Πολιτικό τραύμα…..                                               Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί (24/04/2025)

“Να θυμόμαστε ή να ξεχάσουμε – ποιο είναι πιο υγιεινό; Να το γκρεμίσουμε ή να το περιφράξουμε; Να το ξεθάψουμε ή να το αφήσουμε στο έδαφος;” (Η Anna Funder αναφέρεται στο Τείχος του Βερολίνου στο βιβλίο της Stasiland)

“Το να διηγηθούμε την ιστορία μας σημαίνει ότι απαλλασσόμαστε από αυτήν; Ή ότι προχωράμε, δεμένοι, προς το μέλλον μας;” (Από το βιβλίο της Anna Funder, Stasiland)

Η προηγούμενη ανάρτηση αφορούσε τα τραύματα του πολέμου. Στο σημερινό κείμενο, ακολουθώντας την ίδια θεματική, επέλεξα να γράψω για το τραύμα που προκαλείται από το κράτος, από τις αρχές και άλλους μηχανισμούς που συνδέονται με το κράτος, το τραύμα που σχετίζεται με καταπίεση, χειραγώγηση, σοβαρές παραβιάσεις ελευθερίας, και διακρίσεις βάσει πολιτικών απόψεων. Αυτές τις μέρες διάβασα το βιβλίο της Anna Funder, Stasiland: Ιστορίες πίσω από το Τείχος του Βερολίνου (Το 2008 εκδόθηκε και στα Ελληνικά), το οποίο όπως υποδηλώνει ο τίτλος αναφέρεται στην πρώην Ανατολική Γερμανία, που ίσως, όπως γράφει η συγγραφέας, ήταν το πιο τελειοποιημένο κράτος επιτήρησης στην ιστορία. Έτυχε να βρω το συγκεκριμένο βιβλίο καθώς σκεφτόμουν τα θέματα της σημερινής ανάρτησης. Το είδος των εγκλημάτων και των παραβιάσεων δικαιωμάτων που διέπραξε η μυστική αστυνομία της Στάζι στην πρώην Ανατολική Γερμανία έχουν συμβεί και δυστυχώς λαμβάνουν χώρα και σήμερα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και με διάφορες παραλλαγές, σε όλο τον κόσμο, σίγουρα σε καθεστώτα δικτατορικά, αλλά και σε δημοκρατίες.

Η Funder ρίχνει φως στην ανθρώπινη κατάσταση σε περιόδους ακραίου αυταρχισμού και αυστηρής επιτήρησης. Το βιβλίο της έχει κάποιες ομοιότητες με το βιβλίο της Svetlana Alexievch [δείτε την προηγούμενη ανάρτηση], με την έννοια ότι και η Funder συναντά ανθρώπους για να ακούσει και να καταγράψει τις ιστορίες τους, προκειμένου να μας αποκαλύψει μια εποχή και να φέρει στο φως γεγονότα. Νομίζω ότι τοποθετεί τον εαυτό της και την εμπειρία της στην αφήγηση σε μεγαλύτερο βαθμό ίσως από την Αλεξίεβιτς. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας συλλογής ιστοριών σκέφτεται σχετικά με την απόφαση και τις προθέσεις της και συνειδητοποιεί ότι αυτό που επιθυμεί είναι να δημιουργήσει πορτρέτα ανθρώπων, Ανατολικογερμανών, από τους οποίους δεν θα υπάρχει κανένας σε μια γενιά. Γράφει: «Ζωγραφίζω μια εικόνα μιας πόλης στο παλιό ρήγμα της ανατολής και της δύσης.  Αυτό λειτουργεί ενάντια στη λήθη και ενάντια στο χρόνο». Παρομοίως, η Αλεξίεβιτς ήθελε να καταγράψει τις ιστορίες των Σοβιετικών γυναικών που πολέμησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πριν φύγουν όλες από τη ζωή. Και αυτή δούλεψε ενάντια στη λήθη και ενάντια στο χρόνο. Το βιβλίο της Funder περιέχει λιγότερες και μεγαλύτερες συνεντεύξεις, ενώ η αφήγηση της Alexievich είναι πολύ πιο πολυφωνική.

Η Anna Funder είναι Αυστραλή συγγραφέας. Έχει σπουδάσει αγγλική φιλολογία, γερμανικά και νομικά και είναι αφοσιωμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα. Στη δεκαετία του ’90 ήταν σύμβουλος στο διεθνές δίκαιο και το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την αυστραλιανή κυβέρνηση πριν φύγει για να ζήσει και να γράψει στο Βερολίνο. Είναι Πρέσβειρα του Πανεπιστημίου Τεχνολογίας του Σίδνεϊ. Το 2011 διορίστηκε στο Συμβούλιο Λογοτεχνίας του Αυστραλιανού Συμβουλίου για τις Τέχνες. Τα βιβλία της έχουν λάβει βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του βραβείου Samuel Johnson (τώρα Baillie Gifford) για το καλύτερο μη μυθιστόρημα / non-fiction που εκδόθηκε στην αγγλική γλώσσα για το βιβλίο της Stasiland, το οποίο έχει διασκευαστεί για το ραδιόφωνο και τη σκηνή από το The National Theatre του Λονδίνου, και μελετάται τόσο ως λογοτεχνία όσο και ως ιστορία σε σχολεία και πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο.

Η Funder εργάστηκε για κάποιο διάστημα στην τηλεόραση στο Ανατολικό Βερολίνο στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν, όπως γράφει, ανέπτυξε ένα συναίσθημα για την πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, μια χώρα που δεν υπάρχει πια, αλλά που τα απομεινάρια της είναι ακόμα εκεί, ένα συναίσθημα που περιγράφει ως τρόμο-ρομάντζο. Γράφει: “Το ειδύλλιο προέρχεται από το όνειρο ενός καλύτερου κόσμου που οι Γερμανοί κομμουνιστές ήθελαν να οικοδομήσουν από τις στάχτες του ναζιστικού παρελθόντος τους: από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του. Ο τρόμος προέρχεται από αυτό που έπραξαν στο όνομά του.” Ενδιαφέρθηκε για τη Στάζι, το πρώην Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της Ανατολικής Γερμανίας, και για το ανθρώπινο σθένος, αυτό το κάτι μέσα σε έναν άνθρωπο που αντιστέκεται στη διαφθορά παρά τον φόβο και το τίμημα που πρέπει να πληρώσει.

Η Στάζι ήταν ο εσωτερικός στρατός με τον οποίο η κυβέρνηση διατηρούσε τον έλεγχο. Είχε εμμονή με τη λεπτομέρεια και η δουλειά της ήταν να ξέρει τα πάντα για τον καθένα, χρησιμοποιώντας όποιο μέσο έβρισκε βολικό. Υπήρχε ένα πανεθνικό σύστημα επιτήρησης ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών. Ήξεραν ποιος σε επισκέφτηκε, σε ποιον τηλεφώνησες και τι είπες, διάβαζαν γράμματα και ημερολόγια, έκαναν κατάσχεση βιβλίων και παιδικών καρτών στους παππούδες και στις γιαγιάδες, ήξεραν για τους συντρόφους σου, τους συζύγους σου, τυχόν εξωσυζυγικές σχέσεις, τι έτρωγες, τι αγόραζες και τι διάβαζες, και συνέλεγαν βάζα δειγμάτων μυρωδιών. Η Funder σημειώνει ότι αυτή η διαδικασία ήταν «φανερή ή κρυφή» και υπήρχε κάποιος που έδινε αναφορές στη Στάζι για τους συμπολίτες του σε κάθε σχολείο, πανεπιστήμιο, αθλητικό σύλλογο, εργοστάσιο, πολυκατοικία και παμπ.

Οι ιστορικοί παράγοντες και οι λόγοι ανάπτυξης αυτού του αστυνομικού κράτους και μηχανής παρακολούθησης αποκαλύπτονται σταδιακά μέσα από τις ιστορίες των συνεντευξιαζόμενων. Η Στάζι είχε φακέλους για όλους και αναμειγνυόταν σε κάθε πτυχή της ζωής των ανθρώπων. Στρατιές αμειβομένων και μη πληροφοριοδοτών, επίσημων και ανεπίσημων συνεργατών, κράτησαν αυτή τη μηχανή σε λειτουργία για δεκαετίες. Απλοί πολίτες στρατολογήθηκαν για να κατασκοπεύσουν τους συμπολίτες τους, τους φίλους, τους συναδέλφους και τα μέλη της οικογένειάς τους, και ορισμένες εκτιμήσεις φτάνουν μέχρι και έναν πληροφοριοδότη για κάθε έξι και μισό μέλη του πληθυσμού. Μια συνεντευξιαζόμενη αναφέρει ότι ήταν περίπου ένας στους πενήντα ανθρώπους. Η Funder αναφέρει: «Η Στάζι είχε 97.000 υπαλλήλους — περισσότερο από αρκετούς για να επιβλέπει μια χώρα δεκαεπτά εκατομμυρίων κατοίκων. Αλλά είχε επίσης πάνω από 173.000 πληροφοριοδότες ανάμεσα στον πληθυσμό».

Συμμετείχαν για λόγους ιδεολογικούς ή για να αποκτήσουν εξουσία, προνόμια ή χρήματα, να πετύχουν, να ανήκουν, από φόβο ή επειδή εκβιάστηκαν. Ένας πρώην άνδρας της Στάζι, που πλέον εργαζόταν ως ντετέκτιβ, διηγήθηκε πώς δεν ήταν ποτέ πολύ ιδεολόγος, αλλά ήταν σπασίκλας σε σχέση με το νόμο και είχε ανατραφεί να σκέφτεται έτσι από τα χρόνια του νηπιαγωγείου του. Ένας ψυχολόγος της Στάζι, που αναφέρεται στο βιβλίο, εξηγεί την προθυμία των ανθρώπων να δίνουν πληροφορίες για τους συμπατριώτες τους, ως μια παρόρμηση να επιβάλλουν στο γείτονά τους να κάνει το σωστό. Και το πιο ανησυχητικό είναι ότι πολλοί απλώς ασχολήθηκαν με αυτή τη δραστηριότητα λόγω της ικανοποίησης που τους έδινε η αίσθηση ότι έχουν εξουσία πάνω στους άλλους. Για άλλους παρείχε μια διέξοδο σε συναισθήματα επιθετικότητας, φθόνου ή ανταγωνισμού.

Μίλησε με ανθρώπους που υπήρξαν θύματα, καθώς και πρώην υπαλλήλους και αξιωματούχους της Στάζι, προκειμένου να κάνει ορατή μια εποχή και τις ιστορίες πόνου, απώλειας, θάρρους και αντίστασης που γέννησε, και να δώσει μια πιο σφαιρική εικόνα του τι συνέβη και πώς το βίωσε ο ντόπιος πληθυσμός. Τοποθετώντας μια αγγελία σε μια εφημερίδα η Funder κανόνισε συναντήσεις με αρκετούς άνδρες της Στάζι, συμπεριλαμβανομένου του ευγενή αποστάτη Karl-Eduard von Schnitzler, ο οποίος για χρόνια φιλοξενούσε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα που ασκούσε κριτική στη Δύση, και ο οποίος. έβλεπε τη δουλειά του ως έργο ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Αυτοί οι άντρες ζούσαν ακόμα στα ίδια σπίτια στα περίχωρα του Πότσνταμ ή σε πολυκατοικίες στο Βερολίνο, άλλοι με τις πεποιθήσεις και την πίστη τους ανέπαφες, κάποιοι κυνικοί και εξουσιομανείς, και άλλοι όπως ο χαρτογράφος του καθεστώτος, ο Χάγκεν Κοχ, ένας υποδειγματικός πολίτης, ο οποίος ως νεαρός στρατηλάτης χάραξε μια γραμμή με κιμωλία στον δρόμο όπου έμελλε να χτιστεί το Τείχος του Βερολίνου, είχαν τις δικές τους ιστορίες θυματοποίησης, όταν οι ανώτεροί τους επεμβαίνανε στη δική τους ζωή, στη ζωή των οικογενειών τους και στον γάμο τους.

Στο βιβλίο η Funder έχει συμπεριλάβει συνομιλίες με αρκετές γυναίκες, που ίσως είναι οι κύριοι χαρακτήρες. Είναι γυναίκες που υπέφεραν, έχασαν, τιμωρήθηκαν και επέδειξαν θάρρος και ακεραιότητα, γυναίκες των οποίων η ζωή επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το Τείχος του Βερολίνου. Μία από αυτές είναι η Miriam Webster. Η ιστορία της αποτελεί το κεντρικό σκέλος του βιβλίου. Αυτή και ο μετέπειτα δολοφονημένος σύζυγός της, Τσάρλι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι οι κεντρικοί ήρωες του βιβλίου. Η Μίριαμ εξακολουθεί να αναζητά απαντήσεις για τον πρόωρο θάνατο του συζύγου της.

Η Miriam λέει στην Funder ότι «έγινε, επίσημα, εχθρός του κράτους στα δεκαέξι της», το 1968 η Άνοιξη της Πράγας ήταν σε πλήρη εξέλιξη και οι Ρώσοι δεν είχαν ακόμη κατεβάσει τα τανκς στους δρόμους για να συντρίψουν τους διαδηλωτές. Η κατεδάφιση ενός ιστορικού κτιρίου στη γενέτειρά της έγινε το επίκεντρο για την έκφραση μιας εκτεταμένης δυσφορίας που είχαν κολλήσει οι ντόπιοι από τους Τσέχους γείτονές τους. Οι διαδηλώσεις της Λειψίας ερμηνεύτηκαν από το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας ως στάχτη που πιθανόν να γίνει φωτιά, και έτσι η αστυνομία έριξε νερό στους ανθρώπους με πυροσβεστικούς σωλήνες και προχώρησε σε πολλές συλλήψεις. Η Μίριαμ και η φίλη της Ούρσουλα ένιωσαν ότι αυτό δεν ήταν σωστό. Διηγείται, «Στα δεκαέξι έχεις μια ιδέα για τη δικαιοσύνη, και απλώς θεωρήσαμε ότι ήταν λάθος. Δεν ήμασταν σοβαρά εναντίον του κράτους – δεν το είχαμε σκεφτεί τόσο πολύ. Απλώς σκεφτήκαμε ότι δεν ήταν δίκαιο να φέρνουν άλογα και ούτω καθεξής». Έτσι αποφάσισαν να γίνουν δημιουργικές και να φτιάξουν τα δικά τους φυλλάδια, τα οποία κόλλησαν στην πόλη. Άφησαν επίσης φυλλάδια στα γραμματοκιβώτια δύο αγοριών που γνώριζαν από το σχολείο και ένας από τους γονείς φώναξε την αστυνομία.

Αυτό ήταν το τέλος της εφηβείας της και της ζωής της όπως την ήξερε. Και τα δύο κορίτσια τέθηκαν σε απομόνωση για ένα μήνα, χωρίς καμία επίσκεψη ή τηλεφώνημα από τους γονείς ή τους δικηγόρους τους, βιβλία ή εφημερίδες. Και μετά τις άφησαν ελεύθερες να περιμένουν τις δίκες τους! Τρομοκρατημένη μήπως την έστελναν πίσω στη φυλακή, το επόμενο πρωί η Μίριαμ μπήκε σε ένα τρένο για το Βερολίνο, ένα μέρος που δεν είχε ξαναπάει, με σκοπό να περάσει με κάποιο τρόπο το Τείχος. Και κόντεψε να τα καταφέρει, αν δεν σκόνταφτε πάνω σ’ ένα συρματόσχοινο στο τέλος της διαδρομής. Ακούστηκαν οι σειρήνες και μετά συνελήφθη.

Στα δεκαέξι της ήταν πίσω στην απομόνωση, την ανέκριναν έξι ώρες κάθε βράδυ για δέκα νύχτες. Τα βασανιστήρια της στέρησης ύπνου είχαν σκοπό να την κάνουν σαν ζόμπι, και ως εκ τούτου, να την σπάσουν και να την κάνουν εντυπωσιακά εύπλαστη. Καταδικάστηκε σε ενάμιση χρόνο στις γυναικείες φυλακές του Hoheneck. Η Miriam είπε στην Funder ότι όταν βγήκε από τη φυλακή, βασικά δεν ήταν πια άνθρωπος. Περιέγραψε το Βάπτισμα Καλωσορίσματος σε μια μπανιέρα γεμάτη κρύο νερό, τη μοναδική φορά που πίστεψε ότι θα πέθαινε στα αλήθεια, και τη βαρβαρότητα των ενήλικων εγκληματιών κρατουμένων, που λάμβαναν προνόμια για την κακοποίηση των πολιτικών κρατουμένων.  Όταν βγήκε, της απαγόρευσαν να σπουδάσει και δεν μπορούσε να βρει δουλειά. Διηγείται: «Όπου έκανα αίτηση, η Στάζι φρόντιζε να με απορρίψουν.» Και μετά, όταν αυτή και ο σύζυγός της Τσάρλι άρχισαν να ζουν μαζί, βρίσκονταν συνεχώς υπό παρακολούθηση και στο σπίτι τους γινόταν έρευνα κατά καιρούς.

Η Julia Behrend είναι μια άλλη γυναίκα, της οποίας η ζωή καταστράφηκε από το κράτος, ο λόγος, μια ρομαντική σχέση εξ αποστάσεως κυρίως, με έναν Ιταλό που γνώρισε όταν ήταν δεκαέξι. Η Τζούλια, η οποία υπενοικιάζει ένα διαμέρισμα στη Funder κι έχει γίνει ένα είδος φίλης, μιλά στη Funder για την οικογένειά της και το παρελθόν της. Οι γονείς της ήταν και οι δύο καθηγητές γυμνασίου και, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, ήταν κάπως αμφίθυμοι για τη χώρα τους, αλλά δεν ήταν αντιφρονούντες, και κανένας από αυτούς δεν είχε ποτέ προβλήματα με το κράτος. Σημειώνει: «ζούσαμε με μια ξεκάθαρη αίσθηση «από τη στιγμή που ξυπνούσαμε», για το τι μπορούσε να ειπωθεί έξω από το σπίτι (πολύ λίγα) και τι μπορούσε να συζητηθεί μέσα σε αυτό (τα περισσότερα πράγματα).»

Η μητέρα της έλεγε στις τέσσερις κόρες της ότι θα μπορούσαν να γίνουν ότι ήθελαν. Ο πατέρας της ο Ντίτερ ήταν ευαίσθητος και ήθελε να βελτιώσει αυτό που έβλεπε ως ένα ελαττωματικό σύστημα, το οποίο όμως, από την ιδρυτική του υπόθεση, ήταν πιο δίκαιο από τον καπιταλισμό. Για τους κόπους του και τα βάσανα του, λέει η Τζούλια. «η χώρα του τον έκανε παρία και τη ζωή του μιζέρια. Ζώντας τόσο πολύ σε μια σχέση ανέκφραστης εχθρότητας, αλλά και εξωτερικής συμμόρφωσης με το κράτος τον είχε διαλύσει». Όπως κι ο πατέρας της, η Τζούλια γνώριζε τα προβλήματα και την έλλειψη ελευθερίας, αλλά πίστευε στην Ανατολική Γερμανία ως εναλλακτική στη Δύση. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών της με την Funder, παρά τον τρόπο που η ζωή της εκτροχιάστηκε από την παρέμβαση του κράτους, η Τζούλια συγκρίνει τις δύο νοοτροπίες, τα δύο συστήματα, τη Δύση και την Ανατολή. Σημειώνει ότι έχοντας ζήσει τόσο στα ανατολικά όσο και στα δυτικά χωρίς να μετακομίσει σπίτι, μπορεί να διακρίνει «μια διαφορά μεταξύ σεξουαλικής παρενόχλησης και παρενόχλησης……. στη ΛΔΓ μπορούσες να βγεις μόνη το βράδυ ως γυναίκα! Μπορούσες να αφήσεις την πόρτα του διαμερίσματός σου ανοιχτή… Κανείς δεν ήταν άστεγος όπως είναι τώρα».

Ως νεαρό κορίτσι, η Τζούλια αγαπούσε τις γλώσσες και ονειρευόταν να γίνει μεταφράστρια και διερμηνέας. Είχε φίλους δια αλληλογραφίας / pen-pals σε άλλες χώρες και περνούσε τον ελεύθερο χρόνο της γράφοντας γράμματα στα γαλλικά, τα ρωσικά και τα αγγλικά. Αργότερα έγραφε γράμματα στον φίλο της στην Ιταλία. Αρίστευσε την τελευταία χρονιά του γυμνασίου και ήθελε να πάει σε ένα σχολείο που φημιζόταν για τη διδασκαλία γλωσσών, αλλά, για λόγους που δεν της έγιναν σαφείς, οι αρχές την έστειλαν μακριά σε ένα οικοτροφείο, παρά τα παράπονα της μητέρας της. Στη συνέχεια, μια μέρα του 1984 ο διευθυντής του σχολείου έκλεισε ραντεβού να δει τους γονείς της στο σπίτι για να τους πείσει να πείσουν τη Τζούλια να διαλύσει τη σχέση με τον Ιταλό φίλο της. Μετά από αυτό δεν μπορούσε να βρει καμία δουλειά. Ήταν άριστη μαθήτρια που μιλούσε γερμανικά, αγγλικά, ρώσικα, γαλλικά και λίγα ουγγρικά. Προσπάθησε να βρει μια θέση ως ρεσεψιονίστ ή σερβιτόρα, χωρίς επιτυχία, πιθανώς επειδή κάθε ξενοδοχείο και κάθε εστιατόριο έπρεπε να ελέγξει τα ονόματα όλων των νέων υπαλλήλων στη Στάζι.

Στη συνέχεια, την κάλεσε ένας αξιωματικός της Στάζι, ο οποίος αφού της διάβασε τα γράμματα που είχε ανταλλάξει με τον φίλο της και της μίλησε για όλα όσα γνώριζε για την οικογένειά της, της πρότεινε να βοηθήσει τη Στάζι και να συναντιέται μαζί τους κάθε τόσο για μια κουβεντούλα, αλλά η Τζούλια ήξερε ότι δεν θα έδινε πληροφορίες για κανέναν. Της είχε δείξει ότι με ένα τηλεφώνημα που θα του έκανε «θα μπορούσε να είναι μέσα ή έξω. Θα μπορούσε να είναι μαζί τους ή θα μπορούσε να φύγει». Γράφει ότι «ένιωσε αποκομμένη, ξαφνικά και αμετάκλητα, από τη ζωή… Ήταν σαν ξαφνικά να ήμουν στην άλλη όχθη, χωρισμένη από όλους».

Η Τζούλια μιλά για την επίγνωση που έχει αποκτήσει σταδιακά. Στην αρχή ήταν θυμωμένη που δεν της επέτρεπαν να σπουδάσει ή να κάνει καριέρα, αλλά τώρα ανατρέχοντας στο παρελθόν, έχει συνειδητοποιήσει ότι ήταν η απόλυτη επιτήρηση που την έβλαψε περισσότερο. Η ίδια περιγράφει αυτή την εμπειρία: «Ήταν η απώλεια των πάντων μέχρι που εξαφανίστηκα κι εγώ». Η Funder γράφει για την Τζούλια ότι σήμερα δεν βλέπει μια ταλαντούχο γλωσσολόγο, αλλά «μια γυναίκα, της οποίας η μερική μελέτη / part time σπουδές και η μερική απασχόληση σε πρακτορείο ενοικίασης την κρατούν εν μέρει συνδεμένη με τον κόσμο» και «η οποία χωρίς να φταίει, είχε πέσει στο χάσμα μεταξύ της μυθολογίας και της πραγματικότητας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Δεν συμμορφωνόταν πλέον με τη μυθοπλασία. Πιστή και ταλαντούχα όπως ήταν, τώρα την έσπρωχναν έξω από την πραγματικότητα».

Η Funder χρησιμοποιεί τις Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων ως μεταφορά για να περιγράψει το χάσμα μεταξύ της μυθοπλασίας και των μύθων, και της πραγματικότητας. Φυσικά, η εθνική μυθολογία, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, απαντάται σε κάθε χώρα, και στην πραγματικότητα, σε διαφορετικά επίπεδα και παραλλαγές, όλα τα υπόλοιπα που περιγράφονται στο βιβλίο αφορούν χώρες σε όλο τον κόσμο. Ένας μύθος, για παράδειγμα, ήταν ότι η Ανατολική Γερμανία δεν ήταν μέρος του Ναζιστικού Καθεστώτος, ενώ στην πραγματικότητα από ναζιστικό καθεστώς τη μια μέρα, έγινε σοσιαλιστικό καθεστώς την επόμενη. Γράφει: «Βιώνω τις περιπέτειες  της Αλίκης στη Χώρα της Στάζιλαντ. Έχω βρεθεί σε ένα μέρος όπου αυτό που ειπώθηκε δεν ήταν αληθινό, και αυτό που ήταν αληθινό δεν επιτρεπόταν, όπου άνθρωποι εξαφανίστηκαν πίσω από πόρτες και κανείς δεν άκουσε τίποτα για αυτούς ξανά ή μεταφέρθηκαν λαθραία σε άλλα βασίλεια». Κατά τη διάρκεια μιας από τις συνομιλίες τους, η Τζούλια αναφέρει ότι «οι άνθρωποι έπρεπε να αποδεχτούν μια ποικιλία μυθοπλασιών ως γεγονότα» και ότι πολλοί άνθρωποι αποσύρθηκαν σε αυτό που αποκαλούσαν εσωτερική μετανάστευση. Προστάτευσαν τη μυστική εσωτερική ζωή τους σε μια προσπάθεια να φυλάξουν κάτι από τον εαυτό τους από τις αρχές. Εξηγεί ότι θα μπορούσε κανείς να αποφύγει την επαφή με το καθεστώς μόνο αν αποφάσιζε να βγει εκτός και πήγαινε στη σφαίρα της εσωτερικής μετανάστευσης, αλλά αυτό άφηνε λίγα περιθώρια σε κάποιον να ανήκει, να προχωρήσει στη ζωή, να πετύχει και να εκπληρώσει τις φιλοδοξίες του.

Η Frau Paul ήταν μια άλλη θαρραλέα γυναίκα, η οποία αναγκάστηκε να κάνει μια «αδύνατη» επιλογή και της οποίας η οικογενειακή ζωή διαλύθηκε κυριολεκτικά από το Τείχος και το σύστημα που το συντηρούσε. Μαζί με το Σινικό Τείχος της Κίνας, το Τείχος του Βερολίνου ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κτίσματα που κατασκευάστηκαν ποτέ για να κρατούν τους ανθρώπους χωριστά. Το Τείχος εκεί έξω στον κόσμο έγινε μια δομή στα κεφάλια των ανθρώπων. Η Frau Paul το έθεσε ξεκάθαρα: «Το Τείχος πέρασε κατευθείαν μέσα από την καρδιά μου». Ξύπνησε ένα πρωί με το Τείχος να τη χωρίζει από το βαριά άρρωστο νεογέννητο μωρό της, το οποίο είχε μεταφερθεί σε νοσοκομείο στο Δυτικό Βερολίνο, προκειμένου να παραμείνει στη ζωή. Ο γιος τους παρέμεινε στη Δυτική Γερμανία και τους επιστράφηκε μετά από αρκετά χρόνια, όταν μπορούσε πλέον να τρώει χωρίς βοήθεια.

Είπε στην Funder: «Ο σύζυγός μου κι εγώ αποφασίσαμε να επιχειρήσουμε να φύγουμε παράνομα από την επικράτεια της ΛΔΓ…… Δεν είμαι η κλασική αντιστασιακός….. Δεν ήμουν καν μέλος της αντιπολίτευσης. Μέχρι σήμερα δεν είμαι μέλος κάποιου πολιτικού κόμματος». Μαζί με τον σύζυγό της καταδικάστηκαν σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικής εργασίας. Η Frau Paul ξενάγησε την Funder στις φυλακές Hohenschönhausen. Κανένας από τους βασανιστές δεν έχει οδηγηθεί στη δικαιοσύνη.

Τέλος, θα ολοκληρώσω αυτό το άρθρο με μια σύντομη αναφορά στο τι συνέβη σε αυτό το βουνό από αρχεία.

Το Runde Ecke, το κτίριο των πρώην γραφείων της Στάζι, το οποίο καταλήφθηκε από διαδηλωτές το 1989, είναι τώρα μουσείο της Στάζι. Η Funder γράφει:…» ήταν τεράστιο…… συρρικνώθηκα σαν την Αλίκη». Στα σαράντα χρόνια της,  «Η Εταιρεία  /  The Firm» δημιούργησε το ισοδύναμο όλων των αρχείων κατά τη διάρκεια της γερμανικής ιστορίας από τον Μεσαίωνα. Σε όρθια θέση και από άκρη σε άκρη, οι φάκελοι που κρατούσε η Στάζι για τους συμπατριώτες της θα σχημάτιζαν μια γραμμή μήκους 180 χιλιομέτρων». Όταν άνοιξαν οι φάκελοι, λέει, «Μεγάλα και μικρά μυστήρια κατανοήθηκαν. Όπως λόγου χάρη τα τικ του απλού ανθρώπου στο δρόμο». Για παράδειγμα, εκτέθηκε ένα έγγραφο με σήματα και χειρονομίες που χρησιμοποιούσαν η Στάζι και οι πληροφοριοδότες, όπως να αγγίζει κανείς τη μύτη του, να χαϊδεύει τα μαλλιά του, να σηκώνει ένα καπέλο, να βάζει το χέρι στο στομάχι ή να δένει τα κορδόνια του παπουτσιού, και ούτω καθεξής, και τι σήμαιναν αυτά.

Οι αξιωματικοί της Στάζι είχαν λάβει οδηγίες να καταστρέψουν φακέλους, ξεκινώντας από τους πιο ενοχοποιητικούς. Κατέστρεφαν φακέλους μέχρι που κατέρρευσαν οι καταστροφείς εγγράφων, και μετά συνέχισαν με το χέρι, βάζοντας τα σχισμένα χαρτιά με τάξη σε σακιά. Τώρα στη Νυρεμβέργη, οι puzzle women (οι γυναίκες-παζλ, αν και υπάρχουν και μερικοί άνδρες) συναρμολογούν τα σχισμένα έγγραφα, μια τρομερά αργή διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη τον μικρό αριθμό ανθρώπων που εργάζονται επί του παρόντος.

Από το 1989 έως τον Οκτώβριο του 1990 υπήρξε μια έντονη συζήτηση στη Γερμανία σχετικά με το τι θα γίνει με τους φακέλους της Στάζι.

«Θα έπρεπε να ανοίξουν ή να καούν; Θα έπρεπε να κλειδωθούν για πενήντα χρόνια και μετά να ανοίξουν, όταν οι άνθρωποι τους οποίους αφορούσαν θα ήταν νεκροί ή, ενδεχομένως, θα είχαν συγχωρεθεί; Ποιοι ήταν οι κίνδυνοι του να μάθουμε; Ή οι κίνδυνοι να αγνοήσουμε το παρελθόν και να ξανακάνουμε τα ίδια, με διαφορετικού χρώματος σημαίες ή κασκόλ ή κράνη;»

Στο τέλος, κάποιοι φάκελοι καταστράφηκαν, άλλοι κλειδώθηκαν και άλλοι άνοιξαν. Το καλοκαίρι του 1990 το κοινοβούλιο της ΛΔΓ ψήφισε νόμο που παρέχει στους ανθρώπους το δικαίωμα να έχουν πρόσβαση στα δικά τους αρχεία, να έχουν πρόσβαση σε όλα αυτά τα κλεμμένα προσωπικά στοιχεία που επέτρεπαν τη χειραγώγηση της ζωής τους. Η Funder γράφει: «Η Γερμανία ήταν τελικά η μόνη χώρα του Ανατολικού Μπλοκ που τόσο γενναία, τόσο ευσυνείδητα άνοιξε τους φακέλους και έδωσε πρόσβαση σε αυτούς στο λαό της.

Πολλές χώρες χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τέτοιου είδους ζητήματα και να αποφασίσουν αν θα καταστρέψουν ή θα ανοίξουν αρχεία. Η Ελλάδα έχει τη δική της μακρά οδυνηρή ιστορία σχετικά με εκατομμύρια φακέλους με προσωπικά στοιχεία πολιτών, με έμφαση στις πολιτικές τους απόψεις, πληροφορίες, που χρησιμοποιήθηκαν για διακρίσεις, τρομοκρατία και τιμωρία του λαού της. Για να γράψω για αυτήν την πολύ μεγάλη και οδυνηρή σελίδα της ελληνικής ιστορίας θα χρειαζόταν τουλάχιστον μια άλλη εξίσου μακροσκελή ανάρτηση.

Έχω παραθέσει μερικούς συνδέσμους / links για άρθρα ελληνικών εφημερίδων, δυο συνεντεύξεις και μια ομιλία παρακάτω:

Και πάντα, υπάρχουν τα πιεστικά ερωτήματα: Ποιοι είναι οι κίνδυνοι του να γνωρίζεις; Τι γίνεται με τα δικαιώματα όλων των θυμάτων, όλων εκείνων στους οποίους ανήκαν αυτοί οι φάκελοι; Και το πιο σημαντικό: Ποιοι είναι οι κίνδυνοι του να αγνοήσεις το παρελθόν και να το επαναλάβεις;

  1. Οι φάκελοι «πολιτικών φρονημάτων» που γλίτωσαν την πυρά: https://www.tovima.gr/2016/05/28/society/oi-fakeloi-politikwn-fronimatwn-poy-glitwsan-tin-pyra/

Τον Αύγουστο του 1989, φάκελλοι μεταφέρονται στην υψικάμινο της Ελευσίνας και στους κλιβάνους που στήθηκαν στην υπόλοιπη Ελλάδα για να κάψουν τα «αρχεία του μίσους». Ένα πολύτιμο αρχειακό υλικό για τους ιστορικούς αλλά και σημαντικά ντοκουμέντα της Αριστεράς μπήκαν στη χοάνη της καύσης στο όνομα της «εθνικής συμφιλίωσης». Περισσότερα από 17 εκατομμύρια έγγραφα, στα οποία το καθεστώς της «νομιμοφροσύνης», από τη μεταξική δικτατορία ως και τη χούντα των συνταγματαρχών, κατέγραφε τις ζωές των «στιγματισμένων», κυρίως από την Αριστερά, αλλά όχι μόνο, έγιναν στάχτη.Το 1989 γλίτωσαν την πυρά μόνο 2.100-2.500 φάκελοι, όσων κρίθηκαν ηγετικά στελέχη της Αριστερά που εκτελέστηκαν, καθώς και φάκελλοι καλλιτεχνών, αθλητών, προσώπων από τον συντηρητικό χώρο, αλλά και άλλοι άνθρωποι λιγότερο γνωστοί.

  1. Με Κοινή Υπουργική Απόφαση ανοίγουν τα αρχεία της αστυνομίας / Στο φως χιλιάδες διασωθέντες φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων: https://www.avgi.gr/koinonia/191146_sto-fos-hiliades-diasothentes-fakeloi-koinonikon-fronimaton?amp

«Επρόκειτο για παγκόσμια πρωτοτυπία να προχωρήσει η Ελλάδα σε ολοσχερή καταστροφή τους τόνιζε ο Β. Καραμανωλάκης, συμπληρώνοντας ότι η συζήτηση δεν τίθεται με όρους απονομής δικαιοσύνης αλλά ιστορικής μνήμης και υπενθυμίζοντας την τεράστια διελκυστίνδα στις δημόσιες συζητήσεις κατά πόσο τελικά το 1974 σταμάτησαν να συμπληρώνονται οι φάκελοι ή εάν συνέχισαν μέχρι το 1990 να ενημερώνονται. Οι φάκελοι ατομικών φρονημάτων ξεκίνησαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και γνώρισαν άνθηση μεταπολεμικά, ενώ θεσμοθετήθηκαν το 1947».

  1. Φάκελοι πολιτικών φρονημάτων: Όταν το τραυματικό παρελθόν έγινε στάχτη για να ξεχαστεί κακήν κακώς: https://www.efsyn.gr/ellada/koinonia/196051_fakeloi-politikon-fronimaton-otan-traymatiko-parelthon-egine-stahti-gia-na#goog_rewarded

«Το ερώτημα που διαπερνά το βιβλίο του επίκουρου καθηγητή Ιστορίας Βαγγέλη Καραμανωλάκη που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Θεμέλιο.αφορά τους λόγους που οδήγησαν στην καύση των φακέλων που διατηρούνταν στην Ασφάλεια, με απόφαση της συγκυβέρνησης Ν.Δ.-ΣΥΝ, στις 30 Αυγούστου του 1989, ένα γεγονός στο οποίο η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας είτε συναίνεσε σιωπηρά είτε αδιαφόρησε, με μοναδική σχεδόν αντίρρηση να προβάλλουν οι ιστορικοί, για λόγους διατήρησης της ιστορικής μνήμης ωστόσο και όχι απόδοσης δικαιοσύνης στα θύματα, όπως συνέβη σε άλλες χώρες».

«Και κατέληξε: «Στην ομόθυμη επικρότηση της καύσης των φακέλων βλέπουμε μια κοινωνία που φοβάται το παρελθόν, και το φοβάται επειδή δεν το έχει αντιμετωπίσει, δεν έχει συζητήσει γι’ αυτό. Η πολιτική μπορεί να απομακρύνει τον φόβο, αλλά όχι και να τον εξαλείψει. Η λύση, σε πολιτικό επίπεδο, είναι το κράτος δικαίου. Όμως δεν αρκούν οι κανόνες δικαίου, χρειάζεται και το κουράγιο να αντιμετωπίσεις την αλήθεια, και στην Ελλάδα, η περίπτωση της καύσης των φακέλων δείχνει ότι το κουράγιο αυτό μας έχει λείψει».

  1. LIFO Podcast: https://www.lifo.gr/podcasts/istoria-mias-polis/kaigontas-toys-fakeloys-ton-epikindynon-politikon-fronimaton-1989

Η Αγιάτη Μπενάρδου συζητά με τον ιστορικό και συγγραφέα του βιβλίου «Ανεπιθύμητο παρελθόν – Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ό αιώνα και η καταστροφή τους», Βαγγέλη Καραμανωλάκη.

  1. ERTECHO      01/06/2019       Ο Δημήτρης Τρίκας με τον καθηγητή ιστορίας στο ΕΚΠΑ Βαγγέλης Καραμανωλάκης στο στούντιο για το βιβλίο του “Ανεπιθύμητο παρελθόν”.https://www.ertecho.gr/radio/trito/show/bookfly/ondemand/77290/vaggelis-karamanolakis-symeon-stampoulou-01062019/
  2. Το ανεπιθύμητο παρελθόν. Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ό αιώνα και η καταστροφή τους: https://www.blod.gr/lectures/fakeloi-koinonikon-fronimaton-bwl/

Μία ομιλία σε δύο μέρη, με αφετηρία το ομώνυμο – και βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών – βιβλίο του καθηγητή Βαγγέλη Καραμανωλάκη (Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών).

Μέρος Πρώτο
Ένα ασφυκτικό παρόν (1944-1974): Φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων, παρακολούθηση και έλεγχος των πολιτών στην μεταπολεμική Ελλάδα

«Τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τα συμβούλια νομιμοφροσύνης, οι φάκελοι της Ασφάλειας, του Στρατού κλπ, αποτέλεσαν μέρη ενός πελώριου μηχανισμού διάκρισης των πολιτών, ο οποίος καθόριζε προσωπικές διαδρομές και επαγγελματικές διεξόδους. Ένας μηχανισμός που επιχειρούσε, ελέγχοντας τη ζωή των πολιτών, να τους διαπαιδαγωγήσει στην ιδέα ότι θα έπρεπε να παραμείνουν ανενεργοί, να μην αναπτύξουν τη δική τους πολιτική δράση ή να βρεθούν με το μέρος της εξουσίας, η οποία αλλιώς είχε τη δύναμη να τους συντρίψει. Επρόκειτο για ένα κράτος «τιμωρό», το οποίο χρησιμοποιούσε ένα ευρύ ρεπερτόριο τιμωρητικών πρακτικών στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης του διαλυμένου από την Κατοχή κρατικού μηχανισμού και μέσα από την εμπειρία της εμφύλιας διαμάχης. Σε αυτή την κατεύθυνση το παρελθόν ήταν πανταχού παρόν, αποτελούσε βασικό στοιχείο της διερεύνησης των φρονημάτων του ύποπτου πολίτη, αλλά και του συγγενικού και του φιλικού του περιβάλλοντος. Ο εμφύλιος ήταν ένας πόλεμος που δεν είχε τελειώσει με τη στρατιωτική του κατάληξη, παρέμενε ένα εφιαλτικά τραυματικό παρελθόν το οποίο καθόριζε ένα ασφυκτικό παρόν».

Μέρος Δεύτερο
Από το τραυματικό στο ανεπιθύμητο παρελθόν. Φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων και η συλλογική μνήμη στη Μεταπολίτευση

«Οι στάχτες των φακέλων κάλυψαν την απροθυμία μιας κοινωνίας να σκύψει στις πληγές του παρελθόντος, κάλυψαν την μετατροπή του από τραυματικό σε ανεπιθύμητο».

Comments are closed.