Τόποι V

Γενέθλιοι τόποι

«Μου είχε έρθει όχι σαν ξαφνική επιφώτιση, αλλά με μια σταδιακή σιγουριά, μια αίσθηση νοήματος που έμοιαζε με μια αίσθηση τόπου. Όταν δίνεις τον εαυτό σου σε τόπους, σου δίνουν πίσω τον εαυτό σου. Όσο περισσότερο τους γνωρίζει κανείς, τόσο περισσότερο τους σπέρνει με μια αόρατη σοδειά αναμνήσεων και συνειρμών που θα σε περιμένουν όταν επιστρέψεις, ενώ νέοι τόποι προσφέρουν νέες σκέψεις, νέες δυνατότητες. Η εξερεύνηση του κόσμου είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους εξερεύνησης του νου, και περπατώντας ταξιδεύεις και στα δύο εδάφη».  Rebecca Solnit

«Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου. Χιλιάδες οι φλόκοι σου και τα πανιά σου. Κι όλο ασάλευτη μένεις να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη» Γιάννης Ρίτσος

Η σημερινή ανάρτηση φιλοξενεί μερικά νέα σχέδια τόπων συνοδευόμενα από κάποια μικρά κείμενα και ποιήματα.

Στίχοι του ποιητή Γιάννη Ρίτσου όπου αποτυπώνει την εικόνα του βράχου, τον γενέθλιο τόπο:

«Μονοβασιά»

«Ο βράχος. Τιποτ’ άλλο. Η αγριοσυκιά κι η σιδερόπετρα.
Πάνοπλη Θάλασσα. Καθόλου χώρος για γονυκλισία.
Έξω απ’ την πύλη του Ελκομένου πορφυρό πορφυρό μέσα στο μαύρο.
Οι γριές με τα καζάνια τους λευκαίνοντας το πιο μακρύ φαντό της ιστορίας περασμένο σε κρίκους
απ’ τις σαράντα τέσσερις βυζαντινές καμάρες.
Ο ήλιος αμείλιχτος φίλος με το δόρυ του κατάντικρυ στα τείχη
και ο θάνατος απόκληρος μέσα σ’ αυτή την τεράστια φωταψία
όπου οι νεκροί διακόπτουν κάθε τόσο τον ύπνο τους
με κανονιές και σκουριασμένους φανοστάτες, ανεβοκατεβαίνοντας
σκαλιά και σκαλιά σκαλισμένα στην πέτρα….»

«Πήγε να πάρει τους δικούς του να κάνουν έναν γύρο στο χωριό. “Να γνωρίσετε τον τόπο μας”, είπε με πάθος στα παιδιά. Μήπως θα έπρεπε να πω τον τόπο μου; Διερωτήθηκε. Τον τόπο ΜΟΥ; Αναρωτήθηκε για δεύτερη φορά και βυθίστηκε σε σκέψη». Δέσποινα Καιτατζή-Χουλιούμη

«Ο γενέθλιος τόπος του καθενός, είναι η συναισθηματική πρωτεύουσα όλης της ζωής του. Διότι εκεί ζει τα θεμελιακά παιδικά και εφηβικά του χρόνια, κατά κανόνα, και εκεί αποκτά για πρώτη φορά αίσθηση του εαυτού, του άλλου, της οικογένειας, της γειτονιάς, της γλωσσούς της θάλασσας, του ορίζοντα του ανοιχτού κι όλα αυτά είναι πρωτόγνωρες εμπειρίες για το άτομο….. ». Ιωάννα Καρυστιάνη

«Ο γενέθλιος τόπος καθορίζει τις εικόνες που μας συγκροτούν. Που αναδύονται άθελά μας από το ασυνείδητο και κατατίθενται, μερικές φορές, ηθελημένα στο συνειδητό ως σήματα που οριοθετούν το διάβα μας στη ζωή. Γιατί έτσι μόνο μπορούμε να (ανα)συνθέσουμε την προσωπική και τη συλλογική ιστορία μας, να χτίσουμε το παρόν μας μέσα από το παρελθόν». Λήδα Καζαντζάκη

Τέλος, δυο αποσπάσματα από το πολύ πρόσφατο βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου (εκδόθηκε μόλις αυτόν τον μήνα) που διάβασα αυτές τις μέρες:

«Η αγριότητα είναι πολλές φορές κάτω από το δέρμα, είναι υποδόρια. Εάν περιηγηθείτε αυτή τη στιγμή στο διαδίκτυο. Θα δείτε παντού, θα σκοντάψετε πάνω σε θύλακες μισαλλοδοξίας. Η μισαλλοδοξία είναι μια τόσο όμορφη ελληνική λέξη για να αποτυπώσει κάτι τόσο αποκρουστικό: το μίσος για τον αλλόδοξο, το μίσος για την δόξα του άλλου, το μίσος για την πίστη του άλλου. Βρίθει αυτή τη στιγμή το διαδίκτυο από φονταμενταλιστές κάθε είδους. Δεν έχει σημασία αν είναι χριστιανοί, αν είναι μουσουλμάνοι ή αν είναι εβραίοι. Είναι διαχειριστές οργής, μίσους και αυτοί οι άνθρωποι ψάχνουν, πέρα από το να οικοδομούν, να χαλκεύουν ολόκληρες συκοφαντικές κατηγορίες για ομάδες ανθρώπων με τις οποίες δεν συμφωνούν, προσπαθούν να βρουν κάθε χαραμάδα στο νομοθετικό πλαίσιο, ώστε από εκεί να μπορέσει να περάσει η μισαλλοδοξία…… Τελειώνω με μια παρατήρηση. Η Πολιτεία δεν μπορεί και δεν πρέπει να συμμετάσχει σ’ αυτό το παιχνίδι της μισαλλοδοξίας από οποιαδήποτε πλευρά (σελ. 101).

Το παρακάτω απόσπασμα που αναφέρεται στον διαφωτισμό το αφιερώνω στον Δ.Λ.

«Οι επίγονοι των διαφωτιστών» έγραφα στα Νέα τον Οκτώβριο του 2020……… καγχάζουν ότι το κίνημα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, που εκδηλώθηκε στη Γαλλία κατά τα μέσα του 18ου αιώνα – με κύριους εκφραστές τους περίφημους ‘Εγκυκλοπαιδιστές’ -από τη δύσμοιρη τη σκλαβωμένη Ελλάδα ‘πέρασε και δεν ακούμπησε’. Εάν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, οι επίγονοι των διαφωτιστών έχουν δίκιο: αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στους πηχυαίους τίτλους ενός αξιοθρήνητου μεγάλου μέρους των εντύπων και ηλεκτρονικών Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας προκειμένου να διαπιστώσουμε ότι σε επίπεδο, ποιότητα κι επιχειρηματολογία πνευματικού διαλόγου, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Εάν σταθούμε όμως στα ιστορικά γεγονότα, θα δούμε ότι οι έλληνες διαφωτιστές δεν παραδόθηκαν αμαχητί. Έδωσαν μια λυσσασμένη μάχη εναντίον των σκοταδιστών και, εάν τελικά την έχασαν, δεν την έχασαν στο πεδίο των ιδεών (εκεί κανένας στις μέρες μας, με στοιχειωδώς σώας τας φρένας, δεν αμφισβητεί την απόλυτη επικράτηση τους). Την έχασαν στο πεδίο της εξουσίας – συνεπακόλουθα της γενικής παιδείας και της κοινωνίας» (σελ. 285).

 Τόποι IV

 «Το πραγματικό ταξίδι της ανακάλυψης δεν συνίσταται στο να βλέπεις νέους τόπους αλλά να βλέπεις με νέα μάτια». Μαρσέλ Προυστ

Στη σημερινή ανάρτηση εκτός από σχέδια θα συμπεριλάβω και μια σύντομη αναφορά σε ένα βιβλίο που διάβασα αυτές τις μέρες.

Το Τηλεφώνημα που δεν έγινε του Απόστολου Δοξιάδη είναι αυτοβιογραφικό με στοιχεία μυθοπλασίας και επιχειρεί με επίκεντρο μια ταινία, με τίτλο Το τηλεφώνημα, που ο έφηβος Δοξιάδης έφτιαξε όταν ήταν δεκατεσσάρων χρονών, να διερευνήσει  μεταξύ άλλων το νόημα που είχε δώσει σε αυτό το έργο ο έφηβος εαυτός του και πως το νοηματοδοτεί ο ενήλικας μετά από πάρα πολλές δεκαετίες, Σε αυτήν την ασπρόμαυρη δεκάλεπτη ταινία ένας άστεγος αλήτης βρίσκει ένα κέρμα και τρέχει σε ένα θάλαμο να τηλεφωνήσει, μα μένει μετέωρος και άπραγος. Δεν τηλεφωνεί. Είναι ένα ανοικτό τέλος; Το νόημα αυτού του ερωτηματικού καλείται ο ενήλικας πλέον Δοξιάδης να επανανοηματοδοτήσει στην έκτη δεκαετία της ζωής του.

Ο νεαρός Απόστολος είχε γράψει το σενάριο και είχε σκηνοθετήσει την ταινία την χρονιά που ήταν οικότροφος σε ένα σχολείο στην Ουάσιγκτον, όπου ένιωθε ξένος και μόνος, βρίσκοντας διαφυγή στον κινηματογράφο και στη λογοτεχνία. Η ταινία είχε τότε κερδίσει το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης για ταινίες μικρού μήκους που έκαναν μαθητές και μια συνέντευξη στην Ουάσινγκτον Ποστ. Μια αδιάφορη κηδεία ενός σκηνοθέτη που εγκατέλειψε την τέχνη μετά την πρώτη του ταινία πυροδοτεί το ταξίδι αυτογνωσίας του Δοξιάδη εφόσον και ο ίδιος για πολλά χρόνια είχε εγκαταλείψει τον εαυτό-καλλιτέχνη.

Η ταινία στην ιστορία που μας αφηγείται ο συγγραφέας είναι το αντικείμενο ή το σημείο από το οποίο ξεπηδούν περιμετρικοί κύκλοι από ερωτήματα, συναισθήματα, αμφιβολίες και νοήματα, φέρνοντας στο τέλος βαθύτερη επίγνωση. Ο τρόπος που ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία είναι μάλλον συνειρμικός κι αυτό επιτρέπει την διερεύνηση του ψυχισμού του καθώς ξεφλουδίζει τις διάφορες στρώσεις από γεγονότα, ψυχολογικές άμυνες και αντιστάσεις, τον φόβο του θανάτου, τραύματα και αλήθειες. Ο Δοξιάδης προσπαθεί να θυμηθεί τον 14χρονο εαυτό του, τον καλλιτέχνη εαυτό πριν την αλλοτρίωση ή την αποξένωση από εκείνον που έφεραν τα γεγονότα εκείνης της δύσκολης χρονιάς, προσπαθώντας να ξανακερδίσει σημαντικά κομμάτια του εαυτού που πάγωσαν ή κρύφτηκαν σε δυσπρόσιτες γωνιές. Συναισθήματα, ακούσματα, όνειρα, κουβέντες της συζύγου του και φίλων, βιβλία, όλα γίνονται μέρος μιας επίπονης ψυχολογικής διεργασίας. Αναζητά «στιγμές μαντλέιν»**, ακούσιες μνήμες, οι οποίες συνήθως έρχονται ακάλεστες, όπως ήδη γνωρίζει ο συγγραφέας.

Μέσα από ασκήσεις μνημονικής, συνειρμική γραφή και ερωτήματα που θέτει προσπαθεί να ανασύρει μνήμες, να συνδέσει το παρελθόν με το παρόν και κατά κάποιο τρόπο να ενσωματώσει (integrate) τον αποκομμένο εφηβικό εαυτό.  Θυμάται βιβλία και ταινίες και καλλιτεχνικά ρεύματα που επηρέασαν τον έφηβο, όπως λόγου χάρη, το βιβλίο του Ντύλαν Τόμας, Το πορτραίτο ενός σκύλου. Γράφει: «Αλλά δεν αρκούσε αυτό ως εξήγηση για την προτίμηση μου στον τίτλο του Ντύλαν Τόμας. Γιατί, ενώ το βιβλίο προφανώς μιλάει για ανθρώπους όχι για σκυλιά, η μεταφορά που χρησιμοποιεί άγγιξε την καρδιά μου, τόσο που, ακόμα και τώρα καθώς θυμάμαι τον τίτλο, το «young dog» μου προκαλεί ένα ρίγος, προφανώς με τις ρίζες του σε κείνα τα χρόνια. Γιατί όμως να νιώθει ένα δεκατετράχρονο αγόρι ταύτιση με έναν νεαρό σκύλο»;

Καθώς αναζητά τις αιτίες που τον οδήγησαν στην δημιουργία της ταινίας και το πραγματικό της νόημα, τηλεφωνεί και σε έναν παλιό συμμαθητή του από το οικοτροφείο,  ο οποίος τον βοηθά να καταλάβει ότι ο ήρωας της ταινίας, ο αλήτης, ίσως να αντανακλούσε τον έφηβο καλλιτέχνη εαυτό του και ότι το πρόσωπο στο οποίο δεν μίλησε και από το οποίο δεν μπόρεσε τελικά να ζητήσει βοήθεια ήταν ο χειραγωγικός και απρόσιτος πατέρας. Ίσως ο ήρωας του Δοξιάδη να καθρεφτίζει τον καθένα από εμάς που δεν καταφέρνει να μιλήσει και να ζητήσει βοήθεια. Στη διάρκεια αυτού του εσωτερικού και εξωτερικού ταξιδιού ο συγγραφέας θα θυμηθεί λεπτομέρειες  γύρω από την εμφάνιση του φόβου του καρκίνου και τις ψυχαναγκαστικές αντιδράσεις του νεαρού εαυτού του καθώς θα θυμηθεί την ευθανασία του σκύλου του και το βιβλίο που του χάρισε ο πατέρας του εκείνη τη χρονιά.  Θα ανακαλύψει πως ο έντονος φόβος του θανάτου, προκάλυμμα βαθύτερων πόνων,  είναι σφιχτά δεμένος με τον πατέρα και τη σύγκρουση μαζί του.

Το σχετικά σύντομο βιβλίο μοιάζει με έναν μακρύ και επίμοχθο διάλογο με κομμάτια του εαυτού του, και αγγίζει θέματα σχετικά με την τέχνη, την δημιουργική πηγή του εαυτού μας, το πώς κόβεται ή χάνεται το νήμα στην παιδική ή εφηβική ηλικία, το πώς και πότε αποξενωνόμαστε από κομμάτια του εαυτού μας, του κοινωνικού φθόνου, τις προσωπικές άμυνες και αντιδράσεις του συγγραφέα, και τέλος την λύση του αδιεξόδου μέσω της αναζήτησης του μη αλλοτριωμένου εαυτού.

Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο:

«Και εκεί, στο ανθισμένο πάρκο, θα βρούμε τον αλήτη μας να κοιμάται σε ένα πάγκο. Θα τον ξυπνήσουμε και θα τον σηκώσουμε και θα τον πάρουμε από το χέρι, από το ένα εσύ και από το άλλο εγώ, και θα τον πάμε για μια ακόμη φορά στον γυάλινο θάλαμο. Μη σε νοιάζει, το κέρμα το έχω εγώ, το έχω κρατήσει στην τσέπη μου από τότε, γιατί έχουν μεγάλη αξία τα δέκα σεντς. Θα τα δώσω στον αλήτη, και τότε, σου υπόσχομαι, θα μπορέσει επιτέλους να τηλεφωνήσει. Και να μιλήσει».

** Η ακούσια αυτοβιογραφική  μνήμη,  γνωστή και ως στιγμή μαντλέιν, εμφανίζεται όταν κάποιο ερέθισμα στην καθημερινή ζωή προκαλεί αναμνήσεις του παρελθόντος χωρίς συνειδητή προσπάθεια, ενώ η εκούσια μνήμη χαρακτηρίζεται από μια συνειδητή προσπάθεια ανάκλησης του παρελθόντος. Ο Μαρσέλ Προυστ ήταν ο πρώτος που επινόησε τον όρο ακούσια μνήμη, στο μυθιστόρημά του In Search of Lost Time or Remembrance of Things Past. Ο Προυστ θεώρησε ότι η ακούσια μνήμη περιέχει την «ουσία του παρελθόντος»  που έλειπε από την εκούσια μνήμη. Ονομάζεται μαντλέν στιγμή γιατί όταν ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος του τρώει μια μαντλέν (κεικ) εμποτισμένη με τσάι, αυτόματα ανασύρεται μια ξεχασμένη παιδική ανάμνηση κατανάλωσης μαντλέν εμποτισμένης με τσάι με τη θεία του. Στη συνέχεια, σιγά-σιγά ανακαλεί το σπίτι της παιδικής ηλικίας και την πόλη. Αυτό εξελίσσεται σε θέμα σε όλο το βιβλίο, καθώς μέσω των αισθήσεων ανασύρονται μνήμες από το παρελθόν [πηγή Wikipedia].

Αν κάποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει περισσότερα για τη μνήμη, μπορεί να μεταβεί στην ανάρτηση Knowing how memory works is empowering  // Η γνώση της λειτουργίας της μνήμης μας ενδυναμώνει [6-9-2014]. Δεν είναι διαθέσιμο στα ελληνικά.

Τόποι ΙΙI                                              Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί – 11/10/2024

Τόποι και τραύμα

 «Τόσα πολλά από αυτά που είμαστε, είναι εκεί που ήμασταν». William Langewiesch

A. Αυτό το καλοκαίρι η καταξιωμένη Ιρλανδή συγγραφέας, Έντνα Ο’Μπράιεν, πέθανε σε ηλικία ενενήντα τριών ετών. Την είχα ανακαλύψει σε νεαρή ηλικία όταν και διάβασα μισή ντουζίνα, ίσως και περισσότερα δικά της βιβλία, άλλα έκτοτε δεν είχα διαβάσει τίποτα δικό της. Αυτά τα βιβλία ανήκαν κάπως στα νεανικά μου χρόνια. Η είδηση ​​του θανάτου της με πήγε πίσω σε κείνη την εποχή. Τις ιστορίες των βιβλίων  τις θυμόμουν αμυδρά, αλλά τα θέματα, η ατμόσφαιρα του έργου της και η όμορφη πρόζα της, είχαν παραμείνει στη μνήμη μου. Αποφάσισα να διαβάσω κάτι πιο πρόσφατο κι επέλεξα τα απομνημονεύματά της Country Girl / Κορίτσι από την επαρχία, που δημοσιεύτηκαν το 2012, και το μυθιστόρημά Girl  / Κορίτσι, που δημοσιεύτηκε το 2019 και κυκλοφορεί και στα Ελληνικά.

Το Κορίτσι εμπνέεται από την απαγωγή 276 μαθητριών το 2014 από το Κυβερνητικό Γυμνάσιο Θηλέων στην πόλη Chibok της Νιγηρίας από την ισλαμική τρομοκρατική ομάδα Μπόκο Χαράμ. Περίπου το ένα τρίτο των κοριτσιών εξακολουθούν να αγνοούνται.

Σε ηλικία 88 ετών, η O’ Μπράιεν  διέσχισε ηπείρους και πολιτισμούς για να κάνει έρευνα, να πάρει συνεντεύξεις και να γράψει για τον πόνο και τα βάσανα αυτών των κοριτσιών. Το βιβλίο είναι συμπαγές με μεγάλη οικονομία, αλλά περιέχει και όμορφες περιγραφές της φύσης. Όπως με όλες τις ιστορίες της, η συγγραφέας εστιάζει έντονα στη σωματική δυσφορία των γυναικών, στα συναισθήματα και στην εσωτερική ζωή τους σε πλαίσια σωματικών και ψυχικών περιορισμών, ενώ αποκαλύπτει τις ιδιαίτερες πατριαρχικές και θεοκρατικές δομές που τις κρατούν εκεί. Το βιβλίο είναι επώδυνο στην ανάγνωση. Νιώθει κανείς ότι η λέξη τραύμα έχει εκραγεί. Η O’ Brien μας αποκαλύπτει το τραύμα αυτών των νεαρών κοριτσιών. Για παράδειγμα, η ακριβής περιγραφή της για τον λιθοβολισμό ενός κοριτσιού μέχρι θανάτου μας κάνει να θέλουμε να στρέψουμε το βλέμμα μας αλλού ή να γυρίσουμε σελίδα, αλλά στο τέλος συνεχίζουμε την ανάγνωση και επιτρέπουμε στην αφήγηση να απελευθερώσει την ενσυναίσθησή μας. Για τον αναγνώστη η ανακούφιση έρχεται τόσο με το να επιτρέψει στον εαυτό του να νιώσει τα συναισθήματα όσο και μέσα από τις αναλαμπές ελπίδας που προσφέρει η συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου.

Η Maryam, η κεντρική ηρωίδα και αφηγήτρια αυτής της ιστορίας, είναι μια σύνθεση των κοριτσιών που γνώρισε η O’Brien.

Ξεκινά την αφήγησή της:

«ΗΜΟΥΝ ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΑΠΟΤΕ, αλλά όχι πια. μυρίζω. Το αίμα στέγνωσε και κόλλησε παντού πάνω μου, και τα ρούχα μου είναι σχισμένα. Το εσωτερικό μου, ένα τέλμα. Διέσχισα αυτό το δάσος που είδα, εκείνη την πρώτη απαίσια νύχτα, όταν άρπαξαν εμένα και τις φίλες μου από το σχολείο».

Η Maryam εξαναγκάζεται από τους απαγωγείς της να παντρευτεί και να γίνει μητ;έρα, αλλά με κάποιο τρόπο καταφέρνει να δραπετεύσει με την κόρη της και μια φίλη. Αν και οι συνθήκες σε αυτό το αφρικανικό σκηνικό θυμίζουν κόλαση, το θέμα της φυγής των δύο κοριτσιών μας θυμίζει τις δύο φίλες, την Cait και την Baba στο πρώιμο έργο του O’Brien, The Country Girls. Η φίλη της Maryam πεθαίνει στην πορεία, αλλά αυτή και το μωρό καταφέρνουν ενάντια σε όλες τις πιθανότητες να επιστρέψουν, και τελικά, να επανενωθούν με το μόνο επιζών μέλος της πυρηνικής οικογένειάς της, τη μητέρα της. Η Maryam είναι ταυτόχρονα ηρωίδα και ανεπιθύμητη υπενθύμιση του πού ήταν και τι χάθηκε, πηγή ντροπής και αντικείμενο στιγματισμού και προβολών των φόβων και προκαταλήψεων των άλλων. Μια νέα δοκιμασία ξεκινά για τη Maryam, καθώς παλεύει να αποστασιοποιηθεί αρκετά όχι μόνο από τους εξτρεμιστές, αλλά και από τις αρχές και την ευρύτερη οικογένειά της, ώστε να μπορέσει να βρει ξανά τη φωνή της και να συναρμολογήσει την ιστορία της, καθώς και να παραμείνει ζωντανή και να επανενωθεί με το μωρό της που της έχουν πάρει, καθώς το παιδί είναι ανεπιθύμητο και πηγή ντροπής και φόβου για την ευρύτερη οικογένεια και την κοινότητά της.

Το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Έντνα Ο’Μπράιεν, Country Girl, περιλαμβάνει θέματα που σχετίζονται με πρόσωπα, γεγονότα, ιστορία, τόπους, αυτοεξορία και πατρίδα,  το πώς κατοικούν όλα μέσα μας και πώς επαναδιαπραγματεύονται με την πάροδο του χρόνου. Στον πρόλογο γράφει· «Πήρα ένα βιβλίο μαγειρικής από το Ballymaloe House της Κομητείας Κορκ, όπου είχα μείνει μερικές φορές και είχα απολαύσει λιχουδιές όπως σούπα τσουκνίδας, σουφλέ με βρύα καραγενάνης, λεμόνι ποσέ με γεράνι με άρωμα τριαντάφυλλου και κρέμα αμυγδάλου με άρωμα / γεύση φραγκοστάφυλου με μπανόφι για μωρά. Ήταν εκεί που είχα δει για πρώτη φορά και είχα μείνει έκπληκτη από τους πίνακες του Τζακ Γέιτς / Jack Yeats, τις χοντρές παλέτες με πηγμένα μπλε που μου μιλούσαν τότε τόσο βαθιά για την Ιρλανδία όσο και οποιοδήποτε ποίημα ή κομμάτι πεζογραφίας. Αναζήτησα τη συνταγή για το ψωμί με σόδα και έκανα κάτι που δεν είχα κάνει εδώ και τριάντα χρόνια. Έφτιαξα ψωμί. Σπασμένο πιάνο ή όχι, ένιωσα πολύ ζωντανή, καθώς η μυρωδιά του ψωμιού που ψηνόταν γέμιζε τον αέρα. Ήταν μια παλιά μυρωδιά, που γεννούσε πολλές αναμνήσεις, κι έτσι εκείνη την ημέρα του Αυγούστου, στα εβδομήντα οκτώ χρόνια μου, κάθισα να ξεκινήσω τα απομνημονεύματα που ορκίστηκα ότι δεν θα έγραφα ποτέ».

 Αποσπάσματα από το Country Girl της O’Brien:

«Η ιστορία είναι παντού, εισχωρεί στο χώμα, στο υπέδαφος, όπως η βροχή ή το χαλάζι ή το χιόνι ή το αίμα. Ένα σπίτι θυμάται, ένα υπόστεγο θυμάται, ένας λαός θυμάται, η ιστορία διαφέρει με τον αφηγητή».

«…και ήταν λες και οι δύο χώρες να πολεμούσαν, να σπρώχνονταν και να φίλιωναν, μέσα μου, σαν τα δύο μισά του εμπόλεμου εαυτού μου».

«Είχε να κάνει με την επιστροφή, συνεχώς η ανάγκη να γυρίζω πίσω, όπως κάνουν τα ζώα, όπως οι ελέφαντες που διασχίζουν χιλιάδες μίλια για να επιστρέψουν εκεί όπου έζησε ο ψιθυριστής των ελεφάντων. ‘Επιστρέφουμε για τον ψίθυρο’, είπε, την ονειρεμένη συμφιλίωση».

B. Σήμερα έχω επίσης μερικά ακόμη σχέδια εμπνευσμένα από μέρη στην Ελλάδα. Συνοδεύονται από αποσπάσματα των συγγραφέων Lawrence Durrell και Henry Miller και του Έλληνα ποιητή Κώστα Βάρναλη. Σε κάποιο βαθμό, αυτές οι αφηγήσεις είναι τοποθετημένες χρονικά και όλες είναι πολύ προσωπικές, χρωματισμένες από τις εμπειρίες και τις κοσμοθεωρίες των συγγραφέων. Αφορούν τόσο την Ελλάδα, τότε και τώρα, όσο και τους ίδιους τους συγγραφείς.

Από τα Ελληνικά Νησιά του Λόρενς Ντάρελ:

«Ο Πόρος είναι μια μαγευτική σύνθεση, προφανώς σχεδιασμένη από τρελά παιδιά από την Ιαπωνία με τη βοήθεια του Paul Klee και του Raoul Dufy. Ένα παιδικό κουτί από τούβλα που έχει τοποθετηθεί γρήγορα και τέλεια σε έναν μικρό ώμο ακρωτηρίου που συγκρατεί τους ανέμους, εκτείνεται στον μαγικό γαλάζιο ορίζοντα, το μακρύ ποώδες περίγραμμα των λαμπερών χρωμάτων του, όχι στεγνό ακόμα. η υγρασία τρέμει με το σύννεφο-φως πάνω στη βρεγμένη μπογιά των σπιτιών, και το φως που αλλάζει την πλημμυρίζει με τα φτερά των πεταλούδων. Καθώς το λιμάνι στρίβει όλα φαίνονται να κινούνται πάνω σε ένα περιστρεφόμενο πλατό που είναι ελάχιστα μεγαλύτερο από το οργάνιστρο ενός πανηγυριού, και έχεις την ψευδαίσθηση ότι χωρίς να κατεβείς από το πλοίο μπορείς να σκύψεις πάνω από τη ράγα και να παραγγείλεις ένα ούζο. Και αυτή η αίσθηση εγγύτητας αυξάνεται, ώστε να φαίνεται ότι ταξιδεύεις στον κεντρικό δρόμο με τους κατοίκους να περπατούν χαλαρά δίπλα στο πλοίο. Νιώθεις ότι επιτέλους θα βάλουν φιλικά χέρια πάνω στα σχοινιά και σιγά-σιγά θα το ακινητοποιήσουν. Η καλύτερη περιγραφή της εισόδου στον Πόρο είναι αυτή του Henry Miller, ο οποίος αιχμαλώτισε το λιμάνι με αριστοτεχνικό τρόπο στο ελληνικό ταξιδιωτικό βιβλίο του».

Ο Αμερικανός συγγραφέας Henry Miller, στον οποίο αναφέρεται ο Durrell, ταξίδεψε για πέντε ή έξι μήνες στην Ελλάδα το 1939, μερικές φορές με φίλους που είχε κάνει στην Ελλάδα όπως ο Κατσίμπαλης, που είναι ο πραγματικός κολοσσός του Αμαρουσίου, και ο νομπελίστας ποιητής Γεώργιος Σεφέρης. Η παραμονή του στην Ελλάδα αποδείχθηκε μεταμορφωτική γι’ αυτόν και ο ίδιος πίστευε ότι είχε ένα είδος αφύπνισης. Στον επίλογο μιας νεώτερης έκδοσης του Κολοσσού του Αμαρουσίου, που διαβάζω τώρα, ο Ian S. MacNiven γράφει: «Ο Μίλερ φεύγει από την Ελλάδα για την Αμερική στις 28 Δεκεμβρίου. Με τον κόσμο να κατολισθαίνει προς τον πόλεμο, συντάσσει τον Κολοσσό του Αμαρουσίου, έναν παιάνα της διεθνικής, πολύγλωσσης φιλίας, της Ελλάδας, της ειρήνης. Ένα εξιδανικευμένο αλλά αληθινό πορτρέτο της Ελλάδας και του ελληνικού χαρακτήρα. Ανήσυχος, δηλώνοντας ακόμα ότι ο πόλεμος δεν έχει καμία σχέση μαζί του, ο Μίλερ ξεκινά την ετήσια περιοδεία του στις Ηνωμένες Πολιτείες με την ομολογημένη πρόθεση να γράψει έναν παράλληλο πανηγυρικό με την πατρίδα του». Κατά την επιστροφή του στην Αμερική γράφει το The Air-Conditioned Nightmare  / Ο Κλιματιζόμενος Εφιάλτης και τη συνέχεια αυτού, Remember to Remember / Να θυμάσαι να θυμάσαι, δύο χρόνια αργότερα. Εγκαταλείπει την αστική ζωή και μετακομίζει στα νότια του Σαν Φρανσίσκο. Ζει απομονωμένος σε μια καμπίνα με θέα στον Ειρηνικό Ωκεανό, όπου γράφει τη μεγάλη τριλογία του….

Η περιγραφή του Μίλερ για την είσοδο στον Πόρο:

«Αν υπάρχει ένα όνειρο που μου αρέσει πάνω από όλα είναι αυτό της ιστιοπλοΐας στη στεριά. Η είσοδος στον Πόρο δίνει την ψευδαίσθηση του βαθύ ονείρου. Ξαφνικά η στεριά συγκλίνει από όλες τις πλευρές και η βάρκα στριμώχνεται σε ένα στενό πορθμό από τον οποίο φαίνεται να μην υπάρχει έξοδος. Οι άντρες και οι γυναίκες του Πόρου κρέμονται από τα παράθυρα, ακριβώς πάνω από το κεφάλι σου. Αράζεις ακριβώς κάτω από τα φιλικά ρουθούνια τους, σαν να κάθεσαι για ξύρισμα και κούρεμα καθοδόν. …. Το να πλέεις αργά στους δρόμους του Πόρου σημαίνει να ξανακερδίζεις τη χαρά του να περνάς μέσα από το λαιμό της μήτρας. Είναι μια χαρά σχεδόν πολύ βαθιά για να τη θυμόμαστε. Είναι ένα είδος μουδιασμένης απόλαυσης ενός ηλιθίου  που γεννά θρύλους όπως αυτός της γέννησης ενός νησιού από ένα βυθιζόμενο  πλοίο. Το πλοίο, το πέρασμα, τα τείχη, το απαλό κυματιστό τρέμουλο, η πράσινη φιδοειδής καμπύλη της ακτής, τα γένια που κρέμονται πάνω από το τριχωτό της κεφαλής σου από τους κατοίκους που αιωρούνται από πάνω σου, όλα αυτά και η ζωηρή πνοή φιλίας, συμπάθειας, καθοδήγησης, σε τυλίγει και σε βάζει μέσα ώσπου να ανατιναχθείς σαν ένα γεμάτο αστέρι και η καρδιά σου με τα λιωμένα  θρύψαλα της να  σκορπιστεί παντού».

Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης έγραψε για την Αίγινα στη δεκαετία του 1920:

«΄Ενα απόγεμα πήρα το βαποράκι στον Περασιά, την περίφημη «Χρυσώ», και πήγα πρώτα στην Αίγινα. Είχα σκοπό, αρχίζοντας από την Αίγινα, να ψάξω γύρω γύρω το Σαρωνικό όσο να εύρω το κατάλληλο μέρος για να κουρνιάσω οριστικά. Ήθελα να είμαι πάντα κοντά στην Αθήνα. Γιατί δεν είχα και πολλήν εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Ήξερα πως εύκολα με πιάνει ο κόρος και η πλήξη. Έπρεπε λοιπόν να μπορώ να παίρνω εύκολα το βαπόρι και να έρχομαι στην πόλη των Θεών, για να μετανιώνω και να φεύγω από την κάμινο του πυρός και της καβαλίνας πίσου στη δροσιά και την ησυχία του πελάου. Στην Αίγινα που πρωτοπήγα, εκεί και έριξα άγκυρα για πάντα. Ο βραδινός περίπατος, που έκανα γιαλό γιαλό από την «κολόνα» ίσαμε τον Αϊ-Βασίλη, μου άρεσε πολύ. Νοίκιασα το απάνου πάτωμα (δυο καμαρούλες) σ’ ένα ήσυχο σπιτάκι και ξαναγύρισα στην Αθήνα για να φέρω τα πράματά μου. Σ’ ένα τραπεζάκι τοποθέτησα μερικά αγαπημένα βιβλία. Κάρφωσα στους τοίχους γύρω γύρω ένα σωρό φωτογραφίες από έργα του Γκρέκο, του Πωτουρίτσιο, του Μποτιτσέλι, του Νταβίντσι, του Μιχαήλ Αγγέλου κ.λ.π., αγορασμένες από το Μουσείο του Λούβρου και την Πινακοθήκη του Βατικανού. Χαράματα σηκωνόμουνα, έσκυβα από το παράθυρο στην αυλή και κοίταγα πέρα τον ουρανό και κάτωθέ μου κληματαριές, αμυγδαλιές, φιστικιές, ένα πηγάδι, μια γίδα με το κουδούνι της, ένα κοπάδι όρνιθες… Κι ύστερα η νοικοκυρά μου έφερνε γάλα και καφέ κι εγώ καθόμουνα στο γράψιμο ευτυχισμένος κι αισιόδοξος ή έφερνα βόλτες μέσα στο δωμάτιο χειρονομώντας ζωηρά, καθώς απάγγελνα τους στίχους, που είχα γράψει, δοκιμάζοντας τον ήχο τους με τ’ αυτί».

«Λίγο πριν το μεσημέρι φάνηκε η Σύρα. Άπλωνε στον ορίζοντα τις θερμόχρωμες κι άδροσες γραμμές της, αντανακλώντας γύρω της την κάψα του ηλίου, που καμιά βλάστηση δεν βρισκόταν να ρουφήξει. Όσο το πλοίο πλησίαζε, τόσο οι πλαγιές των ξερών βράχων δείχνονταν στη μοναδική τους γύμνια, λουσμένες φως ακατανίκητο.»  Μ. Καραγάτσης