκες σε καταυλισμούς προσφύγων, αρχικά, διαφύλαξαν τα ιδιαίτερα κεντήματα του χωριού τους, αλλά στη συνέχεια άρχισαν να αναμειγνύουν στυλ που υποδεικνύουν την αλλαγή που είχε συμβεί, καθώς και την ανάγκη ενίσχυσης μιας εθνικής ταυτότητας ή συνείδησης. Οι Hmong, μια ασιατική  ομάδα που έχει αντιμετωπίσει «αιώνες εθνοτικού διχασμού, πολέμου και αναγκαστικής μετανάστευσης», έχουν διηγηθεί τις ιστορίες τους για την αγροτική ζωή, τους βομβαρδισμούς των χωριών, τις πορείες στη ζούγκλα, την επικίνδυνη διάβαση του ποταμού Μεκόνγκ και την πενιχρή ύπαρξη σε καταυλισμούς προσφύγων», μέσα από υφάσματα ιστοριών / story cloths. Οι γυναίκες σε αυτά τα πλαίσια ράβουν επίσης για να κερδίσουν ένα μικρό εισόδημα. Η συγγραφέας ισχυρίζεται ότι η κεντητική χρησιμοποιείται συχνά ως πρώτο βήμα για την ενδυνάμωση των γυναικών ώστε να καθορίσουν τρόπους βελτίωσης της κατάστασής τους και μείωσης των κοινωνικών ελέγχων και της οικονομικής εξάρτησης που περιορίζουν την ευημερία και την πρόοδό τους. Ωστόσο, προσθέτει ότι το κίνητρό τους δεν είναι αποκλειστικά οικονομικό, επειδή το κέντημα και το ράψιμο επαναφέρουν την αίσθηση της ταυτότητας, ανακτούν έναν πολιτισμό και διατηρούν τις μελλοντικές γενιές σε επαφή με την κληρονομιά τους.

Υπό την σκληρή διακυβέρνηση του Πινοσέτ στη Χιλή, οι γυναίκες δημιούργησαν πολύχρωμες αρπιγιέρες / arpilleras, κεντήματα ραμμένα σε λινάτσα, για να στείλουν μήνυμα στον έξω κόσμο για τη στέρηση και την καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και για να πουν τις ιστορίες των απαχθέντων μελών των οικογενειών τους. Αρχικά, το καθεστώς παρέβλεψε αυτή τη δραστηριότητα ως αθώα χειροτεχνία και όχι ως εργαλείο ανατροπής, αλλά μόλις συνειδητοποίησαν τι πραγματικά συνέβαινε, άρχισαν να παρακολουθούν τις γυναίκες και να κάνουν επιδρομές στα σπίτια τους. Συζητά επίσης πώς η διεκδίκηση της εξουσίας από τους καταπιεστές έχει συχνά επιβληθεί μέσω της καταστολής της παραδοσιακής ενδυμασίας. Όταν, για παράδειγμα, η Σοβιετική Ένωση κατέστειλε το κέντημα εθνικών σχεδίων και συμβόλων και την ένδυση εθνικής ενδυμασίας στην Ουκρανία, κατάφερε να «προκαλέσει μια φυσική απώλεια πρακτικής και γνώσης του κεντήματος», η οποία έπρεπε να ανακτηθεί και να προσαρμοστεί στη σύγχρονη εποχή μετά την ανεξαρτησία. Εξετάζει τις συχνές αρνητικές επιπτώσεις των ιεραποστολικών ή αυτοκρατορικών εισβολών που επέβαλαν αλλαγές στην ενδυμασία, τις χειροτεχνίες και τις παραδόσεις των ιθαγενών στην Αφρική, και ιδιαίτερα στη φυλή Χερέρο. Και στην Κίνα, η Πολιτιστική Επανάσταση απαγόρευσε αυτά που ονομάστηκαν Τα Τέσσερα Παλιά Πράγματα: παλιά έθιμα, παλιό πολιτισμό, παλιές ιδέες και παλιές συνήθειες, και επιβλήθηκε μια υποχρεωτική ομοιομορφία στην ενδυμασία.

Στο κεφάλαιό της, με τίτλο Σύνδεση  / Connection, η Hunter γράφει για τα billet books του 18ου αιώνα από το Νοσοκομείο Βρεφών του Λονδίνου. Οι μητέρες, κυρίως φτωχές και ανύπαντρες, που άφηναν εκεί τα νεογέννητα μωρά τους «ενθαρρύνονταν να αφήνουν κάποιο τεκμήριο, τόσο ως ενθύμιο όσο και ως απόδειξη καταγωγής» σε περίπτωση που κατάφερναν κάποτε να επιστρέψουν για τα παιδιά τους. Αυτά τα τεκμήρια ήταν μικροσκοπικά, μόλις 2,5 εκατοστά υφάσματος κομμένα από τα ρούχα της μητέρας. Η Hunter αναφέρει: «Πολλά είναι λερωμένα, μερικά φθαρμένα, τα περισσότερα θαμπά από τη φτώχεια… Σε ένα παιδί δόθηκε μια απαλή μπλε σατέν ροζέτα. Παρέα με τα άλλα, πιο λιτά κομμάτια, φαινόταν τόσο πλούσιο όσο ένα ανθισμένο τριαντάφυλλο». Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το αποτέλεσμα είναι μια έντονα σπαρακτική καταγραφή «εκείνης της στιγμής της επιλογής, των μητέρων που αποφασίζουν ποιο απομεινάρι του εαυτού τους να αφήσουν, πώς καλύτερα να επικοινωνήσουν αγάπη, λύπη, ελπίδα, μια μικρή εξήγηση στο παιδί που δεν θα ξαναδούν ποτέ», αλλά μια γυναίκα, η Σάρα Μπέντερ, μπόρεσε να επιστρέψει οκτώ χρόνια αργότερα, «κρατώντας σφιχτά το μισό της κεντημένης καρδιάς επανενώθηκε με τον γιο της».

Ανοίγει το κεφάλαιό της, Τόπος, αναφερόμενη στο project της Σκωτσέζας τραγουδίστριας και συλλέκτριας ιστοριών Άλισον ΜακΜόρλαντ το 1994 στο νησί Μαλ, στις Εσωτερικές Εβρίδες, στο οποίο κατέγραψε τις αναμνήσεις των παλαιότερων κατοίκων του νησιού. Αυτές οι αναμνήσεις στη συνέχεια μετατράπηκαν πρώτα σε έναν πίνακα από την ζωγράφο Κέιτ Ντάουνι, με έδρα το Εδιμβούργο, και στη συνέχεια σε ένα ύφασμα από την ντόπια υφαντουργό και βαφέα Φλόρα ΜακΝτόναλντ. Στο ίδιο κεφάλαιο, η Hunter μιλάει για τις ραμμένες και κεντημένες, από μαθήτριες, υδρόγειες σφαίρες και χάρτες που είχαν κερδίσει δημοτικότητα από το 1770 και μετά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, σε μια εποχή που η γεωγραφία, «μια αφήγηση που εξερευνούσε την πολιτιστική, οικονομική, θρησκευτική και ιεραρχική κοινωνική οργάνωση διαφορετικών ηπείρων», ήταν ένα σημαντικό μέρος του σχολικού προγράμματος σπουδών και υπήρχε «μια αυξανόμενη όρεξη για λίστες, για ποσοτικά και όχι ποιοτικά δεδομένα, για ακριβείς λεπτομέρειες μεγέθους και κλίμακας». Επιπλέον, Η Hunter μας λέει ότι στην Αμερική το κέντημα επρόκειτο να παίξει σημαντικό ρόλο στην καταγραφή της διαφοροποιημένης συνείδησης μετά την ανεξαρτησία της, και ότι τα κορίτσια προσκλήθηκαν μέσω της εκπαίδευσης να έχουν μια θέση στην κοινωνική εξέλιξη της χώρας τους. Μέσω του κεντήματος άφησαν για πρώτη φορά το στίγμα τους. Αναφέρεται επίσης στην πιο πρόσφατη χαρτογράφηση κοινότητας και υποστηρίζει ότι «Στη χαρτογράφηση της κοινότητας, ο χρόνος μπορεί να συγχωνευθεί: είναι δυνατό να “στρωματοποιηθούν” η γνώση και η μνήμη, να εισαχθούν χαμένα ορόσημα, να αποκατασταθούν κρυμμένα μονοπάτια, να επανεγκατασταθούν τα φαντάσματα της εξαφανισμένης αρχιτεκτονικής».

Μέσω της κοινοτικής της εργασίας με ομάδες από διαφορετικούς πολιτισμούς σε διαφορετικές χώρες, η Hunter έχει διαπιστώσει ότι όταν μια πολιτισμική γλώσσα απειλείται ή απαγορεύεται, το λεξιλόγιό της συχνά διατηρείται μέσω της κεντητικής, ως μιας εναλλακτικής οπτικής γραφής. Όταν, για παράδειγμα, η ουαλική γλώσσα απαγορεύτηκε στα ουαλικά σχολεία, οι άνθρωποι τη διατήρησαν σε κεντήματα. Επίσης η απώλεια μιας κουλτούρας, όταν οι άνθρωποι, για παράδειγμα, έχουν εκδιωχθεί βίαια από την πατρίδα τους, δεν εγκαταλείπεται από τους ανθρώπους, αλλά μεταφράζεται σε άλλες μορφές. Γράφει: «Έτσι έγινε και με τους Αφροαμερικανούς σκλάβους: διατήρησαν την πολιτισμική μνήμη μεταφράζοντάς την σε μέσα όπου μπορούσε να διατηρηθεί ασφαλής». Εξετάζει τη σημασία του τόπου στα «συγκοπτικά, ελεύθερου πνεύματος» παπλώματα, τα οποία φτιάχνονταν από σκλάβους στη Βόρεια Αμερική. Δεν έχουν διασωθεί πολλά, καθώς ήταν φτιαγμένα από φθηνό ή ήδη φθαρμένο ύφασμα, ωστόσο, δύο που διασώθηκαν, κατασκευάστηκαν από την Χάριετ Πάουερς, γεννημένη το 1837. Είναι «ένα μείγμα αμερικανικής κατασκευής παπλωμάτων, χριστιανικής εικονογραφίας και αφρικανικών παραδόσεων» και είναι γνωστά ως The Bible Quilt και The Pictorial Quilt /Το Πάπλωμα της Βίβλου και το Εικονογραφικό Πάπλωμα. H Hunter σημειώνει ότι προσφέρουν μια μοναδική εικόνα για το οπτικό λεξιλόγιο των σκλαβωμένων γυναικών και παρέχουν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις ότι οι Αφροαμερικανοί σκλάβοι μετέφεραν μαζί τους την οπτική τους κουλτούρα και χρησιμοποιούσαν το ράψιμο για να τη διατηρήσουν.

Αναφερόμενη στην περίφημη εικαστική εγκατάσταση της Judy Chicago, The Dinner Party / To Εορταστικό Γεύμα, η Hunter σχολιάζει ότι η σημασία των σχεδίων και των παραγγελθέντων κεντημάτων της καλλιτέχνιδας χάθηκε στην ως επί το πλείστον ανδρική κριτική προσήλωση στα πιάτα του δείπνου, αλλά τα πιάτα ήταν μόνο ένα μέρος του συνολικού έργου, το οποίο περιελάμβανε επίσης «μεγάλα υφασμάτινα ράνερ / runners σε κάθε σερβίτσιο που αναφέρονταν -συμβολικά και εικονογραφικά- στη χρονολογική θέση κάθε γυναίκας στην ιστορία και παρείχαν βαθύτερη γνώση στις αφηγήσεις τους». Για κάθε ράνερ απαιτήθηκε πολύ έρευνα, κι επίσης, χρησιμοποιήθηκε μια μεγάλη ποικιλία τεχνικών κεντήματος και απασχολήθηκαν πολλές κεντήστρες. Για παράδειγμα, το αφιερωμένο ράνερ στην Αιγύπτια Φαραώ, Χατσεπσούτ, κεντημένο με ιερογλυφικούς χαρακτήρες, χρειάστηκε δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί.

Η Hunter ρίχνει επίσης φως στις συνθήκες εργασίας των κεντητριών και των μοδιστρών σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και περιλαμβάνει στοιχεία όπως η οικονομία, η κοινωνική τάξη και η «φυλή» στη συζήτησή της. Στο κεφάλαιό της, Εργασία, εστιάζει στις σημαντικές αλλαγές που επήλθαν στην εργασιακή ζωή των ανθρώπων που εργάζονταν με ύφασμα και κλωστή, σε συγκεκριμένες εποχές, και στην «αυξανόμενη δημόσια ανησυχία για τις απάνθρωπες συνθήκες που υφίσταντο οι εργαζόμενοι φτωχοί» στη Βρετανία, τη Σκωτία και την Ιρλανδία. Συζητά επίσης τις αλλαγές που επέφερε η εφεύρεση της ραπτομηχανής, οι οποίες τελικά δεν απελευθέρωσε τους ανθρώπους από την εργασία, αλλά αντίθετα άλλαξε τον ρυθμό και τη φύση της εργασίας. Από τη μία πλευρά, έδωσε στις γυναίκες την ευκαιρία για ανεξαρτησία, οικονομική ελευθερία και τη δυνατότητα να λειτουργούν τα δικά τους εργαστήρια. Από την άλλη, οι γυναίκες έχασαν την κοινωνικότητα που απολάμβαναν οι εργάτριες κεντήματος, επειδή μέχρι την εφεύρεση της ραπτομηχανής, το ράψιμο ήταν ως επί το πλείστον συντροφικό, είτε οι γυναίκες εργάζονταν σε ομάδες είτε στο σπίτι με την οικογένεια. Τώρα ήταν είτε μια μοναχική ασχολία στο σπίτι, είτε ο μόχθος των εργοστασιακών εργατών που έραβαν εν μέσω του κρότου και του κροταλίσματος των μηχανημάτων. Επίσης, οι ραπτομηχανές, αντί να ανακουφίσουν την εκμετάλλευση, την επιδείνωσαν. Επιπλέον στις κλωστοϋφαντουργικές βιομηχανίες οι γυναίκες ήταν φθηνότερο εργατικό δυναμικό και σε μεγάλο βαθμό μη συνδικαλισμένες. Παραθέτει τα λόγια του Καρλ Μαρξ, ο οποίος στο βιβλίο του «Το Κεφάλαιο», είχε προβλέψει την καταστροφή που θα προκαλούσε η άφιξη της ραπτομηχανής στις εργάτριες των κλάδων αυτών.

Επίσης, αναφέρει ότι ο χρόνος και ο σεξισμός υπήρξαν οι δύο μεγάλοι ανταγωνιστές της κεντητικής, λόγω της εγγενούς ευθραυστότητας αυτών των έργων τέχνης φτιαγμένων από κλωστή και ύφασμα, τα οποία είναι ευάλωτα στο ξεθώριασμα, το ξέφτισμα και το σκίσιμο, και στην τάση των επιμελητών μουσείων να απορρίπτουν κομμάτια και συλλογές, με αποτέλεσμα πολλά έργα να χάνονται για πάντα. Σε άλλες περιπτώσεις, τα επιτεύγματα των γυναικών είτε έχουν ενταχθεί στις καριέρες των ανδρών συντρόφων τους είτε έχουν υποτιμηθεί και αγνοηθεί με άλλο τρόπο. Στο κεφάλαιό της, Αξία / Value, η συγγραφέας εξετάζει τη ζωή και τα επιτεύγματα τριών καλλιτεχνών, της Mary Delany, της Mary Knowles και της Mary Linwood, οι οποίες «πέρασαν το κατώφλι του αποκλειστικού κόσμου των καλών τεχνών των αντρών για να αναζωογονήσουν την καλλιτεχνική και εμπορική αξία της τέχνης με ράψιμο και κέντημα. Προσέλκυσαν βασιλική προστασία, τα έργα τους εκτέθηκαν ευρέως και κέρδισαν χρήματα και φήμη ως καλλιτέχνες. Αλλά ο χρόνος τους στον ήλιο ήταν προσωρινός, τα κεντημένα αριστουργήματά τους τώρα ξεχασμένα». Ο Κάρολος Ντίκενς έγραψε μια συγκινητική ελεγεία μετά από μια επίσκεψη που έκανε για να δει της Linwood τις υφολογικές επανερμηνείες των αριστουργημάτων του Gainsborough ή του Rubens που προσέφερε η ζωγραφική της με βελόνα.

Σε αυτό το κεφάλαιο, ανιχνεύει την πολιτική των φύλων και την ιστορία της σημασίας και της αξίας της κεντητικής. Τον 19ο αιώνα, για παράδειγμα, στρατιώτες και ράφτες αποκατέστησαν την αξία της κεντητικής ως καλλιτεχνικής ενασχόλησης. Ωστόσο, αυτοί οι άνδρες επέλεξαν να μην αυτοαποκαλούνται «κεντήστρες». Ο Stokes, για παράδειγμα, βετεράνος πολέμου και ανάπηρος, εικονογράφησε τη Μάχη του Καΐρου με σχεδόν 10.000 κομμάτια υφάσματος, τα οποία είχε ράψει μεταξύ τους ενώ ήταν «ξαπλωμένος». Η Hunter σημειώνει ότι αυτά τα έργα δεν ήταν μόνο ένα παράδειγμα ανδρικής καλλιτεχνίας και εργατικότητας. Δημιουργήθηκαν επίσης ως μέρος ενός κινήματος που υποστήριζε τη νηφαλιότητα μεταξύ των εργατικών τάξεων. Ιδιαίτερα μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, στον οποίο και οι δύο πλευρές υπέστησαν καταστροφικές απώλειες, υπήρξε μια κλιμάκωση του εθισμού στο αλκοόλ μεταξύ των στρατιωτών και η κεντητική προωθήθηκε ως εναλλακτική λύση στο ποτό.

Στο κεφάλαιό της, Τέχνη, ανιχνεύει την ιστορία, κυρίως στη Σκωτία, της ανύψωσης της κεντητικής σε καλλιτεχνική κεντητική. Ισχυρίζεται ότι η τέχνη ήταν κατηγορηματικά ανδρικό προνόμιο και ότι οι γυναίκες είχαν αποκλειστεί από την ένταξη σε καλλιτεχνικά ιδρύματα, συλλόγους και λέσχες, και από τη Βασιλική Ακαδημία της Βρετανίας. Ήταν περιορισμένες παρατηρήτριες του κόσμου στον οποίο ζούσαν και με λίγες ευκαιρίες να τον ερμηνεύσουν μέσω της τέχνης τους. Γράφει: «Οι γυναίκες στα πρόθυρα του εικοστού αιώνα ήταν αποφασισμένες να διευρύνουν τους επαγγελματικούς και πολιτικούς τους ορίζοντες και με το κίνημα των σουφραζετών να κερδίζει έδαφος, οι προσπάθειες των επίδοξων γυναικών καλλιτεχνών της Γλασκώβης παρείχαν υποστήριξη σε μια ευρύτερη κοινωνική αλλαγή, χρησιμοποιώντας την τέχνη τους, για να κάνουν τα ταλέντα και τα επιτεύγματα των γυναικών πιο ορατά». Τώρα, γράφει, ενθαρρυνόταν μια ατομικιστική σφραγίδα και εξερεύνηση των υλικών και της επίδρασής τους, και η Jessie Newbery, μεταξύ πολλών άλλων, μια ενεργή υποστηρίκτρια του σκοπού των σουφραζετών, συμμετείχε σε πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της θέσης των γυναικών στην κοινωνία και την εξασφάλιση ορατότητας της τέχνης των γυναικών. Iσχυρίζεται ότι η Newbery προανήγγειλε μια νέα συνείδηση της αισθησιακής δυνατότητας της επιφανειακής βελονιάς, απελευθερωμένη από την παράδοση.

Η συγγραφέας υφαίνει τη δική της ιστορία σε κάθε κεφάλαιο, ειδικά στο τελευταίο με τίτλο Φωνή. Αναλογίζεται: «Γιατί η μητέρα μου, τόσο πιεσμένη από τον κόπο των οικιακών εργασιών και την ανατροφή τεσσάρων παιδιών, αφιέρωσε χρόνο να καθίσει υπομονετικά δίπλα μου και να με μυήσει στις περιπλοκές του κεντήματος…;» Και απαντά: «Πιστεύω τώρα ότι ήθελε να βρει έναν τρόπο να με κρατήσει απασχολημένη. Αν και ποτέ δεν ήμουν θορυβώδης, είχα ένα περίεργο πνεύμα, πάντα αμφισβητούσα, θέλοντας να εξερευνήσω τον μικρό κόσμο γύρω μου. Η περιέργειά μου απαιτούσε ένα υπερβολικό μερίδιο της προσοχής της. Η απορρόφηση του κεντήματος με ενθάρρυνε να είμαι πιο ακίνητη, πιο ήσυχη. Αλλά μου έδωσε επίσης έναν άλλο τρόπο να εκφραστώ». Αναλογίστηκα εάν έπρεπε να τοποθετήσω τις δικές μου εμπειρίες και σκέψεις σχετικά με τη δική μου σχέση με το κέντημα, το πλέξιμο, το ράψιμο. και τη γενιά που πλέον έφυγε, τη μητέρα και τις θείες, τη δασκάλα χειροτεχνίας στο δημοτικό σχολείο, αλλά αποφάσισα να μην το κάνω λόγω της έκτασης της ανάρτησης. Κατά μία έννοια, η βελόνα και η κλωστή «ράβουν» γενιές μέσω της μετάδοσης τόσο των δημιουργιών όσο και των δεξιοτήτων, από μητέρα σε κόρη. Ίσως επιστρέψω σε αυτό το, όπως αποδεικνύεται, ενδιαφέρον και ευρύτερο από ότι νόμιζα θέμα, στο μέλλον.

Σε αυτό το κεφάλαιο, η Hunter επεκτείνεται και στις δυνατότητες της βελόνας και της κλωστής ως οπτική γλώσσα και στη δύναμη που έχει να δώσει στους ανθρώπους φωνή, αλλά και στους τρόπους με τους οποίους οι καταπιεστές έχουν οικειοποιηθεί το ράψιμο για να αποδυναμώσουν και να μειώσουν τους άλλους. Για παράδειγμα, το ράψιμο χρησιμοποιήθηκε από τους Ναζί για να φιμώσουν έναν λαό. Μία από τις στρατηγικές τους ήταν η «καταστροφή μέσω της εργασίας». Το 1940 οι Ναζί συγκέντρωσαν πάνω από 160.000 Εβραίους, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών σ’ ένα στρατόπεδο, κι εκεί τους ανάγκαζαν να ράβουν όλη μέρα με μόνο μια ημερήσια μερίδα 700 θερμίδων. Μέχρι το 1945 λίγοι είχαν επιβιώσει. Αναφέρει επίσης ότι το 1631, ο John Taylor συμβούλευε «τη χαλιναγώγηση του γυναικείου λόγου μέσω της κεντητικής τους». Μια προτροπή, γράφει η Hunter, που «ασκήθηκε με ζήλο από τους εκπαιδευτικούς των μαθητριών, ως έναν αποτελεσματικό τρόπο για να χαλιναγωγηθεί το υποτιθέμενο πυρετώδες γυναικείο πνεύμα».

Νομίζω ότι μετά την ανάγνωση του βιβλίου, κανείς συνειδητοποιεί πολύ περισσότερο τις δυνατότητες του υφάσματος και της κλωστής, και όλα όσα μπορούν να επιτευχθούν με το κέντημα και το ράψιμο. Συνοπτικά, το κέντημα μπορεί: να γίνει μεταφορά για την ίδια τη ζωή, να καταγράψει την ιστορία, να μεταφέρει σύνθετες κοινωνικές πληροφορίες, να διατηρήσει τη μνήμη, να προστατεύσει και να διατηρήσει προσωπικές και συλλογικές μαρτυρίες, να σχεδιάσει έναν χάρτη, να μεταφέρει μια προσευχή, να γιορτάσει έναν πολιτισμό, να τιμήσει ζωές και ζωές που χάθηκαν, να θεραπεύσει και να ενδυναμώσει, να παράσχει ένα μέσο για τη δημιουργία τέχνης, να φέρει εισόδημα, να υποστηρίξει την ανεξαρτησία των γυναικών, να δώσει φωνή, να διακηρύξει ένα μανιφέστο, να διατηρήσει μια πολιτιστική γλώσσα και να διατηρήσει την ταυτότητα. Μπορεί επίσης να είναι ένα μέσο διαμαρτυρίας και τεκμηρίωσης. Η Hunter γράφει ότι κατά τη διάρκεια του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, η αγωνίστρια της αντίστασης Ruth First ήταν η πρώτη λευκή γυναίκα που φυλακίστηκε σε απομόνωση για 117 ημέρες. Μέχρι τη δολοφονία της το 1982, είχε δημοσιεύσει μια σύντομη αυτοβιογραφία στην οποία κατέγραφε τις ημέρες αισθητηριακής στέρησης και τη σημασία που είχε το κέντημα στη διατήρηση της ταυτότητάς της και την έκφραση της αίσθησης του εαυτού της. Τέλος, μπορεί να χρησιμεύσει ως σύνδεσμος μεταξύ γενεών: «Τα κεντήματα που παρέμειναν μέσα στις οικογένειες ή τις φυλετικές ομάδες ήταν αγαπητά ως συναισθηματικοί και πολιτιστικοί σύνδεσμοι μεταξύ των γενεών»

Άλλα Χρώματα του Ορχάν Παμούκ

«Οι κοινωνίες, οι φυλές και οι λαοί γίνονται πιο έξυπνοι, πιο πλούσιοι και πιο προηγμένοι καθώς δίνουν προσοχή στ’ ανήσυχα λόγια των συγγραφέων τους, και, όπως όλοι γνωρίζουμε, το κάψιμο βιβλίων και η δυσφήμιση των συγγραφέων είναι και τα δύο σημάδια ότι βρισκόμαστε σε σκοτεινούς και απρόβλεπτους καιρούς». Ορχάν Παμούκ

«Έτσι, η ειδοποίηση υπάρχει για να του υπενθυμίσει ότι, ενώ κάποιοι άνθρωποι περνούν από αυτή την πόρτα, άλλοι δεν μπορούν. Αυτό σημαίνει ότι η πινακίδα ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ είναι ψέμα. Στην πραγματικότητα, αυτό που θα έπρεπε να λέει είναι ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ  ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΟΣΟΥΣ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΕΙΣΕΛΘΟΥΝ. Υπονοώντας ότι ορισμένοι προνομιούχοι άνθρωποι μπορούν να περάσουν, όλοι όσοι δεν κατέχουν τα απαραίτητα προνόμια αποκλείονται, ακόμα κι αν επιθυμούν να μπουν. Ταυτόχρονα, βάζει όσους δεν επιθυμούν να εισέλθουν στην ίδια μοίρα με αυτούς που το επιθυμούν». Ορχάν Παμούκ

 «…το να είσαι ευτυχισμένος /η δεν είναι αγενές και χρειάζεται μυαλό». Ορχάν Παμούκ

«Μια μέρα θα γράψω κι εγώ ένα βιβλίο που θα είναι φτιαγμένο μόνο από θραύσματα». Ορχάν Παμούκ

Η σημερινή ανάρτηση αφορά ένα βιβλίο που διάβασα αυτές τις μέρες του Τούρκου βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας συγγραφέα, Ορχάν Παμούκ, με τον τίτλο Άλλα Χρώματα (2007), και κάποια πρόσφατα, συνοδευτικά σχέδια.

Ο Παμούκ έχει ένα σημαντικό αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα και πολλά από τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά κι έχουν λάβει θετικές κριτικές, αλλά απ’ όσο θυμάμαι δεν είχα μέχρι τώρα διαβάσει κανένα από τα έργα του, παρόλο που πρόσφατα βρήκα ένα αντίτυπο μιας ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του Χιόνι. Το είχα αγοράσει το 2007, αλλά μάλλον δεν είχα βρει χρόνο να το διαβάσω και μετά ξεχάστηκε σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης.

Το Άλλα Χρώματα που επέλεξα να διαβάσω τώρα είναι μια πλούσια συλλογή 76 μη μυθοπλαστικών κειμένων που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια δεκαετιών, φωτογραφίες Οθωμανικής τέχνης και εικονογραφήσεις του συγγραφέα. Το βιβλίο είναι δομημένο σε εννέα ενότητες, καθεμία από τις οποίες εξερευνά διαφορετικές πτυχές των σκέψεων του συγγραφέα σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Ο Παμούκ σημειώνει: «…αυτό το βιβλίο διαμορφώνεται ως μια ακολουθία αυτοβιογραφικών θραυσμάτων, στιγμών και σκέψεων» και αλλού, «Συγκέντρωσα αυτά τα κομμάτια για να σχηματίσω ένα εντελώς νέο βιβλίο με αυτοβιογραφικό  κέντρο». Στοχάζεται σχεδόν τα πάντα, με μελαγχολία, νοσταλγία, ειρωνεία και πολύ χιούμορ, και καταφέρνει να συνυφάνει, αναμνήσεις, ιδέες, όνειρα, κτίρια και τόπους, ιστορία και πολιτική, ανθρώπινα δικαιώματα και λογοκρισία, εαυτό και ταυτότητα, προσωπική χαρά και δημόσια τραγωδία, φυσικές και κοινωνικές καταστροφές, οικογένεια και την ευθραυστότητα της ζωής, ανατολική και δυτική τέχνη, την ενασχόληση του με την ζωγραφική, τον λόγο που δεν έγινε αρχιτέκτονας, το πώς είναι να είναι κανείς μυθιστοριογράφος, την προσωπική του καλλιτεχνική διαδικασία, τα μυθιστορήματά του, τη λογοτεχνία και λογοτεχνικές προσωπικότητες, και πολλά άλλα, σε μια συνεκτική αφήγηση.

Σχετικά με τη λογοτεχνία, σχολιάζει: «Με την πάροδο του χρόνου, κατέληξα να βλέπω το λογοτεχνικό έργο λιγότερο ως αφήγηση του κόσμου και περισσότερο σαν «να βλέπεις τον κόσμο με λέξεις». Από τη στιγμή που αρχίζει να χρησιμοποιεί λέξεις όπως τα χρώματα σε έναν πίνακα, ένας συγγραφέας μπορεί να αρχίσει να βλέπει πόσο θαυμαστός και εκπληκτικός είναι ο κόσμος, κι ενώ σπάει τα κόκαλα της γλώσσας για να βρει τη δική του φωνή. Γι’ αυτό χρειάζεται κανείς χαρτί, στυλό και την αισιοδοξία ενός παιδιού που κοιτάζει τον κόσμο για πρώτη φορά». Όσον αφορά την εμπειρία του  μυθιστοριογράφου, μας λέει: «Όταν ένας μυθιστοριογράφος αρχίζει να παίζει με τους κανόνες που διέπουν την κοινωνία, όταν σκάβει κάτω από την επιφάνεια για να ανακαλύψει την κρυμμένη γεωμετρία της, όταν εξερευνά αυτόν τον μυστικό κόσμο σαν ένα περίεργο παιδί, παρασυρμένο από συναισθήματα που δεν μπορεί να καταλάβει πλήρως, είναι αναπόφευκτο να προκαλέσει κάποια ανησυχία στην οικογένειά του, στους φίλους του, στους συνομηλίκους του και στους συμπολίτες του. Αλλά αυτή είναι μια ευχάριστη ανησυχία. Γιατί διαβάζοντας μυθιστορήματα, ιστορίες και μύθους κατανοούμε τις ιδέες που διέπουν τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Είναι η μυθοπλασία που μας δίνει πρόσβαση στις αλήθειες που κρατούνται κρυμμένες από τις οικογένειές μας, τα σχολεία μας και την κοινωνία μας. Είναι η τέχνη του μυθιστορήματος που μας επιτρέπει να αναρωτηθούμε για το ποιοι πραγματικά είμαστε».

Το βιβλίο περιλαμβάνει κριτικά δοκίμια που αφορούν τα έργα πολλών λογοτεχνικών προσωπικοτήτων όπως οι Θερβάντες, Τολστόι, Ουγκώ, Ναμπόκοφ, Καμύ, Σαλμάν Ρούσντι, Στερν, Κόλριτζ, Βιρτζίνια Γουλφ, Φόκνερ, Μαν, Χέμινγουεϊ, Προυστ, Μπόρχες, Κάφκα, Ντοστογιέφσκι, με τον οποίο βρίσκει ότι μοιράζεται μια ιδιαίτερη συγγένεια, και πολλών άλλων από διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς. Ο Παμούκ ρίχνει φως στον Ντοστογιέφσκι, τον άνθρωπο, την εποχή του και τις αντιφάσεις όσων ζουν, όπως γράφει, στα όρια της Ευρώπης. Ισχυρίζεται ότι για να κατανοήσουμε τα μυστικά που το βιβλίο του Ντοστογιέφσκι, Σημειώσεις από το Υπόγειο, «ψιθυρίζει σε όσους, όπως εγώ, ζουν στα όρια της Ευρώπης……. πρέπει να εξετάσουμε τα χρόνια κατά τα οποία ο Ντοστογιέφσκι έγραφε αυτό το παράξενο μυθιστόρημα». Προσθέτει ότι παρόλο που ο Ντοστογιέφσκι είχε αρχίσει να νιώθει θυμό για τους Δυτικούς διανοούμενους που περιφρονούσαν τη Ρωσία, ο ίδιος παρέμενε προϊόν της δυτικής του εκπαίδευσης και ανατροφής και εξακολουθούσε να ασκεί μια δυτική τέχνη, την τέχνη του μυθιστορήματος.

Στη συνέχεια μας λέει ότι έχει μια έντονη ανάμνηση από την ανάγνωση των Αδελφών Καραμάζοφ στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών, μόνος στο δωμάτιό του σε ένα σπίτι που έβλεπε στον Βόσπορο. Κι εγώ στην ηλικία μεταξύ 16 και 17 διάβασα Ντοστογιέφσκι, συμπεριλαμβανομένου αυτού του μακροσκελούς βιβλίου. Σε αντίθεση όμως με τον Παμούκ δεν επέστρεψα στο βιβλίο στην ενήλικη ζωή κι έτσι μάλλον έγινε μια μακρινή ανάμνηση. Οι ιστορίες, οι χαρακτήρες και οι ιδέες που απορροφούμε από τα βιβλία σταδιακά γίνονται ξεθωριασμένες αναμνήσεις. Αν δεν επιστρέψουμε στα βιβλία που διαβάσαμε, συχνά ξεχνάμε τις ιστορίες, αλλά αυτό που μένει αφορά άλλα πράγματα, όπως το πώς μας έκανε να νιώσουμε το βιβλίο, το καθεαυτό φυσικό αντικείμενο, το πλαίσιο στο οποίο το διαβάσαμε, η αντίδρασή μας στις ιδέες του εκείνη τη χρονική στιγμή, ίσως και οι αντιδράσεις των άλλων. Τελικά, τα βιβλία που έχουμε διαβάσει μειώνουν την παιδική μας αθωότητα, μας δείχνουν πώς λειτουργεί ο κόσμος, και σε κάποιο βαθμό μας διαμορφώνουν. Ο Παμούκ παρατηρεί ότι, σε αντίθεση με τον ήρωα του Προυστ, ποτέ δεν ταυτίστηκε με τις ταυτότητες των χαρακτήρων στα βιβλία ούτε πίστευε ότι αυτά τα γεγονότα συνέβαιναν στον ίδιο, αλλά απολάμβανε την έξαψη της εισόδου σε έναν χώρο εντελώς διαφορετικό από τον καθημερινό του κόσμο. Του άρεσε να μελετά «τον εσωτερικό κόσμο του μυθιστορήματος με τον ίδιο τρόπο που μελετούσε κάποτε το υγρό μέσα στο μπουκάλι του αναψυκτικού του».

Στα δοκίμιά του βλέπουμε την ευχαρίστηση που αντλεί από την ανάγνωση, αλλά και την ανάγκη του να ανακυκλώνει και να ξεφορτώνεται βιβλία. Λέει: «Επειδή ζω σε μια χώρα σχεδόν χωρίς βιβλία και βιβλιοθήκες, τουλάχιστον έχω μια δικαιολογία. Τα δώδεκα χιλιάδες βιβλία στη βιβλιοθήκη μου είναι αυτά που με αναγκάζουν να παίρνω τη δουλειά μου στα σοβαρά…» και εξηγεί ότι «ένας εύκολος τρόπος για να τα ξεφορτωθούμε είναι να αποφασίσουμε ποια βιβλία προτιμούμε, ας πούμε, να κρύψουμε ή να εξαφανίσουμε εντελώς, ώστε οι φίλοι μας να μην τα δουν καθόλου. Μπορούμε να πετάξουμε μεγάλο αριθμό βιβλίων μόνο και μόνο για να μην καταλάβει κανείς ότι πήραμε ποτέ στα σοβαρά τέτοιες ανοησίες». Στοχάζεται επίσης σε θέματα όπως η πίστη του στη δύναμη της λογοτεχνίας να αμφισβητεί την εγγενή φύση της ζωής και τη διαδικασία δημιουργίας νοήματος, καθώς και τη μείωση του αριθμού των αναγνωστών στην Τουρκία. Σχετικά με τον χαμηλό αριθμό αναγνωστών στη χώρα του, σχολιάζει: «Παρόλα αυτά, ζω σε μια χώρα που θεωρεί τον μη αναγνώστη ως τον κανόνα και τον αναγνώστη ως κάπως ελαττωματικό, οπότε δεν μπορώ παρά να σέβομαι τις επιτηδευμένες ιδέες, τις εμμονές και τις αξιώσεις της μικρής χούφτας ανθρώπων που διαβάζει και χτίζει βιβλιοθήκες εν μέσω της γενικής ανίας και σκαιότητας».

Μέσα από αυτή την αφήγηση, που αποτελείται από πολλά αποσπάσματα, ο Παμούκ καταφέρνει να αποκαλύψει πώς η προσωπική και η δημιουργική ζωή είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Δεν διστάζει να περιγράψει συναισθήματα και προσωπικές εμπειρίες. Γονείς, συγγενείς και φίλοι περιηγούνται στις σελίδες του. Αναφέρεται με αγάπη στην κόρη του. Γράφει για την παιδική του ηλικία, τις σχολικές του εμπειρίες και τα πρώιμα γεγονότα για να καταλάβει πώς τον έχουν διαμορφώσει και να κάνει συνδέσεις μεταξύ των γεγονότων και των ιστοριών και των χαρακτήρων του: «Όταν ήμουν μικρός, ένα αγόρι στην ίδια ηλικία με εμένα -το όνομά του ήταν Χασάν- με χτύπησε ακριβώς κάτω από το μάτι με μια πέτρα με τη σφεντόνα του. Χρόνια αργότερα, όταν ένας άλλος Χασάν με ρώτησε γιατί όλοι οι Χασάν στα μυθιστορήματά μου ήταν κακοί, αυτή η ανάμνηση επέστρεψε» ή «Επειδή αγάπησα τα άλογα κατά τη διάρκεια των παιδικών μου καλοκαιριών στη Χεϊμπελιάδα, έδινα πάντα πολύ καλούς ρόλους στα άλογα και στις άμαξες τους. Οι ήρωες μου, τα άλογα, είναι ευαίσθητα, ντελικάτα, εγκαταλελειμμένα, αθώα και συχνά θύματα του κακού».

Θυμάται τον πατέρα του, ο οποίος, παρά τις μεγάλες απουσίες του, του έδωσε την αυτοπεποίθηση να κυνηγήσει τα όνειρά του: «Όταν ήμουν παιδί, ο πατέρας μου κοίταζε με εγκάρδιο θαυμασμό κάθε πίνακα που ζωγράφιζα. Όταν τον ρωτούσα τη γνώμη του, εξέταζε κάθε πρόχειρη πρόταση σαν να ήταν αριστούργημα. Γελούσε ξέφρενα με τα πιο άγευστα και άνοστα αστεία μου. Χωρίς την αυτοπεποίθηση που μου έδωσε, θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να γίνω συγγραφέας, να επιλέξω αυτό ως επάγγελμά. Η εμπιστοσύνη του σε εμάς και η ευκολία με την οποία μπορούσε να πείθει εμένα και τον αδερφό μου ότι ήμασταν λαμπροί και μοναδικοί, προερχόταν από την εμπιστοσύνη στη δική του διάνοια», και αλλού μας λεέι, «Πολύ αργότερα, όταν τα άφησα όλα αυτά πίσω μου, όταν ο θυμός και η ζήλια δεν θόλωναν πλέον την οπτική μου για τον πατέρα που ποτέ δεν με είχε επιπλήξει, ποτέ δεν προσπάθησε να με σπάσει, σιγά σιγά άρχισα να βλέπω – και να αποδέχομαι – τις πολλές και αναπόφευκτες ομοιότητες μας».

Ο Παμούκ εξερευνά τη βαθιά του ανάγκη να μένει μόνος για να ονειρεύεται, να διαβάζει και να γράφει. Μας αφήνει να ρίξουμε μια ματιά στον τρόπο που λειτουργεί το δημιουργικό του μυαλό και η ζωηρή του φαντασία, και στις σκέψεις για τις οποίες συνήθως δεν μιλάει στους άλλους, σχετικά με τα αντικείμενα που τον περιβάλλουν, ένα λυπημένο, παιδικό ποδηλατάκι ή ένα αγαπημένο ρολόι χειρός, για παράδειγμα. Μια τέτοια ιστορία αφορά κι ένα τασάκι. Θυμάμαι παρόμοια τασάκια σε σχήμα ψαριού, κοχυλιού ή παλάμης χεριού από την παιδική μου ηλικία. Γράφει: «Κάποιος έφτιαξε ένα πορσελάνινο τασάκι σε σχήμα ψαριού, και το καημένο το ψάρι θα καίγεται από τα τσιγάρα για χρόνια, με το στόμα του αρκετά ανοιχτό ώστε να μην είναι αναγκασμένο να καταπίνει μόνο βρώμικη στάχτη. Το στόμα του είναι αρκετά μεγάλο για να χωράει γόπες, σπίρτα και κάθε είδους βρωμιά». Μερικές φορές ο συγγραφέας μας μιλάει και μέσα από τη φωνή άψυχων πραγμάτων, όπως τις τρεις φιγούρες σε ένα σχέδιο. Αυτά τα σχέδια σε χαρτί μας λένε λόγου χάρη: «Μας προβληματίζει η πληθώρα φημών για το από πού προερχόμαστε, ποιοι είμαστε, πού πηγαίνουμε………… μετά από αιώνες περιπλάνησης, ήττας και καταστροφής, οι ιστορίες μας έχουν χαθεί. Τα σχέδια που κάποτε απεικόνιζαν αυτές τις ιστορίες έχουν διασκορπιστεί σε όλο τον κόσμο. Τώρα ακόμη και εμείς έχουμε ξεχάσει από πού προερχόμαστε. Έχουμε απογυμνωθεί από τις ιστορίες και τις ταυτότητές μας».

Τα ζώα είναι επίσης παρόντα στα δοκίμια και στις ιστορίες του βιβλίου. Ο Παμούκ αφηγείται ιστορίες για άλογα, γλάρους, χελιδόνια και αγέλες αδέσποτων σκύλων που περιφέρονται στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Για παράδειγμα, γράφει: «Η εκδίκηση γεννά εκδίκηση. Πριν από δύο χρόνια, όταν οκτώ ή εννέα σκυλιά με στρίμωξαν και μου επιτέθηκαν στο πάρκο Μάτσκα, φαινόταν σαν να είχαν διαβάσει τα βιβλία μου και να ήξεραν ότι τους είχα επιβάλει ποιητική δικαιοσύνη για να τους τιμωρήσω επειδή περιφέρονταν σε αγέλες, ειδικά στην Κωνσταντινούπολη. Αυτός, λοιπόν, είναι ο κίνδυνος της ποιητικής δικαιοσύνης: Αν το παρακάνετε, μπορεί να καταστρέψει όχι μόνο το βιβλίο σας – το έργο σας – αλλά και την ίδια σας τη ζωή».

Στο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο: Τα βιβλία μου είναι η ζωή μου, μας προσφέρει πληροφορίες για ορισμένα από τα μυθιστορήματά του και παρέχει ιστορίες από τα παρασκήνια, προσωπικές σκέψεις για τα βιβλία του και τη συναισθηματική απήχηση που βρίσκει στις ευπάθειες των χαρακτήρων του. Για παράδειγμα, αντλεί από το υλικό που συγκέντρωσε κατά τη διάρκεια των επισκέψεών του στο Καρς, τον τόπο που διαδραματίζεται η ιστορία του βιβλίου του Χιόνι, για να δώσει λεπτομέρειες για την ομορφιά, το κοινωνικοπολιτικό τοπίο και τη μοναξιά και την απομόνωση που του προκάλεσε η πόλη. Σημειώνει: «Αν υπάρχει μια σιωπή, μια νωθρότητα, μια παράξενη αίσθηση ηρεμίας, είναι επειδή οι δρόμοι είναι γεμάτοι με ανθρώπους που έχουν συμφιλιωθεί με τη δυστυχία και την αδυναμία. Το κράτος έχει απαγορεύσει όλες τις άλλες πιθανότητες, και το έχει κάνει με κάποια βία».

Το βιβλίο περιλαμβάνει άρθρα σχετικά με τον σεισμό του 1999 που σκότωσε 30.000 ανθρώπους σε λίγα δευτερόλεπτα, και τη γενική αγωνία που προκάλεσε. Γράφει για την βιωμένη εμπειρία, τον φόβο, την καταστροφή, την απώλεια ζωών, την τουρκική νοοτροπία και τους λόγους για τους οποίους τόσα πολλά κτίρια κατέρρευσαν σαν πύργοι από τραπουλόχαρτα. Σχολιάζει: «…ο αριθμός των τριάντα χιλιάδων νεκρών αποκάλυψε την πρακτική του κατασκευαστικού τομέα να χτίζει πρόχειρα σε φτωχό έδαφος χωρίς καμία προσπάθεια αντισεισμικής προστασίας. Για τα είκοσι εκατομμύρια που ζουν στα περίχωρα της πόλης, οι εφιάλτες ξεπήδησαν από τον βάσιμο φόβο ότι τα σπίτια τους δεν θα μπορούσαν να αντέξουν έναν σεισμό της έντασης που είχαν προβλέψει οι επιστήμονες… πολύ αργά, τα εκατομμύρια των Κωνσταντινουπολιτών που ζουν σε σαθρά κτίρια σε σαθρό έδαφος έχουν καταλάβει ότι πρέπει να βρουν τον δικό τους τρόπο να αποκρούσουν τον τρόμο. Έτσι κάποιοι άφησαν το θέμα στον Αλλάχ ή, με τον καιρό, απλώς το ξέχασαν, ενώ άλλοι τώρα βρίσκουν ψεύτικη παρηγοριά στις προφυλάξεις που έλαβαν μετά τον προηγούμενο σεισμό».

Αφιερώνει σελίδες στην αγαπημένη του Κωνσταντινούπολη, τις γειτονιές και τα κτίρια της και τις δραματικές αλλαγές που έχει υποστεί. Ο Παμούκ λέει ότι η ιστορία της Κωνσταντινούπολης είναι η ιστορία των πυρκαγιών και των ερειπίων από τα μέσα του 16ου αιώνα, όταν η κατασκευή ξύλινων σπιτιών έγινε δημοφιλής, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι πυρκαγιές, εξηγεί, άνοιξαν τις λεωφόρους και τους δρόμους της και διαμόρφωσαν την πόλη. Γράφει: «Εκείνες τις μέρες ήταν παράνομο να γκρεμίσεις το παλιό σου σπίτι για να κάνεις χώρο για τη νέα πολυκατοικία… οι άνθρωποι μετακόμιζαν και μόλις η έπαυλη γινόταν ακατοίκητη λόγω εγκατάλειψης, σάπιου ξύλου και ηλικίας, μπορούσες να πάρεις άδεια να την κατεδαφίσεις. Κάποιοι προσπαθούσαν να επιταχύνουν τη διαδικασία τραβώντας τα κεραμίδια για να μπουν η βροχή και το χιόνι. Μια ταχύτερη, πιο τολμηρή επιλογή ήταν να την κάψουν μια νύχτα όταν κανείς δεν κοιτούσε». Μέρος της αλλαγής συνέβη για να φιλοξενήσει τον ταχέως αυξανόμενο πληθυσμό που αυξήθηκε από ένα σε δέκα εκατομμύρια [σήμερα είναι πάνω από 16 εκατομμύρια, η πιο πυκνοκατοικημένη πόλη στην Ευρώπη και πολύ μεγαλύτερη από πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας] σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «αν το βλέπατε από ψηλά, θα βλέπατε αμέσως γιατί όλες αυτές οι οικογενειακές διαμάχες, αυτή η απληστία, η ενοχή και οι τύψεις, δεν εξυπηρετούσαν κανέναν καλό σκοπό. Παρακάτω θα βλέπατε τις τσιμεντένιες λεγεώνες, τόσο μεγάλες και ασταμάτητες όσο ο στρατός στον Πόλεμο και Ειρήνη του Τολστόι, καθώς κυλούν πάνω σε όλα τα αρχοντικά, τα δέντρα, τους κήπους και την άγρια ​​ζωή που βρίσκονται στο δρόμο τους. βλέπετε τα ίχνη της ασφάλτου που αφήνει αυτή η δύναμη στο πέρασμά της…»

Ο συγγραφέας μοιράζεται τον χρόνο του μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Πριγκιποννήσων. Ήταν οι ιστορίες του για τα νησιά και τον Βόσπορο που κυρίως με μετέφεραν πίσω, σαν να μην είχαν αλλάξει πολλά από την επίσκεψή μας, δεκαετίες πριν. Οι ιστορίες και οι περιγραφές του Παμούκ έφεραν στο νου αναμνήσεις από ένα μακρινό ταξίδι που έκανα στην Τουρκία τη δεκαετία του ’80, όταν ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης ήταν το ένα τέταρτο αυτού που είναι σήμερα. Παρόλο που μπορεί κανείς να υποθέσει με ασφάλεια ότι έχουν συμβεί πολλές δραματικές αλλαγές κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών, το βιβλίο μείωσε την απόσταση του χρόνου. Επισκέφτηκα την Τουρκία στη δεκαετία των είκοσι, με τον σύζυγό μου και την αδερφή μου. Η εμπειρία άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι πάνω μου. Οι άνθρωποι ήταν φιλικοί, φιλόξενοι και ομιλητικοί, και περίεργοι για το πώς ήταν τα πράγματα στην Ελλάδα, ή στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ήμουν επίσης νέα και πολύ πιο ανοιχτή σε αλληλεπιδράσεις με αγνώστους. Γευματίσαμε σε μια μικρή ταβέρνα γεμάτη άντρες [αυτό που θα λέγαμε κουτούκι στην Ελλάδα, το οποίο στην πραγματικότητα προέρχεται από την τουρκική λέξη “kütük” που σημαίνει κορμός δέντρου και χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει κάποιον μεθυσμένο], φάγαμε τοπικά γλυκά σε καφέ ή ήπιαμε τσάι σε ποτήρια λικέρ στα πλοία που παίρναμε για να επισκεφτούμε μέρη έξω από την Κωνσταντινούπολη, και ανταλλάξαμε απόψεις για τις γυναίκες, τον φεμινισμό, την ταυτότητα, με μια ποικιλία ανθρώπων που δεν γνωρίζαμε ή δεν θα βλέπαμε ποτέ ξανά… Στον Βόσπορο μια μεγαλύτερης ηλικίας Αγγλίδα που είχε κάνει την Κωνσταντινούπολη σπίτι της, με προσκάλεσε να διδάξω αγγλικά εκεί, και παρόλο που ένιωθα την γοητεία της πόλης, μπορούσα επίσης να νιώσω την έλλειψη ελευθερίας. Οι ένοπλοι φρουροί σε κάθε γωνιά του δρόμου ενίσχυαν το συναίσθημα.

Όταν εμείς επισκεφτήκαμε τα νησιά, ήταν προφανές ότι οι λαμπρές μέρες ανήκαν στο παρελθόν, αλλά παρόλο που πολλά σπίτια ήταν έρημα ή ετοιμόρροπα, μπορούσαμε να φανταστούμε τις παλαιότερες, πιο ένδοξες μέρες. Όπως πολλά νησιά σε όλο τον κόσμο σε παλαιότερες εποχές, ήταν τόποι εξορίας, αρχικά, για ηττημένους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και πολιτικούς, κι αν εξαιρέσουμε τις φυλακές, τα μοναστήρια και τους μοναχούς, τους αμπελώνες και τα μικρά ψαροχώρια, ήταν άδειοι τόποι. Ωστόσο, ο Παμούκ μας λέει ότι από τις αρχές του 19ου αιώνα, τα νησιά άρχισαν να χρησιμεύουν ως καλοκαιρινά θέρετρα για τους Χριστιανούς και τους Λεβαντίνους της Κωνσταντινούπολης, τους Έλληνες και τους Εβραίους, κι όσους συνδέονταν με διάφορες πρεσβείες, και λίγο αργότερα, για τις ανώτερες μεσαίες τάξεις της πόλης που άρχισαν να κάνουν εκδρομές και να χτίζουν εξοχικές κατοικίες στα νησιά.

Υπάρχουν επίσης αναφορές στο φαγητό του δρόμου της Κωνσταντινούπολης, [το οποίο δεν δοκίμασα, επειδή είμαι μάλλον επιφυλακτική στην κατανάλωση φαγητού ή νερού που μπορεί να με αρρωστήσουν όταν ταξιδεύω], και στην αλλαγή που έφερε στην αίσθηση του εαυτού του το κόψιμο του τσιγάρου. Λέει: «Δεν νιώθω πλέον την χημική λαχτάρα των πρώτων ημερών. Μου λείπει απλώς ο παλιός μου εαυτός, όπως μπορεί να μου λείπει ένας αγαπητός φίλος, ένα πρόσωπο. Το μόνο που θέλω είναι να επιστρέψω στον άνθρωπο που ήμουν κάποτε…..  Όταν λαχταρώ να επιστρέψω στον παλιό μου εαυτό, θυμάμαι ότι εκείνες τις μέρες είχα μια αόριστη αίσθηση αθανασίας». Γράφει επίσης για τα ταξίδια και τις διαμονές του σε άλλες χώρες, τα διαβατήρια και την εθνική ταυτότητα. Σημειώνει: «Όταν η εθνική διαφορά δεν είναι λόγος εορτασμού, αναδύεται μια τρομερή ποικιλία. Το ίδιο συμβαίνει και με τα διαβατήριά μας, τα οποία άλλοτε μας φέρνουν χαρά και άλλοτε θλίψη: Όσο για τους άθλιους τρόπους με τους οποίους μας κάνουν να αμφισβητούμε την ταυτότητά μας, δεν υπάρχουν δύο ίδιοι τρόποι».

Στην ενότητα με τίτλο Πολιτική, Ευρώπη και Άλλα Προβλήματα με το να είσαι ο εαυτός σου, αναλογίζεται την περίπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ πολιτισμικής ταυτότητας και πολιτικής έκφρασης, την νομική περιπέτεια που αντιμετώπισε στην Τουρκία για την αναφορά του στη γενοκτονία των Αρμενίων και τη δολοφονία 30.000 Κούρδων, την ταραγμένη σχέση μεταξύ προσωπικών απόψεων και εθνικού δικαίου, τη ζωή στην περιφέρεια και τις συγκρούσεις που έχει βιώσει ως κοσμικός, δυτικοποιημένος Τούρκος. Συζητά το ζήτημα της Ανατολής και της Δύσης, το οποίο βλέπει ως ένα πραγματικό και συνάμα ένα κατασκευασμένο χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, με δυνητικά τρομερές συνέπειες. Αναλογίζεται τις πολιτισμικές εντάσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης που βιώνουν οι Μουσουλμάνοι σε όλο τον κόσμο, επισημαίνοντας τη φτώχεια, τις στερήσεις και πολιτισμικούς και πολιτικούς παράγοντες, κι όχι την θρησκεία ως τα βαθύτερα κίνητρα της τρομοκρατίας και της ανόδου του φονταμενταλισμού και του εθνικισμού. Σημειώνει: «Σήμερα, καθώς ακούω ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να ζητούν από την Ανατολή να πάει σε πόλεμο με τη Δύση, φοβάμαι ότι σύντομα θα δούμε μεγάλο μέρος του κόσμου να ακολουθεί τον δρόμο της Τουρκίας, η οποία έχει υπομείνει σχεδόν συνεχή στρατιωτικό νόμο. Φοβάμαι ότι η αυτό-επαινετική, αυτό-δικαιούμενη Δύση θα οδηγήσει τον υπόλοιπο κόσμο στο μονοπάτι του Υπόγειου Ανθρώπου του Ντοστογιέφσκι, στο να διακηρύξει ότι δύο συν δύο ίσον πέντε. Τίποτα δεν τρέφει περισσότερη υποστήριξη για τον «ισλαμιστή» που πετάει νιτρικό οξύ στα πρόσωπα των γυναικών από την άρνηση της Δύσης να κατανοήσει την οργή των καταραμένων.

Ο Παμούκ μιλάει κατά της λογοκρισίας και γράφει για την ελευθερία της σκέψης, τη δικαστική του υπόθεση, τις πολλές απαγορεύσεις της τουρκικής κοινωνίας, την πολιτική, τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον πολιτισμό, τη θρησκεία, τη φτώχεια, τη μετανάστευση. Εντοπίζει σε βάθος χρόνου την τάση για λογοκρισία και καταπίεση και σχολιάζει: «Εδώ θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν παραλληλισμό με κάτι άλλο που έχω δει συχνά στη ζωή μου: την προδιάθεση της σύγχρονης [Τουρκικής] Δημοκρατίας να κλείνει εφημερίδες… αυτό το είδος πράγματος  χρονολογείται από τη δεκαετία του 1870, όταν ο Σουλτάνος ​​Αμπντούλ Χαμίτ ανέλαβε να ελέγξει την αντιπολίτευση αγοράζοντας τις εκδόσεις της – μια παράδοση που με πιο διακριτικό τρόπο συνεχίζεται μέχρι σήμερα». Αλλού, περιγράφοντας την επίσκεψη του Χάρολντ Πίντερ και του Άρθουρ Μίλερ στην Τουρκία λόγω των αδίστακτων περιορισμών που είχαν επιβληθεί στην ελευθερία της έκφρασης, γράφει ότι το 1980 είχε γίνει πραξικόπημα στην Τουρκία και εκατοντάδες χιλιάδες φυλακίστηκαν και οι συγγραφείς διώχθηκαν με τον πιο έντονο τρόπο. Μέχρι τότε ο ίδιος βρισκόταν ως επί το πλείστον στο περιθώριο του πολιτικού κόσμου, αλλά ακούγοντας τις ασφυκτικές ιστορίες καταστολής, σκληρότητας και απροκάλυπτου κακού, ένιωθε να τον ελκύει η εμπλοκή τόσο λόγω ενοχής όσο και αλληλεγγύης, ενώ παράλληλα ένιωθε την επιθυμία να προστατεύσει τον εαυτό του.

Σε όλο το βιβλίο, ο Παμούκ υπογραμμίζει τη σημασία της διαρκούς εστίασης στη σημασία του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας της έκφρασης, η οποία πιστεύει ότι συνδέεται με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Σχολιάζει: «Αλλά το να σεβόμαστε τα ανθρώπινα δικαιώματα των μειονοτήτων και να σεβόμαστε την ανθρώπινη φύση τους δεν σημαίνει ότι πρέπει να δεχόμαστε κάθε είδους πεποιθήσεις ή να ανεχόμαστε όσους επιτίθενται ή επιδιώκουν να περιορίσουν την ελευθερία της σκέψης σεβόμενοι τους ηθικούς κώδικες αυτών των μειονοτήτων. Κάποιοι από εμάς κατανοούμε καλύτερα τη Δύση, κάποιοι από εμάς έχουμε μεγαλύτερη αγάπη για όσους ζουν στην Ανατολή, και κάποιοι, όπως εγώ, προσπαθούν να κάνουν και τα δύο πράγματα ταυτόχρονα, αλλά αυτές οι προσκολλήσεις, αυτή η επιθυμία για κατανόηση, δεν πρέπει ποτέ να στέκονται εμπόδιο στον σεβασμό μας για τα ανθρώπινα δικαιώματα».

Δεν είναι δυνατόν να αποδώσω την θεματική ποικιλομορφία και το βάθος αυτού του αναμφισβήτητα ενδιαφέροντος βιβλίου, ανεξάρτητα του αν κάποιος συμφωνεί με όλες τις  απόψεις που μπορεί να εμπεριέχει. Υπάρχει για παράδειγμα, ένα κείμενο που αφορά τα ημερολόγια, το πρώτο του ημερολόγιο, ένα δώρο από τη μητέρα του, και τη μόδα μεταξύ των Τούρκων συγγραφέων να κρατούν ημερολόγιο και να το δημοσιεύουν όσο ήταν ακόμα ζωντανοί, κι επίσης αναλογίζεται τη σχέση μεταξύ κυκλοφοριακής αναρχίας και θρησκείας ή πολιτικής και ατυχημάτων. Σε ένα κεφάλαιο αναφέρεται σε μία από τις πρώτες μεταρρυθμίσεις του Ατατούρκ που αφορούσε την θεσμοθέτηση της δυτικής ενδυμασίας το 1925. Αν και υποχρέωνε όλους να ντύνονται σαν Ευρωπαίοι, αποτελούσε συνέχεια του παραδοσιακά αυστηρού οθωμανικού ενδυματολογικού κώδικα που απαιτούσε από όλους να ντύνονται σύμφωνα με τη θρησκευτική τους πεποίθηση, και ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα, σημειώνει, η τουρκική αστυνομία να εξακολουθεί να κυνηγά ανθρώπους που κυκλοφορούσαν στις συντηρητικές γειτονιές της Κωνσταντινούπολης με παραδοσιακές ενδυμασίες, εβδομήντα χρόνια μετά την ενδυματολογική επανάσταση του Ατατούρκ.

Στα δύο τελευταία κείμενα γράφει για τη μητέρα και τον πατέρα του. Το βιβλίο τελειώνει με την ομιλία του στην απονομή του βραβείου Νόμπελ το 2006 με τον τίτλο, Η βαλίτσα του πατέρα μου, ίσως το πιο συγκινητικό κομμάτι του βιβλίου. Εύχεται ο πατέρας του να ήταν εκεί μαζί του και λέει: «Δεν φοβόμουν τον πατέρα μου και μερικές φορές πίστευα πολύ βαθιά ότι είχα καταφέρει να γίνω συγγραφέας επειδή ο πατέρας μου, στα νιάτα του, είχε ευχηθεί να γίνει και ο ίδιος συγγραφέας».