Καρτ ποστάλ

«Οι άνθρωποι είναι παγιδευμένοι στην Ιστορία και η Ιστορία είναι παγιδευμένη μέσα σε αυτούς». James Baldwin

«Το παρόν αναδιατάσσει το παρελθόν. Δεν λέμε ποτέ ολόκληρη την ιστορία γιατί μια ζωή δεν είναι ιστορία. είναι ένας ολόκληρος Γαλαξίας με γεγονότα και πάντοτε διαλέγουμε αστερισμούς από αυτόν που ταιριάζουν με το ποιοι είμαστε και πού βρισκόμαστε». Από το The Faraway Nearby της Rebecca Solnit

Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει αναφορές και προτάσεις για δύο βιβλία που διάβασα αυτές τις μέρες, ένα άρθρο για το πώς μερικά από τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν του 19ου αιώνα έθεταν περιβαλλοντικές ανησυχίες σε μια εποχή ραγδαίας εκβιομηχάνισης, και εννέα πρόσφατα έργα ζωγραφικής-κολάζ.

Α. Το πρώτο βιβλίο, Η Ιστορία της Τέχνης σε 21 Γάτες, της Nia Gould. Η ελληνική έκδοση που αγόρασα κυκλοφόρησε το 2023. Αυτό το βιβλίο μας εισάγει σε 21 καλλιτεχνικά ρεύματα μέσα από εικονογραφημένες γάτες, καθεμία από τις οποίες φιλοτεχνήθηκε με το στυλ μιας συγκεκριμένης περιόδου ή ενός καλλιτέχνη.. Ταξιδεύουμε από την αρχαία αιγυπτιακή και βυζαντινή τέχνη μέχρι την Αναγέννηση. Γνωρίζουμε το Ροκοκό, τον Ιμπρεσιονισμό, τον Σουρεαλισμό, τον Φωβισμό, τον Κυβισμό, τον Συμβολισμό, τον Μαγικό Ρεαλισμό, την Art Deco, την Αφηρημένη και Ποπ Αρτ, Την Ομάδα Κόμπρα  (The Cobra Group) και τους Νέους Βρετανούς Καλλιτέχνες, κ. α.  Η Gould συνδύασε την αγάπη της για τις γάτες και την τέχνη για να δημιουργήσει ένα βιβλίο με γάτες που υποδύονται διάσημους καλλιτέχνες και φιγούρες σε διάσημα έργα τέχνης. Το βιβλίο είναι τόσο για ενήλικες όσο και για παιδιά και νομίζω ότι θα ήταν ένα εξαιρετικό εργαλείο εισαγωγής βασικών θεμάτων και καλλιτεχνών των διαφόρων κινημάτων τέχνης για παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας. Θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ένα είδος βιβλίου εργασίας, όπου οι μαθητές θα μπορούσαν να πειραματιστούν με κάθε στυλ απεικονίζοντας ζώα, αντικείμενα ή ανθρώπινες φιγούρες. Το βιβλίο πιθανότατα να χαροποιήσει και τους γατόφιλους.

Β. Το δεύτερο βιβλίο O Κήπος της Αμαλίας που γράφτηκε από την Καρολίνα Μέρμηγκα και κυκλοφόρησε το 2023, είναι πολύ διαφορετικό. Είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα που αφορά τη ζωή της πρώτης βασίλισσας της Ελλάδας, της Αμαλίας, συνυφασμένη με τα γεγονότα των πρώτων δεκαετιών του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, από το 1837, όταν η δεκαεννιάχρονη Γερμανίδα βασίλισσα φτάνει στην Αθήνα ως σύζυγος του επίσης νεαρού Όθωνα, έως το 1862, όταν το βασιλικό ζεύγος υποχρεώνεται να εγκαταλείψει την Ελλάδα.

Καθώς αναλογιζόμουν τις δυο γλώσσες μέσα στις οποίες ζω και με τις οποίες επικοινωνώ, σκέφτηκα πως από το 2011 δεν μιλώ καθόλου αγγλικά. Από την άλλη ακούω, γράφω ή διαβάζω αγγλικά σχεδόν καθημερινά. Κι ενώ επικοινωνώ προφορικά στα ελληνικά, διαβάζω πολύ λιγότερο πλέον, και γράφω ελάχιστα αν εξαιρέσω τις συχνές μεταφράσεις των κειμένων που γράφω για την ιστοσελίδα αυτή. Αυτή η κατάσταση δεν είναι αποτέλεσμα επιλογής. Απλά  έτσι είναι τα πράγματα τώρα, και κατά κάποιο τρόπο όμως, και τα δυο είναι απώλειες. Έχοντας λοιπόν αυτές τις σκέψεις κατά νου αποφάσισα, ίσως ως ένα είδους επιστροφής. να ξεκινήσω να παρακολουθώ κάποιες Ελληνικές εκπομπές τέχνης και βιβλίου.

Μεταξύ λοιπόν αυτών που παρακολούθησα ήταν και η παρουσίαση του βιβλίου της Καρολίνας Μέρμηγκα.  Το βιβλίο λοιπόν το επέλεξα για διάφορους λόγους. Γενικά  το ιστορικό μυθιστόρημα διαβάζεται πιο ευχάριστα και πιο γρήγορα από τα βιβλία ιστορίας. Επίσης ο τίτλος γέννησε προσωπικούς συνειρμούς. Την μητέρα μου την έλεγαν Αμαλία και πάντα είχε ένα μικρό κήπο στις αυλές και στα μπαλκόνια που κατοικούσε. Φύτεψε και τα πρώτα λουλούδια στον δικό μου κήπο. Θυμήθηκα επίσης ότι όταν ήμουν μικρή κάποια φορά τη ρώτησα γιατί δεν είχε ονομαστική γιορτή όπως οι υπόλοιποι. Μου είπε ότι μάλλον το όνομα της το πήρε από μια βασίλισσα που έζησε στην Ελλάδα πριν πολλά χρόνια και έφερε αυτό το όνομα. Αρκετά αργότερα, στην Τρίτη γυμνασίου, ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με την ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας και την βασιλεία του Όθωνα.

Η Καρολίνα Μέρμηγκα πατώντας σε στοιχεία και γεγονότα πλέκει την ιστορία  μιας γυναίκας επιφορτισμένης με το χρέος να φέρει στον κόσμο διάδοχο, ώστε να ξεκινήσει μια νέα βασιλική δυναστεία. Όμως ο Όθωνας και η Αμαλία δεν έμελλε να γίνουν γονείς. Η ατεκνία τους, και ιδιαίτερα η αναπαραγωγική ικανότητα της Αμαλίας, και οι αλήθειες, οι εικασίες και οι δοξασίες και προλήψεις γύρω από αυτό το ζήτημα, θα γίνουν ζήτημα κοινωνικό-πολιτικό, και μέρος ενός παιχνιδιού που έπαιζαν οι μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία. Καθώς κοίταζα διάφορα άρθρα κάπου αναφέρεται ότι σε αυτό το παιχνίδι έπαιρναν μέρος πολλοί, από τον Μέτερνιχ, τους συμβούλους και αυλικούς, μέχρι τους αυλικούς γιατρούς και αυτούς που συμβούλευαν γιατροσόφια όπως τζιτζίκια ή μπαρούτι από τα όπλα του βασιλιά. Όλοι ανέμεναν ένα διάδοχο βαπτισμένο στην ορθόδοξη πίστη για να εδραιώσει τον θρόνο στην Ελλάδα με ορθόδοξους απογόνους. «Ένας διάδοχος του θρόνου λειτουργεί ως υπνωτικό για τις επαναστάσεις, ένα βασιλικό νεογέννητο έχει τη δύναμη να νανουρίζει ένα ολόκληρο έθνος» γράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (περιοδικό LIFO).

Η ατεκνία του βασιλικού ζεύγους περιβαλλόταν από φήμες, δοξασίες, σχόλια στον Τύπο και γελοιογραφίες, αφού η γέννηση ενός διαδόχου σήμαινε και πολιτική σταθερότητα. Ήταν επίσης ένα μεταξύ πολλών άλλων γεγονότων της βασιλείας τους που τελικά οδήγησαν στην αύξηση της λαϊκής δυσαρέσκειας προς τη μοναρχία, με αποκορύφωμα τον έντονο αντιβασιλικό αγώνα που κατέληξε στην παραίτηση του Όθωνα το 1862. Στο αυτί του βιβλίου αναφέρεται ότι η Αμαλία «αντέχει σωματικά βασανιστήρια για την ατεκνία της και αντιστέκεται στις προσβολές, αντιστέκεται όμως και στα συναρπαστικά νέα ρεύματα δημοκρατίας που φυσούν ολόγυρά της.»

Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου η συγγραφέας περιλαμβάνει ένα απόφθεγμα του James Baldwin: «Οι άνθρωποι είναι παγιδευμένοι μέσα στην Ιστορία και η Ιστορία είναι παγιδευμένη μέσα τους.»  Η Αμαλία  λοιπόν έζησε όπως πρόσταζε η εποχή και η θέση της μέσα σε αυτή, Το ίδιο ισχύει για όλους μας, η ελευθερία, η δυνατότητα έκφρασης και η αυτενέργεια μας καθορίζεται, επηρεάζεται ή περιορίζεται από πολλούς παράγοντες όπως έχω αναφέρει συχνά, καθώς και  από τα πλαίσια μέσα στα οποία  κινούμαστε, αλλά και από το μεγαλύτερο κάδρο, όπως είναι η Ιστορία. Όπως λοιπόν μας αγγίζει η οικογενειακή προγονική μας ιστορία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η Ιστορία με κεφαλαίο Ι επίσης ορίζει ή επηρεάζει τις ζωές μας.

Ο απόηχος των δρώμενων και των πρωταγωνιστών της Ιστορίας φθάνει ως εμάς. Στην προκειμένη, πολλά έργα αρχιτεκτονικής, πολεοδομίας, δημοσιονομικής πολιτικής, ο τρόπος  γέννησης και εξέλιξης του νεοσύστατου τότε κράτους, ακόμη και νοοτροπίες και προκαταλήψεις του 19ου αιώνα, μας αγγίζουν συλλογικά ως έθνος και χώρα, αλλά και τον καθένα μας ιδιαίτερα και συγκεκριμένα, στο παρόν. Το 2011 ένα έργο παρακαταθήκη της Αμαλίας έγινε για λίγο καθοριστικό μέρος της δικής μου ζωής.

Η Αμαλία φαίνεται, από τις επιστολές της και άλλες πηγές, ότι αγάπησε την Ελλάδα, μια χώρα γεμάτη αντιφάσεις που έψαχνε την ταυτότητα της μετά την επανάσταση του 1821 και τους εμφύλιους, παρόλο που όταν έφτασε  αντίκρισε μια χώρα που δεν περίμενε και μια κατάξερη και ρημαγμένη Αθήνα. Αγάπησε τους ανθρώπους, τη γλώσσα, το τοπίο και το κλίμα. Αγαπούσε την ιππασία και το κολύμπι, τα οποία για χρόνια στερήθηκε επειδή οι γιατροί και σύμβουλοι της πίστευαν ότι υπονόμευαν την γονιμότητα της. Αυτή η αγάπη της εκφράστηκε και με έργα. Μεταξύ άλλων άφησε ένα σημαντικό αποτύπωμα στην συλλογική μνήμη των Ελλήνων κυρίως με τη «στολή Αμαλίας»: η αστική φορεσιά της Πελοποννήσου που συνηθιζόταν και στην Αθήνα και που καθώς έμαθα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ελληνικής ενδυματολογικής ιστορίας.  Κυρίως όμως ενδιαφέρθηκε για την γεωργία και την αμπελουργία, την εισαγωγή δέντρων και φυτών από άλλες χώρες. Επίσης φρόντισε να γίνουν οι πρώτες δενδροφυτεύσεις σε πλατείες, λόφους και πεζοδρόμια της πρωτεύουσας όπου και δημιούργησε τον αγαπημένο της και γνωστό κήπο, τον νυν Εθνικό κήπο. Ανέπτυξε και φιλανθρωπική δράση. Με δική της μέριμνα ιδρύθηκε ο πρωτοποριακός για τότε ασφαλιστικός φορέας για τους ναυτικούς, το «Οφθαλμιατρείο» (1843), το «Αμαλίειο Ορφανοτροφείο» (1855), κ.α.  Σε αυτό το τελευταίο λοιπόν ίδρυμα έκανα ένα μέρος της πρακτικής  ενός μεταπτυχιακού προγράμματος κλινικής ψυχολογίας το 2011.

Θα ολοκληρώσω αυτό το κομμάτι με ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο:

«Κι αν είχα διαβάσει καλύτερα την ελληνική μυθολογία, τι θα άλλαζα; Φυσούν περίεργοι άνεμοι εδώ, τόσο διαφορετικοί από εκείνους του Ολδεμβούργου. Εδώ κουβαλούν θαλασσινό αλάτι, που κολλάει στα χείλη και μαζί οργή θεϊκή- οργή θεών που εδώ και αιώνες  κρύφτηκαν κάτω από τον αφρό των κυμάτων, αλλά δεν χάθηκαν.  Γιατί πολύ λίγα πράγματα χάνονται πραγματικά σ’ αυτόν τον τόπο, τα περισσότερα κρύβονται και περιμένουν μέχρι να έρθει η ώρα να ξεπηδήσουν στον αφρό, χαρούμενα ή εκδικητικά.»

Γ. Η δημιουργία των σημερινών σχεδίων οδήγησε και στην εκ νέου ανάγνωση μερικών από τις ιστορίες του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και στην εύρεση του άρθρου που ανέφερα παραπάνω: Πώς τα παραμύθια του 19ου αιώνα εξέφραζαν ανησυχίες για την οικολογική καταστροφή στη διεύθυνση: https://theconversation.com/how-19th-century-fairy- παραμύθια-εκφρασμένα-ανησυχίες-για-οικολογική-καταστροφή-73137

Το άρθρο διερευνά πώς ορισμένες από τις ιστορίες του Hans Christian Andersen, όπως: A Drop of Water, The Daisy and the Flax, The Fir Tree, and The Great Serpent (Μια σταγόνα νερό, Η μαργαρίτα και το λινάρι, Το έλατο, και Tο μεγάλο φίδι), προκάλεσαν περιβαλλοντικές ανησυχίες σε μια εποχή ταχείας εκβιομηχάνισης. Στο άρθρο προτείνεται ότι με την εξερεύνηση των επιπτώσεων ενός βιομηχανοποιημένου τοπίου, οι ιστορίες του Άντερσεν παρείχαν σχόλια σχετικά με την απειλή για το αγγλικό τοπίο και τον πληθυσμό του.

Στο παραμύθι του Άντερσεν, A Drop of Water  /   Μια σταγόνα νερό, που αποτελεί μέρος του κολάζ των σχεδίων μου σήμερα, σύμφωνα με το άρθρο, ένας μάγος με το όνομα Creep-and-Crawl εξετάζει ένα εκχύλισμα από νερό από χαντάκια, στο οποίο έχει προσθέσει μια σταγόνα αίματος. από μια μάγισσα, χρησιμοποιώντας ένα μικροσκοπικό φακό. Παρατηρεί οργανισμούς που «πηδούν και χοροπηδούν, τραβολογούν ο ένας τον άλλον και τσιμπούν ο ένας τον άλλον». Βλέποντας τη βίαιη και φαινομενικά αιματηρή δραστηριότητα του οργανισμού, ένας συνάδελφός του υποθέτει ότι τα πλάσματα  αυτά πρέπει να ζουν σε μια πρωτεύουσα.

Η Laura Hood, η συγγραφέας, σχολιάζει ότι το βικτοριανό κοινό ήταν εξίσου τρομοκρατημένο από τους οργανισμούς που ήταν κρυμμένοι στο μολυσμένο πόσιμο νερό . Αυτός ο φόβος για το νερό ήταν βάσιμος αφού «ένα απαρχαιωμένο σύστημα αποχέτευσης οδηγούσε τους βόθρους του Λονδίνου στον Τάμεση, που ήταν το απόθεμα νερού της πρωτεύουσας. Χημικές ουσίες από εργοστάσια χύνονταν επίσης στο ποτάμι, μεταδίδοντας υδατογενείς ασθένειες όπως ο τύφος, η χολέρα και η δυσεντερία».

Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «Σήμερα, με τη σταθερή άνοδο της δυστοπικής λογοτεχνίας, της οικολογικής λογοτεχνίας και της λογοτεχνίας για την κλιματική αλλαγή (αλλιώς γνωστή ως «cli fi»), βλέπουμε παρόμοιες καλλιτεχνικές αντιδράσεις στην περιβαλλοντική αλλαγή που απομακρύνουν τους αναγνώστες από τον εφησυχασμό. Καθώς οι συγγραφείς προσπαθούν να εκφράσουν τη βαρύτητα και τη σοβαρότητα των οικολογικών κρίσεων, η λογοτεχνία τους, έχει τη δυνατότητα να εμπνεύσει ριζικές αλλαγές».

 

 

 

 

 

 

 

μ

 

 

 

 

Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί (21/05/2024)

Ζωή και τέχνη

Ένα παράθυρο. Πόσο μου αρέσει ένα παράθυρο. Ένα πουλί, που σφυρίζει. Μια μέλισσα. Είναι πάντα διαφορετικό. Ολόκληρη η ζωή. Ολόκληρη η ζωή ήδη πλαισιωμένη. Ακριβώς εκεί.» Maud Lewis

Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει τρία μεγαλύτερα σχέδια-κολάζ, που έφτιαξα πρόσφατα, εμπνευσμένα από αρχέτυπα σε ταινίες, ιστορίες και στην τέχνη, καθώς και αρχαιοελληνικά μοντέλα του νου. Διάβασα επίσης μια ενδιαφέρουσα ανάλυση του Benjamin Haller για την κάπως περίπλοκη και με διφορούμενο τέλος, ταινία Inception του Chris Nolan, για την οποία γράφω στη σημερινή ανάρτηση. Βρήκα το κομμάτι του Haller ενδιαφέρον και ίσως αξίζει να το διαβάσει κανείς, ανεξάρτητα από το αν έχει δει την ταινία ή όχι. Κάνω επίσης μια σύντομη αναφορά σε μια άλλη ταινία που παρακολούθησα πρόσφατα, τη Maudie, εμπνευσμένη από την λαϊκή ζωγράφο Maud Lewis. Τα θέματα και οι χαρακτήρες των ταινιών έχουν βρει το δρόμο τους στις ζωγραφιές μου. Η γραφή, η ζωγραφική, τα βιβλία και οι ταινίες, και η σύντομη έρευνα που έκανα σχετικά με τα  αρχέτυπα του Γιουνγκ / Jung και την αρχαιοελληνική χρήση της αρχιτεκτονικής ως μεταφορά για την ανθρώπινη συνείδηση ​​και το νου, ουσιαστικά ήταν μια αλληλένδετη διαδικασία ζωής-τέχνης.

Στην ταινία Inception, ο Chris Nolan, ο σκηνοθέτης, διερευνά το πως άνθρωποι μοιράζονται ένα χώρο ονείρου, ο οποίος δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης στο ασυνείδητο μυαλό κάποιου άλλου, καθώς και πώς αυτή η δυνατότητα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και να γίνει κακοποιητική. Η πλειοψηφία της πλοκής της ταινίας διαδραματίζεται σε αυτούς τους αλληλένδετους κόσμους ονείρων. Ο Cobb ο πρωταγωνιστής και η ομάδα του φαινομενικά κλέβουν πληροφορίες από τα όνειρα των ανθρώπων, κάτι που απαιτεί την εύρεση ενός χρηματοκιβωτίου μέσα στο όνειρο που προστατεύει πολύτιμες πληροφορίες. Ο όρος Inception στην ταινία σημαίνει / περιλαμβάνει μια διαδικασία φύτευσης ιδεών στο μυαλό ενός ατόμου χωρίς αυτό να έχει επίγνωση.

Στην εργασία του, The Labyrinth of Memory: Iphigeneia, Simonides, and Classical Models of Architecture as Mind in Chris Nolan’s film, Inception // Ο Λαβύρινθος της Μνήμης:  Ιφιγένεια, Σιμωνίδης, και Κλασσικά Μοντέλα Αρχιτεκτoνικής ως Νους στην Ταινία του Chris Nolan, Inception, ο Benjamin Haller αναλύει πώς η ταινία του Nolan χρησιμοποιεί την αρχιτεκτονική ως γλώσσα για να σχολιάσει τη σχέση του πρωταγωνιστήn Dom Cobb, με την πεθαμένη σύζυγό του, Mal. Υποστηρίζει ότι η ταινία βασίζεται σε τρία κλασικά μοντέλα που χρησιμοποιούν την αρχιτεκτονική ως μεταφορά του νου: ο τάφος της Μυρήνης στην Ιλιάδα του Ομήρου, το όνειρο κατάρρευσης του Οίκου του Αγαμέμνονα της Ιφιγένειας στο έργο του Ευριπίδη, η Ιφιγένεια εν Ταύροις, και η Μέθοδος του Λόκι του Σιμωνίδη**. Επίσης ισχυρίζεται ότι η ταινία του Nolan, παρόμοια με την ελληνορωμαϊκή παράδοση, χρησιμοποιεί την αρχιτεκτονική ως μεταφορά για την ανθρώπινη συνείδηση ​​με τρόπο που θυμίζει το έργο του Carl Jung, ο οποίος βασίστηκε στην ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία για την κατασκευή των ψυχολογικών θεωριών του, το anima, τη σκιά, και τα αρχέτυπα των Μινώταυρου-μητέρας.

** Ο Σιμωνίδης ο Κείος ήταν ο εφευρέτης της Μεθόδου του Λόκι ή αλλιώς, μνημονικό θέατρο, παλάτι της μνήμης ή παλάτι του νου, που επιτρέπει σε κάποιον να απομνημονεύει τεράστιες ποσότητες πληροφοριών οραματιζόμενος έναν μεγάλο φυσικό χώρο όπως ένα παλάτι ή ένα μεγάλο σπίτι με το οποίο είναι εξαιρετικά εξοικειωμένος απλά τοποθετώντας τις πληροφορίες που επιθυμεί να απομνημονεύσει σε διάφορες τοποθεσίες μέσα στον χώρο. Στη συνέχεια, ανατρέχοντας νοερά στα βήματά του μέσα στο χώρο, μπορεί κανείς να ανακαλέσει κάθε γεγονός ή πληροφορία από το σημείο ή το αντικείμενο όπου είχε αρχικά τοποθετηθεί.

Η ταινία Inception ταυτίζει κάθε έναν από τους κύριους χαρακτήρες της: τον Ντομ, την Μαλ και την Αριάδνη με αρχιτεκτονικές και γνωστικούς τρόπους. Η Μαλ στα όνειρα του Ντομ αναγνωρίζεται ως μια δύναμη στο υποσυνείδητό του που ο σκηνοθέτης συνδέει με άμορφες αρχιτεκτονικές και χώρους όπως το νερό, το οποίο ο Haller προτείνει ότι αντιπροσωπεύει το υποσυνείδητο με όλες τις επικίνδυνες και σωτήριες δυνατότητές του, κι επίσης, στη χριστιανική παράδοση, είναι σύμβολο λύτρωσης. Ο Dom είναι το αντίθετό της Μαλ και ταυτίζεται με γραμμικές αρχιτεκτονικές όπως τα παλάτια και οι ευθύγραμμοι λαβύρινθοι. Η Αριάδνη ταυτίζεται με κυκλικούς λαβύρινθους. Είναι αυτή που μεσολαβεί μεταξύ του Dom και των αναμνήσεων του της νεκρής συζύγου του προκειμένου να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τις ενοχές και τη θλίψη, αλλά και να ολοκληρώσει τη μεγαλύτερη ληστεία του.

Ο Haller υποστηρίζει ότι στην ταινία ο Dom αντιπροσωπεύει τον αναλυτικό συνειδητό νου, η Αριάδνη τον διαισθητικό νου και η Μαλ τα επικίνδυνα βάθη του υποσυνείδητου, κι επίσης ότι ο Nolan αντλεί από τις ιδέες του Γιουνγκ όσον αφορά τη σχέση μεταξύ συνειδητού και υποσυνείδητου τρόπου σκέψης για να κριτικάρει τις νόρμες του φύλου που συχνά συνδέονται με τους άνδρες πρωταγωνιστές σε αστυνομικές ταινίες και ιστορίες. Ο Haller γράφει ότι στην ταινία ο Nolan προσδιορίζει τις αρχιτεκτονικές του ευθύγραμμου παλατιού ή λαβύρινθου, του κυκλικού λαβύρινθου και της άμορφης μεταβλητότητας του νερού ως μεταφορές, αντίστοιχα, για το συνειδητό, το διαισθητικό και το υποσυνείδητο νου.

Η χρήση αυτής της μεταφορικής νοητικής αρχιτεκτονικής από τον Νόλαν είναι σε γενικές γραμμές επηρεασμένη από τον Γιουνγκ, ειδικά σε σχέση με τις δύο γυναίκες πρωταγωνίστριες της ταινίας: η ικανότητα της Αριάδνης να υφαίνει ψυχολογικούς λαβύρινθους για τον Dom θυμίζει το anima του Γιουνγκ και η λειτουργία της Mal ως μέρος του υποσυνείδητου του Dom που υπονομεύει τις συνειδητές του επιχειρήσεις. επίσης μοιάζει με τη σκιά και τα μητρικά αρχέτυπα του Γιουνγκ. …… Καθώς η Αριάδνη εξελίσσεται στον μυθολογικό της ρόλο……… ως υφάντρα λαβυρίνθων για να σώσει την ψυχή του Dom από τη διάλυση, μια εναλλακτική αφήγηση της αυτοκαταστροφής της Mal αναδύεται – μια που διαφέρει σημαντικά από αυτή που αφηγείται ο Dom». Φαίνεται ότι οι εισβολές του Dom στις εσωτερικές αρχιτεκτονικές της συζύγου του, που ενσωματώνονται στο παιδικό σπίτι της στο βασίλειο του υποσυνείδητου, καθώς και η επιμονή του στη γραμμική ορθολογικότητα, έχουν αποδειχθεί καταστροφικές.

Η υπόθεση αυτής της ταινίας επιστημονικής φαντασίας είναι ότι ο Dom Cobb (Leonardo Di Caprio) και η σύζυγός του, Mal (Marion Cotillard), είναι αρχιτέκτονες ονείρων, που σχεδιάζουν και χειραγωγούν αρχιτεκτονικούς χώρους στα όνειρα μέσα στο δικό τους νου και των άλλων, αλλά αυτή η δραστηριότητα έχει ως αποτέλεσμα η Μαλ να προτιμήσει τον κόσμο των ονείρων από αυτόν της πραγματικότητας. Το σχέδιο δράσης του Dom προκειμένου να το σταματήσει αυτό καταλήγει στην αυτοκτονία της, όταν η Mal πείθεται όχι μόνο ότι η ονειρεμένη πόλη που έχτισαν μαζί είναι εξωπραγματική, αλλά ότι ο «πραγματικός» κόσμος είναι επίσης ένα όνειρο. Η μνήμη της φυλάσσεται στα βάθη του υποσυνείδητου του Dom, με καταστροφικά αποτελέσματα για τις προσπάθειές του να χρησιμοποιήσει τις δεξιότητές του για να κερδίσει χρήματα κλέβοντας πληροφορίες από το  νου ανυποψίαστων στόχων / θυμάτων. Έτσι, ο Dom απαιτεί τη βοήθεια κάποιου που να μπορεί να διαπραγματευτεί τους διάφορους χώρους του νου με διαφορετικό τρόπο από τον τρόπο που συνηθίζει ο ίδιος. Ο Haller γράφει: «Ακριβώς όπως στα γραπτά του Γιουνγκ η μυθολογική φιγούρα της Αριάδνης χρησιμεύει ως μεταφορά για τον θεραπευτή (θεραπεύτρια), η νέα βοηθός του Dom, η επονομαζόμενη Αριάδνη, θα εκπληρώσει μια ανάλογη θεραπευτική λειτουργία για αυτόν μέσω της αρχιτεκτονική του νου, σχεδιάζοντας νοητικούς λαβύρινθους ειδικά προσαρμοσμένους ώστε  να αποτρέπουν τις ανεπιθύμητες εισβολές της Μαλ στα παλάτια ονείρων του Dom…»

Επιπλέον ο Haller αναλύει πώς «η αρχιτεκτονική του κόσμου των ονείρων του Νόλαν αποτελεί μέρος  μιας μακράς παράδοσης έμφυλης αρχιτεκτονικής: η «γυναικεία» αρχιτεκτονική ταυτίζεται με καταπιεσμένους, υποσυνείδητους ή ξεχασμένους λόγους και η «ανδρική» αρχιτεκτονική με μια κυρίαρχη φωνή έντονου ορθολογισμού και ρητορικής σκέψης. του οποίου η αδυναμία πρόσβασης σε αυτούς τους καταπιεσμένους λόγους αποδεικνύει τη μοιραία αδυναμία του…» Αναφέρεται στο όνειρο της Ιφιγένειας, που επίσης προσδίδει το φύλο στους αρχιτεκτονικούς χώρους. Το σπίτι χωρίζεται χαρακτηριστικά σε ανδρικούς και γυναικείους χώρους, τον γυναικωνίτη, όπου κοιμάται η Ιφιγένεια. Ο Haller εξηγεί ότι οι στύλοι θεωρούνται αρσενικοί: «οι στύλοι του σπιτιού είναι αρσενικοί απόγονοι (στῦλοι γὰρ οἴκων παῖδές εἰσιν ἄρσενες)» και έχουν φωνή, ενώ τα θηλυκά υποβιβάζονται στον παθητικό γυναικείο ρόλο του θρήνου (κλαίουσα).

Ο Haller επισημαίνει ομοιότητες μεταξύ αυτής της αρχιτεκτονικής και της αρχιτεκτονικής τη; ταινίας. Στην ταινία η αρχιτεκτονική στον εσωτερικό κόσμο της Μαλ περιβάλλεται από μια τάφρο/νερό, που, σημειώνει, θα μπορούσε επίσης να υποδηλώνει ότι η Μαλ προστατεύεται από τον Ντομ, ο οποίος παραβιάζει το σπίτι της παιδικής ηλικίας της για να εμφυτεύσει την ιδέα του απατηλού χαρακτήρα της πόλης τους. Ο Haller προσθέτει ότι η διείσδυση του Dom στον εσωτερικό κόσμο της Mal εκλαμβάνεται ως παραβίαση ενός εσωτερικού χώρου της συνείδησής της. Παρομοίως, το όνειρο της Ιφιγένειας στην αρχή της τραγωδίας επιβεβαιώνει το σπίτι του πατέρα της ως έναν παραβιασμένο εσωτερικό χώρο του νου. Στο όνειρο και αυτός ο χώρος περιβάλλεται από νερό. Η Μαύρη Θάλασσα την χωρίζει μεν από την Ελλάδα αλλά συνάμα την προστατεύει.

Θα ολοκληρώσω αυτό το κομμάτι με λίγα λόγια από την ταινία:

«Ποιο είναι το πιο ανθεκτικό παράσιτο; Μια ιδέα. Μια και μόνο ιδέα του ανθρώπινου νου μπορεί να χτίσει πόλεις. Μια ιδέα μπορεί να μεταμορφώσει τον κόσμο και να ξαναγράψει όλους τους κανόνες.» Dom Cobb

“Ο σπόρος που φυτεύουμε στο μυαλό αυτού του ανθρώπου θα γίνει μια ιδέα. Αυτή η ιδέα θα τον καθορίσει. Μπορεί να αλλάξει τα πάντα πάνω του. Τον τρόπο που σκέφτεται, τον τρόπο που ενεργεί. Μπορεί ακόμη και να καθορίσει ολόκληρη την κοσμοθεωρία του .” Dom Cobb

Επιπλέον, θα αναφερθώ εν συντομία σε μια ταινία που παρακολούθησα πρόσφατα, τη Maudie, σε σκηνοθεσία της Aisling Walsh και σενάριο της Sherry Whit, και η οποία βρήκε το δρόμο της στη ζωγραφική μου. Η ταινία δεν είναι πιστή βιογραφία, αλλά μάλλον εμπνέεται από τη ζωή της Maud Lewis, μιας διάσημης Καναδέζας λαϊκής ζωγράφου, η οποία ως παιδί υπέφερε από νεανική ρευματοειδή αρθρίτιδα (1901-1970). Η ταινία επικεντρώνεται περισσότερο στην αισιοδοξία, την αποφασιστικότητα και την επιμονή της Lewis όσον αφορά την τέχνη της εν μέσω έντονου σωματικού πόνου, κακουχιών και περιττής φτώχειας. Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι εντυπωσιακές. Σε μια κριτική που διάβασα, οι ηθοποιοί Sally Hawkins και Ethan Hawke περιγράφονται ως «ένα όμορφα ταιριαστό ζευγάρι που ανοίγει δύο κλειστούς ανθρώπους, εξαπολύοντας χείμαρρους συναισθημάτων». Η ερμηνεία της Sally Hawkins, ειδικότερα, είναι συγκλονιστική. Είναι σαν να μεταμορφώνεται σωματικά, να συρρικνώνεται και να αλλάζει, καθώς η Maud γερνά και η αρθρίτιδα καταστρέφει το σώμα της.

Και τέλος, θα συμπεριλάβω ένα απόσπασμα για την τέχνη και τη ζωή από το βιβλίο της Rebecca Solnit: The Faraway Nearby / Το Μακρινό Κοντινό

«Η ενσυναίσθηση είναι ένα ταξίδι που διανύεις, αν παρατηρείς, αν νοιάζεσαι, αν θέλεις να το κάνεις. Από κοντά γίνεσαι μάρτυρας του πόνου άμεσα………. Ο πόνος από μακριά φτάνει σε σένα μέσα από την τέχνη, μέσα από εικόνες, ηχογραφήσεις και αφηγήσεις. οι πληροφορίες ταξιδεύουν προς το μέρος σου και τις συναντάς στα μισά του δρόμου, αν τις συναντήσεις………», και αργότερα στο βιβλίο, «… όλος ο κόσμος είναι ένα έργο τέχνης. ότι είμαστε κομμάτια του έργου τέχνης. Η ξαφνική εμφάνιση των προτύπων του κόσμου φέρνει μια αίσθηση συνοχής και πάνω από όλα σύνδεσης. Παλιά, λεγόταν, ύφανση παραμυθιών. ήταν κλωστές που έδεναν τα πράγματα μεταξύ τους και από αυτές πλεκόταν το ύφασμα του κόσμου. Στις πιο δυνατές ιστορίες βλέπουμε τους εαυτούς μας, συνδεδεμένοι ο ένας με τον άλλον, πλεγμένοι στο μοτίβο, βλέπουμε ότι είμαστε οι ίδιοι ιστορίες, που λέμε ιστορίες και μας λένε. Ιστορίες σαν τη δική σου και χειρότερες από τη δική σου υπάρχουν παντού, και η ταλαιπωρία / ο πόνος σου δεν θα σε χαρακτηρίσει ως ξεχωριστή / ό, αν και η απόκριση σου σε ότι υποφέρεις μπορεί…».

Ζωγραφική και γραφή: βιβλία και πορτρέτα συγγραφέων

Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί  6/5/2024

«Γιατί να λέμε ιστορίες αν θα φέρουν μόνο έναν νέο γύρο τιμωρίας ή απαξίωσης; Ή αν θα αγνοηθούν σαν να μην είχαν κανένα νόημα; Έτσι λειτουργεί η προληπτική φίμωση. Το να έχεις φωνή σημαίνει όχι μόνο την ικανότητα των ζώων να εκφέρεις ήχους, αλλά και την ικανότητα να συμμετέχεις πλήρως στις συζητήσεις που διαμορφώνουν την κοινωνία σου, τις σχέσεις σου με τους άλλους και τη δική σου ζωή. Υπάρχουν τρία βασικά πράγματα που έχουν σημασία προκειμένου να έχεις φωνή: η ακρόαση, η αξιοπιστία και το αποτέλεσμα». Rebecca Solnit

«Σύνδεσα τις τελείες, είδα μια επιδημία, μίλησα και έγραψα για τα μοτίβα που είδα, περίμενα τρεις δεκαετίες για να γίνει δημόσια συζήτηση…» Rebecca Solnit

«Συχνά θεωρείται ότι ο θυμός οδηγεί μια τέτοια δραστηριότητα, αλλά ο ακτιβισμός καθοδηγείται από την αγάπη…» Rebecca Solnit

Όπως ανέφερα στην προηγούμενη ανάρτηση, ένα βασικό υποκείμενο νήμα ή θέμα του βιβλίου της Rebecca Solnit, Recollections of My Non–Existence / Αναμνήσεις της ανυπαρξίας μου, αφορά: το ποιος μπορεί να πει ιστορίες, ποιος τις ακούει, ποιος απαξιώνεται και φιμώνεται, ποιες ιστορίες διαγράφονται και εξαφανίζονται και ποιες ιστορίες λείπουν χωρίς να το γνωρίζουμε.  Η Solnit τοποθετεί τον εαυτό της πολιτισμικά, ιστορικά, γεωγραφικά, και με αυτόν τον τρόπο γίνεται κομμάτι όλων των γυναικών που προσπάθησαν να βρουν τον δρόμο τους και μια φωνή για να πουν ιστορίες που διαφορετικά θα είχαν σιωπήσει. Γράφει: «… η μισή γη είναι στρωμένη με τον φόβο και τον πόνο των γυναικών, ή μάλλον με την άρνηση αυτών, και μέχρι να δουν το φως του ήλιου οι ιστορίες που βρίσκονται θαμμένες, αυτό δεν θα αλλάξει». Τέλος, παρόλο που οι αφηγήσεις της είναι ενσωματωμένες ως επί το πλείστον σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, οι ιδέες και τα επιχειρήματα του βιβλίου  αφορούν κι έχουν απήχηση σε πολλούς ανθρώπους, ιδιαίτερα στις γυναίκες, σε πολλά γεωγραφικά και πολιτισμικά πλαίσια.

Αναφερόμενη στα χρόνια της νιότης της, η Solnit γράφει: «Εκείνες τις μέρες, προσπαθούσα να εξαφανιστώ και να εμφανιστώ, προσπαθώντας να είμαι ασφαλής και να είμαι κάποια, και αυτές οι επιδιώξεις ήταν συχνά σε αντίθεση μεταξύ τους. Και παρακολουθούσα τον εαυτό μου για να δω αν μπορούσα να διαβάσω στον καθρέφτη τι θα μπορούσα να είμαι και αν ήμουν αρκετά καλή και αν όλα αυτά που μου είχαν πει για τον εαυτό μου ήταν αληθινά. Το να είσαι νέα γυναίκα σημαίνει να αντιμετωπίζεις τον αφανισμό σου με αμέτρητους τρόπους ή να επιλέγεις τη φυγή από αυτόν ή την γνώση αυτού του αφανισμού,  ή όλα αυτά ταυτόχρονα…….. Προσπαθούσα να μην γίνω το θέμα της ποίησης κάποιου άλλου και να μην με σκοτώσουν. Προσπαθούσα να βρω μια δική μου ποιητική, χωρίς χάρτες, χωρίς οδηγούς, χωρίς πολλά στηρίγματα για να συνεχίσω. Μπορεί αυτά να ήταν εκεί έξω, αλλά δεν τα είχα εντοπίσει ακόμα».

Πολλές φορές στη νεότητα μας μπορεί να έχουμε επίγνωση της ανάγκης να αντισταθούμε, αλλά χωρίς ξεκάθαρη συνειδητοποίηση του τι αψηφούμε  ή εναντίον τίνος παλεύουμε ή με τι συμμορφωνόμαστε από φόβους –  αρθρωμένους και ανομολόγητους.  Τα νεότερα  χρόνια μας και οι μάχες που κερδίσαμε και οι αγώνες που χάσαμε, αφήνουν σημάδια και καθορίζουν πολλά από αυτά που θα ακολουθήσουν και που πρόκειται να γίνουμε.  Η Solnit αναφέρει: «Συχνά αγνοούσα σε τι και γιατί αντιστεκόμουν, κι έτσι η ανυπακοή  μου ήταν θολή, ασυνάρτητη, σπασμωδική. Εκείνα τα χρόνια που δεν υπέκυπτα, ή που υπέκυπτα σαν κάποια που βυθίζεται σε ένα τέλμα και μετά σπαρταρά για να ξεφύγει, ξανά και ξανά, ανασύρονται τώρα καθώς βλέπω νεαρές γυναίκες γύρω μου να δίνουν τις ίδιες μάχες. Ο αγώνας δεν ήταν μόνο για να επιβιώσει κανείς σωματικά, αν και αυτό από μόνο του μπορούσε να είναι αρκετά έντονο, αλλά για να επιβιώσει ως άτομο με δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος συμμετοχής και αξιοπρέπειας και φωνής. Περισσότερο από το να επιβιώσεις, λοιπόν: να ζήσεις».

Η υπόθεση ενηλικίωσης είναι πολύπλοκη και η διαδρομή είναι συχνά διάσπαρτη με εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια κάθε είδους. Επιπλέον, υπονοείται ότι η ενηλικίωση είναι μια συνεκτική και ομοιόμορφη κατηγορία στην οποία θα μπει κανείς απλά φτάνοντας σε μια συγκεκριμένη ηλικία ή πραγματοποιώντας ορισμένα πράγματα, κάτι που απέχει πολύ από την αλήθεια. Πρώτον, η διαδικασία της ενηλικίωσης είναι μια χρονοβόρα διαδικασία και μπορεί να είναι δια βίου. Μπορεί επίσης να φαίνεται διαφορετική για διαφορετικούς ανθρώπους σε διαφορετικούς πολιτισμούς και απαιτεί πολλή ενέργεια, δημιουργικότητα, γνώση, δουλειά και υποστήριξη. Η Solnit γράφει: «Η λέξη ενήλικας υποδηλώνει ότι όλοι οι άνθρωποι που έχουν ενηλικιωθεί σύμφωνα με το νόμο αποτελούν μια συνεκτική κατηγορία, αλλά είμαστε ταξιδιώτες που αλλάζουν και διασχίζουν μια μεταβαλλόμενη χώρα καθώς προχωράμε. Ο δρόμος είναι ραγισμένος και ελαστικός…… Δεν είναι μόνο ότι είσαι έφηβος στο τέλος της εφηβείας σου, αλλά ότι η ενηλικίωση, μια κατηγορία στην οποία βάζουμε όλους όσους δεν είναι παιδιά, είναι μια διαρκώς μεταβαλλόμενη κατάσταση………  Δημιουργείς κάτι, μια ζωή, έναν εαυτό, και είναι ένα έργο έντονα δημιουργικό καθώς κι ένα έργο στο οποίο είναι πιθανόν να αποτύχεις, λίγο, πολύ, τραγικά, μοιραία. Η νιότη είναι ένα εγχείρημα υψηλού κινδύνου».

Η Solnit γράφει για τόπους, σπίτια και το εσωτερικό τους, και για το πώς η γεωγραφία και οι χώροι που κατοικούμε γίνονται μέρος του εαυτού μας και επιτρέπουν την ανάπτυξη και πραγμάτωση μας ή καταπνίγουν τη διαδικασία, κι ακόμη πώς εμείς και οι τόποι και οι κατοικίες γινόμαστε ένα. Πάντα με ενδιέφερε το πώς ο τόπος και ο χώρος διαμορφώνουν, καθορίζουν και χρωματίζουν την αντίληψή μας, και συχνά έχω επιστρέψει σε αυτό το θέμα και στη σχετική βιβλιογραφία, ακόμη και σε πιο πρόσφατες αναρτήσεις. Η Solnit γράφει σχετικά με ένα διαμέρισμα που κατοικούσε για δεκαετίες  και που κατά κάποιο τρόπο έγινε τατουάζ στον ψυχισμό της: «Έζησα τόσο καιρό εκεί στο μικρό διαμέρισμα και εισχωρήσαμε ο ένας στον άλλο… Όταν ήταν ακόμα το σπίτι μου, ονειρευόμουν πολλές φορές ότι έβρισκα ένα άλλο δωμάτιο σε αυτό, μια άλλη πόρτα. Κατά κάποιο τρόπο ήμουν εγώ και ήμουν αυτό το σπίτι, κι έτσι αυτές οι ανακαλύψεις ήταν, φυσικά, άλλα μέρη του εαυτού μου».

Η Solnit μιλά επίσης για την ελευθερία μετακίνησης μέσα στο δημόσιο χώρο και στη φύση. Γράφει για το περπάτημα και την κατοίκηση δημοσίων χώρων, περιγράφοντας λεπτομερώς τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες όταν βγαίνουν έξω στον κόσμο, τη διακριτική και όχι τόσο διακριτική παρενόχληση, την καταδίωξη ή άλλες δυσάρεστες ή απειλητικές συμπεριφορές που συχνά αντιμετωπίζουν νεαρά κορίτσια, αλλά  και γυναίκες όλων των ηλικιών. Παρέχει αφηγήσεις της δικής της εμπειρίας και άλλων γυναικών. Μερικές ιστορίες ήταν τόσο οικείες, σχεδόν πανομοιότυπες με τις δικές μου , παρόλο που έχω ζήσει και κινηθεί σε πολύ διαφορετικούς γεωγραφικούς χώρους.  Επίσης αναγνώρισα την αγάπη της για το περπάτημα και τους ανοιχτούς χώρους, τη φύση. Αναλογίστηκα  αν θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποιες από τις δικές μου εμπειρίες εκφοβισμού και παρενόχλησης διαφόρων βαθμών έντασης: στα μέσα μεταφοράς. στο δρόμο, σε δημόσιους χώρους και κτίρια και σε άλλα πλαίσια. Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερα περιστατικά έρχονταν στο νου μου, και καθώς προχωρούσε η ανάγνωση του βιβλίου ήρθε στη μνήμη μου ένα μοτίβο από παρόμοιες εμπειρίες σε βάθος χρόνου.

Η Solnit γράφει:

«Το περπάτημα ήταν η ελευθερία μου, η χαρά μου, η προσιτή μεταφορά μου, η μέθοδος μου να μάθω να καταλαβαίνω τόπους, το πώς είμαι στον κόσμο,  το πώς σκέφτομαι τη ζωή μου και το γράψιμό μου, και το πώς προσανατολίζομαι. Το ότι μπορεί να ήταν πολύ επικίνδυνο να το κάνω ήταν κάτι που δεν ήμουν διατεθειμένη να δεχτώ, αν και όλοι οι άλλοι ήταν περισσότερο από πρόθυμοι να το δεχτούν για λογαριασμό μου. Γίνε φυλακισμένη, παρότρυναν χαρούμενα. αποδέξου την ακινησία σου, οχύρωσε τον εαυτό σου σαν αγκυροβόλιο…» και αλλού γράφει: «….κάποιες φορές φαινόταν σαν να ήταν όλα προορισμένα να με κλείσουν μόνη στο σπίτι σαν ένα άτομο πρόωρα στο φέρετρό της».

Κι αργότερα αναφέρει: «Μια μέρα, όταν περνούσα από ένα μικρό πάρκο ακριβώς ανατολικά της γειτονιάς, ένας περαστικός που δεν είχα ξαναδεί με έφτυσε στο πρόσωπο χωρίς να σταματήσει. Ακόμα και με άλλους ανθρώπους τριγύρω, ήμουν μόνη: με παρενόχλησαν περισσότερες από μία φορές στο λεωφορείο για το σπίτι ενώ όλοι προσποιούνταν ότι δεν συνέβαινε τίποτα, ίσως επειδή ένας εξαγριωμένος άνδρας τους φόβιζε, ίσως επειδή εκείνη την εποχή συχνά οι άνθρωποι δεν το θεωρούσαν δική τους υπόθεση,  ή κατηγορούσαν τη γυναίκα». Μια φορά, μετά από ένα περιστατικό που μου συνέβη σε ένα λεωφορείο, μια σχολική φίλη που είχε δει τα σιωπηλά δρώμενα, μου είπε ότι τέτοια πράγματα δεν της συνέβαιναν ποτέ, κάτι που ήταν ένα αποτελεσματικό μέσο φίμωσης κι αποδοχής  των πραγμάτων. Σύντομα μάθαινε κανείς να μην μιλάει για ορισμένα πράγματα και να τα προσπερνά όσο πιο αθόρυβα μπορεί. Η Solnit σχολιάζει: «Συχνά λέμε σιωπηλή, κάτι που προϋποθέτει ότι κάποια προσπάθησε να μιλήσει. Στην περίπτωσή μου, δεν ήταν φίμωση επειδή δεν σταμάτησαν καμία ομιλία . δεν ξεκίνησε ποτέ ή είχε σταματήσει τόσο παλιά, δεν θυμάμαι πώς συνέβη».

Μια άλλη φορά στα τέλη της εφηβείας μου, ένας άντρας, ίσως γύρω στα τριάντα, με ακολούθησε μέχρι το σπίτι. Κάποια στιγμή του ζήτησα ευγενικά να με αφήσει ήσυχη. Γέλασε και σαν σκιά με ακολούθησε μέχρι την πόρτα της πολυκατοικίας όπου μέναμε τότε και μετά κράτησε την εξώπορτα ανοιχτή. Μπήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας και μετά στο ασανσέρ μαζί μου. Θυμάμαι έντονα ότι κάποια στιγμή ο φόβος μου μετατράπηκε σε κατάπληξη για το απίστευτο θράσος του.  Η Solnit γράφει: «Ήταν η κουλτούρα, ήταν συγκεκριμένοι άνθρωποι κι ένα σύστημα που τους έδινε περιθώριο, κοίταζε από την άλλη ……  Η αλλαγή αυτής της κουλτούρας και αυτών των συνθηκών φαινόταν να είναι η μόνη επαρκής απάντηση. Το ίδιο ισχύει και σήμερα.”

Και η ειρωνεία ήταν ότι ένιωθε κανείς ότι ο μόνος τρόπος για να είναι ασφαλής ή να αποφύγει την κλιμάκωση ήταν να σιωπήσει, να προσπαθήσει να εξαφανιστεί, ακόμη και σωματικά. Η Solnit σχολιάζει την λεπτότητα και την αδυναμία και το να μην πιάνει κανείς πολύ χώρο. Γράφει: «Δεν είναι περίεργο που ήμουν αδύνατη, δεν είναι περίεργο που οι γυναίκες επαινούνταν τόσο για το ότι ήταν αδύνατες, για το ότι έπιαναν όσο το δυνατόν λιγότερο χώρο, που αιωρούνταν στο χείλος της εξαφάνισης, δεν είναι περίεργο που μερικές από εμάς εξαφανίστηκαν λόγω της υποφαγίας σαν χώρα που παραχωρεί εδάφη, ένας στρατός που υποχωρούσε μέχρι που έπαψε να υπάρχει».

Η Solnit αναφέρεται στις πολιτισμικές αιτίες και κοινωνικούς παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτήν την πραγματικότητα, παράγοντες όπως η «φυλή», η τάξη, η οικονομική κατάσταση, το φύλο, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η αναπηρία, η εθνικότητα, η χρόνια βία και το τραύμα, αλλά και η πεποίθηση ή η πίστη στον εαυτό…. «Πίστη στον εαυτό σου και στα δικαιώματά σου. Πίστη στις δικές σου εκδοχές και αλήθεια και στις δικές σου απαντήσεις και ανάγκες. Πίστη ότι εκεί που στέκεσαι είναι η θέση σου. Πίστη ότι είσαι σημαντική.” Αναφέρεται επίσης στην υπονομευτική διαδικασία άρνησης στους ανθρώπους της αλήθειας τους, άρνησης των γεγονότων των εμπειριών τους. Γράφει: «Ένα πράγμα που κάνει τους ανθρώπους να τρελαίνονται είναι να τους  λένε ότι οι εμπειρίες που έχουν βιώσει δεν συνέβησαν στην πραγματικότητα, ότι οι περιστάσεις που τους περιβάλλουν είναι φανταστικές, ότι τα προβλήματα είναι όλα στο κεφάλι τους και ότι αν είναι στενοχωρημένοι είναι ένα σημάδι της αποτυχίας τους, όταν επιτυχία θα ήταν να σιωπήσουν ή να πάψουν να γνωρίζουν αυτά που ξέρουν. ”

Το βιβλίο περιέχει πολλά ακόμη  θέματα και νήματα μιας μεγαλύτερης ταπισερί, και φυσικά ένα είναι η αγάπη για τα βιβλία και το διάβασμα. Νομίζω ότι οι ιδέες και τα συμπεράσματα της μπορεί να είναι οικεία και να τα  νιώθουν αληθινά  όσοι έλκονται από τα βιβλία και το διάβασμα ή το γράψιμο, τουλάχιστον στον ένα ή στον άλλο βαθμό. Κάποτε είχα επαναλαμβανόμενες εκδοχές του ίδιου ονείρου, στο οποίο όλα τα βιβλία που είχα διαβάσει ήταν τα δομικά στοιχεία ενός σπιτιού, άλλοτε το σπίτι έκλεινε απειλητικά πάνω μου και άλλοτε άνοιγε σε μια όμορφη θέα. Η Solnit περιγράφει ένα βιβλίο ως τούβλο και ως πουλί: Γράφει: «Κλειστό, ένα βιβλίο είναι ένα ορθογώνιο, λεπτό σαν γράμμα ή χοντρό και συμπαγές σαν κουτί ή τούβλο. Ανοιχτό, είναι δύο τόξα χαρτιού που φαίνονται από πάνω ή κάτω όταν το βιβλίο είναι ορθάνοιχτο, όπως το φαρδύ V των πουλιών που πετούν. Σκέφτομαι αυτό και μετά τις γυναίκες που μετατρέπονται σε πουλιά και μετά τη Φιλομήλα, που στον ελληνικό μύθο μετατρέπεται σε αηδόνι……» Περιγράφοντας το εσωτερικό του διαμερίσματός της και του νου της, σε σχέση με τα βιβλία που συσσωρεύονται, η Solnit προσθέτει : «Τα πουλιά μου συνέρρεαν και τελικά μια μεγάλη σειρά από ράφια στένεψε το διάδρομο και γέμισε κατά το ήμισυ το κύριο δωμάτιο και συσσωρεύτηκε σε ασταθείς στοίβες στο γραφείο μου και σε άλλες επιφάνειες. Εξοπλίζεις το νου σου με αναγνώσματα με τον τρόπο που επιπλώνεις ένα σπίτι με βιβλία, ή μάλλον τα φυσικά βιβλία μπαίνουν στη μνήμη σου και γίνονται μέρος του εξοπλισμού της φαντασίας σου».

Σε σχέση με την ανάγνωση, μιλάει για την αναστολή του χρόνου και του τόπου για να ταξιδεύσει κανείς στο νου του συγγραφέα, και μέσα από αυτή την ενασχόληση / σχ’εση με το νου του συγγραφέα προκύπτει κάτι ανάμεσα στο νου του αναγνώστη και του συγγραφέα.  Η Solnit μας λέει: «Μεταφράζεις τις λέξεις σε δικές σου εικόνες, πρόσωπα, μέρη, φως και σκιά και ήχο και συναίσθημα. Ένας κόσμος αναδύεται στο κεφάλι σου που έχεις φτιάξει με εντολή του συγγραφέα και όταν είσαι παρούσα σε αυτόν τον κόσμο, είσαι απούσα από τον δικό σου. Είσαι ένα φάντασμα και στους δύο κόσμους και ένα είδους θεού στον κόσμο που δεν είναι ακριβώς αυτός που έγραψε η συγγραφέας, αλλά ένα υβρίδιο της φαντασίας της και της δικής σου. Οι λέξεις είναι οδηγίες, το βιβλίο ένα κιτ, η πλήρης ύπαρξη του βιβλίου είναι κάτι άυλο, εσωτερικό, ένα γεγονός παρά ένα αντικείμενο, και μετά μια επιρροή και μια ανάμνηση. Ο αναγνώστης είναι αυτός που ζωντανεύει το βιβλίο».

Τα σχέδια που συνοδεύουν ή συμπληρώνουν το σημερινό κομμάτι είναι πορτρέτα συγγραφέων των οποίων τα βιβλία έχω κατοικήσει στο μακρινό παρελθόν, και πιο πρόσφατα καθώς άκουγα μερικά από τα έργα τους ενώ έφτιαχνα τα πορτρέτα τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Καθώς αυτή τη στιγμή διαβάζω ένα άλλο βιβλίο της Solnit, The Faraway Nearby  /  Το Μακρινό κοντινό, μπορεί να επιστρέψω στη δουλειά της σε μελλοντικές αναρτήσεις. Σε αυτό το βιβλίο γράφει για την απώλεια και τη θλίψη και για την ανάγνωση και τα βιβλία ως πύλες και πόρτες που ανοίγουν σε άλλους κόσμους όπως στα παιδικά βιβλία. Στο μεταξύ, σε στο βιβλίο που παρουσιάζω στο σημερινό κείμενο η συγγραφέας θέτει ερωτήματα που έχει συλλογιστεί και αναλύσει και ερωτήσεις που οι αναγνώστες μπορούν να αναλογιστούν.

Σε σχέση με την επιθετικότητα, τη βία και τον φόβο, ρωτά:

Πόσα από όλα αυτά εισέρχονται στη συνείδηση σου πριν αλλάξει η συνείδηση σου; Τι κάνει αυτό σε όλες τις γυναίκες που έχουν μια σταγόνα ή ένα κουταλάκι του γλυκού ή ένα ποτάμι αίμα στις σκέψεις τους; Τι γίνεται αν είναι μια σταγόνα κάθε μέρα; Τι γίνεται αν περιμένεις να γίνει κόκκινο το καθαρό νερό; Τι σου  προκαλεί να βλέπεις ανθρώπους σαν εσένα να βασανίζονται; Ποια ζωτικότητα και ηρεμία ή ικανότητα να σκέφτεσαι άλλα πράγματα, πόσο μάλλον να τα κάνεις, χάνεται, και πώς θα ήταν να ήταν πάλι δικά σου;

Τι είναι δικό σου; Πού είσαι ευπρόσδεκτη, που επιτρέπεται να υπάρχεις; Πόσος χώρος υπάρχει για σένα; που σε εμποδίζουν να βαδίσεις στο δρόμο ή στο επάγγελμα ή στη συζήτηση;

Πού στέκεσαι; Που ανήκεις; Αυτές είναι συχνά ερωτήσεις σχετικά με πολιτικές θέσεις ή αξίες, αλλά μερικές φορές το ερώτημα είναι προσωπικό: Νιώθεις ότι έχεις τόπο να σταθείς; Είναι δικαιολογημένη η ύπαρξή σου στα δικά σου μάτια, αρκετά ώστε να μην χρειαστεί να υποχωρήσεις ή να επιτεθείς; Έχεις δικαίωμα να είσαι εκεί, να συμμετέχεις, να πιάνεις χώρο στον κόσμο, στην αίθουσα, στη συζήτηση, στο ιστορικό αρχείο, στα όργανα λήψης αποφάσεων, να έχεις ανάγκες, θέλω, δικαιώματα; Νιώθεις υποχρεωμένη να δικαιολογηθείς ή να ζητήσεις συγγνώμη ή να δικαιολογήσεις τον εαυτό σου στους άλλους; Φοβάσαι μην τραβηχτεί το χαλί κάτω από τα πόδια σου, μην κλείσουν δυνατά  την πόρτα στο πρόσωπό σου; Δεν απαιτείς κάτι εξ αρχής, επειδή έχεις ήδη ηττηθεί ή περιμένεις να ηττηθείς αν εμφανιστείς; Μπορείς να δηλώσεις τι θέλεις ή χρειάζεσαι χωρίς αυτό να θεωρείται, από τον εαυτό σου ή από αυτούς που απευθύνεσαι, ως επιθετικότητα ή επιβολή; Τι σημαίνει ούτε να προχωράς, όπως ένας στρατιώτης που κάνει πόλεμο, ούτε να υποχωρείς; Τι σημαίνει να σου ανήκει χώρος και να νιώθεις ότι είναι δικός σου μέχρι τα βαθύτερα αντανακλαστικά και συναισθήματα σου; Τι σημαίνει να μην ζεις σε καιρό πολέμου, να μην χρειάζεται να είσαι έτοιμη για πόλεμο;