Ένα κουτί χρώμaτα Η μετάφραση είναι διαθέσιμη (18/ 05/ 2025)
Απόσπασμα από πιο προσωπική γραφή:
«‘Το μπλε χρώμα – αυτό είναι το χρώμα μου – και το μπλε χρώμα σημαίνει ότι έχεις αφήσει την μονότονη καθημερινότητα για να μεταφερθείς – όχι σε έναν κόσμο φαντασίας, δεν είναι ένας κόσμος φαντασίας – αλλά σε έναν κόσμο ελευθερίας όπου μπορείς να πεις τι σ’ αρέσει και τι δεν σ’ αρέσει. Αυτό έχει εκφραστεί ανέκαθεν από το μπλε χρώμα, το οποίο στην πραγματικότητα είναι το γαλάζιο του ουρανού». Louise Bourgeois
Είχε έρθει ο καιρός να τραβήξω τις κουρτίνες και να κοιτάξω το φως και το σκοτάδι και τα χρώματα και τα σχήματα των πραγμάτων από ένα τόπο νέας γνώσης αυτού που έμμεσα πάντοτε γνώριζα. Αυτό που εκείνη την εποχή που η αναπνοή μου είχε ραγίσει, φαινόταν σαν «φως στο τέλος ενός τούνελ» δεν ήταν το εκτυφλωτικό λευκό ενός καθαρού φθορίζοντος λευκού, ήταν ένα γαλακτώδες, πιο απαλό λευκό. Πιστεύεται ότι το λευκό φως περιέχει όλα τα χρώματα, ενώ το λευκό χρώμα θα μπορούσε να περιγραφεί ως η απουσία χρώματος. Δεν μπορείς να αναμίξεις χρώματα, πρέπει να ξεκινήσεις με μια λευκή χρωστική ουσία. Σκέψεις για το χρώμα και την τέχνη κατοικούν το νου μου κάθε τόσο, ακόμη και σε στιγμές δύσκολες. Κάποτε, καθώς βυθιζόμουν από την αναισθησία πριν από μια επέμβαση αφαίρεσης ινομυωμάτων, αγαπημένοι πίνακες ανασύρθηκαν στη ζαλισμένη μου συνείδηση κι όταν ξύπνησα, με συντρόφευε ένας πίνακας με έντονα πορτοκαλί και κόκκινα του Τέτση.
Ως παιδί μου άρεσε να κοιτάζω εικόνες και τα σχήματα που δημιουργούσε το φως στην επιφάνεια των αντικειμένων. Με γοήτευε ο χορός ανάμεσα στις αποχρώσεις του πράσινου και το φως του ήλιου στα πορσελάνινα πλακάκια του τζακιού στο σαλόνι και αναρωτιόμουν αν υπήρχε τρόπος να ζωγραφίσω το φως στις επιφάνειες των πραγμάτων. Είχα ανακαλύψει ότι το γκρι που παράγεται από λευκό και μαύρο φαινόταν καθαρό, αυστηρό και αυταρχικό, παρόλο που τότε δεν γνώριζα τη λέξη, αλλά όταν προέκυπτε από την ανάμειξη υπολειμμάτων χρωμάτων, κατέληγε σε «βρώμικα γκρι», ή το χρώμα της κινούμενης άμμου, της λάσπης. Το ίδιο συνέβαινε και με την πλαστελίνη, όταν είχα πλέον αναμείξει αρκετά χρώματα αρκετές φορές.
Ο ποιητής Francis Ponge γράφει: «Η ψυχή μας την απεχθάνεται. Τα πόδια και οι τροχοί μας την ποδοπατούν. «Λάσπη» είναι ο τρόπος με τον οποίο απευθυνόμαστε σε όσους μισούμε, δίνοντας ελάχιστη προσοχή στο πόσο αδικούμε τη λάσπη. Αξίζει πραγματικά την συνεχή ταπείνωση, μια επίθεση με τόση φρικτή επιμονή; Λάσπη, τόσο περιφρονημένη, σ’ αγαπώ…» (Λάσπη: Η ημιτελής ωδή του Francis Ponge)». Τόνια Αλεξανδρή-2017
Το βιβλίο «Οι Μυστικές Ζωές των Χρωμάτων / The Secret Lives of Colour», γραμμένο από την Kassia St. Clair, αποτελεί μια ιστορική εξερεύνηση του κόσμου των χρωμάτων. Η St. Clair καταδεικνύει πόσο σημαντικά ήταν τα χρώματα στην ανθρώπινη ιστορία και τι σήμαιναν τα μεμονωμένα χρώματα ανά τους αιώνες. Αναλύει πώς τα χρώματα υπάρχουν τόσο στον κοινωνικοπολιτισμικό και πολιτικό τομέα όσο και στη φυσική τους διάσταση, κι ως εκ τούτου, θα πρέπει επίσης να νοούνται ως υποκειμενικές πολιτισμικές δημιουργίες.
Η St. Clair αρχικά μας εισάγει στη βασική επιστήμη του χρώματος και μας εξηγεί πώς βλέπουμε το χρώμα. Περίπου το 4,5% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει αχρωματοψία ή ανεπάρκεια λόγω ελαττωμάτων στα κωνικά τους κύτταρα. Το φαινόμενο είναι συνήθως γενετικό και είναι πιο διαδεδομένο στους άνδρες: περίπου 1 στους 12 άνδρες επηρεάζεται σε σύγκριση με 1 στις 200 γυναίκες. Για τα άτομα με «φυσιολογική» έγχρωμη όραση, όταν τα κωνικά κύτταρα ενεργοποιούνται από το φως, μεταδίδουν τις πληροφορίες μέσω του νευρικού συστήματος στον εγκέφαλο, ο οποίος με τη σειρά του το ερμηνεύει ως χρώμα. Ωστόσο, το στάδιο της ερμηνείας δεν είναι τόσο απλό.
Σε ένα κεφάλαιο με τίτλο Χρωμοφιλία, χρωμοφοβία: Πολιτική του χρώματος, εξηγεί πώς μια συγκεκριμένη αποστροφή για το χρώμα διατρέχει τη δυτική κουλτούρα και ότι πολλοί κλασικοί συγγραφείς ήταν απαξιωτικοί, πιστεύοντας ότι το χρώμα αποσπούσε τη προσοχή από τη γραμμή / το σχέδιο και τη μορφή. Στην τέχνη, μας λέει η συγγραφέας, η διαμάχη για τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα του σχεδίου έναντι του χρώματος μαινόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της Αναγέννησης, και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, αν και κάπως συγκρατημένα. Το χρώμα έχει θεωρηθεί ακόμη και αμαρτωλό. Οι Προτεστάντες, για παράδειγμα, γράφει η St. Clair, εξέφραζαν την πνευματική τους απλότητα, αυστηρότητα και ταπεινότητα σε μια παλέτα που κυριαρχούνταν από το μαύρο και το άσπρο. φωτεινά χρώματα όπως το κόκκινο, το πορτοκαλί, το κίτρινο και το μπλε αφαιρέθηκαν από τους τοίχους των εκκλησιών, των σπιτιών και της γκαρνταρόμπας τους, και ο ευσεβής Χένρι Φορντ αρνιόταν για πολλά χρόνια να παράγει αυτοκίνητα σε οποιοδήποτε άλλο χρώμα εκτός από το μαύρο.
Επίσης, κατά τη διάρκεια διαφορετικών ιστορικών περιόδων υπήρχαν νόμοι που ρύθμιζαν ποια τάξη ανθρώπων μπορούσε να φορέσει ορισμένα χρώματα. Δύσκολα στη δημιουργία χρωμάτα, όπως το σκούρο μωβ «ένας άπληστος καταναλωτής πόρων», και το κόκκινο, και τα πιο φωτεινά χρώματα, προορίζονταν για βασιλιάδες, και βασίλισσες, καρδινάλιους, και την άρχουσα τάξη γενικότερα, ενώ τα θαμπά, γήινα χρώματα όπως το γκρι και το καφέ προορίζονατν για τους φτωχούς, τους αγρότες της υπαίθρου και την εργατική τάξη. Το ύφασμα βαμμένο με το μωβ της Τύρου, για παράδειγμα, άξιζε το βάρος του σε χρυσό, και μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. στη Ρώμη μόνο ο αυτοκράτορας επιτρεπόταν να φοράει μωβ της Τύρου. Όποιος άλλος τολμούσε να το φορέσει κινδύνευε με θανάτωση.
Η St. Clair γράφει ότι καθώς τα χρώματα άρχισαν να αποκτούν έννοιες και πολιτισμική σημασία μέσα στις κοινωνίες, έγιναν προσπάθειες να περιοριστεί η χρήση τους, μέσω των νόμων περί πολυτέλειας / the sumptuary laws. Τέτοιοι νόμοι ψηφίστηκαν στην αρχαία Ελλάδα, την Κίνα και την Ιαπωνία, και βρήκαν την πληρέστερη έκφρασή τους στην Ευρώπη από τα μέσα του 12ου αιώνα. Αυτοί οι νόμοι μπορούσαν να αγγίξουν οτιδήποτε: διατροφή, ενδυμασία και επίπλωση, και επιδίωκαν να επιβάλουν κοινωνικά όρια κωδικοποιώντας τα κοινωνικά στρώματα σε ένα σαφές οπτικό σύστημα.
Το βιβλίο είναι γεμάτο με συναρπαστικά γεγονότα, ιστορίες και πληροφορίες σχετικά με τη χρήση χρωστικών, βαφών και χρωμάτων. Για να αναφέρω μόνο μερικά, το Kohl,, το μαύρο χρώμα που χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι ως eyeliner για να αναδεικνύουν το λευκό των ματιών, θεωρείτο ότι είχε μαγικές ιδιότητες και οι Φαραώ το εκτιμούσαν τόσο πολύ που έθαβαν τους εαυτούς τους με αυτό για να το φορούν στη μετά θάνατον ζωή. Φυσικά, η ποιότητα του Kohl εξαρτιόταν από τον πλούτο αυτού που το φορούσε. Το ίντιγκο μπλε / λουλακί προέρχεται από την ελληνική λέξη ινδικόν, που σημαίνει «από την Ινδία», επειδή πιστευόταν ότι οι σπόροι του φυτού που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή του ίντιγκο προέρχονταν από την Ινδία, κάτι που δεν ισχύει στην πραγματικότητα, και το 1500, στη Ρώμη, η χρωστική ίντιγκο ήταν τόσο ακριβή (ένα κιλό κόστιζε 15 φορές το μέσο ημερομίσθιο) που ορισμένοι έμποροι προσπάθησαν να πουλήσουν ένα ψεύτικο προϊόν φτιαγμένο από περιττώματα περιστεριών. Το αψέντι δεν είναι στην πραγματικότητα δηλητηριώδες, αλλά αυτή ήταν μια ιστορία που διαδόθηκε για να πείσει τους ανθρώπους να πίνουν λιγότερο, και το μωβ ανακαλύφθηκε τυχαία στην αναζήτηση θεραπείας για την ελονοσία. Το 1979, ένα ροζ χρώμα με το όνομα Baker-Miller Pink, που κάλυψε για πρώτη φορά τους τοίχους ενός Ναυτικού Σωφρονιστικού Κέντρου των ΗΠΑ, επαινέθηκε για την ηρεμιστική του επίδραση στους κρατούμενους, μειώνοντας σημαντικά τα επίπεδα βίας μέσα στο κέντρο. Αυτό του έδωσε μια κάπως δημοφιλή θέση στις ΗΠΑ και ως εκ τούτου χρησιμοποιήθηκε για τα καθίσματα λεωφορείων, σπιτιών, αθλητικών αποδυτηρίων, κ.ο.κ. Στη συνέχεια, ωστόσο, μελέτες που διεξήχθησαν στον ακαδημαϊκό χώρο παρήγαγαν αντιφατικά αποτελέσματα.
Οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια αέναη αναζήτηση για την κατασκευή χρωστικών για έργα τέχνης, η οποία χρονολογείται από την εποχή των προϊστορικών κατοίκων των σπηλαίων, οι οποίοι είχαν ανακαλύψει πώς να φτιάχνουν χρωστικές μακράς διαρκείας για τα σχέδια των σπηλαίων. Η St. Clair γράφει ότι ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ένας Ρωμαίος φυσιοδίφης που έγραφε τον πρώτο αιώνα μ.Χ., ισχυρίστηκε ότι οι ζωγράφοι στην κλασική Ελλάδα χρησιμοποιούσαν μόνο τέσσερα χρώματα: μαύρο, λευκό, κόκκινο και κίτρινο. Ωστόσο, σημειώνει ότι οι Αιγύπτιοι είχαν ανακαλύψει έναν πολύπλοκο τρόπο κατασκευής ενός φωτεινού μπλε χρώματος ήδη από το 2500 π.Χ. Παρόλα αυτά οι πρώτοι καλλιτέχνες ήταν ακόμα περιορισμένοι.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας για την παραγωγή περισσότερων χρωμάτων και την εύρεση περισσότερων πηγών χρωστικών ουσιών, ένας τεράστιος αριθμός φυτών, εντόμων, μαλάκιων, οστράκων και ανθρώπων έχει θυσιαστεί. Η βιομηχανία τροφίμων, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί κοχενίλη (επίσημα με την ονομασία E120) στα τρόφιμα. Μόλις το 2012 τα Starbucks αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το E120 μετά από μια έντονη διαμαρτυρία χορτοφάγων και μουσουλμάνων. Η κοχενίλη λαμβάνεται χρησιμοποιώντας μια χρωστική ουσία από ένα μικροσκοπικό έντομο που ζει σε κάκτους, το οποίο ήταν ένα σημάδι δύναμης για τους Αζτέκους. Μαζί με τον χρυσό και το ασήμι, η κοχενίλη παρείχε τον οικονομικό πυλώνα της ισπανικής αυτοκρατορίας. Οι Ισπανοί χρησιμοποίησαν μια εκδοχή του συστήματος καταναγκαστικής εργασίας που είχαν χρησιμοποιήσει οι Ίνκας για την κατασκευή ναών και δρόμων. Ένα από τα δύο πιο κερδοφόρα ορυχεία στην ισπανική αυτοκρατορία ήταν το Cerro Rico, το οποίο θεωρούνταν από τους ντόπιους ως «το βουνό που τρώει τους ανθρώπους». Τα ατυχήματα και η δηλητηρίαση από υδράργυρο ήταν συνηθισμένα.
Μέταλλα όπως ο σίδηρος, ο χαλκός, το ασήμι και ο χρυσός έχουν μια δομή που περιέχει κινητά ηλεκτρόνια που αντανακλούν έντονα το φως, και αυτό είναι που δίνει σε αυτά τα μέταλλα την ξεχωριστή τους λάμψη. Η St Clair μας λέει ότι η λάμψη του χρυσού, σε συνδυασμό με την αντίσταση του στο θάμπωμα, τον κατέστησε σύμβολο της θεικότητας. Αν και ο χρυσός συνδέεται και με την απληστία και την πλεονεξία, κάτι που είναι εμφανές στον μύθο του βασιλιά Μίδα. Γράφει: «Η μεσαιωνική χριστιανική εκκλησία καταβρόχθιζε το μέταλλο», και για εκατοντάδες χρόνια το χρησιμοποιούσαν καλλιτέχνες (π.χ. οι φιγούρες του Τζιότο δεν απεικονίζονται σε ένα δωμάτιο ή τοπίο, αλλά βρίσκονται σε ένα λείο χρυσό έδαφος. Στη Γέννηση της Αφροδίτης, ο Μποτιτσέλι υφαίνει χρυσό μέσα από τα μαλλιά της Αφροδίτης. Η «Χρυσή Φάση» του Κλιμτ, κλπ.).
Επίσης άνθρωποι αρρώσταιναν ή πέθαιναν από επικίνδυνες ουσίες όπως ο μόλυβδος και το αρσενικό που χρησιμοποιούνταν ως χρωστικές σε όλα, από το μακιγιάζ μέχρι τα ρούχα και τις ταπετσαρίες. Το πράσινο του Scheele και τα τοξικά ξαδέρφια του, γράφει η St. Clair: «ήταν υπεύθυνα για πολλούς θανάτους, καθώς ανυποψίαστοι καταναλωτές έβαφαν τα σπίτια τους, έντυναν τα παιδιά τους και τύλιγαν τα αρτοσκευάσματά τους σε μια συναρπαστική νέα απόχρωση που περιείχε θανατηφόρες δόσεις αρσενικού». Όπως τα περισσότερα χρώματα ανά τους αιώνες, το πράσινο έχει συνδεθεί με θετικές και αρνητικές ιδιότητες και υπήρξαν πολλά παράλογα ταμπού και προκαταλήψεις κατά διαφόρων χρωμάτων σε διαφορετικές εποχές. Στη Δύση από τον 12ο αιώνα το πράσινο άρχισε να συνδέεται με τον διάβολο και τα δαιμονικά πλάσματα, ίσως σημειώνει η St. Clair, ως αποτέλεσμα του αυξανόμενου ανταγωνισμού μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, για τους οποίους το χρώμα ήταν ιερό. Το καφέ ήταν επίσης περιφρονημένο και τα καφέ χρώματα χρησιμοποιήθηκαν και εκτιμήθηκαν κυρίως μετά την πρώτη περίοδο της Αναγέννησης, στους μεγάλους πίνακες του Correggio, του Caravaggio και του Rembrandt. Ο Ολλάνδός Anthony van Dyke, τον δέκατο έβδομο αιώνα, έγινε τόσο επιδέξιος με μια καφέ χρωστική ουσία που αργότερα αυτή έγινε γνωστή ως «καφέ Van Dyke».
Ο λευκός μόλυβδος ήταν επίσης θανατηφόρος. Το 1678, ο Σερ Φιλιμπέρτο Βερνάτι περιέγραψε την τύχη όσων ασχολούνταν με την παραγωγή λευκού μολύβδου. Αλλά δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι που άλεθαν και παρήγαγαν τη χρωστική ουσία που υπέφεραν από τις επιπτώσεις της δηλητηρίασης από μόλυβδο. Ο λευκός μόλυβδος χρησιμοποιούνταν από καιρό ως καλλυντικό για να κάνει το δέρμα να φαίνεται λείο και διαίτερα χλωμό. Η St. Clair αναφέρεται στον Ξενοφώντα, ο οποίος έγραφε με αποδοκιμασία για τις γυναίκες που φορούσαν «γύψο από κεραμικό και μινιόν (λευκό και κόκκινο μόλυβδο)» στην Ελλάδα κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Στην Κίνα και την Ιαπωνία, οι γυναίκες ανακάτευαν ένα παρόμοιο δηλητηριώδες κατασκεύασμα με σκόνη ρυζιού για να το χρησιμοποιήσουν ως βάση στο πρόσωπο, και οι γυναίκες στην αυλή της Βασίλισσας Ελισάβετ έβαφαν μπλε φλέβες πάνω σε ένα παρόμοιο πολύ ανοιχτόχρωμο βασικό στρώμα. Παρομοίως, δύο χρωστικές που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή κίτρινων χρωμάτων, η χρωματική ουσία gamboge και το orpiment, ήταν επίσης εξαιρετικά δηλητηριώδεις. Το orpiment, ένα φυσικό ορυκτό: καναρινί-κίτρινο που αποτελείται από τριθειώδες αρσενικό (As2S3) περιέχει περίπου 60% αρσενικό και είναι θανατηφόρο, και παρόλο που περιστασιακά λαμβανόταν σε ελάχιστες ποσότητες ως καθαρτικό στην Ιάβα, το Μπαλί και την Κίνα, οι κίνδυνοι κατάχρησής του ήταν γνωστοί.
Επιπλέον, σε όλο το βιβλίο υπάρχουν αναφορές στις πολλαπλές συσχετίσεις που κάνουμε μεταξύ των χρωμάτων και άλλων πραγμάτων. Ας πάρουμε για παράδειγμα το λευκό. Η St. Clair γράφει ότι το λευκό έχει μια διαφορετικότητα, θεωρείται θετικό ή ότι έχει θρησκευτική ποιότητα, αλλά συνδέεται επίσης με την εξουσία και το χρήμα. Είναι το κινεζικό χρώμα του πένθους, και στη Δύση και την Ιαπωνία, οι νύφες το φορούν επειδή είναι ένα χρώμα που συμβολίζει την αγνότητα. Κατά τη διάρκεια της Αγγλικής Μεταρρύθμισης, οι εκκλησίες και οι ενορίτες χρησιμοποιούσαν λευκό ασβέστη για να καλύψουν πολύχρωμες τοιχογραφίες και εικόνες που απεικόνιζαν αγίους με τρόπους που σ’ εκίνους τους χρόνους θεωρούσαν ασεβείς. Αλλά αναφέρει ότι μπορεί επίσης να είναι αυταρχικό και νευρωτικό, και να δηλώνει αποκλεισμό. Το λευκό έχει συνδεθεί από παλιά με το χρήμα και την εξουσία, και στο παρελθόν μόνο οι πλούσιοι είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν και να συντηρήσουν λευκά υφάσματα, επειδή το μαλλί και το βαμβάκι έπρεπε να υποστούν βαριά επεξεργασία για να γίνουν λευκά, και στη συνέχεια απαιτούσαν πολλή εργασία για να συντηρηθούν σε εποχές χωρίς πλυντήρια ρούχων.
Το κίτρινο είναι μια άλλη ομάδα χρωμάτων που έχει συσχετιστεί με πολλές διαφορετικές θετικές και αρνητικές ιδιότητες. Στους ανθρώπους, γράφει η St. Clair, το χρώμα προμηνύει ασθένεια, χλωμό δέρμα, ίκτερο, και όταν συνδέεται με τη «δημοσιογραφία» υποδηλώνει φτηνό εντυπωσιασμό. Το κίτρινο έχει επίσης συσχετιστεί με την αισθησιοκρατική λογοτεχνία και τα «αμαρτωλά» κίτρινα εξώφυλλα βιβλίων από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Για άλλους, αυτά τα ηλιόλουστα εξώφυλλα ήταν σύμβολα της νεωτερικότητας και κίτρινα βιβλία εμφανίζονται σε δύο πίνακες του Βίνσεντ βαν Γκογκ από τη δεκαετία του 1880, για τον οποίο, μεταξύ και άλλων καλλιτεχνών και στοχαστών της εποχής, το χρώμα έγινε σύμβολο της εποχής και της απόρριψης των καταπιεσμένων βικτωριανών αξιών. Η τελευταία δεκαετία του δέκατου ένατου αιώνα έγινε γνωστή ως η «Κίτρινη Δεκαετία του ’90».
Η ροή μεταναστών από την Ανατολή [ιδιαίτερα την Κίνα] προς τη Δύση, στις αρχές του 20ου αιώνα, ονομάστηκε «κίτρινος κίνδυνος». Το πιο διαβόητο παράδειγμα του κίτρινου ως σύμβολο στίγματος είναι το αστέρι που οι Ναζί ανάγκασαν τους Εβραίους να φορούν, αλλά και άλλες περιθωριοποιημένες ομάδες είχαν αναγκαστεί να φορούν κίτρινα ρούχα ή σήματα από τις αρχές του Μεσαίωνα. Κατά τη διάρκεια της δυναστείας Τανγκ οι κίτρινες αποχρώσεις ήταν απαγορευμένες στους απλούς ανθρώπους και τους αξιωματούχους. Στην Ινδία, ωστόσο, το χρώμα συνδέεται με τον Κρίσνα, και συμβολίζει την πνευματικότητα, την ειρήνη και τη γνώση.
Όσο για την πορτοκαλί ομάδα, η St. Clair αναφέρει ότι ο Ρώσος καλλιτέχνης αφηρημένης τέχνης, Wassily Kandinsky, περιέγραψε το πορτοκαλί ως «το κόκκινο που έρχεται πιο κοντά στην ανθρωπότητα μέσω του κίτρινου» κι επίσης έγραψε ότι «Το πορτοκαλί είναι σαν άντρα που είναι πεπεισμένος για τις δικές του δυνάμεις». Είναι επίσης ένα χρώμα που χρησιμοποιείται για να επιστήσει την προσοχή σε πιθανούς κινδύνους σε διαφορετικά περιβάλλοντα και πολιτισμούς, ένα προειδοποιητικό σύμβολο στους δρόμους, «εν μέρει επειδή σχηματίζει έντονη αντίθεση με την μπλε-γκρι άσφαλτο, ακόμη και σε χαμηλό φωτισμό». Είναι το χρώμα των Ολλανδών. Χρησιμοποιήθηκε από τους ιμπρεσιονιστές και καλλιτέχνες όπως ο Toulouse-Lautrec, ο Munch, ο Gauguin και ο Van Gogh. Ο κρόκος είναι μια πηγή πορτοκαλί-σαφράν βαφής. Ίχνη φυσικού σαφράν / κρόκου έχουν βρεθεί σε πίνακες στο Ιράκ που φιλοτεχνήθηκαν πριν από 50.000 χρόνια, και οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν κρόκους για να βάφουν τα ρούχα τους. Έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για τη βαφή βουδιστικών ενδυμάτων, αλλά η σπανιότητά και το υψηλό κόστος του έχουν οδηγήσει στην αντικατάστασή του από κουρκουμά και, πιο πρόσφατα, από συνθετικές χρωστικές ουσίες.
Το κεφάλαιο της St. Clair για τη γλώσσα και το χρώμα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Επισημαίνει ότι η μελέτη παλαιών κειμένων των αρχαίων Ελλήνων, ειδικά του Ομήρου, της Βίβλου στα εβραϊκά, του Κορανίου, των βεδικών ψαλμών από την Ινδία και των αρχαίων κινεζικών και ισλανδικών ιστοριών, φαίνεται να παρουσιάζει «τις ίδιες συγκεχυμένες αναφορές στο χρώμα». Αναφέρεται στην άποψη των σχετικιστών που υποστηρίζει ότι η γλώσσα διαμορφώνει την αντίληψη και ότι χωρίς μια λέξη για ένα χρώμα δεν το βλέπουμε ως ξεχωριστό, και στην άποψη των οικουμενιστών που υποδηλώνει ότι οι βασικές κατηγορίες χρωμάτων είναι καθολικές και έχουν τις ρίζες τους, κατά κάποιο τρόπο, στη βιολογία μας. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η γλώσσα του χρώματος είναι πολύπλοκη.
Υπάρχει πληθώρα πληροφοριών στο βιβλίο, καθώς η St. Clair αναλύει 75 διαφορετικούς τόνους, αποχρώσεις, και βαφές. Και νομίζω ότι το βιβλίο της θα ενδιέφερε όποιον αγαπά τα χρώματα ή / και ενδιαφέρεται για την τέχνη, την ιστορία, την πολιτική και τον πολιτισμό, ή τη χημεία