Τόποι

Σχέδια και αφηγήσεις τόπων

«Όπως το κορμί μου συνεχίζει το ταξίδι του. Οι σκέψεις μου γυρίζουν πίσω σε μέρες περασμένες». (Γκυστάβ  Φλομπέρ / Από το βιβλίο της Κάτια Αντωνοπούλου Οι Ινδίες μου)

«Όπου  να ’ναι τελειώνει ο αιωρούμενος χρόνος του ταξιδιού που τόσο μ’ αρέσει γιατί έτσι ξεκομμένος που είναι μου φαίνεται σαν να μην ανήκει στη γενική σούμα, σαν να είναι έξτρα ας πούμε, όπως ο δέκατος τρίτος μισθός».  Κάτια Αντωνοπούλου

 «Η γλώσσα είναι ένα σύστημα σημείων που εκφράζει ιδέες, και επομένως είναι συγκρίσιμη με εικόνες, οι οποίες είναι επίσης ένα σύστημα σημείων που εκφράζουν ιδέες». Από το βιβλίο του Ευγένιου Ιονέσκο Η Φαλακρή Τραγουδίστρια (1954)

«[Ο] κροταφικός λοβός [είναι] ένα από τα τέσσερα κύρια τμήματα καθενός από τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου (αριστερό και δεξί), που βρίσκεται στο πλάι κάθε ημισφαιρίου. Ο κροταφικός λοβός εμπλέκεται, μεταξύ άλλων, στην αναγνώριση και στην ανάμνηση αντικειμένων, τόπων και ανθρώπων, καθώς και στη γλωσσική επεξεργασία». Brainwashing / Πλύση εγκεφάλου της Kathleen Taylor (Oxford Landmark Science) (σελ. 463)

Η σημερινή ανάρτηση περιέχει πέντε σχέδια που αφορούν την Αθήνα, τα Γιάννενα, την Αλόννησο και την Αστυπάλαια, δυο νησιά που επισκέφθηκα τη δεκαετία του 1980. Μια φευγαλέα ανάμνηση από εκείνα τα καλοκαίρια αφορά την πολυταξιδεμένη συγγραφέα Κάτια Αντωνοπούλου στο μαγαζί που διατηρούσε τότε με τον άντρα της, σε κάποιο παραλιακό δρόμο, αν η μνήμη μου δεν με απατά, της Αστυπάλαιας. Εκείνα τα χρόνια διάβασα και το βιβλίο της Οι Ινδίες μου.  Το βιβλίο μοιάζει με «ένα παραμιλητό χωρίς ανάσα……. ένα οδοιπορικό στα χίλια μονοπάτια και ζωγράφισμα των μυρίων προσώπων των Ινδιών…. ταξείδι στον τόπο, το χρόνο και τις ψυχές των ανθρώπων…» (Κώστας Σταματίου, 17/07/1988). Η ίδια η συγγραφέας γράφει στον πρόλογο του βιβλίου «…..παρέα θα ‘μαστε μαζί επί 308 σελίδες από την Καλαμάτα και το Μεταξοχώρι μέχρι τις Ινδίες μου και πίσω από κει που ξεκίνησα….».

Η αφήγηση της αρχίζει:

«Όταν μικρό κορίτσι πήγαινα στον σιδηροδρομικό σταθμό της Καλαμάτας να χαζέψω τα τρένα που φεύγανε για την άγνωστη και μαγευτική Αθήνα και να με ονειρευτώ να φεύγω, ποτέ δε φαντάστηκα πως πολλά χρόνια αργότερα θα ‘παιρνα το τρένο από το Μεταξοχώρι Λαρίσης  να καταλήξω στις Ινδίες. Αλλά και το βραδάκι που περπάταγα στο μώλο της Καλαμάτας κρατώντας τη μαμά μου από το χέρι και τη ρωτάω, μαμά που πάνε αυτοί οι άνθρωποι, δείχνοντας της μια βάρκα γεμάτη ανθρώπους φτωχικά ντυμένους με κάτι μπογαλάκια, μετανάστες, παιδί μου, που πάνε στην Αυστραλία μου λέει, ούτε και τότε φαντάστηκα πως μια μέρα θα πήγαινα κι εγώ στην Αυστραλία παντρεμένη με τον Τζιμ που είναι Αυστραλός και συνάντησα στην Ύδρα. Αλλά μήπως φανταστήκαμε και οι δυο πως κάποτε θα ζούσαμε σ’ ένα χωριουδάκι της Θεσσαλίας, το Μεταξοχώρι, εκείνος από τη Μελβούρνη Αυστραλίας κι εγώ από την Καλαμάτα Πελοποννήσου;»

Ο ηθοποιός Μιχάλης Συριόπουλος διαβάζει ένα απόσπασμα με τον τίτλο Αλόννησος, το Άλλο Νησί από το «Ελληνικό Καλοκαίρι» του Ζακ Λακαριέρ (Jacques Lacarrière):

https://www.lifo.gr/podcasts/anagnoseis/alonnisos-allo-nisi

Απόσπασμα από το βιβλίο του Λακαριέρ σε μετάφραση της Ιωάννα Χατζηνικολή:

«Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947, και το τελευταίο το φθινόπωρο του 1966. Η τελευταία εικόνα μου: ένα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, μ’ ένα μοναδικό χωριό τοπίο απογυμνωμένο με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σα δύο πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά. Σύζευξη των αντιθέτων, όπως η φράση του Ηράκλειτου που τα κυκλαδίτικα τοπία δεν παύουν να τη συλλαβίζουν μέσα στο φως τους: “Αρμονίη κόσμου παλίντροπος”. Αν η εικόνα αυτού του χαμένου νησιού παραμένει μέσα μου τόσο έντονη, είναι ίσως επειδή στάθηκε η τελευταία. Ωστόσο, κοιτώντας απ’ την απόσταση του χρόνου, συνειδητοποιώ μέχρι ποιού σημείου μπλέκονται μέσα στη μνήμη μου οι αναμνήσεις σαν σε παιχνίδι αινιγματικό. Γιατί τάχα ορισμένες τους, τόσο ανώνυμες φαινομενικά, παραμένουν επίμονες λες κι ήθελαν να υπογραμμίσουν ένα μήνυμα που το νόημά του δεν καταφέρνω ακόμα να συλλάβω;

Πολυδιαβασμένα ποιήματα για την Ελλάδα με αναφορές σε διαφορετικές χρονικές περιόδους του παρελθόντος.

Απόσπασμα από το ποίημα, Ένας λόγος για το καλοκαίρι, του Γεωργίου Σεφέρη (Φθινόπωρο, 1936)

 «Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού  // το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου  //  που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα  //  την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·  // αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους  //   απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας, μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,   // σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.

Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τους εδώ, αυτές τις κολόνες· // κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά   // σε βούρλα και σε καλάμια, νησιά  // που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει  //  ο κουπολάτης (κωπηλάτης), κι ας γεννήθηκα κοντά στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου σαν είμαι κουρασμένος — δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα…..»

Αποσπάσματα από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Με τον τρόπο του Γ.Σ.  μοιάζει με περιήγηση σε τόπους της μεσοπολεμικής Ελλάδας και ανασύρει στιγμές της Ιστορίας και αισθήματα  αλλοτρίωσης, στασιμότητας, απραξίας:

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.

Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου

γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου

καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε

ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου

ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.

Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν

ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι* κάπου στις αλαφρόπετρες

μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή  // μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά

από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης*.

Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών

και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»……..•

Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο  // με χτίκιασαν* οι βαρκαρόλες*……..

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει

δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι* όλοι εμείς

δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια•

περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν………….

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει•

παραπετάσματα βουνών, αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…

Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝΙΑ 937.

Στο ποίημα  «Η Ελλάδα που λες…» ο Μιχάλη Γκανάς κάνει αναφορά στους στίχους του Γιώργου Σεφέρη,  Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει…, και στα χρόνια της χούντας.

Η Ελλάδα, που λες, δεν είναι μόνο πληγή.

Στη μπόσικη ώρα καφές με καϊμάκι,  // ραδιόφωνα και ΤV στις βεράντες,

μπρούντζινο χρώμα, μπρούντζινο σώμα,

μπρούντζινο πώμα η Ελλάδα στα χείλη μου.

Στις μάντρες η ψαρόκολλα του ήλιου  //  πιάνει σαν έντομα τα μάτια.

Πίσω απ’ τις μάντρες τα ξεκοιλιασμένα σπίτια,

γήπεδα, φυλακές, νοσοκομεία,

άνθρωποι του θεού και ρόπτρα του διαβόλου,

κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι  // κρασάκι της Αράχωβας στυφό.

Εδώ κοιμήθηκαν παλικαράδες,

με το ντουφέκι στο ‘να τους πλευρό,

με τα ξυπόλητα παιδιά στον ύπνο τους.

Τσεμπέρια καλοτάξιδα περνούσαν κι έφευγαν,

κιλίμια και βελέντζες της νεροτρουβιάς.

Τώρα γαρμπίλι κι άρβυλα  // σε τούτο το εκκοκκιστήριο των βράχων

κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι  //  κρασάκι της Αράχωβας στυφό.

 Τέλος, δύο λόγια για ένα μικροσκοπικό βιβλίο της δημοσιογράφου Ξένιας Κουναλάκη, Ο Αντισημιτισμός στην Ελλάδα, το οποίο περιέχει την ομιλία που εκφώνησε σε μια εκδήλωση της Εβραϊκής κοινότητας Ιωαννίνων, σε συνεργασία με την Περιφέρεια Ηπείρου και τον Δήμο Ιωαννίνων, με αφορμή την Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος. Η Κουναλάκη προσπαθεί εν συντομία να καταγράψει το πως τα πολιτικά κόμματα, η Εκκλησία, η Δικαιοσύνη, το σχολείο, με το μάθημα Ιστορίας που τείνει να παρακάμπτει «τα δυσάρεστα επεισόδια και τις επονείδιστες υποσημειώσεις» στη διαδρομή του ελληνικού έθνους, τα ΜΜΕ, η pop κουλτούρα και η ελληνική κοινή γνώμη, αντιλαμβάνονται και διαχειρίζονται αυτά τα τραυματικά γεγονότα και πως τελικά συμβάλλουν στην διάχυση ή ενίσχυση του αντισημιτισμού. Ως αιτίες αυτού του φαινομένου αναφέρει επίσης και τις ιστορίες συνομωσίας που κυκλοφορούν και που μπορεί να ακούσει κανείς οπουδήποτε.

Ξεκινά την ομιλία της διηγώντας πως γεννήθηκε το ενδιαφέρον της για το Ολοκαύτωμα, χωρίς  να έχει συγγενείς ή φίλους Εβραίους. Δυο καθοριστικές εμπειρίες που την βοήθησαν να καλλιεργήσει τέτοιου είδους αντανακλαστικά ήταν η παρακολούθηση ενός ντοκιμαντέρ στο σχολείο και η ανάγνωση του Ημερολογίου της Άννας Φρανκ. Γράφει: «…..αυτό που με σόκαρε ήταν η ταύτιση μου με τους ήρωες, η σκέψη ότι κάποια παιδιά της ηλικίας μου, μόλις σαράντα χρόνια νωρίτερα, δεν έπαιζαν αμέριμνα στις αυλές των σχολείων τους, αλλά κρύβονταν στις αποθήκες για να μην τα συλλάβουν οι ναζί και τα στείλουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Στο βιβλίο επισημαίνεται ότι «Στην Ελλάδα, πολλαπλασιάζονται συνεχώς οι συγκρίσεις, αυξάνεται η χρήση συμβόλων, πληθαίνουν τα σκίτσα που σχετικοποιούν το Ολοκαύτωμα. Κάνουμε, δηλαδή, το ακριβώς αντίθετο από αυτό που κάνει, π.χ., ο Χόρχε Σεμπρούν, ο οποίος, πολλά χρόνια μετά το γεγονός, το 1963, γράφει το “Μεγάλο ταξίδι” προσπαθώντας να κατανοήσει τι έχει συμβεί, ή ο Κλοντ Λανζμάν, στο εμβληματικό ντοκιμαντέρ “Shoah”, που μιλάει για το Ολοκαύτωμα μέσα από βουβά μονοπλάνα με φυσικό ήχο: φλυαρούμε για το Ολοκαύτωμα, συγκρίνουμε την κρίση χρέους με το Ολοκαύτωμα, εμάς με τους Εβραίους………….. Αναφερόμαστε διαρκώς στο Ολοκαύτωμα, χωρίς να μιλάμε πραγματικά για αυτό».

Τόποι

Τόποι και λογοτεχνία

«Η μνήμη έχει τη δική της γεωγραφία».  Ακακία Κορδόση

«Ένας κόσμος που βλέπει την τέχνη και τη διανόηση / διάνοια ως ύποπτους δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα πάει τον πολιτισμό πολύ μακριά ή για πολύ». Ανίτα Μπρούκνερ

«Τις περισσότερες πληροφορίες πια τις δεχόμαστε σαν καρπαζιές, σαν σφαλιάρες, ασύνδετες, θραύσματα, θραύσματα πληροφοριών που αδυνατούμε από ένα σημείο και έπειτα να τα συνδέσουμε μεταξύ τους, και αυτό βεβαίως μας φέρνει πάντοτε προ δυσάρεστων εκπλήξεων διότι αν δεν τις συνδέσεις τις πληροφορίες δεν φτιάχνεις εκείνον τον ιστό της μνήμης που σε προστατεύει από τις δυσάρεστες εκπλήξεις. Αυτό το ρόλο του ιστού της μνήμης παίζουν τα βιβλία….».. Πέτρος Τατσόπουλος

Η κάθε νέα ζωγραφιά ενός ακόμη τόπου ανοίγει ένα παράθυρο στη μνήμη, ενίοτε γεννά και νοσταλγία ή ανασύρει λογοτεχνικά κείμενα. Ακόμη και το υλικό, πενάκι / μελάνι που έχω επιλέξει λέει τις δικές του ιστορίες και με πάει πίσω στο χρόνο, ως την εφηβεία και ακόμη πιο πίσω στην παιδική ηλικία, λόγου χάρη, στη μετάβαση από το μολύβι στο πρώτο στυλό και στην πρώτη πένα με μελάνι…

 

 

 

 

 

 

 

 

Το Μεσολόγγι το πρωτογνώρισα μέσα από τις αφηγήσεις της μητέρας μου στην παιδική ηλικία. Ένας αδελφός της είχε διοριστεί και παντρευτεί εκεί και τα καλοκαίρια τους επισκεπτόταν. Μια θαμπή εικόνα μιας λιμνοθάλασσας υπήρχε στη φαντασία μου πολύ πριν την αντικρίσω δεκαετίες αργότερα.

Απόσπασμα από ένα βιβλίο της Ακακίας Κορδόση, η οποία γεννήθηκε στο Μεσολόγγι ή την Αβρούπολη όπως προτιμά να αποκαλεί την πόλη της:

«Ο παράδεισος εκείνος των έξι χρόνων της, πιο σπουδαίος από κάθε ιδεατό παράδεισο  – όπως του Ροβινσώνα ή του Παύλου και της Βιργινίας – γιατί ήταν ένας παράδεισος της μνήμης κι όχι της φαντασίας, βρισκόμουν πάνω σ’ ένα πολύ μικρό νησί, στ’ ανοιχτά της θάλασσας της Αβρούπολης, εκεί που τελείωνε η λιμνοθάλασσα κι άρχιζε το πέλαγο…..

Το μικροσκοπικό και χαμηλό εκείνο νησί ενωνόταν με την πόλη μ’ έναν πολύ μακρύ δρόμο, που έκοβε στα δύο τη ρηχή λιμνοθάλασσα………..

Στο νησί εκείνο όλα ήταν μαγικά. Η χαμηλή από ξεραμένο γεμάτο αλάτι και φρυγμένο από τον ήλιο χώμα παραλία, άδεια, γλυκιά και ήσυχη, σε καλούσε να τρέξεις κατά μήκος της πολύ μακριά (ένα παιδικό «μακριά» βέβαια που μπορεί να ερμηνεύεται στην πραγματικότητα σε κάποιες εκατοντάδες μέτρα). Τα ξεβρασμένα τον χειμώνα απ’ τη θάλασσα στεγνά φύκια που τη γαρνίριζαν, σαν παχύ χαλί από σερπαντίνες, σε φώναζε να ξαπλώσεις πάνω του, να κυλιστείς, να στεγνώσεις και να ξαναστεγνώσεις. Γιατί το μπάνιο εκεί ήταν ολοήμερο, αφού η λιμνοθάλασσα ήταν μπροστά σου «ρηχή» – όπως την έλεγε ο ποιητής της – και «ήρεμη», κι έτσι μπορούσες  να περπατάς και να παίζεις χωρίς να σου λέει κανένας μεγάλος «μη», μια και το νερό σου έφτανε το πολύ ως το στήθος – το στήθος το παιδικό – για δεκάδες μέτρα από την παραλία, δηλαδή ως εκεί που άρχιζαν τα βαθιά – που ξεχώριζαν καθαρά όχι μόνο απ’ το χρώμα τους αλλά κι απ’ τις σημαδούρες που ήταν στη γραμμή και τον μεγάλο φάρο. Κι όταν βαριόσουν να τσαλαβουτάς, είχες τη διασκέδαση του βαγονέτου. Το βαγονέτο- «πλατφόρμα» όπως το έλεγαν οι εργάτες της αλυκής και πολύ σωστά γιατί πλατφόρμα ήτανε – χρησίμευε να μεταφέρουν το αλάτι απ’ τις αλυκές, όπου το είχαν στοιβαγμένο σε μεγάλες πυραμίδες, ως την άλλη άκρη της παραλίας. Όπου το ζύγιζαν και το φόρτωναν στα καΐκια».

«Έτσι η Σαπφώ έπεσε και πνίγηκε / λέω σ’ αυτόν με το πράσινο μάτι. / για κάποιον σαν κι εσένα». ΄Ερση Σωτηροπούλου

Απόσπασμα από το Ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα (1991) του  Νίκου – Αλέξη     Ασλάνογλου,

«Αργά το απόγευμα, πλησιάζοντας το νοτιότερο άκρο της Λευκάδας, όλα λάμπουν στο φως. Σαν ένα ηλιοβασίλεμα στο Θερμαϊκό. Δεκάδες χρωματιστά γουιντσέρφινγκ, μεγάλα ιστιοφόρα και βάρκες στην οργιαστική βλάστηση των νερών. Οι ακτές είναι μέσα στο πράσινο.

Ένα χωριό ψαράδων, η Βασιλική, που έχει όμως περισσότερο αγροτικό χαρακτήρα. Στα δεξιά, λίγα παραθαλάσσια εστιατόρια και ξενοδοχεία. Αριστερά, η πλαζ, τα θαλάσσια σπορ, μοντέρνα καταστήματα παγωτών και φρούτων. Στο τέρμα του ανηφορικού δρόμου που διασχίζει το χωριό, δεκάδες ξενώνες με χαρακτηριστική αρχιτεκτονική μορφή μέσα στα σπάρτα, σε εκτάσεις έρημες. Μια δισκοθήκη μέσα στο λιβάδι, σ’ έναν αχανή κήπο. Τα κάμπινγκ αρχίζουν μετά, δίπλα στη θάλασσα. Τα βράδια φυσάει πάντα ένας άνεμος θερμός, θαλασσινός. Όλα τα μέσα μεταφοράς επιστρατεύονται από κει προς όλα τα σημεία του νησιού. Οι αποστάσεις εκμηδενίζονται. Ποιος βιάζεται να φτάσει στην πόλη της Λευκάδας με 42 βαθμούς;

Μερικές μέρες στο Νυδρί συμπληρώνουν την κοσμοπολίτικη όψη μιας μεταμορφωμένης Λευκάδας. Διεθνές παραθεριστικό κέντρο, μια προσπάθεια που πολύ γρήγορα καρποφόρησε. Σε τρεις λωρίδες: η παραθαλάσσια με δεκάδες κέντρα φαγητού και αναψυχής. Η άσφαλτος με πολυτελή καταστήματα και λιχουδιές. Μετά τα μεσάνυχτα μεταβάλλεται σε Ταγγέρη. Ορχήστρες, δισκοθήκες και καλλιτέχνες του τραγουδιού ακούγονται σε πολύ μεγάλο βάθος στην κωμόπολη. Η ίδια αυτή πόλη έχει πολυδαίδαλους δρόμους όπου επαύλεις συνορεύουν με φάρμες, κήπους με οπωροφόρα ή αγροικίες μοντέρνου ρυθμού. Οι υπηρεσίες προσφέρονται αφειδώς. Τα εκλεκτά πάντα φρούτα είναι ηπειρώτικα. Η τέχνη του νησιού, παραδοσιακή, όπως και οι άνθρωποι. Περιμένουν ασάλευτοι στα κατώφλια τους ξένους…………».

Μια δική μου αγαπημένη διαδρομή – Δελφοί, Ιτέα, Γαλαξείδι, Ερατεινή, Ναύπακτος, Γαλατάς, Μεσολόγγι – από την παλιά εθνική οδό.

Απόσπασμα από το πολυσύνθετο και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη, Το Λεμονοδάσος:

«Μείναμε σιωπηλοί μέσα στη φωτερή γαλήνη των βουνών. Πολύχρωμα ζουζούνια πάνε κι έρχουνται, ανεβοκατεβαίνουν δισταχτικά τις πέτρες, κρύβουνται μέσα στη μυστήρια λόχμη του καινούριου χορταριού. Ένας χρυσαετός ξέσκισε με το κρώξιμό του το γαλανό διάστημα και χάθηκε ψηλά, πίσω από τα βράχια.

Σηκώθηκα νευριασμένος.

— Ένα πράμα δεν μπορώ να καταλάβω. Δε σας εμπνέει αυτό το περιβάλλον; Δεν είπατε ούτε λέξη! Σκεφτήκατε ποτέ όλη αυτή την περασμένη δόξα; Το κατάλευκο τέμενος ανάμεσα στους θησαυρούς που στήσαν ξακουσμένες πολιτείες κι ανάμεσα στ’ αγάλματα και τους βωμούς. Όλος ο παλιός κόσμος είχε το βλέμμα του στραμμένο εδώ, περίμενε να του μιλήσει ο θεός. Το παγκόσμιο ιερό.

Η Βίργκω τινάχτηκε ορθή………

— Δεν πρόκειται για μένα, της αποκρίθηκα. Ούτε για μένα ούτε για σας. Μιλώ για την αναβίωση αρχαίων τελετών…

Μου έκοψε την ομιλία:

— Όσο δεν ξαναζωντανεύει κι ολόκληρη η αρχαία ζωή, να τη ζήσομε όλοι εμείς καθώς που ζούμε τώρα την καθημερινή ζωή μας, θα ’ναι μονάχα μια σκηνοθεσία.

— Μα επιτέλους ποια είναι τα ιδανικά σας;

Έμεινε σκεφτική. Τα μάτια της βυθίστηκαν μακριά, πιο πέρ’ απ’ τον ορίζοντα.

— Τα ιδανικά μου;… Ένα λευκό σπιτάκι με πράσινα παραθυρόφυλλα καταμεσής σ’ ένα λιβάδι».

Ο Πειραιάς, για μένα, περικλείει τα φοιτητικά χρόνια, πολιτικοποίηση και πολιτικές νεολαίες, ανασφάλιστη εργασία, έναν αναπάντεχο οδικό τραυματισμό, αμέτρητες διαδρομές, Αθήνα-Πειραιά, με τον ηλεκτρικό, ταξίδια στα νησιά, αναχωρήσεις και αφίξεις με πλοίο, αφηγήσεις αποχαιρετισμών και μετανάστευσης γονιών και συγγενών.

Ο Στέφανος Μίλεσης γράφει «Ο Πειραιάς της εργασίας, των ναυτικών, των ποιητών και των διανοούμενων, των μικρών γαβριάδων και των μεγάλων πλοιοκτητών, στάθηκε στο διάβα του χρόνου και το λιμάνι της μεγάλης μετανάστευσης». Το βιβλίο του, Πειραιάς: το λιμάνι του αποχαιρετισμού,  αφορά την ιστορία της μετανάστευσης των Ελλήνων προς άλλους τόπους από το τέλος του 19ου αιώνα έως τα μέσα της δεκαετίας του 60 ίσως και του 70, χωρίς ωραιοποιήσεις.  Ως αιτίες αυτής της μεγάλης «αιμορραγίας» πληθυσμού, .σε διαδοχικά κύματα μετανάστευσης χιλιάδων ανθρώπων, αναφέρονται οι απανωτοί πόλεμοι, η καταστροφή του 1922,  η πολιτική και οικονομική αστάθεια, και μετά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος, η μετεμφυλιακή περίοδος, η πείνα, η φτώχεια, η έλλειψη εργασίας και η απουσία εργασιακού μέλλοντος, κυρίως στην επαρχία.

Στο πρώτο κεφάλαιο με τον τίτλο, Οι απόγονοι του Οδυσσέα, σημειώνει, κυρίως για τους μετανάστες του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, «Αναχωρούσαν από το λιμάνι του Πειραιά χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα της νέας χώρας που είχαν θέσει ως προορισμό, και δεν θα  ήταν υπερβολή να πούμε ότι πολλοί, οι περισσότεροι, δεν γνώριζαν να γράφουν ή να διαβάζουν καν τα ελληνικά….. ».  Το βιβλίο μας δίνει πληροφορίες για τις άθλιες συνθήκες των πολυήμερων ταξιδιών, κυρίως   στην αρχή, την αγορά και αργότερα την κατασκευή των πρώτων ελληνικών υπερωκεάνιων, τις σκληρές συνθήκες εργασίας κι εκμετάλλευσης των μεταναστών στις χώρες υποδοχής, τουλάχιστον μέχρι να σταθούν στα πόδια τους. Αφηγείται τις συνθήκες εργασίας των μικρών γαβριάδων των αμερικάνικών στιλβωτηρίων και των «υπηρετριών» της Αυστραλίας. Κάνει εκτενή αναφορά στα  Πειραιώτικα κυκλώματα, εκμετάλλευσης και εξαπάτησης των υποψηφίων μεταναστών, η οποία συνεχίστηκε ως τα μέσα του 1960, στους σαράφηδες ή  αργυραμοιβούς της Τρούμπας, και τον πλουτισμό πολλών και συγκεκριμένων ατόμων από την επιχείρηση της μετανάστευσης.

Το βιβλίο περιγράφει και την διαδικασία αναζήτησης Ελληνίδων συζύγων, τις λεγόμενες «υποψήφιες νύφες» και τα συνοικέσια της μιας φωτογραφίας.  Επίσης κάνει αναφορά στα άστεγα χαμίνια του Πειραιά, στρατιές από εκατοντάδες μικρά παιδιά, τα ονομαζόμενα «γαβριάδες» από τον μικρό ήρωα του Βίκτωρ Ουγκώ, τα οποία αποτελούσαν «ένα λαμπρό πεδίο παιδικής εργασίας και εκμετάλλευσης». Μάλλον αυτός ήταν και ο λόγος που τα πρώτα ιδρύματα του Πειραιά ήταν ορφανοτροφεία. Τα παιδιά δεν έμειναν στο περιθώριο στα χρόνια της μετανάστευσης καθώς τα πρακτορεία εργασίας «τα έθεσαν κι αυτά στο στόχαστρο του κέρδους» και έγινε εξαγωγή παιδιών εργατών.  Η εκμίσθωση ανήλικων λούστρων από Έλληνες στην Αμερική  σταμάτησε μόνο μετά από την επέμβαση της αμερικάνικης δικαιοσύνης.

Τέλος αναφέρεται στον κύκλο της «σιωπής», καθώς και στην ανάγκη δημιουργίας ενός μουσείου μετανάστευσης για τη αποφυγή της λήθης, Ο συγγραφέας θεωρεί αυτόν τον ιδιότυπο νόμο της σιωπής, ως τον δεύτερο πυλώνα συντήρησης της μετανάστευσης. Η σιωπή γύρω από τις πραγματικές αιτίες, συνθήκες και δυσκολίες, καθώς και τα εμβάσματα (αποτέλεσμα μεγάλων κόπων και θυσιών) που έστελναν οι μετανάστες στις οικογένειες τους, διατηρούσε τον μύθο του εύκολου πλουτισμού και την συνέχιση της μετανάστευσης. Η σιωπή συμβάλλει και στην λήθη της Ιστορίας. Τέλος, υποστηρίζει την ανάγκη δημιουργίας μουσείου μετανάστευσης στον Πειραιά και αναφέρει ότι  δεν έγινε ποτέ κανένα αφιέρωμα στα εκατομμύρια των Ελλήνων που αναγκάστηκαν να αναχωρήσουν ίσως γιατί πιστεύεται ότι απώλεια πατρίδας είναι μόνο εδαφική και ποτέ πληθυσμιακή.

Πάντως στην υπόλοιπη Ευρώπη υπάρχουν αρκετά μουσεία. Ενδεικτικά, στην Ιρλανδία, με τη μακρά κληρονομιά  μετανάστευσης από τις ιρλανδικές ακτές στην Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία και αλλού, υπάρχουν αρκετά μουσεία που αποτίουν φόρο τιμής και εξερευνούν την εμπειρία όσων έφυγαν. Το EPIC, ένα Ιρλανδικό Μουσείο Μετανάστευσης έχει είκοσι γκαλερί που περιγράφουν λεπτομερώς την ιστορία, την κληρονομιά και τον πολιτισμό της ιρλανδικής διασποράς. Το Dunbrody Famine Ship είναι μια πιστή αναπαραγωγή ενός μεταναστευτικού σκάφους της δεκαετίας του 1840 που μετέφερε κουρασμένους και πεινασμένους ανθρώπους που διέφυγαν από τον λιμό της Ιρλανδίας που προκλήθηκε από μια μάστιγα πατάτας που ξεκίνησε το 1845, και που κατέστρεψε  τη σοδειά των φτωχών Ιρλανδών αγροτών. Μέσα σε 7 χρόνια, ένα εκατομμύριο άνθρωποι είχαν πεθάνει και 1,5 εκατομμύριο είχαν μεταναστεύσει. Το Cobh Heritage Center αφηγείται την ιστορία εκατοντάδων ετών μετανάστευσης από το 1600, όταν οι Ιρλανδοί μεταφέρθηκαν στις βρετανικές υπερπόντιες αποικίες. Το λιμάνι του Cobh, τότε γνωστό ως Queenstown, ήταν το σημείο αναχώρησης εκατομμυρίων μεταναστών. Μεταξύ 1848 και 1950, 2,5 εκατομμύρια από τα έξι εκατομμύρια άτομα που έφυγαν από την Ιρλανδία αναχώρησαν από το Cobh.

Στην Αμβέρσα του Βελγίου το μουσείο Red Star Line αφηγείται την ιστορία των ανδρών, γυναικών και παιδιών από όλη την Ευρώπη, που ταξίδεψαν ως το λιμάνι της Αμβέρσας, προκειμένου να ταξιδέψουν με τα πλοία της Red Star Line στην Αμερική. Από το 1815 έως το 1940, περίπου 60 εκατομμύρια μετανάστες από όλη την Ευρώπη εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για την Αμερική. Στο MEI – Εθνικό Μουσείο Ιταλικής Μετανάστευσης, μπορεί κανείς να ανακαλύψει πολλές ιστορίες, που ειπώθηκαν μέσω πηγών από πρώτο χέρι, όπως ημερολόγια, επιστολές, φωτογραφίες, εφημερίδες και αρχειακά έγγραφα, για τα εκατομμύρια των Ιταλών που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους αναζητώντας μια καλύτερη ζωή από την Ενοποίηση της Ιταλίας (μάλλον και πριν) μέχρι και σήμερα.

Τόποι

 Λέξεις και εικόνες

«Γιατί ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ δύο τόπων». Τένεσι Ουίλιαμς

«….. η πεζογραφία εκτελεί έναν εξαιρετικό χορό μεταξύ συλλογικής και οικείας, «μεγάλης» ιστορίας και ιδιωτικής εμπειρίας». Από Tα Xρόνια της Annie Ernaux

Σε αυτήν την ανάρτηση έχω συμπεριλάβει τέσσερα νέα σχέδια τόπων. Μέρος αυτού του τρέχοντος καλλιτεχνικού project περιλαμβάνει και ανάγνωση κειμένων  – ποιήματα, ιστορίες, άρθρα – πράγματα που σχετίζονται με τα σχέδια με προφανείς ή λιγότερο ορατούς τρόπους. Μεταξύ λέξεων και εικόνων  μπορεί να υπάρχει σχέση ή αλληλεπίδραση, παρόλο που μπορεί να φαίνονται ασύνδετες, παράλληλες δραστηριότητες. Επίσης, μερικές φορές το ένα πράγμα οδηγεί στο άλλο και καταλήγω να βρίσκω κάτι ενδιαφέρον και απροσδόκητο, ένα κείμενο, μια αφήγηση ή μια πληροφορία.  Σήμερα θα αναφερθώ σε μερικά μικρά βιβλία / κείμενα. Είναι γραμμένα από γυναίκες, και συμπεριλαμβάνουν θέματα απώλειας, απώλειας γονιών. Το ΄Ανθρωπος στη θάλασσα και Τι όμορφη που είναι η ζωή είναι γραμμένα από τις Ελληνίδες συγγραφείς Έρση Σωτηροπούλου και Μαρία Λαϊνά, αντίστοιχα, και το La Place / Ο Τόπος και το A Woman’s Story  / Η ιστορία μιας γυναίκας είναι βιβλία της Γαλλίδας συγγραφέα, Annie Ernau, η οποία έλαβε το Νόμελ λογοτεχνίας το 2022. Ανακάλυψα το έργο της Ernaux τυχαία σε ένα τοπικό βιβλιοπωλείο. Ο Τόπος τράβηξε την προσοχή μου λόγω του τίτλου του. Αυτό οδήγησε στην ανάγνωση κι άλλων βιβλίων της, και της ομιλίας της κατά την απονομή του βραβείου με τον τίτλο Θα γράψω για να πάρω εκδίκηση για τους ανθρώπους μου (το λαό μου*).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ομιλία της I Will Write To Avenge My People (Θα γράψω για να πάρω εκδίκηση για τους ανθρώπους μου) ξεκινά με την Ernaux να περιγράφει πώς προσπαθώντας να βρει την πρόταση που θα τις έδινε την ελευθερία και την αυτοπεποίθηση να μιλήσει εκείνο το βράδυ, εμφανίστηκε μια φράση που είχε γράψει στο ημερολόγιό της όταν ήταν νέα: «Στη στιγμή εμφανίζεται. Με όλη της τη διαύγεια και τη βία. Λιθόγλυφη. Αδιάψευστη. Γράφτηκε στο ημερολόγιό μου πριν από εξήντα χρόνια. ‘Θα γράψω για να πάρω εκδίκηση για τους δικούς μου ανθρώπους’…» Ήταν είκοσι δύο ετών, σπούδαζε λογοτεχνία, κυρίως με τα παιδιά της τοπικής αστικής τάξης, πιστεύοντας περήφανα και αφελώς «ότι αν έγραφε βιβλία, αν γινόταν συγγραφέας, ως η τελευταία σε μια σειρά ακτημόνων εργατών, εργατών εργοστασίων και καταστηματαρχών, ανθρώπων που περιφρονούνται για τους τρόπους τους, την προφορά τους, την έλλειψη μόρφωσης, θα αρκούσαν για να επανορθώσουν την κοινωνική αδικία που συνδέεται με την κοινωνική τάξη στην οποία γεννιέται κανείς.  Ότι μια ατομική νίκη θα μπορούσε να σβήσει αιώνες κυριαρχίας και φτώχειας, μια ψευδαίσθηση που το σχολείο είχε ήδη καλλιεργήσει μέσα μου λόγω της ακαδημαϊκής μου επιτυχίας».

Η Ernaux μας λέει ότι αρχικά η λογοτεχνία ήταν ένα είδος ηπείρου που ασυνείδητα είχε αντιπαραθέσει στο κοινωνικό της περιβάλλον. Πίστευε ότι με τη γραφή της θα μπορούσε να μεταμορφώσει την πραγματικότητα, αλλά το να είναι παντρεμένη με δύο παιδιά, να εργάζεται ως καθηγήτρια και να έχει την πλήρη ευθύνη των οικιακών υποθέσεων, την απομάκρυναν όλο και περισσότερο από τη συγγραφή και την υπόσχεσή της να πάρει εκδίκηση για τους δικούς της ανθρώπους. Ο θάνατος του πατέρα της, η διδασκαλία σπουδαστών από εργατικά στρώματα και τα κινήματα διαμαρτυρίας του 1968 ήταν οι παράγοντες, μας λέει, που την έφεραν πίσω: «μέσα από παράδρομους που ήταν απρόβλεπτοι και κοντά στον κόσμο της καταγωγής μου, στους «ανθρώπους» μου, και έδωσε στην επιθυμία μου να γράψω μια ποιότητα μυστικής και απόλυτης επείγουσας ανάγκης».

Κατάλαβε ότι έπρεπε να εμβαθύνει σε καταπιεσμένες αναμνήσεις και να φέρει στο φως το πώς ζούσαν οι άνθρωποι από τον δικό της κόσμο, προσθέτοντας ότι όσοι «ως μετανάστες δεν μιλούν πλέον τη γλώσσα των γονιών τους και όσοι, ως αποστάτες της τάξης τους, δεν έχουν πια την ίδια γλώσσα, σκέφτονται και εκφράζονται με άλλες λέξεις, αντιμετωπίζουν επιπλέον εμπόδια». Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να σταματήσει να «γράφει καλά και όμορφες προτάσεις» και «να ξεριζώσει, να δείξει και να κατανοήσει το ρήγμα που τη διέτρεχε».

Η Ernaux μας λέει ότι το πρώτο της βιβλίο το 1974 χαρτογράφησε την κοινωνική και φεμινιστική σφαίρα στην οποία θα τοποθετούσε τη γραφή της. Μέσω του στοχασμού της πάνω στη ζωή αναπόφευκτα θα στοχαζόταν και τη γραφή και πώς η γραφή ενισχύει ή διαταράσσει τις αποδεκτές, εσωτερικευμένες αναπαραστάσεις των πραγμάτων και των όντων. Με το τέταρτο βιβλίο της υιοθέτησε ένα ουδέτερο, αντικειμενικό, «επίπεδο» είδος γραφής, όπου η βία δεν επιδεικνυόταν πλέον,  γινόταν ορατή από τα ίδια τα γεγονότα και όχι από τη γραφή.

Προς το τέλος της ομιλίας, η Ernaux γράφει: «Φέρνοντας στο φως το κοινωνικό ανείπωτο, εκείνων των εσωτερικευμένων σχέσεων εξουσίας που συνδέονται με την τάξη ή/και τη φυλή, και επίσης το φύλο, που αισθάνονται μόνο οι άνθρωποι που βιώνουν άμεσα τον αντίκτυπό τους, αναδύεται η δυνατότητα ατομικής αλλά και συλλογικής χειραφέτησης. Το να αποκρυπτογραφείς τον πραγματικό κόσμο απογυμνώνοντάς τον από τα οράματα και τις αξίες που εμπεριέχει η γλώσσα, όλη η γλώσσα, σημαίνει την ανατροπή της καθιερωμένης τάξης της, την διατάραξη των ιεραρχιών της».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

La Place   and  A Woman’s Story   /     Ο Τόπος και  Η ιστορία μιας γυναίκας

Στα βιβλία της, Ο Τόπος και  Η ιστορία μιας γυναίκας, που γράφτηκαν μετά τον θάνατο του πατέρα και της μητέρας της, η Ernaux χρονογραφεί μια γενιά και τη διαδικασία της δικής της απομάκρυνσης από την τάξη και το περιβάλλον της, μέσω της εκπαίδευσής της και στη συνέχεια μέσω της μετακόμισής της στον μικροαστικό λογοτεχνικό κόσμο, που το ένιωθε ως ένα είδος προδοσίας. Εξετάζει αυτό το «σπάσιμο», και επίσης, εξετάζει τα διλήμματα της γραφής όταν πρόκειται για πραγματικές, βιωμένες ζωές και τι σημαίνει να περικλείεις μια ζωή μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου.

Ο Τόπος

«Δεν ανήκε πουθενά, δεν συμμετείχε πουθενά, πλήρωνε απλώς την ετήσια συνδρομή του στον εμπορικό σύλλογο. Στον επικήδειο, ο εφημέριος μίλησε για «μια έντιμη, εργατική ζωή», «για έναν άνθρωπο που δεν έβλαψε ποτέ κανέναν».

«Όταν διαβάζω Προυστ ή Μοριάκ, δεν μπορώ να πιστέψω ότι γράφουν για την εποχή όπου ο πατέρας μου ήταν παιδί. Στην περίπτωσή του, ήταν μάλλον Μεσαίωνας».

«΄Εμμονη ιδέα: ‘Τι θα λένε οι άλλοι για μας’ (οι γείτονες, οι πελάτες οι πάντες)».

Η ιστορία μιας γυναίκας

Η Ernaux ισχυρίζεται ότι αυτό το βιβλίο δεν είναι βιογραφία ή μυθιστόρημα, «ίσως μια διασταύρωση λογοτεχνίας, κοινωνιολογίας και ιστορίας». Προσθέτει ότι όταν σκέφτεται πτυχές της προσωπικότητας της μητέρας της, προσπαθεί να τις συσχετίσει με την ιστορία και το ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο γιατί η ιστορία και το κοινωνικό υπόβαθρο περιέχουν και, σε μεγάλο βαθμό, διαμορφώνουν τη ζωή ενός ανθρώπου.  Καθώς η συγγραφέας μιλά για τη μητέρα της και τον ιστό των ανθρώπων με τους οποίους ήταν συνδεδεμένη, παρακολουθούμε και τα «μεγάλα» ιστορικά γεγονότα και τις κοινωνικές νόρμες και συνθήκες, καθώς και τις ευκαιρίες που δεν ήταν διαθέσιμες στη μητέρα της και στους ανθρώπους του κοινωνικού της περιβάλλοντος:

«Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Για μένα η μητέρα μου δεν έχει ιστορικό. Ήταν πάντα εκεί. Όταν μιλάω για αυτήν, η πρώτη μου παρόρμηση είναι να την «παγώσω» σε μια σειρά από εικόνες άσχετες με τον χρόνο…….. Αυτό φέρνει πίσω μόνο τη γυναίκα της φαντασίας μου, αυτή που εμφανίστηκε πρόσφατα στα όνειρά μου….. Θα ήθελα επίσης να συλλάβω την πραγματική γυναίκα, αυτή που υπήρχε ανεξάρτητα από εμένα, γεννημένη στα περίχωρα μιας μικρής πόλης της Νορμανδίας, και που πέθανε στη γηριατρική πτέρυγα ενός νοσοκομείου στα προάστια του Παρισιού».

«Θα μπορούσε να γίνει δασκάλα, αλλά οι γονείς της δεν την άφηναν να φύγει από το χωριό. Ο χωρισμός με την οικογένεια  θεωρούνταν πάντα ως σημάδι κακοτυχίας. (Στα Νορμανδικά Γαλλικά, η λέξη «φιλοδοξία» αναφέρεται στο τραύμα του χωρισμού· ένας σκύλος, για παράδειγμα, μπορεί να πεθάνει από φιλοδοξία.  Το σχολείο ήταν απλώς μια φάση που περνούσε κανείς πριν κερδίσει τα προς το ζην. Θα μπορούσε κανείς να λείψει από το σχολείο. δεν ήταν δα και το τέλος του κόσμου. Αλλά όχι από την Λειτουργία».

«Υπήρχαν τα μαύρα χρόνια της οικονομικής κρίσης, οι απεργίες, ο Léon Blum («ο πρώτος άνθρωπος στο πλευρό των εργατών»), οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και τα πάρτι στο καφέ αργά το βράδυ. Υπήρχαν οι επισκέψεις από τους συγγενείς της…».

«Το κατάστημα βρισκόταν στην Κοιλάδα, όπου οι μύλοι βαμβακιού του δέκατου ένατου αιώνα κυβερνούσαν τις ζωές των ανθρώπων από τη βρεφική ηλικία μέχρι το θάνατο».

«Κατά την Κατοχή, η ζωή στην Κοιλάδα επικεντρωνόταν στο μαγαζί τους και στην ελπίδα απόκτησης φρέσκων προμηθειών. Προσπαθούσε να ταΐσει τους πάντες, ειδικά τις πολύτεκνες οικογένειες, γιατί η φυσική της υπερηφάνεια την ενθάρρυνε να είναι ευγενική και να βοηθάει τους άλλους…».

«Το 1945, έφυγαν από την Κοιλάδα, όπου το ομιχλώδες κλίμα με έκανε να βήχω και εμπόδιζε την ανάπτυξή μου, και επέστρεψαν στο Yvetot. Η ζωή στη μεταπολεμική περίοδο ήταν πιο δύσκολη από ότι στη διάρκεια του πολέμου. Τα τρόφιμα εξακολουθούσαν να δίνονται με δελτίο και εκείνοι που είχαν «πλουτίσει στη μαύρη αγορά» εμφανίζονταν σιγά-σιγά».

Το πιο συγκινητικό μέρος του βιβλίου αφορά τα τελευταία χρόνια της ζωής της μητέρας της όταν ήταν άρρωστη. Οι σύντομες προτάσεις της Ernaux μεταδίδουν τόσα πολλά:

«Κι εδώ σταματά η ιστορία της γιατί δεν υπήρχε πλέον θέση για εκείνη στην κοινωνία».

«Οι περισσότεροι από τους ασθενείς εκεί είναι γυναίκες».

«Ο τελευταίος δεσμός μεταξύ εμένα και του κόσμου από τον οποίο προέρχομαι έχει κοπεί».

«Πιστεύω ότι γράφω για τη μητέρα μου γιατί είναι η σειρά μου να τη φέρω στον κόσμο».

΄Ανθρωπος στη θάλασσα της Έρση Σωτηροπούλου

Εδώ στην Ελλάδα πεθαίνει η μητέρα της και στην Αρκτική λειώνουν οι πάγοι.

«Μόνο εγώ κι εσύ ακούμε τώρα. Δεν υπάρχει κανείς άλλος. / ένα τρίξιμο αοράτων κρυστάλλων / από ανθύλλια παγετού που ξεκολλάνε. / Με κομμένη την ανάσα ακούμε / Το τρίξιμο να γίνεται βόμβος / Βρυχηθμός αεροπλάνου που πλησιάζει / Όχι από τον αέρα. / Αυτός ο ορυκτός βόμβος καθώς  /  ένα κομμάτι αποσπάται από τη μητέρα».

Τι όμορφη που είναι η ζωή της Μαρίας Λαινά

«Η γραπτή τέχνη κυρίως, αυτή που γράφεται και μετά την ξανακοιτάς, κι αυτό είναι μαρτύριο γιατί εν τω μεταξύ έχει αλλάξει, κι εσύ έχεις αλλάξει……,».