Πολιτικό τραύμα…..                                               Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί (24/04/2025)

“Να θυμόμαστε ή να ξεχάσουμε – ποιο είναι πιο υγιεινό; Να το γκρεμίσουμε ή να το περιφράξουμε; Να το ξεθάψουμε ή να το αφήσουμε στο έδαφος;” (Η Anna Funder αναφέρεται στο Τείχος του Βερολίνου στο βιβλίο της Stasiland)

“Το να διηγηθούμε την ιστορία μας σημαίνει ότι απαλλασσόμαστε από αυτήν; Ή ότι προχωράμε, δεμένοι, προς το μέλλον μας;” (Από το βιβλίο της Anna Funder, Stasiland)

Η προηγούμενη ανάρτηση αφορούσε τα τραύματα του πολέμου. Στο σημερινό κείμενο, ακολουθώντας την ίδια θεματική, επέλεξα να γράψω για το τραύμα που προκαλείται από το κράτος, από τις αρχές και άλλους μηχανισμούς που συνδέονται με το κράτος, το τραύμα που σχετίζεται με καταπίεση, χειραγώγηση, σοβαρές παραβιάσεις ελευθερίας, και διακρίσεις βάσει πολιτικών απόψεων. Αυτές τις μέρες διάβασα το βιβλίο της Anna Funder, Stasiland: Ιστορίες πίσω από το Τείχος του Βερολίνου (Το 2008 εκδόθηκε και στα Ελληνικά), το οποίο όπως υποδηλώνει ο τίτλος αναφέρεται στην πρώην Ανατολική Γερμανία, που ίσως, όπως γράφει η συγγραφέας, ήταν το πιο τελειοποιημένο κράτος επιτήρησης στην ιστορία. Έτυχε να βρω το συγκεκριμένο βιβλίο καθώς σκεφτόμουν τα θέματα της σημερινής ανάρτησης. Το είδος των εγκλημάτων και των παραβιάσεων δικαιωμάτων που διέπραξε η μυστική αστυνομία της Στάζι στην πρώην Ανατολική Γερμανία έχουν συμβεί και δυστυχώς λαμβάνουν χώρα και σήμερα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και με διάφορες παραλλαγές, σε όλο τον κόσμο, σίγουρα σε καθεστώτα δικτατορικά, αλλά και σε δημοκρατίες.

Η Funder ρίχνει φως στην ανθρώπινη κατάσταση σε περιόδους ακραίου αυταρχισμού και αυστηρής επιτήρησης. Το βιβλίο της έχει κάποιες ομοιότητες με το βιβλίο της Svetlana Alexievch [δείτε την προηγούμενη ανάρτηση], με την έννοια ότι και η Funder συναντά ανθρώπους για να ακούσει και να καταγράψει τις ιστορίες τους, προκειμένου να μας αποκαλύψει μια εποχή και να φέρει στο φως γεγονότα. Νομίζω ότι τοποθετεί τον εαυτό της και την εμπειρία της στην αφήγηση σε μεγαλύτερο βαθμό ίσως από την Αλεξίεβιτς. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας συλλογής ιστοριών σκέφτεται σχετικά με την απόφαση και τις προθέσεις της και συνειδητοποιεί ότι αυτό που επιθυμεί είναι να δημιουργήσει πορτρέτα ανθρώπων, Ανατολικογερμανών, από τους οποίους δεν θα υπάρχει κανένας σε μια γενιά. Γράφει: «Ζωγραφίζω μια εικόνα μιας πόλης στο παλιό ρήγμα της ανατολής και της δύσης.  Αυτό λειτουργεί ενάντια στη λήθη και ενάντια στο χρόνο». Παρομοίως, η Αλεξίεβιτς ήθελε να καταγράψει τις ιστορίες των Σοβιετικών γυναικών που πολέμησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πριν φύγουν όλες από τη ζωή. Και αυτή δούλεψε ενάντια στη λήθη και ενάντια στο χρόνο. Το βιβλίο της Funder περιέχει λιγότερες και μεγαλύτερες συνεντεύξεις, ενώ η αφήγηση της Alexievich είναι πολύ πιο πολυφωνική.

Η Anna Funder είναι Αυστραλή συγγραφέας. Έχει σπουδάσει αγγλική φιλολογία, γερμανικά και νομικά και είναι αφοσιωμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα. Στη δεκαετία του ’90 ήταν σύμβουλος στο διεθνές δίκαιο και το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την αυστραλιανή κυβέρνηση πριν φύγει για να ζήσει και να γράψει στο Βερολίνο. Είναι Πρέσβειρα του Πανεπιστημίου Τεχνολογίας του Σίδνεϊ. Το 2011 διορίστηκε στο Συμβούλιο Λογοτεχνίας του Αυστραλιανού Συμβουλίου για τις Τέχνες. Τα βιβλία της έχουν λάβει βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του βραβείου Samuel Johnson (τώρα Baillie Gifford) για το καλύτερο μη μυθιστόρημα / non-fiction που εκδόθηκε στην αγγλική γλώσσα για το βιβλίο της Stasiland, το οποίο έχει διασκευαστεί για το ραδιόφωνο και τη σκηνή από το The National Theatre του Λονδίνου, και μελετάται τόσο ως λογοτεχνία όσο και ως ιστορία σε σχολεία και πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο.

Η Funder εργάστηκε για κάποιο διάστημα στην τηλεόραση στο Ανατολικό Βερολίνο στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν, όπως γράφει, ανέπτυξε ένα συναίσθημα για την πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, μια χώρα που δεν υπάρχει πια, αλλά που τα απομεινάρια της είναι ακόμα εκεί, ένα συναίσθημα που περιγράφει ως τρόμο-ρομάντζο. Γράφει: “Το ειδύλλιο προέρχεται από το όνειρο ενός καλύτερου κόσμου που οι Γερμανοί κομμουνιστές ήθελαν να οικοδομήσουν από τις στάχτες του ναζιστικού παρελθόντος τους: από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του. Ο τρόμος προέρχεται από αυτό που έπραξαν στο όνομά του.” Ενδιαφέρθηκε για τη Στάζι, το πρώην Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της Ανατολικής Γερμανίας, και για το ανθρώπινο σθένος, αυτό το κάτι μέσα σε έναν άνθρωπο που αντιστέκεται στη διαφθορά παρά τον φόβο και το τίμημα που πρέπει να πληρώσει.

Η Στάζι ήταν ο εσωτερικός στρατός με τον οποίο η κυβέρνηση διατηρούσε τον έλεγχο. Είχε εμμονή με τη λεπτομέρεια και η δουλειά της ήταν να ξέρει τα πάντα για τον καθένα, χρησιμοποιώντας όποιο μέσο έβρισκε βολικό. Υπήρχε ένα πανεθνικό σύστημα επιτήρησης ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών. Ήξεραν ποιος σε επισκέφτηκε, σε ποιον τηλεφώνησες και τι είπες, διάβαζαν γράμματα και ημερολόγια, έκαναν κατάσχεση βιβλίων και παιδικών καρτών στους παππούδες και στις γιαγιάδες, ήξεραν για τους συντρόφους σου, τους συζύγους σου, τυχόν εξωσυζυγικές σχέσεις, τι έτρωγες, τι αγόραζες και τι διάβαζες, και συνέλεγαν βάζα δειγμάτων μυρωδιών. Η Funder σημειώνει ότι αυτή η διαδικασία ήταν «φανερή ή κρυφή» και υπήρχε κάποιος που έδινε αναφορές στη Στάζι για τους συμπολίτες του σε κάθε σχολείο, πανεπιστήμιο, αθλητικό σύλλογο, εργοστάσιο, πολυκατοικία και παμπ.

Οι ιστορικοί παράγοντες και οι λόγοι ανάπτυξης αυτού του αστυνομικού κράτους και μηχανής παρακολούθησης αποκαλύπτονται σταδιακά μέσα από τις ιστορίες των συνεντευξιαζόμενων. Η Στάζι είχε φακέλους για όλους και αναμειγνυόταν σε κάθε πτυχή της ζωής των ανθρώπων. Στρατιές αμειβομένων και μη πληροφοριοδοτών, επίσημων και ανεπίσημων συνεργατών, κράτησαν αυτή τη μηχανή σε λειτουργία για δεκαετίες. Απλοί πολίτες στρατολογήθηκαν για να κατασκοπεύσουν τους συμπολίτες τους, τους φίλους, τους συναδέλφους και τα μέλη της οικογένειάς τους, και ορισμένες εκτιμήσεις φτάνουν μέχρι και έναν πληροφοριοδότη για κάθε έξι και μισό μέλη του πληθυσμού. Μια συνεντευξιαζόμενη αναφέρει ότι ήταν περίπου ένας στους πενήντα ανθρώπους. Η Funder αναφέρει: «Η Στάζι είχε 97.000 υπαλλήλους — περισσότερο από αρκετούς για να επιβλέπει μια χώρα δεκαεπτά εκατομμυρίων κατοίκων. Αλλά είχε επίσης πάνω από 173.000 πληροφοριοδότες ανάμεσα στον πληθυσμό».

Συμμετείχαν για λόγους ιδεολογικούς ή για να αποκτήσουν εξουσία, προνόμια ή χρήματα, να πετύχουν, να ανήκουν, από φόβο ή επειδή εκβιάστηκαν. Ένας πρώην άνδρας της Στάζι, που πλέον εργαζόταν ως ντετέκτιβ, διηγήθηκε πώς δεν ήταν ποτέ πολύ ιδεολόγος, αλλά ήταν σπασίκλας σε σχέση με το νόμο και είχε ανατραφεί να σκέφτεται έτσι από τα χρόνια του νηπιαγωγείου του. Ένας ψυχολόγος της Στάζι, που αναφέρεται στο βιβλίο, εξηγεί την προθυμία των ανθρώπων να δίνουν πληροφορίες για τους συμπατριώτες τους, ως μια παρόρμηση να επιβάλλουν στο γείτονά τους να κάνει το σωστό. Και το πιο ανησυχητικό είναι ότι πολλοί απλώς ασχολήθηκαν με αυτή τη δραστηριότητα λόγω της ικανοποίησης που τους έδινε η αίσθηση ότι έχουν εξουσία πάνω στους άλλους. Για άλλους παρείχε μια διέξοδο σε συναισθήματα επιθετικότητας, φθόνου ή ανταγωνισμού.

Μίλησε με ανθρώπους που υπήρξαν θύματα, καθώς και πρώην υπαλλήλους και αξιωματούχους της Στάζι, προκειμένου να κάνει ορατή μια εποχή και τις ιστορίες πόνου, απώλειας, θάρρους και αντίστασης που γέννησε, και να δώσει μια πιο σφαιρική εικόνα του τι συνέβη και πώς το βίωσε ο ντόπιος πληθυσμός. Τοποθετώντας μια αγγελία σε μια εφημερίδα η Funder κανόνισε συναντήσεις με αρκετούς άνδρες της Στάζι, συμπεριλαμβανομένου του ευγενή αποστάτη Karl-Eduard von Schnitzler, ο οποίος για χρόνια φιλοξενούσε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα που ασκούσε κριτική στη Δύση, και ο οποίος. έβλεπε τη δουλειά του ως έργο ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Αυτοί οι άντρες ζούσαν ακόμα στα ίδια σπίτια στα περίχωρα του Πότσνταμ ή σε πολυκατοικίες στο Βερολίνο, άλλοι με τις πεποιθήσεις και την πίστη τους ανέπαφες, κάποιοι κυνικοί και εξουσιομανείς, και άλλοι όπως ο χαρτογράφος του καθεστώτος, ο Χάγκεν Κοχ, ένας υποδειγματικός πολίτης, ο οποίος ως νεαρός στρατηλάτης χάραξε μια γραμμή με κιμωλία στον δρόμο όπου έμελλε να χτιστεί το Τείχος του Βερολίνου, είχαν τις δικές τους ιστορίες θυματοποίησης, όταν οι ανώτεροί τους επεμβαίνανε στη δική τους ζωή, στη ζωή των οικογενειών τους και στον γάμο τους.

Στο βιβλίο η Funder έχει συμπεριλάβει συνομιλίες με αρκετές γυναίκες, που ίσως είναι οι κύριοι χαρακτήρες. Είναι γυναίκες που υπέφεραν, έχασαν, τιμωρήθηκαν και επέδειξαν θάρρος και ακεραιότητα, γυναίκες των οποίων η ζωή επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το Τείχος του Βερολίνου. Μία από αυτές είναι η Miriam Webster. Η ιστορία της αποτελεί το κεντρικό σκέλος του βιβλίου. Αυτή και ο μετέπειτα δολοφονημένος σύζυγός της, Τσάρλι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι οι κεντρικοί ήρωες του βιβλίου. Η Μίριαμ εξακολουθεί να αναζητά απαντήσεις για τον πρόωρο θάνατο του συζύγου της.

Η Miriam λέει στην Funder ότι «έγινε, επίσημα, εχθρός του κράτους στα δεκαέξι της», το 1968 η Άνοιξη της Πράγας ήταν σε πλήρη εξέλιξη και οι Ρώσοι δεν είχαν ακόμη κατεβάσει τα τανκς στους δρόμους για να συντρίψουν τους διαδηλωτές. Η κατεδάφιση ενός ιστορικού κτιρίου στη γενέτειρά της έγινε το επίκεντρο για την έκφραση μιας εκτεταμένης δυσφορίας που είχαν κολλήσει οι ντόπιοι από τους Τσέχους γείτονές τους. Οι διαδηλώσεις της Λειψίας ερμηνεύτηκαν από το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας ως στάχτη που πιθανόν να γίνει φωτιά, και έτσι η αστυνομία έριξε νερό στους ανθρώπους με πυροσβεστικούς σωλήνες και προχώρησε σε πολλές συλλήψεις. Η Μίριαμ και η φίλη της Ούρσουλα ένιωσαν ότι αυτό δεν ήταν σωστό. Διηγείται, «Στα δεκαέξι έχεις μια ιδέα για τη δικαιοσύνη, και απλώς θεωρήσαμε ότι ήταν λάθος. Δεν ήμασταν σοβαρά εναντίον του κράτους – δεν το είχαμε σκεφτεί τόσο πολύ. Απλώς σκεφτήκαμε ότι δεν ήταν δίκαιο να φέρνουν άλογα και ούτω καθεξής». Έτσι αποφάσισαν να γίνουν δημιουργικές και να φτιάξουν τα δικά τους φυλλάδια, τα οποία κόλλησαν στην πόλη. Άφησαν επίσης φυλλάδια στα γραμματοκιβώτια δύο αγοριών που γνώριζαν από το σχολείο και ένας από τους γονείς φώναξε την αστυνομία.

Αυτό ήταν το τέλος της εφηβείας της και της ζωής της όπως την ήξερε. Και τα δύο κορίτσια τέθηκαν σε απομόνωση για ένα μήνα, χωρίς καμία επίσκεψη ή τηλεφώνημα από τους γονείς ή τους δικηγόρους τους, βιβλία ή εφημερίδες. Και μετά τις άφησαν ελεύθερες να περιμένουν τις δίκες τους! Τρομοκρατημένη μήπως την έστελναν πίσω στη φυλακή, το επόμενο πρωί η Μίριαμ μπήκε σε ένα τρένο για το Βερολίνο, ένα μέρος που δεν είχε ξαναπάει, με σκοπό να περάσει με κάποιο τρόπο το Τείχος. Και κόντεψε να τα καταφέρει, αν δεν σκόνταφτε πάνω σ’ ένα συρματόσχοινο στο τέλος της διαδρομής. Ακούστηκαν οι σειρήνες και μετά συνελήφθη.

Στα δεκαέξι της ήταν πίσω στην απομόνωση, την ανέκριναν έξι ώρες κάθε βράδυ για δέκα νύχτες. Τα βασανιστήρια της στέρησης ύπνου είχαν σκοπό να την κάνουν σαν ζόμπι, και ως εκ τούτου, να την σπάσουν και να την κάνουν εντυπωσιακά εύπλαστη. Καταδικάστηκε σε ενάμιση χρόνο στις γυναικείες φυλακές του Hoheneck. Η Miriam είπε στην Funder ότι όταν βγήκε από τη φυλακή, βασικά δεν ήταν πια άνθρωπος. Περιέγραψε το Βάπτισμα Καλωσορίσματος σε μια μπανιέρα γεμάτη κρύο νερό, τη μοναδική φορά που πίστεψε ότι θα πέθαινε στα αλήθεια, και τη βαρβαρότητα των ενήλικων εγκληματιών κρατουμένων, που λάμβαναν προνόμια για την κακοποίηση των πολιτικών κρατουμένων.  Όταν βγήκε, της απαγόρευσαν να σπουδάσει και δεν μπορούσε να βρει δουλειά. Διηγείται: «Όπου έκανα αίτηση, η Στάζι φρόντιζε να με απορρίψουν.» Και μετά, όταν αυτή και ο σύζυγός της Τσάρλι άρχισαν να ζουν μαζί, βρίσκονταν συνεχώς υπό παρακολούθηση και στο σπίτι τους γινόταν έρευνα κατά καιρούς.

Η Julia Behrend είναι μια άλλη γυναίκα, της οποίας η ζωή καταστράφηκε από το κράτος, ο λόγος, μια ρομαντική σχέση εξ αποστάσεως κυρίως, με έναν Ιταλό που γνώρισε όταν ήταν δεκαέξι. Η Τζούλια, η οποία υπενοικιάζει ένα διαμέρισμα στη Funder κι έχει γίνει ένα είδος φίλης, μιλά στη Funder για την οικογένειά της και το παρελθόν της. Οι γονείς της ήταν και οι δύο καθηγητές γυμνασίου και, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, ήταν κάπως αμφίθυμοι για τη χώρα τους, αλλά δεν ήταν αντιφρονούντες, και κανένας από αυτούς δεν είχε ποτέ προβλήματα με το κράτος. Σημειώνει: «ζούσαμε με μια ξεκάθαρη αίσθηση «από τη στιγμή που ξυπνούσαμε», για το τι μπορούσε να ειπωθεί έξω από το σπίτι (πολύ λίγα) και τι μπορούσε να συζητηθεί μέσα σε αυτό (τα περισσότερα πράγματα).»

Η μητέρα της έλεγε στις τέσσερις κόρες της ότι θα μπορούσαν να γίνουν ότι ήθελαν. Ο πατέρας της ο Ντίτερ ήταν ευαίσθητος και ήθελε να βελτιώσει αυτό που έβλεπε ως ένα ελαττωματικό σύστημα, το οποίο όμως, από την ιδρυτική του υπόθεση, ήταν πιο δίκαιο από τον καπιταλισμό. Για τους κόπους του και τα βάσανα του, λέει η Τζούλια. «η χώρα του τον έκανε παρία και τη ζωή του μιζέρια. Ζώντας τόσο πολύ σε μια σχέση ανέκφραστης εχθρότητας, αλλά και εξωτερικής συμμόρφωσης με το κράτος τον είχε διαλύσει». Όπως κι ο πατέρας της, η Τζούλια γνώριζε τα προβλήματα και την έλλειψη ελευθερίας, αλλά πίστευε στην Ανατολική Γερμανία ως εναλλακτική στη Δύση. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών της με την Funder, παρά τον τρόπο που η ζωή της εκτροχιάστηκε από την παρέμβαση του κράτους, η Τζούλια συγκρίνει τις δύο νοοτροπίες, τα δύο συστήματα, τη Δύση και την Ανατολή. Σημειώνει ότι έχοντας ζήσει τόσο στα ανατολικά όσο και στα δυτικά χωρίς να μετακομίσει σπίτι, μπορεί να διακρίνει «μια διαφορά μεταξύ σεξουαλικής παρενόχλησης και παρενόχλησης……. στη ΛΔΓ μπορούσες να βγεις μόνη το βράδυ ως γυναίκα! Μπορούσες να αφήσεις την πόρτα του διαμερίσματός σου ανοιχτή… Κανείς δεν ήταν άστεγος όπως είναι τώρα».

Ως νεαρό κορίτσι, η Τζούλια αγαπούσε τις γλώσσες και ονειρευόταν να γίνει μεταφράστρια και διερμηνέας. Είχε φίλους δια αλληλογραφίας / pen-pals σε άλλες χώρες και περνούσε τον ελεύθερο χρόνο της γράφοντας γράμματα στα γαλλικά, τα ρωσικά και τα αγγλικά. Αργότερα έγραφε γράμματα στον φίλο της στην Ιταλία. Αρίστευσε την τελευταία χρονιά του γυμνασίου και ήθελε να πάει σε ένα σχολείο που φημιζόταν για τη διδασκαλία γλωσσών, αλλά, για λόγους που δεν της έγιναν σαφείς, οι αρχές την έστειλαν μακριά σε ένα οικοτροφείο, παρά τα παράπονα της μητέρας της. Στη συνέχεια, μια μέρα του 1984 ο διευθυντής του σχολείου έκλεισε ραντεβού να δει τους γονείς της στο σπίτι για να τους πείσει να πείσουν τη Τζούλια να διαλύσει τη σχέση με τον Ιταλό φίλο της. Μετά από αυτό δεν μπορούσε να βρει καμία δουλειά. Ήταν άριστη μαθήτρια που μιλούσε γερμανικά, αγγλικά, ρώσικα, γαλλικά και λίγα ουγγρικά. Προσπάθησε να βρει μια θέση ως ρεσεψιονίστ ή σερβιτόρα, χωρίς επιτυχία, πιθανώς επειδή κάθε ξενοδοχείο και κάθε εστιατόριο έπρεπε να ελέγξει τα ονόματα όλων των νέων υπαλλήλων στη Στάζι.

Στη συνέχεια, την κάλεσε ένας αξιωματικός της Στάζι, ο οποίος αφού της διάβασε τα γράμματα που είχε ανταλλάξει με τον φίλο της και της μίλησε για όλα όσα γνώριζε για την οικογένειά της, της πρότεινε να βοηθήσει τη Στάζι και να συναντιέται μαζί τους κάθε τόσο για μια κουβεντούλα, αλλά η Τζούλια ήξερε ότι δεν θα έδινε πληροφορίες για κανέναν. Της είχε δείξει ότι με ένα τηλεφώνημα που θα του έκανε «θα μπορούσε να είναι μέσα ή έξω. Θα μπορούσε να είναι μαζί τους ή θα μπορούσε να φύγει». Γράφει ότι «ένιωσε αποκομμένη, ξαφνικά και αμετάκλητα, από τη ζωή… Ήταν σαν ξαφνικά να ήμουν στην άλλη όχθη, χωρισμένη από όλους».

Η Τζούλια μιλά για την επίγνωση που έχει αποκτήσει σταδιακά. Στην αρχή ήταν θυμωμένη που δεν της επέτρεπαν να σπουδάσει ή να κάνει καριέρα, αλλά τώρα ανατρέχοντας στο παρελθόν, έχει συνειδητοποιήσει ότι ήταν η απόλυτη επιτήρηση που την έβλαψε περισσότερο. Η ίδια περιγράφει αυτή την εμπειρία: «Ήταν η απώλεια των πάντων μέχρι που εξαφανίστηκα κι εγώ». Η Funder γράφει για την Τζούλια ότι σήμερα δεν βλέπει μια ταλαντούχο γλωσσολόγο, αλλά «μια γυναίκα, της οποίας η μερική μελέτη / part time σπουδές και η μερική απασχόληση σε πρακτορείο ενοικίασης την κρατούν εν μέρει συνδεμένη με τον κόσμο» και «η οποία χωρίς να φταίει, είχε πέσει στο χάσμα μεταξύ της μυθολογίας και της πραγματικότητας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Δεν συμμορφωνόταν πλέον με τη μυθοπλασία. Πιστή και ταλαντούχα όπως ήταν, τώρα την έσπρωχναν έξω από την πραγματικότητα».

Η Funder χρησιμοποιεί τις Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων ως μεταφορά για να περιγράψει το χάσμα μεταξύ της μυθοπλασίας και των μύθων, και της πραγματικότητας. Φυσικά, η εθνική μυθολογία, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, απαντάται σε κάθε χώρα, και στην πραγματικότητα, σε διαφορετικά επίπεδα και παραλλαγές, όλα τα υπόλοιπα που περιγράφονται στο βιβλίο αφορούν χώρες σε όλο τον κόσμο. Ένας μύθος, για παράδειγμα, ήταν ότι η Ανατολική Γερμανία δεν ήταν μέρος του Ναζιστικού Καθεστώτος, ενώ στην πραγματικότητα από ναζιστικό καθεστώς τη μια μέρα, έγινε σοσιαλιστικό καθεστώς την επόμενη. Γράφει: «Βιώνω τις περιπέτειες  της Αλίκης στη Χώρα της Στάζιλαντ. Έχω βρεθεί σε ένα μέρος όπου αυτό που ειπώθηκε δεν ήταν αληθινό, και αυτό που ήταν αληθινό δεν επιτρεπόταν, όπου άνθρωποι εξαφανίστηκαν πίσω από πόρτες και κανείς δεν άκουσε τίποτα για αυτούς ξανά ή μεταφέρθηκαν λαθραία σε άλλα βασίλεια». Κατά τη διάρκεια μιας από τις συνομιλίες τους, η Τζούλια αναφέρει ότι «οι άνθρωποι έπρεπε να αποδεχτούν μια ποικιλία μυθοπλασιών ως γεγονότα» και ότι πολλοί άνθρωποι αποσύρθηκαν σε αυτό που αποκαλούσαν εσωτερική μετανάστευση. Προστάτευσαν τη μυστική εσωτερική ζωή τους σε μια προσπάθεια να φυλάξουν κάτι από τον εαυτό τους από τις αρχές. Εξηγεί ότι θα μπορούσε κανείς να αποφύγει την επαφή με το καθεστώς μόνο αν αποφάσιζε να βγει εκτός και πήγαινε στη σφαίρα της εσωτερικής μετανάστευσης, αλλά αυτό άφηνε λίγα περιθώρια σε κάποιον να ανήκει, να προχωρήσει στη ζωή, να πετύχει και να εκπληρώσει τις φιλοδοξίες του.

Η Frau Paul ήταν μια άλλη θαρραλέα γυναίκα, η οποία αναγκάστηκε να κάνει μια «αδύνατη» επιλογή και της οποίας η οικογενειακή ζωή διαλύθηκε κυριολεκτικά από το Τείχος και το σύστημα που το συντηρούσε. Μαζί με το Σινικό Τείχος της Κίνας, το Τείχος του Βερολίνου ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κτίσματα που κατασκευάστηκαν ποτέ για να κρατούν τους ανθρώπους χωριστά. Το Τείχος εκεί έξω στον κόσμο έγινε μια δομή στα κεφάλια των ανθρώπων. Η Frau Paul το έθεσε ξεκάθαρα: «Το Τείχος πέρασε κατευθείαν μέσα από την καρδιά μου». Ξύπνησε ένα πρωί με το Τείχος να τη χωρίζει από το βαριά άρρωστο νεογέννητο μωρό της, το οποίο είχε μεταφερθεί σε νοσοκομείο στο Δυτικό Βερολίνο, προκειμένου να παραμείνει στη ζωή. Ο γιος τους παρέμεινε στη Δυτική Γερμανία και τους επιστράφηκε μετά από αρκετά χρόνια, όταν μπορούσε πλέον να τρώει χωρίς βοήθεια.

Είπε στην Funder: «Ο σύζυγός μου κι εγώ αποφασίσαμε να επιχειρήσουμε να φύγουμε παράνομα από την επικράτεια της ΛΔΓ…… Δεν είμαι η κλασική αντιστασιακός….. Δεν ήμουν καν μέλος της αντιπολίτευσης. Μέχρι σήμερα δεν είμαι μέλος κάποιου πολιτικού κόμματος». Μαζί με τον σύζυγό της καταδικάστηκαν σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικής εργασίας. Η Frau Paul ξενάγησε την Funder στις φυλακές Hohenschönhausen. Κανένας από τους βασανιστές δεν έχει οδηγηθεί στη δικαιοσύνη.

Τέλος, θα ολοκληρώσω αυτό το άρθρο με μια σύντομη αναφορά στο τι συνέβη σε αυτό το βουνό από αρχεία.

Το Runde Ecke, το κτίριο των πρώην γραφείων της Στάζι, το οποίο καταλήφθηκε από διαδηλωτές το 1989, είναι τώρα μουσείο της Στάζι. Η Funder γράφει:…» ήταν τεράστιο…… συρρικνώθηκα σαν την Αλίκη». Στα σαράντα χρόνια της,  «Η Εταιρεία  /  The Firm» δημιούργησε το ισοδύναμο όλων των αρχείων κατά τη διάρκεια της γερμανικής ιστορίας από τον Μεσαίωνα. Σε όρθια θέση και από άκρη σε άκρη, οι φάκελοι που κρατούσε η Στάζι για τους συμπατριώτες της θα σχημάτιζαν μια γραμμή μήκους 180 χιλιομέτρων». Όταν άνοιξαν οι φάκελοι, λέει, «Μεγάλα και μικρά μυστήρια κατανοήθηκαν. Όπως λόγου χάρη τα τικ του απλού ανθρώπου στο δρόμο». Για παράδειγμα, εκτέθηκε ένα έγγραφο με σήματα και χειρονομίες που χρησιμοποιούσαν η Στάζι και οι πληροφοριοδότες, όπως να αγγίζει κανείς τη μύτη του, να χαϊδεύει τα μαλλιά του, να σηκώνει ένα καπέλο, να βάζει το χέρι στο στομάχι ή να δένει τα κορδόνια του παπουτσιού, και ούτω καθεξής, και τι σήμαιναν αυτά.

Οι αξιωματικοί της Στάζι είχαν λάβει οδηγίες να καταστρέψουν φακέλους, ξεκινώντας από τους πιο ενοχοποιητικούς. Κατέστρεφαν φακέλους μέχρι που κατέρρευσαν οι καταστροφείς εγγράφων, και μετά συνέχισαν με το χέρι, βάζοντας τα σχισμένα χαρτιά με τάξη σε σακιά. Τώρα στη Νυρεμβέργη, οι puzzle women (οι γυναίκες-παζλ, αν και υπάρχουν και μερικοί άνδρες) συναρμολογούν τα σχισμένα έγγραφα, μια τρομερά αργή διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη τον μικρό αριθμό ανθρώπων που εργάζονται επί του παρόντος.

Από το 1989 έως τον Οκτώβριο του 1990 υπήρξε μια έντονη συζήτηση στη Γερμανία σχετικά με το τι θα γίνει με τους φακέλους της Στάζι.

«Θα έπρεπε να ανοίξουν ή να καούν; Θα έπρεπε να κλειδωθούν για πενήντα χρόνια και μετά να ανοίξουν, όταν οι άνθρωποι τους οποίους αφορούσαν θα ήταν νεκροί ή, ενδεχομένως, θα είχαν συγχωρεθεί; Ποιοι ήταν οι κίνδυνοι του να μάθουμε; Ή οι κίνδυνοι να αγνοήσουμε το παρελθόν και να ξανακάνουμε τα ίδια, με διαφορετικού χρώματος σημαίες ή κασκόλ ή κράνη;»

Στο τέλος, κάποιοι φάκελοι καταστράφηκαν, άλλοι κλειδώθηκαν και άλλοι άνοιξαν. Το καλοκαίρι του 1990 το κοινοβούλιο της ΛΔΓ ψήφισε νόμο που παρέχει στους ανθρώπους το δικαίωμα να έχουν πρόσβαση στα δικά τους αρχεία, να έχουν πρόσβαση σε όλα αυτά τα κλεμμένα προσωπικά στοιχεία που επέτρεπαν τη χειραγώγηση της ζωής τους. Η Funder γράφει: «Η Γερμανία ήταν τελικά η μόνη χώρα του Ανατολικού Μπλοκ που τόσο γενναία, τόσο ευσυνείδητα άνοιξε τους φακέλους και έδωσε πρόσβαση σε αυτούς στο λαό της.

Πολλές χώρες χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τέτοιου είδους ζητήματα και να αποφασίσουν αν θα καταστρέψουν ή θα ανοίξουν αρχεία. Η Ελλάδα έχει τη δική της μακρά οδυνηρή ιστορία σχετικά με εκατομμύρια φακέλους με προσωπικά στοιχεία πολιτών, με έμφαση στις πολιτικές τους απόψεις, πληροφορίες, που χρησιμοποιήθηκαν για διακρίσεις, τρομοκρατία και τιμωρία του λαού της. Για να γράψω για αυτήν την πολύ μεγάλη και οδυνηρή σελίδα της ελληνικής ιστορίας θα χρειαζόταν τουλάχιστον μια άλλη εξίσου μακροσκελή ανάρτηση.

Έχω παραθέσει μερικούς συνδέσμους / links για άρθρα ελληνικών εφημερίδων, δυο συνεντεύξεις και μια ομιλία παρακάτω:

Και πάντα, υπάρχουν τα πιεστικά ερωτήματα: Ποιοι είναι οι κίνδυνοι του να γνωρίζεις; Τι γίνεται με τα δικαιώματα όλων των θυμάτων, όλων εκείνων στους οποίους ανήκαν αυτοί οι φάκελοι; Και το πιο σημαντικό: Ποιοι είναι οι κίνδυνοι του να αγνοήσεις το παρελθόν και να το επαναλάβεις;

  1. Οι φάκελοι «πολιτικών φρονημάτων» που γλίτωσαν την πυρά: https://www.tovima.gr/2016/05/28/society/oi-fakeloi-politikwn-fronimatwn-poy-glitwsan-tin-pyra/

Τον Αύγουστο του 1989, φάκελλοι μεταφέρονται στην υψικάμινο της Ελευσίνας και στους κλιβάνους που στήθηκαν στην υπόλοιπη Ελλάδα για να κάψουν τα «αρχεία του μίσους». Ένα πολύτιμο αρχειακό υλικό για τους ιστορικούς αλλά και σημαντικά ντοκουμέντα της Αριστεράς μπήκαν στη χοάνη της καύσης στο όνομα της «εθνικής συμφιλίωσης». Περισσότερα από 17 εκατομμύρια έγγραφα, στα οποία το καθεστώς της «νομιμοφροσύνης», από τη μεταξική δικτατορία ως και τη χούντα των συνταγματαρχών, κατέγραφε τις ζωές των «στιγματισμένων», κυρίως από την Αριστερά, αλλά όχι μόνο, έγιναν στάχτη.Το 1989 γλίτωσαν την πυρά μόνο 2.100-2.500 φάκελοι, όσων κρίθηκαν ηγετικά στελέχη της Αριστερά που εκτελέστηκαν, καθώς και φάκελλοι καλλιτεχνών, αθλητών, προσώπων από τον συντηρητικό χώρο, αλλά και άλλοι άνθρωποι λιγότερο γνωστοί.

  1. Με Κοινή Υπουργική Απόφαση ανοίγουν τα αρχεία της αστυνομίας / Στο φως χιλιάδες διασωθέντες φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων: https://www.avgi.gr/koinonia/191146_sto-fos-hiliades-diasothentes-fakeloi-koinonikon-fronimaton?amp

«Επρόκειτο για παγκόσμια πρωτοτυπία να προχωρήσει η Ελλάδα σε ολοσχερή καταστροφή τους τόνιζε ο Β. Καραμανωλάκης, συμπληρώνοντας ότι η συζήτηση δεν τίθεται με όρους απονομής δικαιοσύνης αλλά ιστορικής μνήμης και υπενθυμίζοντας την τεράστια διελκυστίνδα στις δημόσιες συζητήσεις κατά πόσο τελικά το 1974 σταμάτησαν να συμπληρώνονται οι φάκελοι ή εάν συνέχισαν μέχρι το 1990 να ενημερώνονται. Οι φάκελοι ατομικών φρονημάτων ξεκίνησαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και γνώρισαν άνθηση μεταπολεμικά, ενώ θεσμοθετήθηκαν το 1947».

  1. Φάκελοι πολιτικών φρονημάτων: Όταν το τραυματικό παρελθόν έγινε στάχτη για να ξεχαστεί κακήν κακώς: https://www.efsyn.gr/ellada/koinonia/196051_fakeloi-politikon-fronimaton-otan-traymatiko-parelthon-egine-stahti-gia-na#goog_rewarded

«Το ερώτημα που διαπερνά το βιβλίο του επίκουρου καθηγητή Ιστορίας Βαγγέλη Καραμανωλάκη που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Θεμέλιο.αφορά τους λόγους που οδήγησαν στην καύση των φακέλων που διατηρούνταν στην Ασφάλεια, με απόφαση της συγκυβέρνησης Ν.Δ.-ΣΥΝ, στις 30 Αυγούστου του 1989, ένα γεγονός στο οποίο η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας είτε συναίνεσε σιωπηρά είτε αδιαφόρησε, με μοναδική σχεδόν αντίρρηση να προβάλλουν οι ιστορικοί, για λόγους διατήρησης της ιστορικής μνήμης ωστόσο και όχι απόδοσης δικαιοσύνης στα θύματα, όπως συνέβη σε άλλες χώρες».

«Και κατέληξε: «Στην ομόθυμη επικρότηση της καύσης των φακέλων βλέπουμε μια κοινωνία που φοβάται το παρελθόν, και το φοβάται επειδή δεν το έχει αντιμετωπίσει, δεν έχει συζητήσει γι’ αυτό. Η πολιτική μπορεί να απομακρύνει τον φόβο, αλλά όχι και να τον εξαλείψει. Η λύση, σε πολιτικό επίπεδο, είναι το κράτος δικαίου. Όμως δεν αρκούν οι κανόνες δικαίου, χρειάζεται και το κουράγιο να αντιμετωπίσεις την αλήθεια, και στην Ελλάδα, η περίπτωση της καύσης των φακέλων δείχνει ότι το κουράγιο αυτό μας έχει λείψει».

  1. LIFO Podcast: https://www.lifo.gr/podcasts/istoria-mias-polis/kaigontas-toys-fakeloys-ton-epikindynon-politikon-fronimaton-1989

Η Αγιάτη Μπενάρδου συζητά με τον ιστορικό και συγγραφέα του βιβλίου «Ανεπιθύμητο παρελθόν – Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ό αιώνα και η καταστροφή τους», Βαγγέλη Καραμανωλάκη.

  1. ERTECHO      01/06/2019       Ο Δημήτρης Τρίκας με τον καθηγητή ιστορίας στο ΕΚΠΑ Βαγγέλης Καραμανωλάκης στο στούντιο για το βιβλίο του “Ανεπιθύμητο παρελθόν”.https://www.ertecho.gr/radio/trito/show/bookfly/ondemand/77290/vaggelis-karamanolakis-symeon-stampoulou-01062019/
  2. Το ανεπιθύμητο παρελθόν. Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ό αιώνα και η καταστροφή τους: https://www.blod.gr/lectures/fakeloi-koinonikon-fronimaton-bwl/

Μία ομιλία σε δύο μέρη, με αφετηρία το ομώνυμο – και βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών – βιβλίο του καθηγητή Βαγγέλη Καραμανωλάκη (Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών).

Μέρος Πρώτο
Ένα ασφυκτικό παρόν (1944-1974): Φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων, παρακολούθηση και έλεγχος των πολιτών στην μεταπολεμική Ελλάδα

«Τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τα συμβούλια νομιμοφροσύνης, οι φάκελοι της Ασφάλειας, του Στρατού κλπ, αποτέλεσαν μέρη ενός πελώριου μηχανισμού διάκρισης των πολιτών, ο οποίος καθόριζε προσωπικές διαδρομές και επαγγελματικές διεξόδους. Ένας μηχανισμός που επιχειρούσε, ελέγχοντας τη ζωή των πολιτών, να τους διαπαιδαγωγήσει στην ιδέα ότι θα έπρεπε να παραμείνουν ανενεργοί, να μην αναπτύξουν τη δική τους πολιτική δράση ή να βρεθούν με το μέρος της εξουσίας, η οποία αλλιώς είχε τη δύναμη να τους συντρίψει. Επρόκειτο για ένα κράτος «τιμωρό», το οποίο χρησιμοποιούσε ένα ευρύ ρεπερτόριο τιμωρητικών πρακτικών στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης του διαλυμένου από την Κατοχή κρατικού μηχανισμού και μέσα από την εμπειρία της εμφύλιας διαμάχης. Σε αυτή την κατεύθυνση το παρελθόν ήταν πανταχού παρόν, αποτελούσε βασικό στοιχείο της διερεύνησης των φρονημάτων του ύποπτου πολίτη, αλλά και του συγγενικού και του φιλικού του περιβάλλοντος. Ο εμφύλιος ήταν ένας πόλεμος που δεν είχε τελειώσει με τη στρατιωτική του κατάληξη, παρέμενε ένα εφιαλτικά τραυματικό παρελθόν το οποίο καθόριζε ένα ασφυκτικό παρόν».

Μέρος Δεύτερο
Από το τραυματικό στο ανεπιθύμητο παρελθόν. Φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων και η συλλογική μνήμη στη Μεταπολίτευση

«Οι στάχτες των φακέλων κάλυψαν την απροθυμία μιας κοινωνίας να σκύψει στις πληγές του παρελθόντος, κάλυψαν την μετατροπή του από τραυματικό σε ανεπιθύμητο».

Τόποι

&

Το τραύμα του πολέμου

“Και η ιστορία; Βρίσκεται στο δρόμο. Στο πλήθος. Πιστεύω ότι στον καθένα μας υπάρχει ένα μικρό κομμάτι ιστορίας.”   Σβετλάνα Αλεξίεβιτς

“Το θάρρος στον πόλεμο και το θάρρος της σκέψης είναι δύο διαφορετικά κουράγια. Κάποτε πίστευα ότι ήταν το ίδιο.”     Σβετλάνα Αλεξίεβιτς
Η σημερινή ανάρτηση αφορά το τραύμα, τραύμα κάθε είδους και βάθους, σωματικό και ψυχικό τραύμα που προκλήθηκε σε ανθρώπους και ζώα, τραύμα τεράστιων επιπτώσεων στο φυσικό περιβάλλον, καταστροφή ανθρωπογενών πραγμάτων όπως κτίρια και γέφυρες, ιστορικά μνημεία και έργα τέχνης, και τεράστια σπατάλη χρόνου, δυνατοτήτων, προσπάθειας και πόρων. Αυτό το κομμάτι αναφέρεται στο βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, The Unwomanly Face of War / Το Μη Γυναικείο Πρόσωπο του Πολέμου, που καταγράφει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από τα μάτια των νεαρών κοριτσιών και γυναικών, που πολέμησαν και που οι άντρες αποκαλούσαν Μικρές Αδελφές. Πολλά κορίτσια ήταν μόλις δεκαπέντε ή δεκαέξι ετών. Προσφέρθηκαν εθελοντικά να πάνε στο μέτωπο, συχνά έπρεπε να γίνουν επίμονες για να στρατολογηθούν, νεαρά κορίτσια και γυναίκες, των οποίων τα μαλλιά άσπρισαν, από τη μια μέρα στην άλλη.

Μια γυναίκα διηγήθηκε πως όταν εμφανίστηκε ζητώντας να στρατολογηθεί, ο υπεύθυνος είχε πει: “Τι είδους Τοσοδούλα είναι αυτή; Τι θα κάνεις; Ίσως πρέπει να επιστρέψεις στη μητέρα σου και να μεγαλώσεις λίγο;” Αλλά δεν είχα πια μητέρα… Η μητέρα μου είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού…» και μια άλλη είπε: «Μεγάλωσα ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η μαμά με μέτρησε στο σπίτι… Είχα ψηλώσει τέσσερα εκατοστά…». Μια άλλη είπε: «Γύρισα από τον πόλεμο και αρρώστησα βαριά. Για πολύ καιρό πήγαινα από το ένα νοσοκομείο στο άλλο, μέχρι που έπεσα πάνω σε έναν ηλικιωμένο καθηγητή.…  Με γιάτρευε περισσότερο με λόγια παρά με φάρμακα. μου εξήγησε την αρρώστια μου. Μου είχε πει ότι αν είχα φύγει για το μέτωπο στα δεκαοκτώ ή στα δεκαεννιά μου, το σώμα μου θα ήταν πιο δυνατό, αλλά επειδή είχα μόλις κλείσει τα δεκαέξι – ήταν πολύ μικρή ηλικία – είχα τραυματιστεί άσχημα».

Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς γεννήθηκε στην Ουκρανία, το 1948 και έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη Σοβιετική Ένωση και τη σημερινή Λευκορωσία, με παρατεταμένες περιόδους εξορίας στη Δυτική Ευρώπη. Έχει κερδίσει πολλά βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2015, για «τα πολυφωνικά γραπτά της, ένα μνημείο στα δεινά και το θάρρος στην εποχή μας». Θεωρήθηκε η πρώτη δημοσιογράφος που έλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά η ίδια έχει απορρίψει την ιδέα ότι είναι δημοσιογράφος και έχει ορίσει το είδος της επιλογής της ως αυτό που μερικές φορές αποκαλείται «λογοτεχνικό ντοκιμαντέρ»: μια καλλιτεχνική απόδοση πραγματικών γεγονότων, με κάποιο βαθμό ποιητικής άδειας, ένα είδος non-fiction που συγκεντρώνει μια χορωδία φωνών για να περιγράψει μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.

Η ίδια έχει πει: “Έψαχνα για μια λογοτεχνική μέθοδο που θα επέτρεπε την πλησιέστερη δυνατή προσέγγιση της πραγματικής ζωής. Η πραγματικότητα πάντα με έλκυε σαν μαγνήτης, με βασάνιζε και με υπνώτιζε, ήθελα να την αποτυπώσω στο χαρτί.  Έτσι οικειοποιήθηκα αμέσως αυτό το είδος πραγματικών ανθρώπινων φωνών και εξομολογήσεων, μαρτυριών και ντοκουμέντων.   Έτσι ακούω και βλέπω τον κόσμο – ως ένα χορό από μεμονωμένες φωνές και ένα κολάζ καθημερινών λεπτομερειών. Έτσι λειτουργούν το μάτι και το αυτί μου. Με αυτόν τον τρόπο όλες οι πνευματικές  και συναισθηματικές μου δυνατότητες αξιοποιούνται στο έπακρο…»

Η Αλεξίεβιτς ενδιαφέρεται να ανακτήσει το μικρό, το προσωπικό, το συγκεκριμένο, τον κάθε άνθρωπο, «όχι όπως τον θεωρεί το κράτος, αλλά αυτό που είναι για τη μητέρα του, για τη γυναίκα του, για το παιδί του…» Ξεκινά το βιβλίο με αποσπάσματα από το ημερολόγιο που κρατούσε σχετικά με το βιβλίο από το 1978 έως το 1985: «Γράφω ένα βιβλίο για τον πόλεμο…. Εγώ, που δεν μου άρεσε ποτέ να διαβάζω στρατιωτικά βιβλία, αν και στα παιδικά μου χρόνια και στα νιάτα μου αυτά ήταν τα αγαπημένα αναγνώσματα όλων. Όλων των συνομηλίκων  μου. Και αυτό δεν εκπλήσσει—ήμασταν τα παιδιά της Νίκης. Τα παιδιά των νικητών». Τον πόλεμο, συνεχίζει, τον θυμόμασταν συνέχεια, στο σχολείο, στο σπίτι, στις συζητήσεις των παιδιών, σε γιορτές, γάμους, βαφτίσεις και  κηδείες.

Θυμάται ότι το χωριό των μεταπολεμικών παιδικών της χρόνων ήταν ένα χωριό γυναικών. Δεν υπήρχαν αντρικές φωνές. Γράφει: «Έτσι μου έχει μείνει: τις ιστορίες του πολέμου τις αφηγούνται γυναίκες. Κλαίνε. Τα τραγούδια τους μοιάζουν με κλάμα». Εντοπίζει τη συμμετοχή γυναικών σε πολέμους από τον τέταρτο αιώνα π.Χ., όταν οι γυναίκες πολέμησαν στους ελληνικούς στρατούς της Αθήνας και της Σπάρτης. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι γυναίκες υπηρέτησαν σε όλους τους κλάδους του στρατού σε πολλές χώρες του κόσμου: «225.000 στον βρετανικό στρατό, 450.000 με 500.000 στον αμερικανικό, 500.000 στον γερμανικό… Περίπου ένα εκατομμύριο γυναίκες πολέμησαν στον σοβιετικό στρατό. Κατέκτησαν όλες τις στρατιωτικές ειδικότητες, συμπεριλαμβανομένων των πιο «ανδροκρατικών» και «αρρενωπών» στην Ευρώπη. Χιλιάδες άλλες, σε όλη την Ευρώπη, αντιστάθηκαν στον φασισμό, όμως παρέμειναν σιωπηλές και μόνο ένα μικρό ποσοστό των μεταλλίων για τη συμμετοχή στην αντίσταση δόθηκαν σε γυναίκες.

Η Αλεξίεβιτς συνειδητοποίησε ότι στα αμέτρητα βιβλία για τον πόλεμο ανέκαθεν έγραφαν άντρες για άντρες, πάντα αντρικά λόγια. Οι γυναίκες ήταν σιωπηλές. Όμως κατά τη διάρκεια των εκατοντάδων συναντήσεων με σοβιετικές γυναίκες, που είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο, διαπίστωσε ότι οι ιστορίες των γυναικών ήταν διαφορετικές. Ο «γυναικείος» πόλεμος είχε τα δικά του χρώματα, μυρωδιές, φωτισμούς, λέξεις και εύρος συναισθημάτων. Προέκυψε ένα ερώτημα: Γιατί, για παράδειγμα, αφού υπερασπίστηκαν και κράτησαν τη δική τους θέση σε έναν άλλοτε απολύτως ανδρικό κόσμο, οι γυναίκες δεν υπερασπίστηκαν την ιστορία τους, τα λόγια και τα συναισθήματά τους;

Η συγγραφή του βιβλίου απαίτησε πολλά ταξίδια, εκατοντάδες ηχογραφημένες κασέτες, χιλιάδες δακτυλογραφημένες σελίδες και μετά τις πρώτες 500 συναντήσεις η συγγραφέας σταμάτησε να μετράει. Η Αλεξίεβιτς γράφει: “Μια χορωδία αντηχεί στη μνήμη μου. Μια τεράστια χορωδία, μερικές φορές τα λόγια σχεδόν δεν ακούγονται, μόνο το κλάμα. Ομολογώ: Δεν πίστευα πάντα ότι ήμουν αρκετά δυνατή για αυτό το μονοπάτι, ότι μπορούσα να τα καταφέρω.” Περιγράφει αυτές τις συναντήσεις. Κάθεται με αυτές τις γυναίκες για ώρες, συχνά μια ολόκληρη μέρα, στα σπίτια τους, πίνουν τσάι, τρώνε πίτες και γλυκά, δοκιμάζουν τα ρούχα που αγόρασαν πρόσφατα, συζητούν για χτενίσματα και συνταγές, βλέπουν φωτογραφίες των εγγονιών τους και μετά, γράφει:… «έρχεται ξαφνικά αυτή η πολυαναμενόμενη στιγμή, όταν το άτομο φεύγει από τον κανόνα – από γύψο και οπλισμένο σκυρόδεμα, όπως τα μνημεία μας – και πηγαίνει στον εαυτό της. Μέσα στον εαυτό της. Αρχίζει να θυμάται όχι τον πόλεμο, αλλά τα νιάτα της. Ένα κομμάτι της ζωής της… Πρέπει να αδράξω αυτή τη στιγμή. Να μην την χάσω!»

Σε αντίθεση με τον «ανδρικό πόλεμο», που αφορά το πώς υποχωρήσαμε, πώς προχωρήσαμε, σε ποιον τομέα του μετώπου, αριθμούς και στατιστικές, οι γυναίκες «αντλούν τις λέξεις από τον εαυτό τους και όχι από εφημερίδες και βιβλία που έχουν διαβάσει — όχι από τους άλλους. Αλλά μόνο από τα δικά τους βάσανα και εμπειρίες. Τα συναισθήματα και η γλώσσα των μορφωμένων ανθρώπων, όσο περίεργο κι αν είναι, συχνά υπόκεινται περισσότερο στην επίδραση του χρόνου. Στη γενικότερη κρυπτογράφηση του. Μολύνονται από δευτερεύουσα γνώση. Από μύθους.” Για να ακούσει κανείς μια ιστορία ενός «γυναικείου», όχι ενός «ανδρικού» πολέμου, η Αλεξίεβιτς  μας λέει ότι μερικές φορές χρειάστηκε να δουλέψει σαν επίμονη ζωγράφος πορτρέτων. Και πάντοτε,  γράφει, συμμετέχουν τουλάχιστον τρία άτομα στη συζήτηση: αυτή που μιλάει τώρα, αυτή που ήταν τότε, τη στιγμή των γεγονότων, και η ίδια.

Η διαδικασία της ενθύμησης, λέει, δεν είναι ούτε μια παθιασμένη, ούτε μια απαθής αφήγηση μιας πραγματικότητας που δεν υπάρχει πια, αλλά μια νέα γέννηση του παρελθόντος, όταν ο χρόνος πηγαίνει αντίστροφα. Οι γυναίκες θυμούνται όλη τους τη ζωή και της ανοίγουν τον κόσμο τους προσεκτικά, για να την προφυλάξουν. Δάκρυσα σε πολλά σημεία, και άλλες φορές ένιωθα το σώμα μου να σφίγγεται. Κάποιες σελίδες διάβασα βιαστικά. Επίσης ένιωσα κι ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης για τα εκατομμύρια των ανθρώπων, που στάθηκαν ενάντια στον φασισμό και τον ολοκληρωτισμό, καθώς και θλίψη για το απίστευτο μέγεθος της απώλειας και το υψηλό τίμημα της νίκης. Μόνο οι Σοβιετικοί έχασαν είκοσι εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές μέσα σε τέσσερα χρόνια. Υπολογίζεται ότι συνολικά 70-85 εκατομμύρια θάνατοι προκλήθηκαν από αυτό που έχει περιγραφεί ως η πιο θανατηφόρα στρατιωτική σύγκρουση στην ιστορία. Κατά την ανάγνωση αυτού του λογοτεχνικού ντοκουμέντου, παρόν ήταν κι ένα αίσθημα ανησυχίας, για τις διαδικασίες σταδιακής λήθης που επιτρέπουν, μαζί με πολλούς άλλους παράγοντες, την άνοδο του αυταρχισμού ξανά, ανησυχία που μάλλον μοιράζομαι με πολλούς σε όλο τον κόσμο.

Στο σχολείο μαθαίνουμε πληροφορίες για τόσους πολλούς πολέμους διαφόρων ιστορικών εποχών: ημερομηνίες, μάχες, αιτίες, στατιστικά στοιχεία και αριθμό απωλειών / θυμάτων, αλλά σπάνια μας ζητείται να ασχοληθούμε με αφηγήσεις για το τι είναι πραγματικά ο πόλεμος, πέρα ​​από στρατηγικές, νίκες και ήττες. Η Αλεξίεβιτς πιστεύει ότι ο πόλεμος των «γυναικών» είναι πιο τρομερός από τον «ανδρικό». Οι άντρες κρύβονται πίσω από την ιστορία, πίσω από τα γεγονότα. Ο πόλεμος τους γοητεύει ως δράση και σύγκρουση ιδεών, συμφερόντων, ενώ οι γυναίκες κατακλύζονται από συναισθήματα. Οι άνδρες είναι επίσης προετοιμασμένοι από την παιδική ηλικία για το γεγονός ότι μπορεί να χρειαστεί να πυροβολήσουν. Οι γυναίκες δεν είναι έτοιμες να το κάνουν αυτό. Οι γυναίκες θυμούνται διαφορετικά. “Είναι ικανές να δουν αυτό που είναι κλειστό στους άνδρες. Επαναλαμβάνω για άλλη μια φορά: ο πόλεμος τους έχει μυρωδιά, έχει χρώμα, έναν κόσμο λεπτομερειών της ύπαρξης.”

Η Αλεξίεβιτς θέτει την ερώτηση του Ντοστογιέφσκι: Πόσο ανθρώπινο ον υπάρχει σε έναν άνθρωπο και πώς να προστατέψει κανείς αυτό το ανθρώπινο ον μέσα στον εαυτό του;

Γράφει ότι ένας άνθρωπος είναι πολύ περισσότερο από τον πόλεμο και καθοδηγείται από κάτι ισχυρότερο από την ιστορία. Νιώθει την ανάγκη να εμβαθύνει στον «απεριόριστο κόσμο του πολέμου», να γράψει την αλήθεια για τη ζωή και τον θάνατο γενικά, όχι μόνο την αλήθεια για τον πόλεμο. Κατανοεί τη μοναξιά του ανθρώπου που επιστρέφει από τον πόλεμο, έχοντας αποκτήσει «μια γνώση που δεν έχουν οι άλλοι, που μπορεί να την αποκτήσουν μόνο εκεί, κοντά στον θάνατο». Γράφει για την ιστορία των συναισθημάτων και της ψυχής, την ιστορία των «μικρών ανθρώπινων όντων, που πετάχτηκαν έξω από τη συνηθισμένη ζωή στα επικά βάθη ενός τεράστιου γεγονότος. Στη μεγάλη Ιστορία». Διευκρινίζει ότι δεν γράφει για τον πόλεμο, αλλά για τους ανθρώπους στον πόλεμο….. Την ενδιαφέρει όχι μόνο η πραγματικότητα που μας περιβάλλει, αλλά αυτή που είναι μέσα μας, όχι μόνο τα γεγονότα, αλλά τα γεγονότα των συναισθημάτων. Μας λέει ότι για εκείνη τα συναισθήματα είναι πραγματικότητα. Γράφει: «Από τη μια μεριά εξετάζω συγκεκριμένα ανθρώπινα όντα που ζουν σε μια συγκεκριμένη εποχή και συμμετέχουν σε συγκεκριμένα γεγονότα, και από την άλλη πρέπει να διακρίνω το αιώνια ανθρώπινο μέσα τους…… Αυτό που υπάρχει στους ανθρώπους πάντοτε».

Η Αλεξίεβιτς ρώτησε και αναρωτήθηκε για ερωτήματα όπως: Τι προκαλεί ο πόλεμος στους ανθρώπους, σωματικά και ψυχικά, τι έκανε στη ζωή τους; Τι απέγιναν οι άνθρωποι; Τι είδαν και κατάλαβαν οι άνθρωποι εκεί; Γενικά για τη ζωή και τον θάνατο; Για τον εαυτό τους, τελικά;

Μια γυναίκα μίλησε για αυτό που βιώνει κανείς αμέσως μετά τη μάχη, μετά τους σκοτωμούς: «Αμέσως μετά από μια επίθεση είναι καλύτερα να μην κοιτάξει κανείς τα πρόσωπα,· είναι εντελώς διαφορετικά πρόσωπα, όχι όπως τα πρόσωπα που έχουν συνήθως οι άνθρωποι. Οι ίδιοι δεν μπορούν να σηκώσουν τα μάτια τους ο ένας πάνω στον άλλο. Δεν κοιτούν καν τα δέντρα. Πλησιάζεις κάποιον και σου λέει: «Φύγε!…” Δεν μπορώ να εκφράσω τι είναι. Όλοι φαίνονται ελαφρώς μη φυσιολογικοί, και υπάρχει ακόμη και μια αίσθηση από κάτι κτηνώδες. Καλύτερα να μην το δεις. Μέχρι σήμερα δεν μπορώ να πιστέψω ότι έμεινα ζωντανή. Ζωντανή….. Πληγωμένη και τραυματισμένη, αλλά ολόκληρη. Δεν μπορώ να το πιστέψω…”

Το βιβλίο περιέχει ένα κομμάτι με τίτλο, Δεκαεπτά Χρόνια Μετά , 2002-2004, όπου επισκέπτεται ξανά παλιά τετράδια. Ενδιαφέρεται κυρίως για τα τετράδια, στα οποία έγραφε τα επεισόδια που διέγραφαν οι λογοκριτές, τις συζητήσεις της με τους λογοκριτές, και τις σελίδες που είχε πετάξει η ίδια, τη δική της αυτολογοκρισία και τους λόγους. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σήμερα θα έκανε πιθανώς διαφορετικές ερωτήσεις, θα άκουγε διαφορετικές απαντήσεις και θα έγραφε ένα διαφορετικό βιβλίο, όχι εντελώς διαφορετικό, αλλά και πάλι διαφορετικό. Γράφει: “Τα έγγραφα είναι ζωντανοί μάρτυρες, δεν σκληραίνουν όπως ο ψυχρός πηλός. Δεν σιωπούν. Κινούνται μαζί μας. Τι θα ρωτούσα περισσότερο τώρα; Τι θα ήθελα να προσθέσω; Θα με ενδιέφερε… ο βιολογικός άνθρωπος, όχι μόνο ο άνθρωπος του χρόνου και των ιδεών. Θα προσπαθούσα να εμβαθύνω στην ανθρώπινη φύση, στο σκοτάδι του πολέμου, στο υποσυνείδητό μας.  Στο μυστήριο του πολέμου….. Ο ηρωισμός μας είναι στείρος, δεν αφήνει περιθώρια για την φυσιολογία ή την βιολογία.…»

Θα τελειώσω αυτό το κείμενο με δύο αποσπάσματα του βιβλίου που αφορούν τα ζώα:

«Υπήρχαν δύο τρένα που στέκονταν το ένα δίπλα στο άλλο στο σταθμό… Το ένα με τραυματίες, και το άλλο με άλογα.  Και μετά άρχισε ένας βομβαρδισμός. Τα τρένα πήραν φωτιά… Αρχίσαμε να ανοίγουμε τις πόρτες, για να σώσουμε τους τραυματίες, για να μπορέσουν να φύγουν,  αλλά όλοι έσπευσαν να σώσουν τα φλεγόμενα άλογα. Όταν οι τραυματίες ουρλιάζουν, είναι κάτι τρομερό. αλλά δεν υπάρχει τίποτα πιο φρικτό από το κλάμα των πληγωμένων αλόγων. Δεν φταίνε σε τίποτα, δεν ευθύνονται για τις ανθρώπινες πράξεις. Και κανείς δεν έτρεξε στο δάσος, όλοι έσπευσαν να σώσουν τα άλογα. Όλοι όσοι μπορούσαν. Όλοι τους!»

«Ένας πυροβολημένος άντρας ήταν ξαπλωμένος στην αυλή… Δίπλα του καθόταν ο σκύλος του. Μας είδε και άρχισε να κλαψουρίζει. Μας πήρε λίγη ώρα για να καταλάβουμε ότι μας καλούσε. Μας οδήγησε στην αγροικία… Τον ακολουθήσαμε. Στο κατώφλι κείτονταν η γυναίκα και τα τρία παιδιά του άνδρα… Ο σκύλος κάθισε δίπλα τους και έκλαψε. Πραγματικά έκλαψε σαν άνθρωπος…».

Τόποι                                                                   Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί (31/03/2025)

Κι ένα βιβλίο

Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει τέσσερα νέα σχέδια, μιας σειράς σχεδίων που μάλλον ολοκληρώνω ή αφήνω, τουλάχιστον προσωρινά, για πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους είναι ο μεγάλος αριθμός σχεδίων που έφτιαξα τους τελευταίους έξι, επτά μήνες. Ήταν μια έντονη δραστηριότητα ζωγραφικής και νιώθω ότι χρειάζομαι ένα διάλειμμα. Συγκεντρώνω όλα αυτά τα σχέδια στην ενότητα Τέχνη του ιστότοπου με τον τίτλο ΤΟΠΟΙ 2024-2025. Ωστόσο, αν επρόκειτο να εκθέσω τη σειρά σε φυσικό χώρο, θα συμπεριλάμβανα μερικά από τα συνοδευτικά κείμενα ή άρθρα που έχω δημοσιεύσει μαζί με τα σχέδια γιατί είναι συμπληρωματικά ή συνυφασμένα με τις ζωγραφιές.

Δημοσιεύω επίσης ένα κομμάτι για ένα βιβλίο που διάβασα αυτές τις μέρες του Lee Siegel.

Μέρος Α

«Οδός Ευτυχίδου» [στο Παγκράτι] της Χρύσας Φάντη (εκδ. Σμίλη)

«Όσο δύσκολο σου είναι να συλλάβεις τα σημάδια του χρόνου πάνω σου, άλλο τόσο δύσκολο είναι να ακολουθήσεις προς τα πίσω τα ίχνη του, και μαζί με αυτά τα ίχνη των ανθρώπων που έζησαν σε τούτη τη συνοικία, να πλανηθείς σε στέκια γνωστά, μαγαζιά απ’ όπου ψώνιζες διάφορα πράγματα που για χρόνια φύλαγες αχρησιμοποίητα και άλλα που, χωρίς δεύτερη σκέψη, την ίδια κιόλας μέρα τα πετούσες· να απαριθμήσεις εκείνα που, από τη μια μέρα στην άλλη, κατέβασαν ρολά χωρίς να δώσουν τη σκυτάλη σε άλλα, να τα επαναφέρεις στη μνήμη σου, αν και δεν γνωρίζεις ή δεν βρίσκεις τον λόγο. […] Ακόμα κι αν σου επιτραπεί η πρόσβαση, πολύ φοβάσαι ότι θα σου είναι σχεδόν ακατόρθωτο να επαναφέρεις την αίσθηση της ρουτίνας και της καθημερινότητας των παλιών ενοίκων της, να ανακαλέσεις το ηχητικό αποτύπωμα των ομιλιών και των καβγάδων τους που κάποτε έφταναν στ’ αυτιά σου· τη θέση τους θα έχει πάρει η γρήγορη αποσάρθρωση, η αργή αλλά βέβαιη αποσύνθεση του μπετόν, οι υπόκωφοι τριγμοί του τσιμέντου, τα μισοσαπισμένα κουφώματα και τα στιγματισμένα πατώματα, σημάδια μια συνοικίας που τα τελευταία χρόνια πνέει τα λοίσθια» (σελίδες 375-376).

Περί ιστορικής διατήρησης

Στο άρθρο της, To Πανεπιστήμιο La Salle Απειλεί τα Τοπόσημα της Germantown / La Salle University Threatens Germantown Landmarks, η Arielle Harris γράφει: «Δεδομένου του ιστορικού κατεδαφίσεων του La Salle, αυτό που επιβιώνει στην πανεπιστημιούπολη από τα τέλη του 19ου αιώνα καθίσταται ακόμη πιο ιδιαίτερο. Το κτίριο στην 2101 W. Clarkson Avenue [The Mary & Frances Wister Studio at 2101 W. Clarkson Avenue…. εγκρίθηκε ομόφωνα από την Ιστορική Επιτροπή της Φιλαδέλφεια για εγγραφή στο τοπικό μητρώο…….] και το Little Wakefield έχουν μοναδικές ατομικές ιστορίες και συμβάλλουν σε ένα ευρύτερο ιστορικό τοπίο που δημιουργήθηκε από εξέχουσες οικογένειες Κουάκερων στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, και ως εκ τούτου αξίζει να χαρακτηριστούν και να προστατευτούν από  κατεδάφιση (https://hiddencityphila.org/2017/02/la-salle-threatens-germantown-landmarks/).

Μέρος Β

Πρόλογος

Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Lee Siegel, ενός ευρέως δημοσιευμένου κριτικού του πολιτισμού και της πολιτικής, και συγγραφέα πέντε προηγούμενων βιβλίων, αφορά τη ζωή του από την παιδική ηλικία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας των είκοσι. Είναι ένας θαρραλέος, ειλικρινής προβληματισμός για τη ζωή και την ταξική καταγωγή του, και το πώς τα χρήματα ή μάλλον η έλλειψή αυτών, επηρεάζουν και αποδομούν οικογένειες και όνειρα. Ο Siegel περιγράφει και αναλύει το μεγάλωμα του στο Νιου Τζέρσεϊ χωρίς φειδωλότητα, αποκαλύπτοντας συναισθηματικές ουλές και τραύματα. Χαρτογραφεί τις οικογενειακές κληρονομιές που τον διαμόρφωσαν με ψυχολογικά τεκμηριωμένη ενδοσκόπηση και διορατικότητα, ρίχνοντας φως τόσο στη μετάδοση των τραυμάτων από γενιά σε γενιά, όσο και στις καταστροφικές επιδράσεις της έλλειψης χρημάτων και της φτώχειας. Είναι επίσης ένα πορτρέτο του συγγραφέα, μια ιστορία του αγώνα του να σπάσει τα εμπόδια που ορθώνουν η οικογένεια, η ταξική καταγωγή και τα χρήματα, προκειμένου να αποκτήσει την ελευθερία να επιλέξει τον δικό του δρόμο στη ζωή.

Είναι αναζωογονητικό το γεγονός ότι ο Siegel εντάσσει την ιστορία της ζωής του εντός του ευρύτερου κοινωνικό-οικονομικού πλαισίου. Μιλάει για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Αμερική, την ταξική καταγωγή, το χρήμα, τη φτώχεια, τις αρχές και την εξουσία: “Άρχισα να τρέμω. Μια συνάντηση με την εξουσία έχει παρόμοιο αποτέλεσμα με ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα. Σε ξυπνά αμέσως από τον καθημερινό λήθαργο της οικειότητας και της ρουτίνας, και σε κάνει να νιώθεις ότι κατοικείς σε ένα όνειρο.” Γράφει για μια κοινωνία, στην οποία η έλλειψη χρημάτων, και ο αγώνας για την απόκτησή τους, μπορεί να μετατρέψει τις αθώες αδυναμίες των ανθρώπων σε όπλα αυτοκαταστροφής. Υπάρχουν πολλά νήματα που διατρέχουν αυτήν την αφήγηση, αλλά η τάξη και το χρήμα, συχνά θέματα ταμπού που συνήθως δεν βρίσκονται στο επίκεντρο των απομνημονευμάτων, είναι κεντρικά εδώ. Τέλος, τα απομνημονεύματα του Siegel δεν αποτελούν μόνο ένα κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, αλλά έχουν και ψυχολογικό βάθος που αντικατοπτρίζει τη δική του ενασχόληση με την ψυχανάλυση / ψυχοθεραπεία, όπου μεταξύ άλλων έχει εξερευνήσει τις διαδικασίες απόκτησης χρημάτων, αποταμίευσης και συνετής χρήσης, και τους φόβους του σχετικά με τη φιλοδοξία.

Καταγωγή

Το βιβλίο ξεκινά με τον συγγραφέα να αποκαλύπτει την καταγωγή του, μέσα από τις ιστορίες των παππούδων του. Ο παππούς του από τη μεριά της μητέρας του, ο Μένκα, μια σημαντική προσωπικότητα στη ζωή του συγγραφέα, με τα μικρότερα αδέρφια του, είχε ταξιδέψει στην Αμερική, μετά το πογκρόμ της Οδησσού το 1905, κατά το οποίο είχε σκοτωθεί μεγάλο μέρος της οικογένειάς τους. Ο Σίγκελ γράφει για τις ιστορίες που άκουσε από τον παππού του: «Καθώς έλεγε την ιστορία της φυγής του σε μια νέα ζωή, με τις κραυγαλέες παραλείψεις, τις υπερβολές και πιθανώς χοντρές  παραποιήσεις, το πρόσωπό του αποκτούσε μια αστραφτερή σαρδονική όψη, σκληρό και έντονο που άγγιζε την κακία. Δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί αυτό το πρόσωπο να ζαρώνει σε δάκρυα, αν δεν είχε βρει την εξίσωση μεταξύ υπερβολικού αισθήματος και έλλειψης ενσυναίσθησης». Στην Αμερική ο Μένκα εργάστηκε σε διάφορες δουλειές έως ότου βρήκε μια θέση στο ξενοδοχείο President στην Times Square, πολύ αγαπητό από την καλλιτεχνική ελίτ του Χάρλεμ. Ο Siegel περιγράφει πώς το γεγονός ότι ο παππούς του δούλευε, όχι για πλούσιους λευκούς, αλλά για πλούσιους μαύρους, του άφησε μια μόνιμη εντύπωση. Η γιαγιά του, Ρόουζ, σύζυγος του Μένκα, γεννήθηκε στο Μινσκ και είχε μεταναστεύσει στην Αμερική με τους γονείς της τη δεκαετία του 1920. Και αυτή είχε χάσει την οικογένειά της. Οι τέσσερις μεγαλύτερες αδερφές της με τους συζύγους και τα παιδιά τους είχαν παραμείνει στο Μινσκ και είχαν πυροβοληθεί σε ομαδικό τάφο από τους Ες Ες μετά την εισβολή των Ναζί στη Σοβιετική Ένωση.

Οικογένεια

Ο Siegel πιστεύει ότι, πάνω απ’ όλα, ήταν η αμοιβαία ευαλωτότητα που τράβηξε τους γονείς του τον έναν κοντά στον άλλο, καθησυχασμένοι και οι δύο ότι ο άλλος δεν ήταν ικανός να προκαλέσει πόνο, και ότι βρέθηκε ανάμεσα σε δύο γονείς με καλλιτεχνικά ταλέντα και φιλοδοξίες, έναν αναποτελεσματικό πατέρα και μια μητέρα με βίαια ξεσπάσματα και μια μάλλον ιστριονική προσωπικότητα.

Η μητέρα του ήταν μια επίδοξη ηθοποιός, η οποία αφού δήλωσε στον παππού του ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός και τραγουδίστρια, δέχτηκε ένα χαστούκι και μια σύντομη ομιλία για όλες τις ηθοποιούς που αυτός πίστευε ότι ήταν πόρνες, ανατρέποντας τη φιλοδοξία της σε μια στιγμή. Ο Σίγκελ γράφει: «Ο Μένκα μπορούσε να μετατρέψει τη μητέρα του από σύζυγο και μητέρα σε κοριτσάκι. Πάγωνε και άρχιζε να τραυλίζει». Η μητέρα του ανήμπορη να επεξεργαστεί τα τραύματά της κληροδότησε το τραύμα και τους τρόπους των προγόνων της.

Ο πατέρας του, πιανίστας της τζαζ και ερασιτέχνης ζωγράφος, εγκατέλειψε την καριέρα του για να βρει δουλειά ως μεσίτης προκειμένου να πληρώσει τους λογαριασμούς. Ήταν ένας ευγενικός, αξιοπρεπής άνθρωπος, που συγκέντρωσε ένα συντριπτικό χρέος στην κτηματομεσιτική εταιρεία στην οποία εργαζόταν, η οποία του πλήρωνε προκαταβολή έναντι μελλοντικών προμηθειών. Όταν η ύφεση χτύπησε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, τελείωσαν οι προμήθειες και δεν μπόρεσε να αποπληρώσει την εταιρεία. Αυτό οδήγησε σε απόλυση, ανεργία, προβλήματα με το νόμο, διαζύγιο και χρεοκοπία ενώ ο Siegel ήταν στο κολέγιο. Τελικά κατέληξε να κάνει μαθήματα πιάνου και να ζει μέσα στη φτώχεια.

Σχετικά με τον πατέρα του, ο Σίγκελ σημειώνει, “Είχε και μια άλλη εξαιρετική ιδιότητα. Είχε καλοσύνη. Άλλοι άντρες, οι άντρες με τους οποίους είχε δουλέψει ως κτηματομεσίτης, ανταμείφθηκαν για την ψυχρότητα τους και συχνά για την ανεντιμότητα τους, ενώ αυτός, ο Μονρόε Σίγκελ, που δεν έβλαψε ποτέ και δεν θα έβλαπτε ποτέ κανέναν, αναγκάστηκε να στενάξει και να σκοντάψει από την καλοσύνη του, γιατί δεν μπορούσε να λειτουργήσει σε ανάλογη απόσταση από τα συναισθήματά του. Δεν θα άξιζε η καλοσύνη ένα εισόδημα;»

Το θέμα της καλοσύνης, εμφανίζεται σε διάφορα σημεία του βιβλίου. «Η καλοσύνη», γράφει, «θεωρητικά μιλώντας, γεννά καλοσύνη. Την επόμενη φορά που θα στέκεστε πίσω από το υπερφορτωμένο καρότσι σας στη σειρά στο σούπερ μάρκετ, προσκαλέστε τον ήσυχο, στοχαστικό νεαρό άνδρα που περιμένει πίσω σας με ένα μπουκάλι κόκα-κόλα και μια μπάρα Snickers στα χέρια του, να περάσει μπροστά. Όταν εισβάλει στον κινηματογράφο όπου κάθεστε με τη γυναίκα και τα παιδιά σας, πυροβολώντας ανθρώπους στις θέσεις τους με ένα ημιαυτόματο τουφέκι και επτά πιστόλια, μπορεί να σας αναγνωρίσει και να επιτρέψει σε εσάς και την οικογένειά σας να ζήσετε. Οι άνθρωποι συχνά θυμούνται τα ωραία πράγματα που κάνετε. Αλίμονο, η σκληρότητα ως απάντηση στη σκληρότητα είναι μάλλον πιο βέβαιη παρά η αμοιβαιότητα της καλοσύνης. Το σπρώξιμο στην παιδική χαρά ή στο μπαρ προκαλεί ένα άλλο σπρώξιμο… Μια προσβολή, μόλις ενσωματωθεί στο νου κάποιου, μεταλλάζεται σε οργή».

Αλλού, αναφέρεται σε μια πολύ πλούσια και πολύ καλλιεργημένη φίλη του συγγραφέα, η οποία κάποτε περιέγραψε κάποιον ως «σχεδόν παθολογικά καλόκαρδο», κάτι που τον τάραξε και τον μπέρδεψε. Μας ρωτά: «Αν η καλοσύνη ενός ανθρώπου προκαλεί την καταστροφή του, τότε η παθολογία δεν βρίσκεται στην άλλη πλευρά;»

Σχετικά με τον μικρότερο αδερφό του, ο Siegel μας λέει ότι δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν έναν ισχυρό δεσμό και να παρηγορήσουν ο ένας τον άλλον. Η μητέρα του ήταν υπεύθυνη για αυτό το αδιέξοδο γιατί ως μοναχοπαίδι δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα μπορούσε να μοιραστεί την αγάπη τους, κι ένιωθε ότι απειλείται από την πιθανότητα μιας συμμαχίας μεταξύ των αδερφών και μερικές φορές θεωρούσε το μεγαλύτερο παιδί της ως αντίπαλο. Γράφει: “Αναζήτησε την πλήρη αποξένωση του ενός από τον άλλον… Αυτός ήρθε πιο κοντά της, αλλά ταυτόχρονα κατάφερε να κρατήσει τις αποστάσεις του. Εγώ κινήθηκα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Παρ’ όλη τη δυσαρέσκεια μου για εκείνη, δεν άντεχα να υποφέρει η μητέρα μου.”

Ο ίδιος ο Σίγκελ ήταν ένα ασθματικό παιδί, που σε ηλικία έντεκα ετών έπαθε πνευμονία. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι για εβδομάδες ή μήνες κάθε φορά, παρακολουθούσε τηλεόραση και διάβαζε τις στοίβες των βιβλίων που έφερνε η μητέρα του από τη δημόσια βιβλιοθήκη. Έβρισκε παρηγοριά, χαρά και δύναμη, στα βιβλία και την πνευματική ονειροπόληση, στο κωμικό του ταλέντο και την ικανότητά του να κάνει τους ανθρώπους να γελούν, καθώς και σε μια εσωτερική φωνή που επινόησε, που σχολίαζε τα δύσκολα ή οδυνηρά γεγονότα με αποστασιοποίηση. Ανάμεσα στα πολλά βιβλία που διάβασε ήταν και αμέτρητα βιβλία για το Ολοκαύτωμα. Ο Siegel περιγράφει την τότε εμμονή του  με το Ολοκαύτωμα, ως ένα ακούσιο πάθος. Αναφέρεται σε ένα απόσπασμα ενός από τα βιβλία που όπως λέει θάφτηκε στη φαντασία του, στο οποίο ένας αξιωματικός των Ες Ες μουρμουρίζει αφηρημένα σε έναν Εβραίο που τον βρίσκει ενοχλητικό: Καλύτερα να αυτοκτονούσες; Ο τρόφιμος ανασήκωσε τους ώμους του και μετά κρεμάστηκε.

Η προσπάθειά του να ξεφύγει από το σπίτι και να κυνηγήσει την κλίση του να γράψει, τον ώθησε στο κολέγιο, στη Νορβηγία, και τελικά στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Μέσα από μια σειρά από μετακινήσεις και ταπεινές δουλειές και πολυκαταστήματα, όπου έβρισκε δουλειά, ονειρεύεται το άσυλο ενός καλού πανεπιστημίου. Για να το κάνει αυτό, παίρνει δάνεια, όταν ρεαλιστικά δεν μπορεί να κερδίσει αρκετά χρήματα για να τα αποπληρώσει, κατά κάποιο τρόπο, επαναλαμβάνοντας άθελά του την πορεία του πατέρα του. Εγκιβωτίζει έξοχα αυτή την πορεία του στο δεδομένο  κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, ο Τσαρλς Μάνσον εξέτιε ποινή στη φυλακή, στο Βιετνάμ έριχναν βόμβες ναπάλμ, οι “γενοκτονικοί” Ερυθροί Χμερ ανέβαιναν στην εξουσία, οι κολλητοί του Νίξον είχαν εισβάλει στο ξενοδοχείο Γουότεργκεϊτ και ο πατέρας του ήταν μόνος σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο…. Εν τω μεταξύ, μας λέει αντιλαμβανόταν τα γεγονότα «ως απομονωμένα μεταξύ τους από αναπόφευκτες ρήξεις», ανίκανος να κατανοήσει τη σημασία της αιτίας και του αποτελέσματος στη ζωή, περιμένοντας πάντα να συμβεί κάτι. Γράφει: «Αυτή ήταν η φύση της πραγματικότητας. Ξαφνικά, εκεί που νόμιζες ότι είχες κάνει ένα μικρό βήμα προς το μέλλον που ήθελες για τον εαυτό σου, έπεφτες μέσα από μια καταπακτή».

Χρήματα και κοινωνική τάξη

Το χρήμα, όπως ανέφερα παραπάνω, είναι ένα νήμα που διατρέχει όλη την ιστορία από την αρχική περιγραφή της πανσελήνου που λάμπει σαν «πυρακτωμένο νόμισμα» μέχρι τα επόμενα γεγονότα και τον σημαντικό ρόλο που έπαιξαν τα χρήματα στη διάλυση της οικογένειάς του. Όσον αφορά την οικονομική κατάσταση του παππού και της γιαγιάς του γράφει: «Αυτοί [οι παππούδες του] επέπλευσαν στη ζωή επειδή το νοίκι τους προστατευόταν από την πόλη / το κράτος και μέσω των μέτριων αποταμιεύσεων του Μένκα». Αργότερα αναφέρει, «Όπως η μυρωδιά από μια διαρροή αερίου, τα χρήματα άρχισαν να εισχωρούν σε κάθε πτυχή της σχέσης τους». Αν η μητέρα μου ήθελε χρήματα για να αγοράσει κάτι, ο Μένκα έλεγε ΟΧΙ. Σχετικά με τους γονείς του αναφέρει: «Στα μάτια μου, τα γεμάτα φρίκη, η υλική ανησυχία, τους συρρίκνωνε σε αντιπαλλόμενα κομμάτια ύλης, σε αντικείμενα…».

Ο Siegel αναρωτιέται αν το χρήμα είναι ένα φυσικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης και αν θα υπήρχε το ισοδύναμο του χρήματος σε οποιονδήποτε κόσμο, σε οποιοδήποτε σύμπαν, όπως πρέπει να υπάρχει το ισοδύναμο του οξυγόνου οπουδήποτε υπάρχει ανθρώπινη ζωή ή αν το χρήμα ως η αφαίρεση των πάντων, είναι κάτι τεχνητό το οποίο τα ανθρώπινα όντα πρέπει να αντιμετωπίσουν, «κουρασμένοι από γενιά σε γενιά, πολιορκημένοι, εξοργισμένοι, απηυδισμένοι….» Αναφέρεται στον Ολλανδό φιλόσοφο Σπινόζα, ο οποίος έγραψε ότι «τα χρήματα μάς έχουν παρουσιάσει μιαν αφαίρεση των πάντων». Αναλογίζεται πώς το χρήμα είναι το μέσο για την ανθρώπινη επιθυμία να κατέχει: έδαφος, αντικείμενα, ακόμη και άλλα ανθρώπινα όντα, και πώς φέρνει τα πάντα κοντά, αλλά και για το πρόβλημα της απόκτησης χρημάτων. Ως αποτέλεσμα, σχολιάζει, «κάθε προσπάθεια, ή ώθηση, διάνοιας, θέλησης και συναισθήματος γίνεται τελικά ένα οικονομικό γεγονός».

Σκέφτεται αν η αμφιβολία για τον εαυτό του και η έλλειψη αυτοπεποίθησης του πατέρα του θα είχαν διαφορετική έκβαση, αν τα χρήματα δεν ήταν το μέσο με το οποίο είχαν επιφέρει το αποτέλεσμα. Ο πατέρας του ήταν ένας αθώος, κι είχε απομακρυνθεί από το βασίλειο της μουσικής, όπου είχε λάβει και προσφέρει ευχαρίστηση, και που ήταν ο κόσμος στον οποίο ένιωθε άνετα, και είχε βρεθεί σε έναν κόσμο υπολογιστικής σκληρότητας, των επιχειρήσεων. Γράφει: “Αλλά όποιες δυνάμεις χαρακτήρα και περιστάσεις καθόρισαν τη σχέση του πατέρα μου με το χρήμα, το χρήμα ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας σε όλα όσα συνέβησαν. Σε ένα σύμπαν ή μια κοινωνία, όπου τα χρήματα δεν θα είχαν τόσο σοβαρές συνέπειες, η προσωπικότητά του θα είχε άραγε καταστρέψει τη ζωή του;”

Ο Siegel ορίζει τη φτώχεια ως ένα είδος τρόμου, μια ασθένεια που εισέρχεται στο μεταβολισμό και μια περίσταση που καταναλώνει το μέσα μας, και καθώς κάποιος προσαρμόζεται στη φτώχεια, ακόμα κι όταν αγωνίζεται να ξεφύγει από αυτήν, ενισχύει τις δυνάμεις που τον κρατούν εκεί. Θέτει το ερώτημα: γιατί προσωπικές ιδιότητες όπως το πνεύμα, η καλοσύνη και η ευφυΐα που η κοινωνία ισχυρίζεται ότι εκτιμά, η ίδια κοινωνία δεν ενδιαφέρεται να διατηρήσει εάν αυτές οι ιδιότητες είναι το μόνο που έχει να προσφέρει ένα άτομο. Ο Siegel διακρίνει επίσης μεταξύ έλλειψης χρημάτων, φτώχειας και έσχατης φτώχειας.

Παραθέτω δύο σχετικά αποσπάσματα που δημιουργούν σαφείς οπτικές εικόνες για το πως είναι να ανησυχεί κανείς συνεχώς για χρήματα ή ακόμα χειρότερα το να μην έχει καθόλου χρήματα…..

“Ένα διάσημο εξώφυλλο περιοδικού απεικονίζει τον νοητικό χάρτη του κόσμου του μέσου Νεοϋορκέζου ως αποτελούμενο από ένα τεράστιο πρώτο πλάνο που είναι το Μανχάταν, μετά το οποίο εμφανίζεται ένα μικρό ορθογώνιο που αντιπροσωπεύει την υπόλοιπη χώρα, ακολουθούμενο από τον ελάχιστα ορατό υπόλοιπο κόσμο. Αν είχατε ανασκάψει (διερευνήσει) τον νου των γονιών μου και των γονιών των φίλων μου, θα είχατε βρει έναν χάρτη του κόσμου με τη μορφή ενός γιγαντιαίου τραπεζιού κουζίνας. Στη μέση της Formica επιφάνειάς ήταν στοιβαγμένος ένας τεράστιος σωρός από λογαριασμούς και μικρά βιβλία ταμιευτηρίου με εξώφυλλα βινυλίου. Ο σωρός αντιπροσώπευε τη ζωή τους στο βόρειο Νιου Τζέρσεϊ. Σπρωγμένα στην άκρη του τραπεζιού, οι αλατοπιπεροθήκες και η θήκη για τις χαρτοπετσέτες αντιπροσώπευαν την υπόλοιπη χώρα και τον υπόλοιπο κόσμο. Οι οικονομικές συγκεντρώσεις γύρω από το τραπέζι της κουζίνας ήταν εβδομαδιαίες, μερικές φορές νυχτερινές τελετουργίες για τους γονείς μας».

“Αυτοί οι άνθρωποι, καθισμένοι ή ξαπλωμένοι στο πεζοδρόμιο, πιεσμένοι στο πλάι ενός κτιρίου, έβρισκαν καταφύγιο στις εφημερίδες. Κάλυπταν τους εαυτούς τους με σελίδες των New York Times ή της Daily News ή της Post καθώς κοιμόντουσαν. Το βρήκα σκληρά ειρωνικό το ότι άνθρωποι τόσο πληγωμένοι από τα ψυχρά, σκληρά γεγονότα της ζωής αναζητούσαν προστασία από κάτω τους. Ή ένιωθαν ενστικτωδώς ότι η ορθολογική οργάνωση των γεγονότων από την εφημερίδα θα τους προστάτευε. Οι άστεγοι και οι τελετουργίες τους με ανησυχούσαν».

Τέλος, θίγει το ζήτημα της αξιοκρατίας και την πραγματικότητα της αμερικανικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σχετικά με το τελευταίο δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτηθεί γιατί η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο δεν έχει καταφέρει να προσφέρει δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση [πολλές μικρότερες και φτωχότερες χώρες το έχουν πετύχει, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό]. Δεν μπορεί κανείς επίσης να μην αναρωτηθεί για τα υψηλά δίδακτρα και την επικρατούσα πραγματικότητα των φοιτητικών δανείων και χρεών. Ο Siegel γράφει ότι η ιδέα μιας κοινωνίας που βασίζεται στην αξιοκρατία είναι αξιοθαύμαστη, αλλά πέρα ​​από αυτό, υπάρχει ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν πραγματικά τα πράγματα. Αναφέρεται στα κοινοτικά κολέγια για τους φτωχούς και στα κρατικά σχολεία, όπου τα παιδιά της μεσαίας τάξης μπορούν επίσης να πάρουν πτυχίο, αλλά «αφού αποφοιτήσουν αναλώνουν το νεότερο, πιο ζωτικό κομμάτι της ζωής τους ως σκλάβοι στο χρέος που συσσώρευσαν για να πάνε στο κολέγιο, ανίκανοι να αγοράσουν σπίτι, να δημιουργήσουν οικογένεια ή να ακολουθήσουν τα ταλέντα τους. Δεν είναι σε θέση, δηλαδή, να βάλουν τις βάσεις για τα δικά τους παιδιά προκειμένου να μετακινηθούν οι σκάλες των κληρονομημένων προνομίων  που συνθέτουν την όμορφη ιδέα της αμερικανικής αξιοκρατίας και να ανέλθουν τα ίδια στην κοινωνία……».