15 Αυγούστου, 2025

 «Για την ακρίβεια, ο άλλος άνθρωπος. Δεν είναι σχετικός. Είναι απόλυτη και άνευ όρων αξία». Θοδωρής Καλλιφατίδης

Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης γεννήθηκε στο χωριό Μολάοι, στη Λακωνία το 1938. Ο πατέρας του ήταν ο Δημήτριος Καλλιφατίδης, δάσκαλος με καταγωγή από την περιοχή του Πόντου, και η μητέρα του ήταν η Αντωνία Κυριαζάκου, από τους Μολάους. Έζησε την κατοχή και τον εμφύλιο. Το 1946, αυτός και η οικογένειά του μετακόμισαν στην Αθήνα, όπου τελείωσε το λύκειο και φοίτησε στη θεατρική σχολή του Κάρολου Κουν. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, το 1964 σε ηλικία 25 ετών έφυγε για τη Σουηδία όπου και ζει μόνιμα. Στη Σουηδία σπούδασε φιλοσοφία, ολοκλήρωσε διδακτορικές σπουδές και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης μεταξύ 1969 και 1972. Αργότερα, μεταξύ 1972 και 1976, διετέλεσε διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Bonniers. Από το 1969 έχει δημοσιεύσει πολλά μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, ταξιδιωτικά δοκίμια και θεατρικά έργα. Γράφει στα σουηδικά και στα ελληνικά. Έχει κάνει μεταφράσεις, γράψει σενάρια για ταινίες κι έχει σκηνοθετήσει μια ταινία. Βιβλία του έχουν εκδοθεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες κι έχει λάβει βραβεία στην Σουηδία και στην Ελλάδα.

Την δουλειά του Θοδωρή Καλλιφατίδη μου τη σύστησε η αδελφή μου μάλλον προς το τέλος της εφηβείας, αλλά τα περισσότερα βιβλία του τα διάβασα την τελευταία δεκαετία.Τα γραπτά του Καλλιφατίδη έχουν πολλές αρετές, αλλά προσωπικά αυτό που με κάνει να επιστρέφω σε αυτά είναι τα θέματα που επεξεργάζεται σχεδόν σε όλα του τα γραπτά: τη μετανάστευση, την ενσωμάτωση στο νέο χώρο-τόπο, την ταυτότητα, τη γλώσσα, το αίσθημα και το βίωμα του «ανήκειν». Πολλά από αυτά που εξερευνά μου είναι κάπως οικεία. Είμαι εξοικειωμένη με την «εμπειρία της μετανάστευσης» από πολλές πλευρές, πρώτα ως παιδί μεταναστών σε μια ξένη χώρα που όμως ήταν δικός μου γενέθλιος τόπος, μετά ως παιδί Ελλήνων μεταναστών στην Ελλάδα, κι έπειτα μέσω της δικής μου εσωτερικής μετανάστευσης.

Σήμερα θα αναφερθώ σε δυο πολύ πρόσφατα αναγνώσματα: Μια ζωή ακόμα και Αγάπη και ξενιτιά.

Μια ζωή ακόμα

Στο αφήγημα του Μια ζωή ακόμα, ο Καλλιφατίδης ερευνά τους λόγους  που για πρώτη φορά δεν μπορούσε να γράψει πλέον. Το γράψιμο ήταν η δουλειά του και για δεκαετίες ακολουθώντας απαρέγκλιτα το καθημερινό του πρόγραμμα περνούσε ένα μεγάλο μέρος της ημέρας του στο γραφείο του: «Στο τέλος, δεν είχε σημασία γιατί ήμουν τόσο ευχαριστημένος σε εκείνο το δωμάτιο, μόνο το γεγονός ότι ένιωθα έτσι. Έφτιαχνα τον καφέ μου, άναβα την πίπα μου, άνοιγα τον υπολογιστή κι ο κόσμος ξεχυνόταν. Έτσι ήταν η ζωή μου για σαράντα χρόνια, μερικές φορές και σε άλλα δωμάτια, σε άλλες περιοχές, σε άλλες πόλεις, σε τρένα και σε ξενοδοχεία, στο εξωτερικό και εδώ στην πατρίδα μου. Δούλευα όλη την ώρα. Αυτή ήταν η ζωή μου».

Τώρα όμως δεν μπορούσε να γράψει, κάτι σαν κούραση, λήθη και άρνηση, δεν του επέτρεπαν να γράψει. Γράφει ότι μέχρι τώρα δεν είχε βιώσει καμία διακοπή ροής γραφής…. «Κάθε βιβλίο ήταν μια γέφυρα για το επόμενο…… Αλλά τώρα ήταν το 2015, και οι δυνάμεις μου λιγόστευαν. Είχα ζήσει εβδομήντα επτά χρόνια. Ο χρόνος ζύγιζε βαρύτερος από το νερό. Δεν ήταν δυνατόν να σηκώσω αυτό το βάρος από τους ώμους μου. Πώς θα μπορούσα να γράψω ξανά;…»

Το βιβλίο είναι μια σύντομη αφήγηση μιας κρίσιμης στιγμής στη ζωή του συγγραφέα όπου κοιτώντας μέσα του και έξω και γυρνώντας πίσω μπόρεσε να συνδέσει την  προσωπική του υπαρξιακή αγωνία με την υπαρξιακή αγωνία της κοινωνίας, και να αφηγηθεί μια κρίση που ξεπερνάει το προσωπικό επίπεδο, αποκαλύπτοντας τις ευρύτερες δυναμικές και γίγνεσθαι του κόσμου μας. Την κρίση αυτή ο Καλλιφατίδης την αντιμετώπισε, θα μπορούσαμε να πούμε, ολιστικά, όχι μόνο σαν αποτέλεσμα ηλικίας, κούρασης, και υπαρξιακής αγωνίας, καθώς μας λέει ότι τα χρόνια βάραιναν και οι φίλοι που είχαν φύγει αυξάνονταν. Κινήθηκε πέραν της αυτοαναφορικότητας. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο κόσμος όπως τον ήξερε είχε αλλάξει.

Η μέχρι πρότινος ανεκτική κοινωνία της Σουηδίας είχε γίνει πλέον πιο κλειστοφοβική και εχθρική απέναντι στο αυξανόμενο μεταναστευτικό κύμα. Το κράτος πρόνοιας είχε συρρικνωθεί. Γράφει: «Είχα πρόβλημα. Όχι μόνο με τον εαυτό μου αλλά και με την κοινωνία. Ήταν οδυνηρό να βλέπω τη Σουηδία να αλλάζει, βήμα προς βήμα. Η κοινωνική δικαιοσύνη και η αλληλεγγύη έδιναν τη θέση τους στην ορατή και αόρατη δύναμη της αγοράς. Η εκπαίδευση ιδιωτικοποιούνταν ολοένα και περισσότερο, όπως και η υγεία… ……  η αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος κατέστρεψε τα δημοτικά μας σχολεία, όλοι το γνωρίζουν αυτό. Αλλά τίποτα δεν έχει αλλάξει και πιθανότατα δεν θα αλλάξει ποτέ. Έχουν ιδρυθεί πολλά ιδιωτικά σχολεία ποικίλου βαθμού ικανότητας και επιμέλειας, αλλά το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι τα παιδιά των λιγότερο εύπορων οικογενειών θα φοιτούν σε όλο και χειρότερα σχολεία. Η αποκέντρωση ήταν έγκλημα κατά του δημοκρατικού συμβολαίου και μέχρι στιγμής κανείς δεν έχει ζητήσει συγγνώμη. Και δεν θα το κάνουν ποτέ».

Επιπλέον, ο Καλλιφατίδης μας λέει ότι οι μισθολογικές ανισότητες μεγάλωναν, η Στοκχόλμη βίωνε τη χειρότερη σύγχρονη στεγαστική κρίση και η φτώχεια γινόταν όλο και πιο εμφανής. Υπήρχαν ζητιάνοι και άστεγοι στους δρόμους, στις πλατείες, στα τραίνα. Συνάμα το μίσος για τους ξένους μεγάλωνε, το πιο αντι-μεταναστευτικό κόμμα αύξανε ραγδαία τις ψήφους του, και η Σουηδική κοινωνία ήταν διχασμένη σχετικά με την προσφυγική κρίση.

Στο βιβλίο αναλύει και την ελευθερία έκφρασης. Σημειώνει ότι όλες οι ελευθερίες έχουν ένα φυσικό όριο, τον άλλο άνθρωπο: «Η απεριόριστη ελευθερία έκφρασης αφορούσε επίσης τόσο τους πόρους όσο και την εξουσία. Αν κάποιος βρισκόταν εκτός του συστήματος των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ουσιαστικά δεν είχε καμία ευκαιρία να εκφραστεί. Είναι άλλο πράγμα να σχολιάζει κανείς γενικά ζητήματα και εντελώς άλλο να σχολιάζει τους γείτονές του… Ό,τι κι αν κάνει κανείς, ό,τι κι αν πει πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη του άλλου ατόμου. Μπορεί να το αγνοήσει αυτό, φυσικά, αλλά υπάρχουν συνέπειες. Εμφανίζονται πικρία, μίσος και τρομοκρατία, ακόμη και ολοκληρωτικός πόλεμος». Και αλλού σχολιάζει: «Ορισμένες δημοκρατικές ελευθερίες μοιάζουν με σκορπιούς, καθώς μπορούν να αυτοκαταστραφούν. Είναι δυνατό να εισαχθεί τυραννία ή δικτατορία με δημοκρατικά μέσα. Σε δημοκρατικές εκλογές είναι δυνατό να ψηφίσετε ένα κόμμα που έχει ως στόχο να καταστρέψει τη δημοκρατία. Είναι δυνατό να στραγγαλιστεί η ελευθερία έκφρασης με τη βοήθεια της ελευθερίας έκφρασης. Έχουμε την ελευθερία να προβάλλουμε απόψεις που στοχεύουν στον πλήρη ή μερικό στραγγαλισμό των απόψεων των άλλων».

Δίνει παραδείγματα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο όπου λόγου χάρη οι Ναζί κατακτητές στην Αθήνα μοίραζαν φυλλάδια όπου οι Έλληνες απεικονίζονταν ως πίθηκοι. Σχολιάζει ότι δεν μπορούσε, ούτε τότε, ούτε και τώρα, να το θεωρήσει ως τέχνη, ή ως ένα παράδειγμα της ελευθερίας έκφρασης της Γκεστάπο. Καταλήγει ότι κάτι που δεν απαγορεύεται δεν είναι απαραίτητα ηθικό και επιτρεπτό. Το κριτήριο που θα πρέπει να έχει τη μεγαλύτερη σημασία τόσο για το κράτος όσο και για το άτομο είναι η ίση αξία όλων των ανθρώπων. Κάθε άλλη αρχή θα πρέπει να πηγάζει από αυτό.

Δεν ήταν όμως μόνο οι αλλαγές στην Σουηδία που τον πίκραινε και τον ανησυχούσε. Η Ελλάδα βρισκόταν στο τέλμα της οικονομικής κρίσης και όλη η Ευρώπη καταφερόταν εναντίον της χρησιμοποιώντας αναξιοπρεπείς και ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς για τον λαό της. Γράφει οι καιροί ήταν διαφορετικοί τώρα, το έβλεπα όταν ταξίδεψα στην Αθήνα δυο μήνες μετά. «Η Ελλάδα και οι Έλληνες αγωνίζονταν για άλλη μια φορά να αποφύγουν την ήττα, όπως τόσες πολλές φορές στο παρελθόν. Η Γερμανική Κατοχή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε, η μαζική μετανάστευση – αυτές ήταν οι εμπειρίες που διαμόρφωσαν τη γενιά μου. Σχεδόν όλοι μας είχαμε θανάτους να θρηνήσουμε, αδικίες που μας πίκραναν, εγκαταλελειμμένα όνειρα που σάπιζαν στις ψυχές μας. Αλλά τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να συγκριθεί με την πνευματική φτωχοποίηση που είχαμε βιώσει πρόσφατα».

Μέσα του αισθανόταν ότι κάτι είχε χαθεί και ότι ήθελε να το ξαναβρεί. Κάπου αναφέρει: «Η μετανάστευση είναι ένα είδος επιμέρους αυτοκτονία. Δεν πεθαίνεις εσύ, αλλά πολλά πεθαίνουν μέσα σου. Και μάλιστα η γλώσσα. Γι’ αυτό είμαι πιο περήφανος που δεν ξέχασα τα ελληνικά μου παρά που έμαθα σουηδικά. Το δεύτερο ήταν θέμα ανάγκης, το πρώτο μια πράξη αγάπης, μια νίκη επί της αδιαφορίας και της λήθης. Είχα ρίξει μαύρη πέτρα πίσω μου, όπως λένε στο χωριό μου όταν κάποιος αποφασίζει να τα αφήσει όλα. Κι όμως δεν μπορούσα να ξεχάσω. Μου έλειπε η Ελλάδα και τα ελληνικά όλο και περισσότερο». Αναρωτιόταν εάν ήταν πλέον καιρός να επιστρέψει στις ρίζες του, και μήπως αυτό που απέμενε τώρα δεν ήταν το μέλλον αλλά το παρελθόν. Γράφει: «Όταν ήμουν είκοσι πέντε ετών, αναρωτήθηκα πώς έπρεπε να ζήσω τη ζωή μου και η απάντηση ήταν: Φύγε. Αυτό ακριβώς έκανα. Τώρα, στα εβδομήντα πέντε μου, αντιμετώπιζα το ίδιο ερώτημα: Πώς έπρεπε να ζήσω τα χρόνια που μου είχαν απομείνει; Όλο και πιο συχνά, η απάντηση ήταν: Γύρισε πίσω».

Από το αδιέξοδο τον έβγαλε ένα σύντομε ταξίδι στην Ελλάδα και στο χωριό που γεννήθηκε, τους Μολάους, με σκοπό να τιμηθεί από τους συμπατριώτες  του. Αρχικά ήταν κάπως αποστασιοποιημένος  με μια αίσθηση παραίτησης. Πολλά είχαν αλλάξει στην Ελλάδα κι αυτό τον στεναχωρούσε. Κάπου σχολιάζει η Ελλάδα είχε γίνει ένα θέρετρο διακοπών. Γράφει: « Ήθελα όλα να είναι ακριβώς όπως ήταν παλιά. Αυτό είναι το δράμα του μετανάστη. Η πραγματικότητα που άφησε πίσω του έχει χαθεί, κι όμως αυτό είναι που τον καλεί».

Στο χωριό του παρακολούθησε μια παράσταση του Αισχύλου από τους ντόπιους μαθητές. Γράφει: «Τα λόγια του Αισχύλου έπεσαν σαν δροσερή βροχή σε ξεραμένη γη». Γεννήθηκε η ανάγκη να επεξεργαστεί τις μνήμες της πρώτης γλώσσας του κι αποφάσισε να ακολουθήσει την παρόρμηση του να γράψει μετά από δεκαετίες και πάλι απευθείας στα ελληνικά, τη γλώσσα της παιδικότητάς του, τη γλώσσα που άφησε και που ακόμη κατοικούσε εντός του. Γράφει: «Ήμουν «παγιδευμένος ανάμεσα στις δύο γλώσσες μου, σαν το διάσημο γαϊδούρι του Μπουριντάν, που πέθανε από πείνα και δίψα επειδή δεν μπορούσε να αποφασίσει αν θα έτρωγε ή θα έπινε». Κι αλλού περιγράφει την εμπειρία της γραφής στα ελληνικά: «Δεν έγραφα. Μιλούσα. Η μία λέξη συνέδεε την άλλη σαν μικρά αδέρφια. Δεν φοβόμουν να κάνω λάθη, παρόλο που ήξερα ότι θα έκανα. Αυτή ήταν η γλώσσα μου. Δεν μου επιβαλλόταν, δεν ήταν απαραίτητο να αλλάξω τον τόνο της φωνής μου».

** Διάβασα την αγγλική έκδοση του βιβλίου (Kindle edition), οπότε οι μεταφράσεις διαφόρων αποσπασμάτων είναι δικές μου, κι έτσι μπορεί να υπάρχουν κάποιες διαφορές από το αρχικό ελληνικό κείμενο.

Αγάπη και ξενιτιά

Σ’ αυτό το βιβλίο ο Καλλιφατίδης αγγίζει οικεία θέματα όπως είναι η μετανάστευση και η ξενιτιά, η μοναξιά, η ταυτότητα, η γλώσσα, η ανέχεια, η κοινωνική δικαιοσύνη, η ελευθερία και η κοινωνική ευθύνη, το βάρος των αποφάσεων μας, οι σχέσεις των φύλλων, η μνήμη και το παρελθόν, η αγάπη και η φιλία, η μη παραίτηση.

Το βιβλίο μας μεταφέρει στη δεκαετία του ’60, όταν η Ελλάδα και πάλι έδιωχνε τα παιδιά της, είτε μέσω μετανάστευσης, είτε μέσω εξορίας. Ο κεντρικός ήρωας, ο 25χρονος  Χρήστος που πλέον ονομάζεται Χρίστο και είναι φοιτητής Φιλοσοφίας στη Σουηδία, έχει αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Ελλάδα και την οικογένειά του λόγω κοινωνικών φρονημάτων και αποκλεισμού από το πανεπιστήμιο μεταξύ άλλων. Στην Στοκχόλμη, ενώ ασχολείται με την διδακτορική του εργασία προσπαθώντας με μεγάλη δυσκολία να επιβιώσει οικονομικά και να βρει τη θέση του στη νέα πραγματικότητα χωρίς να χάσει τον εαυτό του, πλημμυρισμένος με αισθήματα μοναξιάς και νοσταλγίας, ερωτεύεται μια παντρεμένη.

Επιλέγει τον Αριστοτέλη και την κάθαρση ως θέμα της διατριβής του και καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης επεξεργάζεται ερωτήματα σχετικά με το τί είναι έρωτας, αγάπη και ηθική, τι είναι η κάθαρση, αν μπορεί  να επιτευχθεί στην πραγματικότητα και μέσα από ποιους δρόμους. Γράφει: «Για τι άλλο θα μπορούσε να γράψει εκτός από την κάθαρση; Η πατρίδα του ήταν μια τραγωδία. Η πολιτική ζωή ήταν διεφθαρμένη και συχνά βίαιη…..η ανεργία πλησίαζε το πενήντα τοις εκατό  για τους νέους. Δεν ήταν μόνο η γενική κατάσταση αλλά και η δική του…. Βούλιαζε σιγά σιγά σε ένα βάλτο από ανεκπλήρωτες επιθυμίες, μάταια όνειρα και σχέδια, ανέλπιδους έρωτες και τρύπιες κάλτσες….. η πατρίδα του δεν τον ήθελε παρόλο που οι βαθμοί του ήταν εξαιρετικοί, αλλά χωρίς το πιστοποιητικό φρονημάτων δεν έμπαινε ούτε σε κοτέτσι». Τελικά δεν του απέμενε τίποτε άλλο από το να μεταναστεύσει όπως είχαν κάνει ο πατέρας του και ο παππούς του.

Η αφήγηση του ήρωα φωτογραφίζει την κοινωνικοοικονομική και πολιτική κατάσταση της Ελλάδας που βρίσκεται στα πρόθυρα της δικτατορίας, αλλά και της πιο ελεύθερης σοσιαλδημοκρατικής  Σουηδικής κοινωνίας στην οποία προσπαθεί να ενταχθεί. Ο Χρήστος θέλει να πετύχει, να χτίσει μια ζωή εκεί. Θέλει να γνωρίσει και ν’ αγαπήσει τη νέα χώρα, και πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος να κρατήσει την ελληνική του ταυτότητα είναι να μπορεί να την υποστηρίξει μέσα στη νέα κοινωνία και με τη νέα γλώσσα. Σκεφτόταν ότι το φευγιό από την Ελλάδα δεν είχε τελειώσει ακόμα γιατί «δεν αρκούσε να μάθεις την ξένη γλώσσα. Πρέπει ν’ αλλάξεις και τα σωθικά σου…. Η χώρα του και η γλώσσα του ζούσαν στο μυαλό του και στην ψυχή του, στις χειρονομίες του και στ’ αστεία του, στον πόθο του και σε όλες τις επιλογές. Πόσο έπρεπε ν’ αλλάξει για να επιζήσει;»

Ο ίδιος ο Καλλιφατίδης έχει γράψει για το βιβλίο του:

[https://www.ertnews.gr/eidiseis/politismos/agapi-kai-xenitia-grafei-o-thodoris-kallifatidis/]

Πριν μερικά χρόνια, ένα απόγευμα με πολύ αέρα, καθόμουν σε ένα καφενείο σε μια επαρχιακή πόλη της Σουηδίας με ένα φίλο που κάποτε ήταν και δάσκαλος μου στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Μόλις είχε βγει στη σύνταξη και τον ρώτησα πώς περνούσε τις μέρες του.

«Είναι ώρα να κλείσω τους λογαριασμούς μου», είπε απλά.
Δε ξέρω αν πρόλαβε. Πέθανε.

Το ίδιο αίσθημα είχα κι εγώ όταν άρχισα να γράφω το πρόσφατο βιβλίο μου Αγάπη και ξενιτιά. Έφυγα από την Ελλάδα 25 χρονών. Από τότε ζω στη Σουηδία. Με έτρωγαν τα εάν. Πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχα φύγει. Τι άνθρωπος θα ήμουν. Θα είχα γράψει ή όχι. Αυτό το ήξερα. Θα είχα γράψει. Ήταν το μόνο που ήξερα. Γιατί πάντα έγραφα. Σαν παιδί, σαν έφηβος, σαν νέος άντρας. Και μετά έφυγα………

Θα έγραφα και στη Σουηδία; Δεν ήξερα, αλλά η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη από τις δυσκολίες. Κι άρχισα να γράφω στα σουηδικά. Τι σήμαινε αυτό, όχι μόνο για το γράψιμο αλλά και για μένα σαν άνθρωπο. Τι σήμαινε όταν συνάντησα κι ερωτεύθηκα τη γυναίκα μου. Τι σήμαινε που με τα παιδιά μου μιλούσα σουηδικά. Δεν τα καταλάβαινα τότε αυτά τα ερωτήματα. Ούτε τα έθετα καν. Έπρεπε να περάσουν τα χρόνια, να βγω από τον αγώνα της καθιέρωσης κι επιβίωσης για να «κλείσω τους λογαριασμούς μου» με τα γεγονότα και τις ιδέες που με είχαν καθορίσει σαν άνθρωπο. Ο έρωτας, η ξενιτιά, η κοινωνική δικαιοσύνη, η κάθαρση, η ελευθερία, η μοναξιά, το έλεος και ο φόβος……….

«Χρόνος παρών και χρόνος παρελθόν  / Ίσως κι οι δυο παρόντες σε χρόνο μέλλοντα / Kι ο μέλλων χρόνος μέσα στον παρελθόντα».   Τ.Σ. Έλιοτ

Η σημερινή ανάρτηση αφορά ένα βιβλίο κι ένα podcast.

Βιβλίο

Στο βιβλίο της, Φωτεινή – Όλα είναι μνήμη [εκδ. Καστανιώτη], η Μαριέττα Πεπελάση πλέκει στοιχεία μυθοπλασίας και ερμηνευτικά κείμενα της ψυχοθεραπεύτριας για να αποδώσει το ταξίδι αυτογνωσίας και ενδυνάμωσης της ηρωίδας της, της Φωτεινής. Η συγγραφέας μας λέει ότι με έμπνευση τη Φωτεινή, και κάποιες αναμνήσεις της δικής της ενήλικης ζωής, έγραψε αυτό το κείμενο ως φόρο τιμής σε κάποια γυναίκα που τόλμησε «να ανοίξει το λουλούδι του εαυτού της προς το φως του ήλιου, το φως της αλήθειας». Οι ερμηνευτικές παρεμβάσεις της θεραπεύτριας-αφηγήτριας είναι σύντομες, με σκοπό την διευκόλυνση της κατανόησης από τους αναγνώστες πιθανών αιτιών και πλαισίων. Ουσιαστικά συμπληρώνουν την αφήγηση της ηρωίδας. Ίσως για όσους έχουν γνώσεις ψυχολογίας να φανεί ελλειπής η ανάλυση, αλλά νομίζω ότι είναι επιλογή της συγγραφέα να είναι σύντομες οι παρεμβολές του λόγου της θεραπεύτριας, ν’ αγγίζει ίσα-ίσα κάποιες βαθύτερες αιτίες αφήνοντας χώρο στους αναγνώστες / τριες για δικές τους επεξεργασίες, ερμηνείες και συσχετισμούς μεταξύ συμβάντων. Εξάλλου το βιβλίο αποτελείται μόνο από 190 μικρές σελίδες με 32 σύντομα κεφάλαια με ενδεικτικούς τίτλους όπως: Ο πατέρας, Εσωτερική μετανάστευση, Το χαστούκι, Το ποδήλατο, Θάλασσα, Ο Γάμος, Η εφορία, Τα ψάρια, Φοιτήτρια ξανά, Το μικρό γράμμα (της μητέρας)…..

Η ιστορία της ηρωίδας ξετυλίγεται κυρίως μέσα από τις βασικές σχέσεις της με την ψυχρή και καταπιεστική μητέρα, τον εξιδανικευμένο πατέρα, τον χειραγωγικό και ανταγωνιστικό σύντροφο και τα αγαπημένα της παιδιά. Οι δυο, κατά κάποιο τρόπο παράλληλες, αφηγήσεις μας ταξιδεύουν πίσω στο χρόνο ανιχνεύοντας το τοπίο προηγούμενων γενιών, όταν φυτεύτηκαν οι σπόροι που γέννησαν ή τουλάχιστον συνείσφεραν σε κάποιο βαθμό στα σημερινά συμβάντα, προβλήματα ή αδιέξοδα. Με συμπόνια και κατανόηση για την ανθρώπινη κατάσταση το αφήγημα αγγίζει: παιδικά τραύματα, ελλείμματα αγάπης, απώλειες, στερήσεις, ορφάνια και φτώχεια, ανεκπλήρωτα όνειρα, ανισότητες των φύλων, ζωές χτισμένες πάνω σε φόβους, ανασφάλειες και χειραγωγική επικοινωνία, την επανενεργοποίηση παλιών τραυμάτων από νέες απώλειες, την επιθυμία θανάτου που υποκρύπτει την έντονη επιθυμία για ζωή, τις επακόλουθες ή και αναπόφευκτες ψυχικές άμυνες και στάσεις ζωής, και την τάση επανάληψης δυναμικών κι επιλογών, ως μια προσπάθεια επίλυσης πρώιμων τραυμάτων, συγκρουσιακών συναισθημάτων κι εσωτερικών αντιφάσεων.

Αναδεικνύει θέματα όπως το πόσο καθοριστική είναι η αρχή κάθε σχέσης και το πώς συχνά μπορεί να ενέχει και το τέλος. Κάνει αναφορά στον ποιητή Τ.Σ.Έλιοτ που λέει  «Στην αρχή μου βρίσκεται το τέλος μου». Αναφέρεται στην δυσκολία του δοσίματος και της λήψης αγάπης, τα εμπόδια που βάζουμε οι ίδιοι, την δύσκολη διαδικασία της ψυχολογικής ωρίμανσης, και το πως χωρίς την ευκαιρία της εξερεύνησης, κατανόησης και αποδοχής, παλιά φορτία, προσδοκίες και απώλειες μπορούν ενίοτε να μας οδηγήσουν σε λάθος μονοπάτια. Εστιάζει επίσης στη σημαντικότητα της ηθικής και της ποιότητας της ψυχοθεραπευτικής σχέσης και ταξιδιού που αλλάζουν και τους δυο εμπλεκόμενους. Τέλος εστιάζει και στο τέλος της διαδικασίας, τη φάση του αποχαιρετισμού.

Με αυτό το κείμενο η συγγραφέας τιμά όσους βρίσκουν το κουράγιο να επισκεφθούν εσωτερικούς τόπους ή να εξερευνήσουν μνήμες που οι περισσότεροι προτιμούν να αφήνουν ανέγγιχτες. Γράφει: «Είναι κοπιαστικό αυτό το ταξίδι, και δεν διαθέτουν όλοι την ίδια ικανότητα να εκφράζουν με λόγο τις εσωτερικές δραματικές εμπειρίες και συγκρούσεις. Η πορεία προς τη γνώση του εαυτού δεν έχει εύκολες και άμεσες λύσεις».

**Η Μαριέττα Πεπελάση είναι συμβουλευτική ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια. Έχει γράψει ποίηση και πεζογραφία, και το 2013 έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση ζωγραφικής.

Podcast

Στο Being Well podcast, της 21 Ιουλίου με τίτλο: Is Self-Help Making You Miserable  / Μήπως η Αυτοβοήθεια Σας Κάνει Δυστυχισμένους), ο Rick και Forrest Hanson, συζητούν μερικές από τις παγίδες της βιομηχανίας της αυτοβοήθειας, στην οποία συμμετέχουν και οι ίδιοι. Από τη μία πλευρά, δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να προσπαθεί κανείς να βοηθήσει τον εαυτό του να θεραπευτεί, να ωριμάσει, να αναπτύξει ορισμένες δεξιότητες, να κατανοήσει πώς λειτουργεί ο νους, να διακρίνει άμυνες και συμπεριφορές που μπορεί να μην διευκολύνουν τη ζωή του ή να μην είναι προς όφελος του, να γίνει πιο δραστήριος ή να μάθει περισσότερα για τους λόγους που μπορεί συχνά να «πυροβολεί ο ίδιος τον εαυτό του στο πόδι».  Όπως το θέτει ο Forrest, δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να προσπαθεί  κανείς να «επιτύχει κάποιο είδος αξιόπιστης ευτυχίας και ευεξίας σε έναν πολύ χαοτικό και συχνά αναξιόπιστο κόσμο». Από την άλλη πλευρά, ισχυρίζονται ότι ο τομέας της αυτοβοήθειας έχει πολλά προβλήματα, από γκουρού και πωλητές λαδιού φιδιού έως αχαλίνωτη παραπληροφόρηση και ψευδοεπιστήμη [το κβαντικό αυτό ή εκείνο]. Ειδικά όταν αυτή η παραπληροφόρηση προέρχεται από επιστήμονες ή επαγγελματίες που γνωρίζουν καλύτερα μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους σε επικίνδυνες κουνελότρυπες. Επιπλέον, μας λένε ότι πέρα από αυτά τα προφανή, υπάρχουν και άλλου είδους ζητήματα και πολυπλοκότητες σχετικά με το σύγχρονο χώρο της αυτοβοήθειας.

Ξεκινούν διευκρινίζοντας ότι σε αυτό το επεισόδιο δεν θα καλύψουν όλες τις προβληματικές πτυχές της συγκεκριμένης βιομηχανίας, αλλά θα επικεντρωθούν κυρίως σε δύο μεγάλα ερωτήματα: Ποια είναι τα πιο έμμεσα ζητήματα που τείνουν να εμφανίζονται στο χώρο της αυτοβελτίωσης γενικά; & Ποια είναι η σωστή ισορροπία στη ζωή ενός ατόμου μεταξύ της προσπάθειας να θεραπευτεί, να αναπτυχθεί ή να βελτιωθεί με διαφορετικούς τρόπους, έναντι μιας αδιάκοπης λαχτάρας ή αναζήτησης όπου οι στόχοι απλώς μετατοπίζονται συνεχώς. Δουλεύουν πάντα πάνω σε κάτι… οπότε ποτέ δεν αισθάνονται πραγματικά ικανοποιημένοι;

Από την αρχαιότητα οι άνθρωποι αναζητούσαν τρόπους για να κατανοήσουν τον εαυτό τους και τη ζωή, να επουλώσουν πληγές, να συμβιώσουν καλύτερα με τους άλλους ή να αποφύγουν παγίδες. Φιλόσοφοι, δάσκαλοι και θρησκευτικοί ηγέτες πάντα έθεταν ερωτήσεις ή προσέφεραν συμβουλές και κατευθυντήριες γραμμές, μερικές χρήσιμες, μερικές όχι, από παλιά. Ο Rick αναφέρεται στους Στωικούς, το Τάο Τε Τσινγκ και τα διάφορα θρησκευτικά κείμενα. Σημειώνει ότι υπάρχει μια μακρόχρονη προσπάθεια να προσφερθούν συμβουλές και εργαλεία στους ανθρώπους, ώστε να μπορούν στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσουν μόνοι τους για να ζήσουν και να συνυπάρξουν καλύτερα, και ότι αυτό δεν αφορά μόνο τις σύγχρονες μορφές. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι ορισμένες παγίδες δεν αφορούν μόνο τη σύγχρονη βιομηχανία αυτοβοήθειας. Ορισμένα προβλήματα μπορούν επίσης να εντοπιστούν σε άλλους χώρους, όπου, για παράδειγμα, η φτώχεια, τα βάσανα και οι αρρώστιες μπορεί να προσδιορίζονται ως τιμωρία, είτε επειδή ήδη από τη γέννηση μας φέρουμε την αμαρτία είτε για αμαρτίες μιας προηγούμενης ζωής. Ίσως αξίζει να σκεφτούμε τις οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις αυτών των αντιλήψεων. Ο Rick σημειώνει ότι αυτές οι παγίδες, υπάρχουν εκεί έξω στον κόσμο, κι όχι μόνο στο χώρο της αυτοβοήθειας, και ότι αυτές οι ιδέες: «ευνοούν τους ανθρώπους που βρίσκονται σε ανώτερες θέσεις / κάστες».

Ένα άλλο ζήτημα που τονίστηκε στο podcast είναι ότι: «όταν το άτομο είναι η κύρια μονάδα ανάλυσης, όλα τα προβλήματα γίνονται προσωπικά προβλήματα. Όταν αυτό που εξετάζουμε είναι μόνο εσένα ως άτομο και ολόκληρο το πλαίσιο μας είναι αυτό που κάνεις για να αλλάξεις τον εαυτό σου και να βελτιωθείς με διαφορετικούς τρόπους, όλα πλέον αφορούν εσένα». Αν αφιερώσετε αρκετό χρόνο ερευνώντας τον χώρο της αυτό-βοήθειας σύντομα θα συνειδητοποιήσετε ότι λαμβάνει χώρα μια παράλογη τοποθέτηση εκτός πλαισίων και γενίκευση, όπου οι παράγοντες που παίζουν ρόλο φαίνεται να είναι μόνο η επιθυμία για αλλαγή και οι πράξεις του ατόμου, για παράδειγμα. Είναι ένα είδος gaslighting που μπορεί να αποπροσανατολίσει τους ανθρώπους από την πραγματικότητα και να ενσταλάξει ενοχές κι αισθήματα ανημποριάς. Κοινωνικοοικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες, ατομικές διαφορές, γεωγραφία και συνθήκες διαμονής, ευκαιρίες για απασχόληση, πολιτισμικά πλαίσια, συνομήλικοι, οικογενειακά και κοινωνικά δίκτυα, όλα καθίστανται αόρατα.

Σύντομα συνειδητοποιεί κανείς ότι ορισμένοι χώροι στην πραγματικότητα προωθούν ένα σκληρό, αν και κατά καιρούς διακριτικό, νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, μέσα από το οποίο κατανοούνται η ανθρώπινη συμπεριφορά, οι οικογένειες, οι σχέσεις, οι κοινωνίες, οι αιτίες και τα προβλήματα. Ο Rick παρατηρεί  «ένα είδος υποκείμενου νεοφιλελευθερισμού στον τρόπο που τείνει να λειτουργεί η βιομηχανία αυτοβοήθειας. Το άτομο είναι η κύρια κινητήρια δύναμη των πραγμάτων. Πρόκειται για προσωπική ευθύνη. Είναι κάπως πολύ Δυτικό, να ανασκουμπώνεσαι και να σηκώνεσαι μόνος σου. Ξέρετε, αν απλώς απορυθμίζαμε τα πάντα, τότε όλα θα ήταν εντάξει, επειδή τα άτομα θα μπορούσαν να λάμψουν χωρίς να επιβαρύνονται από οτιδήποτε… είναι ενδιαφέρον ο βαθμός στον οποίο μερικοί, πολλά άτομα στον χώρο της αυτοβοήθειας είναι προοδευτικοί και θα έλεγα κοινωνικά δημοκράτες. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι στο χώρο αυτοβοήθειας, θα τον έλεγα χώρο αυτοβελτίωσης, που τείνουν προς τον καπιταλισμό laissez-faire [καπιταλισμό με ελάχιστη κρατική παρέμβαση], και περισσότερο προς αυτό το τραχύ ατομικιστικό πλαίσιο».

Ήταν κάπως αναζωογονητικό να ακουστεί κατά τη διάρκεια του podcast ότι πράγματα, όπως ας πούμε η φτώχεια, υπάρχουν στην πραγματικότητα και επηρεάζουν τη σωματική και ψυχική υγεία, το επίπεδο πρόσβασης σε υπηρεσίες και στην εκπαίδευση, μελλοντικές προοπτικές απασχόλησης, και τις πιθανότητες αυτοπραγμάτωσης. Παραθέσω ένα κομμάτι από την συνομιλία τους: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα ψυχικής υγείας στον κόσμο, σίγουρα στην Αμερική, είναι η φτώχεια… Αν θέλετε να βελτιώσετε την ψυχική υγεία, βγάλτε τους ανθρώπους από τη φτώχεια… Και υπάρχουν προφανείς τρόποι για να το κάνετε αυτό». Ο Rick αναφέρεται επίσης σε παράγοντες όπως η επιρροή των συνομηλίκων. Χρησιμοποιεί την εμπειρία του γιου του, Forrest, στο σχολείο, για να καταδείξει τον αντίκτυπο άλλων παιδιών ή ομάδων συνομηλίκων και κάποιων σχολικών δυναμικών: «Και μετά σκεφτείτε τις αιτίες αυτού, τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένο το σχολικό σύστημα και τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά αποσυνδέονται από την καθημερινή ζωή και τοποθετούνται σε τέτοιου είδους χώρους, όπως σχολεία και εμπορικά κέντρα (mall), όπου  αρκετές φορές επικρατούν δυναμικές όπως στο βιβλίο Άρχοντας των Μυγών  / Lord of the Flies…»

Ένα άλλο ζήτημα που συζητούν αφορά το πόσο εύκολο είναι για κάποιον που έχει επαγγελματική πρόσβαση σε ένα αποτελεσματικό φαρμακευτικό ή ψυχολογικό εργαλείο να το δει ως μια αποτελεσματική πανάκεια αγνοώντας τις ατομικές διαφορές και τα διαφορετικά πλαίσια. Επίσης, αναφέρονται στο πόσο συχνά σε χώρους προσωπικής ανάπτυξης και ενσυνειδητότητας μπορεί κανείς να βρει μια ατμόσφαιρα ανταγωνισμού κι επίδειξης. Ο Forrest σημειώνει: «Ζητήματα  status και παιχνίδια εξουσίας υπάρχουν παντού. Και μόνο και μόνο επειδή οι άνθρωποι είναι λίγο πιο ψυχολογικά καταρτισμένοι δεν σημαίνει ότι αυτά τα παιχνίδια εξουσίας εξαφανίζονται».

Επιπλέον, συζητούν τις εγγενείς συγκρούσεις εντός του κλάδου, όπως το γεγονός ότι αφενός, ο στόχος είναι να βοηθηθούν οι άνθρωποι να λύσουν ορισμένα προβλήματα, να κινηθούν περισσότερο προς την αυτοπραγμάτωση ή να δημιουργήσουν περισσότερη χαρά και ικανοποίηση στη ζωή τους, και αφετέρου, η επίτευξη αυτών ακριβώς των στόχων είναι κακή για τις επιχειρήσεις. Ο Forrest αναφέρει ότι «ένας πολύ καλός τρόπος για να βγάλεις χρήματα είναι να βρεις νέα πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι θα νιώθουν ανασφαλείς. Και το πρόβλημα με αυτό είναι ότι ουσιαστικά η δομή των κινήτρων αλλάζει για τους ανθρώπους που δημιουργούν περιεχόμενο. Όταν το κίνητρο είναι να συνεχίσει κάποιος να αγοράζει προϊόντα, η ικανοποίηση είναι κακή για τις επιχειρήσεις».

Τέλος, τονίζουν τη σοφία μιας ισορροπημένης μέσης οδού, όπου οι προσπάθειές μας να ωριμάσουμε, να αποκτήσουμε επίγνωση, να θεραπευτούμε ή να ανακτήσουμε την αυτοπεποίθησή μας, εξισορροπούνται με τη γνώση ότι «ζούμε και υπάρχουμε μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο. Κι αυτό είναι το κομμάτι που συχνά χάνεται», καθώς η βιομηχανία αυτοβοήθειας τείνει να προωθεί την ιδέα: «εσύ είσαι το πρόβλημα, κάνε αυτό το πράγμα, το πρόβλημά σου θα βελτιωθεί». Αν δεν βελτιωθεί η κατάσταση είναι επειδή δεν έκανες αυτό που σου πρότεινα αρκετά καλά». Επίσης, καθ’ όλη τη διάρκεια του podcast επικεντρώνονται στη σημασία της αυτενέργειας και προσωπικής δράσης: «Υπάρχει αυτή η τεράστια προώθηση και ανάδειξη στο προσκήνιο της αυτενέργειας. Οι ζωές των ανθρώπων τείνουν να αλλάζουν όταν αρχίζουν να αναλαμβάνουν μεγαλύτερη ευθύνη για ότι συμβαίνει σε αυτές….».

Ο Forrest συνοψίζει τη συζήτηση προσφέροντας ορισμένες βασικές αρχές που θα μπορούσαν να λάβουν υπόψη οι άνθρωποι κατά την ενασχόλησή τους με υλικό αυτοβοήθειας ή με οποιαδήποτε διαδικασία ανάπτυξης ή θεραπείας, προκειμένου να αποφύγουν τις διάφορες παγίδες και να είναι πιο διορατικοί, επιλεκτικοί και ενεργοί καθ’ όλη τη διαδικασία. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πρόσφατη τεράστια ενσωμάτωση του περιεχομένου ψυχολογίας και αυτοβελτίωσης έχει εισαγάγει χρήσιμες πληροφορίες στη ζωή μας σχετικά με: το πώς να μεγαλώνουμε με καλύτερους τρόπους τα παιδιά, τη θεωρία της προσκόλλησης, τον αντίκτυπο του παρελθόντος στην τρέχουσα ευημερία μας και την ανάγκη να ενσωματώσουμε προηγούμενες εμπειρίες και πτυχές του εαυτού μας, την κατανόηση του εαυτού και των αποφάσεων μας και τις δυναμικές των σχέσεών μας, κάτι που γενικά είναι θετικό, αλλά όχι χωρίς προβλήματα και παγίδες.

Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για αυτό το θέμα στο τρίτο μέρος μιας παλαιότερης ανάρτησης (4-6-2023) στην οποία είχα συμπεριλάβει μια παρουσίαση του βιβλίου, Manufacturing Happy Citizens: How the Science and Industry of Happiness Control Our Lives των Edgar Cabanas και Eva Illouz, στη διεύθυνση: http://www.trauma-art-alexandritonya.com/?p=10445&lang=el

The Day I am Free    /     Τη Μέρα που θα Είμαι Ελεύθερη

«Κάθε χώρα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της για τους Ρομά κατοίκους της, κανείς δεν πρέπει να καταφεύγει σε άλλη χώρα για να διασφαλίσει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του…» Hans Caldaras  / Χανς Καλδάρας (μουσικός, ξάδερφος της Taikon)

Η σημερινή ανάρτηση αφορά ένα βιβλίο με τον τίτλο, The Day I am Free  / Τη Μέρα που θα Είμαι Ελεύθερη, το οποίο αφηγείται την ιστορία της Καταρίνα Τάικον σε τρία μέρη. Η πρώτη ενότητα περιέχει τη βιογραφία της, γραμμένη από τη Lawen Mohtadi το 2012. Η Mohtadi εξετάζει τα ιστορικά συμφραζόμενα, το κοινωνικοπολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο των γεγονότων της ζωής και του ακτιβισμού της Τάικον. Για παράδειγμα, γράφει ότι «κατά την ίδια περίοδο που η σουηδική κοινωνία πρόνοιας αρχίζει να διαμορφώνεται, αναδύεται ένα άλλο πολιτικό ρεύμα: η ευγονική». Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει τον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφικά βασισμένης σειράς παιδικών βιβλίων της Τάικον, Katitzi / Κατίτζι, όπου διηγείται τον αγώνα ενός κοριτσιού ως μέλος μιας εθνοτικής μειονότητας στη Σουηδία. Η τρίτη ενότητα περιλαμβάνει ένα δοκίμιο για τον πολιτιστικό αντίκτυπο της Katitzi από την επιμελήτρια Μαρία Λιντ. Το βιβλίο περιέχει επίσης φωτογραφίες, εξώφυλλα και εικονογραφήσεις των βιβλίων.

Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε ότι η Σουηδία είναι ένα κράτος πρόνοιας, μια κοινωνία που δίνει προτεραιότητα στα περιβαλλοντικά ζητήματα και την ανακύκλωση, την κοινωνική συμμετοχή, την ελεύθερη πρόσβαση σε καλής ποιότητας εκπαίδευση, βρεφονηπιακή φροντίδα και υπηρεσίες υγείας. Ο λαός της διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα προσδόκιμο ζωής στον κόσμο. Οι Σουηδοί έχουν επίσης καταφέρει να εξισορροπήσουν την εργασία και τον ελεύθερο χρόνο καλύτερα από άλλες χώρες, έχουν ακολουθήσει μια πολιτική ειρήνης από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και νομίζω, δεν έχουν εμπλακεί σε άμεση στρατιωτική σύγκρουση από τις αρχές του 19ου αιώνα. Πολλοί είμαστε εξοικειωμένοι με τα έπιπλα ή άλλα οικιακά προϊόντα του  ΙΚΕΑ. Η Σουηδία είναι επίσης μια όμορφη χώρα. Η επιθυμία μου να την επισκεφτώ, έστω και για λίγο, εκπληρώθηκε όταν πριν κάμποσα χρόνια μπόρεσα να πάω στη Στοκχόλμη και σε μια κοντινή περιοχή της Φινλανδίας κατά τη διάρκεια των Χριστουγεννιάτικων διακοπών.

Στην εφηβεία ξεκίνησα να παρακολουθώ και να διαβάζω, ταινίες και βιβλία Σουηδών δημιουργών. Γνωρίζω τη Σουηδία μέσα από το πρίσμα και τα γραπτά του Θεόδωρου Καλλιφατίδη, ενός Έλληνα που ζει και γράφει στη Σουηδία από το 1964, κι ερευνά θέματα που αφορούν: τη μνήμη, την ταυτότητα, την αποξένωση, την εμπειρία του ανήκειν αλλά και του να είσαι ξένος, την μετανάστευση και τον εκτοπισμό, την περίπλοκη διαδικασία ενσωμάτωσης και διαχείρισης πολιτισμικών διαφορών, την δική του εμπειρία της γραφής στα ελληνικά και στα σουηδικά. Σχετικά με την εγκατάλειψη της πατρίδας και τη μετανάστευση γράφει: «Η μετανάστευση είναι ένα είδος επιμέρους αυτοκτονίας. Δεν πεθαίνεις, αλλά πολλά πεθαίνουν μέσα σου. Κι όχι μόνο, η γλώσσα» και «Η πατρίδα σου σε κάνει περισσότερο ξένο από ότι νιώθεις».

Ωστόσο, δεν υπάρχει μέρος στη γη που να εξαιρείται από κοινωνικά δεινά και η Σουηδία έχει τη δική της ιστορία και τις δικές της ιστορίες ρατσισμού και διακρίσεων κατά μειονοτήτων και μεταναστών. Αυτό που ίσως είναι λιγότερο γνωστό είναι η ιστορία των Ρομά της Σουηδίας, καθώς και οι αγώνες που έγιναν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Δεν υπάρχει τίποτα το εξαιρετικό στη μεταχείριση των Ρομά στη Σουηδία. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, αυτές οι μειονότητες υφίστανται συστηματικές και εκτεταμένες διακρίσεις σε όλη την Ευρώπη από πολύ παλιά. Το 2016, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επινόησε τον όρο αντιτσιγγανισμός για να περιγράψει την θεσμική και ατομική εχθρότητα, την επιθετικότητα και τον αποκλεισμό των Ρομά. Η μεγαλύτερη αδερφή της Καταρίνα Τάικον, η Ρόζα, είχε πει: «Ανησυχώ. Μήπως γυρίζουμε πίσω στη δεκαετία του 1930 και του 1940; Βλέπουμε Ρομά στα Βαλκάνια, όπου μπορεί να ζουν με τα παιδιά τους σε τοξικούς σωρούς σκουριάς….».

Η Καταρίνα Τάικον, ηθοποιός και παραγωγική συγγραφέας, θεωρείται εξέχουσα ακτιβίστρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων του 20ού αιώνα στη Σουηδία, συχνά συγκρινόμενη με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ. Τα γραπτά της καθόρισαν τον αγώνα των Ρομά για ίσα δικαιώματα, κι επίσης, παρήγαγε ρεαλιστικές και αντιρατσιστικές αφηγήσεις για παιδιά. Έζησε στη Σουηδία σε μια εποχή που η μειονότητα των Ρομά υφίστατο σοβαρές διακρίσεις, αποκλείονταν από την εκπαίδευση, τη στέγη και τα δικαιώματα του πολίτη που παρείχε το σουηδικό κράτος πρόνοιας στους πολίτες του. Οι δραστηριότητες της Τάικον στόχευαν στη διασφάλιση των πολιτικών δικαιωμάτων των Ρομά στη Σουηδία, και μέσω πολιτικού ακτιβισμού και εκστρατειών στα μέσα ενημέρωσης και γραφής, έθεσε το ζήτημα των συνθηκών διαβίωσης των Ρομά.

Η Taikon γεννήθηκε το 1932 σε έναν καταυλισμό στη Σουηδία, το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του Johan Taikon, ενός μουσικού και αργυροχρυσοχόου Καλντεράς Ρομά, του οποίου οι γονείς ήταν Ούγγροι υπήκοοι και είχαν έρθει στη Σουηδία από τη Ρωσία στις αρχές του 20ού αιώνα και ο οποίος παρέμεινε άπατρις σε όλη του τη ζωή, και μιας μη Ρομά νεαρής Σουηδέζας, της Agda Karlsson, την οποία ο Johan γνώρισε ενώ εκείνη εργαζόταν ως σερβιτόρα και αυτός ως βιολιστής στο ίδιο εστιατόριο. Η Agda έγινε η δεύτερη σύζυγός του και δημιούργησε μια σχέση «κόρης-μητέρας» με την πρώτη σύζυγο, γνωστή ως mami Masha, η οποία ήταν τότε πενήντα ετών. Η Masha υπήρξε χορεύτρια στο Θέατρο Μπολσόι στη Ρωσία και δεν ήταν Ρομά. Η Agda πέθανε 29 ετών από φυματίωση αφήνοντας πίσω τέσσερα μικρά παιδιά. Η Katarina Taikon και τα αδέλφια της ήταν δεμένα με την mami Masha και όταν πέθανε η μητέρα τους, τα στήριξε.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, ο Johan Taikon γνώρισε μια μη Ρομά Σουηδέζα, τη Siv, η οποία θα γινόταν η μητριά των παιδιών, και η μητέρα τριών νέων αδελφών. Η Masha στάλθηκε να ζήσει σε άλλο καταυλισμό συγγενών και η Καταρίνα δόθηκε στους Kreuters, ένα άτεκνο ζευγάρι, που ήθελε να την υιοθετήσει. Η ζωή της Καταρίνα άλλαξε δραματικά, τώρα ζούσε σε ένα ζεστό σπίτι, είχε το δικό της διακοσμημένο υπνοδωμάτιο που έμοιαζε με κατάστημα παιχνιδιών, φορέματα και ότι φαγητό ήθελε. Έζησε μαζί με τους Kreuters δύο χρόνια μα στη συνέχεια παραδόθηκε σε υπηρεσίες παιδικής μέριμνας επειδή ήθελαν να την υιοθετήσουν κι ο πατέρας της δεν συμφωνούσε. Ήταν επτά ετών όταν μεταφέρθηκε στο ορφανοτροφείο, κι όταν λίγες εβδομάδες αργότερα ο πατέρας της πήγε να την πάρει, αρνήθηκε να πάει μαζί του. Στο τέλος επέστρεψε στην οικογένειά της, όπου παρά τη ζεστασιά και την κατανόηση του πατέρα της, υπέμενε ξυλοδαρμούς και συναισθηματική κακοποίηση από τη μητριά της.

Παρόλο που ο Γιόχαν Τάικον είχε προσπαθήσει να γράψει τα παιδιά του στο σχολείο, πάντα υπήρχαν εμπόδια, είτε από τις τοπικές αρχές, είτε από άλλους γονείς, οι οποίοι δεν ήθελαν παιδιά Ρομά στα σχολεία τους. Η Καταρίνα φοίτησε σε σχολείο για πολύ μικρό διάστημα στην ηλικία των 10 ετών.  Ουσιαστικά έμαθε να διαβάζει στην ενήλικη ζωή της. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών [όπως είχε συμβεί λίγα χρόνια νωρίτερα και στη μεγαλύτερη αδερφή της, Ρόζα] η Καταρίνα αναγκάστηκε να παντρευτεί κάποιον μεγαλύτερο ξάδελφο. Όμως και οι δύο αδελφές εγκατέλειψαν αυτούς τους παιδικούς γάμους. Η Καταρίνα βρήκε καταφύγιο σε ένα ίδρυμα για κορίτσια που λειτουργούσε μια ανθρωπιστική οργάνωση, όπου την υποστήριξαν στην απόκτηση εργασίας, αποταμίευσης λίγων χρημάτων, και απόκτηση οικονομικής ανεξαρτησίας.

Το 1947, της προσφέρθηκε ένας ρόλος από τον Αrne Sucksdorff, σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ και πρώτο νικητή Όσκαρ στη Σουηδία. Της πρόσφερε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία μικρού μήκους του, Departure. Παρόλο που η ταινία απεικόνιζε τη ζωή των Ρομά με ρομαντικό τρόπο, οι διάλογοι είναι στη γλώσσα Ρομάνι και οι Ρομά δεν απεικονίζονταν με αρνητικό πλαίσιο. Η συμμετοχή της στην ταινία της άνοιξε την πόρτα για περαιτέρω καλλιτεχνική και δημόσια δραστηριότητα. Κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, η Τάικον έκανε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει, αλλά έπαιζε όλο και πιο πολύ σε ταινίες και θεατρικά έργα, συχνά με την αδερφή της, Ρόζα, κι άρχισε να κινείται σε καλλιτεχνικούς κύκλους. Το 1952, ο ηθοποιός Περ Όσκαρσον προσέφερε στις δυο αδελφές διαμονή στο μεγάλο σπίτι του, όπου έμαθαν για τη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για όλους τους ανθρώπους και την υπεράσπιση του δικαιώματος για στέγη, απασχόληση κι εκπαίδευση, κάτι που θα αποδεικνυόταν κρίσιμο για τη στροφή των αδελφών Τάικον στον ακτιβισμό και την προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών ζωής των Ρομά.

Στο βιβλίο, η Mohtadi αναφέρεται σε φίλους και συγγενείς που ανήκαν στον κύκλο της Καταρίνα Τάικον. Σημειώνει ότι «η καθημερινή ζωή της Katarina δεν έκανε διάκριση μεταξύ εργασίας και ευχαρίστησης, προσωπικού και πολιτικού: οι διαφορετικές σφαίρες αλληλοεπικαλύπτονταν σε μεγάλο βαθμό». Ένα πολύ κοντινό πρόσωπο της Καταρίνα ήταν η μεγαλύτερη αδελφή της. Η Rosa Taikon γεννήθηκε το 1926 και υπήρξε μητρική φιγούρα για την Katarina. Όπως και ο πατέρας τους, η Ρόζα επέλεξε να γίνει αργυροχόος και από την πρώτη της έκθεση το 1966, τα κοσμήματα της και η τέχνη της εκτέθηκαν σε διάσημες γκαλερί σε όλη τη Σουηδία. Το έργο της αποτελεί μέρος μόνιμων εκθέσεων σε διάφορα μουσεία στη Σουηδία και στο εξωτερικό. Μαζί με την αδελφή της, συμμετείχε σε πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες που σχετίζονταν με τα δικαιώματα των Ρομά. και τιμήθηκε με βραβεία και διακρίσεις, τόσο για την τέχνη της όσο και για το έργο της στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πέθανε το 2017.

Ο Hans Caldaras / Χανς Καλδάρας, ένας νεότερος ξάδερφος Ρομά, ήταν ένας από τους πολλούς που φιλοξενήθηκε στο σπίτι της Καταρίνα για λίγο καιρό όταν ήταν νέος και ήθελε να ξεκινήσει μια μουσική καριέρα. Στο βιογραφικό του αναφέρεται ότι έχει κάνει σχεδόν τα πάντα ως καλλιτέχνης, συναυλίες, μιούζικαλ, θεατρικά έργα, φεστιβάλ, πολλούς δίσκους και μια ποικιλία ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εμφανίσεων. Το ρεπερτόριό του είναι μουσική Ρομά με επιρροές από αυτοσχέδια τζαζ, λάτιν και τσιγγάνικη σουίνγκ. Ο Καλδάρας αναφέρει ότι η Καταρίνα και ο Μπιορν τον μύησαν στο γαλλικό σινεμά και πήγαιναν μαζί σε εστιατόρια και μπαρ, ενώ εκείνος φρόντιζε τα παιδιά όταν ήταν απασχολημένοι. Γράφει: «Οι πολιτικές συζητήσεις, το ζήτημα των Ρομά, η γεωπολιτική της Σουηδίας, ήταν κάτι μόνιμο στο σαλόνι τους».

Το 1958, η Καταρίνα γνώρισε τον φωτογράφο Bjorn Langhammer / Μπιορν Λάνγκχαμμερ, ο οποίος έγινε σύζυγός της και συνεργάτης σε πολλά καλλιτεχνικά και πολιτικά έργα. Την ίδια χρονιά, μαζί με την Ρόζα και τον Μπιορν, ξεκίνησε ένα διετές πρόγραμμα σπουδών σε ένα δημόσιο κολέγιο. Έχοντας αποκτήσει τη βασική εκπαίδευση, η Καταρίνα μπόρεσε να συνεχίσει τις σπουδές της και παρακολούθησε ένα πρόγραμμα σπουδών  διοίκησης επιχειρήσεων. Μετά τις σπουδές της, ανέλαβε τη διεύθυνση του Vips American Ice Cream Bar στη Στοκχόλμη, το οποίο έγινε στέκι για πολλούς φίλους και γνωστούς της, ενώ στους πελάτες της συγκαταλέγονταν πολλοί ηθοποιοί και καλλιτέχνες. Η Καταρίνα Τάικον απέκτησε το τρίτο της παιδί, τον Νίκι, το 1961, πατέρας του οποίου ήταν ο Λάνγκχαμαρ.

Την επόμενη χρονιά δολοφονήθηκε ο αδελφός της, Paul, κι ένα χρόνο αργότερα το 1963 εκδόθηκε το πρώτο της αυτοβιογραφικό βιβλίο για ενήλικες, με τίτλο Γυναίκα Τσιγγάνα, ένα σημαντικό επίτευγμα αν αναλογιστεί κανείς ότι ήταν το πρώτο βιβλίο Ρομά συγγραφέα που ασχολούνταν με τις συνθήκες διαβίωσης των Ρομά στη Σουηδία. Η Mohtadi σχολιάζει: «Το βιβλίο προσγειώθηκε σαν βόμβα στη σουηδική κοινωνία… Η Σουηδία ανέλαβε ηγετικό ρόλο ως υποστηρικτής της παγκόσμιας ισότητας και δικαιοσύνης. Η αυτό-αντίληψη του έθνους βασιζόταν σε μια ιδέα για τη Σουηδία ως ένα μέρος απαλλαγμένο από ρατσισμό ή, όπως μερικές φορές ονομαζόταν, από προβλήματα μειονοτήτων». Το βιβλίο πυροδότησε μια δημόσια συζήτηση σχετικά με την ασυμφωνία μεταξύ του σουηδικού κράτους πρόνοιας και του διαχωρισμού του πληθυσμού των Ρομά, και την ανάγκη να γίνει κάτι γι’ αυτό.

Ένα χρόνο αργότερα, η Taikon γνώρισε τον Martin Luther King Jr., ο οποίος είχε έρθει στη Σκανδιναβία για να παραλάβει το Νόμπελ Ειρήνης, και μαζί με την αδελφή της Rosa, εγκαινίασαν, μεταξύ άλλων, μια σειρά μαθημάτων αλφαβητισμού για ενήλικες Ρομά. Επειδή οι σουηδικές εκπαιδευτικές αρχές δεν ήταν διατεθειμένες να χρηματοδοτήσουν περαιτέρω εκπαίδευση για τους Ρομά, το Σωματείο των Ρομά οργάνωσε μια σειρά διαμαρτυριών που κορυφώθηκαν την 1η Μαΐου 1965. Οι διαμαρτυρίες ήταν επιτυχείς και μια αντιπροσωπεία με επικεφαλής την Katarina προσκλήθηκε να μιλήσει με τον πρωθυπουργό Tage Erlander. Ως αποτέλεσμα, άνοιξαν δέκα σχολεία ενηλίκων στη Σουηδία μέσα σε ένα χρόνο και το πρόγραμμα συμπεριλήφθηκε στο εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το Σωματείο συνέχισε να εκδίδει το δικό του περιοδικό με τίτλο We Live / Ζούμε από το 1965 έως το 1973, και η Taikon δημοσίευσε το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο We Are Gypsies / Είμαστε Τσιγγάνοι.Το 1964, η Καταρίνα διορίστηκε επίτιμο μέλος της Σουηδικής Συμμαχίας Νέων για την Ειρήνη.

Το 1967, οι σουηδικές αρχές στράφηκαν στην Taikon για βοήθεια σχετικά με το καθεστώς των Ρομά προσφύγων από την Πολωνία και την Ιταλία. Μετά από μια αρχική αποτυχία να επιτραπεί στους πρόσφυγες να παραμείνουν, οργανώθηκε μια διαμαρτυρία που οδήγησε σε μια νέα συνάντηση με τον υπουργό, στην οποία αποφασίστηκε ότι θα τους επιτρεπόταν να παραμείνουν. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση αποφάσισε να μην χορηγηθεί άσυλο σε μια ομάδα 47 Γάλλων Ρομά. Αν κι αυτή η απόφαση ανατράπηκε δύο χρόνια αργότερα, η απέλαση απογοήτευσε και επηρέασε τη στάση της Taikon σχετικά με τον τρόπο αλλαγής της κοινωνίας. Κι έτσι αποφάσισε να επικεντρωθεί στα παιδιά και τους νέους πιστεύοντας ότι αυτοί ήταν η κινητήρια δύναμη αλλαγής της σουηδικής κοινωνίας.

Έτσι, τη δεκαετία του 1970 άρχισε να γράφει μια ημιαυτοβιογραφική σειρά για παιδιά και εφήβους με επίκεντρο ένα νεαρό κορίτσι Ρομά, την Κατίτζι. Η σειρά σημείωσε τεράστια επιτυχία και έγινε το πιο πολυδιαβασμένο παιδικό βιβλίο στη Σουηδία, μετά τη σειρά βιβλίων της Πίπι Λονγκστόκιν της Άστριντ Λίντγκρεν. Βασίστηκε στις δικές της εμπειρίες και άγγιξε θέματα αδικίας, άγνοιας και αποκλεισμού των Ρομά στη Σουηδία. Η Maria Lind γράφει: «Η Κατίτζι καταφέρνει, παρά τις αρκετά άθλιες συνθήκες, να βρει τον δρόμο της προς μια αποδεκτή ύπαρξη, και με τον καιρό, προς την αυτοπραγμάτωση».

Το έργο της Τάικον για την επίτευξη κοινωνικών αλλαγών την έφερε σε επαφή τόσο με τους πιο περιθωριοποιημένους όσο και με πολλούς καλλιτέχνες, ακτιβιστές και πολιτικούς, μέχρι και τον Πρωθυπουργό. Ο δια βίου αγώνας της για τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ρομά και την πρόσβαση στην εκπαίδευση και σε αξιοπρεπή στέγη για τη μειονότητα των Ρομά ήταν επιτυχής. Ωστόσο, έγινε και στόχος επιθέσεων και, τελικά, το σωρευτικό αποτέλεσμα της προσωπικής ιστορίας της και τραυματικών εμπειριών, της έλλειψης ξεκούρασης και της υπερβολικής εργασίας οδήγησε σε εξάντληση, κατάθλιψη, σωματικές ασθένειες και πόνο. Νοσηλεύτηκε επίσης για διπλή πνευμονία. Η Mohtad γράφει: «Οι απαιτήσεις είχαν αυξηθεί από όλες τις κατευθύνσεις. Κάποιες ήταν δικής της δημιουργίας: πίστευε ότι είχε την υποχρέωση να μεταμορφώσει την κοινωνία κι ότι οι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να υποφέρουν και να αγωνίζονται για να επιβιώσουν. Άλλες απαιτήσεις προέρχονταν από εξωτερικές πηγές, από ανθρώπους που ζητούσαν βοήθεια που δεν μπορούσε να αρνηθεί…»

Το 1981, ένα χρόνο αφότου η Taikon και ο Langhammer εξέδοσαν το τελευταίο βιβλίο της σειράς, χώρισαν. Την επόμενη χρονιά, υπέστη καρδιακή προσβολή ενώ υποβαλλόταν σε εξετάσεις σε νοσοκομείο κι έπεσε σε κώμα από το οποίο δεν ξύπνησε ποτέ. Ο Langhammer τη φρόντισε στο σπίτι τους μέχρι τον θάνατό του το 1986. Στη συνέχεια, τα τρία παιδιά της και η αδερφή της, Ρόζα, τη φρόντισαν μέχρι που απεβίωσε το 1995. Η αδελφή της, Ρόζα, βρισκόταν στο πλευρό της.

Από το 1975 οι ιστορίες της Katitzi είχαν ήδη αρχίσει να διασκευάζονται σε άλλα μέσα με την έκδοση κόμικς, τη δημιουργία τηλεοπτικής σειράς και θεατρικών παραστάσεων. Το 2012 η βιογραφία της, The Day I Am Free, εκδόθηκε από την Mohtadi και το 2015 η ίδια και ο δημοσιογράφος Gellert Tamas έφτιαξαν ένα ντοκιμαντέρ βασισμένο στο βιβλίο, The Untold Story of a Roma Freedom Fighter / Η ανείπωτη ιστορία μιας Ρομά αγωνίστριας της ελευθερίας. Το 2019, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τεχνών και Πολιτισμού των Ρομά (ERIAC) στη Στοκχόλμη διοργάνωσε μια έκθεση αφιερωμένη στην Katitzi και την επιρροή της σε μια ολόκληρη γενιά. Παρήχθησαν επίσης επτά μικρού μήκους ντοκιμαντέρ αφιερωμένα στο βιβλίο και την συγγραφέα του, και οι ιστορίες της Katitzi επανεκδόθηκαν.