Ignorance  / Άγνοια                                                               Η μετάφραση είναι διαθέσιμη

«Εάν ένα έθνος περιμένει να είναι αδαές και ελεύθερο, σε μια κατάσταση πολιτισμού, τότε περιμένει αυτό που δεν υπήρξε ποτέ και δεν θα υπάρξει ποτέ» Τόμας Τζέφερσον

«Η κύρια μάστιγα της ανθρωπότητας δεν είναι η άγνοια, επειδή οι αδαείς συχνά έχουν δικαιολογίες, αλλά η άρνηση να μάθουν».  Σιμόν ντε Μποβουάρ

«Μπορείτε να ψάξετε όλο τον κόσμο μα δεν θα βρείτε μια μη δεισιδαιμονική κοινότητα. Όσο υπάρχει άγνοια, θα υπάρχει και προσκόλληση στη δεισιδαιμονία. Η εξάλειψη της άγνοιας είναι η μόνη λύση…» Από το βιβλίο «Το πρόβλημα Σπινόζα» του Irvin D. Yalom

«Το κακό που υπάρχει στον κόσμο προέρχεται πάντα από την άγνοια, και οι καλές προθέσεις μπορούν να κάνουν τόσο κακό όσο και η κακία, αν δεν συνοδεύονται από  κατανόηση / γνώση…» Αλμπέρ Καμύ

Η σημερινή ανάρτηση αφορά την άγνοια και το βιβλίο του Peter Burke, Ignorance: A Global History / Ιστορία της Άγνοιας* (2023). Ο Peter Burke είναι Βρετανός πολυμαθής, ιστορικός, καθηγητής και συγγραφέας.

*Το βιβλίο έχει μεταφραστεί και στα Ελληνικά

Ο Burke ξεκινά λέγοντάς μας ότι στο παρελθόν η άγνοια των ατόμων οφειλόταν στο γεγονός ότι πολύ λίγες πληροφορίες κυκλοφορούσαν στις κοινωνίες κι επίσης γιατί  ορισμένες γνώσεις ήταν «επισφαλείς» και κρυμμένες επειδή οι αρχές τόσο στην εκκλησία όσο και στο κράτος τις απέρριπταν. Από την άλλη πλευρά, σήμερα η αφθονία είναι αυτό που έχει γίνει πρόβλημα. Αυτό, όπως λέει, είναι γνωστό ως «υπερφόρτωση πληροφοριών». Οι άνθρωποι βιώνουν έναν κατακλυσμό πληροφοριών και συχνά δεν μπορούν να επιλέξουν τι είναι χρήσιμο και πολύτιμο, κάτι που περιγράφεται ως «αποτυχία φίλτρου / filter failure». Ως εκ τούτου, γράφει: «η λεγόμενη ‘εποχή της πληροφορίας’ επιτρέπει την εξάπλωση της άγνοιας εξίσου», κι έτσι, παρόλο που συλλογικά γνωρίζουμε περισσότερα από ποτέ, ατομικά δεν γνωρίζουμε περισσότερα από τους προκατόχους μας.

Ο Burke πιστεύει ότι πρέπει να αναφερόμαστε σε γνώσεις και άγνοιες στον πληθυντικό αριθμό, και συζητά: την αναγκαιότητα της άγνοιας προκειμένου να μας βοηθήσει να διαμορφώσουμε την αίσθηση του τι σημαίνει να γνωρίζουμε, το γεγονός ότι η γνώση δεν είναι μόνο παθητική, αλλά και επιλεκτική και ενεργητική, το ότι η άγνοια διευκολύνει την απόκτηση νέας γνώσης, δεδομένων των ορίων του χρόνου και της προσοχής μας, καθώς και της ατομικής και συλλογικής μας ικανότητας να κατανοούμε. Πρέπει επίσης να αποφασίσουμε τι θα κρατήσουμε, τι θα προωθήσουμε ή τι θα απορρίψουμε. Για παράδειγμα, οι βιβλιοθήκες και τα αρχεία είναι οι τεχνολογίες με τις οποίες παράγουμε τόσο γνώση όσο και άγνοια, ελπίζοντας ότι αυτό γίνεται με σοφία και σύνεση.

Κατά τη διάρκεια του βιβλίου ο Burke κάνει αναφορά σε ποικίλες, αντικρουόμενες ή / και συμπληρωματικές απόψεις γύρω από την άγνοια: το μότο του Kant «Τόλμησε να γνωρίζεις» ως αντίδραση στις δυνάμεις που θεωρούσαν την περιέργεια και την αναζήτηση γνώσης ως θανάσιμο αμάρτημα, ο έπαινος της άγνοιας από τον βοτανολόγο Bernardin Saint-Pierre με το σκεπτικό ότι διεγείρει τη φαντασία. Ο φιλόσοφος John Rawl υποστήριξε το «πέπλο της άγνοιας», ένα είδος τυφλότητας  απέναντι στη φυλή, την τάξη, το έθνος και το φύλο που μας βοηθά να βλέπουμε τους άλλους ανθρώπους ως ηθικά ίσα όντα. Ο όρος «ενάρετη» άγνοια έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει την αποκήρυξη της έρευνας για τα πυρηνικά όπλα. Ένα άλλο είδος ενάρετης άγνοιας είναι η εμπιστευτικότητα και ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής που αναμένεται από τους γιατρούς και άλλους επαγγελματίες, το απόρρητο των ψηφοφοριών που προστατεύει τη δημοκρατία, και ούτω καθεξής. Ωστόσο, ο Burke καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα παραδείγματα που συζητούνται σε αυτό το βιβλίο υποδηλώνουν ότι οι αρνητικές συνέπειες της άγνοιας γενικά υπερτερούν των θετικών.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο βασικά μέρη. Στην αρχή του βιβλίου ο Burke παρέχει ορισμένες πεποιθήσεις και θεωρίες σχετικά με την άγνοια και προσδιορίζει το μεθοδολογικό πρόβλημα της μελέτης της άγνοιας. Στο πρώτο μέρος, εντοπίζει σχεδόν κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας και γνώσης, κυρίως αλλα όχι εξ ολοκλήρου στην Ευρώπη, επειδή, όπως μας εξηγεί, αυτό είναι που γνωρίζει καλύτερα. Ο Burke διερευνά εξειδικευμένους τομείς όπως η φιλοσοφία, η θρησκεία, η ιστορία, η γεωγραφία, οι φυσικές επιστήμες και ο τομέας της ιατρικής. Υποστηρίζει τα επιχειρήματά του μέσα από μια πληθώρα ιστορικών παραδειγμάτων και διερευνητικών ερωτημάτων:

Ποιος αγνοεί Τι, Πότε, Πού και με Ποιες Συνέπειες; Ποιος θέλει Ποιος να μην γνωρίζει Τι και για Ποιους Λόγους; Ποιος έχει τη δύναμη (τις ευκαιρίες και τους πόρους) να το κάνει αυτό και ποιες είναι οι συνέπειες των πράξεών του; Ή Ποιος διέρρευσε Τι σε Ποιον… για Ποιους Σκοπούς και με Ποιες Συνέπειες;

Στο τέλος του βιβλίου, ο Burke παρέχει μια μη εξαντλητική μακρά λίστα τύπων άγνοιας. Για παράδειγμα, ορίζει την αγνοιολογία, η οποία είναι η μελέτη της άγνοιας, και την αγνωσιολογία, η οποία είναι η μελέτη της παραγωγής άγνοιας. Εξηγεί ότι πολλές μορφές αγνωσιολογίας προέρχονται από την κοινωνική κριτική και το γεγονός ότι η άγνοια μπορεί να προκύψει από τις λειτουργίες της εξουσίας, της ανισότητας και των προκαταλήψεων. Έχουν διεξαχθεί μελέτες σχετικά με την σκόπιμη κοινωνική παραγωγή και διατήρηση της άγνοιας στην εποχή μας. Διερευνά τις κοινωνικές δυνάμεις που παράγουν άγνοια και τις εκστρατείες που εξαπολύονται από τις βιομηχανίες και τις κυβερνήσεις για την παραπληροφόρηση του κοινού και προσθέτει περαιτέρω ότι όσοι έχουν εξουσία συχνά δεν έχουν τις γνώσεις που χρειάζονται, ενώ όσοι κατέχουν αυτές τις γνώσεις δεν έχουν εξουσία. Διερευνά τη δημόσια άγνοια / άγνοια του κοινού και ισχυρίζεται ότι η απουσία ή η στέρηση γνώσης, συχνά αόρατη στο αδαές άτομο ή ομάδα, είναι μια μορφή τυφλότητας που έχει τεράστιες συνέπειες. Αυτό ισχύει τόσο στην προσωπική μας ζωή όσο και στον δημόσιο χώρο, καθώς συχνά η άγνοια και τα μυστικά μπορούν να λειτουργούν ως μέσα ελέγχου και χειραγώγησης.

Δίνονται πάμπολλα παραδείγματα σχετικά με το πώς η άγνοια διατρέχει το έργο κάθε ιστορικού. Ο Burke γράφει: «Στον χάρτη του παρελθόντος, υπάρχουν πολλά κενά». Σε σχέση με την ιστοριογραφία, εξετάζει διάφορες πτυχές και προβλήματα, όπως η προκατάληψη και η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, η αξιοπιστία των πηγών, το πρόβλημα των απόψεων, η ανάγκη για κριτική σκέψη και η διάκριση των μύθων από τα πραγματικά γεγονότα. Περιγράφει τις διάφορες φάσεις που έχει διανύσει, από την αναγκαιότητα για ριζική αμφιβολία μέχρι την ανακάλυψη της «επιλεκτικής άγνοιας» και την συνειδητοποίηση ότι η ιστορία έχει γραφτεί ως επί το πλείστον από τις ελίτ, σχετικά με τις ελίτ, για τις ελίτ. Ο Burke γράφει ότι ο 20ός αιώνας επικεντρώθηκε στα πολιτικά γεγονότα από την οπτική γωνία των ηγετών, αλλά αυτό το είδος ιστορίας απορρίφθηκε από τους οικονομικούς ιστορικούς, οι οποίοι επικεντρώθηκαν σε δομές και τάσεις παρά σε γεγονότα ή άτομα. Αργότερα, οι κοινωνικοί ιστορικοί απέρριψαν την οικονομική ιστορία ως αναγωγιστική, και τη δεκαετία του 1960, η ιστορία από τα κάτω, επικεντρώθηκε στους απλούς ανθρώπους, στους κυβερνημένους παρά στους κυβερνώντες, συμπεριλαμβανομένης της οπτικής γωνίας των συγγραφέων, της ζωής τους και των βασάνων τους. Παρακολουθεί επίσης στενά τον αποκλεισμό των γυναικών από τα ακαδημαϊκά επαγγέλματα στο παρελθόν, ο οποίος μέχρι πρόσφατα οδηγούσε σε άγνοια της κοινωνικής και πολιτισμικής συμβολής των γυναικών. Αυτή η πραγματικότητα σε κάποιο βαθμό και σε ορισμένα σημεία έχει διορθωθεί εν μέρει μέσω της επιρροής των φεμινιστριών ιστορικών.

Στη συνέχεια διερευνά το πώς η άγνοια παίζει διάφορους ρόλους τόσο στη θεωρία όσο και στην πρακτική της θρησκείας, και σημειώνει ότι «η ίδια η θρησκεία θα μπορούσε να περιγραφεί ως απόκριση στην ανθρώπινη άγνοια». Ιστορικά, προσθέτει, η άγνοια έχει αποδοθεί σε άλλους, και οι πεποιθήσεις των άλλων συχνά αντιμετωπίζονται ως απουσία γνώσης και όχι ως διαφορετική ή αντίπαλη γνώση. Οι αγνωστικιστές [ένας ελληνικός όρος που σημαίνει έλλειψη πνευματικής γνώσης], ακολουθώντας το παράδειγμα του Σωκράτη, αποδίδουν άγνοια στον εαυτό τους. Αναφέρεται επίσης στην άγνοια των δογμάτων της θρησκείας των πιστών τόσο από την πλευρά του κλήρου όσο και από την πλευρά των λαϊκών. Σε κάποιο σημείο της ιστορίας, λόγω της τεράστιας άγνοιας του κατώτερου κλήρου, οι Λουθηρανοί και Καλβινιστές πάστορες, για παράδειγμα, αναμενόταν να έχουν σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Συζητά την άγνοια των Ευρωπαίων σχετικά με τους λαούς και τους τόπους που κατέκτησαν και προσθέτει ότι αυτό που έχει συζητηθεί λιγότερο από την άγνοια των λαϊκών είναι η αμοιβαία άγνοια των τριών ομάδων που εμπλέκονταν στη διαδικασία του προσηλυτισμού: των ντόπιων ή ιθαγενών, των ιεραποστόλων στο πεδίο [αν και τον 20ό αιώνα υπήρξε μια μετατόπιση και πολλοί ιεραπόστολοι θα μπορούσαν να περιγραφούν ως ερασιτέχνες ανθρωπολόγοι] και των ανωτέρων τους στα γραφεία τους πίσω στη βάση τους [οργανωτική άγνοια].

Ο συγγραφέας υπογραμμίζει το γεγονός ότι, ελλείψει αξιόπιστης γνώσης, οι άνθρωποι είναι επιρρεπείς στο να κατασκευάζουν ιστορίες για να καλύψουν τα κενά, και ενώ η άγνοια για τη θρησκεία των άλλων συχνά συνδυάζεται με περιφρόνηση, σε διαφορετικά ιστορικά πλαίσια έχει επίσης οδηγήσει στη διάδοση φημών. Ωστόσο, η κυκλοφορία φημών μπορεί να εδραιωθεί σε μακροχρόνιους μύθους, πεποιθήσεις ή στερεότυπα για άλλες ομάδες ή άλλες θρησκείες, οδηγώντας σε κατηγορίες και εχθρότητα. Σε όλες τις εποχές, φήμες και ψευδείς κατηγορίες έχουν χρησιμοποιηθεί για να νομιμοποιήσουν τη βία, τους πολέμους ή τα πογκρόμ εναντίον ατόμων και ομάδων.

Τέλος, εντοπίζει τις σημαντικότερες αλλαγές στη θρησκευτική γνώση / άγνοια κατά τη διάρκεια των αιώνων. Στον μεσαιωνικό Χριστιανισμό, πολλοί είχαν πίστη, αλλά λίγοι γνώριζαν πολλά για τη θρησκεία τους. Από το 1500 έως το 1900 υπήρχαν κινήματα ευαγγελισμού τόσο στον χριστιανικό όσο και στον μουσουλμανικό κόσμο. Και παρόλο που από το 1900 η θρησκευτική γνώση είναι ευρύτερα διαθέσιμη από ποτέ, έχει καταλήξει να έχει χαμηλή προτεραιότητα και όλο και περισσότεροι άνθρωποι, κυρίως στη Δύση, επιλέγουν να αγνοούν τη θρησκεία, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στον ισλαμικό κόσμο, όπου μια θρησκευτική μεταρρύθμιση άρχισε να εξαπλώνεται ευρέως στα τέλη του εικοστού αιώνα.

Στο έβδομο κεφάλαιο, ο Burke μας λέει ότι μερικές από τις πιο σημαντικές μελέτες της ιστορίας της άγνοιας έχουν επικεντρωθεί στις φυσικές επιστήμες. Παραθέτει πολλούς στοχαστές για να υποστηρίξει αυτό το σημείο. Για παράδειγμα, Ο Βρετανός φυσικός, James Clerk Maxwell, έγραψε ότι «Η πλήρως συνειδητή άγνοια είναι το προοίμιο κάθε πραγματικής προόδου στην επιστήμη». Πιο πρόσφατα, το 2004, στην ομιλία του κατά την απονομή  του βραβείου Νόμπελ, ο Αμερικανός θεωρητικός φυσικός, David Gross, είπε: «Τα ερωτήματα που θέτουμε σήμερα είναι πιο βαθιά και πιο ενδιαφέροντα από αυτά που τέθηκαν πριν από χρόνια, όταν ήμουν φοιτητής… τότε δεν είχαμε αρκετή γνώση για να είμαστε νοητικά αδαείς… Είμαι στην ευχάριστη θέση να αναφέρω ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι εξαντλούμε τον πιο σημαντικό μας πόρο – την άγνοια».

Η άγνοια που σχετίζεται με την επιστήμη μπορεί να διερευνηθεί ή να μελετηθεί σε σχέση με την ιστορία της επιστήμης· τη θέση της στη νέα έρευνα· τη διαχείριση της άγνοιας· την αντίσταση στη νέα γνώση τόσο από τους επιστήμονες όσο και από τους λαϊκούς· την άγνοια των λαϊκών, την απώλεια γνώσης, και άλλα. Οι επιστήμονες αναπόφευκτα εφαρμόζουν μια «επιλεκτική» ή «συγκεκριμένη» άγνοια: την σκόπιμη αγνόηση ορισμένων δεδομένων προκειμένου να επικεντρωθούν σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα. Ο Burke αναφέρει ότι ο νευροεπιστήμονας Larry Abbott έχει μιλήσει για τη σημασία του να επιλέγει «σε ποιο ακριβώς σημείο κατά μήκος των ορίων της άγνοιας θέλω να εργαστώ». Αναφέρεται επίσης στον ιατρικό τομέα, ο οποίος είναι ένας τομέας όπου η άγνοια μελετήθηκε σχετικά νωρίς. Αναφέρεται εν συντομία στο πόσο μεγάλη είναι η άγνοια σε αυτόν τον τομέα και στους λόγους για αυτό: τη συνεχή νέα γνώση και ανακαλύψεις σχετικά με ασθένειες, αιτίες, θεραπείες και διαγνωστικά εργαλεία, την υπερφόρτωση εργασίας των γιατρών ή την αδιαφορία για την απόκτηση νέων πληροφοριών, και τα συμφέροντα.

Η άγνοια μπορεί να είναι σκόπιμη και εκούσια, με άλλα λόγια να μην θέλει κανείς να μάθει, μια «ενεργή» άγνοια με την έννοια της αντίστασης σε ορισμένες ιδέες, ειδικά σε νέες. Συχνά, τα μέλη μιας παλαιότερης γενιάς δεν είναι πρόθυμα να εγκαταλείψουν θεωρίες στις οποίες έχουν επενδύσει το επαγγελματικό τους κεφάλαιο. Ένα παράδειγμα στο βιβλίο αφορά μερικούς γνωστούς επιστήμονες, στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, οι οποίοι αμφισβήτησαν δημόσια την γενική επιστημονική συναίνεση σχετικά με τέσσερις απειλές για τη ζωή και την υγεία ειδικότερα: τη σύνδεση μεταξύ καπνίσματος και καρκίνου, το πρόβλημα της όξινης βροχής, την εξάντληση της στιβάδας του όζοντος και την τάση προς την υπερθέρμανση του πλανήτη. Η εκούσια άγνοιά τους δεν ήταν ο υγιής και απαραίτητος αρχικός σκεπτικισμός για νέες ανακαλύψεις ή θεωρίες, αλλά η συνεπής άγνοια πληροφοριών αυτών που δεν ήθελαν να μάθουν. Ο Burke αναφέρει ότι όλοι είχαν δεσμούς με τη βιομηχανία και την κυβέρνηση.

Δύο άλλες πτυχές της εκούσιας άγνοιας είναι: η χρόνια έλλειψη χρηματοδότησης των ανθρωπιστικών επιστημών [μη πραγματοποιημένες κοινωνικές επιστήμες] και η συλλογική αγνόηση προβλημάτων και τομέων έρευνας που παραμένουν χωρίς χρηματοδότηση [μη πραγματοποιημένες επιστήμες]. Ο Burkes λέει ότι αυτή η «συστηματική μη παραγωγή γνώσης» καταδεικνύει την πολιτική της επιστήμης, τον ανταγωνισμό μεταξύ ομάδων με διαφορετικές ατζέντες (κυβέρνηση, βιομηχανία, ΜΚΟ, ιδρύματα, πανεπιστήμια, κ.λ.π.). Η άγνοια μπορεί επίσης να είναι αποτέλεσμα απώλειας γνώσης, ένα είδος συλλογικής αμνησίας. Ο Burke παρέχει παραδείγματα, με κλασική περίπτωση την ελληνική επιστήμη (συμπεριλαμβανομένων των μαθηματικών), που χάθηκε από τους Δυτικοευρωπαίους στις αρχές του Μεσαίωνα, ή την τύχη της έρευνας σχετικά με τη μετάδοση κληρονομικών χαρακτηριστικών στα φυτά που διεξήγαγε ο Gregor Mendel, ο οποίος διατύπωσε τις αρχές μετάδοσης σε μια εργασία που δημοσιεύτηκε το 1866. Ωστόσο, η διεθνής επιστημονική κοινότητα έδωσε ελάχιστη προσοχή, οπότε αυτές οι ανακαλύψεις έπρεπε να γίνουν ξανά μια γενιά αργότερα από έναν Γερμανό βιολόγο κι έναν Ολλανδό βοτανολόγο.

Τέλος, ο Burke εντοπίζει τις μεταβολές στη γνώση και την άγνοια σε αυτόν τον τομέα. Γράφει ότι υπήρξε ένα κίνημα εκλαΐκευσης των φυσικών επιστημών στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν ορισμένοι κορυφαίοι επιστήμονες συμμετείχαν στη διάδοση της επιστημονικής γνώσης μέσω διαλέξεων και παραστάσεων που συχνά περιελάμβαναν επιδείξεις πειραμάτων που πραγματοποιούνταν δημόσια για λαϊκό κοινό. Αναφέρει, για παράδειγμα, τη διάλεξη του T.H. Huxley για ένα κομμάτι κιμωλίας στους εργάτες του Norwich το 1868, κατά την οποία τους εισήγαγε στη χημεία, τη γεωλογία και την παλαιοντολογία. Υπήρξε κάποια λαϊκή αντίσταση στις επιστημονικές θεωρίες, ιδίως στη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου. Ωστόσο, ο Burke ισχυρίζεται ότι παρά την αντίσταση στον Δαρβίνο, ο 19ος αιώνας φαίνεται πλέον να ήταν μια χρυσή εποχή για τη λαϊκή γνώση της επιστήμης, ακολουθούμενη από μια παρακμή έκτοτε.

Πιο πρόσφατες μορφές εκλαΐκευσης είναι τα επιστημονικά περιοδικά, η διάδοση της επιστημονικής γνώσης μέσω της δημοσιογραφίας, των τηλεοπτικών προγραμμάτων και των ντοκιμαντέρ, καθώς και μέσω του Διαδικτύου. Αναφέρει ότι σήμερα υπάρχουν ομάδες πολιτών που κινητοποιούν την επιστήμη σε εκστρατείες για την υπεράσπιση του περιβάλλοντος, την προστασία της άγριας ζωής, την προειδοποίηση για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, και ούτω καθεξής. Ωστόσο, ο Burke σημειώνει ότι η επιστήμη γίνεται «πιο απρόσιτη στο ευρύ κοινό από ό,τι πριν, σε τέτοιο βαθμό που ίσως δεν είναι υπερβολή να μιλήσουμε για την ταχεία αύξηση της άγνοιας σε αυτόν τον μεγάλο τομέα. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους, όπως η συνεχώς αυξανόμενη εξειδίκευση, η αυξανόμενη πολυπλοκότητα και η απομάκρυνση των επιστημονικών πειραμάτων από την καθημερινή ζωή, πολιτικοί λόγοι και η «σύγκρουση της επιστήμης με τη θεολογία».

Υπάρχουν πολλές πτυχές μέσω των οποίων μπορεί κανείς να διερευνήσει την άγνοια της γεωγραφίας. Ο Burke ξεκινά με την άγνοια των ξένων, των αποικιοκρατών. Ισχυρίζεται ότι η δήλωση άγνοιας σχετικά με την ύπαρξη των αυτοχθόνων λαών ήταν βολική και πιθανώς προσποιητή. Γράφει: «Είτε η φράση ‘κανενός η γη’ χρησιμοποιούνταν είτε όχι, η υπόθεση πίσω από αυτήν ήταν σίγουρα διαδεδομένη μεταξύ των λευκών αποίκων από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα». Εξηγεί ότι οι άποικοι δεν ήθελαν να γνωρίζουν για τη χρήση της γης πριν από την άφιξή τους, από τους Πρώτους Λαούς στην Αμερική, τους Μαορί στη Νέα Ζηλανδία και τις ομάδες Αβορίγινων στην Αυστραλία. Αυτή η σκόπιμη άγνοια έχει περιγραφεί ως «η εννοιολογική διαγραφή των κοινωνιών που ήταν εκεί πριν».

Ωστόσο, υπήρχε επίσης πραγματική άγνοια της γεωγραφίας και πολλές εσφαλμένες πεποιθήσεις για τόπους και πολιτισμούς, όπως: η υπόθεση ότι η γη ήταν επίπεδη και τετράγωνη· η πεποίθηση στη μεσαιωνική Ευρώπη ότι ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε τρεις ηπείρους· η πεποίθηση του αρχαίου Έλληνα γεωγράφου Πτολεμαίου ότι η Σκανδιναβία ήταν νησί· η κοινή πεποίθηση στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη ότι μη ανθρώπινοι λαοί, οι «Πλινικές φυλές», όπως είναι τώρα γνωστές, μπορούσαν να βρεθούν σε μακρινά μέρη του κόσμου, ιστορίες που σίγουρα θα ήταν αποτρεπτικές για ταξίδια· το γεγονός ότι στη Σικελία, ακόμη και τη δεκαετία του 1950, ένας ερευνητής ανακάλυψε ότι ορισμένοι χωρικοί δεν γνώριζαν πού βρισκόταν η Ρωσία ή ότι ο Κολόμβος στην πραγματικότητα ξανά-ανακάλυψε την Αμερική επειδή γύρω στο έτος 1000, ένας Σκανδιναβός εξερευνητής, ο Λέιφ Έρικσον, είχε φτάσει σε ένα μέρος των ακτών της Βόρειας Αμερικής που έγινε γνωστό ως «Βίνλαντ», μια γνώση που τελικά χάθηκε· η πεποίθηση ότι οι Αμαζόνες, που αναφέρονται τον 5ο αιώνα π.Χ. στις Ιστορίες του Ηροδότου,  ανακαλύφθηκαν από τον Κολόμβο και άλλους εξερευνητές σε διάφορα μέρη· ο μύθος του Ελ Ντοράντο· η άγνοια για την ύπαρξη της Κίνας και του πολιτισμού της στην Ευρώπη, και η Κινεζική άγνοια για την Ευρώπη, και ούτω καθεξής.

Επιπλέον, συχνά τα ταξιδιωτικά κείμενα ήταν ανακριβή και ο Burke ισχυρίζεται ότι ορισμένοι συγγραφείς «μπορεί να το παράκαναν προς την κατεύθυνση της μυθοπλασίας χωρίς να το ομολογούν στους αναγνώστες τους». Η λογοκρισία συχνά επηρέαζε τις πληροφορίες που επιτρεπόταν να κυκλοφορήσουν ή να φτάσουν σε άλλα μέρη. Τα ταξίδια, ειδικά δια ξηράς, ήταν δύσκολα και επικίνδυνα και ορισμένες χώρες ήταν επίσημα κλειστές για τους ξένους από τις αρχές, για πολιτικούς και θρησκευτικούς λόγους. Για παράδειγμα, ο Κοπέρνικος παρουσιάστηκε στους Κινέζους μετά την άρση της απαγόρευσης της διδασκαλίας του ηλιοκεντρισμού το 1757, η Κορέα παρέμεινε σχεδόν άγνωστη στη Δύση μέχρι που έγινε προτεκτοράτο της Ιαπωνίας το 1905, και η Μέκκα και η Λάσα αντιστάθηκαν στην ευρωπαϊκή γνώση και τους επισκέπτες μέχρι και τον δέκατο ένατο αιώνα. Ακόμα και όταν γίνονταν ανακαλύψεις, συχνά οι ταξιδιωτικές αναφορές δεν επιτρεπόταν να δημοσιευτούν και οι χάρτες συχνά παρέμεναν μυστικοί [χαρτογραφικές σιωπές]. Ακόμα και στον 20ό και 21ο αιώνα, ορισμένα καθεστώτα και εταιρείες συνεχίζουν την πολιτική της μυστικότητας.

Τέλος, ο Burke μας λέει ότι τώρα που η άγνοια της γεωγραφίας της γης έχει μειωθεί σημαντικά μέσω της εξερεύνησης και της επιστημονικής έρευνας, «η εναπομένουσα άγνοιά μας και οι τραγικές συνέπειές της» αφορούν τα πυρηνικά όπλα, τα φυτοφάρμακα, τη ρύπανση, τη μείωση της βιοποικιλότητας και, πάνω απ’ όλα, τις προβλέψεις για την κλιματική αλλαγή». Ο Burke παραθέτει τον Bill McKibben, ο οποίος έγραψε ότι ένας λόγος που αγνοούσαμε ως επί το πλείστον τον φυσικό κόσμο γύρω μας είναι ότι «ήταν πάντα εκεί και υποθέταμε ότι πάντα θα υπήρχε», αλλά η απειλή της καταστροφής, ως αποτέλεσμα της εκβιομηχάνισης, ξύπνησε το ενδιαφέρον για αυτό που απειλούνταν. Η υπερθέρμανση του πλανήτη και η άρνησή της «αποκάλυψε νέα άγνοια για τη γη, καθώς και νέες προκλήσεις σε όλους τους κατοίκους της».

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου καθώς διαβάζουμε για τις συνέπειες της άγνοιας σε όλη την διάρκεια της ιστορίας και σε όλα τα πλαίσια, σύντομα συνειδητοποιούμε πώς αυτές μπορεί να είναι επικίνδυνες, ακόμη και θανατηφόρες. Η εκπαίδευση λέει ο Burke είναι απαραίτητη και λιγότερο δαπανηρή. Αυτό το μέρος του βιβλίου περιέχει πληθώρα καταστροφικών μορφών άγνοιας που οργανώνονται σύμφωνα με τύπους ανθρώπινης δραστηριότητας: άγνοια στον πόλεμο, στις επιχειρήσεις / οικονομία, στην πολιτική και τη στρατηγική άγνοια που εμπλέκεται στην βιομηχανική και πολιτική κατασκοπεία και συνωμοσία.

Ο Burke εισάγει την ιδέα της σχετικής άγνοιας σε σχέση με τον πόλεμο, υποστηρίζοντας ότι «Στον πόλεμο, και οι δύο πλευρές υποφέρουν από άγνοια. …… Το θεμελιώδες ερώτημα κατά πόσον οι μάχες και οι πόλεμοι μπορούν να κερδηθούν με σχεδιασμό παραμένει αμφιλεγόμενο». Ο Σταντάλ, ο Τολστόι και ο Ζόλα έγραψαν όλοι για το χάος και την άγνοια σχετικά με τον πόλεμο, και πιθανώς ο πόλεμος να είναι ένας συνδυασμός χονδροειδούς άγνοιας σε πολλά μέτωπα, αλαζονείας και αίσθησης ανωτερότητας, εξαπάτησης, σχεδιασμού, επαρκών εφοδίων και γνώσης. Παρέχει πολλά ιστορικά παραδείγματα για να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του. Για παράδειγμα, αναφέρεται στην απώλεια επαφής του Χίτλερ με την πραγματικότητα, στις «πολλαπλές άγνοιες» του πολέμου του Βιετνάμ, από τον στρατό μέχρι τον Τύπο και το κοινό, στα ψέματα, την αλαζονεία και την περιφρόνηση της αντίστασης των Βιετναμέζων στην ξένη κυριαρχία.

Στο κεφάλαιό για την άγνοια στις επιχειρήσεις, ο συγγραφέας διερευνά την άγνοια στο εμπόριο, στη βιομηχανία και στη γεωργία, την οργανωτική άγνοια, τη διαφήμιση, τις ασυνείδητες επιθυμίες, την άγνοια και την ευαλωτότητα των καταναλωτών, τον «οικονομικό αναλφαβητισμό» και τον «λογιστικό αναλφαβητισμό», τη διάδοση ψευδών φημών, την άγνοια των επενδυτών και τις φούσκες που σκάνε, που σε σοβαρές περιπτώσεις, όπως συνέβη με τη Φούσκα της Νότιας Θάλασσας / South Sea Bubble το 1920, οδήγησαν σε ένα κύμα αυτοκτονιών και την πτώση της κυβέρνησης στην Αγγλία, στις παράνομες επιχειρήσεις και στην ανάγκη για προσποιητή άγνοια. Όσον αφορά τη γεωργία, αναφέρεται στην άγνοια που είχαν οι άποικοι για τις γαίες που είχαν αποικιστεί με τρομερές συνέπειες· στις συχνές εκστρατείες για τη βελτίωση της γεωργίας από τα πάνω και στους κινδύνους της επιβολής αλλαγών σε αντίθεση με την τοπική γνώση και την εμπειρία όσων καλλιεργούσαν τη γη· στο επιθετικό όργωμα των λιβαδιών ή στην έμφαση στο βραχυπρόθεσμο ιδιοτελές συμφέρον.

Ο Burke ξεκινά το κεφάλαιό που αφορά την πολιτική και την άγνοια λέγοντας ότι το έργο του Michel Foucault μας έχει βοηθήσει να κατανοήσουμε τη σχέση εξουσίας και γνώσης πιο καθαρά από πριν, αλλά η εξέταση της σχέσης εξουσίας και άγνοιας είναι επίσης διαφωτιστική. Εξερευνά την άγνοια των απλών ανθρώπων, η οποία ισχυρίζεται ότι αποτελεί πλεονέκτημα για λιγότερο ή περισσότερο αυταρχικά καθεστώτα και προκαλεί ανησυχία στα λιγότερο ή περισσότερο δημοκρατικά κράτη, την άγνοια των ηγετών και των πολιτικών, και την οργανωτική άγνοια που είναι ενσωματωμένη στο πολιτικό σύστημα, τον μηχανισμό της διακυβέρνησης. Παρέχει επίσης παραδείγματα προκειμένου να εξηγήσει τη στρατηγική άγνοια. Ένα από αυτά είναι αυτό του Αμερικανικού Κόμματος που είχε αποκτήσει το όνομα «Δεν ξέρω τίποτα» επειδή τα μέλη συμβουλεύονταν να λένε «Δεν ξέρω τίποτα» όταν αντιμετώπιζαν ερωτήσεις σχετικά με την οργάνωσή τους.

Παρουσιάζει διάφορες απόψεις που προωθούν τη σημασία της διατήρησης τεράστιου αριθμού ανθρώπων αμόρφωτων και αδαών, όπως αυτές του Βολταίρου, αρχικά, ή διαφόρων ηγεμόνων όπως του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΓ΄ και του Ρισελιέ, του βασιλιά Φρειδερίκου ΣΤ΄ της Δανίας, του Οθωμανού σουλτάνου ή του ανατολίτικου δεσποτισμού, απόψεις που φθάνουν έως τις μέρες μας. Ο Πολωνός δημοσιογράφος R. Kapuscinski (αναφέρεται στο βιβλίο) έγραψε στην έκθεσή του για το Ιράν υπό την κυριαρχία του σάχη ότι «Η ύπαρξη μιας δικτατορίας εξαρτάται από την άγνοια του όχλου· γι’ αυτό όλοι οι δικτάτορες καταβάλλουν τόσο κόπο να καλλιεργήσουν αυτή την άγνοια». Ο Burke αναφέρεται και στον William Lovett, ο οποίος τον 19ο αιώνα πρότεινε μια μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης και έγραφε: «η άγνοια των μαζών τις έχει κάνει σε όλες τις εποχές σκλάβους των φωτισμένων και των πονηρών».

Η άγνοια και η διάδοση φημών δημιουργούν προβλήματα τόσο στην προσωπική ζωή των ανθρώπων όσο και σε μεγαλύτερα συστήματα, όπως είναι οι δημοκρατίες. Ο Τζον Κένεντι είχε πει ότι «ο μορφωμένος πολίτης γνωρίζει ότι… μόνο ένας μορφωμένος και ενημερωμένος λαός θα είναι ένας ελεύθερος λαός…». Ο Burke αναφέρεται στην «ορθολογική άγνοια» που επινόησε ο Anthony Downs για να περιγράψει όσους πιστεύουν ότι η ενημέρωση για την πολιτική δεν αξίζει τον κόπο, καθώς και στο πώς οι ψηφοφόροι του Ντόναλντ Τραμπ κάνουν μια σειρά από επιλογές για να αποφύγουν τη γνώση που έρχεται σε αντίθεση με τις απόψεις τους. Αναφέρεται σε αυτό που ο φιλόσοφος Philip Kitcher έχει ονομάσει «χυδαία δημοκρατία» που περιγράφεται ως η «τυραννία της άγνοιας». Δίνει παραδείγματα σχετικά με την «άγνοια των ψηφοφόρων», λόγου χάρη η εκτεταμένη άγνοια σχετικά με τις επιπτώσεις του Brexit. Θα μπορούσαμε βέβαια να βρούμε παραδείγματα αυτού του είδους άγνοιας σε κάθε χώρα.

Σχετικά με την άγνοια των ηγεμόνων / κυβερνώντων, ο Burke γράφει ότι το προ-νεωτερικό κράτος ήταν, από πολλές κρίσιμες απόψεις, εν μέρει τυφλό. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά παραδείγματα άγνοιας των ηγεμόνων, τόσο στο πιο πρόσφατο παρελθόν, όσο και στη σημερινή εποχή. Γράφει ότι παρόλο που σήμερα οι περισσότεροι πρωθυπουργοί έχουν σπουδάσει οικονομικά ή κοινωνικές επιστήμες, έχουν ασκήσει τη νομική ή έχουν υπηρετήσει ως υπουργοί, διπλωμάτες ή δήμαρχοι και, ως εκ τούτου, έχουν κάποια γνώση της πολιτικής, το πρόβλημα της άγνοιας προκύπτει από το γεγονός ότι η επαγγελματική κατάρτιση συνεπάγεται εξειδίκευση, ενώ η θέση του προέδρου ή του πρωθυπουργού απαιτεί ευρεία γνώση. Αναφέρεται σε μια μακρά λίστα αρχηγών κρατών, οι οποίοι έχουν επιδείξει διαβόητη άγνοια της γεωγραφίας, των άλλων χωρών, και των εξωτερικών υποθέσεων, και στις επακόλουθες, επιζήμιες αποφάσεις τους. Εξετάζει επίσης την «αυτοκρατορική ή αποικιακή» και νεο-αποικιακή άγνοια, και τα συχνά τραγικά αποτελέσματά τους. Οι μεγάλοι λιμοί στη Βεγγάλη, την Ιρλανδία και την Αφρική, λόγου χάρη, είναι παραδείγματα αυτού του είδους άγνοιας σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες.

Ο Burke εξηγεί πως πολλές καταστροφές προκύπτουν συχνά από την εκούσια άγνοια επιχειρηματικών ηγετών και πολιτικών, όπως για παράδειγμα οι Πρόεδροι Jaοr Bolsonaro ή Donald Trump, [ο οποίος επίσης υποφέρει από άγνοια στην οξεία της μορφή, αυτή του να μην γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει], οι οποίοι αρνήθηκαν να ανταποκριθούν στην πανδημία COVID-19 κι επίσης δεν αναγνωρίζουν και δεν αντιμετωπίζουν την κλιματική αλλαγή. Στο κεφάλαιό του για τις καταστροφές, κάνει διάκριση μεταξύ της αναπόφευκτης άγνοιας του μέλλοντος και της υπαίτιας άγνοιας και έλλειψης προετοιμασίας. Διανύει ιστορικές εποχές για να ρίξει φως σε «πάρα πολλές περιπτώσεις στην ιστορία φυσικών καταστροφών που χτύπησαν αφού οι κίνδυνοι είχαν αγνοηθεί». Φαίνεται ότι παραμελούμε επανειλημμένα να προετοιμαστούμε ή να λάβουμε μέτρα για την πρόληψη ή τη μείωση των επιπτώσεων των φυσικών καταστροφών. Σε περιοχές ευάλωτες σε πλημμύρες ή σεισμούς, η έλλειψη προετοιμασίας είναι συχνά υπαίτια. Ο Burke γράφει ότι μια πρόσφατη φυσική καταστροφή, ο τυφώνας Κατρίνα, «αποκάλυψε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «κοινωνική κατανομή» της άγνοιας», ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στην ιστορία, όταν η τοπική γνώση αγνοείται όχι με δικό μας κίνδυνο, αλλά με κίνδυνο των άλλων.

Επιπλέον, παραμελούμε να λάβουμε μέτρα για την πρόληψη καταστροφικών γεγονότων όπως το Τσερνομπίλ. Στη Βόρεια Ευρώπη του 17ου και 18ου αιώνα, παρόλο που τα περισσότερα σπίτια ήταν κατασκευασμένα από ξύλο, οι ρυθμίσεις για την καταπολέμηση των πυρκαγιών ήταν ανεπαρκείς, κι ως εκ τούτου, η καύση ολόκληρων πόλεων ήταν συνηθισμένη. Όλοι οι μεγάλοι και τραυματικοί λιμοί στην ιστορία υποδεικνύουν ότι είναι τόσο φυσικές όσο και ανθρωπογενείς καταστροφές, δηλαδή ένας συνδυασμός άγνοιας, αλαζονείας, αδιαφορίας και ανικανότητας. Ο Burke διερευνά επίσης τις συνέπειες της άγνοιας όσον αφορά τη μακρά ιστορία της εμφάνισης ασθενειών και πανδημιών, από το ξέσπασμα της βουβωνικής πανώλης τον 14ο αιώνα έως τον Κορονοϊό, πιο πρόσφατα. Επίσης η άγνοια και οι ξεπερασμένες πεποιθήσεις έχουν οδηγήσει με την πάροδο του χρόνου σε αυτό που ονομάζεται «Σύνδρομο του Αποδιοπομπαίου Τράγου». Η αληθινή άγνοια, αλλά και η εκούσια άγνοια, η αλαζονεία και η αντίσταση στις νέες γνώσεις και τεχνολογίες, έχουν όλα αποτελέσει μέρος της ιστορίας, και δυστυχώς η ιστορία φαίνεται να επαναλαμβάνεται. Για παράδειγμα, υπήρξε παρόμοια αντίσταση στα μέτρα καραντίνας από επιχειρήσεις στο ξέσπασμα χολέρας του 19ου αιώνα, όπως και στην πανδημία του 2020. Όσον αφορά την αντίσταση στα προληπτικά μέτρα, κι αυτή πάει πίσω στο χρόνο. Στο βιβλίο αναφέρεται ότι ο εμβολιασμός κατά της ευλογιάς, «μια πρακτική γνωστή από παλιά στην Κίνα και τη Μέση Ανατολή, έγινε αντικείμενο έντονης συζήτησης πριν υιοθετηθεί στην Ευρώπη του 18ου αιώνα». Αργότερα το 1904 οδήγησε στην «Εξέγερση των Εμβολίων» στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο Burke ωστόσο, προειδοποιεί κατά των απλοϊκών εξηγήσεων, προσθέτοντας ότι δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα άγνοιας λόγω αναλφαβητισμού και φτώχειας, αλλά και μια οργισμένη αντίδραση στην παρέμβαση των αρχών στη ζωή των ανθρώπων. κι επίσης μια σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών.

Στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου εξετάζονται κι άλλα σημαντικά θέματα, όπως τα μυστικά και ψέματα στον κόσμο της επιστήμης και της ακαδημαϊκής έρευνας, στην πολιτική και τη βιομηχανία, η άρνηση και συγκάλυψη καταστροφών, σφαγών και σκανδάλων, ιστορικά γεγονότα-ταμπού που παραλείπονται από τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας, η εξαπάτηση των μαζών από τους ηγέτες, η λογοκρισία και η επιτήρηση, και οι whistleblowers / ακτιβιστές που υποστηρίζουν τη διαφάνεια και αποκαλύπτουν κρίσιμες πληροφορίες στο κοινό, στην εποχή του Διαδικτύου. Οι δημοσιεύσεις σε διαφορετικές εποχές έχουν γενικά υποστεί λογοκρισία από τις αρχές, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ανάλογα με τη χώρα. Στην πρώιμη Ευρώπη υπήρχε διπλή λογοκρισία, τόσο θρησκευτική όσο και πολιτική. Ωστόσο, οι συγγραφείς συχνά μπόρεσαν να περάσουν τα μηνύματα ή την κριτική τους στα αυταρχικά καθεστώτα μέσω της χρήσης αλληγοριών, όπου τα ζώα αντιπροσωπεύουν τους ανθρώπους, γράφοντας για άλλες παρόμοιες ιστορικές εποχές και γεγονότα ή μέσω δημοσιεύσεων που δημιουργούνται και διανέμονται κρυφά χέρι με χέρι.

Ο Burke λέει ότι η άρνηση είναι ένας αμυντικός μηχανισμός τόσο για τα άτομα όσο και για τους θεσμούς, αλλά η δημόσια άρνηση είναι επίσης μια μορφή παραπληροφόρησης. Η άρνηση και οι συγκαλύψεις ξεκινούν πολύ παλιά, αλλά η άρνηση των φρικαλεοτήτων σε πολέμους, των γενοκτονιών, των πυρηνικών ατυχημάτων, της υπερθέρμανσης του πλανήτη έγινε πιο συχνή ή τουλάχιστον πιο γνωστή τον 20ό αιώνα. Η άρνηση του Ολοκαυτώματος, ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα, εξακολουθεί να υπάρχει, παρόλο που το 1942 εκατομμύρια Γερμανοί γνώριζαν ήδη τι συνέβαινε στα στρατόπεδα. Η καταστολή της έρευνας (εταιρείες καπνού), η ενθάρρυνση της δυσπιστίας σε ό,τι έχει αποκαλυφθεί, η διάδοση αμφιβολιών ή ψευδών φημών, τα πλαστά έγγραφα, είναι όλες μέθοδοι αυτού που έχει περιγραφεί ως «κατασκευή» άγνοιας και διατήρηση της άγνοιας.

Η παραπληροφόρηση περιλαμβάνει δραστηριότητες όπως η πρόκληση βλάβης στη φήμη των άλλων, η παρέμβαση στις εκλογές άλλων χωρών, η σκόπιμη διάδοση παραπλανητικών πληροφοριών, η οποία γράφει ο Burke: «έχει εκραγεί τον τελευταίο αιώνα, λόγω τόσο των νέων τεχνολογιών για τη διάδοση πληροφοριών… όσο και της αυξημένης πείρας / πονήρευσης εκείνων που μας παραπλανούν». Όσο για τις προοπτικές της αλήθειας, σημειώνει: «Ο τρέχων πολλαπλασιασμός των «ψεύτικων ειδήσεων» είναι ανησυχητικός, αλλά οι προοπτικές για την αλήθεια δεν είναι εντελώς μαύρες. Όπως ακριβώς οι συγκαλύψεις ακολουθούνται από αποκαλύψεις, έτσι και τα ψέματα που κυκλοφορούν στα μέσα ενημέρωσης αποκαλύπτονται τακτικά από οργανισμούς επαλήθευσης γεγονότων στους ιστότοπούς τους».

Και ενώ οι μελετητές ενδιαφέρονται για την άγνοια, οι συγγραφείς και οι σύμβουλοι επιχειρήσεων χρησιμοποιούν την άγνοια και τον φόβο μας για την αβεβαιότητα για να κερδίσουν. Όλοι αγνοούμε το μέλλον και οι τεχνικές για τη διαχείριση αυτής της άγνοιας και των φόβων που συνδέονται με αυτήν την αβεβαιότητα μπορούν να αποδειχθούν επικερδείς για ορισμένους. Ο Burke παρατηρεί «αν διαβάζουμε τις προβλέψεις των μελλοντολόγων δεκαετίες αφότου έχουν γίνει, οι αποτυχίες τους γίνονται ορατές». Αντί να καταναλώνουμε προβλέψεις των μελλοντολόγων, προτείνει ότι θα ήταν πιο συνετό να μελετήσουμε το παρελθόν, όχι επειδή το παρελθόν αποτελεί πηγή προηγούμενου που μπορούμε να βασίσουμε τις δικές μας προβλέψεις, αλλά επειδή με βάση την κοινή λογική θα μπορούσε να μας εμποδίσει να επαναλάβουμε λάθη.

Η άγνοια της ιστορίας εκ μέρους των ψηφοφόρων μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα είδος συλλογικής αμνησίας με σημαντικές συνέπειες. Ο Burke παρέχει παραδείγματα όπως η περίπτωση της Ισπανίας. Γράφει ότι η επιστροφή στη δημοκρατία μετά τον θάνατο του Φράνκο υποβοηθήθηκε από τις αναμνήσεις του Εμφυλίου Πολέμου, κι αργότερα, όταν η Αριστερά ηττήθηκε σε μεγάλο βαθμό επειδή ήταν διχασμένη, οι αναμνήσεις αυτής της ήττας ενθάρρυναν διαφορετικά κόμματα να συνεργαστούν τη δεκαετία του 1970. Ωστόσο, τώρα (2021) που η μνήμη του Εμφυλίου Πολέμου έχει ξεθωριάσει, η ισπανική δημοκρατία φαίνεται να γίνεται πιο εύθραυστη. Ο οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ επινόησε τη φράση «ανοσοποίηση της μνήμης» πιστεύοντας ότι η μνήμη είναι καλύτερο προστατευτικό μέτρο από τον νόμο.

Επίλογος

Αναπόφευκτα, κάθε βιβλίο που επιλέγουμε να διαβάσουμε, κάθε ταινία που παρακολουθούμε, κάθε πεδίο που αποφασίζουμε να σπουδάσουμε ή να ειδικευτούμε, κάθε γλώσσα ή δραστηριότητα που επιλέγουμε να μάθουμε και να ασχοληθούμε, απαιτεί την παράλειψη ή την αγνόηση κάποιου άλλου, και όσο περισσότερα μαθαίνει και γνωρίζει κανείς, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί το μέγεθος της άγνοιάς του. Καθώς η γνώση μεταβάλλεται, το ίδιο συμβαίνει και με την άγνοια. Και ανεξάρτητα από το πόσα γνωρίζουμε ή είμαστε ικανοί να μάθουμε, η άγνοιά μας [ακόμα και για τους πολύ έξυπνους, ‘καλά μορφωμένους,’ και πολυμαθείς] θα είναι πάντα μεγαλύτερη από οποιαδήποτε γνώση μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αποκτήσουμε στο σύντομο χρονικό διάστημα μιας ανθρώπινης ζωής.

Ίσως θα ήταν συνετό, λοιπόν, να προσπαθήσουμε να είμαστε κάπως επιλεκτικοί ως προς το πού θέλουμε να ξοδέψουμε την ενέργεια και τον χρόνο μας, όσον αφορά τα πράγματα που θέλουμε να γνωρίζουμε, κάτι που δεν είναι τόσο εύκολο σε μια εποχή όπου βομβαρδιζόμαστε από πληροφορίες, πραγματικές και ψεύτικες ειδήσεις, για να μην αναφέρουμε και την συντριπτικά μεγάλη γνώση που έχει αποκτηθεί. Όσον αφορά την πρόσφατη επιλογή μου για αυτό το βιβλίο, ένιωσα ότι άξιζε τον χρόνο και την ενέργεια που επένδυσα σε αυτό. Αύξησε τις γνώσεις μου, φρέσκαρε τη μνήμη μου, κι επίσης, έφερε την άγνοιά μου στο προσκήνιο της επίγνωσής μου.

Επίσης, είναι χρήσιμο να έχουμε κατά νου ότι όλοι έχουν γνώση, ανεξάρτητα από τον αλφαβητισμό ή την μόρφωση τους, αλλά για διαφορετικά πράγματα, και όλοι είναι αδαείς σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Ο Burke παραθέτει ένα απόφθεγμα του Mark Twain:  «Όλοι είμαστε αδαείς, απλώς για διαφορετικά πράγματα». Και μπορούμε να επιλέξουμε είτε να είμαστε γενναιόδωροι στην κοινοποίηση γνώσεων είτε να αποκρύπτουμε πληροφορίες που διαφορετικά θα μπορούσαν να ωφελήσουν τους άλλους και να διευκολύνουν τη λήψη αποφάσεων. Τα ψέματα και η απόκρυψη σημαντικών πληροφοριών  μπορούν να λειτουργήσουν είτε ως εργαλεία ελέγχου, είτε να οδηγήσουν άτομα ή μάζες ανθρώπων σε λάθος δρόμο, μειώνοντας την πιθανότητα  σοφών επιλογών.

An inspiring story from Australia     /   Μια ιστορία από την Αυστραλία                      

Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί

«Τα παιδιά συνδέονται με όποιον λειτουργεί ως ο /η κύριος / α φροντιστής τους. Αλλά η φύση αυτής της προσκόλλησης – δηλαδή το εάν είναι ασφαλής ή ανασφαλής- κάνει τεράστια διαφορά κατά τη διάρκεια της ζωής ενός παιδιού. Η ασφαλής προσκόλληση αναπτύσσεται όταν η φροντίδα περιλαμβάνει συναισθηματική εναρμόνιση. Η εναρμόνιση ξεκινά από τα πιο ανεπαίσθητα σωματικά επίπεδα αλληλεπίδρασης μεταξύ των μωρών και των φροντιστών τους και δίνει στα μωρά την αίσθηση ότι τα νιώθουν και τα κατανοούν». Από το The Body Keeps the Score του Bessel van der Kolk

Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει ένα βιβλίο από την Αυστραλία και μια σύντομη εισαγωγή σε ένα podcast σχετικά με την προσκόλληση.

Το βιβλίο, Penguin the Magpie: The Odd Little Bird Who Saved a Family / «Πιγκουίνος η Κίσσα: Το παράξενο μικρό πουλί που έσωσε μια οικογένεια»  του φωτογράφου Cameron Bloom και του φίλου, συγγραφέα και οικολόγου της άγριας ζωής, Bradley Trevor Greive, είναι μια αληθινή ιστορία πόνου, αγάπης, θάρρους και ελπίδας. Είναι η ιστορία μιας διασωθείσας τραυματισμένης κίσσας και της ανθρώπινης οικογένειάς της, η οποία βιώνει βαθύ πόνο. Το βιβλίο αφηγείται το τρομερό ατύχημα της Sam Bloom, το οποίο την άφησε παράλυτη κι απελπισμένη, και το ταξίδι της επιστροφής από το χείλος του θανάτου και τα βάθη της απελπισίας και της κατάθλιψης, με τη βοήθεια και την αγάπη της οικογένειάς της και μιας μικρής κίσσας.

Το βιβλίο ξεκινά με το ποίημα του Eduardo Galeano:

Οικογένεια

Όπως γνωρίζουν οι άνθρωποι στη μαύρη Αφρική και την ιθαγενή Αμερική, η οικογένειά σας //  είναι ολόκληρο το χωριό σας με όλους τους κατοίκους του. Ζωντανούς ή νεκρούς. // Οι συγγενείς σας δεν είναι μόνο άνθρωποι. // Οι συγγενείς σας μιλάνε επίσης ….. //  με τη βροχή που σας φιλάει // και το κελάηδημα των πουλιών που χαιρετά τα βήματά σας..

Η Σαμ Μπλουμ ήταν ένα ντροπαλό, αθλητικό κορίτσι από την Αυστραλία, αποφασισμένο να γίνει νοσοκόμα και να ταξιδέψει σε όλη την Αφρική. Ερωτεύτηκε τον Κάμερον Μπλουμ, παθιασμένο με τη φωτογραφία και τα ταξίδια, και μαζί ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο, μεγάλωσαν τρία αγόρια και έχτισαν την κοινή ζωή τους στις βόρειες παραλίες του Σίδνεϊ. Και ξαφνικά όλα άλλαξαν, σε μια τρομακτική στιγμή στην Ταϊλάνδη, όπου η οικογένεια είχε πάει διακοπές.

Κατά τη διάρκεια των πιο σκοτεινών στιγμών της Σαμ, ο Πιγκουίνος, μια τραυματισμένη νεοσσός κίσσα που εγκαταλείφθηκε μετά την πτώση από τη φωλιά της και είχε διασωθεί από τον γιο της, μπήκε στη ζωή τους. Ο Πιγκουίνος θα γίνει το επίκεντρο της αγάπης και της χαράς, καθώς όλη η οικογένεια τον φροντίζει μέχρι να γίνει καλά. Όλοι αναπτύσσουν έναν δεσμό με τον Πιγκουίνο και το πουλί δένεται μαζί τους, ειδικά με τη Σαμ. Το να παρακολουθούν αυτό το μικρό πουλί να αναρρώνει και να μεγαλώνει, και τελικά να πετάει, τους χαρίζει χαρά και επούλωση, και αποτελεί έμπνευση για τη Σαμ στο δικό της ταξίδι. Οι όμορφες φωτογραφίες του συζύγου της αποτυπώνουν αυτή την εμπειρία.

Χάρη στην αγάπη και την υποστήριξη του περιβάλλοντός της, η Σαμ κατάφερε να επανασυνδεθεί με την αγάπη της για τον ωκεανό. Βρήκε μια ανανεωμένη αίσθηση σκοπού όταν ξεκίνησε το αγωνιστικό καγιάκ που την κατέταξε 13η στον κόσμο. Στη συνέχεια έγινε πρωταθλήτρια στο para-surfing, κερδίζοντας τρία χρυσά μετάλλια για την Αυστραλία. Δέκα χρόνια μετά το ατύχημα, αυτή και ο σύζυγός της μπόρεσαν να επιστρέψουν στην Αφρική, αυτή τη φορά με τους γιους τους, Ρούμπεν 22 ετών, Νόα 20 ετών και Όλι 18 ετών. Σήμερα η Σαμ Μπλουμ είναι παγκόσμια ομιλήτρια για παραπληγικούς, και πρέσβειρα των Surfers for Climate, που δίνει έμφαση στη σημασία της προστασίας των ωκεανών.

Μπορείτε να δείτε μέρος αυτού του υλικού στο διαδίκτυο στη διεύθυνση: https://www.theguardian.com/australia-news/gallery/2016/oct/13/penguin-bloom-how-a-scruffy-magpie-rescued-a-family

Επίσης, η ταινία Penguin Bloom, με πρωταγωνιστές τη Naomi Watts και τον Andrew Lincol, βασίζεται στην ιστορία των Bloom.

Τέλος, μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο:

Εκτός από την αγάπη μας για τον ωκεανό, μοιραζόμασταν ένα πάθος για τα ταξίδια. Όποτε μπορούσαμε να φύγουμε για να εξερευνήσουμε τον κόσμο και να γνωρίσουμε νέους πολιτισμούς, φορούσαμε τα σακίδια μας και ξεκινούσαμε για άγνωστα μέρη. Δεν είχαμε πολλά χρήματα, αλλά αυτό δεν είχε σημασία, καθώς κανένας από εμάς δεν ενδιαφερόταν για πολυτελή θέρετρα ή οργανωμένες διακοπές. Η Σαμ κι εγώ είμαστε άνθρωποι της υπαίθρου, προτιμούμε τα σκονισμένα μονοπάτια από τους δρόμους της πόλης, τις λασπωμένες καλύβες από τα μουσεία και το φαγητό του δρόμου από τα εστιατόρια…….. Μέχρι να γιορτάσουμε την δέκατη επέτειό μας, είχαμε ταξιδέψει στη Μεσόγειο και πέρα ​​από αυτήν. Το όνειρο της Σαμ να επισκεφτεί την Αφρική είχε πραγματοποιηθεί πέντε φορές….. Εξερευνήσαμε επίσης τη Μέση Ανατολή και πατήσαμε το πόδι μας σε μέρη που τώρα είναι εντελώς απαγορευμένα στους τουρίστες. Όσο πιο μακριά πηγαίναμε, τόσο περισσότερο ερωτευόμασταν. Όσο πιο βαθιά αγαπιόμασταν, τόσο πιο μακριά θέλαμε να ταξιδέψουμε.

Τα τραύματά της είναι τέτοια που δεν μπορεί ποτέ να νιώσει άνετα, ανεξάρτητα από την επιφάνεια ανάπαυσης ή τη στάση του σώματός της….. Ακόμα και όταν η Σαμ πάει για ύπνο, στερείται τη γλυκιά ανακούφιση ενός καλού ύπνου. Τη βοηθάω να γυρίσει τρεις φορές πριν την αυγή για να διατηρήσει την κυκλοφορία του αίματος και να αποτραπούν οι πληγές κατάκλισης.

Η Σαμ ένιωθε συντετριμμένη και εντελώς μετέωρη. Είδα το φως στα μάτια της να σβήνει. Ήξερα ότι αποσυρόταν από αυτόν τον κόσμο. Το γεγονός ότι ένα τόσο έντονα ελεύθερο και παθιασμένο πνεύμα μπορούσε τώρα μέσω του πόνου και μιας ατσάλινης καρέκλας να αγκυροβοληθεί πέρα ​​από την αγάπη μας, ήταν πάρα πολύ για να το αντέξουμε……

Και εδώ είναι που ο Πιγκουίνος μπήκε στη ζωή της. Ήταν ο δικός μας ατρόμητος πρέσβης αγάπης και ο υπεύθυνος κινητοποίησης…….. Ο Πιγκουίνος δεν είχε κανένα πρόβλημα να μιλήσει για λογαριασμό της Σαμ και, με αυτόν τον τρόπο, αυτό το θαρραλέο πουλί βοήθησε τη Σαμ να συνειδητοποιήσει ότι οι ανάγκες της ήταν σημαντικές ….

Με το να κρατώ τον Πιγκουίνο στα χέρια μου και τη Σαμ στην αγκαλιά μου, μπορώ να σας πω ότι κάθε νευρικό κύτταρο, κάθε αιμοφόρο αγγείο, κάθε μόριο της ύπαρξής μας είναι πολύτιμο. Αλλά όλοι είμαστε πολύ περισσότερα από το άθροισμα των εύθραυστων μερών μας. Είμαστε όλα τα ταξίδια, όλες οι ελπίδες και όλα τα όνειρά μας, ντυμένα με θνητό χαρτί περιτυλίγματος.

Στον επίλογο υπάρχει ένα προσωπικό μήνυμα από τη Σαμ, η οποία γράφει για το πώς είναι πραγματικά να αντιμετωπίζεις τη ζωή σε αναπηρικό καροτσάκι, χωρίς να αποκρύπτει την αλήθεια για την απώλεια ή τις δυσκολίες της:

Το να γίνω παραπληγική δεν ήταν ένα απροσδόκητο δώρο. Οι νέες προοπτικές που μου δόθηκαν δεν μπορούν να εξισωθούν με μια μεγάλη πνευματική αφύπνιση και δεν αισθάνομαι ότι αυτή η εμπειρία με έκανε καλύτερο άνθρωπο ή μου έδωσε έναν νέο σκοπό.

Μου έδωσε την ευκαιρία να δω τον καλύτερο εαυτό του συζύγου μου και των παιδιών μας, ακόμα και όταν βρισκόμουν στο χειρότερο σημείο μου. Αυτές είναι όμορφες γνώσεις για τις οποίες είμαι ευγνώμων, παρά το απαράδεκτο κόστος τους… Χωρίς την υποστήριξη του συζύγου μου και των παιδιών μας, των άμεσων οικογενειών μας και των αγαπημένων μας φίλων (ειδικά του Penguin), δεν είμαι σίγουρη ότι θα ήμουν ακόμα εδώ και ξέρω ότι δεν θα τα πήγαινα τόσο καλά όσο τώρα.

Στο podcast Being Well αυτής της εβδομάδας (19/05/2025), το οποίο μπορείτε να παρακολουθήσετε στη διεύθυνση: https://www.youtube.com/watch?v=F4hhBkOFfwU, ο Forrest και ο πατέρας του, Rick Hanson, εξερευνούν το αποδιοργανωμένο ή αυτό που θεωρείται πιο «φοβικό» πρότυπο προσκόλλησης, που συνήθως προκύπτει ως αποτέλεσμα τραύματος ή / και δύσκολων εμπειριών, ειδικά νωρίς στη ζωή, και περιλαμβάνει τόσο αγχώδεις όσο και αποφευκτικούς τρόπους ανασφαλούς προσκόλλησης, όπου τόσο η συναισθηματική οικειότητα όσο και η απόσταση μπορεί να είναι άβολες. Θίγουν διάφορες πτυχές και ερωτήματα σχετικά με τη θεωρία του προσκόλλησης**, τις εξελίξεις στο πεδίο και προτάσεις για το πώς να μετακινηθούμε σε πιο ασφαλή τρόπο προσκόλλησης μέσω της ενσωμάτωσης τμημάτων του εαυτού μας που φέρουν ανεκπλήρωτες (συναισθηματικές) ανάγκες.

** Ο Βρετανός ψυχολόγος John Bowlby ήταν ο πρώτος θεωρητικός της προσκόλλησης, ο οποίος ενδιαφέρθηκε να κατανοήσει το άγχος και την αγωνία που βιώνουν τα παιδιά όταν χωρίζονται από τους κύριους φροντιστές τους. Ο Bowlby έβλεπε τον δεσμό ως την ασφαλή βάση από την οποία ένα παιδί κινείται στον κόσμο. Πίστευε ότι οι πρώτοι δεσμοί που σχηματίζονται μεταξύ των παιδιών και των γονιών ή των κύριων φροντιστών τους  έχουν τεράστιο αντίκτυπο σε όλη τη ζωή. Ο Bowlby και άλλοι, έβλεπαν την προσκόλληση κυρίως ως προϊόν εξελικτικών διαδικασιών και πρότειναν ότι τα παιδιά γεννιούνται με μια έμφυτη παρόρμηση να σχηματίζουν δεσμούς με τους φροντιστές τους. Σε όλη την ιστορία, τα παιδιά που διατηρούσαν εγγύτητα με ένα πρόσωπο προσκόλλησης ήταν πιο πιθανό να λάβουν φροντίδα, παρηγοριά και προστασία και, ως εκ τούτου, πιο πιθανό να επιβιώσουν μέχρι την ενηλικίωση, και έτσι, μέσω της διαδικασίας της φυσικής επιλογής, αναδύθηκε ένα σύστημα κινήτρων για να ρυθμίζει την προσκόλληση. Το κεντρικό θέμα της θεωρίας της προσκόλλησης είναι ότι όταν οι γονείς ή κύριοι φροντιστές, είναι διαθέσιμοι, συνεπείς και ανταποκρίνονται στις ανάγκες ενός βρέφους, επιτρέπουν στο παιδί να αναπτύξει ένα αίσθημα ασφάλειας και να μάθει ότι ο γονιός / φροντιστής είναι αξιόπιστος, γεγονός που δημιουργεί μια ασφαλή βάση, που επιτρέπει στο παιδί να εξερευνήσει τον κόσμο.

Αυτό που γνωρίζουμε τώρα για την προσκόλληση έχει εξελιχθεί, και οι τρόποι με τους οποίους τείνουμε να προσκολλόμαστε σε άλλους μπορούν να αλλάξουν με την πάροδο του χρόνου, τόσο προς το καλύτερο (κερδισμένη ασφαλής προσκόλληση) όσο και προς το χειρότερο, ανάλογα με τις εμπειρίες και τις σχέσεις μας. Η νευροπλαστικότητα του εγκεφάλου επιτρέπει να συμβαίνουν αλλαγές σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας και να μεταβαίνουμε από ανασφαλείς μορφές προσκόλλησης σε μια πιο ασφαλή κατάσταση ύπαρξης και σχέσης. Είναι επίσης χρήσιμο να θυμόμαστε ότι πιθανώς χρησιμοποιούμε διαφορετικά στυλ ή συνδυασμούς ασφαλών και ανασφαλών τρόπων προσκόλλησης με διαφορετικούς ανθρώπους και σε διαφορετικά πλαίσια και φάσεις της ζωής μας. Μια πιο σύγχρονη θεωρία προσκόλλησης θεωρεί την προσκόλληση ως δυναμική και λιγότερο στατική, μια διαδικασία που επίσης διαμορφώνεται από τις καταστάσεις του νευρικού συστήματος από στιγμή σε στιγμή, καθώς και από τις περιστάσεις.

Σε αυτό το επεισόδιο, ο Forrest και ο Rick μιλούν για τη θεωρία και τα πρότυπα προσκόλλησης, καθώς και την επιρροή τόσο της ιδιοσυγκρασίας μας όσο και των ευρύτερων κοινωνικών περιβαλλόντων πέρα ​​από την οικογένεια, την αξιοποίηση για επούλωση, και των διαφόρων μηχανισμών άμυνας – ακόμη και των φαινομενικά δυσλειτουργικών – κατανοώντας ποιους μηχανισμούς χρησιμοποιούσαμε ως παιδιά, αλλά και αργότερα, το γιατί οι «βαρετές» σχέσεις μπορεί να είναι μεταμορφωτικές, και πολλά άλλα. Υπάρχουν αναφορές στην έρευνα της Mary Ainsworth και στο μοντέλο της δεκαετίας του 1990 των Kim Bartholomew και Leonard Horowitz με τα τέσσερα πρότυπα προσκόλλησης, τα οποία ορίζονται χρησιμοποιώντας συνδυασμούς της (θετικής ή αρνητικής) εικόνας του εαυτού μας και της (θετικής ή αρνητικής) εικόνας μας για τους άλλους. Υπάρχει αναφορά στη θεωρία της Margaret Mahler για την ανάπτυξη του παιδιού, στην οποία η επαναπροσέγγιση είναι μια κρίσιμη φάση όπου τα μικρά παιδιά, συνήθως κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους, αρχίζουν να διαχειρίζονται την αυξανόμενη ανεξαρτησία τους διατηρώντας παράλληλα ένα αίσθημα εγγύτητας με τους γονείς ή φροντιστές, καθώς αναπτύσσουν μεγαλύτερη επίγνωση του εαυτού τους και της διαφοροποίησης από τη μητέρα ή άλλους κύριους φροντιστές.

Τέλος, αυτό που ονομάζουμε αποδιοργανωμένη προσκόλληση συχνά συνδέεται στενά με [σύνθετο] τραύμα, επομένως το τελευταίο μέρος του podcast επικεντρώνεται στις θεραπευτικές προσεγγίσεις που βασίζονται περισσότερο στο τραύμα, στο πώς μοιάζουν και πως αισθανόμαστε μέσα σε καλές, υγιείς, αξιόπιστες σχέσεις [περιλαμβάνουν προβλεψιμότητα, συνέπεια και συναισθηματική επιβεβαίωση, και δεν είναι προσανατολισμένες στην τιμωρία], και τις ερωτήσεις και τα βήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει και να κάνει για να αγκαλιάσει τα πιο αγχώδη, αποφευκτικά ή αμφίθυμα μέρη του εαυτού του, ώστε να φτάσει σε ένα σημείο μεγαλύτερης αυτονομίας και συνειδητής επιλογής.

Προτείνουν τρόπους που μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη πιο ασφαλών προσκολλήσεων μέσω της αυτοπεποίθησης και του αυτοσεβασμού, και μέσω της αποδοχής των ανεκπλήρωτων πρώιμων  αναγκών μας, δίνοντας φωνή στις πτυχές του εαυτού μας που ήταν άφωνες / σιωπηλές, και νιώθοντας πραγματικά ελεύθεροι να αγκαλιάσουμε πλήρως αυτό που πραγματικά θέλουμε και να αντλήσουμε κατάλληλες «κοινωνικές προμήθειες» από τους άλλους. Ο Rick λέει: «Δίνετε φωνή στο απελπισμένο παιδί μέσα σας, που παρακολουθούσε τον φροντιστή να φεύγει από το δωμάτιο….. Επουλώνετε μέσω της αυτοέκφρασης, της δικής σας έκφρασης…… Υπάρχει ένα είδος παράδοξου ότι όσο περισσότερο είμαστε ξεκάθαροι και ολόψυχοι σε αυτό που επικοινωνούμε, τόσο λιγότερο χρειαζόμαστε να είναι οι άλλοι τέλεια συντονισμένοι [attunement] μαζί μας».

 Ένα κουτί χρώμaτα                                  Η μετάφραση είναι διαθέσιμη (18/ 05/ 2025)

Απόσπασμα από πιο προσωπική γραφή:

«‘Το μπλε χρώμα – αυτό είναι το χρώμα μου – και το μπλε χρώμα σημαίνει ότι έχεις αφήσει την μονότονη καθημερινότητα για να μεταφερθείς  – όχι σε έναν κόσμο φαντασίας, δεν είναι ένας κόσμος φαντασίας – αλλά σε έναν κόσμο ελευθερίας όπου μπορείς να πεις τι σ’ αρέσει και τι δεν σ’ αρέσει. Αυτό έχει εκφραστεί ανέκαθεν από το μπλε χρώμα, το οποίο στην πραγματικότητα είναι το γαλάζιο του ουρανού».  Louise Bourgeois

Είχε έρθει ο καιρός να τραβήξω τις κουρτίνες και να κοιτάξω το φως και το σκοτάδι και τα χρώματα και τα σχήματα των πραγμάτων από ένα τόπο νέας γνώσης αυτού που έμμεσα πάντοτε γνώριζα. Αυτό που εκείνη την εποχή που η αναπνοή μου είχε ραγίσει, φαινόταν σαν «φως στο τέλος ενός τούνελ» δεν ήταν το εκτυφλωτικό λευκό ενός καθαρού φθορίζοντος λευκού, ήταν ένα γαλακτώδες, πιο απαλό λευκό. Πιστεύεται ότι το λευκό φως περιέχει όλα τα χρώματα, ενώ το λευκό χρώμα θα μπορούσε να περιγραφεί ως η απουσία χρώματος. Δεν μπορείς να αναμίξεις χρώματα, πρέπει να ξεκινήσεις με μια λευκή χρωστική ουσία. Σκέψεις για το χρώμα και την τέχνη κατοικούν το νου μου κάθε τόσο, ακόμη και σε στιγμές δύσκολες. Κάποτε, καθώς βυθιζόμουν από την αναισθησία πριν από μια επέμβαση αφαίρεσης  ινομυωμάτων, αγαπημένοι πίνακες ανασύρθηκαν στη ζαλισμένη μου συνείδηση κι όταν ξύπνησα, με συντρόφευε ένας πίνακας με έντονα πορτοκαλί και κόκκινα του Τέτση.

Ως παιδί μου άρεσε να κοιτάζω εικόνες και τα σχήματα που δημιουργούσε το φως στην επιφάνεια των αντικειμένων. Με γοήτευε ο χορός ανάμεσα στις αποχρώσεις του πράσινου και το φως του ήλιου στα πορσελάνινα πλακάκια του τζακιού στο σαλόνι και αναρωτιόμουν αν υπήρχε τρόπος να ζωγραφίσω το φως στις επιφάνειες των πραγμάτων. Είχα ανακαλύψει ότι το γκρι που παράγεται από λευκό και μαύρο φαινόταν καθαρό, αυστηρό και αυταρχικό, παρόλο που τότε δεν γνώριζα τη λέξη, αλλά όταν προέκυπτε από την ανάμειξη υπολειμμάτων χρωμάτων, κατέληγε σε «βρώμικα γκρι», ή το χρώμα της κινούμενης άμμου, της λάσπης. Το ίδιο συνέβαινε και με την πλαστελίνη, όταν είχα πλέον αναμείξει αρκετά χρώματα αρκετές φορές.

Ο ποιητής Francis Ponge γράφει: «Η ψυχή μας την απεχθάνεται. Τα πόδια και οι τροχοί μας την ποδοπατούν. «Λάσπη» είναι ο τρόπος με τον οποίο απευθυνόμαστε σε όσους μισούμε, δίνοντας ελάχιστη προσοχή στο πόσο αδικούμε τη λάσπη. Αξίζει πραγματικά την συνεχή ταπείνωση, μια επίθεση με τόση φρικτή επιμονή; Λάσπη, τόσο περιφρονημένη, σ’ αγαπώ…» (Λάσπη: Η ημιτελής ωδή του Francis Ponge)».                                 Τόνια Αλεξανδρή-2017

Το βιβλίο «Οι Μυστικές Ζωές των Χρωμάτων / The Secret Lives of Colour», γραμμένο από την Kassia St. Clair, αποτελεί μια ιστορική εξερεύνηση του κόσμου των χρωμάτων. Η St. Clair καταδεικνύει πόσο σημαντικά ήταν τα χρώματα στην ανθρώπινη ιστορία και τι σήμαιναν τα μεμονωμένα χρώματα ανά τους αιώνες. Αναλύει πώς τα χρώματα υπάρχουν τόσο στον κοινωνικοπολιτισμικό και πολιτικό τομέα όσο και στη φυσική τους διάσταση, κι ως εκ τούτου, θα πρέπει επίσης να νοούνται ως υποκειμενικές πολιτισμικές δημιουργίες.

Η St. Clair αρχικά μας εισάγει στη βασική επιστήμη του χρώματος και μας εξηγεί πώς βλέπουμε το χρώμα. Περίπου το 4,5% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει αχρωματοψία ή ανεπάρκεια λόγω ελαττωμάτων στα κωνικά τους κύτταρα. Το φαινόμενο είναι συνήθως γενετικό και είναι πιο διαδεδομένο στους άνδρες: περίπου 1 στους 12 άνδρες επηρεάζεται σε σύγκριση με 1 στις 200 γυναίκες. Για τα άτομα με «φυσιολογική» έγχρωμη όραση, όταν τα κωνικά κύτταρα ενεργοποιούνται από το φως, μεταδίδουν τις πληροφορίες μέσω του νευρικού συστήματος στον εγκέφαλο, ο οποίος με τη σειρά του το ερμηνεύει ως χρώμα. Ωστόσο, το στάδιο της ερμηνείας δεν είναι τόσο απλό.

Σε ένα κεφάλαιο με τίτλο Χρωμοφιλία, χρωμοφοβία: Πολιτική του χρώματος, εξηγεί πώς μια συγκεκριμένη αποστροφή για το χρώμα διατρέχει τη δυτική κουλτούρα και ότι πολλοί κλασικοί συγγραφείς ήταν απαξιωτικοί, πιστεύοντας ότι το χρώμα αποσπούσε τη προσοχή από τη γραμμή / το σχέδιο και τη μορφή. Στην τέχνη, μας λέει η συγγραφέας, η διαμάχη για τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα του σχεδίου έναντι του χρώματος μαινόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της Αναγέννησης, και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, αν και κάπως συγκρατημένα. Το χρώμα έχει θεωρηθεί ακόμη και αμαρτωλό. Οι Προτεστάντες, για παράδειγμα, γράφει η St. Clair, εξέφραζαν την πνευματική τους απλότητα, αυστηρότητα και ταπεινότητα σε μια παλέτα που κυριαρχούνταν από το μαύρο και το άσπρο. φωτεινά χρώματα όπως το κόκκινο, το πορτοκαλί, το κίτρινο και το μπλε αφαιρέθηκαν από τους τοίχους των εκκλησιών, των σπιτιών και της γκαρνταρόμπας τους, και ο ευσεβής Χένρι Φορντ αρνιόταν για πολλά χρόνια να παράγει αυτοκίνητα σε οποιοδήποτε άλλο χρώμα εκτός από το μαύρο.

Επίσης, κατά τη διάρκεια διαφορετικών ιστορικών περιόδων υπήρχαν νόμοι που ρύθμιζαν ποια τάξη ανθρώπων μπορούσε να φορέσει ορισμένα χρώματα. Δύσκολα στη δημιουργία χρωμάτα, όπως το σκούρο μωβ «ένας άπληστος καταναλωτής πόρων», και το κόκκινο, και τα πιο φωτεινά χρώματα, προορίζονταν για βασιλιάδες, και βασίλισσες, καρδινάλιους, και την άρχουσα τάξη γενικότερα, ενώ τα θαμπά, γήινα χρώματα όπως το γκρι και το καφέ προορίζονατν για τους φτωχούς, τους αγρότες της υπαίθρου και την εργατική τάξη. Το ύφασμα βαμμένο με το μωβ της Τύρου, για παράδειγμα, άξιζε το βάρος του σε χρυσό, και μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. στη Ρώμη μόνο ο αυτοκράτορας επιτρεπόταν να φοράει μωβ της Τύρου. Όποιος άλλος τολμούσε να το φορέσει κινδύνευε με θανάτωση.

Η St. Clair γράφει ότι καθώς τα χρώματα άρχισαν να αποκτούν έννοιες και πολιτισμική σημασία μέσα στις κοινωνίες, έγιναν προσπάθειες να περιοριστεί η χρήση τους, μέσω των νόμων περί πολυτέλειας / the sumptuary laws. Τέτοιοι νόμοι ψηφίστηκαν στην αρχαία Ελλάδα, την Κίνα και την Ιαπωνία, και βρήκαν την πληρέστερη έκφρασή τους στην Ευρώπη από τα μέσα του 12ου αιώνα. Αυτοί οι νόμοι μπορούσαν να αγγίξουν οτιδήποτε: διατροφή, ενδυμασία και επίπλωση, και επιδίωκαν να επιβάλουν κοινωνικά όρια κωδικοποιώντας τα κοινωνικά στρώματα σε ένα σαφές οπτικό σύστημα.

Το βιβλίο είναι γεμάτο με συναρπαστικά γεγονότα, ιστορίες και πληροφορίες σχετικά με τη χρήση χρωστικών, βαφών και χρωμάτων. Για να αναφέρω μόνο μερικά, το Kohl,, το μαύρο χρώμα που χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι ως eyeliner για να αναδεικνύουν το λευκό των ματιών, θεωρείτο ότι είχε μαγικές ιδιότητες και οι Φαραώ το εκτιμούσαν τόσο πολύ που έθαβαν τους εαυτούς τους με αυτό για να το φορούν στη μετά θάνατον ζωή. Φυσικά, η ποιότητα του Kohl εξαρτιόταν από τον πλούτο αυτού που το φορούσε. Το ίντιγκο μπλε / λουλακί προέρχεται από την ελληνική λέξη ινδικόν, που σημαίνει «από την Ινδία», επειδή πιστευόταν ότι οι σπόροι του φυτού που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή του ίντιγκο προέρχονταν από την Ινδία, κάτι που δεν ισχύει στην πραγματικότητα, και το 1500, στη Ρώμη, η χρωστική ίντιγκο ήταν τόσο ακριβή (ένα κιλό κόστιζε 15 φορές το μέσο ημερομίσθιο) που ορισμένοι έμποροι προσπάθησαν να πουλήσουν ένα ψεύτικο προϊόν φτιαγμένο από περιττώματα περιστεριών. Το αψέντι δεν είναι στην πραγματικότητα δηλητηριώδες, αλλά αυτή ήταν μια ιστορία που διαδόθηκε για να πείσει τους ανθρώπους να πίνουν λιγότερο, και το μωβ ανακαλύφθηκε τυχαία στην αναζήτηση θεραπείας για την ελονοσία. Το 1979, ένα ροζ χρώμα με το όνομα Baker-Miller Pink, που κάλυψε για πρώτη φορά τους τοίχους ενός Ναυτικού Σωφρονιστικού Κέντρου των ΗΠΑ, επαινέθηκε για την ηρεμιστική του επίδραση στους κρατούμενους, μειώνοντας σημαντικά τα επίπεδα βίας μέσα στο κέντρο. Αυτό του έδωσε μια κάπως δημοφιλή θέση στις ΗΠΑ και ως εκ τούτου χρησιμοποιήθηκε για τα καθίσματα λεωφορείων, σπιτιών, αθλητικών αποδυτηρίων, κ.ο.κ. Στη συνέχεια, ωστόσο, μελέτες που διεξήχθησαν στον ακαδημαϊκό χώρο παρήγαγαν αντιφατικά αποτελέσματα.

Οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια αέναη αναζήτηση για την κατασκευή χρωστικών για έργα τέχνης, η οποία χρονολογείται από την εποχή των προϊστορικών κατοίκων των σπηλαίων, οι οποίοι είχαν ανακαλύψει πώς να φτιάχνουν χρωστικές μακράς διαρκείας για τα σχέδια των σπηλαίων. Η St. Clair γράφει ότι ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ένας Ρωμαίος φυσιοδίφης που έγραφε τον πρώτο αιώνα μ.Χ., ισχυρίστηκε ότι οι ζωγράφοι στην κλασική Ελλάδα χρησιμοποιούσαν μόνο τέσσερα χρώματα: μαύρο, λευκό, κόκκινο και κίτρινο. Ωστόσο, σημειώνει ότι οι Αιγύπτιοι είχαν ανακαλύψει έναν πολύπλοκο τρόπο κατασκευής ενός φωτεινού μπλε χρώματος ήδη από το 2500 π.Χ. Παρόλα αυτά οι πρώτοι καλλιτέχνες ήταν ακόμα περιορισμένοι.

Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας για την παραγωγή περισσότερων χρωμάτων και την εύρεση περισσότερων πηγών χρωστικών ουσιών, ένας τεράστιος αριθμός φυτών, εντόμων, μαλάκιων, οστράκων και ανθρώπων έχει θυσιαστεί. Η βιομηχανία τροφίμων, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί κοχενίλη (επίσημα με την ονομασία E120) στα τρόφιμα. Μόλις το 2012 τα Starbucks αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το E120 μετά από μια έντονη διαμαρτυρία χορτοφάγων και μουσουλμάνων. Η κοχενίλη λαμβάνεται χρησιμοποιώντας μια χρωστική ουσία από ένα μικροσκοπικό έντομο που ζει σε κάκτους, το οποίο ήταν ένα σημάδι δύναμης για τους Αζτέκους. Μαζί με τον χρυσό και το ασήμι, η κοχενίλη παρείχε τον οικονομικό πυλώνα της ισπανικής αυτοκρατορίας. Οι Ισπανοί χρησιμοποίησαν μια εκδοχή του συστήματος καταναγκαστικής εργασίας που είχαν χρησιμοποιήσει οι Ίνκας για την κατασκευή ναών και δρόμων. Ένα από τα δύο πιο κερδοφόρα ορυχεία στην ισπανική αυτοκρατορία ήταν το Cerro Rico, το οποίο θεωρούνταν από τους ντόπιους ως «το βουνό που τρώει τους ανθρώπους». Τα ατυχήματα και η δηλητηρίαση από υδράργυρο ήταν συνηθισμένα.

Μέταλλα όπως ο σίδηρος, ο χαλκός, το ασήμι και ο χρυσός έχουν μια δομή που περιέχει κινητά ηλεκτρόνια που αντανακλούν έντονα το φως, και αυτό είναι που δίνει σε αυτά τα μέταλλα την ξεχωριστή τους λάμψη. Η St Clair μας λέει ότι η λάμψη του χρυσού, σε συνδυασμό με την αντίσταση του στο θάμπωμα, τον κατέστησε σύμβολο της θεικότητας. Αν και ο χρυσός συνδέεται και με την απληστία και την πλεονεξία, κάτι που είναι εμφανές στον μύθο του βασιλιά Μίδα. Γράφει: «Η μεσαιωνική χριστιανική εκκλησία καταβρόχθιζε το μέταλλο», και για εκατοντάδες χρόνια το χρησιμοποιούσαν  καλλιτέχνες (π.χ. οι φιγούρες του Τζιότο δεν απεικονίζονται σε ένα δωμάτιο ή τοπίο, αλλά βρίσκονται σε ένα λείο χρυσό έδαφος. Στη Γέννηση της Αφροδίτης, ο Μποτιτσέλι υφαίνει χρυσό μέσα από τα μαλλιά της Αφροδίτης. Η «Χρυσή Φάση» του Κλιμτ, κλπ.).

Επίσης άνθρωποι αρρώσταιναν ή πέθαιναν  από επικίνδυνες ουσίες όπως ο μόλυβδος και το αρσενικό που χρησιμοποιούνταν ως χρωστικές σε όλα, από το μακιγιάζ μέχρι τα ρούχα και τις ταπετσαρίες. Το πράσινο του Scheele και τα τοξικά ξαδέρφια του, γράφει η St. Clair: «ήταν υπεύθυνα για πολλούς θανάτους, καθώς ανυποψίαστοι καταναλωτές έβαφαν τα σπίτια τους, έντυναν τα παιδιά τους και τύλιγαν τα αρτοσκευάσματά τους σε μια συναρπαστική νέα απόχρωση που περιείχε θανατηφόρες δόσεις αρσενικού». Όπως τα περισσότερα χρώματα ανά τους αιώνες, το πράσινο έχει συνδεθεί με θετικές και αρνητικές ιδιότητες και υπήρξαν πολλά παράλογα ταμπού και προκαταλήψεις κατά διαφόρων χρωμάτων σε διαφορετικές εποχές. Στη Δύση από τον 12ο αιώνα το πράσινο άρχισε να συνδέεται με τον διάβολο και τα δαιμονικά πλάσματα, ίσως σημειώνει η St. Clair, ως αποτέλεσμα του αυξανόμενου ανταγωνισμού μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, για τους οποίους το χρώμα ήταν ιερό. Το καφέ ήταν επίσης περιφρονημένο και τα καφέ χρώματα χρησιμοποιήθηκαν και εκτιμήθηκαν κυρίως μετά την πρώτη περίοδο της Αναγέννησης, στους μεγάλους πίνακες του Correggio, του Caravaggio και του Rembrandt. Ο Ολλάνδός Anthony van Dyke, τον δέκατο έβδομο αιώνα, έγινε τόσο επιδέξιος με μια καφέ χρωστική ουσία που αργότερα αυτή έγινε γνωστή ως «καφέ Van Dyke».

Ο λευκός μόλυβδος ήταν επίσης θανατηφόρος. Το 1678, ο Σερ Φιλιμπέρτο ​​Βερνάτι περιέγραψε την τύχη όσων ασχολούνταν με την παραγωγή λευκού μολύβδου. Αλλά δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι που άλεθαν και παρήγαγαν τη χρωστική ουσία που υπέφεραν από τις επιπτώσεις της δηλητηρίασης από μόλυβδο. Ο λευκός μόλυβδος χρησιμοποιούνταν από καιρό ως καλλυντικό για να κάνει το δέρμα να φαίνεται λείο και διαίτερα χλωμό. Η St. Clair αναφέρεται στον Ξενοφώντα, ο οποίος έγραφε με αποδοκιμασία για τις γυναίκες που φορούσαν «γύψο από κεραμικό και μινιόν (λευκό και κόκκινο μόλυβδο)» στην Ελλάδα κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Στην Κίνα και την Ιαπωνία, οι γυναίκες ανακάτευαν ένα παρόμοιο δηλητηριώδες κατασκεύασμα με σκόνη ρυζιού για να το χρησιμοποιήσουν ως βάση στο πρόσωπο, και οι γυναίκες στην αυλή της Βασίλισσας Ελισάβετ έβαφαν μπλε φλέβες πάνω σε ένα παρόμοιο πολύ ανοιχτόχρωμο βασικό στρώμα. Παρομοίως, δύο χρωστικές που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή κίτρινων χρωμάτων, η χρωματική ουσία gamboge και το orpiment, ήταν επίσης εξαιρετικά δηλητηριώδεις. Το orpiment, ένα φυσικό ορυκτό: καναρινί-κίτρινο που αποτελείται από τριθειώδες αρσενικό (As2S3) περιέχει περίπου 60% αρσενικό και είναι θανατηφόρο, και παρόλο που περιστασιακά λαμβανόταν σε ελάχιστες ποσότητες ως καθαρτικό στην Ιάβα, το Μπαλί και την Κίνα, οι κίνδυνοι κατάχρησής του ήταν γνωστοί.

Επιπλέον, σε όλο το βιβλίο υπάρχουν αναφορές στις πολλαπλές συσχετίσεις που κάνουμε μεταξύ των χρωμάτων και άλλων πραγμάτων. Ας πάρουμε για παράδειγμα το λευκό. Η St. Clair γράφει ότι το λευκό έχει μια διαφορετικότητα, θεωρείται θετικό ή ότι έχει θρησκευτική ποιότητα, αλλά συνδέεται επίσης με την εξουσία και το χρήμα. Είναι το κινεζικό χρώμα του πένθους, και στη Δύση και την Ιαπωνία, οι νύφες το φορούν επειδή είναι ένα χρώμα που συμβολίζει την αγνότητα. Κατά τη διάρκεια της Αγγλικής Μεταρρύθμισης, οι εκκλησίες και οι ενορίτες χρησιμοποιούσαν λευκό ασβέστη για να καλύψουν πολύχρωμες τοιχογραφίες και εικόνες που απεικόνιζαν αγίους με τρόπους που σ’ εκίνους τους χρόνους θεωρούσαν  ασεβείς. Αλλά αναφέρει ότι μπορεί επίσης να είναι  αυταρχικό και νευρωτικό, και να δηλώνει αποκλεισμό. Το λευκό έχει συνδεθεί από παλιά με το χρήμα και την εξουσία, και στο παρελθόν μόνο οι πλούσιοι είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν και να συντηρήσουν λευκά υφάσματα, επειδή το μαλλί και το βαμβάκι έπρεπε να υποστούν βαριά επεξεργασία για να γίνουν λευκά, και στη συνέχεια απαιτούσαν πολλή εργασία για να συντηρηθούν σε εποχές χωρίς πλυντήρια ρούχων.

Το κίτρινο είναι μια άλλη ομάδα χρωμάτων που έχει συσχετιστεί με πολλές διαφορετικές θετικές και αρνητικές ιδιότητες. Στους ανθρώπους, γράφει η St. Clair, το χρώμα προμηνύει ασθένεια, χλωμό δέρμα, ίκτερο, και όταν συνδέεται με τη «δημοσιογραφία» υποδηλώνει φτηνό εντυπωσιασμό. Το κίτρινο έχει επίσης συσχετιστεί με την αισθησιοκρατική λογοτεχνία και τα «αμαρτωλά» κίτρινα εξώφυλλα βιβλίων από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Για άλλους, αυτά τα ηλιόλουστα εξώφυλλα ήταν σύμβολα της νεωτερικότητας και κίτρινα βιβλία εμφανίζονται σε δύο πίνακες του Βίνσεντ βαν Γκογκ από τη δεκαετία του 1880, για τον οποίο, μεταξύ και άλλων καλλιτεχνών και στοχαστών της εποχής, το χρώμα έγινε σύμβολο της εποχής και της απόρριψης των καταπιεσμένων βικτωριανών αξιών. Η τελευταία δεκαετία του δέκατου ένατου αιώνα έγινε γνωστή ως η «Κίτρινη Δεκαετία του ’90».

Η ροή μεταναστών από την Ανατολή [ιδιαίτερα την Κίνα] προς τη Δύση, στις αρχές του 20ου αιώνα, ονομάστηκε «κίτρινος κίνδυνος». Το πιο διαβόητο παράδειγμα του κίτρινου ως σύμβολο στίγματος είναι το αστέρι που οι Ναζί ανάγκασαν τους Εβραίους να φορούν, αλλά και άλλες περιθωριοποιημένες ομάδες είχαν αναγκαστεί να φορούν κίτρινα ρούχα ή σήματα από τις αρχές του Μεσαίωνα. Κατά τη διάρκεια της δυναστείας Τανγκ οι κίτρινες αποχρώσεις ήταν απαγορευμένες στους απλούς ανθρώπους και τους αξιωματούχους. Στην Ινδία, ωστόσο, το χρώμα συνδέεται με τον Κρίσνα, και  συμβολίζει την πνευματικότητα, την ειρήνη και τη γνώση.

Όσο για την πορτοκαλί ομάδα, η St. Clair αναφέρει ότι ο Ρώσος καλλιτέχνης αφηρημένης τέχνης, Wassily Kandinsky, περιέγραψε το πορτοκαλί ως «το κόκκινο που έρχεται πιο κοντά στην ανθρωπότητα μέσω του κίτρινου» κι επίσης έγραψε ότι «Το πορτοκαλί είναι σαν άντρα που είναι πεπεισμένος για τις δικές του δυνάμεις». Είναι επίσης ένα χρώμα που χρησιμοποιείται για να επιστήσει την προσοχή σε πιθανούς κινδύνους σε διαφορετικά περιβάλλοντα και πολιτισμούς, ένα προειδοποιητικό σύμβολο στους δρόμους, «εν μέρει επειδή σχηματίζει έντονη αντίθεση με την μπλε-γκρι άσφαλτο, ακόμη και σε χαμηλό φωτισμό». Είναι το χρώμα των Ολλανδών. Χρησιμοποιήθηκε από τους ιμπρεσιονιστές και καλλιτέχνες όπως ο Toulouse-Lautrec, ο Munch, ο Gauguin και ο Van Gogh. Ο κρόκος είναι μια πηγή πορτοκαλί-σαφράν βαφής. Ίχνη φυσικού σαφράν / κρόκου έχουν βρεθεί σε πίνακες στο Ιράκ που φιλοτεχνήθηκαν πριν από 50.000 χρόνια, και οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν κρόκους για να βάφουν τα ρούχα τους. Έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για τη βαφή βουδιστικών ενδυμάτων, αλλά η σπανιότητά και το υψηλό κόστος του έχουν οδηγήσει στην αντικατάστασή του από κουρκουμά και, πιο πρόσφατα, από συνθετικές χρωστικές ουσίες.

Το κεφάλαιο της St. Clair για τη γλώσσα και το χρώμα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Επισημαίνει ότι η μελέτη παλαιών κειμένων των αρχαίων Ελλήνων, ειδικά του Ομήρου, της Βίβλου στα εβραϊκά, του Κορανίου, των βεδικών ψαλμών από την Ινδία και των αρχαίων κινεζικών και ισλανδικών ιστοριών, φαίνεται να παρουσιάζει «τις ίδιες συγκεχυμένες αναφορές στο χρώμα». Αναφέρεται στην άποψη των σχετικιστών που υποστηρίζει ότι η γλώσσα διαμορφώνει την αντίληψη και ότι χωρίς μια λέξη για ένα χρώμα δεν το βλέπουμε ως ξεχωριστό, και στην άποψη των οικουμενιστών που υποδηλώνει ότι οι βασικές κατηγορίες χρωμάτων είναι καθολικές και έχουν τις ρίζες τους, κατά κάποιο τρόπο, στη βιολογία μας. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η γλώσσα του χρώματος είναι πολύπλοκη.

Υπάρχει πληθώρα πληροφοριών στο βιβλίο, καθώς η St. Clair αναλύει 75 διαφορετικούς τόνους, αποχρώσεις, και βαφές. Και νομίζω ότι το βιβλίο της θα ενδιέφερε όποιον αγαπά τα χρώματα ή / και ενδιαφέρεται για την τέχνη, την ιστορία, την πολιτική και τον πολιτισμό,  ή τη χημεία